Πέμπτη, Μαρτίου 25

Ο γύρος του κόσμου σε 2 σελίδες..




Δεν είναι ανάγκη να πάρεις αεροπλάνα μερικές φορές για να φύγεις λίγο από αυτήν την πραγματικότητα. Αρκεί να κλείσεις τα μάτια και να ακούσεις ένα διαδικτυακό ξένο ραδιόφωνο. Αρκεί να μπορέσεις να μείνεις αναπόσπαστος, για μια ώρα, από όλη αυτήν την τέλεια ενορχηστρωμένη προπαγάνδα της μίζερης ελληνικής πραγματικότητας. Για μερικούς είναι εύκολο να ταξιδεύουν. Για τους περισσότερους είναι ευκολότερο να φεύγουν για μικρές εξορμήσεις με την φαντασία τους... Τι ώρα λέει το ρολόϊ σου ;

Αυτή την ώρα, κάπου αλλού είναι 7.15 το πρωί, έτσι ; Χιλιάδες πλάσματα βγαίνουν στα πεζοδρόμια των μεγαλουπόλεων με φρεσκοπλυμένα μούτρα και ενώνουν τα βήματά τους σε ένα ποτάμι που βαδίζει βιαστικά. Ενώνουν τα χαμόγελά τους σαν διασταυρώνονται τα σωστά βλέμματα. Μοιάζουν με στρατούς από μυρμηγκάκια καθώς μαζεύονται ανυπόμονα στις σκάλες των μετρό και των τραίνων όλου του πλανήτη κρυφοκοιτάζοντας το βιβλίο κάθε υποψήφιου συνεπιβάτη με ένα πόθο να διαβάσουν ένα πιασάρικο τίτλο. Μερικά από αυτά, κλέβουν ένα μανταρίνι από το μανάβη της γειτονιάς. Μερικά από αυτά κλέβουν την καρδιά του περιπτερά τους με ένα γέλιο. Πολλά κοιτάζουν με απογοήτευση τη μπόρα που πλησιάζει. Το χειρότερο που μπορούν να σκεφτούν είναι ένα σπαταλημένο κομμωτήριο. Πόσοι ακόμη άνθρωποι κοιτάζουν το ρολόϊ τους αυτό το δευτερόλεπτο ; Με πόσο ανόμοια συναισθήματα ;

Αυτή την ώρα, κάπου αλλού είναι 4 το απόγευμα και καίει αλύπητα ο ήλιος. Και οι παππούδες ψάχνουν τις πιο παχιές σκιές. Μα υπάρχουν δεκάδες ξυπόλυτα ζωντόβολα που δεν μαζεύονται ποτέ τους στη σκιά. Υπάρχουν εκείνα τα σμάρια παιδιών που με αναψοκοκκινισμένα μάγουλα κυνηγάνε μια ξεφούσκωτη μπάλλα μέσα στη σκόνη και το λιοπύρι και δε θέλουν για τίποτε στο κόσμο να τα διακόψεις ακόμη και αν τους τάξεις τη πιο μεγάλη σοκολάτα του πλανήτη. Καθώς γελούν το βλέπεις ότι δεν υπήρξε ποτέ οδοντίατρος που να σκύψει με ενδιαφέρον πάνω στα στοματάκια τους. Αλλά αυτή τους η ιδιαιτερότητα είναι που τα κάνει να σφυρίζουν τόσο δυνατά σαν ξεμαρκάρονται και σου ζητούν μια καλή μπαλιά για να τελειώσουν τη φάση. Για κάθε μέρα είναι αρκετό για εκείνα να τελειώσουν καλά μια φάση. Μετά θα ονειρευτούν ότι κάποιος μεγιστάνας θα τα σηκώσει για να τα μεταφέρει ξαφνικά σε ένα από τα φουτουριστικά ευρωπαϊκά γήπεδα. Και τότε θα φτιάξουν τα δόντια τους, δε χρειάζεται να στενοχωριούνται ακόμη για το χαμόγελό τους…

Αυτή την ώρα κάπου αλλού σχολάει ο κόσμος και υπάρχει μποτιλιάρισμα. Και καθώς οι οδηγοί ανασηκώνουν τα μάτια για να παρακαλέσουν κάτι να συμβεί, εκεί πάνω στο απέραντο λευκό και γαλάζιο χαλί, βλέπουν ένα κοπάδι από πάπιες να πετάει τόσο νωχελικά, τόσο τέλεια σχηματισμένο, με έναν μόνο ιχνηλάτη, μικροσκοπικό, θαυματουργό αρχηγό. Και το μυαλό τους πηγαίνει στον αρχηγό τους. Όλοι έχουν έναν μέντορα, αυτό είναι βέβαιο. Και το μυαλό τους πηγαίνει σε έναν προορισμό. Όλοι βρίσκονται σε ένα ταξίδι, αυτό είναι βέβαιο. Και το μυαλό τους πηγαίνει σε μια αγαπημένη. Όλοι έχουν μια αδελφή ψυχή, και αυτό είναι βέβαιο. Και τότε επιβραδύνεται η αναπνοή τους, ανοίγουν το παραθύρι τους μια σταλιά και αρχίζει εκείνη η λυτρωτική διαδικασία της ονειροπόλησης, μ’ ένα τραγούδι, με ένα τσιγάρο, με λίγες αργές ανάσες, κι έναν αναστεναγμό. Και όλα, όλα, παίρνουν τον δρόμο τους…

Αυτήν την ώρα, κάπου αλλού είναι μεσημέρι και χιονίζει. Εκεί το ρεύμα ακόμη δεν έχει φτάσει, οπότε καμιά κολώνα δεν σκίζει τη θέα. Εκεί η ψηφιακή TV είναι ένα όνειρο και τα κανάλια παίζουν χιονοθύελλες. Σε ένα τέτοιο μέρος για να διαμηνύσεις αγάπη, πρέπει να πιάσεις χαρτί, φάκελο και μολύβι, και όταν γράψεις να πάρεις το μονοπάτι μέχρι το ταχυδρομικό γραφείο, να περιμένεις βδομάδες ώσπου να ξαπλώσεις ανάσκελα και να μπορείς να πεις : Να, απόψε πρέπει μάλλον να έφτασε το μπουκάλι με το ραβασάκι μου στην ακτή της. Να, απόψε μάλλον είναι η ώρα να το ανοίξει και να το μάθει ότι την σκέφτομαι. Και έξω από το παραθύρι χιονίζει αλύπητα για τόσες βδομάδες. Όμως, δεν υπάρχει πρόβλημα. Γιατί κάτω από το άσπρο χαλί, παγωμένα, υπομονετικά περιμένουν εκατοντάδες καυσόξυλα να έλθει η σειρά τους. Κάποιο ζευγάρι χέρια θα τα πιάσει να τα ταιριάξει σε ένα πυρωμένο σωρό, ύστερα θα τρίψει με ικανοποίηση το ένα τ’ άλλο και θα καθίσει για να γράψει το επόμενο γράμμα. Σε ακόμη μια ψυχή που ξέρει να περιμένει. Στη δική σου ;

Αυτή την ώρα κάπου αλλού είναι 9.45 το βράδυ. Σε κάθε κολώνα κάθε γωνιάς των δρόμων υπάρχουν ακουμπησμένα κορμιά που αδημονούνε. Υπάρχουν διψασμένα μάτια που ψάχνουνε. Περιμένουνε να φανεί ο καλός τους από τη γωνιά. Για να πάρουν από τα χέρια του ένα λουλούδι, για να του δώσουν στο μάγουλο ένα φιλί, για να συντονίσουν με μαεστρία τα βήματά τους καθώς το χέρι της θα χωθεί στο δικό του και να κουρνιάσουν σε δεκάδες μικρά μπαράκια και ταβερνάκια, σε εκατοντάδες μικρές διακριτικές γωνιές κάτω από θεατρικά χλωμές απλίκες, να κοιταχτούνε μέχρι να χορτάσουν οι ψυχές τους, να μιλήσουν μέχρι να χορτάσουν τα μάτια τους να κοιτούν χείλη που ψελλίζουν λόγια, να κοκκινίσουν ακόμη περισσότερο τα μάγουλά τους από την έξαψη του φιλιού ενός δεικτικά προσωρινού αποχαιρετισμού, να κοκκινίσουν μετά περισσότερο οι φαντασίες τους, καθώς, το επόμενο ραντεβού μπορεί να είναι το αξέχαστο, το καθοριστικό…

Αυτή την ώρα κάπου αλλού είναι 11.30 το πρωί. Και σε δεκάδες αλέες ανοίγουν πόρτες λεωφορείων με επιγραφές Dream Travel or something για να ξεχυθούν τα πλάσματα με τα καθαρά αθλητικά τους σε πεζόδρομους των πόλεων όλου του πλανήτη. Να τρέξουν, τα πρώτα βήματα σαν τρελοί για να πιάσουν ουρά στο μουσείο, να σπεύσουν αργότερα για να πιάσουν σειρά σε ένα τραπεζάκι γωνία, να περπατήσουν νωχελικά προς τα πίσω ξανά κοιτάζοντας τα ρολόγια. Κάποιοι που μείνανε έξω από το πλήθος, θα υποκύψουν στην περιέργεια να μπουν σε ένα σκοτεινό στενό πλακόστρωτο που δεν δίνει υποσχέσεις. Κάποιοι απλά θα μυρίσουν καφέ, κάποιοι άλλοι ομελέτες. Κάποιοι τυχεροί θα κρυφακούσουν ένα μακρινό ψίθυρο μιας ορχήστρας, θα πλησιάσουν ακόμη πιο μέσα, στο παράξενο σοκάκι, για να βρεθούν μπροστά στο σκηνικό. Μικρό μπαράκι, μικρές παρέες, μια κιθάρα και ένα μπόγκο, ίσως και μια κορνέτα, ίσως και ένα ξεχαρβαλωμένο κοντραμπάσο, ίσως και ένας πρώην μάστορας στους λάτιν χορούς, ένας κομψοντυμένος παππούλης με ρεπούμπλικα και μπαστουνάκι, να ρουφάει με τα μάτια του και τα ρουθούνια του τη μουσική και να κινεί τα λευκά του λουστρίνια σε μια αργή ερωτική μποσανόβα. Και τότε θα του περάσει του τυχερού με τα αθλητικά παπούτσια η σκέψη ότι μπορεί και να μην πειράζει που έχασε την επίσκεψη στο μουσείο. Μπορεί και να μη πειράζει που έχασε μερικές στιγμές πολιτισμού για να κερδίσει μερικές γουλιές του πιο γλυκού λικέρ του πλανήτη….

Αυτή την ώρα, κάπου αλλού η υγρασία τρυπάει όλα τα χοντρά ρούχα. Κάτω από αρρωστιάρικα δέντρα, πάνω σε κίτρινα χαρτόνια, υπάρχουν μισοξαπλωμένοι άνθρωποι με μόνο περιουσιακό στοιχείο ένα τρανζίστορ. Δεν απειλείται κανένα ώριμο συνταξιοδοτικό τους δικαίωμα. Τα μάτια τους έχουνε τσίμπλες. Ευτυχώς, τα μάτια τους έχουνε τσίμπλες. Έτσι σαν κοιτούν απέναντι, τη θάλασσα, το βασίλεμα, τους γλάρους, τίποτε άλλο δεν ορμά στις εικόνες τους. Ούτε θυμωμένες γκριμάτσες, ούτε δάκτυλα που θέλουν να τους συνετίσουν, ούτε μάτια φωτιές… όχι, τίποτε. Τους μιλάνε όλα τα άλλα πλάσματα, τα ζουζούνια, τα κοτσύφια, τα τζιτζίκια. Τους μιλάνε για πράγματα που διαρκούν και καθορίζουν τις τύχες όλων μας εδώ κάτω. Αν κάποιος τους απευθύνει το λόγο, τον μετράνε με τα αυστηρά τους μάτια. Αν διακρίνουν ανθρωπιά απαντούν. Αν διακρίνουν λύπη, χαμογελούν. Αν διακρίνουν αποστροφή την ανταποδίδουν. Αυτοί οι εξ ανάγκης φιλόσοφοι στα λιγδερά χαρτόνια, δεν είναι βεβαίως και οι πιο σαλταρισμένοι πολίτες αυτού του κόσμου...

Αυτήν εδώ την ώρα, κάπου αλλού σταματάνε τα ρολόγια. Εμβατήρια χαράς διαπερνάνε τα πλήθη για μία νίκη. Κόσμος χοροπηδάει και χιμάει σε άγνωστες αγκαλιές. Μοιράζεται αγάπη και δάκρυα χωρίς διάκριση. Είναι για εκείνο το μέρος της γης η Μία και μοναδική στιγμή. Κάποιος δικτάτορας έχει φύγει, κάποια σημαία έχει επιτέλους σηκωθεί, κάποια καμπάνα έχει ξαναχτυπήσει, κάποιες δεκάδες, εκατοντάδες θύματα ενός αγώνα έχουν τελικά δικαιωθεί. Για να βρεθούν οι επόμενοι σε μια αξιοπρεπή αφετηρία. Για να μπορέσουν οι επόμενοι να καθίσουν μπροστά σε ένα λευκό χαρτί χωρίς σταγόνες ιδρώτα να το τσαλακώνουν, για να μπορούν οι επόμενοι να βάλουν στο δίκτυο έναν από τους δεκάδες ελεύθερους σταθμούς αυτού του κόσμου, να μισοκλείσουν τα μάτια και να ταξιδέψουν ρουφώντας μια γουλιά κόκκινο κρασί. Για να μπορέσουν οι επόμενοι ; Ποιοι είναι οι πιο κοντινοί μας επόμενοι ;

Αυτή την ώρα κάπου εδώ είναι η ίδια ώρα ακριβώς. Είναι η ώρα που κάποιος κοντινός σου σκέφτεται με απόγνωση τι να την κάνει άλλη μια μέρα. Είναι η ώρα που μπορείς να του αλλάξεις τα χρώματα, εκείνα τα χρώματα που χλομιάζουν τα μάγουλά του και χαρακώνουν το μέτωπό του από την αδιόρατη ανάγκη να νιώσει ελάχιστα σημαντικός για κάποιον. Να νιώσει ότι πηγαίνει και έρχεται χιλιάδες πρωινά με κάποιο νόημα, ότι μια ακόμη ψυχή τον ευγνωμονεί που υπάρχει. Εδώ κάτω. Τον ευγνωμονεί που δεν τα παρατάει και συνεχίζει. Είναι η ώρα που πρέπει να αφήσεις το χαρτί και το κρασί και τον υπολογιστή και το πρόγραμμά σου και τις επιδιώξεις σου και να πας να κάνεις μια σφιχτή αγκαλιά κάποιον. Και τότε, ίσως δεν θα υπάρχει, για μια στιγμή, ούτε ένα καλύτερο μέρος στο κόσμο από εδώ. Δεν θα υπάρχει, θα δεις.