Τρίτη, Δεκεμβρίου 21

επισκέπτες


  Η βελούδινη κουρτίνα σάλεψε βαριεστημένα αψηφώντας το βάρος της. Ύστερα εκείνος την άφησε πάλι να ηρεμήσει. Έκανε κρύο. Η ανάσα του θόλωσε το τζάμι. Παγερή σιωπή. Το μόνο που ακούγονταν ήταν οι εκπνοές των δυό κοιμισμένων. Ενός άντρα με κόκκινο πρόσωπο και μιας ισχνής γυναίκας. Τους κοίταξε. Ήταν αταίριαστοι. Η παλμοί του άρχισαν να επανέρχονται..
       Στο ψηλοτάβανο διαμέρισμα έλειπαν γενικώς τα αντικείμενα χαράς. Η κάμαρα με το διπλό σιδερένιο κρεβάτι είχε φαρδιά φθαρμένα γύψινα στους τοίχους και μια απόπειρα ξέθωρου αναγεννησιακού τοπίου στο ταβάνι. Η σιφονιέρα στη γωνιά ήταν γεμάτη πεταμένα φθηνά κοσμήματα και τον ρόλο των κομοδίνων έπαιζαν δυο δίσκοι διακοσμημένοι με γεωμετρικές πατίνες. Στα φαρδιά σανίδια ξεκουράζονταν τεράστια λαμαρινένια τασάκια που θα έλεγες ότι κατάπιαν μόλις τις γόπες μιας ολάκερης κούτας Gauloises. Ένα άδειο μπουκάλι Wyborowa κείτονταν ανάμεσα σε αδιάβαστα κιτρινισμένα περιοδικά και τσαλακωμένα χαρτιά από τσίχλες. Το χοντρό κερί τρεμόπαιξε και έσβησε. Κρύος αέρας χάιδεψε το αυτί της ξαπλωμένης κοπελιάς.  

- Ρεβέκκα κοιμάσαι ;
- Νικόλα ; Από πού ήρθες ;
- Τι, δεν ξέρεις ;
- Χρειάζομαι μια κατηγορηματική επιβεβαίωση.
- Κρύωνες πάλι. Το ίδιο και εγώ.
- Τυχερέ !
- Τυχερός που κρύωνα ;
- Όχι, τυχερός που μπορείς να έρχεσαι και να φεύγεις, ακριβώς όποτε θες.
- Και λοιπόν ; Τι σε κρατάει εσένα και δεν … ;
- Εγώ είμαι άλλο. Εγώ, πρέπει πρώτα να τελειώσω.
- Πρέπει , πρέπει …έχεις ακόμη μακρόπνοα σχέδια  ;
- Όχι, όχι αυτή τη λέξη.
- Όνειρα ; Εμμονές ; Στοιχήματα ; Πείσμα ; Τι ;
- Δε κατάλαβες.. Να τελειώσω ! Ακόμη ανασύρω ενέργεια για ξόδεμα. Να τελειώσω ! Όσο βρίσκω δυνάμεις λειτουργεί ο τρόμος της αλλαγής, καταλαβαίνεις ; Έμαθα να συνεχίζω. Έμαθα να δίνομαι μέχρι τελικής πτώσης.
- Δεν θα κρατήσεις πολύ. Κοντεύεις να εξαϋλωθείς. Τα μάτια σου σβήνουν…

Η Ρεβέκκα του γύρισε την πλάτη ενοχλημένη και σηκώθηκε απότομα. Απόθεσε τα ελάχιστα ρούχα της σε διάφορες παράλογες θέσεις στο δωμάτιο. Περπάτησε προς το μπάνιο αφήνοντας  θερμά αποτυπώματα στα κρύα πλακάκια. Πριν κρυώσουν οι απαλές πατημασιές έβρεξε τα χέρια και έτριψε το μέτωπο και τους κροτάφους της. Μετά κατάφερε να πάρει δύο ή τρεις ολόκληρες βαθιές εισπνοές. Πόσο καιρό είχε να πάρει δύο ή τρεις ολόκληρες βαθιές εισπνοές ; Η άκρη του ματιού της ήταν πίσω, στο καθρέφτη.  Περπάτησε ανάποδα τις πατούσες της για να γυρίσει στο ίδιο σημείο. Η ζέστη κάτω ήταν ολοφάνερη. Για τις επιστροφές ενδείκνυται ο ίδιος δρόμος. Το μαθαίνεις αργά ή γρήγορα.

- Δε θα κρατήσεις πολύ, έτσι.
- Υποτίθεται ότι δε πρέπει να μου μιλάς.
- Υποτίθεται ότι δε πρέπει να με ακούς.
Τον κοίταξε, ξαπλωμένο ανάσκελα στο δικό της μέρος ενός κρεβατιού ξοδεμένου, δίπλα στον άντρα της που κοιμόταν μπρούμυτα και ροχάλιζε σαν αγρίμι. Μερικά κρεβάτια δεν έχουν λακούβα στη μέση. Κάθισε πάνω στον Νικόλα της  και τον έσφιξε νοερά. Ήταν μυώδης και ζεστός. Αναλόγως…Και το στήθος του ήταν φουσκωμένο από θαλπωρή. Μόνο τα μάτια του την απωθούσαν. Σκέτο λευκό, χωρίς κόρες, ασπράδι που δεν καταλάβαινες τι κοιτάζει. Μάτια λίμνες με όχθες λερές, μοναχά η καταχνιά θα ταίριαζε για να φτιάξει δύο φρύδια. Από έξω κροτάλισε μια ψιχάλα. Μα δεν την έβλεπε, δεν της έδωσε σημασία, τα παράθυρα ήταν πνιγερά κλειστά με βαριά βελούδινα πέπλα. Κρατούσαν τα σημάδια έξω.

- Να θυμηθώ να ανοίξω τη κουρτίνα. Τέσσερα χρόνια μαγκωμένη, δε πρόκανα να ανέβω στη καρέκλα να την λύσω. Τι να γίνεται από έξω ;
- Με κάνεις και βαριέμαι. Τι σκέφτεσαι να πράξεις, εννοώ μ’ αυτόν ; Θα μείνεις ;
- Ακόμη μια φορά να μιλήσεις και θα σε στείλω πίσω, τ’ ακούς ;
- Νομίζεις. Δε με ελέγχεις πια . Έχω την πρωτοβουλία πλέον. Είμαι νεκρός, εγώ.
- Αρκεί να χτυπήσω το χέρι μου σε οποιοδήποτε σημείο στο τοίχο.
- Θα τον ξυπνήσεις. Και θα τον υποστείς. Αφού το ξέρω…με προτιμάς.
- Ακόμη υπάρχεις εδώ… Παντού.. Κι εγώ κινούμαι ξυπόλυτη. Οι πατούσες σου που λατρεύω…υπάρχουν ακόμη παντού. Τα πόδια μου τις ανιχνεύουν. Αχ , να μη μ’ άφηνες. Αχ ρε Νικόλα..
- Και τι σκέφτεσαι να κάνεις τώρα ; Δεν υπάρχουν αδιέξοδα ξέρεις, μονάχα, να, όταν περάσεις απέναντι, όταν αποφασίσεις να  περάσεις απέναντι, όλα γίνονται οριστικά και αμετάκλητα. Θα  περάσεις απέναντι, εσύ ;
- Φύγε. Φύγε αμέσως τώρα. Ακούς ; Θα ξυπνήσει η Ναταλί… κακό μου κάνεις.
- Θα φύγω. Μα άσε με λίγο να σε νιώσω πρώτα. Δεν ήρθα για καυγά μωρό μου.. Μυρίζεις βιολλέτες…

      Η Ρεβέκκα πήρε μια αγχωμένη ανάσα. Έκλεισε τα μάτια και μύρισε το χώρο. Έβαλε το ένα χέρι στην ήβη της και το άλλο στο στήθος της. Ψαχούλεψε λίγο για σημεία ανακούφισης. Τίποτα. Μετά άρπαξε με τα δόντια τον αντίχειρά της και τον δάγκωσε να τον λιώσει. Τίποτα. Σηκώθηκε και ξαναπήγε στο ντουζ. Άνοιξε μονάχα το παγωμένο νερό για να νιώσει κάτι. Τίποτα. Μάλλον γινόταν κι αυτή μια από δαύτους. Γύρισε πάλι για να τον αγκαλιάσει σφιχτά. Στο κρεβάτι της που ήταν μούσκεμα δεν υπήρχε πλέον εκείνος. Υπήρχε μονάχα υγρή αγωνία. Στριφογύρισε με απόγνωση. Και τότε έπεσε από το στρώμα στα πλακάκια. Από παιδί είχε να πέσει έτσι. Άνοιξε τα μάτια. Είδε τον άντρα της και τινάχτηκε πίσω.

    
Ο Μάρκος την κοίταζε με ένα μοχθηρό χαμόγελο. Ήταν ήδη ξυρισμένος και χτενισμένος άψογα σαν δανδής. Το βλέμμα του ήταν παγωμένο κι επικριτικό.
- Όλη σου η δραστηριότητα κατευθύνεται προς το ακαταλόγιστο !
- Εσύ, με ξέντυσες έτσι; Δε θυμάμαι τίποτα. Νομίζω πως είχα γίνει στουπί.
- Φεύγω. Κοιμήθηκες άθλια. Και γω επίσης, δεν είχα επιλογή. Μουρμούριζες ακατάληπτες φράσεις και έτρεμες σύγκορμη.
- Δεν είμαι στα καλά μου.. Με συγχωρείς για χθες. Ήμουν πτώμα. Το βράδυ θα επανορθώσω. Θέλεις να ανοίξω ένα κόκκινο ;
- Άνοιξε ότι νομίζεις. Αρκεί κάτι να ανοίξεις κι εσύ αυτή τη φορά…. Ούτε που δοκίμασες τα λαζάνια μου χθες. Κάνω μια προσπάθεια κι εδώ μέσα ξέρεις..
      Ο Μάρκος έσυρε τη ψυχή του μέχρι τα παπούτσια του. Στα πλακάκια οι βηματησιές του δεν αποτυπώθηκαν. Ήταν δύο πόδια παγωμένα. Ο πάγος δε χαράζει τον πάγο. Τις περισσότερες φορές, φυσικά.
- Πάρε ομπρέλα καλέ μου. Δε θέλω να βραχείτε , ψιχαλίζει.
- Εμένα λες ; Εμένα λες να μη βραχώ ; Χα, ο βρεγμένος…
Θα βγάλει ήλιο έξω. Εδώ μέσα όμως, εδώ μέσα κορίτσι μου χιονίζει διαρκώς. Χειμώνα καλοκαίρι.
   Με δυο άτσαλες κινήσεις φόρεσε τη καμπαρντίνα του. Της έδειξε την κλειστή ομπρέλα σαν τρόπαιο και την ξανακρέμασε στο γάντζο. Ύστερα βγήκε και αφού βρόντηξε την πόρτα περπάτησε σκυφτός προς το ασανσέρ. Ακατανόμαστες φράσεις απεύθυνε το υποσυνείδητό του, η άθλια εικόνα της Ρεβέκκας τον φούντωνε.


    Τα ασανσέρ της πόλης έχουν καθρέπτες. Τα περισσότερα, βεβαίως. Ήταν πάλι εκεί ! Ένας οργισμένος Μάρκος ήταν εκεί πίσω από το ακάθαρτο κρύσταλλο. Οι κόρες του διασταλμένες και εκρηκτικά κόκκινες. Η οργή έκανε τις φλέβες του λαιμού του τραχιά τεντωμένες σαν τις χορδές ενός κοντραμπάσου. Είχε χοντρό λαιμό και το ύφος πορτιέρη λέσχης για χαρτοπαιξίες σε κακόφημη γειτονιά. Κοιτάχθηκαν με ματιές μαχαίρια. Δεν ήταν ακριβώς ένα είδωλο…
- Ηλίθιε. Παραιτημένε. Θύμα.
- Άσε με, δεν ήρθε η ώρα. Θα την παρατήσω.
- Ηλίθιε. Τι περιμένεις. Η γυναίκα είναι ήδη φευγάτη. Όρνιο είναι. Θα σε σκίσει.
- Άσε με σου λέω να πιάσω μια μόνο μέρα τη φορά. Τόσο αντέχω. Τόσο σηκώνει η κράση μου. Δε με βλέπεις ; ( ανάπνευσε) Θα έλθει η ώρα.
- Ηλίθιε. Αν μπορούσα θα ανατίναζα το καθρέφτη να σου χώσω τζάμια σε όλο το αρωματισμένο σου πρόσωπο, αηδιαστικέ.
- Άσε με. Έχω αποθέματα ακόμη. Πρέπει πρώτα να τελειώσω.
- Να τελειώσεις ; Τι να τελειώσεις εσύ, τελειωμένε ;
- Εκκρεμότητες. Στοιχήματα. Που να ξέρεις, τι σου λέω τώρα. Δρόμο ! Ο άντρας πρέπει να κάνει αυτό που πρέπει να κάνει…
   Ο Μάρκος γύρισε βίαια προς την πόρτα. Απέστρεψε τα μάτια του από τον άλλον. Μα για λίγα βήματα τον πήρε μαζί του, σαν αυτόχειρας με σάκο στη πλάτη γεμάτο εκρηκτικές ύλες . Μπήκε στο βρώμικο από τη ψιχάλα αμάξι. Πάλι τσάμπα το πλύσιμο. Έκλεισε τη πόρτα με δύναμη, να τη συνθλίψει. Ο άλλος τρόμαξε και γύρισε να κρυφτεί. Θριαμβευτής… Ο Μάρκος ξεκίνησε  το αμάξι σαν αφιονισμένος. Λίγο έλειψε να σωριάσει την καγκελόπορτα με τον προφυλαχτήρα του. Ακούστηκε μια πνιχτή τσιρίδα. Μια τσιρίδα από το πίσω κάθισμα… Ο Μάρκος ξύπνησε.


- Μπαμπά, πονάει η κοιλιά μου. Γιατί τρέχεις σαν τρελός μπαμπά ;
- Ax.. τι διάολο ! Ναταλί μωρό μου ;
   Του κόπηκαν τα ύπατα. Κοίταξε από το καθρεφτάκι το παιδί στο πίσω κάθισμα. Για πρώτη φορά το αντιλήφθηκε σήμερα. Κι όμως, του είχε βάλει τα σάντουιτς με κάθε επιμέλεια, το είχε βοηθήσει να δέσει τα παπούτσια του. Δε θυμόταν τίποτα. Έκοψε λίγο ταχύτητα και προσπάθησε να επικοινωνήσει.
- Τι έχεις πρώτη ώρα Ναταλί ;
- Θρησκευτικά. Ήμουν και προχθές διαβασμ..

   Ο Μάρκος γέλασε τρανταχτά με όλο του το μέσα. Δεν άφησε το κέλυφός του να προδώσει τίποτε. Του κώλου την αγωγή σου την σερβίρουν εγκαίρως. Αρχές, οράματα, ενοχές, κώδικες προσαρμογής, κοινωνικά μορφώματα.. Μετά σε ρίχνουν στους καρχαρίες πασπαλισμένο με το αίμα των προηγούμενων…
- …. και δεν μου έδωσε άλλη ευκαιρία. Ήταν άδικος μπαμπά. Σήκωνα το χέρι σε κάθε ερώτηση. Νομίζω ότι κάτι έχει αυτός μαζί μου. Ο Θεολόγος εννοώ.
- Τι ; Τι ερώτηση ; Ποιος, Τι να έχει μαζί σου μωρέ, δε νομίζω..
- Δεν με άκουγες πάλι ; Αχ, ρε μπαμπά. Εσύ, έ χ ε ι ς   κ ά τ ι   μαζί μου ;
- Τι ήταν άδικο ;Πες.. Πες. Συγγνώμη, οδηγώ…
- Άσε. Ασε…Φτάσαμε. Κατεβαίνω. Σε αφήνω στα σημαντικά σου. Γειά.
- Γειά σου μωρό μου. Να φας το σάντουιτς. Έβαλα μπριζόλα καπνιστή..

     Το αμάξι του Μάρκου σταμάτησε με τα νευρικά alarm μπροστά σε ένα τεράστιο περίβολο σχολείου. Οι στραβοκουρεμένοι σε άναρχα σχήματα φυσικοί φράχτες έδιναν διασκεδαστικές νότες. Ακούγονταν περισσότερα πουλιά από όσα θα στοιχημάτιζες ότι αντέχουν εδώ. Όλες οι κούνιες της αυλής ήταν άδειες. Ακίνητες. Πίσω, το κτίριο ήταν μια προσφορά της πιό κακής περιόδου ανοικοδόμησης της πόλης. Ένα ψηλό τετράγωνο κουτί από γυαλί και νίκελ. Οι περισσότερες περσίδες πίσω από τα μεγάλα τζάμια ήταν μαγκωμένες σε στραβές θέσεις, ανήμπορες να ανταποκριθούν στο ρόλο τους. Χρώματα αεροδρομίου με σκόνη εγκατάλειψης.
     Η μικρή κατέβηκε και βρόντηξε την πόρτα του κουπέ να την συνθλίψει. Έσυρε τα βήματα προς το  αδιάφορο κτίριο. Μαζί με άλλα κοντά πλάσματα. Μαζί με άλλα βουβά κοντά πλάσματα. Κανένα δεν είχε όρεξη για αστεία. Είχαν ένα ύφος κάποιου που παίρνει στα σοβαρά τα πράγματα. Από τα δέκα. Τα μωρά μαζεύονταν σαν ένα νωχελικό κοπάδι μυρμήγκια. Το τελευταίο σχολικό σταμάτησε μπροστά στον χωμάτινο αυλόγυρο. Ο Μάρκος έριξε μια ματιά στο πορτοκαλί λεωφορείο. Ήταν σαράβαλο. Έξι παράθυρα με πρόσωπα. Αφη(ρη)μένα. Κοτσίδες ανόρεχτες. Μούτρα μέσα σε παλάμες σκεφτικά.
     Η Ναταλί μπερδεύτηκε στο πλήθος χωρίς να κοιτάξει πίσω. Τέντωσε μόνο το αυτί.
Το αμάξι του μπαμπά ξεκίνησε. Μόλις επιτρεπόταν η μικρή γύρισε να δει. Πάλι δεν του έσπασε το τζάμι. Αύριο πιο δυνατά την πόρτα. Μα όχι, όχι.. μουρμούρησε στον εαυτό της :
     - Μη του χτυπάς την πόρτα. Την άλλη φορά άστην ανοιχτή να σκυλιάσει. Τούρκος θα γίνει, να βγει, να κάνει το γύρο, να βρίσει, να τη κλείσει. Τούρκος.
- Μη χτυπάς τη πόρτα του μάταια είπε το άλλο. Την κατάλληλη στιγμή θα του ανατινάξουμε το αμάξι. Ίσως τότε ξεβουλώσουν τα αυτιά του. Τι κρετίνος. Θα έπρεπε να τους κάνουν στείρωση εγκαίρως.
- Άσε με και συ. Όταν σε παρακαλώ το βράδυ να έλθεις να με κρατήσεις αγκαλιά που φοβάμαι , εξαφανίζεσαι.
   Το άλλο μωρό χαμογέλασε πικρά με τα κίτρινα δόντια του. Ήταν τελείως φαλακρό αλλά σχεδόν τρυφερά ελκυστικό. Είχε μακριά ατημέλητα μαύρα νύχια. Έμοιαζε καταπληκτικά στα μάτια τη Ναταλί, πρέπει να ήταν κάποτε ένα πανέμορφο αγόρι.
- Κανείς δεν ξέρει ότι φοβάσαι. Πρέπει να τους το πεις. Να σου κάνουν παρέα. Να σου πούνε κανένα παραμύθι να σε παίρνει ο ύπνος. Να σου πάρουν αρκούδια..
- Αυτά είναι για τα μωρά. Εγώ φοβάμαι τι θα απογίνω. Μαλώνουνε σα τα σκυλιά μόλις νομίσουν ότι αποκοιμήθηκα. Κι εγώ σε χρειάζομαι τότε να με πάρεις αγκαλιά, σαν μωρό. Μωρό έπρεπε να είμαι ακόμη. Γιατί με βιάζετε να μεγαλώσω ; Γιατί έφυγες ; Ήταν αλλιώς με σένα, αλλιώς, αδελφάκι.
- Κανείς δε σε βιάζει να μεγαλώσεις. Πρέπει να κοντοσταθείς. Παίζεις το παιχνίδι τους. Μερικές φορές αυτοί είναι τα μωρά, δε τους βλέπεις ; Τράβα στο σκολειό…Εσύ δεν χρειάζεται να λείπεις. Τράβα, μικρή.

       Το αυτοκίνητο κυλούσε τώρα τον νωπό επαρχιακό δρόμο αφήνοντας ροδιές σαν στεγνές παράλληλες κορδέλες. Η υγρασία υποχωρούσε.
- Μη κτυπάς έτσι  τη πόρτα γαμώ τη μάνα σου, μαλακισμένο. Είπε ο άλλος Μάρκος έξαλλος.. μέσα στο στενό καθρέπτη.
- Μη χτυπάς τη πόρτα μωρό μου είπε ο Μάρκος. Μη χτυπάς μια πόρτα που θα αναγκαστείς να ξανανοίξεις. Μη τη χτυπάς. Άκου και μένα…
    Μια ακόμη φορά αισθάνθηκε άθλιος. Για λίγο. Μέχρι την 5η στροφή. Οδήγησε μηχανικά μέχρι το εργοστάσιο, βρήκε τη θέση του στο πεντακάθαρο πάρκιγκ της εταιρίας και μετά έσυρε το κουστούμι του στο γραφείο 234 μέσα από λαμπερούς αποστειρωμένους διαδρόμους. Η γραμματέας του ορόφου μίλησε μέσα από τέλεια ολόλευκα σφιγμένα δόντια.
- Σας περιμένει. Ο κος τμηματάρχης, είναι στις μαύρες του… Επάνω. Αμέσως.
Τα δικά της νύχια ήταν η αποθέωση της ευφάνταστης φροντίδας.
- Επάνωωωω. Μάλιστα. Ανεβαίνω. Τι ευδόκιμο ξεκίνημα ημέρας…
Πλησίασε φθονώντας την σκοπίμως βαριά διευθυντική πόρτα. Αυτές είναι πόρτες… ΣΤΕΦΑΝΟΣ Γ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ P.G.F. STAFF DEPARTMENT. Μάλιστα.
- Περάστε, και κλείστε, απαλά παρακαλώ τη πόρτα πίσω σας. Κύριε χμ… Μαρκόπουλε , Μάρκο ;
- Μάρκος , ναι. Μπρακόπουλος.
- Κάθισε, κάθησε , πήρες καφέ ;
- Είμαι οκ, ευχαριστώ πολύ. Σας ακούω κύριε Νικολάου.
- Κύριε ..Μαρκόπουλε τα νούμερά μας είναι τα χειρότερα που έχω αντικρύσει. Σας απασχολεί κάτι;
- Γιατί να με απασχολεί κάτι. Είναι ένας ονειρεμένος κόσμος….
- Χα, πρωϊνό χιούμορ. Το καλύτερο του είδους. Κάτι πιο χμ.. συγκεκριμένο ; Κύριε, κύριε..Μακρόπουλε σας κάλεσα για να σας συμβουλευτώ (sic) ... Μπορείτε να μου τα πείτε ανοικτά. Πάντα να μου μιλάτε ανοιχτά…
- Με απασχολεί ότι και του χρόνου θα έχουμε συρρίκνωση στο κλάδο. 15% λένε τα πιο αισιόδοξα νούμερα. Μα εσείς, έχετε εδώ όλα τα νούμερα. Δε χρειάζεστε επιβεβαίωση, ε ;
- Ο κλάδος είναι κάτι ομιχλώδες κύριε ..Μπρακόπουλε. Η φίρμα είναι κάτι με ύλη και την κρατάμε με τα χέρια μας δεμένη στο λιμάνι. Οι ανεπάρκειές μας είναι οι άγκυρές της. Αλλά δεν μου αρέσουν τα κατηχητικά. Μου αρέσουν οι καινοτομίες, μου αρέσουν οι πρωτοπόροι, μου αρέσουν οι άνθρωποι με βλέψεις και μάτι που γυαλίζει..
- Αν νομίζετε ότι αποτελώ ένα βαρίδιο να σας διευκολύνω με κάτι ; Μια μετακίνησή μου θα έδινε χώρο για βελτιώσεις ; Έχετε όλα τα στοιχεία για τη δουλειά μου.
- Δεν είμαι εδώ για να νομίζω. Είμαι εδώ για να προτείνω. Χρειάζεστε κάποιο , πώς να το θέσω, νέο κίνητρο για να σηκώσετε τα μανίκια σας ;
- Χρειάζομαι νέα μανίκια. Τα παλιά έχουν χωθεί στις μασχάλες. Αν μου επιτρέπετε, θεωρώ ότι οι περικοπές πρέπει να αρχίσουν από τα έξοδα παραστάσεων της διοίκησης. Και από την άσκοπη ενδιάμεση γραφειοκρατία μας. Είμαστε σαν μια δημόσια επιχείρηση σε κομουνιστική χώρα. Μια πυραμίδα στελεχών που επιβλέπει και ρουφιανεύει τους λιγοστούς που εργάζονται κάτω, έξω, εκεί στο πραγματικό εργοτάξιο. Για κάθε πέντε στην παραγωγή έχουμε δυό στη διοίκηση. Τι αναλογία…
- Κύριε Μαρκόπουλε, αρκετά. Ας μείνει ο καθείς στενά στις αρμοδιότητές του. Άκουσα τη «θεωρία» σας. Και σεις ελπίζω να ακούσατε εμένα. Δεν υπήρξατε και πρωτότυπος. Οι περισσότεροι στις κρίσεις δείχνουν απέναντι. Καλή σας μέρα και απαλά παρακαλώ την πόρτα. Θα τα πούμε στο απογευματινό meeting.


         Ο χοντρός τμηματάρχης παρακολούθησε τον Μάρκο να απομακρύνεται με τεντωμένα νεύρα και κυρτό σώμα. Όλοι είχαν από πίσω την ίδια όψη. Όλοι τώρα τελευταία, όσοι έφευγαν από το γραφείο του επάνω ορόφου. Σηκώθηκε και έβαλε καυτό καφέ χωρίς ζάχαρη και γάλα. Ήταν η ποινή που όριζε στον εαυτό του κάθε φορά που έπαιζε το καθίκι. Ένας πικρός. Πάτησε το πλήκτρο 1 στο απίστευτα ακριβό τηλέφωνο και πήρε μια προκαταβολική ανάσα. Τα μάτια του πρόλαβαν να σκανάρουν τις φωτογραφίες γύρω στους μπεζ τοίχους. Στιγμές απίστευτης υποκρισίας, χειραψίες και βλέμματα ανθρώπων που οι γραβάτες τους είναι τέλεια σφιγμένες στους λαιμούς. Και διαγράμματα. Όλα ζωηρόχρωμα και όλα ανοδικά. Ήταν η σειρά για το δικό του κρύο ντουζ… Μια βαριά φωνή του είπε καλημέρα.
- Κύριε διευθυντά είδα έναν έναν όλους τους σημαντικούς. Υπήρξαν ενδιαφέρουσες απόψεις. Ήταν ένα ξάφνιασμα από την ύφεση. Μένω με την βεβαιότητα ότι πάμε σε μια δυναμική χρονιά. Το προσωπικό είναι ικανό και αποφασισμένο. Μπορείτε να είστε βέβαιος. Είμαι και εγώ πραγματικά αισιόδοξος. Θα είμαστε μια εξαίρεση στο κλάδο.
- Θέλω να διώξεις ακόμη ένα 5% φέτος. Μπορείτε εκεί κάτω. Και δε θα ξεχάσω να σε ανταμείψω για αυτό το λεπτό χειρισμό. Ξεκίνα Στέφανε..
- Ευχαριστώ, ευχαριστώ. Δεν μου είναι βάρος. Υποχρέωσή μου. Καλή σας μέρα. Καλή σας μέρα. Χαιρετισμούς στην κυρία Μιράντα.
- Θα τους διαβιβάσω. Στέφανε, ελπίζω να μη βρεθώ προδομένος. Σε πιστεύω, αλλά είμαστε όλοι στη βροχή χωρίς ομπρέλα. Το πιάνεις ;

      Ο Στέφανος ρούφηξε αρκετό καφέ για να καυτηριάσει τη συνείδησή του. Οι φωνές δεν έλεγαν να ησυχάσουν. Βούιζε όλο το μυαλό του σαν σταθμός του metro σε ώρα αιχμής. Και μύριζε εκείνο το συνονθύλευμα σκόνης, καμμένων λαδιών, μούχλας υγρασίας και κάτουρου. Δε μπορούσε να το αποδιώξει. Σηκώθηκε και έβαλε κολόνια στα δάχτυλα. Τα έχωσε στη μύτη του. Για λίγο νόμισε πως άλλαξε την ατζέντα. Μετά την αναγνώρισε πάλι με φρίκη. Αρωματισμένα κάτουρα. Θα προτιμούσε να είναι ένα φάντασμα. Σωριάστηκε στη πολυθρόνα. Κοίταξε το είδωλό του στη σβηστή οθόνη. Έσπευσε να την ανοίξει πριν εμφανιστούν… μα η πρώτη φωνή πρόλαβε.
- Νομίζω ότι θα χρειαστείς εκείνο το γαμημένο ρούμι.
- Όχι. Όχι πάλι. Άσε με. Αφήστε με όλοι σας.
- Μάλιστα. Ξεροσφύρι θα τη βγάλουμε σήμερα…;
- Φύγε. Πήγαινε σε ένα μπαρ και άσε με να δουλέψω δικέ μου.
- Βάλε λίγο στον καφέ ! Και χύσε λίγο κάτω. Έχουμε… χμ ψυχούλα και μεις !
Ο Στέφανος έριξε μια δολοφονική ματιά στο μπουκάλι. Έγραφε με δήθεν διακριτικά γράμματα «Εταιρικό δώρο υψηλόβαθμων» . Έριξε λίγο στο καφέ και πολύ στο γραφείο. Έτρεμε. Χρειάστηκαν μόλις δύο γουλιές για να γεμίσει το δωμάτιο και το κεφάλι του με ανεξέλεγκτες φωνές…
- Εμένα Στέφανε ; Εμένα πετάτε πρώτον έξω ; Είμαι αχρείαστος τώρα;
- Δεν πειράζει κύριε Μαρκόπουλε. Κάτι θα βρεθεί. Είμαι νέα ακόμη.
- Είναι τελεσίδικο αφεντικό; Θα με χωρίσει η άλλη μετά από αυτό.
- Το ξέρετε ότι έχω τρία παιδιά κύριε τμηματάρχη ; Τι θα απογίνω ;
- Δεν χρειάζεται να μου το πείτε κατάμουτρα. Κατεβαίνω να μαζέψω. Να πάτε να γαμηθείτε και σεις και η φίρμα σας.
- Τι να γίνει… ήρθε η σειρά μου. Σας εύχομαι εσάς καλύτερη τύχη.
Σας εύχομαι καλύτερη.. Θα με χωρίσει...Καλύτερη τύχη. Καλύτερη…εσάς..φίρμα σας εύχομαι.. να πάτε να γαμηθείτε…

       Σωριάστηκε στη καρέκλα. Αισθανόταν ότι κουβαλούσε μια άφθαρτη μωβ συντριβή, ότι θα ζούσε αιώνια ειδικά αυτός από όλους για να την υπομένει ώσπου να μη νιώθει τίποτε πιά. Ούτε χαρά ούτε θλίψη. Πάνω που έσφιξε τα αυτιά του με λύσσα για να σταματήσει τις φωνές χτύπησε το τηλέφωνο.
_Ναι, έλα Νίκη. Προσπαθώ... Πες μου. Ναι. Θα είναι την Τετάρτη στην αντιπροσωπεία οπότε προλαβαίνουμε. 10 μέρες από το γάμο. Ξέρω , τις μετρούσες στον ύπνο σου. Ναι καλή μου. Καμπριολέ. Αν και διαφωνώ. .. Είπαμε θα γίνουν όλα όπως τα φαντάστηκες. ΟΚ…στηκε. Καλά. Όπως τα φαντάστηκε η κορούλα μας. ΟΚ. Μια την έχουμε. (Γαμώ) Τι ; Γαμάτο κόκκινο λέω, ναι. Αφού στα έχω πει, άσε με να δουλέψω. Έλα… Ξέρεις, καμπριολέ δεν είναι το καλύτερο για τα μέρη μας. Ψιχαλίζει επίμονα κάθε δυό ώρες. ΟΚ. Δε ξαναμιλάω, έλα σε αφήνω. Καλημέρα.
Ο Στέφανος έκλεισε το τηλέφωνο και τα μάτια του με τις ιδρωμένες παλάμες του. Το μυαλό του πήγε κατευθείαν στο ρούμι.

Η Νίκη έκλεισε το τηλέφωνο και αφοσιώθηκε στο παράθυρο. Οι ψιχάλες ήταν πράγματι επίμονες. Ειδικά από αυτή τη μεριά του σπιτιού όπου ήταν κρεμασμένη η φωτογραφία. Η μάνα της δε πρόφτασε να ζήσει χαρά από κόρη. Ίσως αυτή να προλάβει. Δέκα μέρες. Δέκα μέρες ακόμη. Αν δεν αλλάξει γνώμη το σκατοκόριτσο. Το σπίτι ένα γύρω έλαμπε από φροντίδα. Η Νίκη αναστέναξε ανακουφισμένη καμαρώνοντας τις ολοκαίνουργιες καρώ ταπετσαρίες στις μπερζέρες μπροστά στο θεόρατο τζάκι. Οι απλίκες έριχναν όσο ακριβώς φώς απαιτούσαν οι περιστάσεις. Πλησίαζε γάμος.
- Δεν ήταν ανάγκη αυτό, ε ; πετάχθηκε η μάνα της από το κάδρο.
- Εεε ; Αυτό, ποιο ; Με τρόμαξες ρε μάνα !
- Να τη πεις σκατοκόριτσο. Ξέρεις, μου μοιάζει.
- Ναι, πήρε όλα τα χούγια σου. Κελεπούρι. Αχ ρε μάνα.
- Ακούς τις ψιχάλες ;
- Δε χρειάζεται, πονάνε τα κόκαλά μου.
- Οι ψιχάλες είναι ο οδυρμός των αδικοχαμένων. Δε πρόλαβα… ούτε μία χαρά.
- Μάνα σκάσε θα ανοίξω τηλεόραση.
- Αν δεν ήσουν σουρλουλού θα είχα δεί ένα δυό εγγονάκια. Μα με την τρέλα σου κατάφερες και έμεινες στο ράφι ώσπου να με τελειώσεις. Τι κατάλαβες ;
- Ανυπόμονη ήσουν. Αυτό είναι όλο. Και με γάνιασες. Ορίστε. Όλα θα γίνουν τέλεια. Και θα σε μνημονεύσουμε στα πρώτα μας βαφτίσια.
- Κάνε ότι θες. Εσύ είχες όλες τις επιλογές. Για τον εαυτό σου… ; Ότι θες.Μονάχα να ξέρεις. Αυτά που δίνουμε μας γυρνάνε πίσω. Δανεικ….
- Γειά, μαμάκα !  Η Νίκη άνοιξε την τηλεόραση στη διαπασών.
Δεν άντεχε άλλο.. έπρεπε κάτι να της αποσπάσει τις σκέψεις..
                            « κ λ ι κ »
Ο Γιούρι Γκέλερ απόψε σε κάτι μοναδικό. Στις δέκα η ώρα ακριβώς θα ακούσετε τον Αβραάμ Λίνκολν να λογομαχεί με τον Τζων Μπούθ για τις ενστάσεις του με τα βίαια κινήματα αντίδρασης στο Νότο. Μήπως υπάρχουν στα αλήθεια φαντάσματα ; Μείνετε μαζί…μόνο στο DieT.V…Μείνετε εδώ, ξανά μαζί μετά από ένα μικρό μπρέικ…ο Γιούρι επιστρέφει ασυγκράτητος !
                           « κ λ ι κ »

- Ρε άμε στο διάολο και σεις. T.V. για ηλίθιους. Ας γράψω μερικές προσκλήσεις.
Η Νίκη βολεύτηκε στο πανάκριβο σεκρατέρ σαν παγώνι . Πήρε την επίχρυση πένα και ξεφύσησε ένα αχ γεμάτο σταγόνες αυταρέσκειας. Η ψιχάλα έξω σταμάτησε. Οι φάκελοι ήταν από ματ eggshell χαρτί , στοιχημάτιζες από τι τζάκι κρατούσαν.
- Λοιπόν…αξιότιμη οικογένεια Αθανασάκου, Χαράλαμπου… ωχ !  Πέθανε αυτός. Γαμώτο, φτου φτού… Χριτςτςτςτς.. Αρκετά φαντάσματα για ένα γάμο. Θεός συγχωρέστον. 
-Πάμε παρακάτω.
Προς οικογένεια Μάρκου και Ρεβέκκας χμ..Μπρακοπούλου, ενταύθα.
Θα μας τιμήσετε ιδιαίτερα… στις στιγμές ευτυχίας των παιδιών μας… (Και τις δικές μας, βεβαίως, και τις δικές μας… ασφαλώς).




Οι ρόλοι...

Ρεβέκκα : πρόκειται για μια ανένταχτη ή αν το θέλετε εσείς ανισόρροπη που τυπικά συζεί με τον άντρα και το παιδί της αλλά συνδιαλέγεται με το παρελθόν της. Δε θα ξεπεράσει ποτέ τον Νικόλα. Θα συνεχίσει τη συναισθηματική της αυτοχειρία…

Μάρκος : Πρόκειται για έναν καθηλωμένο ή αν θέλετε εσείς ενταγμένο στο σύστημα που ως τάχατες θύμα των περιστάσεων διστάζει να αλλάξει κάτι προσμένοντας το τίποτα. Κουνάει τα πόδια του σαν κρεμασμένος. Θα γεράσει περιμένοντας μια καλή συγκυρία για την επανάσταση.

Ναταλί : Πρόκειται για ένα τυπικό ράκος ή αν θέλετε εσείς παιδί μιας άσκοπης αστικής οικογένειας. Οι ανισορροπίες των γονιών του θα το συνοδέψουν μέχρι την ενηλικίωση. Δεν θα πάρει τις βοήθειες που δικαιούται. Η πληγές της τραγικής απώλειας του αδελφού της θα χειροτερέψουν. Θα γίνει μια οργισμένη έφηβη και μια αυτοκαταστροφική γυναίκα από τα 25 της.

Στέφανος : Πρόκειται για έναν πρωταγωνιστή ή αν θέλετε εσείς για ένα γρανάζι του συστήματος. Θα πεθάνει χωρίς να δημιουργηθεί κανένας ιδιαίτερος ντόρος. Είναι ένας από την μάζα. Πειθήνιος, εύπιστος, υπομονετικός και καταναγκαστικός σκύλος.

Νίκη : Πρόκειται για μια γυναίκα ή αν θέλετε εσείς για ένα είδος γυναίκας. Οι κληρονομιές των γενεών συντάσσονται με το μητρικό καθήκον και το μικροαστικό όνειρο για να παράγουν μία θριαμβική τριπλή ουτοπία. Είναι ο κανόνας. Δίπλα τους ζουν οι περισσότεροι ευνουχισμένοι σύγχρονοι άντρες της παραγωγής. 

Ψιχάλες : πρόκειται απλώς για το όχημα που χρησιμοποιούν τα φαντάσματα για να κυκλοφορούν και να επισκέπτονται τους αγαπημένους τους. Έχετε δει φαντάσματα στη λιακάδα ;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

εντυπώσεις ;