Τετάρτη, Δεκεμβρίου 29

το ακκορντεόν

       περνώ βιαστικός, το αυτί μου κοντοστέκεται και τεντώνεται, κάθε φορά το ίδιο συμβαίνει... πρέπει να επιβληθώ στα αυτιά μου, ή να χαλαρώσω. Βαρέθηκα να μαλώνω. Με το παρελθόν μου, με τις θύμησες που πληγώνουν τον εγωϊσμό μου, με τις στροφές που έκαμα χωρίς σκέψη. Περνώ βιαστικός, το σώμα μου βγαίνει απ' τα παπούτσια και κοντοστέκεται για να αφουγραστεί, τον ήχο, το χρόνο, τη συγκίνηση .. δε ξέρω, δε ξέρω τι άλλο, γιατί εγώ το παρατώ εκεί και βιάζομαι να προσπεράσω. Όχι όχι μόνο το παλιό ακκορντεόν, αφήνω πίσω και το σώμα μου, αφήνω πίσω και το μυαλό μου. Βιάζομαι. Πολύ επικίνδυνο να κοντοστέκομαι όταν πρέπει να βιαστώ. Μα χωρίς να το θέλω. Αργοπορώ.
Έχει κάτι, για να με κάνει να κοντοστέκομαι έχει κάτι.. Τι έχει ; Μέσα στους ήχους του ακορντεόν  κατοικούν εκείνες που πέρασαν και άγγιξαν. Πλέκονται στα μαλλιά τους όλα τα στοιχειά που συνωμότησαν τότες. Και ανακατεύεται η λογική μου, χάλια γίνεται. Η λογική μου, αυτή η επίμονη η πουτάνα. Με τραβάει να βιαστώ.
Και γω το παίζω το παιχνίδι της. Ότι μου έφυγε η ώρα !
Τι λέτε ; Κοντοστεκόμαστε όλοι μαζί μια στιγμή ; Με μια συμφωνία που πρώτη φορά θα τηρήσουμε για να μην επωφεληθεί κανείς. Να μην επωφεληθεί κανείς : τι ηλίθια επιδίωξη !
Τα παίρνω ! Τα μηνύματά σας εννοώ. Από εκείνα πρέπει να περνώ βιαστικός έτσι ρηχά και άτσαλα πεταμένα στα μούτρα μου που είναι. Αλλά σε αυτά δε προσπερνώ. Μα τι μαλάκας ; Κοντοστέκομαι στις άχαρες κλισέ ατάκες σας, τις ξεπέτες της διανόησής σας που είναι σε χειμερία νάρκη η φουκαριάρα. Τι μαλακίες μου στέλνετε ; ε ; Και εγώ γιατί προσπαθώ να βγάλω συμπέρασμα για την ψυχή σας από ατάκες που ξερνάτε στην αστείρευτη πλήξη σας ; Γιατί δε σας χαστουκίζω να ξεκουνήσω το μυαλό σας ; Μα είναι απλό, μάλλον.. Με βολεύει που μοιάζουμε.
Το ακκορντεόν ξεμακραίνει αδυσώπητα. Και εγώ τρέχω μηχανικά με το κορμί και το μυαλό μου συγκροτημένα προς τη φθορά.

Τρίτη, Δεκεμβρίου 21

επισκέπτες


  Η βελούδινη κουρτίνα σάλεψε βαριεστημένα αψηφώντας το βάρος της. Ύστερα εκείνος την άφησε πάλι να ηρεμήσει. Έκανε κρύο. Η ανάσα του θόλωσε το τζάμι. Παγερή σιωπή. Το μόνο που ακούγονταν ήταν οι εκπνοές των δυό κοιμισμένων. Ενός άντρα με κόκκινο πρόσωπο και μιας ισχνής γυναίκας. Τους κοίταξε. Ήταν αταίριαστοι. Η παλμοί του άρχισαν να επανέρχονται..
       Στο ψηλοτάβανο διαμέρισμα έλειπαν γενικώς τα αντικείμενα χαράς. Η κάμαρα με το διπλό σιδερένιο κρεβάτι είχε φαρδιά φθαρμένα γύψινα στους τοίχους και μια απόπειρα ξέθωρου αναγεννησιακού τοπίου στο ταβάνι. Η σιφονιέρα στη γωνιά ήταν γεμάτη πεταμένα φθηνά κοσμήματα και τον ρόλο των κομοδίνων έπαιζαν δυο δίσκοι διακοσμημένοι με γεωμετρικές πατίνες. Στα φαρδιά σανίδια ξεκουράζονταν τεράστια λαμαρινένια τασάκια που θα έλεγες ότι κατάπιαν μόλις τις γόπες μιας ολάκερης κούτας Gauloises. Ένα άδειο μπουκάλι Wyborowa κείτονταν ανάμεσα σε αδιάβαστα κιτρινισμένα περιοδικά και τσαλακωμένα χαρτιά από τσίχλες. Το χοντρό κερί τρεμόπαιξε και έσβησε. Κρύος αέρας χάιδεψε το αυτί της ξαπλωμένης κοπελιάς.  

- Ρεβέκκα κοιμάσαι ;
- Νικόλα ; Από πού ήρθες ;
- Τι, δεν ξέρεις ;
- Χρειάζομαι μια κατηγορηματική επιβεβαίωση.
- Κρύωνες πάλι. Το ίδιο και εγώ.
- Τυχερέ !
- Τυχερός που κρύωνα ;
- Όχι, τυχερός που μπορείς να έρχεσαι και να φεύγεις, ακριβώς όποτε θες.
- Και λοιπόν ; Τι σε κρατάει εσένα και δεν … ;
- Εγώ είμαι άλλο. Εγώ, πρέπει πρώτα να τελειώσω.
- Πρέπει , πρέπει …έχεις ακόμη μακρόπνοα σχέδια  ;
- Όχι, όχι αυτή τη λέξη.
- Όνειρα ; Εμμονές ; Στοιχήματα ; Πείσμα ; Τι ;
- Δε κατάλαβες.. Να τελειώσω ! Ακόμη ανασύρω ενέργεια για ξόδεμα. Να τελειώσω ! Όσο βρίσκω δυνάμεις λειτουργεί ο τρόμος της αλλαγής, καταλαβαίνεις ; Έμαθα να συνεχίζω. Έμαθα να δίνομαι μέχρι τελικής πτώσης.
- Δεν θα κρατήσεις πολύ. Κοντεύεις να εξαϋλωθείς. Τα μάτια σου σβήνουν…

Η Ρεβέκκα του γύρισε την πλάτη ενοχλημένη και σηκώθηκε απότομα. Απόθεσε τα ελάχιστα ρούχα της σε διάφορες παράλογες θέσεις στο δωμάτιο. Περπάτησε προς το μπάνιο αφήνοντας  θερμά αποτυπώματα στα κρύα πλακάκια. Πριν κρυώσουν οι απαλές πατημασιές έβρεξε τα χέρια και έτριψε το μέτωπο και τους κροτάφους της. Μετά κατάφερε να πάρει δύο ή τρεις ολόκληρες βαθιές εισπνοές. Πόσο καιρό είχε να πάρει δύο ή τρεις ολόκληρες βαθιές εισπνοές ; Η άκρη του ματιού της ήταν πίσω, στο καθρέφτη.  Περπάτησε ανάποδα τις πατούσες της για να γυρίσει στο ίδιο σημείο. Η ζέστη κάτω ήταν ολοφάνερη. Για τις επιστροφές ενδείκνυται ο ίδιος δρόμος. Το μαθαίνεις αργά ή γρήγορα.

- Δε θα κρατήσεις πολύ, έτσι.
- Υποτίθεται ότι δε πρέπει να μου μιλάς.
- Υποτίθεται ότι δε πρέπει να με ακούς.
Τον κοίταξε, ξαπλωμένο ανάσκελα στο δικό της μέρος ενός κρεβατιού ξοδεμένου, δίπλα στον άντρα της που κοιμόταν μπρούμυτα και ροχάλιζε σαν αγρίμι. Μερικά κρεβάτια δεν έχουν λακούβα στη μέση. Κάθισε πάνω στον Νικόλα της  και τον έσφιξε νοερά. Ήταν μυώδης και ζεστός. Αναλόγως…Και το στήθος του ήταν φουσκωμένο από θαλπωρή. Μόνο τα μάτια του την απωθούσαν. Σκέτο λευκό, χωρίς κόρες, ασπράδι που δεν καταλάβαινες τι κοιτάζει. Μάτια λίμνες με όχθες λερές, μοναχά η καταχνιά θα ταίριαζε για να φτιάξει δύο φρύδια. Από έξω κροτάλισε μια ψιχάλα. Μα δεν την έβλεπε, δεν της έδωσε σημασία, τα παράθυρα ήταν πνιγερά κλειστά με βαριά βελούδινα πέπλα. Κρατούσαν τα σημάδια έξω.

- Να θυμηθώ να ανοίξω τη κουρτίνα. Τέσσερα χρόνια μαγκωμένη, δε πρόκανα να ανέβω στη καρέκλα να την λύσω. Τι να γίνεται από έξω ;
- Με κάνεις και βαριέμαι. Τι σκέφτεσαι να πράξεις, εννοώ μ’ αυτόν ; Θα μείνεις ;
- Ακόμη μια φορά να μιλήσεις και θα σε στείλω πίσω, τ’ ακούς ;
- Νομίζεις. Δε με ελέγχεις πια . Έχω την πρωτοβουλία πλέον. Είμαι νεκρός, εγώ.
- Αρκεί να χτυπήσω το χέρι μου σε οποιοδήποτε σημείο στο τοίχο.
- Θα τον ξυπνήσεις. Και θα τον υποστείς. Αφού το ξέρω…με προτιμάς.
- Ακόμη υπάρχεις εδώ… Παντού.. Κι εγώ κινούμαι ξυπόλυτη. Οι πατούσες σου που λατρεύω…υπάρχουν ακόμη παντού. Τα πόδια μου τις ανιχνεύουν. Αχ , να μη μ’ άφηνες. Αχ ρε Νικόλα..
- Και τι σκέφτεσαι να κάνεις τώρα ; Δεν υπάρχουν αδιέξοδα ξέρεις, μονάχα, να, όταν περάσεις απέναντι, όταν αποφασίσεις να  περάσεις απέναντι, όλα γίνονται οριστικά και αμετάκλητα. Θα  περάσεις απέναντι, εσύ ;
- Φύγε. Φύγε αμέσως τώρα. Ακούς ; Θα ξυπνήσει η Ναταλί… κακό μου κάνεις.
- Θα φύγω. Μα άσε με λίγο να σε νιώσω πρώτα. Δεν ήρθα για καυγά μωρό μου.. Μυρίζεις βιολλέτες…

      Η Ρεβέκκα πήρε μια αγχωμένη ανάσα. Έκλεισε τα μάτια και μύρισε το χώρο. Έβαλε το ένα χέρι στην ήβη της και το άλλο στο στήθος της. Ψαχούλεψε λίγο για σημεία ανακούφισης. Τίποτα. Μετά άρπαξε με τα δόντια τον αντίχειρά της και τον δάγκωσε να τον λιώσει. Τίποτα. Σηκώθηκε και ξαναπήγε στο ντουζ. Άνοιξε μονάχα το παγωμένο νερό για να νιώσει κάτι. Τίποτα. Μάλλον γινόταν κι αυτή μια από δαύτους. Γύρισε πάλι για να τον αγκαλιάσει σφιχτά. Στο κρεβάτι της που ήταν μούσκεμα δεν υπήρχε πλέον εκείνος. Υπήρχε μονάχα υγρή αγωνία. Στριφογύρισε με απόγνωση. Και τότε έπεσε από το στρώμα στα πλακάκια. Από παιδί είχε να πέσει έτσι. Άνοιξε τα μάτια. Είδε τον άντρα της και τινάχτηκε πίσω.

    
Ο Μάρκος την κοίταζε με ένα μοχθηρό χαμόγελο. Ήταν ήδη ξυρισμένος και χτενισμένος άψογα σαν δανδής. Το βλέμμα του ήταν παγωμένο κι επικριτικό.
- Όλη σου η δραστηριότητα κατευθύνεται προς το ακαταλόγιστο !
- Εσύ, με ξέντυσες έτσι; Δε θυμάμαι τίποτα. Νομίζω πως είχα γίνει στουπί.
- Φεύγω. Κοιμήθηκες άθλια. Και γω επίσης, δεν είχα επιλογή. Μουρμούριζες ακατάληπτες φράσεις και έτρεμες σύγκορμη.
- Δεν είμαι στα καλά μου.. Με συγχωρείς για χθες. Ήμουν πτώμα. Το βράδυ θα επανορθώσω. Θέλεις να ανοίξω ένα κόκκινο ;
- Άνοιξε ότι νομίζεις. Αρκεί κάτι να ανοίξεις κι εσύ αυτή τη φορά…. Ούτε που δοκίμασες τα λαζάνια μου χθες. Κάνω μια προσπάθεια κι εδώ μέσα ξέρεις..
      Ο Μάρκος έσυρε τη ψυχή του μέχρι τα παπούτσια του. Στα πλακάκια οι βηματησιές του δεν αποτυπώθηκαν. Ήταν δύο πόδια παγωμένα. Ο πάγος δε χαράζει τον πάγο. Τις περισσότερες φορές, φυσικά.
- Πάρε ομπρέλα καλέ μου. Δε θέλω να βραχείτε , ψιχαλίζει.
- Εμένα λες ; Εμένα λες να μη βραχώ ; Χα, ο βρεγμένος…
Θα βγάλει ήλιο έξω. Εδώ μέσα όμως, εδώ μέσα κορίτσι μου χιονίζει διαρκώς. Χειμώνα καλοκαίρι.
   Με δυο άτσαλες κινήσεις φόρεσε τη καμπαρντίνα του. Της έδειξε την κλειστή ομπρέλα σαν τρόπαιο και την ξανακρέμασε στο γάντζο. Ύστερα βγήκε και αφού βρόντηξε την πόρτα περπάτησε σκυφτός προς το ασανσέρ. Ακατανόμαστες φράσεις απεύθυνε το υποσυνείδητό του, η άθλια εικόνα της Ρεβέκκας τον φούντωνε.


    Τα ασανσέρ της πόλης έχουν καθρέπτες. Τα περισσότερα, βεβαίως. Ήταν πάλι εκεί ! Ένας οργισμένος Μάρκος ήταν εκεί πίσω από το ακάθαρτο κρύσταλλο. Οι κόρες του διασταλμένες και εκρηκτικά κόκκινες. Η οργή έκανε τις φλέβες του λαιμού του τραχιά τεντωμένες σαν τις χορδές ενός κοντραμπάσου. Είχε χοντρό λαιμό και το ύφος πορτιέρη λέσχης για χαρτοπαιξίες σε κακόφημη γειτονιά. Κοιτάχθηκαν με ματιές μαχαίρια. Δεν ήταν ακριβώς ένα είδωλο…
- Ηλίθιε. Παραιτημένε. Θύμα.
- Άσε με, δεν ήρθε η ώρα. Θα την παρατήσω.
- Ηλίθιε. Τι περιμένεις. Η γυναίκα είναι ήδη φευγάτη. Όρνιο είναι. Θα σε σκίσει.
- Άσε με σου λέω να πιάσω μια μόνο μέρα τη φορά. Τόσο αντέχω. Τόσο σηκώνει η κράση μου. Δε με βλέπεις ; ( ανάπνευσε) Θα έλθει η ώρα.
- Ηλίθιε. Αν μπορούσα θα ανατίναζα το καθρέφτη να σου χώσω τζάμια σε όλο το αρωματισμένο σου πρόσωπο, αηδιαστικέ.
- Άσε με. Έχω αποθέματα ακόμη. Πρέπει πρώτα να τελειώσω.
- Να τελειώσεις ; Τι να τελειώσεις εσύ, τελειωμένε ;
- Εκκρεμότητες. Στοιχήματα. Που να ξέρεις, τι σου λέω τώρα. Δρόμο ! Ο άντρας πρέπει να κάνει αυτό που πρέπει να κάνει…
   Ο Μάρκος γύρισε βίαια προς την πόρτα. Απέστρεψε τα μάτια του από τον άλλον. Μα για λίγα βήματα τον πήρε μαζί του, σαν αυτόχειρας με σάκο στη πλάτη γεμάτο εκρηκτικές ύλες . Μπήκε στο βρώμικο από τη ψιχάλα αμάξι. Πάλι τσάμπα το πλύσιμο. Έκλεισε τη πόρτα με δύναμη, να τη συνθλίψει. Ο άλλος τρόμαξε και γύρισε να κρυφτεί. Θριαμβευτής… Ο Μάρκος ξεκίνησε  το αμάξι σαν αφιονισμένος. Λίγο έλειψε να σωριάσει την καγκελόπορτα με τον προφυλαχτήρα του. Ακούστηκε μια πνιχτή τσιρίδα. Μια τσιρίδα από το πίσω κάθισμα… Ο Μάρκος ξύπνησε.


- Μπαμπά, πονάει η κοιλιά μου. Γιατί τρέχεις σαν τρελός μπαμπά ;
- Ax.. τι διάολο ! Ναταλί μωρό μου ;
   Του κόπηκαν τα ύπατα. Κοίταξε από το καθρεφτάκι το παιδί στο πίσω κάθισμα. Για πρώτη φορά το αντιλήφθηκε σήμερα. Κι όμως, του είχε βάλει τα σάντουιτς με κάθε επιμέλεια, το είχε βοηθήσει να δέσει τα παπούτσια του. Δε θυμόταν τίποτα. Έκοψε λίγο ταχύτητα και προσπάθησε να επικοινωνήσει.
- Τι έχεις πρώτη ώρα Ναταλί ;
- Θρησκευτικά. Ήμουν και προχθές διαβασμ..

   Ο Μάρκος γέλασε τρανταχτά με όλο του το μέσα. Δεν άφησε το κέλυφός του να προδώσει τίποτε. Του κώλου την αγωγή σου την σερβίρουν εγκαίρως. Αρχές, οράματα, ενοχές, κώδικες προσαρμογής, κοινωνικά μορφώματα.. Μετά σε ρίχνουν στους καρχαρίες πασπαλισμένο με το αίμα των προηγούμενων…
- …. και δεν μου έδωσε άλλη ευκαιρία. Ήταν άδικος μπαμπά. Σήκωνα το χέρι σε κάθε ερώτηση. Νομίζω ότι κάτι έχει αυτός μαζί μου. Ο Θεολόγος εννοώ.
- Τι ; Τι ερώτηση ; Ποιος, Τι να έχει μαζί σου μωρέ, δε νομίζω..
- Δεν με άκουγες πάλι ; Αχ, ρε μπαμπά. Εσύ, έ χ ε ι ς   κ ά τ ι   μαζί μου ;
- Τι ήταν άδικο ;Πες.. Πες. Συγγνώμη, οδηγώ…
- Άσε. Ασε…Φτάσαμε. Κατεβαίνω. Σε αφήνω στα σημαντικά σου. Γειά.
- Γειά σου μωρό μου. Να φας το σάντουιτς. Έβαλα μπριζόλα καπνιστή..

     Το αμάξι του Μάρκου σταμάτησε με τα νευρικά alarm μπροστά σε ένα τεράστιο περίβολο σχολείου. Οι στραβοκουρεμένοι σε άναρχα σχήματα φυσικοί φράχτες έδιναν διασκεδαστικές νότες. Ακούγονταν περισσότερα πουλιά από όσα θα στοιχημάτιζες ότι αντέχουν εδώ. Όλες οι κούνιες της αυλής ήταν άδειες. Ακίνητες. Πίσω, το κτίριο ήταν μια προσφορά της πιό κακής περιόδου ανοικοδόμησης της πόλης. Ένα ψηλό τετράγωνο κουτί από γυαλί και νίκελ. Οι περισσότερες περσίδες πίσω από τα μεγάλα τζάμια ήταν μαγκωμένες σε στραβές θέσεις, ανήμπορες να ανταποκριθούν στο ρόλο τους. Χρώματα αεροδρομίου με σκόνη εγκατάλειψης.
     Η μικρή κατέβηκε και βρόντηξε την πόρτα του κουπέ να την συνθλίψει. Έσυρε τα βήματα προς το  αδιάφορο κτίριο. Μαζί με άλλα κοντά πλάσματα. Μαζί με άλλα βουβά κοντά πλάσματα. Κανένα δεν είχε όρεξη για αστεία. Είχαν ένα ύφος κάποιου που παίρνει στα σοβαρά τα πράγματα. Από τα δέκα. Τα μωρά μαζεύονταν σαν ένα νωχελικό κοπάδι μυρμήγκια. Το τελευταίο σχολικό σταμάτησε μπροστά στον χωμάτινο αυλόγυρο. Ο Μάρκος έριξε μια ματιά στο πορτοκαλί λεωφορείο. Ήταν σαράβαλο. Έξι παράθυρα με πρόσωπα. Αφη(ρη)μένα. Κοτσίδες ανόρεχτες. Μούτρα μέσα σε παλάμες σκεφτικά.
     Η Ναταλί μπερδεύτηκε στο πλήθος χωρίς να κοιτάξει πίσω. Τέντωσε μόνο το αυτί.
Το αμάξι του μπαμπά ξεκίνησε. Μόλις επιτρεπόταν η μικρή γύρισε να δει. Πάλι δεν του έσπασε το τζάμι. Αύριο πιο δυνατά την πόρτα. Μα όχι, όχι.. μουρμούρησε στον εαυτό της :
     - Μη του χτυπάς την πόρτα. Την άλλη φορά άστην ανοιχτή να σκυλιάσει. Τούρκος θα γίνει, να βγει, να κάνει το γύρο, να βρίσει, να τη κλείσει. Τούρκος.
- Μη χτυπάς τη πόρτα του μάταια είπε το άλλο. Την κατάλληλη στιγμή θα του ανατινάξουμε το αμάξι. Ίσως τότε ξεβουλώσουν τα αυτιά του. Τι κρετίνος. Θα έπρεπε να τους κάνουν στείρωση εγκαίρως.
- Άσε με και συ. Όταν σε παρακαλώ το βράδυ να έλθεις να με κρατήσεις αγκαλιά που φοβάμαι , εξαφανίζεσαι.
   Το άλλο μωρό χαμογέλασε πικρά με τα κίτρινα δόντια του. Ήταν τελείως φαλακρό αλλά σχεδόν τρυφερά ελκυστικό. Είχε μακριά ατημέλητα μαύρα νύχια. Έμοιαζε καταπληκτικά στα μάτια τη Ναταλί, πρέπει να ήταν κάποτε ένα πανέμορφο αγόρι.
- Κανείς δεν ξέρει ότι φοβάσαι. Πρέπει να τους το πεις. Να σου κάνουν παρέα. Να σου πούνε κανένα παραμύθι να σε παίρνει ο ύπνος. Να σου πάρουν αρκούδια..
- Αυτά είναι για τα μωρά. Εγώ φοβάμαι τι θα απογίνω. Μαλώνουνε σα τα σκυλιά μόλις νομίσουν ότι αποκοιμήθηκα. Κι εγώ σε χρειάζομαι τότε να με πάρεις αγκαλιά, σαν μωρό. Μωρό έπρεπε να είμαι ακόμη. Γιατί με βιάζετε να μεγαλώσω ; Γιατί έφυγες ; Ήταν αλλιώς με σένα, αλλιώς, αδελφάκι.
- Κανείς δε σε βιάζει να μεγαλώσεις. Πρέπει να κοντοσταθείς. Παίζεις το παιχνίδι τους. Μερικές φορές αυτοί είναι τα μωρά, δε τους βλέπεις ; Τράβα στο σκολειό…Εσύ δεν χρειάζεται να λείπεις. Τράβα, μικρή.

       Το αυτοκίνητο κυλούσε τώρα τον νωπό επαρχιακό δρόμο αφήνοντας ροδιές σαν στεγνές παράλληλες κορδέλες. Η υγρασία υποχωρούσε.
- Μη κτυπάς έτσι  τη πόρτα γαμώ τη μάνα σου, μαλακισμένο. Είπε ο άλλος Μάρκος έξαλλος.. μέσα στο στενό καθρέπτη.
- Μη χτυπάς τη πόρτα μωρό μου είπε ο Μάρκος. Μη χτυπάς μια πόρτα που θα αναγκαστείς να ξανανοίξεις. Μη τη χτυπάς. Άκου και μένα…
    Μια ακόμη φορά αισθάνθηκε άθλιος. Για λίγο. Μέχρι την 5η στροφή. Οδήγησε μηχανικά μέχρι το εργοστάσιο, βρήκε τη θέση του στο πεντακάθαρο πάρκιγκ της εταιρίας και μετά έσυρε το κουστούμι του στο γραφείο 234 μέσα από λαμπερούς αποστειρωμένους διαδρόμους. Η γραμματέας του ορόφου μίλησε μέσα από τέλεια ολόλευκα σφιγμένα δόντια.
- Σας περιμένει. Ο κος τμηματάρχης, είναι στις μαύρες του… Επάνω. Αμέσως.
Τα δικά της νύχια ήταν η αποθέωση της ευφάνταστης φροντίδας.
- Επάνωωωω. Μάλιστα. Ανεβαίνω. Τι ευδόκιμο ξεκίνημα ημέρας…
Πλησίασε φθονώντας την σκοπίμως βαριά διευθυντική πόρτα. Αυτές είναι πόρτες… ΣΤΕΦΑΝΟΣ Γ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ P.G.F. STAFF DEPARTMENT. Μάλιστα.
- Περάστε, και κλείστε, απαλά παρακαλώ τη πόρτα πίσω σας. Κύριε χμ… Μαρκόπουλε , Μάρκο ;
- Μάρκος , ναι. Μπρακόπουλος.
- Κάθισε, κάθησε , πήρες καφέ ;
- Είμαι οκ, ευχαριστώ πολύ. Σας ακούω κύριε Νικολάου.
- Κύριε ..Μαρκόπουλε τα νούμερά μας είναι τα χειρότερα που έχω αντικρύσει. Σας απασχολεί κάτι;
- Γιατί να με απασχολεί κάτι. Είναι ένας ονειρεμένος κόσμος….
- Χα, πρωϊνό χιούμορ. Το καλύτερο του είδους. Κάτι πιο χμ.. συγκεκριμένο ; Κύριε, κύριε..Μακρόπουλε σας κάλεσα για να σας συμβουλευτώ (sic) ... Μπορείτε να μου τα πείτε ανοικτά. Πάντα να μου μιλάτε ανοιχτά…
- Με απασχολεί ότι και του χρόνου θα έχουμε συρρίκνωση στο κλάδο. 15% λένε τα πιο αισιόδοξα νούμερα. Μα εσείς, έχετε εδώ όλα τα νούμερα. Δε χρειάζεστε επιβεβαίωση, ε ;
- Ο κλάδος είναι κάτι ομιχλώδες κύριε ..Μπρακόπουλε. Η φίρμα είναι κάτι με ύλη και την κρατάμε με τα χέρια μας δεμένη στο λιμάνι. Οι ανεπάρκειές μας είναι οι άγκυρές της. Αλλά δεν μου αρέσουν τα κατηχητικά. Μου αρέσουν οι καινοτομίες, μου αρέσουν οι πρωτοπόροι, μου αρέσουν οι άνθρωποι με βλέψεις και μάτι που γυαλίζει..
- Αν νομίζετε ότι αποτελώ ένα βαρίδιο να σας διευκολύνω με κάτι ; Μια μετακίνησή μου θα έδινε χώρο για βελτιώσεις ; Έχετε όλα τα στοιχεία για τη δουλειά μου.
- Δεν είμαι εδώ για να νομίζω. Είμαι εδώ για να προτείνω. Χρειάζεστε κάποιο , πώς να το θέσω, νέο κίνητρο για να σηκώσετε τα μανίκια σας ;
- Χρειάζομαι νέα μανίκια. Τα παλιά έχουν χωθεί στις μασχάλες. Αν μου επιτρέπετε, θεωρώ ότι οι περικοπές πρέπει να αρχίσουν από τα έξοδα παραστάσεων της διοίκησης. Και από την άσκοπη ενδιάμεση γραφειοκρατία μας. Είμαστε σαν μια δημόσια επιχείρηση σε κομουνιστική χώρα. Μια πυραμίδα στελεχών που επιβλέπει και ρουφιανεύει τους λιγοστούς που εργάζονται κάτω, έξω, εκεί στο πραγματικό εργοτάξιο. Για κάθε πέντε στην παραγωγή έχουμε δυό στη διοίκηση. Τι αναλογία…
- Κύριε Μαρκόπουλε, αρκετά. Ας μείνει ο καθείς στενά στις αρμοδιότητές του. Άκουσα τη «θεωρία» σας. Και σεις ελπίζω να ακούσατε εμένα. Δεν υπήρξατε και πρωτότυπος. Οι περισσότεροι στις κρίσεις δείχνουν απέναντι. Καλή σας μέρα και απαλά παρακαλώ την πόρτα. Θα τα πούμε στο απογευματινό meeting.


         Ο χοντρός τμηματάρχης παρακολούθησε τον Μάρκο να απομακρύνεται με τεντωμένα νεύρα και κυρτό σώμα. Όλοι είχαν από πίσω την ίδια όψη. Όλοι τώρα τελευταία, όσοι έφευγαν από το γραφείο του επάνω ορόφου. Σηκώθηκε και έβαλε καυτό καφέ χωρίς ζάχαρη και γάλα. Ήταν η ποινή που όριζε στον εαυτό του κάθε φορά που έπαιζε το καθίκι. Ένας πικρός. Πάτησε το πλήκτρο 1 στο απίστευτα ακριβό τηλέφωνο και πήρε μια προκαταβολική ανάσα. Τα μάτια του πρόλαβαν να σκανάρουν τις φωτογραφίες γύρω στους μπεζ τοίχους. Στιγμές απίστευτης υποκρισίας, χειραψίες και βλέμματα ανθρώπων που οι γραβάτες τους είναι τέλεια σφιγμένες στους λαιμούς. Και διαγράμματα. Όλα ζωηρόχρωμα και όλα ανοδικά. Ήταν η σειρά για το δικό του κρύο ντουζ… Μια βαριά φωνή του είπε καλημέρα.
- Κύριε διευθυντά είδα έναν έναν όλους τους σημαντικούς. Υπήρξαν ενδιαφέρουσες απόψεις. Ήταν ένα ξάφνιασμα από την ύφεση. Μένω με την βεβαιότητα ότι πάμε σε μια δυναμική χρονιά. Το προσωπικό είναι ικανό και αποφασισμένο. Μπορείτε να είστε βέβαιος. Είμαι και εγώ πραγματικά αισιόδοξος. Θα είμαστε μια εξαίρεση στο κλάδο.
- Θέλω να διώξεις ακόμη ένα 5% φέτος. Μπορείτε εκεί κάτω. Και δε θα ξεχάσω να σε ανταμείψω για αυτό το λεπτό χειρισμό. Ξεκίνα Στέφανε..
- Ευχαριστώ, ευχαριστώ. Δεν μου είναι βάρος. Υποχρέωσή μου. Καλή σας μέρα. Καλή σας μέρα. Χαιρετισμούς στην κυρία Μιράντα.
- Θα τους διαβιβάσω. Στέφανε, ελπίζω να μη βρεθώ προδομένος. Σε πιστεύω, αλλά είμαστε όλοι στη βροχή χωρίς ομπρέλα. Το πιάνεις ;

      Ο Στέφανος ρούφηξε αρκετό καφέ για να καυτηριάσει τη συνείδησή του. Οι φωνές δεν έλεγαν να ησυχάσουν. Βούιζε όλο το μυαλό του σαν σταθμός του metro σε ώρα αιχμής. Και μύριζε εκείνο το συνονθύλευμα σκόνης, καμμένων λαδιών, μούχλας υγρασίας και κάτουρου. Δε μπορούσε να το αποδιώξει. Σηκώθηκε και έβαλε κολόνια στα δάχτυλα. Τα έχωσε στη μύτη του. Για λίγο νόμισε πως άλλαξε την ατζέντα. Μετά την αναγνώρισε πάλι με φρίκη. Αρωματισμένα κάτουρα. Θα προτιμούσε να είναι ένα φάντασμα. Σωριάστηκε στη πολυθρόνα. Κοίταξε το είδωλό του στη σβηστή οθόνη. Έσπευσε να την ανοίξει πριν εμφανιστούν… μα η πρώτη φωνή πρόλαβε.
- Νομίζω ότι θα χρειαστείς εκείνο το γαμημένο ρούμι.
- Όχι. Όχι πάλι. Άσε με. Αφήστε με όλοι σας.
- Μάλιστα. Ξεροσφύρι θα τη βγάλουμε σήμερα…;
- Φύγε. Πήγαινε σε ένα μπαρ και άσε με να δουλέψω δικέ μου.
- Βάλε λίγο στον καφέ ! Και χύσε λίγο κάτω. Έχουμε… χμ ψυχούλα και μεις !
Ο Στέφανος έριξε μια δολοφονική ματιά στο μπουκάλι. Έγραφε με δήθεν διακριτικά γράμματα «Εταιρικό δώρο υψηλόβαθμων» . Έριξε λίγο στο καφέ και πολύ στο γραφείο. Έτρεμε. Χρειάστηκαν μόλις δύο γουλιές για να γεμίσει το δωμάτιο και το κεφάλι του με ανεξέλεγκτες φωνές…
- Εμένα Στέφανε ; Εμένα πετάτε πρώτον έξω ; Είμαι αχρείαστος τώρα;
- Δεν πειράζει κύριε Μαρκόπουλε. Κάτι θα βρεθεί. Είμαι νέα ακόμη.
- Είναι τελεσίδικο αφεντικό; Θα με χωρίσει η άλλη μετά από αυτό.
- Το ξέρετε ότι έχω τρία παιδιά κύριε τμηματάρχη ; Τι θα απογίνω ;
- Δεν χρειάζεται να μου το πείτε κατάμουτρα. Κατεβαίνω να μαζέψω. Να πάτε να γαμηθείτε και σεις και η φίρμα σας.
- Τι να γίνει… ήρθε η σειρά μου. Σας εύχομαι εσάς καλύτερη τύχη.
Σας εύχομαι καλύτερη.. Θα με χωρίσει...Καλύτερη τύχη. Καλύτερη…εσάς..φίρμα σας εύχομαι.. να πάτε να γαμηθείτε…

       Σωριάστηκε στη καρέκλα. Αισθανόταν ότι κουβαλούσε μια άφθαρτη μωβ συντριβή, ότι θα ζούσε αιώνια ειδικά αυτός από όλους για να την υπομένει ώσπου να μη νιώθει τίποτε πιά. Ούτε χαρά ούτε θλίψη. Πάνω που έσφιξε τα αυτιά του με λύσσα για να σταματήσει τις φωνές χτύπησε το τηλέφωνο.
_Ναι, έλα Νίκη. Προσπαθώ... Πες μου. Ναι. Θα είναι την Τετάρτη στην αντιπροσωπεία οπότε προλαβαίνουμε. 10 μέρες από το γάμο. Ξέρω , τις μετρούσες στον ύπνο σου. Ναι καλή μου. Καμπριολέ. Αν και διαφωνώ. .. Είπαμε θα γίνουν όλα όπως τα φαντάστηκες. ΟΚ…στηκε. Καλά. Όπως τα φαντάστηκε η κορούλα μας. ΟΚ. Μια την έχουμε. (Γαμώ) Τι ; Γαμάτο κόκκινο λέω, ναι. Αφού στα έχω πει, άσε με να δουλέψω. Έλα… Ξέρεις, καμπριολέ δεν είναι το καλύτερο για τα μέρη μας. Ψιχαλίζει επίμονα κάθε δυό ώρες. ΟΚ. Δε ξαναμιλάω, έλα σε αφήνω. Καλημέρα.
Ο Στέφανος έκλεισε το τηλέφωνο και τα μάτια του με τις ιδρωμένες παλάμες του. Το μυαλό του πήγε κατευθείαν στο ρούμι.

Η Νίκη έκλεισε το τηλέφωνο και αφοσιώθηκε στο παράθυρο. Οι ψιχάλες ήταν πράγματι επίμονες. Ειδικά από αυτή τη μεριά του σπιτιού όπου ήταν κρεμασμένη η φωτογραφία. Η μάνα της δε πρόφτασε να ζήσει χαρά από κόρη. Ίσως αυτή να προλάβει. Δέκα μέρες. Δέκα μέρες ακόμη. Αν δεν αλλάξει γνώμη το σκατοκόριτσο. Το σπίτι ένα γύρω έλαμπε από φροντίδα. Η Νίκη αναστέναξε ανακουφισμένη καμαρώνοντας τις ολοκαίνουργιες καρώ ταπετσαρίες στις μπερζέρες μπροστά στο θεόρατο τζάκι. Οι απλίκες έριχναν όσο ακριβώς φώς απαιτούσαν οι περιστάσεις. Πλησίαζε γάμος.
- Δεν ήταν ανάγκη αυτό, ε ; πετάχθηκε η μάνα της από το κάδρο.
- Εεε ; Αυτό, ποιο ; Με τρόμαξες ρε μάνα !
- Να τη πεις σκατοκόριτσο. Ξέρεις, μου μοιάζει.
- Ναι, πήρε όλα τα χούγια σου. Κελεπούρι. Αχ ρε μάνα.
- Ακούς τις ψιχάλες ;
- Δε χρειάζεται, πονάνε τα κόκαλά μου.
- Οι ψιχάλες είναι ο οδυρμός των αδικοχαμένων. Δε πρόλαβα… ούτε μία χαρά.
- Μάνα σκάσε θα ανοίξω τηλεόραση.
- Αν δεν ήσουν σουρλουλού θα είχα δεί ένα δυό εγγονάκια. Μα με την τρέλα σου κατάφερες και έμεινες στο ράφι ώσπου να με τελειώσεις. Τι κατάλαβες ;
- Ανυπόμονη ήσουν. Αυτό είναι όλο. Και με γάνιασες. Ορίστε. Όλα θα γίνουν τέλεια. Και θα σε μνημονεύσουμε στα πρώτα μας βαφτίσια.
- Κάνε ότι θες. Εσύ είχες όλες τις επιλογές. Για τον εαυτό σου… ; Ότι θες.Μονάχα να ξέρεις. Αυτά που δίνουμε μας γυρνάνε πίσω. Δανεικ….
- Γειά, μαμάκα !  Η Νίκη άνοιξε την τηλεόραση στη διαπασών.
Δεν άντεχε άλλο.. έπρεπε κάτι να της αποσπάσει τις σκέψεις..
                            « κ λ ι κ »
Ο Γιούρι Γκέλερ απόψε σε κάτι μοναδικό. Στις δέκα η ώρα ακριβώς θα ακούσετε τον Αβραάμ Λίνκολν να λογομαχεί με τον Τζων Μπούθ για τις ενστάσεις του με τα βίαια κινήματα αντίδρασης στο Νότο. Μήπως υπάρχουν στα αλήθεια φαντάσματα ; Μείνετε μαζί…μόνο στο DieT.V…Μείνετε εδώ, ξανά μαζί μετά από ένα μικρό μπρέικ…ο Γιούρι επιστρέφει ασυγκράτητος !
                           « κ λ ι κ »

- Ρε άμε στο διάολο και σεις. T.V. για ηλίθιους. Ας γράψω μερικές προσκλήσεις.
Η Νίκη βολεύτηκε στο πανάκριβο σεκρατέρ σαν παγώνι . Πήρε την επίχρυση πένα και ξεφύσησε ένα αχ γεμάτο σταγόνες αυταρέσκειας. Η ψιχάλα έξω σταμάτησε. Οι φάκελοι ήταν από ματ eggshell χαρτί , στοιχημάτιζες από τι τζάκι κρατούσαν.
- Λοιπόν…αξιότιμη οικογένεια Αθανασάκου, Χαράλαμπου… ωχ !  Πέθανε αυτός. Γαμώτο, φτου φτού… Χριτςτςτςτς.. Αρκετά φαντάσματα για ένα γάμο. Θεός συγχωρέστον. 
-Πάμε παρακάτω.
Προς οικογένεια Μάρκου και Ρεβέκκας χμ..Μπρακοπούλου, ενταύθα.
Θα μας τιμήσετε ιδιαίτερα… στις στιγμές ευτυχίας των παιδιών μας… (Και τις δικές μας, βεβαίως, και τις δικές μας… ασφαλώς).




Οι ρόλοι...

Ρεβέκκα : πρόκειται για μια ανένταχτη ή αν το θέλετε εσείς ανισόρροπη που τυπικά συζεί με τον άντρα και το παιδί της αλλά συνδιαλέγεται με το παρελθόν της. Δε θα ξεπεράσει ποτέ τον Νικόλα. Θα συνεχίσει τη συναισθηματική της αυτοχειρία…

Μάρκος : Πρόκειται για έναν καθηλωμένο ή αν θέλετε εσείς ενταγμένο στο σύστημα που ως τάχατες θύμα των περιστάσεων διστάζει να αλλάξει κάτι προσμένοντας το τίποτα. Κουνάει τα πόδια του σαν κρεμασμένος. Θα γεράσει περιμένοντας μια καλή συγκυρία για την επανάσταση.

Ναταλί : Πρόκειται για ένα τυπικό ράκος ή αν θέλετε εσείς παιδί μιας άσκοπης αστικής οικογένειας. Οι ανισορροπίες των γονιών του θα το συνοδέψουν μέχρι την ενηλικίωση. Δεν θα πάρει τις βοήθειες που δικαιούται. Η πληγές της τραγικής απώλειας του αδελφού της θα χειροτερέψουν. Θα γίνει μια οργισμένη έφηβη και μια αυτοκαταστροφική γυναίκα από τα 25 της.

Στέφανος : Πρόκειται για έναν πρωταγωνιστή ή αν θέλετε εσείς για ένα γρανάζι του συστήματος. Θα πεθάνει χωρίς να δημιουργηθεί κανένας ιδιαίτερος ντόρος. Είναι ένας από την μάζα. Πειθήνιος, εύπιστος, υπομονετικός και καταναγκαστικός σκύλος.

Νίκη : Πρόκειται για μια γυναίκα ή αν θέλετε εσείς για ένα είδος γυναίκας. Οι κληρονομιές των γενεών συντάσσονται με το μητρικό καθήκον και το μικροαστικό όνειρο για να παράγουν μία θριαμβική τριπλή ουτοπία. Είναι ο κανόνας. Δίπλα τους ζουν οι περισσότεροι ευνουχισμένοι σύγχρονοι άντρες της παραγωγής. 

Ψιχάλες : πρόκειται απλώς για το όχημα που χρησιμοποιούν τα φαντάσματα για να κυκλοφορούν και να επισκέπτονται τους αγαπημένους τους. Έχετε δει φαντάσματα στη λιακάδα ;

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 16

Κύκνειο χ άσμα

Πιό θεωρητικός λαός ίσως να μη πέρασε από την Ευρώπη. Είμαστε ένας προικισμένος λαός στις ασκήσεις επί χάρτου. Έτσι λοιπόν μην απορρούμε που διολισθήσαμε εδώ κάτω... 
Είμαστε πολύ πολύ κοντά στο κύκνειο χάσμα, την μόνιμη απώλεια αίσθησης της πραγματικότητας..
Γεννημένοι σε αυτό το ευλογημένο κλιματολογικά μέρος, βέβαιοι ότι η ιστορία μας και η καταγωγή μας είναι μια άδεια παραμονής χωρίς λήξη, ποτισμένοι συνομωσιολογία και θεωρίες περί ανάδελφων φυλών, και με μια τεράστια ροπή στον συνειδησιακό εφησυχασμό, τώρα παρά ποτέ, τώρα που η συγκυρία που θα περάσουμε είναι αρκετά απαιτητική για το δέμας μας και το μυαλό μας, είναι καλύτερα να πετάξουμε από πάνω μας αυταπάτες. Γιατί το χάνουμε, πατριώτες....
   Κύκνειο είναι εκείνο το χάσμα που δεν θα έχουμε πλέον μια ευκαιρία να ξανα- γεφυρώσουμε. Ως τώρα πορευτήκαμε με τη βεβαιότητα της δεύτερης ευκαιρίας. Τώρα όπως φαίνεται πρέπει να πορευτούμε αλλιώς. 

   Το χάσμα ανάμεσα στις προθέσεις μας και τις πράξεις μας, το χάσμα ανάμεσα στον πατριωτισμό και την ηλιθιότητα, το χάσμα ανάμεσα στο αποδεκτό και το καλό, το χάσμα ανάμεσα στο νόμιμο και το ηθικό, ανάμεσα στην αποτυχία και την παραίτηση, ανάμεσα στην προσαρμογή και τη διαφθορά.. είναι ακόμη τεράστιο, ευδιάκριτο και αντικειμενικό για όλους τους λαούς του κόσμου, "προικισμένους" και μη...δεν είναι αμελητέο. Πρέπει να αποβάλλουμε ό,τι θα αποτελούσε σήμερα την οριστική μας αυτοχειρία. Οι αλλαγές ξεκινούν από μέσα. Δεν διορθώσαμε την αντίληψή μας. Όχι.. Ένα λάθος φέρνει πάντα ένα σφίξιμο στο στομάχι.. είναι το σημάδι ότι κάτι πρέπει να ξαναναλογιστούμε. Είναι το κίνητρο προς την αυτοβελτίωση που ίσως απειλείται τώρα, αφού οι επιβραβεύσεις για τους τολμηρούς, τους μικρούς ήρωες, τους ωραίους και τους προοδευτικούς φαντάζουν ένα πολύ μακρινό όνειρο, μια νεφελώσης προοπτική...
   Όπως αντιλαμβάνεστε από τα γεγονότα δεν υπάρχει πλέον αίσθημα συγκατοίκησης. Τριγυρνούμε σα λύκοι κοιτάζοντας καχύποπτα όσους περνούν από κοντά μας. Κρίμα.
Μετά την κοινωνική συνοχή, μάλλον θα στοχοποιηθούν και οι παραδοσιακοί ρόλοι των δημιουργικών ανθρώπων, θα δαιμονοποιηθούν τα στερεότυπα και θα εξαφανιστούν οι εξαιρέσεις συμπεριφοράς που δημιουργούν θετικά ρεύματα. Δεν είναι όμως όλα τα στερεότυπα καταδικαστέα. Να μερικά στερεότυπα που δεν "εξυπηρετούν"...
    Ο πατέρας που παίρνει ρίσκα, αμφισβητεί το σύστημα της αγοράς, αναθρέφει τα παιδιά του ως συνειδητοποιημένους πολίτες, επιλέγει την καλή πληροφόρηση που θα επιτρέψει να φτάσει στο σπίτι, δεν αδιαφορεί για τις παραδόσεις και αντιστέκεται στις πρακτικές που υποθηκεύουν το μέλλον. Είναι καλύτερα να τον έχεις φιμωμένο και δέσμιο των υποχρεώσεών του, ισόβιο υπόλογο και υπηρέτη χαμηλών του ενστίκτων.
   Η μάνα που καιροφυλακτεί με τα νύχια της έτοιμα για τα κυκλώματα που χαϊδεύουν τα αυτιά των παιδιών της, ακριβώς τη στιγμή που αυτά τινάζουν τα φτερά τους. 
   Ο φίλος που χτίζει συνέργειες, δεν εγκαταλείπει εύκολα τους κολλητούς του, μπορεί να καλοπεράσει χωρίς να χρησιμοποιήσει εύπεπτα μέσα, περιοδικά και κανάλια, που συγκροτεί ομάδες με ίδιους και καλύτερούς του και κυκλοφορεί σαν καταλύτης στην κοινωνία ξεσηκώνοντας ιδέες, επιβραβεύοντας και στηρίζοντας ότι καλυτερεύει την πρόταση ζωής του και ότι ακόμη αντιστέκεται στον άκρατο νεο-πλουτισμό.
   Ο νεοπροσλαμβανόμενος, ο φρέσκος επιστήμονας, ο δαιμονιώδης καλλιεργητής, ο ανικανοποίητος επαγγελματίας, ο κηπουρός του Coello, αυτού του Coello που τώρα μπορούν να χλευάζουν ακόμη και οι μαίντανοί των σανιδιών και του life style.
 
     Μα ποιοί είμαστε εμείς, και με ποιό εναπομείναν ηθικό θα αντισταθούμε ; Ε, όχι.. όχι.  Εμείς είμαστε πολλοί, σιωπηλοί, παρατηρητές, σπόροι των αυριανών λουλουδιών και μόρια ενός σύμπαντος που μπορούμε να το κοιτάζουμε όση ώρα μας αρέσει μέχρι,
 μέχρι να το χωρίσουμε σε κομμάτια που μπορούμε να τα διαχειριστούμε... έτσι ;
   Δεν πειράζει που ο Έλληνας είναι λιγάκι αντιδραστικός, λιγάκι απρόβλεπτος, λιγάκι υπερβολικός, λιγάκι τρελούτσικος και πολλές φορές ανάρμοστα φιλόδοξος. Δεν πειράζει που λαθεύει και συγχωρεί κάθε μέρα, ούτε ότι επιτρέπει στον εαυτό του μια δεύτερη ευκαιρία. Όχι. Μονάχα, να, όλα αυτά πρέπει να αποκτήσουν ένα όχημα δεξιοτήτων, ένα περίβλημα γνώσης και ένα πολύ καλά μελετημένο σχέδιο δράσης. Μερικές εκατοντάδες τέτοια σχέδια δράσης μπορούν να αντιστρέψουν το μέλλον σε αυτόν τον πολύ υπομονετικό τόπο. Το μέλλον των μονάδων που ζούν σε αυτόν τον τόπο, όχι το μέλλον του έθνους, αυτής της αυταπάτης ! Αρκεί να μη χαθεί εκείνη η ελάχιστη συναίσθηση της πραγματικότητας, αρκεί να είμαστε βέβαιοι ότι και τα δυό ποδαράκια μας πατάνε κάτω. ε ; Ένας ένας θα φέρουμε την Άνοιξη, για περισσότερους από έναν και στο τέλος για τους πολλούς γύρω μας. Στο κύταρο, στη γειτονιά, στους χώρους εργασίας, στα χωριά και τις μικρές πόλεις... Λίγο θα είναι ;

   Τι λέτε, αρχίζουμε δουλειά ; Ή πέφτουμε μέσα στο κύκνειο χάσμα ;

Κυριακή, Δεκεμβρίου 5

Αγονη γενιά ;

Ο Βασιληάς σηκώθηκε και μίλησε από τις οθόνες σε πανεθνικό δίκτυο :
Θέλω να σας πω.. Δεν έμεινε καιρός για πάθη και για λάθη. Ούτε για όμορφα λόγια απόμεινε χαρτί για να γραφούν. Είναι εδώ το τέρμα. Φτάσατε. Ώρα να σηκώσετε τα χέρια. Eσάς λέω που νομίζετε ότι είστε το κίνημα της επιλογής, το κόμμα της αποστροφής, η γενιά της αποχής, ε.. λοιπόν δεν είστε τίποτε. Είστε σιωπηρές και ανεπίδεκτες μάζες που θα περάσετε απ’ εδώ αφήνοντας ένα φθηνό άρωμα μετριότητας και λίγες μηδαμινής καθαρότητας πατημασιές. Ναι. Ξέρετε, υπάρχουν οι γενιές που κουβαλούν τις πρώτες ύλες για μια μετάβαση. Υπάρχουν οι γενιές που κάθονται άφωνες και αναμασούν τις εξελίξεις, σαν τους θεατές στο τσίρκο. Υπάρχουν οι γενιές που δρέπουν καρπούς αλλότριας προσπάθειας. Υπάρχουν οι γενιές που αποτελούνται από 75 % ηλίθιους λόγω των συνθηκών στις οποίες μεγάλωσαν. Σε εκείνες η ιστορία δεν αποζητάει φταίχτες. Υπάρχουν οι γενιές της πραγματικής μετάβασης, οι μαχητές. Αυτές που παραδίνουν ένα αύριο της προκοπής στους επόμενους. Εσείς δεν είστε τίποτε από αυτά... Είστε μια άβουλη μάζα που τρώει και αποβάλλει τα χωνεμένα για να πάει για ύπνο. Κάθε μέρα τα ίδια. Και κάθε μέρα ο ύπνος σας έρχεται ακόμη πιο εύκολα, ακόμη πιο ανεμπόδιστος, επιβεβαιώνοντας εκείνο που πιστεύω για σας. Είστε η γενιά της ανυπαρξίας. Τίποτε περισσότερο.
Είμαι ο νέος βασιλιάς της χώρας σας. Ο εξομολογητής σας και ο μέντοράς σας στην ευθανασία. Είμαι ένας άρχοντας του μελοδράματος, εγώ. Σας έχω αποκωδικοποιήσει τέλεια. Και σας πετώ στα μούτρα την αλήθεια. Ώρα είναι… Σας δίνω το τελευταίο σας ποτό…ένα μανιφέστο απαισιοδοξίας. Τι σας απόμεινε εσάς ακόμη για να καταφύγετε, ε ; Ο πειρασμός ;. Μονάχα ο πειρασμός. Ε, ώρα να τον παραδώσετε και αυτόν. Είναι ώρα. Ούτε τον πειρασμό θα τον αξιοποιήσετε εσείς. Κοιτάξτε εδώ….Εσείς θρέφεστε από τις δυστυχίες σας και θα αισθανθείτε ανάπηροι χωρίς να φορτώνετε την μετριότητά σας σε αντικειμενικές δήθεν δυσκολίες. Εμπρός λοιπόν. Άντε… Παραδώστε μου ότι πειρασμούς σας έχουν απομείνει για να αλλάξετε κάτι και παντρευτείτε την μετριότητά σας να τελειώνουμε. Να ηρεμήσουμε και εγώ και εσείς.
   Για πλούτη καιρός δεν σας απόμεινε. Για αγάπες και μαρούλια τέλος εποχής. Χθες , προχθές θαρρώ ξαναμπήκε ο Χειμώνας. Για συγκλίσεις ηθικό δεν περισσεύει. Για σχέδια μακροπρόθεσμα δε φτάνει το προσδόκιμο ζωής σας. Μα τι νομίσατε ; Τι σας απομένει ; ΤΙΠΟΤΑ. Δε συμφωνείτε ;
   Μοναχά ο πειρασμός. Εμπρός λοιπόν. Τι θαρρείτε ; ότι οι πειρασμοί είναι δημιουργικοί ; Ότι μπορούν να σας βοηθούν να κατακτήσετε ισορροπίες, αρμονία και ζωή; Διαβάσατε περιοδικά life style και γραφτήκατε σε personal couching forums ; Tι σας λένε ; Σας λένε ότι σας έχει απομείνει κάτι για να πιαστείτε και να βγείτε από την κινούμενη άμμο σας .  Όχιιιιι… Δεν σας αξίζουν ούτε οι ελάχιστοι πειρασμοί. Τώρα είναι η ώρα να τους ξεριζώσουμε κι αυτούς … Έναν , προς έναν…
1.   Τον πειρασμό ότι έχετε ακόμη τις δυνάμεις να ..
2.   Τον πειρασμό ότι έχετε ακόμη ανθρώπους να γνωρίσετε και μαζί να…
3.   Τον πειρασμό ότι έχετε ακόμη γνώση να αδράξετε για να..
4.   Τον πειρασμό ότι η πληροφόρηση που έχετε, ίσως δεν είναι αντικειμενική ούτε τελεσίδικη η ετυμηγορία σας οπότε ίσως να προφταίνουμε ακόμη να…
5.   Τον πειρασμό πως, αν ξεφύγετε από τον κυνισμό της εποχής, ίσως να καταφέρετε να…
   Συρθείτε τώρα δα στα πόδια μου και συνθηκολογήστε. Εγώ θα γίνω επιεικής. Και θα σας γνέψω ένα χάδι στο κεφάλι.  Μα μη μου αντιδράτε… είναι τόσο φυσιολογικό να έχουμε τα κάτω μας μεγάλες περιόδους. Εσείς σε μια από αυτές τις περιόδους γεννηθήκατε. Συνθηκολογήστε με τη δυστυχία σας. Ηρεμήστε το ακούτε ; Είστε ΟΚ έτσι που τα έχετε όλα παρατήσει. Δεν έγινε και τίποτε. Αν συνθηκολογείς, οι άλλοι σταματούν να σου ζητούν το λόγο. Ηρεμείς βρε αδελφέ, ο πόλεμος τελειώνει…
   Δώστε μου τον τελευταίο σας πειρασμό και εγώ θα σας ανταμείψω. Με έναν τρόπο που θα είναι σε όλους κατανοητός. Θα σας φιλέψω λίγα ακόμη ευρώ. Ευρούλια. Νόμισμα κοινώς αποδεκτό…Θα σας φιλέψω αυτό που κλαίτε ότι χάσατε. Θα σας φιλέψω δανεικά για να αναβάλλετε ακόμη μια φορά τις σκέψεις. Μη το νομίσετε ότι είστε εσείς αθάνατοι στο σθένος. Όόόόχχχιιιι… Είναι εδώ η στιγμή για να σηκώσετε τα χέρια. Εδώ είναι ο πάτος. Φτάσατε. Σκάστε και ψωνίστε. Σκάστε και ξοδέψτε. Σκάστε και φάτε μέχρι …σκασμού.
   Ελάτε να σας κάμω ένα τεστ. Χτυπήστε κάτω τα ποδάρια. Ναι χτυπήστε, αφήνει η Αντιγόνη…Τι ακούτε ; Ακούτε κάτι μαλακό ; Να το μπορείς να το διαμορφώσεις ; Όχι, ε ; Ξερό είναι και ακλόνητο. Είναι εδώ χρυσά μου… ο πάτος. Ο πάτος με σάρκα και οστά. ΠΑ-ΤΩ-ΜΑ.
   Μερικοί λεν πως ζουν με πειρασμούς… πως δεν πηγαίνουνε σε πράξεις, γιατί οι πράξεις απομυθοποιούν τον πειρασμό, τη σκέψη, την ιδέα. Τρίχες ! Ακούστε… Τίποτε δεν είναι ο πειρασμός. Είναι μια πίστη για εκείνο που δε θα ‘ρθει… Χρυσά μου σφίξτε τις παλάμες.. πιο δυνατά… κοιτάξτε.. Εκεί, μες στις σφιγμένες τις παλάμες σας, είναι όλος ο μύθος με τον πειρασμό. Χωρούν πολλά ; Χωρά χαρά ; Χωράει μια πίστη ; Ανοίξτε και κοιτάξτε τις καλά τις άδειες σας παλάμες.
    Θα μου πείτε βλέπετε τα δάκτυλά σας, και πάνω σε εκείνα βλέπετε τα έργα σας και πάνω στα έργα σας τα άλλα που είναι να φτιαχτούν με τις λοιπές σας τις δυνάμεις.  Μα όχι… δεν έχετε λοιπές δυνάμεις. Όχι πουλάκια μου. Εσείς τόσο ήτανε ! Τελειώσατε. ΤΕΛΕΙΩΣΑΤΕ, ΑΚΟΥΤΕ ;;; Αρχίζει ο αιών των αλλονών. Των άλλων που ‘χουν νούμερα για ονόματα και κάρτες για τις πράξεις. Των άλλων που μπορούν να δουν μπροστά και ανόητοι για να βαρούνε τη γροθιά στο μαχαίρι δεν είναι. Των άλλων που όταν είναι εν βρασμώ τα μάτια τους είναι κρύα. Που δεν μπορείς να τους διαβάσεις και που δεν αφήνουν να αγγίξεις πουθενά. Έρχονται, είναι οι επόμενοι. Μεταλλαγμένοι, ενσωματωμένοι, αποτελεσματικοί, απόλυτα εξειδικευμένοι, παραγωγικοί, σταθεροί και υγιείς, χωρίς εξάρσεις και παράτες, χωρίς συνθήματα και κινήματα, αυτοί είναι οι κληρονόμοι σας. Τους εκπαιδεύετε με τόσο κόπο…
   Το ξέρετε καλά, νομίζω , δε χρειάζετε να σας το πω. Εσείς τις ρίξατε όλες τις ζαριές. Και βγήκανε ασόδυα.. ασόδυα. Είστε μια σειρά από ασόδυα. Η γενιά σας θα αναφέρεται στην ιστορία μονάχα ως ανθρωπολογικό παράδειγμα με υπανάπτυκτο μετωπιαίο λωβό. Χωρίς μνήμες για όσα έπαθε υπηρετώντας πάθη και χωρίς σχέδια ικανά να φέρουν άλλα λάθη. Χωρίς σοδειά… με ασόδυα.  Μην μπείτε στον πειρασμό να σκεφτείτε κάτι άλλο… Είναι μάταιο. Εγώ είμαι η λύση. Εγώ μπορώ να σας την αναστείλω κάθε ικανότητα για επαναξιολόγηση και ανάπτυξη προσωπική. Έχω πολύ πιο δυνατά εργαλεία από τα χάπια. Μπορώ να σας κάνω τέρατα ηρεμίας και αυτεπίγνωσης. Αρκεί να μου το πείτε ότι είστε το μηδέν. Είστε το μηδέν ; Είστε το μηδέν ;
    Αυτά είπε η φωνή… κι ακούστηκε σιωπή. Κι ύστερα κάπου στο χλιαρό απόβραδο ένας ψίθυρος ανέστειλε το τέλος. Μια κατάχλωμη κοπέλα έγραψε στον τοίχο της αράδες. Και τότε όσοι τις διάβασαν απλώσανε τα χέρια. Αγκαλιάστηκαν, κοιτάχτηκαν με νόημα και το διάβασαν ξανά. Όλοι μαζί.

Θ΄ανταμωθούμε ξανά  με το χρόνο,
στιγμές αιχμηρές κι ανάλαφρες,
που ζωγραφίζουν ελαιώνες αίμα.

Καμβάς και ξετυλίγομαι,
για να με μουντζουρώνεις,
με τέμπερες, θυμό και σπέρμα.

Δεν έμεινε καιρός.

Θα βαφτίζω κάθε ηδονή και ψέμα
σε καθαρό κρασί ανέρωτο,
θα ντύνομαι τα ακριβά μου πάθη
να τα λικνίζω σε αστικές χοροεσπερίδες.

Τα πρωινά θα με φοβάμαι σαν παιδί,
ολόγυμνη σε θλιβερά γραφεία.

Δεν έμεινε καιρός.

Σάρκα ως ανάμνηση και χειραποσκευή
θα πάρω μόνο σ’εκείνο το ταξίδι.
Ανόητοι, θαρρείτε την
ψυχή για φωτοστέφανο.

Δεν έμεινε καιρός.

Ότι κατάφερα κι αγάπησα
μουλιάζει στις άκρες των δαχτύλων μου.
Μελανιασμένα αποτυπώματα
σε ιδρωμένες πλάτες.
Ανόητη, που ξόδεψες το βλέμμα σου
σε ηλιοβασιλέματα.

Δεν έμεινε καιρός.

Σαπουνιστήκαμε προχθές σκοτάδι
και ξεπλυθήκαμε έρωτα ηλιόλουστοι.

(…αράδες κάποιας από μας, από το Ellis Island blog)

    Ράγισε το τσόφλι της σκληράδας. Κι έσκυψε ένας και την πήρε αγκαλιά. Και δεύτερος τους έπιασε τα χέρια. Και ένας τρίτος. Μαζεύτηκαν τσαμπιά του κόσμου οι αφανείς και οι κρυμμένοι. Και έγινε αρχή για επανάσταση εντός. Κι ύστερα εκτός. Και ακόμη παραπέρα…
      Όσο υπάρχουνε χλωμές κοπέλες και τοίχοι άγραφοι, μη σκιάζεστε καλοί μου. Θα υπάρχουμε και εμείς. Ζυγώνει μια λιακάδα. Λαδώστε τα χερούλια απ’ τα παντζούρια. Ζυγώνει μια λιακάδα και θα είμαστε εκεί εμείς. Την πρώτη ώρα που θα κόψει η βροχή. Ένας θα σηκωθεί, κι ακόμη ένας απ’ τη νάρκη και μετά θα βγεί ξανά ο κόσμος να λιαστεί.
     Και τότε, με σάρκα για ανάμνηση και χειραποσκευή, θα ξεκινήσουμε για κάπου. Όλοι μαζί. Με αυτά που καταφέραμε και αγαπήσαμε μαζί μας. Και με τα δάκτυλά μας σε επιφυλακή. Για να ακουμπάμε και να πιστεύουμε. Να ακουμπάμε και να πιστεύουμε. Άπιστοι Θωμάδες, όμορφοι μα όχι άχρηστοι, εμείς. Θα δείτε. Θα το δείτε.
    Δεν είστε το μηδέν.

Κυριακή, Οκτωβρίου 31

Δύο - Ένα


       Είδα τον πρώτο μου άστεγο. Όχι, όχι γενικώς, εννοώ ότι είδα τον πρώτο μου άστεγο στα δικά μου σκαλιά. Με τους μπόγους του και τα μισοφαγωμένα του και μια κουβερτούλα σιχαμερή, μούρλια ήτανε. Έσπρωξα με τρόπο τη κουβέρτα του και μπήκα σπίτι για να πάρω το Μιχάλη τηλέφωνο. Έσκασε !
      Ο Μιχάλης, που συναγωνιζόμαστε, δεν έχει σκοντάψει σε τέτοιο άτομο ακόμα. Νικάω ένα μηδέν. Αυτός βασικά ακόμη δε το παραδέχεται. Όχι ο άστεγος καλέ, για το Μιχάλη λέω. Ποτέ δε θέλει να μένει πίσω. Κάτι θα σκαρφιστεί. Αλλά τον γάνιασα και γω ! Του είπα ότι έσκυψα και τον κοίταζα αν αναπνέει και πως βρωμάει, από απόσταση, ντάξει, αλλά ποιος σκύβει πάνω σ’ αυτούς από κοντά ; ε ; Κι έφτασε η μπόχα μέχρι το λαρύγγι μου. Γκουχ. Συγγνώμη, κάτι μπορεί να κόλλησα κι όλα, είμαι σίγουρος ότι θα τις πληρώσω αυτές τις μαλακίες.
     Βρώμαγε διαφορετικά, όχι όπως φανταζόμουνα. Αυτοί ρε βρωμάνε αλλιώς. Όχι απλυσιά, όχι τσίκνα και ιδρωτίλα, όχι μπαγιάτικο φαί, ούτε ποδαρίλα. Εγώ τις ξέρω όλες αυτές τις μυρωδιές από τα παιδιά μου που σπουδάζουν. Αυτός βρώμαγε σα σκυλί. Μήπως τα σκυλιά δεν βρωμάνε σκυλίλα αλλά αστεγίλα ; Μήπως ; Μπαααααα..
    Θέλω να πω, κάποιοι από εσάς έχετε πλύνει σκυλιά με ειδικά σαμπουάν που δε πειράζουν τα αυτιά. Αφού τα πλύνεις ; Βρωμάνε πάλι ; Ή μοσχοβολάνε ; Γιατί μπορεί να καταρρίπτεται εύκολα αυτός ο μύθος για τη σκυλίλα κι είναι απόλαυση να καταρρίπτεις μύθους εσύ, ένας μικροαστός στα καλά καθούμενα.
     Φαντάζομαι την έκφρασή του τώρα, καλά ε ; Να τον έχεις τον άστεγο κάτω από το ντούζ και να τον τρίβεις με το σφουγγάρι με τις σκληρές πρόκες. Θα βούλωνε η τρύπα μας στο πι και φι. Και βουλωμένες τρύπες και αυτιά δε παίρνουν από επιδιόρθωση. Με κεζάπι μονάχα. Ποιο είναι το κεζάπι για τα αυτιά ;
     Τώρα θα βρεί μια ευκαιρία να με ξεπεράσει ο Μιχάλης γιατί έφυγα για τριήμερο στη Κρήτη. Να ξεφύγω λίγο από το σπίτι. Μέσα σε τέσσερις τοίχους κλεισμένος όλο το χρόνο, σπίτι μαγαζί μαγαζί σπίτι, γαμώτο, δεν έχω δικαίωμα να ξεφύγω κι εγώ ; Τριγυρνώ στους δρόμους του νησιού και παίρνω αέρα καθαρό. Τον ίδιο που εκπνέουν οι άστεγοι, ε ; αλλά φιλτράρεται θαρρώ μέχρι να περάσει σα εμάς τους άλλους. Και κει που τα έχω όλα κανονισμένα, ξενώνα, νοικιάρικο αμάξι, σινιέ κολώνιες και ένα laptop για να ακούω launge μουσική από Βερολινέζικο σταθμό, έρχεται ο θρίαμβος. Δύο μηδέν ! Θα τον ξεσκίσω φέτος το Μιχάλη ρε πούστη μου. Τι βλέπω ;
     Απέναντί μου στον ξενώνα για τις διακοπές ξέρετε τι ήτανε ; Ξέρετε ; Ένα ερείπιο διόροφο με καμιά δεκαπενταριά πρόσφυγες δε ξέρω και γω από πού, δε ξέρω γιατί πρόσφυγες χαρούμενους πρώτη φορά είδα. Ο ένας πετούσε μαξιλάρες από το παραθύρι του ορόφου με το ξεχαρβαλωμένο παντζούρι και οι άλλοι κάτου τις γράπωναν και τις στοίβαζαν σε ένα εξίσου ερείπιο φορτηγάκι. Και φώναζαν και γέλαγαν με τη ψυχή τους και σκέπαζαν και τη launge μουσική και το βηχαλάκι μου και ότι και να σκεφτόμουν κακό, γιατί , ντάξει, μου χάλασαν τη ξεκούραση, αλλά αφού γέλαγαν τι να τους πεις ; Τι γελάτε ρε δύστυχοι; Τι γελάτε ρε αποβράσματα ; Συζήτηση θα ανοίξεις τώρα με τους Παλαιστίνιους μέσα από το παράθυρο του small luxary hotel σου ;  Αδράνησα…
     Και τότε με παίρνει ο Μιχάλης με ένα ύφος θριάμβου, αν μπορώ να ακούσω κάτι όπως το ύφος θριάμβου από το Ericson Smartphone μου και τι μου λέει ; ότι με νικάει δύο μηδέν ο ανυποψίαστος !!!
     Τι είδες ρε ..ανυποψίαστε ; του λέω με υπονοούμενο.
     Είδα κάτι ρε φίλε που εσύ θα κάνεις αιώνες να δεις !
Μαλάκα είδα Αλβανό εργοδηγό να τα ψέλνει σε Έλληνες εργάτες και οι αχαΐρευτοι καθόντουσαν και σκύβαν το κεφάλι. Μιλάμε τους έριχνε μπινελίκια το άτομο… Δύο μηδέν, και λίγα σου βάζω.
Έλληνες ρακένδυτοι, με τρύπες στα πανταλόνια και σοβάδες στο μαλλί, όχι σαν αυτούς που βάζει ο Λάκης στους μήτσους για να έχει αληθοφάνεια ο λαϊκισμός του, σοβάδες φρέσκους που μυρίζουν ασβεστίλα. Και ο Αλβανός, καπελάκι, handsfree, γυαλί για να μη κάνει ρυτίδες στο μάτι και κρατούσε notebook ρε μαλ..
     Έμεινα λίγο άφωνος με ένα πικρό χαμόγελο και εκεί που πάω να τον εκμηδενίσω μένω από μπαταρία. Τρέχω στο laptop να του τα γράψω και μένω από ευρυζωνική. Μένω ανήμπορος μόνος και με έντονες σκέψεις. Αυτό. Αυτό ήταν το χειρότερο ρε πούστη μου.
    Είναι θέμα τώρα Αλβανός αφεντικό σε Έλληνα ; Για δύο μηδέν ;
    Πρέπει να τον πάρω τώρα τηλέφωνο για να του τα πω για τους χαρούμενους Παλαιστίνιους. Θα μου δανείσετε το κινητό σας ; Τι, αρχίσατε όλοι σας οικονομίες ρε πούστη μου ; Καλάάάά….
    
       

Σάββατο, Οκτωβρίου 2

ευχαριστώ Μαέστρο που τα ταίριαξες έτσι...

 Χάος μέσα. Έτσι το αποτιμώ, τι να πω, ποιός να το διαψεύσει εξάλλου εστιάζοντας έξω από τη δική του περιοχή ;
 Μπαούλα με χυμένες έξω κουβέρτες, κάδοι με άπλυτα όλων των κατηγοριών, ανοικτόχρωμα και τετελεσμένα ανάκατα, αδυναμία να απευθυνθώ σε κάποια λογική, αν υπάρχει, αν,
κι εκεί που σηκώνω τα χέρια να καταθέσω αγανάκτηση 
  με καλημερίζουν ξαφνικά όλα με τη σωστή σειρά, όλα όμως !
 κυλάνε ξαφνικά οι λέξεις, διαπερνούν τα καλώδιά μου οι σωστές ειδήσεις, φτάνουν εκεί που πρέπει, και σα ξανατεντώσω τα δάκτυλα και πιάσω να παίζω το πρωϊνό,
τα πλήκτρα σε διαδοχές υποχωρούν οικειοθελώς στα αγγίγματα, χωρίς να δυσφορούν
  είναι σημαντικό κάτι να μη δυσφορεί στις μέρες μας.
  Εισρέει θετική ενέργεια και φτιάχνει μαγικές ανάσες
     ποσότητες μικρές μα κρίσιμης σημασίας, επαρκείς.
Το καταλαβαίνω ότι δε θα κρατήσει. και αρπάζω τη συγκυρία
η αρμονία απέχει από το χάος μια σπιθαμή, λιγότερο ακόμη,
 μα καθώς επέρχεται, τακτοποιεί με το μοναδικό της τρόπο τις εκκρεμότητες
διπλώνει τις ενστάσεις και τις αποθέτει στα συρτάρια με κομψότητα
για να μπορείς να τις ανασύρεις επιλέγοντας, όχι αρπάζοντας,
επιλέγοντας με ποιά θα συνταξιδέψεις σήμερα.
Και κάθε μέρα φέρνει μαζί της τη δική της θηλυκότητα και με διαμορφώνει
   με μετατρέπει από αγρίμι σε κάτι άλλο, ό,τι κι αν είναι, όχι πιά αγρίμι, όχι πια.. 
..τι ευλογία είναι αυτή ;

Τετάρτη, Σεπτεμβρίου 15

Μεγαλώνοντας κύκνους στο βάλτο...

Τα βλέπω να δοκιμάζουν τα φτερά τους, μέσα σ' αυτή τη θύελλα και να σηκώνουν τη δική τους χρωματιστή σκόνη. Μετά βλέπω τη σκόνη τους να μπερδεύεται με τη δική μου, ώσπου τελικά  εξουδετερώνεται κάθε της ομορφιά. Είμαι τόσο ανήσυχος...

Μεγαλώνω δυό κατάλευκα κυκνάκια. Τα μάτια τους με κοιτάζουν με προσμονή. Πεινούν όλη μέρα για ελπίδα. Εγω ; Ανασύρω ψίχουλα και φτιάχνω καρβέλια. Τα αφήνω να εθιστούν με αυτή τη συνήθως αποτελεσματική για το σύστημα διαδικασία, να σου αρκούν τα ψίχουλα εννοώ...
Μετά, κάθομαι εκεί και τα κοιτάζω να παίζουν. Λερώνονται τόσο πολύ και πάλι... είναι τόσο καθαρά. Μακάρι να θυμόμουν πως το κάνεις. Να διαλέγεις αθώες βρωμιές...

Όταν κουραστούν από το παιχνίδι, τους δείχνω με υπομονή πως να συμμετέχουν στο μικρό μας σπιτικό, με υπευθυνότητα. Να μην συνερίζονται τα ξαδελφάκια τους όταν διεκδικούν όλο το χώρο. Να μην δίνουν προτεραιότητα στην ενόχληση αλλά, στην αλληλεπίδραση να μένουν. Και από αυτή να αντλούν την γλύκα της παρέας.

Καμιά φορά με κουράζει η επιμονή τους να μου κάνουν σταράτες ερωτήσεις. Πιό πολύ με πειράζει όταν αναρωτιούνται γιατί δεν είμαι και γω τόσο χαρούμενος. "Ανησυχώ..." έτσι τους λέω. Ανησυχώ και δεν μου μένει καιρός να είμαι χαρούμενος. Κατά βάθος όμως ξέρουν ότι δεν ανησυχώ απλώς. Και ξαναρωτάνε, κάθε μέρα. Τι να τους πω ; ε ;

Να τους πω ότι θέλω να τα μαζέψω από την αυλή και το παιχνίδι και να τα μάθω να πολεμάνε οχτρούς ; Να τα μάθω να παρακάμπτουν κανόνες ; Να τα μάθω να μην εκχωρούν ελευθερίες έως ότου ακούσουν ένα εύλογο τίμημα ; Να τα μάθω να συμμετέχουν σε συμπαιγνίες εναντίον όσων δεν πρόλαβαν να ορθώσουν άμυνες ; Να τα μάθω να στείνουν περιφράξεις και να εγείρουν προσκόματα στην επικοινωνία τους ; Να τα μάθω να μην ερωτεύονται εντελλώς ; Να τα μάθω να σιωπαίνουν όταν οι συσχετισμοί είναι αρνητικοί ; Να τα μάθω να οχυρώνονται σε μικρόκοσμους ; Γιατί ; Για να μην πληγώνονται ; Για να μην ανησυχούν ; Για να μην εξελίσσονται ; Για να μην ζούν ; Να τα μάθω ;

Όχι. Δεν τους μαθαίνω τίποτε ακόμη. Το αναβάλλω διαρκώς από ένα ένστικτο ότι το παιχνίδι είναι αυτό που προηγείται. Η σκόνη τους καλύπτει την συνενοχή μου μαζί με το χαμηλωμένο βλέμμα μου. Τους παραδίδω ένα μέλλον υποθηκευμένο και ένα σύστημα αξιών ξοφλημένο. Αν δεν το συνηθίσουν ίσως το γκρεμίσουν ανέμελα.

Το βράδυ, όταν κατακάθεται ο κουρνιαχτός, καμιά φορά τα παίρνω κάτω από τα φτερά μου και τους διηγούμαι παραμύθια από την αχαλίνωτη πλέον φαντασία μου. Ιστορίες αξιοκρατικής μεταχείρησης, ιστορίες ανθρωποκεντρικών δομών εξουσίας, ιστορίες με ονειροπόλους, ιστορίες με ακέραιους, ιστορίες με είδωλα και πρότυπα ελπιδοφόρα, ιστορίες με παλιούς φάρους και φωτισμένες διαδρομές...Τα ερωτήματά τους τα παίρνει ο αέρας και φεύγουν. Με πιέζουν να ξεχωρίσουν την ιστορία από το παραμύθι. Και γω δε τους λέω. Αφήνω το μυστήριο να κείτεται για εκπαιδευτικούς λόγους... όλα κι όλα..

Ευτυχώς αυτά κουράζονται με τέτοιο τρόπο που ο ύπνος τα παίρνει αμέσως. Μακάρι να θυμόμουν.. Πότε κι εγώ κουραζόμουν με τέτοιο τρόπο που ο ύπνος να με παίρνει αμέσως. Δεν κοιμάμαι. Κάθομαι και τα βλέπω αποκαμωμένα από την ευτυχία και κερδίζω ψυχή. Δεν το χορταίνω το θέαμα του αποκαμωμένου νεοσού. Πλησιάζω και ξαπλώνω κοντά. Να ακούω πόσο ρυθμική είναι η ανάσα τους. Και τα ενοχλώ, με το βαρύ σφυγμό των κροτάφων μου, που ακούγεται τελευταία όλο και πιό απειλητικός. Οι κρόταφοι είναι τα κορυφαία μου αισθητήρια εμένα... Όταν τυμπανίζουν κάτι κακό πλησιάζει. Και παίρνω, όταν έχω απόθεμα, τα μέτρα μου. Κι αν δεν έχω απόθεμα, τότε απλώς,  απλώνω τις φτερούγες μου και τα καλύπτω τελείως. Κι όσο κρατήσουμε...

Σάββατο, Αυγούστου 7

Δρομοπόλος














Δωροδοκώ τη φθορά με διορίες
Και προχωρώ.
Ο δρόμος όμως ωμός
Δε προσφέρει μανδύες. Συλλέγει παρίες.
Μονόδρομος, λες ;

Δρω όμως εγώ, δε σταματώ, δεν περιμένω αφίξεις..
Φτάνει που αντις να γερνώ εγώ μικραίνω
διαρκώς περπατώντας.

Δρόμος ανήφορος, στενός & μακρύς
Πρόδρομος δραστικής αλλαγής
Κατ' εσέ ασήμαντης, μικροσκοπικής
Κατ' αυτούς τους πολλούς ανεδαφικής
Δρόμος ζοφερός και τραχύς. Μα ξέρεις ;
Μου κάνει !

Οι στράτες γεφυρώνουν αλλαργινούς
Γι αυτό τις κτίζεις. Να μπαίνει και
να ρέει αργά ο νους
Ανάδρομος και επαναστατικός.
Αν το μπορεί...
Τι είσαι ; Τι είμαι ;

Έρως να ρέω και να δρω
Διαδρομές αναδ(ρ)ομώντας
Ιδρωμένος και αλμυρός
Ανεξάντλητος. Όχι , όχι ανεξάρτητος,
απλώς δρομοπόλος.


.

Σάββατο, Ιουλίου 31

Δρόμος σιδηρούς




Αναχώρηση αμαξοστοιχίας από τη γραμμή τάδε. Οι επιβάτες για όπου καλούνται να σπεύσουν. Οι ράγες κρύβονται στιγμιαία από το θηρίο. Το πειναλέο καταπίνει διατεθειμένους να αναχωρήσουν μέχρι ένα σημείο. Τι μέχρι ένα σημείο ; Μπερδεύεσαι.
Μέχρι ένα σημείο διατεθειμένους ; Μέχρι ένα σημείο να αναχωρήσουν ; Ή μέχρι ένα σημείο καταπίνει ; Οι μικρές διαφορές φτιάχνουν ιστορίες ζωής. Και εσύ τόσες φορές μένεις στο παγκάκι άναυδος.
Οι ράγες φαίνονται σαν δύο απλά κομμάτια εγκλωβισμένου υλικού.
Δρόμος σιδηρούς. Αδιαμφισβήτητα αξιόπιστος. Απ’ εδώ σα φύγεις θα φτάσεις οπωσδήποτε στην ώρα σου εκεί. Τα υπόλοιπα είναι ευθύνη των αποφάσεων που πήρες. Οι ράγες δεν παρεμβαίνουν στην έκβαση. Είναι διεκπεραιωτές και είναι ευχαριστημένες με την αποστολή τους.
Το μεταλλικό τέρας κρύβει τις γραμμές με τη κοιλιά του. Ακόμη.
Όταν αποκαλυφθούν οι ράγες μπορεί να έχεις χάσει ένα τραίνο. Τουλάχιστον φρόντισε να έχεις ακόμη έναν. Που να το έχει χάσει εννοώ..
Οι ράγες έχουν ακόμη μία συνεχώς από δίπλα. Είναι κάτι σα γάμος.
Άμα κοιτάξεις ίσια εμπρός θα υποκύψεις στην ψευδαίσθηση επικείμενης συνάντησης. Φαίνονται να συγκλίνουν. Έτσι νομίζουν και οι άνθρωποι. Μετά καταλαβαίνουν ότι απλώς ταξιδεύουν δύο δύο. Σε σταθερή και απαράβατη απόσταση αναπνοής. Είναι μια δήλωση συντροφικότητας και ένα διάβημα ελπίδας. Μπορεί και να μην είναι να συναντηθούνε ποτέ. Μα ξέρεις ότι είναι δίπλα δίπλα. Υποφέρουν το ίδιο και εργάζονται το ίδιο. Μοιράζονται ακριβώς το ίδιο φορτίο. Όχι; Και οι δυο. Είναι δεσμευμένες άρρηκτα αυτές. Εξυπηρετούν ένα ταξίδι για το οποίο έχουν γίνει κρατήσεις και έχουν πληρωθεί εισιτήρια. Είναι λοιπόν σημαντικό να εκπληρώσουν το καθήκον. Στο ακέραιο.
Οι ράγες, εννοώ. Και οι άνθρωποι ; Ποιοι ; Ξέρω εγώ ; Γιατί όχι ;
Η αμαξοστοιχία τώρα βρυχάται διακριτικά. Τα βλέμματα είναι κοφτά.
Η περιχέουσα ατμόσφαιρα είναι μοναδική. Οι ματιές κάνουν ήχους και η θλίψη μυρωδιές. Και είναι μπερδεμένα τα πάντα όλα. Των χθεσινών, των εδώ και των από κάπου. Μέσα στην πλημμυρίδα αυτή χρειάζεσαι πιο πολλές συντεταγμένες αισθήσεις. Το μυαλό όμως προηγείται. Έχεις μια βεβαιότητα ότι θα μυρίζει κάρβουνο και λάδι, έτσι ; Ε, ξεπέρασε την !
Δεν μυρίζει πια κάρβουνο. Οι μυρωδιές έχουν εμπλουτιστεί. Γιατί να μυρίσει κάρβουνο. Αφού υπάρχει πλέον ο ..πολιτισμός ; Η παγκόσμια κοινότητα προ(σ)χώρησε στην εποχή του Dior. Το κάρβουνο τελειώνει.
Και το νερό, και το πετρέλαιο, και ο αέρας. Τελειώνει. Εδώ που τα λέμε. Και τα δέντρα και τα ζώα τελειώνουν. Και οι συνειδήσεις. Και …Κάτι θα βρεθεί ! Ωχ αδελφέ. Πάντως εδώ δε μυρίζει πιά κάρβουνο. Τα καλά να λέγονται. Μα.. που πήγε το τραίνο ; Δεν το είδες να φεύγει. Πάλι !
Ο ήχος του φευγάτου τραίνου βαίνει πλέον προς εξαφάνιση. Μερικοί που δεν αντέχουν τις αναχωρήσεις έχουν κατέβει τις σκάλες και πάνε. Τώρα μείνατε λίγοι θαρραλέοι. Εσύ, το παγκάκι, και παντού ξανά ράγες. Η εφημερίδα τα ίδια. Η ανησυχία μήπως έπρεπε να ανέβεις έντονη. Και μια δίψα που ακόμη δεν είναι λυσσώδης. Κοιτάς το ρολόϊ χωρίς να δεις.
Κατά βάθος δεν αντέχεις να μην έχεις κάτι επείγον να κάνεις. Ξέρεις ;
Βάλε το αυτί και άκου ! Μα που έχεις το αυτί σου ; Στο σίδερο εννοώ. Τα παιδιά ξέρουν να βάζουν αυτί. Φορούν βολικά ρούχα και είναι και διατεθειμένα να σκύψουν. Τώρα που το τραίνο έφυγε και συ μπήκες στον πειρασμό μιας ανεπαίσθητης ενδοσκόπησης είναι ευκαιρία. Σκύψε !
Το σίδερο, εκτός των άλλων, αποτελεί και καλό αγωγό μετανάστευσης συναισθημάτων. Η θετική βεβαιότητα του Φιλανδού συνταξιδεύει στη ράγα με την απελπισία του Μογγόλου χωρίς να την λογοκρίνει κανένα απολυταρχικό καθεστώς. Οι γραμμές κοροϊδεύουν τα σύνορα και καταλύουν βολικούς “εθνικούς” διαχωρισμούς. Έχουν τον δικό τους παγκόσμιο διάλογο. Και όπως στο τηλέφωνο, έχουν χωρίσει τη δουλειά στα δυό. Από τη δεξιά πλευρά ταξιδεύουν ψίθυροι πένθους γήινοι και από την αριστερή πλευρά, ω ναι, επιστρέφουν δοξασίες αναγέννησης. Αν μπορούσες να ακουμπήσεις τα αυτιά σου στα δυο σίδερα ταυτόχρονα θα έβγαζες άκρη και θα ισορροπούσες ιδεολογικά και συναισθηματικά. Μα έτσι που γίνανε, με ενάμιση μέτρο απόσταση , ακόμη κι αν εσύ υποθέσουμε ότι σκύβεις , μένεις να ακούς μόνο ένα ένα τα μηνύματα... Μόνο πένθιμα ή μόνο θριαμβικά. Ένα τη φορά. Και, παρορμητικά ή μοιραία ή από ιδιοτέλεια εσύ παίρνεις θέση. Θέλω να πω καμιά φορά όλοι οι Φιλανδοί ακούν αριστερά και όλοι οι Μογγόλοι δεξιά και πάει πιο κάτω η ζωή, το τραίνο, οι ράγες δε τελειώνουνε ποτέ. Εσένα δε σε νοιάζει κι όλας. Ούτε αν θα τελειώσουν οι ράγες, ούτε αν θα καταλυθούν οι βεβαιότητες ούτε αν οι διαχωρισμοί έχουν κάποια λογική βάση.
Εσύ μια στιγμή είπες να σκύψεις. Δε θα τα λύσεις και όλα γαμώτο..
Ήχος άφιξης αμαξοστοιχίας. Τώρα, ότι μιλήσαμε μιλήσαμε. Οι ράγες κρύβονται ξανά μαζί με τις τύψεις. Το αφιχθέν είναι προτεραιότητα. Και γυαλίζει καταφθάνοντας θριαμβευτικά. Οι αποβάθρες γεμίζουν βιαστικά παπούτσια. Κοιτάς το ρολόϊ σου χωρίς να δείς. Ώρα να σηκωθείς. Ή θα ανέβεις ή θα φύγεις. Πάντως στο παγκάκι άλλο δε κάθεσαι. Καλημέρα.

Δευτέρα, Ιουλίου 26

Μερικά τραίνα δεν πάνε πουθενά...




Μερικά τραίνα δεν πάνε πουθενά…

Κάθονται εκεί και περιμένουν. Πάνω σε ράγες που δεν τους προκαλούν κανένα ενδιαφέρον. Μερικά τραίνα έχουν απόλυτη επίγνωση του προορισμού. Έτσι νομίζουν. Έχουν φτάσει χωρίς αποτέλεσμα χιλιάδες φορές. Απομυθοποίησαν το ταξίδι. Και τώρα πιστεύουν ότι όλοι οι προορισμοί είναι σικέ.
Στις ράγες, μπροστά και πίσω τους υπάρχει μοναχά η προσπάθεια της φύσης να σβήσει την ιστορία. Τα σίδερα γίνονται καφέ σα και το χώμα καθώς γερνούν. Τα ξύλα από κάτω τους σκεβρώνουν και μαυρίζουνε και χώνονται στη γή. Φυτρώνουνε παρείσακτοι ανάμεσα στις πέτρες και όλοι, μα όλοι ένα γύρω πασχίζουν να ξεχάσουν ότι υπήρξε εποχή που ορέγονταν να φύγουνε για κάπου.
Περνούν μπουρίνια μερικές φορές και αέρηδες μεγάλοι. Τα δέντρα σκύβουν να γλυτώσουν και αν είσαι τραίνο ακλόνητο μπορεί να γελαστείς, απ’ την ταχύτητα που βλέπεις να πετούν φύλλα και αέρας προς τα πίσω. Μπορεί να γελαστείς ότι ξεκίνησες και πας, αν δε κοιτάξεις κάτου.
Μα η γης είναι το σημείο αναφοράς. Έτσι ήταν παλιά, έτσι είναι τώρα και έτσι θα’ ναι κι αύριο. Αν πατάς την ίδια γη, εκεί που βρέθηκες και σίγουρα θα καταλήξεις, κανένας άνεμος δε ξεγελά εν τέλει το μυαλό σου ότι φεύγεις.
Το καλό με αυτά τα τραίνα, τα κουφάρια, είναι ότι δεν ενοχλούν την μακαριότητα κανενός. Στην εξαιρετικά δυσάρεστη θέση να αποχαιρετήσεις κάποιον που φεύγει δε θα μπείς. Ούτε θα κάθεσαι ποτές να περιμένεις να ‘ρθουν. Είναι μεγάλη υπόθεση να μη πετάς τα χρόνια προσδοκώντας. Λένε..
Το κακό με αυτά τα τραίνα, τα κουφάρια, είναι ότι αν για κάποιο αστείο λόγο αποφασίσεις να τα κάμεις λίγο παραπέρα χάθηκες. Δεν το κουνάνε απ’ εκεί με τίποτε. Είναι γεμάτα με βαρίδια, βεβαιότητες που έχουνε συλλέξει από παλιά, γεμάτα με ιστορίες που έχουν ειπωθεί και έχουν ριζώσει. Φοβού τους προορισμούς και δώρα φέροντες.
Κάποιες φορές, οι άνθρωποι οι καινούργιοι προτιμούν να ξαναστρώσουν ράγες από δίπλα. Αφήνουν τα κουφάρια στη βολή τους και άλλα, νέα τραίνα προσκαλούν για να περάσουν.
Αμέσως, αμέσως τότε καταφθάνει η φήμη του ερχομού. Κατεβαίνουν μπάρες, σταματούν την κίνηση την άσκοπη και όλοι προσδοκούν σιγοβρίζοντας τη τύχη τους. Κανείς δεν αντέχει να βλέπει ακίνητος άλλους να περνούν. Μηχανεύεται τρόπους για να μην το υποστεί. Φυσάει καπνό τσιγάρου και δημιουργεί παραπέτασμα. Του κάκου. Το τέρας περνάει και σείεται η γης. Ποτές απαρατήρητο. Κι εσύ μακαρίζεις εκείνους που είναι μέσα. Γιατί έχουν προτεραιότητα τώρα αυτοί, εφόσον αποφάσισαν ταξίδι. Εκείνοι σε κοιτούν λυπημένοι. Πως γίνεται ; Αφού αυτοί φεύγουν ; Πως γίνεται να μη χαίρονται ούτε αυτοί ;
Γίνεται λένε, γίνεται. Πρέπει να είναι βαριά η απόφαση. Όταν φεύγεις κάτι αφήνεις πάντα πίσω. Οι βαλίτσες μικρές. Kαι οι αποσκευές μυριάδες…
Έτσι είναι η ζωή. Ανυπόφορα γλυκιά γι’ αυτούς που μένουν, γλυκύτατα ανυπόφορη γι’ αυτούς που φεύγουν. Και συ συνεχίζεις να γυρεύεις παγκάκι να κοντοσταθείς και να την απολαύσεις.

Σάββατο, Ιουλίου 3

Τι με κοιτάς ρε ; Καλά είμαι !


Είμαι μια χαρά. Δεν είναι δάκρυ αυτό στην άκρη. Και αν ακόμη είναι, δάκρυ εννοώ, δεν είναι αυτό που νομίζεις..
Πατάω καλά χάμω εγώ. Με τα ολοκαίνουργια παπούτσια που μου χάρισες. Μα κοίταξέ τα. Δεν φαίνονται υπέροχα στα πόδια μου ; Εμένα τουλάχιστον μου φαίνονται βολικά. Ποτέ δε μου άρεσε να σκέφτομαι ποιο παπούτσι να βάλω. Θέλω να πω, όταν είσαι ξυπόλυτος και βιάζεσαι, θες ξεκάθαρη λύση.
Με ένα τέτοιο ζευγάρι ξεκάθαρα παπούτσια είσαι βέβαιος ότι θα πας μακριά. Δε θες να ξέρεις που, μακριά είναι καλά.
Είμαι μια χαρά. Αν δεν υπήρχαν και αυτές οι μύγες. Να. Εκεί που κάθομαι με τα σχεδιαγράμματά μου και τα τέλεια ξυσμένα μολυβάκια μου και αχνίζει ο καφές, το τελευταίο που περιμένεις είναι να έλθει μια μύγα και να πέσει μέσα. Εσύ τσαντίζεσαι, πας να τη διώξεις, πιτσιλάει ο καφές στα χαρτιά και πάει περίπατο όλη η νηφάλια αποφασιστικότητα για να διεκπεραιώσεις άλλη μια μέρα.
Αλλά όχι. Σήμερα είμαι μια χαρά. Ούτε δάκρυ, ούτε μύγα. Σχεδόν πλήρης. Και τα κωλόχαρτα άσπρα και καθαρά κάτω από τα χαράκια με προκαλούν. Μερικές φορές, θέλω να κάνω σαν παιδί. Να πάρω μελάνια και να τα πετάξω παντού, χωρίς νόημα και σειρά, ώσπου να μη μείνει λευκό ούτε για δείγμα. Και μετά να τα κρεμάσω απέναντι με άτσαλα κομμένα στραβά σελοφάν για να τα καμαρώνω με μια μοχθηρία στο βλέμμα.
Ύστερα πάλι το βλέπω, ότι είναι ανάρμοστο.
Θέλω να πω, είμαι μια χαρά. Χωρίς δάκρυ, χωρίς μύγα και χωρίς χυμένα μελάνια. Έχω μια απροσδιόριστη ορμή να φανώ αντάξιος αυτής της ιδανικής συγκυρίας. Πα ρα παπα τούτου παρά πα πα , μπις τσακ που τακ που τακ, πα ρα παπα τουτ. Να η πρώτη μου γραμμή. Καθαρή, με αρχή και τέλος που δε σβήνουν αλλά φωνάζουν ξεκάθαρα. Απ’ εδώ ως και εδώ. Stop.
Που άφησα τα γυαλιά μου ; Θέλω να πω, όχι ότι δε βλέπω καλά, αλλά με εκείνα τα γυαλιά είμαι πιο σίγουρος. Εν πάσει περιπτώσει για να μου τα πήρατε τα χρειαζόμουν. Τίποτε δεν γίνεται τυχαία. Εκτός από τη μύγα, εντάξει, αλλά όλα τα ρέστα είναι αποτέλεσμα ενός συστήματος προβλέψεων. Όχι ; Ναι !
Οκ. Σήμερα είμαι μια χαρά. Σε λίγο θα έχω έτοιμο και το πρώτο μου σχέδιο. Ένα στέγαστρο. Τα στέγαστρα είναι το .. χμ πάθος μου. Τι γελάτε ρε ; Ξέρετε πόσα πράγματα μου έχουν πέσει εμένα στο κεφάλι ; Αλλά πλέον παίρνω τα μέτρα μου. Ένα στέγαστρο. Πα ρα τα τουτ, παπα, παραταττουτ, παπα. Μούμπλε μούμπλε. Δυό κολωνάκια μπροστά. Ωραίο θα γίνει. Ποιος τυχερός θα μπει από κάτω ;
Οκ. Είμαι μια χαρά. Δεν είναι δάκρυ αυτό στην άκρη. Και αν ακόμη είναι, δάκρυ εννοώ, δεν είναι αυτό που νομίζεις..
Υπέροχες γραμμές τραβάω με αυτά τα παπούτσια. Ποτέ δεν είχα εγώ τέτοια διθυραμβικά σχόλια για τα σχέδιά μου. Μεστά, συμβατά, στιβαρά, ξεκάθαρα. Αυτές οι λέξεις αρέσουν πολύ σε όλους. Και όσο για σχέδια, δε ξέρουν πολλά, τους αρκεί να είναι βέβαιοι ότι τα καταλαβαίνουν. Είμαστε ένα σύστημα δυνάμεων που βάζει μπρος τη μηχανή. Ο καθείς πρέπει να είναι γερός χορτάτος και να καταλαβαίνει το σχέδιο για να το ακολουθήσει χωρίς παρεκκλίσεις και αβλεψίες.
Με πεθαίνει ο σβέρκος μου. Τι έχω ξεχάσει ; Το πήρα το χαπάκι της χαράς ; 1, 2 , 3 , λείπουν έξι, χθες έλειπαν εφτά άρα το πήρα. Θα έπρεπε να έχω ένα λαμπάκι στη κεφάλα να ανάβει μόλις ακολουθώ σωστά τις οδηγίες. Που να θυμάσαι τι έκανες κάθε πρωί, έτσι σχεδόν μαστουρωμένος από χαρά ;
Ωραίααααα. Ούτε δάκρυ, ούτε μύγα, ούτε μελάνια, ούτε ερωτήματα. Ας τραβήξουμε τώρα μια πίσω γραμμή. Μέχρις εδώ… ωωωωπ. Ωραίαααα. Κλιμακόμετρο. 6.35 μέτρα. Οπότε εντός των ορίων. Δεν θα εγείρουμε αντιδράσεις. Ένα όμορφο στέγαστρο ηρεμεί τους από κάτω, χωρίς να δημιουργεί και θέματα στους τριγύρω. Μεγάλη τέχνη να περνάς χωρίς να εγείρεις θέματα. Χαμογελάς με καθησυχαστικό τρόπο σε όλους και πας παρακάτω να σωριαστείς. Χωρίς να γίνει θέμα. Αυτοί που σε παρατηρούν και ρωτάνε τι κάνεις, αυτοί, χα χα.. Στην πραγματικότητα δεν σε ρωτάνε τι κάνεις. Είναι έτσι το παιχνίδι που παίζουμε. Εσύ ρωτάς καλά ; Αυτοί λένε ναι. Με την ίδια βεβαιότητα αυτοί ρωτούν καλά ; Εσύ λες όλα καλά. Μετά συνεχίζουν τη δουλειά τους.
Ωραίαααα. Είμαι καλά. Ούτε δάκρυ, ούτε μύγα, ούτε τα γαμημένα μελάνια, παπούτσια σωστά και γυαλιά εμβριθώς επιλεγμένα για ένα σχεδόν τελειωμένο σχέδιο για στέγαστρο. Η μέρα πάει γαμάτα. Θέλω κούρεμα ; Όχι. Πως μου ήρθε ; Θα δω την Κατερίνα. Ναι. Κοίτα τι σου είναι το μυαλό. Θέλω κούρεμα ; χεχε… θέλω κούρεμα. Πως μου ήρθε !
Η Κατερίνα θα έλθει στις 12. Και δέκα. Και δέκα. Ποτέ δεν έρχεται πριν την ώρα της. Θέλω να πω αργεί, αλλά αφού αργεί δέκα λεπτά πάντα, η ώρα της είναι και δέκα. Άρα είναι πάντα στην ώρα της, όχι ; Ναι.
Η Κατερίνα λοιπόν. Και δε θέλω κούρεμα. Εξάλλου δε θα με προσέξει. Κοιτάζει πάντα μονάχα τα παπούτσια μου. Ένας καλός άντρας πρέπει να μπορεί να σε πάει μακριά. Όχι ; Ναι.
Αν παπούτσια ΟΚ τότε όλα είναι ευπώλητα. Το θέμα μου, τα σχέδιά μου, τα στέγαστρα που της τη δίνουν, η ψύχωσή μου με τις μύγες ; Όλα. Αρκεί να φοράω το σωστό υπόδημα.
Παραπαπα… τουτ τουτ. Γραμμούλα εδώ. Κόκκινο ; Όχι, όχι χρώματα. Δώστους απλά πράγματα. Τι λέγαμε. Συμβατά.
Είμαι καλά. Ούτε δάκρυ ούτε τίποτε. Είμαι καλά…

ζζζζζζζζζζζζζζζζζζζζζζζζζζζζζζζζζζζζζζζζζζζζζζζζζζζζζζζζζζζζζζζζζζζζζζζζζζζζζζζζζζζζζζζζζζζζζζζζ
ντούπ . φλαπ.
Εεεεεεεε, όχι ρε γαμώτο !!!

Τρίτη, Ιουνίου 29

Μη ξεχάσεις το λαμπατέρ



Αγάπη μου. Ακόμη δεν έμαθες τι κάνουν με τους άντρες ! Και δεν είσαι και οχτώ χρονών.

Τι να κάνεις και συ. Μπλεγμένη από τα lifestyle περιοδικά που δείχνουν υπέροχα λερωμένα με άμμο και γόπες, μέσα σε τόνους άχρηστων υποχρεωτικών σκέψεων, για CDS, τσόκαρα, πάνες, δίδακτρα, ενοχές, λίστες απορρυπαντικών, σουξεδάκια, συμπλέγματα και υποδόριες μαχαιριές κολλητών φιλενάδων.
Τι να κάνεις και συ. Κυνηγημένη από τη κοσμοθεωρία σου και τον υποτιθέμενο προορισμό σου, κυνηγημένη και από τις υποσχέσεις σου προς το εγώ σου, κρυμμένη μέσα στη φωλιά σου, άσπρη, χλωμή, σχεδόν άσπιλη συναισθηματικά, με όσο συμφορά μπορεί να γίνει το να ζήσεις άσπιλος, μόνος.
Τι να κάνεις και συ. Γιατί να δοκιμάσεις ; Τόσα ποτά σε πότισαν οι προηγούμενοι, με υποσχέσεις για ευδαιμονία, μα ξύπναγες με στόμα στυφό, σα να ‘χουν φτύσει οχτροί σου με-σα κι έπειτα, έπειτα έβριζες με βίαιο τρόπο στο καθρέφτη.
Τι να κάνεις και συ. Γιατί διάολε να ξοδευτείς για δαύτον, που ούτε να τον επιδείξεις δε θα το καταδεχτείς, εκεί που πρέπει να τον επιδείξεις, που είναι λιγουλάκι πιο φτωχός, όχι σε τρόπους, λιγουλάκι πιο κοντός, όχι σε ύψος, που είναι λιγουλάκι πιο ρηχός, όχι σε μέλλον, λιγουλάκι πιο απλός μα όχι σε θάρρος, από εκείνον που έχεις στο νου σου ζωγραφίσει.
Τι να κάνεις και συ. Λουσμένη στις Revlonες, παραχωμένη βιολογικά ελιξίρια, φτιασιδωμένη σα μουρλή με μαλακίες, για να κατατροπώσεις έστω και μια στο απέναντι γραφείο, για να νικήσεις έστω μια μέρα έστω μια νεαρή που σε πληγώνει η καργιόλα, για να διαψεύσεις έστω μια σκιά στο ηθικό σου, ξεχνάς να εξηγήσεις τη φαγούρα που σου στέλνουνε τα μέλη του κορμιού σου.
Τι να κάνεις και συ. Που βγαίνεις για περίπατο στον ήλιο και σφίγγεις τις γροθιές σου, διορθώνοντας τα τείχη, μη ποτέ συμβεί και σε κοιτάξουν παραμέσα, μη ποτέ συμβεί και σε λερώσουν με ερωτήματα που δε ξέρεις να απαντήσεις, και μη ποτέ αφήσεις κανά ερώτημα επάνω στο τραπέζι στο σαλόνι, το σκουπισμένο αλύπητα, κάθε πρωί νωρίς πριν κοιμηθείς.
Τι να κάνεις και συ. Που έμαθες συρτάρια παστρικά να τα ανοίγεις, μια δυό φορές το χρόνο, βιαστικά, μόνο για να το δεις μη πάλιωσε η ναφθαλίνη, μόνο για να βεβαιωθείς ότι κανείς δεν έβαλε το χέρι, όχι για να πάρει, μα για να δει, να ακουμπήσει και ακόμη πιο τρομερό, για να μυρίσει !
Τι να κάνεις και συ. Που ούτε σου περνάει απ’ το μυαλό πως όταν βγείς, αν βγεις, εκεί όξω για κυνήγι, άντρας να γίνεις, πάλι δε θα μπορέσεις το απλό, το φυσιολογικό να το διαχειριστείς, γιατί δεν έμαθες. Δεν έμαθες ότι όλες οι πετονιές δε πιάνουν ψάρια, κάθε μέρα, δεν έμαθες να γυρίζεις στο σπιτικό σου τις μισές φορές χωρίς πραμάτεια, δεν έμαθες εσύ γυναίκα, πως, για να προκαλέσεις μια αναμέτρηση πρέπει να μη σε νοιάζει κι αν φορές θα χάσεις.
Κι ύστερα κτίζεις γύρω σου όλα αυτά, με τις βεβαιότητες θρησκείας, ανάγκα πείθοντας τον εαυτό σου ότι δε θα βρεθεί άλλο νόημα από τις διαπιστώσεις ότι δε θα βρεθεί άλλο νόημα από την εν κατακλείδι αποδοχή ότι δε θα βρεθεί άλλο νόημα στο γεγονός ότι τα μάτια σου συναντιούνται ενίοτε με κάποια άλλα μάτια, χωρίς να μπορούν να εξηγήσουν τον ηλεκτρισμό.
Τι να κάνεις και συ. Τι να κάνεις για να θυμηθείς ότι το έζησες μια στάλα, παλιά, πολύ παλιά, όταν τα πράγματα ήταν απλά, όταν δεν ήταν η μαμά στο σπίτι, ούτε ο μεγάλος σου ο αδελφός, όταν τον έφερνες κρυφά τον ατζαμή το φιλαράκο για να δείτε γραμματόσημα και φυτολόγια στο κρεβάτι, όταν του διόρθωνες τις τούφες το μαλλί που απ’ τον ιδρώτα και το πόθο γίνονταν στραβές σα ζωντανές φτερούγες και σας ταξίδευαν ψηλά, απ’ όπου όλα φαίνονταν απλά και στοιχειώδη.


Καληνύχτα κι απόψε αγάπη μου. Μη ξεχάσεις να κλείσεις το λαμπατέρ.

Πέμπτη, Ιουνίου 24

Τρία ή τέσσερα δευτερόλεπτα ευτυχίας...



- Χάρη, έλα να το δεις αυτό. Δεν έχω ξαναδεί τέτοιο αγριολούλουδο !
Η Ερατώ ήταν σκυμμένη με μητρική τρυφερότητα πάνω από ένα εύθραυστο λουλούδι με μωβ φυλλαράκια και κίτρινο μίσχο. Τα μακριά δάχτυλά της σα να το προστάτευαν από μια επερχόμενη θύελλα ή κάποια αφανή απειλή. Αυτό την έκανε να αισθάνεται πλήρης. Στις γυναίκες ελλοχεύει αυτό. Η διάθεση προστασίας προς τα αδύναμα πλάσματα και η μήνις προς τα ισχυρά. Είναι ενστικτώδες λένε.
Ο Χάρης έριξε μια ματιά στο μικρολούλουδο. Χαμογέλασε. Με τη θέα της κοπέλας. Είχε την όψη Παναγιάς. Όταν κοίταζε όμορφα πράγματα η Ερατώ είχε υπέροχο πρόσωπο. Ξέρετε, κάποιες κοπέλες έχουν ένα λευκό πρόσωπο χωρίς καθόλου σκιές… Τα χαρακτηριστικά της ήταν αρμονικά και θα ορκιζόσουν ότι από την αρχή, τριανταπέντε χρόνια τώρα, ο χρόνος το μόνο που πρόσθεσε σε αυτή τη παιδιάστικη μορφή ήταν μια νότα θεληματικότητας στη ματιά και ένα ίχνος δισταγμού στο χαμόγελο. Τίποτε άλλο.
Η Ερατώ ασχολήθηκε για ώρα με τα μικρά δημιουργήματα γύρω από το μονοπάτι. Ήταν ένα σχεδόν αχάρακτο μονοπάτι από εκείνα που ανακάλυπτε διαρκώς ο Χάρης. Επιδίωκε να περπατάει σε απάτητους δρόμους. Παρ’ όλα αυτά τον ηρεμούσε να διαπιστώνει ότι κι άλλοι έχουν προσπαθήσει να ανακαλύψουν που οδηγούν. Λίγοι και καλοί. Θα μπορούσες να τον περιγράψεις σαν ένα άτομο με εμμονές. Τον Χάρη εννοώ. Εμμονή δεν είναι να μη κοιτάζεις ποτέ χαμηλά ; Εμμονή δεν είναι να μη τσεκάρεις ποτέ ούτε πίσω ; Εμμονή δε λέμε να σχεδιάζεις ήδη την επόμενη διαδρομή ενώ πρέπει να ζήσεις αυτή που εκτυλίσσεται τώρα ; Και ο Χάρης είχε πολλές από δαύτες. Φθοροποιές εμμονές.
Μα η Ερατώ δεν καταλάβαινε τι συμβαίνει. Το χαβά της εκείνη. Ξανά.
- Χάρηηη μου, έχει πασχαλίτσες εδώ. Πιάσε μία. Είναι τόσο μικρούλες ! Η Ερατώ είχε γυρίσει σελίδα με αυτόν τον άντρα δίπλα της. Του φερόταν λιγάκι μητρικά, εντάξει, πάντα την γοήτευε το στοίχημα να ανασταίνει κάτι πληγωμένο. Διαχειριζόταν τη μοναξιά του σαν ένα πέπλο που μόνο αυτή κατάφερνε περιστασιακά να ανοίγει. Κοίταζε μέσα και όλο και συγκλονιζόταν από το περιεχόμενο. Πως έγινε αγρίμι ένας τέτοιος ωραίος άντρας ; Η Ερατώ ήταν βέβαιη ότι θα τον κάνει να ανθίσει.
Ο Χάρης πάλι σαν να έπαιζε ένα μουλωχτό παιχνίδι θράσους με τα όριά του. Ο χωρισμός με την Άννα με ένα τόσο εξευτελιστικό τρόπο τον είχε αφήσει εμβρόντητο σα πολική αρκούδα στη Σαχάρα. Αρχικά πήρε τα κομμάτια του που ήταν εκτεθειμένα σε συναισθήματα και τα έχωσε βαθειά σε ένα νοερό σεντούκι. Ύστερα δώρισε στον εαυτό του μια περίοδο λυτρωτικής μοναξιάς. Μα ήταν πολύ σκληρός για να αφεθεί. Στη ζωή εννοώ. Ήθελε πάντα να είναι στη θέση εκείνου που είχε προβλέψει τα πάντα. Ταπεινωμένος δεν άντεχε. Κύλησε προς το πηγάδι που καταπίνει όσους δεν έχουν αποθέματα, όσους τα έχουν δώσει όλα με μιας.
Ο άντρας και η γυναίκα κατηφόρισαν για ώρα μέχρι τα ριζά του βουνού και μετά έπιασαν να ανεβαίνουν. Σταματούσαν εδώ και εκεί για να ενώσουν το λαχάνιασμά τους με τη σιωπή των τζιτζικιών που τους συνόδευε. Ύστερα έπιαναν πάλι να ποδοπατούν ξερόφυλλα. Πίσω τους μένανε ίχνη από πατημασιές και έννοιες. Ωραία ήταν.
- Χάρη ; Θα ξανάρθουμε εδώ το φθινόπωρο ; Θα μου κάνεις το χατίρι ; Θέλω να περπατήσουμε εδώ τυλιγμένοι με κίτρινα κασκώλ και να βρέχει.
Η Ερατώ του ετοίμαζε πάντα τα πράγματα, όταν ήταν για εκδρομές. Αυτή ήταν που έβαζε χαρούμενες νότες στο ντύσιμό του. Λάτρευε να τα βγάζει την κατάλληλη ώρα και να τον μεταμορφώνει. Ήταν σχεδόν ένα παιχνίδι. Στις φωτογραφίες τους οι φίλοι πάντα της έλεγαν ότι μοιάζουν. Απ’ όξω.
Ο Χάρης δεν έβρισκε τίποτε από τον εαυτό του στην Ερατώ. Η Άννα ήταν αλλιώς. Η Άννα πάντα τον έπαιζε στο γήπεδό του. Ήταν απαιτητική με τα πράγματα και με τον εαυτό της. Ήταν στρατιώτης και διπλωμάτης σε ένα. Περπατούσε δίπλα του, όχι από πίσω ασθμαίνοντας.
Τα πρώτα πέτρινα τους καλοδέχτηκαν στις σκιερές τους φωλιές. Μέχρι να πλησιάσεις νόμιζες ότι δίπλα από κάθε σπίτι υπάρχει ένα τρίγωνο κενό. Το περγαλιό. Καλότυχη σκιά το λένε οι χωριάτες. Ένα κομμάτι γης που φυλάει ολημερίς τη νύχτα. Αν ζωγράφιζες, θα είχες ωραίες αντιθέσεις. Μπορούσες μετά να κάνεις υποθέσεις ή όνειρα. Τα σκοτεινά διαλλείματα και οι νύχτες σε εκλιπαρούν να πετάξεις.
Αλλά, καθώς πλησίαζες, όπως και όταν σκύψεις λιγάκι πάνω από τα πράγματα στη ζωή, καταλάβαινες ότι ανάμεσα στο λιόπυρο λευκό και το ολόμαυρο σκοτάδι χώνονταν τρυφερές αποχρώσεις δεκάδων διακριτικά φωτισμένων πραγμάτων. Σκιασμένες πλακουτσές κοτρώνες, δροσερά μισοφωτισμένα ξεχαρβαλωμένα ποδήλατα, ασβεστωμένοι τενεκέδες με νεκρές μπιγκόνιες, ξεχασμένες άσπρες ξερές μπατανόβουρτσες, και κουτσές ξύλινες καρέκλες από μαυρισμένο ξύλο. Όλα αυτά μαζί έκαναν τη μυρουδιά του πέτρινου πιο αυθεντική, αν μπορείς να χαρακτηρίσεις κάπως έτσι μια μυρουδιά.
- Χάρη έλα να δεις , εδώ έχει πεταμένο αργαλειό. Καιρό έχω να δω. Πως τα λένε αυτά τα χτένια που ανεβοκατεβαίνουν ; Θα με βγάλεις μία ;
Οι φωτογραφίες είχαν μεγάλη σημασία για την Ερατώ. Διάλεγε πάντα τεκμήρια ότι η ζωή της είναι καλύτερη απ’ ότι δείχνει με μια ματιά. Και έβρισκε στις φωτογραφίες ένα σύμμαχο. Τα όριά τους. Όταν εστιάζεις σε ένα κάδρο τη φορά τα πράγματα είναι απλούστερα να τα διαχειριστείς και αν δεν είσαι πολύπλοκος συναισθηματικά άνθρωπος μπορείς να σπρώξεις παρακάτω πηδώντας από κάδρο σε κάδρο. Έτσι απλά.
Τον εκνεύριζε η απλότητα εκείνον. Απαιτούσε να συναντάνε όλα τα μηνύματά του ένα υπόβαθρο συναισθηματικής νοημοσύνης. Ήταν πολλές φορές που αισθανόταν ότι συζούσε πλέον με ένα τοίχο. Όμορφο, με ρομαντική ταπετσαρία, αλλά τοίχο.
Πέρασε άλλη μια ώρα με χαζολόγημα στα μονοπάτια. Θα στοιχημάτιζες ότι τα δυό ζευγάρια μάτια ήταν χορτάτα. Μα δεν ήταν, όχι και τα δυό.
Λαχανιασμένα τα δυο πλάσματα ακούμπησαν στη θεόρατη ξύλινη πόρτα του υποστατικού. Ο Άρης έβγαλε κλειδιά και έπιασε το χαλκά. Ακούστηκε γέρικη δυσφορία και θρόισμα κισσού μαζί. Θαρρείς και μπήκαν περισσότεροι από δυο μες την αυλή, μεγάλος ήτανε ο ήχος. Κι έπειτα η Ερατώ έτρεξε στη βρύση. Πέταξε τα παπούτσια της κι άνοιξε το ξεθωριασμένο λερό λάστιχο να τρέξει. Το πρώτο το νερό ήταν καυτό. Η Ερατώ τσίριξε. Ύστερα έσκασε δυό φορές σα θυμωμένο το νερό με αέρα. Μετά εντάξει. Αφέθηκε.
- Άρη ; Για έλα προς τα εδώ μωρό μου !
H γυναίκα γύρισε το λάστιχο καταπάνω στον άντρα. Και μετά άρχισε να χοροπηδάει μουσκεύοντας τα πάντα. Ήταν παιδί… Δεν τον πείραζε. Χαμογελούσε. Η Ερατώ αφέθηκε στη δροσιά του. Έγινε παπί. Κόλλησαν τα ρούχα της στο κορμί και ομόρφυνε τελείως. Την ήπιε με τα μάτια. Το κατάλαβε. Οι γυναίκες πάντα το αντιλαμβάνονται, πότε είναι δυνατές.
Η Ερατώ με το παιδικό γέλιο έβγαλε αργά τα ρούχα της και έμεινε γυναίκα σκέτη . Τα μάτια της σοβάρεψαν και καρφώθηκαν στα δικά του. Ο Άντρας έμεινε ακίνητος. Σχεδόν. Αυτή πλησίασε και μπήκε γύρω του σαν αρπακτικό. Έκλαιγε ή στέγνωνε, είχε μια μελένια υγρασία. Εκείνος την κοιτούσε σοβαρός, μα η οχύρωσή του μάταια. Τυλίχτηκε μέσα της βαθειά και με σπασμούς γαλήνης της έδωσε αντίδωρο να το φυλάξει.
- Σ΄αγαπώ. Μείνε εδώ γύρω. Μη ξεμακραίνεις άλλο, άντρα ξένε. Θέλω να μου χαρίσεις κάτι από σένα. Θέλω ένα παιδί που να σου μοιάζει. Τι λες ;

Ο Χάρης την κοίταξε και αποσύρθηκε σ’ ένα από τα τρίγωνα με τη σκιά. Εκείνη έμεινε στο φως. Κόκκινη σα καρπούζι, άσπρη σαν κρίνο, μαβιά σαν ουρανός που ξαποστέλνει τη μέρα. Πλήρης. Η ζωή ήταν ωραία

Το μεσημέρι έφτασε στην ώρα του. Ο άντρας κι η γυναίκα ( του ) χωθήκανε στο πέτρινο με ανυπόμονες δρασκελιές. Είχε δροσιά. Το δωμάτιό τους είχε θερμό ξύλινο ταβάνι και πέτρινο παγωμένο πάτωμα. Η γυμνή Ερατώ τσαλάκωσε υπέροχα το ένα απ’ τα λευκά σεντόνια. Έβγαζε ήχους. Και το χωριό έβγαζε ήχους. Μα όχι σαν κι αυτούς. Της χορτάτης Ερατώς οι ήχοι ήταν μια μαγεία. Έστησαν αυτί. Ο Χάρης και οι πέτρες. Σε τέτοια σπίτια μοναχός αν κοιμηθείς ακούς αυτούς τους ήχους. Αρκεί να τους παρακαλέσεις να’ ρθουν. Τους έχουν αποθηκεύσει οι πέτρες, σα θυρίδες που κρύβουν απρόβλεπτες εκπλήξεις. Και θα ‘ρθούν. Οι ήχοι των προηγούμενων που μετάλαβαν αυτή τη συνομωσία. Μα ο Χάρης σαν να μην άκουγε καλά. Ίσως οι αισθήσεις του είχαν χάσει την οξυδέρκεια της νιότης τους. Πλησίασε το παράθυρο και αφοσιώθηκε στην θέα που έκοβε την ανάσα. Απ’ εδώ ψηλά ο κάμπος φαινόταν σαν από αεροπλάνο. Ή σαν από τα μάτια ενός πουλιού.




Τρείς ώρες νωρίτερα :

- Χάρη, έλα να δεις αυτό. Δεν έχω ξαναδεί τέτοιο αγριολούλουδο !
Η Ερατώ ήταν σκυμμένη με μητρική τρυφερότητα πάνω από ένα λεπτοκαμωμένο λουλούδι με μωβ φυλλαράκια και κίτρινο μίσχο. Τα μακριά δάχτυλά της σα να το προστάτευαν από μια υποτιθέμενη θύελλα ή κάποια αέναη απειλή. Χαμογέλασε με τη θέα της κοπέλας. Του έμοιαζε. Η Ερατώ του μικρολούλουδου. Ήταν το ίδιο αθώα και το ίδιο εύθραυστη, απλώς εκείνη δεν είχε πάνω της κάποιον σκυμμένο να την προστατεύσει. Προσωρινά. Ή και μόνιμα, πώς να το πεις ;
- Προχώρα μικρή μου. Δε χρειάζεται να τα ακουμπάς. Αυτά μπορείς απλά να τα μυρίζεις, πέφτει ο τόπος από τη μυρωδιά τους.
- Χαρη μου, έχει πασχαλίτσες εδώ. Πιάσε μία. Είναι τόσο ανίσχυρες !
Ο άντρας και η γυναίκα κατηφόρισαν για ώρα μέχρι τα ριζά του βουνού και μετά έπιασαν να ανεβαίνουν.
- Χάρη ; Θα ξανάρθουμε εδώ το φθινόπωρο ; Θα μου κάνεις το χατίρι ;
- Το φθινόπωρο ; Θες να τα δεις αλήθεια όλα αυτά χλωμά και ξεραμένα ;
- Θέλω να νιώσω εποχές να αλλάζουνε για καλά. Να αλλάζουν χλωμιάζοντας και κοκκινίζοντας ολοένα προδίνοντας ζωή. Αυτό ‘ναι όλο.
- Το Φθινόπωρο είναι τόσο μακριά…
- Ναι, αλλά πες μου ότι θα με ξαναφέρεις αντράκι μου. Υπόσχεση ;
Ο Χάρης της έκλεισε τα χείλη με το χέρι. Την κοίταξε με ένα γλυκό τρυφερό βλέμμα που δε διαβιβάστηκε ποτέ. Ο Χάρης είχε πρόβλημα με τα μάτια. Τα χρησιμοποιούσε εντελώς επιδερμικά. Διαχειριζόταν τις ματιές και τα νεύματα των ανθρώπων. Δεν ήταν σβηστά, όχι, είχαν πάνω τους μια δύναμη πρωτόγνωρη απλώς κοιτούσαν πιότερο προς τα μέσα. Αυτό είναι πρόβλημα όταν κάποιος θέλει να σε πλησιάσει. Και η Ερατώ το ένιωθε τον τελευταίο καιρό ολοένα και πιο οδυνηρά.

Τα πρώτα πέτρινα τους καλοδέχτηκαν στις σκιερές τους φωλιές.
- Χάρη έλα να δεις , εδώ έχει πεταμένο αργαλειό. Καιρό έχω να δω.
- Και γω, μικρή, ένα αργαλειό καιρό έχω να δω. Μα να δουλεύει. Όχι έτσι, ένα κουφάρι… Να δουλεύει. Και να πλέκει σχέδια ζωηρά. Έλα πάμε, έπιασε ήδη ζέστη.

Λαχανιασμένα τα δυό πλάσματα ακούμπησαν στη θεόρατη ξύλινη πόρτα του υποστατικού. Ο Χάρης έβγαλε κλειδιά και έπιασε το χαλκά. Ακούστηκε γέρικη δυσφορία και θρόϊσμα κισσού μαζί. Θαρρείς και μπήκαν περισσότεροι από δυό μες την αυλή, μεγάλος ήτανε ο ήχος. Κι έπειτα η Ερατώ έτρεξε στη βρύση. Πέταξε τα παπούτσια της κι άνοιξε το ξεθωριασμένο ζεστό λάστιχο να τρέξει.
- Χάρη ; Τι θα έλεγες για ένα δροσερό ντουζάκι ;
- Δεν είσαι σοβαρή… δε μπορεί… όχι… μηηηηηη
H γυναίκα γύρισε το λάστιχο καταπάνω στον άντρα. Και μετά άρχισε να χοροπηδάει μουσκεύοντας τα πάντα. Ήταν παιδί. Δεν τον πείραζε. Χαμογελούσε. Η Ερατώ αφέθηκε στη δροσιά του. Έγινε παπί. Κόλλησαν τα ρούχα της στο κορμί και ομόρφυνε τελείως. Την ήπιε με τα μάτια. Το κατάλαβε.
Η γυναίκα με το παιδικό γέλιο έβγαλε αργά τα ρούχα της και έμεινε γυναίκα σκέτη . Τα μάτια της σοβάρεψαν και καρφώθηκαν στα δικά του. Ο Άντρας έμεινε ακίνητος. Σχεδόν. Αυτή πλησίασε και μπήκε γύρω του σαν αρπακτικό. Έκλαιγε ή στέγνωνε, είχε μια μελένια υγρασία. Εκείνος την κοιτούσε σοβαρός, μα η οχύρωσή του μάταια. Τυλίχτηκε μέσα της βαθειά και με σπασμούς γαλήνης της έδωσε αντίδωρο να το φυλάξει.
- Σ΄αγαπώ. Μείνε εδώ γύρω. Μη ξεμακραίνεις άλλο, άντρα ξένε.
Τα μάτια του άντρα ήταν υγρά. Ταξίδευε αυτός. Ταξίδευε συνεχώς. Ούτε τα ένστικτα τα άγρια του θηρευτή μπορούσαν να τον φέρουν πίσω.
Ο Χάρης την κοίταξε και αποσύρθηκε σ’ ένα από τα τρίγωνα με τη σκιά. Εκείνη έμεινε στο φως. Κόκκινη σα καρπούζι, άσπρη σαν κρίνο, μαβιά σαν ουρανός που ξαποστέλνει τη μέρα. Πλήρης.

Το μεσημέρι έφτασε στην ώρα του. Ο άντρας κι η γυναίκα ( του ) χωθήκανε στο πέτρινο με βιαστικά πατήματα. Είχε δροσιά. Η γυμνή Ερατώ τσαλάκωσε υπέροχα το ένα απ’ τα λευκά σεντόνια. Έβγαζε ήχους. Και το χωριό έβγαζε ήχους. Όταν ήτανε εδώ η Άννα, θαρρούσε ο Χάρης πως όλα είχανε σιωπήσει για ..χάρη της. Ενώ τώρα, μια χάβρα.
Ο άντρας στάθηκε στο παράθυρο με δέος. Άγρια πέτρα κατηφόριζε ως τα βάθη του κάμπου. Μια καταχνιά απλωνόταν γύρω από την πόλη εκεί κάτω. Το ύψος έκανε δέος. Υπήρχαν όλα τα συστατικά για μια υπέρβαση. Υπήρχε ορίζοντας που υπόσχονταν, υπήρχαν μάρτυρες αυτοί που έχουν σημασία, οι πέτρες, το βουνό, τα τζιτζίκια. Όλα ήταν εδώ.
Ο Χάρης, έτσι τον έλεγαν, άπλωσε τα χέρια να αγκαλιάσει τη θέα. Μετά δοκίμασε να πετάξει. Πρώτα νοερά. Τα μάτια του γέμισαν δάκρυα. Και αφού ακόμη μια φορά δεν ένιωσε παρηγοριά, δοκίμασε να πετάξει. Στα αλήθεια. Δε θα μάθει κανείς που προσγειώθηκε.
Για μερικά δευτερόλεπτα, μόνο μερικά, ενώθηκαν σε μια συγκυρία δύο πληρότητες. Η Ερατώ μύριζε τη ζωή σα να’ τανε μπουμπούκι μιας ημέρας σε φρεσκοποτισμένη τριανταφυλλιά. Κι ο Χάρης πετούσε προς εκεί που πίστευε ότι θα βρεί ένα νόημα, ένα φως, έξω από το πηγάδι. Είναι τόσο σπάνιο να συναντηθούν δυό πλάσματα ταυτόχρονα σε μια κατάσταση απόλυτης πληρότητας. Ίσως λοιπόν και να άξιζε το κόπο !