Παρασκευή, Ιανουαρίου 16

fade in

     Νομίζω ότι ακούω ακκορντεόν. Πρωϊνό Κυριακής και σχόλης, τσουχτερό κρύο έξω από το τζάμι. Ανοίγω. Βγαίνω. Κλείνω τη μπαλκονόπορτα πίσω μου. Ο γλυκός ήχος πλησιάζει και, ω του θαύματος, είναι ο μόνος ήχος σε τούτη την ευτυχή αστική συγκυρία. Ανατριχιάζω ολάκερος χωρίς πολύ να ασχοληθώ με την αιτία. Πες εσύ, από το κρύο.  Η ..αιτία πλησιάζει και το βελούδο στα αυτιά δυναμώνει. Γίνομαι έρμαιο.
    Ξαφνικά ο παππούς σηκώνει τα μάτια και με εντοπίζει, που τον κοιτώ από τον 5ο όροφο. Σκύβει ελαφρά το κεφάλι για καλημέρα. Νεύω κι εγώ καταφατικά. Ολοκληρώνει την εισαγωγή στα πλήκτρα και παίρνει μια βαθειά ανάσα. Μετά ξαμολάει το παράπονο.
      Αυτό που ανεβαίνει και διαχέεται στα δύσμοιρα μπετά είναι ικανό να τα ραγίσει. Κλείνω τα μάτια αντανακλαστικά. Δεν έχω ακούσει τόσο δυνατά εκφρασμένο λυγμό στη ζωή μου. Ο άντρας, κοντά στα 75, γυρτός αγέρωχα, συνοδεύει τις λέξεις με τα πλήκτρα σε ένα ντουέτο με ενδείξεις μουσικής ημιμάθειας. Η φωνή του όμως, η φωνή του είναι καταπέλτης συναισθημάτων. Χτυπάω κόκκινο.  Εκείνος με τα μάτια κλειστά. Εγώ τώρα με ορθάνοιχτα.  Σχεδόν κρεμιέμαι από το μπαλκόνι να μη χάσω ούτε μια γκριμάτσα. Είναι τραγούδι διάβημα. Νομίζω ότι μεταφράζω χωρίς αναισθητικό. Είναι τραγούδι νοσταλγικό για χαμένη πατρίδα, αγάπη, νιότη, που να ξέρω, πάντως σίγουρα νοσταλγικό. Προσπαθώ να διακρίνω ένα δάκρυ. Φοράει γυαλιά και τα αυλάκια στα μάγουλά του είναι σκοτεινά για να διακρίνεις οτιδήποτε. Μέχρι να πω κίμινο σκουπίζω ένα από το δικό μου μάγουλό μου. Λένε ότι στο κρύο τα δάκρυα κυλάνε αυθόρμητα. Αυτό το δικό μου είναι πολύ ζεστό για αυθόρμητο.
   Τρέχω μέσα και ψάχνω κέρματα. Αυτό με επαναφέρει λίγο στην πραγματικότητα. Δέχομαι ερωτήσεις από άτομα που κυκλοφορούν στο σπίτι. Ξαναβγαίνω στο μπαλκόνι και πετάω ένα κέρμα άτσαλα. Προσγειώνεται μέσα σε μια συστάδα χόρτα. Ο παππούς  σταματάει τον αρπισμό και πλησιάζει σκυφτός φωνάζοντας ευχαριστώ. Δεν ξέρω αν ήθελα να προκαλέσω αυτό το σκύψιμο. Αισθάνομαι γελοίος, μετανιώνω τη στιγμή που αποτίμησα τούτη τη μυσταγωγία και την πλήρωσα με ένα κέρμα. Δε ξέρω πως να το πάρω πίσω.
   Ο άντρας τεντώνεται, περπατέει το δρόμο του. Κοντοστέκεται και γυρίζει να με κοιτάξει. Θέλω να ανοίξει η γης να με καταπιεί. Εκείνος όμως μου στέλνει ένα χαμόγελο και ξεκινάει μια εισαγωγή που την απευθύνει καταπάνω μου. Τώρα τα χέρια του παλεύουν εκεί, παγωμένα και σκεβρωμένα να επιδειχτούν. Γίνεται στην φαντασία του βιρτουόζος και στη δική μου ένας φίλος από τα παλιά. Δεν έχουν σημασία τα κίνητρα, επικοινωνούμε. Ζητώ συγχώρεση με τα μάτια. Δεν έχω ιδέα αν φτάνει κάτω. Εκείνος τραγουδάεο τώρα ένα λαϊκό χορευτικό γιατί αρχίζει να λικνίζεται ευχαριστημένος. Σκουπίζει από πάνω μου κάθε δεύτερη σκέψη και με αποδίδει λεύτερο και χαρούμενο στη μέρα που έρχεται.
   Γυρίζω και μπαίνω μέσα, σε ένα σπίτι όπου τα κορμιά που κινούνται ξαναγίνονται οικεία. Είναι τα ανθρωπάκια μου. Κι εγώ δεκτικότερος. Εξημερωμένος.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

εντυπώσεις ;