Κυριακή, Μαρτίου 24

Το κορίτσι με τα σπίρτα



 

                …ανεβοκατέβαινε το στηθάκι της σαν τρομαγμένου περιστεριού. Έπρεπε να ανάψει οπωσδήποτε εκείνο το κερί, ήταν το πρώτο βήμα για το ξόρκι, μάγισσα ολάκερη και ένα κερί δεν μπορούσε να ανάψει. Η ιδιοσυγκρασία της δεν σήκωνε τέτοια ήττα. Ο αναπτήρας έσβηνε βγάζοντας απορημμένες μικρές σπίθες.
               Έφταιγε το κολίμπρι. Στις ιδιαίτερα φορτισμένες συναισθηματικά καταστάσεις η μικρή είχε ένα πετάρισμα στην καρδιά που όμοιό του μόνο εκείνο των φτερών ενός πρωταθλητή σαν και το κολίμπρι μπορούσε να προφτάσει. Και τι γίνεται όταν τα φτερά πεταρίζουν με τέτοια ταχύτητα, όλοι ξέρουμε ότι κανένας δεν μπορεί εκεί γύρω να ανάψει κερί.
             Σκέφτηκε ότι η φλόγα ενός σπίρτου μπορεί να αντισταθεί για λίγα δεύτερα, αν ήταν τυχερή εκείνο το αναιμικό φυτίλι θα άρπαζε. Προσπαθούσε ταυτόχρονα να απαγγέλλει το ξόρκι ….  τούτα , άρα δε τα ζω… έλεγε μέσα της μικρά λόγια από την δύσκολη απαγγελία  και με αποφασιστικές κινήσεις άρπαξε και άνοιξε την τσάντα με τα εργαλεία της δουλειάς της. Σπίρτα, εγώ πάντα έχω σπίρτα…
           Τα πρώτα σπίρτα που βρέθηκαν της φάνηκαν τσιγαρόχαρτα. Τα αράδιασε πάνω στο σεντόνι και μέτρησε τρία παλιά και ένα καινούργιο. Κρατούσε τα άχρηστα σπίρτα γιατί είχε μια παράξενη εμμονή με το παρελθόν. Ήθελε να θυμάται, όχι να θυμάται αλλά και να καταγράφει, πόσες φωτιές έχει προκαλέσει.
           Πήρε με χέρια που έτρεμαν σαν στερημένου αλκοολικού το καινούργιο σπίρτο και πλησίασε το κερί. Το στήθος της τώρα επιτάχυνε κι άλλο. Δυό άλλα χέρια που βράθηκαν εκεί τυχαία άρπαξαν το κερί από τα δικά της και έπιασαν μαζί να φέρουν σε επαφή τούτα τα ανόμοια πράγματα. Ένα παγωμένο φυτίλι και ένα ακαριαία εκρηκτικό μπουκέτο πυρίτιδας. Ακούστηκε ένα τσαφ. Η φλόγα τινάχτηκε κατά πάνω του κι εκείνος δεν κατάφερε να αποτραβηχτεί αρκετά. Η δική του καρδιά τσιτσίρισε με λυγμούς και άναψε. Το πείραμα πέτυχε.
          Χώρισαν. Εκείνος, πιο συστηματικός, έσπευσε να ανάψει διάφορα φυτίλια γύρω για να έχει καβάτζες. Εκείνη, το κορίτσι με τα σπίρτα, είχε καθίσει πάνω στον θρίαμβο και έστριβε τσιγάρο. Δεν υπήρχε περίπτωση, άπαξ και άναβε ένα κερί με μιας, ήταν σίγουρη ότι έχει την δύναμη να κάψει οτιδήποτε. Τώρα έλεγε μέσα της πιο δυνατά το ξόρκι… βεβαιότητες ότι δεν μου αξίζουν τούτα… που και που από τα χείλια της έβγαζες μια μικρή φράση, ήταν απρόσεκτη όταν ο άλλος δίπλα της φαινόταν του χεριού της.  
          Ο άλλος δίπλα ήταν του χεριού της. Προσποιούνταν ότι έχει τον έλεγχο, σαν παπάς που έχει το ποίμνιο σε μια φλεγόμενη εκκλησία και πρέπει αν μη τι άλλο να μη το βάλει στα πόδια. Έκανε αργές σίγουρες κινήσεις στο χώρο προετοιμάζοντας κάτι που δεν είχε ιδέα τι είναι. Ήταν καλός σε αυτό. Να προετοιμάζει κάτι που δεν έχει ιδέα τι είναι. Πολλές φορές παρέσερνε και κόσμο σε τούτη την χαζομάρα.
         Ύστερα τα κεριά τρεμόπαιξαν μαζί τους. Αυτή η φάση λέγεται συναπάντημα ονείρων και για να το καταλάβεις πρέπει να είσαι κοιμισμένος βαθειά χωρίς ένα οπλισμένο ξυπνητήρι…. Εντάξει πότε θα συμβεί αυτό σε μας, ε ;
         Όταν αποσπάστηκε το ένα κορμί από το άλλο, έχοντας ανταλλάξει όλους τους ανεπίτρεπτους οργασμούς του μυαλού και του σκεύους του, εκείνη κάθισε σε μια γωνιά, να μην έχει κανέναν από πίσω, να ελέγχει τα πεδία και τους αστάθμητους κινδύνους και ξεκίνησε να απαγγέλνει τρεις φορές το ξόρκι. Την πρώτη φορά ψιθυριστά, δεν ακούστηκαν παρά τελικά σύμφωνα, τη δεύτερη με τα χέρια απλωμένα , πιο δυνατά, ακούστηκαν μισόλογα που εκείνος προσπαθούσε να προλάβει, να εντοπίσει, αλληλουχίες, νοήματα, σαν Αιγύπτιος σε θέατρο στην Madison Square, αδύνατον να ευχαριστηθεί την παράσταση.
        Ήταν ένα θέατρο. Όλο αυτό που εκτυλίχθηκε μετά ήταν ένα θέατρο. Εκείνη απήγγειλε τελικά δυνατά και σταράτα ολόκληρο το ξόρκι :
      Ξορκίζω του κορμιού μου τα θεμέλια, τις κολώνες του και όλα του τα δομικά και άκαμπτα μέλη, εκείνα που με κάνουν να μην μπορώ να μεταλλάξω το σχήμα μου και με υποχρεώνουν την ίδια ώρα που ποθώ να γίνω κύκλος να μένω τετράγωνο. Ξορκίζω παραμέσα την καρδιά μου, εκείνη που με κάνει να μην μπορώ να ανάψω ένα god dumn στριφτό πάθος, εκείνη που καταστρέφει όλες μου τις φλόγες με ένα δαιμονισμένο χτύπημα των φτερών, το κολίμπρι μέσα μου, να πάψει να με θυμώνει, να πάψει να με προσγειώνει, να πάψει να με καταστρέφει τελικά. Ξορκίζω ακόμη παραμέσα το μυαλό μου, εκείνο το παραμορφωμένο τέρας μέσα στο κεφάλι μου, να πάψει να αναλύει εκατό και χίλιες και τριάντα χίλιες φορές ότι κάνω και ότι λέω, ότι υπόσχομαι και ότι απαιτώ από τους ανθρώπους, να πάψει να μου ξεφωνίζει μέσα από τα αυτιά, εκεί που δεν μπορώ να βάλω ούτε τις παλάμες να με αφήσει ήσυχη, να πάψει να μου ξεφωνίζει τούτη τη φράση, την πηγή κάθε κακού, ΔΕΝ ΣΟΥ ΑΞΙΖΕΙ ΕΣΕΝΑ ΑΥΤΟ ΚΑΙ ΑΡΑ ΔΕ ΤΟ ΖΕΙΣ ΚΑΙ ΑΡΑ ΓΙΑ ΝΑ ΜΗ ΤΟ ΖΕΙΣ ΕΙΝΑΙ ΕΝΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΜΕ ΕΝΑ ΨΕΜΑ ΣΤΗΝ ΨΥΧΗ ΕΝΑ ΠΑΡΑΜΥΘΙ ΠΟΥ ΠΡΕΠΕΙ ΝΑ ΤΟ ΑΚΟΥΝΕ ΜΟΝΟ ΠΑΙΔΙΑ ΚΑΙ ΑΦΕΛΕΙΣ ΚΑΙ ΟΥΔΕΙΣ ΑΛΛΟΣ ΣΗΜΑΣΙΑ ΝΑ ΜΗ ΤΟΥ ΔΩΣΕΙ . Ξορκίζω τούτο το μυαλό, να πάει στο διάολο, εκεί από όπου ήρθε και να με αφήσει, μια μικρή με τα σπίρτα, να ζήσω απλά, σε πλατύσκαλα ωραία κτισμένων πέτρινων σπιτιών παίζοντας βώλους και ζητώντας ένα σπίρτο από τους αθώους διαβάτες του δικού μου χώρου, δυο μέτρα πλάτος και τρία απ’ εκεί, του χώρου μου που είναι τόσο μικρός για να τον βλέπω και τόσο μεγάλος που χωράει πέντε παιδιά να κάτσουν και να παίξουν, σκάβοντας βεβαιότητες και χτίζοντας χάρτινους πύργους, όπως είναι η μοίρα των παιδιών κι αλοίμονο σε όποιο πρόωρα μεγαλώσει.
       Εκείνος άκουγε παραξενεμένος, πρώτη φορά είχε συναντήσει μάγισσα. Λίγο το ξόρκι που δεν του έλεγε τίποτε, λίγο το μαλλί της που αναμαλλιασμένο το ‘λεγες, λίγο το μάτι της που έλαμπε ανάρμοστα, μάζεψε τα μπογαλλάκια του και κλείνοντας απαλά την πόρτα που έγραφε κάτι σαν 816, ούτε και αυτό το απλό δεν ήταν σίγουρος ότι είναι 816, τρία νούμερα από τα δέκα και εγείρουν υποψίες, πόσο μάλλον μια μάγισσα με ακατανόητα ξόρκια, έκαμε μερικά αθόρυβα βήματα και εξαφανίστηκε από τις σκάλες μην τυχόν και αγκλωβιστεί.
       Όταν εκείνη τέλειωσε το ξόρκι, τον έψαξε να δει αν έπιασαν τα μαγικά. Ήταν ήρεμη τώρα, ήταν ήρεμη γιατί το κολίμπρι είχε πέσει σε νάρκη, ξέρεις πως είναι μια καρδιά που δεν πεταρίζει είναι μια μέτρια αλλά χρήσιμη καρδιά, πάνε και άλλες υποθέσεις δυό βήματα παρακάτω, βεβαιώθηκε ότι δεν είναι κρυμμένος στη ντουλάπα, στη ντουζιέρα, στο μπαλκόνι, ούτε κάτω από το μπαλκόνι, έσκυψε και δεν είδε κόσμο γύρω από ένα κόκκινο λεκέ, ούτε απέναντι στο sex shop, ήταν τα κεπέγκια κάτω ακόμη, πολύ πρωί για sex, πολύ νωρίς για υπερβάσεις, πολύ ξαφνικά όλα αυτά για να τα χειριστείς περίτεχνα, ούτε ψύχραιμα προλάβαινες να τα διαχειριστείς, τούτα που σου πετάει ένα πρωί στα μούτρα.
        Θα ήθελε ένα ποίημα τώρα, ένα κείμενο με ρυθμό, να της βάλει την σκέψη σε μια νηφάλια χαρά και θαλπωρή. Βγήκε και έπιασε να περπατάει, έφτασε κέντρο, γύρισε λευκό πύργο, μέτρησε τα εργοτάξια και γάνιασε με τους φράχτες, όλους τους φραγμούς που είναι τόσοι και τόσο παντού που εθίζεσαι. Συνάντησε πολλούς που μοιάζανε για συγγραφείς, κανά δυό τους κοίταξε εξεταστικά μέχρι που εκείνοι της αντιγύρισαν το βλέμμα, εκείνη κατέβαζε τα μάτια, όχι από ντροπή, αλλά γιατί δεν τους μετρούσε για ποιητές.
      Κοίταξε μια το κινητό, έγραφε άκυρον.
      Κοίταξε μια τον ουρανό, έγραφε allert.
      Κοίταξε μια μέσα της, την τρέλα , του κολίμπρι την δυσφορική ταχύτητα που είχε αρχίσει να ανεβαίνει, το εργοτάξιο στο μυαλό, όλη αυτή την τρέλα που δεν μπορούσε να εξημερώσει και αποφάνθηκε μόνη της… έρχεται μαζί μου.  
      Και γύρισαν στο σπίτι. Αυτή και η μάγισσα σε ένα κλουβί. Και γύρω οι άλλοι.

      Δυστυχώς η ζωή συνεχίζεται, αυτή ποτέ δεν υπόσχεται μια έκβαση περιωπής. Έψαξε με λύσσα την τσάντα της. Είχε πέντε σπίρτα. Τα αράδιασε. Τέσσερα ξεφτισμένα κι ένα καλό. Πήρε το τέταρτο από τα σβησμένα και το έκανε θρύψαλα. Της έφυγε λίγο από το μένος. Μετά κράτησε ψηλά το γερό. Με το άλλο χέρι της έβγαλε από μέσα ένα μωβ αρωματικό κερί. Άναψε το φυτίλι αργά, τα χέρια της δεν έτρεμαν ούτε στάλλα, έστριψε ένα τσιγαρο, το άναψε από το κερί, μοσχοβόλησε η ανάσα της λεβάντα, μάζεψε τα τέσσερα άχρηστα και τα σπασμένα ίχνη του και βγήκε στο μπαλκόνι. Δεν σας χρειάζομαι είπε και τα πέταξε με μίσος.
     Γύρισε να μπει. Το μάτι της κάτι επιασε και κοντοστάθηκε. Ένα μικρό κομμάτι από το σπασμένο σπίρτο είχε γυρίσει, ο αέρας έφταιγε, είχε γυρίσει και είχε κάτσει πάνω στη μπυτζάμα της, ψηλά, πίσω, εκεί που ανέμιζε μια μπούκλα μαλλί κρύβοντας και φανερώνοντας ένα αυτί χωρίς σκουλαρίκι.
    Μεγάλη πουτάνα η ζωή, είπε. Το χτύπησε να πέσει και έκλεισε πίσω της την πόρτα. 

Κυριακή, Μαρτίου 17

Πού χάθηκες;

(αναδημοσίευση τμήματος ενός υπέροχου άρθρου από την παράλλαξη ) 

..... πού χάθηκαν λοιπόν οι ερωτευμένοι; Πού εξαφανίστηκαν όλοι εκείνοι που ξεροστάλιαζαν στις γωνίες με τα μάτια στο απέναντι μπαλκόνι και το τηλέφωνο φυλαχτό; Που τα σπάγανε μέσα κι έξω τους, τρελαμένοι από χαρά στην ελάχιστη υποψία ότι υπάρχει δίπλα τους μια έρημος που ανθίζει; Που βάζανε το κεφάλι στο μαξιλάρι αποσβολωμένοι με τον κόσμο που, ξαφνικά και παράλογα, έκαιγε σαν «μια υπόσχεση ότι ο βράχος του κόσμου στηριζόταν με ασφάλεια στα φτερά μιας νεράιδας»; Με τι καρδιά σβήσανε τόσα και τόσα ίχνη από κραγιόν στα σεντόνια, ματαίωσαν τα πρώτα ραντεβού, χτίσανε τις σιωπές τους με φλυαρίες για τις συνέπειες της κρίσης, σαπούνισαν τα καλά ποτήρια και τ’ απογεύματα διαλέγουν πολύχρωμες παπλωματοθήκες στις προσφορές μήπως και σπάσει λίγο ο μονόχρωμος ύπνος τους; Πού, στα κομμάτια, κρύφτηκαν οι κάποτε αμετανόητοι Ρωμαίοι του κέντρου που αφιέρωναν τα ζεϊμπέκικά τους στις Ιουλιέτες των προαστίων; Υποθέτω ότι κάποιους θα τους κατάπιαν οι γάμοι τους (ή τα δάνεια και τα εκκαθαριστικά της Εφορίας) και κάποιοι άλλοι, τα βράδια τους τα εργένικα, θα περιπολούν καθιστικό - κουζίνα, μηρυκάζοντας τις θηριώδεις αμφιβολίες τους για τη χρησιμότητα του ρήματος σ’ αγαπώ και τρομάζοντας να μπουν στην κρεβατοκάμαρα μήπως κι έρθουν πρόσωπο με πρόσωπο με το φάντασμα μιας ξεχασμένης αγάπης. Τους πιο καμένους τους φάγανε και τα δύο.
Η πραγματικότητα δεν αντέχει δεσμούς, μόνο δεσμά. Στο δρόμο όλοι κοιτάζουν τα ψίχουλα που ρίξανε για να ξαναγυρίσουν στην πόρτα απ’ όπου φύγανε σαν κυνηγημένοι, στο λεωφορείο σφίγγουν παράφορα τις τσάντες τους μέχρι ν’ ασπρίσουν οι κλειδώσεις των δαχτύλων τους και στα μπαρ ψάχνουν στον πάτο του ποτηριού τους λες και θα βρουν το πολυπόθητο μονόπετρο (που θα σκοτώσουν την άλλη μέρα για να πληρώσουν μια οποιαδήποτε δόση). Οι πιο προχωρημένοι χτυπήσανε ένα δράκο στην άκρη της πλάτης, για να σου δαγκώνει τα δάχτυλα άμα τολμήσεις ν’ αγγίξεις κι οι πιο τρομαγμένοι αλλάξανε αριθμό τηλεφώνου. Απαγορευμένα σώματα, άνεργες καρδιές. Ο καιρός του αισθήματος μοιάζει να έχει παρέλθει. Χωρίς έρωτες λοιπόν, ο χρόνος είναι χρήμα, κρίμα στο μπόι του. Κι όποιος πίστεψε (ή μπορεί και να πιστεύει ακόμα) σε μια ελάχιστη στιγμή αθανασίας, εξαντλημένος από το ρίγος μιας μεταμεσονύχτιας χαράς, μπορεί σιγά σιγά να εγκαταλείψει την πίστα νικημένος. Να πιάσει μια γωνία και να μείνει εκεί κοιτάζοντας το ταβάνι. Με την ευχή κάποιος να ζωγραφίσει εκεί πάνω μια αυταπάτη. Αλλά ποιος έχει κουράγιο να ευχηθεί τέτοια πράγματα;
Χαιρέτα λοιπόν τους εξαφανισμένους που νίκησαν τον Φιτζέραλντ, όταν ισχυριζόταν πως «δεν υπάρχει φωτιά ή παγωνιά που μπορεί να αναμετρηθεί με αυτό που φωλιάζει στην άγρια καρδιά ενός άντρα». Έτσι κι αλλιώς, ο Φιτζέραλντ δε ζει πια ν’ αναλάβει το χρονικό της ακύρωσης της διαπίστωσής του και οι μάσκες του έπεσαν μία μία: ο Μεγάλος Γκάτσμπι σωριάστηκε νεκρός από τις σφαίρες μιας παρεξήγησης (κατατροπωμένος από την ανόητη Νταίζυ), από τον Ρόμπερτ Ρέντφορντ δεν έχω νέα, ο Λεονάρντο ντι Κάπριο δήλωσε ότι εγκαταλείπει το σινεμά κι ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης -που πάντα σκεφτόμουνα τι ωραίος Τζέι Γκάτσμπι θα ήταν! - κάνει πρόβες στον «Επιθεωρητή» του Γκόγκολ. Κανένας εραστής διαθέσιμος, ούτε καν το είδωλό του. Ξέφυγα λίγο, επιστρέφω, φινάλε... Αλλά ξαφνικά δεν θυμάμαι τι ήθελα να πω. Ίσως κάτι για τον τρόπο που ένα χέρι ακουμπάει ένα άλλο. Για την ανάγκη να παραδίνεσαι. Για την απόφαση να κοιτάς έναν άλλο με όλο σου το σώμα ή να τον αγκαλιάζεις με όλα σου τα χέρια. Νομίζεις ότι δεν υπάρχει χρόνος γι’ αυτά; Δεν υπάρχει κέφι; Σωστά νομίζεις. Αλλά είναι εξίσου σωστό ότι στους έρωτές μας πήγαμε με το υστέρημά μας. Εκεί που ούτε χρόνος περίσσευε ούτε κέφι για τσαλακώματα είχαμε. Και γυρίσαμε περισσότερο μπατίρηδες, έχοντας ρίξει στα αζήτητα το φόβο μας, με την (σοφή) απόφαση να μην τον ξαναψάξουμε ποτέ. Αυτό ήταν, πράγματι, κέρδος.
Άντε τώρα, ζήσε με τα ρέστα του, έχοντας συνηθίσει να μετράς πια μόνο οφειλές όχι φιλιά, μεσημέρια όχι νύχτες, κραυγές όχι ψιθύρους. Αφού κανένας δεν περιμένει κανέναν στο δωμάτιο ενός απομονωμένου ξενοδοχείου, μιας ημιφωτισμένης γκαρσονιέρας ή με σβηστή τη μηχανή σ’ έναν παράδρομο της Καλαμαριάς, μπορούμε να κοιμόμαστε ήσυχοι (και μόνοι). Δεν κινδυνεύουμε πια απ’ την επιθυμία. -

rise and fall



        Έπεσε να κοιμηθεί με τη βεβαιότητα ότι θα ξανασηκωθεί για να ασχοληθεί με τα ανολοκλήρωτα, τη βεβαιότητα ότι έχει άνετες προθεσμίες. Για αρκετές ώρες, δεν μπορούσε να εκτιμήσει πόσες, ίδρωνε τα στρώματα και στριφογύριζε για να βρει δροσερές γωνιές. Λίγο πριν χαράξει τον πήρε ένας ανήσυχος ύπνος σαν να αφέθηκε να πέσει σε μια δίνη κομμένη και ραμμένη στους πόθους του. Ήταν μπρούμητα. Σωριασμένος σαν ερπετό στον ήλιο….

...πέρασε φευγαλέα όλα τα στάδια, πως βρέθηκε στο δρόμο δεν κατάλαβε, κοιτάχτηκε μια στιγμή με ανησυχία, μήπως είχε βγεί με το σλιπακι, αλλά όχι, ήταν ντυμένος και σιαγμένος κανονικά, επαρκής για το δρόμο. Τώρα τελευταία τα τετριμμένα πράματα τα έκανε ασυναίσθητα όπως δηλαδή τους αξίζουν. Περπατούσε σε στενά πεζοδρόμια με δυσφορία , έφταιγε που τα χέρια του ήταν σε μια έκταση έκστασης, ένα παράξενο πουλί σε χαμηλή πτήση.  Κάθε τόσο κοίταζε το είδωλό του στους καθρέφτες της καταχνιάς. Ήταν αυτάρεσκος πάντα, αλλά τούτο το πρωϊνό η αυταρέσκειά του ήταν άνω ποταμών. Αν υπήρχε κάποιος που τον νοιάζονταν εκείνη την ώρα θα του είχε ρίξει ένα χαστούκι που θα ήταν όλο δικό του. Πως είναι δυνατόν να βιώνεις έναν τέτοιο οίστρο ρε φίλε ; Ρώτησες αν όλες οι συνθήκες είναι πως να το πούμε συμβατές με την έκστασή σου ; Τσεκάρισες τους δείκτες δυσαρέσκειας του περιβάλλοντός σου ; Μέτρησες τις ανοχές των επίγειων στο πέρασμα των φτερών σου ; Σκέφτηκες ότι θα δημιουργήσεις φευγαλέες σκιές, κάτω από τις οποίες άνθη θα περιμένουν τον ήλιο τους ; Και καλά τα άνθη. Τα μυρμήγκια ; Τα σκουλήκια ; Οι σπόροι ;  
    Δεν βρέθηκε. Κάποιος που να τον νοιάζονταν εκείνο το πρωινό Κυριακής δε βρέθηκε. Δεν ήταν και έκπληξη αυτό. Κι έτσι, εκείνος περπάτησε, λέω τώρα περπάτησε, πέταξε χαμηλά. Και χαρτογράφησε ξανά μια τετριμμένη για άλλους πορεία που δεν ήταν προδιαγεγραμμένη, το πρωινό εκείνο που δεν έδειχνε στο ξεκίνημά του παρά ένα πρωινό ταπεινό. Δεν γύρισε να κοιτάξει πίσω. Πάντα γύριζε να κοιτάξει πίσω αλλά όχι εκείνη την Κυριακή. Τράβηξε προς την ακροθαλασσιά. Πέρασε τη γωνιά με τις φτέρες, κατέβηκε τα 23 χορταριασμένα σκαλιά κι άφησε τα παπούτσια του στο τελευταίο. Έκαμε μερικές αδέξιες δρασκελιές στην αμμουδιά, οι πατούσες της πόλης είναι άλλες από εκείνες της άμμου. Όταν φόρεσε για τα καλά τις αμμοπατούσες του ο βηματισμός του έγινε πιο σίγουρος. Σχεδόν έτρεχε, πάντα όταν έτρεχε ήθελε να δείχνει ότι το κάνει με κομψότητα και σύνεση, γι αυτό λέω σχεδόν.
     Προσπέρασε δυο τρία παγκάκια, του φάνηκαν  πολύ χρησιμοποιημένα, προσπέρασε δυο τρία κουφάρια από βάρκες, του φάνηκαν πολύ αχρησιμοποίητες, ποιος παίρνει βάρκες και κάθεται στα παγκάκια να τις κοιτάζει, ποιος βλαμμένος κάθεται να κοιτάζει το μέσον της φυγής άπρακτος, σταμάτησε σε ένα βράχο θρόνο και θρονιάστηκε να τον βρέξει το κύμα. Έβγαλε το μπλουζάκι του και έμεινε με το στέρνο εκτεθειμένο στη θαλασσοπνοή. Τα πόδια του τώρα έκαναν τη δουλειά παστρικά. Μετέφεραν κύματα κύματα τη δροσιά της στα σωθικά του. Έκλεισε τα μάτια και την συνάντησε. Οι ρώγες στο στήθος του σηκώθηκαν να δουν.
      Εκείνη τον χάιδεψε στην αρχή στις κνήμες του, λάτρευε τα πόδια του, τα θεωρούσε κατά κάποιο τρόπο το έναυσμα για όλη τούτη την τρικυμία που βιώνει. Έχωσε τα χέρια της στα δυο κομμάτια νοτισμένο ύφασμα που κάλυπταν τα γόνατά του. Δεν άντεχε άλλο την αίσθηση του παντελονιού γύρω του εκείνη, πήρε την πρωτοβουλία και τον ξεκούμπωσε και τον άφησε εκεί, όπως φημολογείται ότι τον γέννησε η μάνα του, μπροστά στη σκηνή της γέννας δεν ήταν, της φαινόταν παρ’ όλα αυτά ότι από τότε θα πρέπει να πέρασαν αρκετά θετικά στάδια μέχρι το σφριγηλό αποτέλεσμα του αντρισμού που αυτή τώρα αντίκριζε. Ήταν ένας πρίαπος.
     Εκείνος ήταν αφοσιωμένος στα μάτια της. Ήταν πράσινα και διάφανα σα τις λίμνες που οι όχθες τους έχουν στάχια, αυτή την εικόνα ζωγράφιζε τώρα και ήταν σχεδόν υπνωτισμένος. Δε πέρασε παρά ένα πρωινό. Έπλεε αδύναμος να πλοηγήσει, σαν πάπια που έχει τελειώσει τις υποχρεώσεις της ημέρας και αφήνεται να την πάνε τα νερά της στις χρυσές αράδες του ήλιου που δύει, εκείνος έπλεε σε μια λίμνη με τη βεβαιότητα ότι κανένα ερπετό δε θα ασχοληθεί αρκετά να τον καταβροχθίσει. Μακάριος. Ήταν ακόμη Κυριακή, απόγευμα, για κάμποσες ώρες δεν είχε θυμηθεί ούτε μια φορά να γυρίσει να κοιτάξει πίσω, γύρω, χθες.
     Εκείνη βρήκε την ευκαιρία ιδανική και τον καταβρόχθισε. Μετά δεν θυμόταν τίποτε, ούτε μια συγγνώμη δε του ζήτησε. Τον έβλεπε εκεί καταβροχθισμένο και πάλι όμορφος της φαινόταν. Η χαζομάρα του έρωτα ή η βουλιμία του πεινασμένου. Εκείνος δε σταμάτησε να την ζωγραφίζει, απλά της πρόσθεσε λίγα δόντια. Η διαδικασία συνεχίστηκε ανάρμοστα ως το απόγευμα της επόμενης μέρας. Εκείνος ζωγράφιζε, εκείνη καταβρόχθιζε. Ύστερα αντέστρεψε η μοίρα τους ρόλους. Εκείνος δεν είχε φέρει ξύστρες, εκείνη βαρυστομάχιασε και το πήραν αλλιώς. Όλα ήταν κατά κάποιο τρόπο προδιαγεγραμμένα. Εκείνη έπιασε να τον ζωγραφίζει σαν να μην είχαν τελειώσει τα χρώματα, ήταν που χρησιμοποίησε άλλες αποχρώσεις. Εκείνος είχε πεινάσει και όπως ήταν φυσικό του φάνηκε ευκαιρία η σάρκα της. Η βουλιμία του έρωτα ή η χαζομάρα της στέρησης. Την έτρωγε για δυό μερόνυχτα ώσπου το στόμα του δεν είχε άλλη γεύση να δοκιμάσει. Εκείνη δεν σταμάτησε να τον ζωγραφίζει , απλά του πρόσθεσε λίγους πούτσους. Εκείνον ούτε που τον πείραξε. Ήταν αφοσιωμένος στη θάλασσα. Πείνασαν.
      Εκείνος τότε θυμήθηκε ότι είχε φέρει μερικά τρόφιμα. Της έδωσε μια μπανάνα και εκείνος πήρε δυο ντομάτες. Ξάπλωσαν και οι δυό ανάσκελα στην άμμο, δίπλα δίπλα, κορμιά, φρούτα και μέλη εραστών και τότε κατάλαβαν ότι είχαν υιοθετήσει φτωχικές μεθόδους. Ήταν πολύ καλύτερο το σεξ με την βοήθεια όλων τούτων των ζαρζαβατικών. Πέρασαν μερικές ώρες σαν πειραματόζωα των αισθήσεων. Όταν ξέσπασε εκείνη η μπόρα τους βρήκε τόσο ιδρωμένους που δεν είχαν χώρο για να τους μουσκέψει. Έτσι αποφάσισε να τους αφήσει ήσυχους. Και άλλα πράγματα, σιγά σιγά πήραν την απόφαση να τους αφήσουν ήσυχους. Όλη η δυσκολία είναι μέχρι να ξεσκαρτάρεις την άγκυρα. Μετά αφήνεσαι στην όποια ρότα.
    Με το ένα και με το άλλο πέρασε εκείνο το καλοκαίρι του 13. Σαν ήρθε το Φθινόπωρο οι συνθήκες ήταν ιδανικές για συνθηκολόγηση. Έτσι, είδαν και αποείδανε και κίνησαν να πάνε να ρίξουν μια ματιά στα πράματα που είχαν αφήσει πίσω. Και τι να δουν ; Όλα είχαν πάρει τον …δρόμο τους. Ακόμη και οι εφημερίδες που είχαν γράψει για την εξαφάνιση ήταν λιωμένες στα ρείθρα των δρόμων. Εκείνος γέλασε με τρανταχτό τρόπο. Την ενόχλησε. Την ενόχλησε που εκείνος πήρε την πρωτοβουλία να γελάσει πρώτος. Όταν κατάφερε να τον σοβαρέψει έπιασε εκείνη να γελά. Και γελούσε υπέροχα, με αναφιλητά και κραυγούλες, σα μικρό παιδί. Με το γέλιο ενός παιδιού που μάλιστα δεν έχει συναίσθηση ότι όπου να ‘ναι πρέπει να μεγαλώσει. Γελούσε τόσο ορεξάτα που τον ξύπνησε.
   
     Άνοιξε τα μάτια του και κοίταξε το ξυπνητήρι. Ήθελε ακόμη ένα λεπτό για να χτυπήσει. Γλύστρισε αθόρυβα και το πρόλαβε. 6.43. 6.44. 6.45. για λίγα λεπτά τον απορρόφησε η ροή αυτή του χρόνου που δεν μπορούσε να την πειράξει, ούτε να την επιβραδύνει, ούτε να την επιταχύνει. Ύστερα έκλεισε τα μάτια με την πρόθεση να ξαναονειρευτεί. Του κάκου όμως. Κάθισε και αναλογίστηκε τι τον περιμένει σήμερα. Του κάκου. Ήταν αποδιοργανωμένος και το μόνο που τον ένοιαζε ήταν να μην ξεχάσει το όνειρο. Με τρόπο, να μην ξυπνήσει την γυναίκα που κοιμόταν πλάϊ του, κατέβασε το σλιπάκι, το μόνο ύφασμα ανάμεσα στα σκέλια του και την δροσιά της. Το πάπλωμα πήρε τη μορφή της, έτσι που τον αγκάλιασε. Γρήγορα τα χέρια του άρχισαν να οργώνουν τους δρόμους του. Μια ζαλάδα απλώθηκε από το στέρνο του στο λαιμό και μετά χάθηκε σε ένα κρετσέντο ηδονής. Έκλαιγε, γοερά και μουλωχτά, έκλαιγε με λυγμούς που ο καθένας τραβούσε από μέσα του πενήντα κιλά, μέχρι που όλη του η μάζα έγινε ένας καυτός λευκός πολτός στην παλάμη του. Μύριζε βαριά, μύριζε τόσο βαριά σαν να είχε εκσπερματώσει ανοχές και ταλαιπώριες αιώνων, σαν να είχε εκσπερματώσει ανούσια ταξίδια σε όλο τον πλανήτη, μυρωδιές από ταλαιπωρημένες βαλίτσες και πλαστικά καθίσματα αναμονής, δυσφορίες από μυριάδες ώρες αναμονής για την έκβαση σχεδίων, μύριζε τόσο βαριά που έσπευσε με αθόρυβες κινήσεις να απαλλάξει τη χούφτα του από τούτο το ανοίκειο υγρό. Μετά μπήκε στην ντουζιέρα και ξέπλυνε όλα τα βαρίδιά του με λύσσα. Μέχρι που τίποτε δεν μπορούσε να αποσπάσει την όσφρησή του από εκείνη, εκείνη στο όνειρο.

     Ύστερα ντύθηκε παστρικά, κι αφού βεβαιώθηκε ότι δεν είναι με το σλιπάκι, σιαγμένος και τσιτωμένος , επαρκής για τη ζωή του, κίνησε για το γραφείο. Τις Κυριακές, που όλα ήταν σε ρυθμούς ανάπαυσης, ήταν πάντα οι ιδανικές του συνθήκες για αποδοτική δουλειά.  Πότε βρέθηκε έξω από το γκρι κτίριο, πότε κλείδωσε πίσω του την πόρτα, πότε ετοίμασε το πλάνο του οκτάωρου, πότε το τσαλάκωσε και το έφαγε με βουλιμία, πότε κλώτσησε εκείνο το σκαμπώ, πότε σπαρτάρισε με εκείνη την ηδονή ότι η έκβαση είναι εδώ τώρα, πότε…

     Τον βρήκανε την Δευτέρα και του πρόσφεραν τις τελευταίες βοήθειες. Είχε ζητήσει να τον σκεπάσουν με άμμο σε μια έρημη παραλία και να τον αφήσουν στην ησυχία του να εξαυλωθεί. Και , τόσα που είχε κάνει για εκείνους, κανείς δεν σκέφτηκε να του χαλάσει χατήρι. Εξάλλου όλοι αναγνώρισαν ότι φορούσε σφιχτά, δεικτικά, τις αμμοπατούσες του.  Ακούστηκαν παιδικές χορωδίες σε ένα ρέκβιεμ που το πλαισίωναν οι λυγμοί μιας γοργόνας και αφροί , φλοίσβος που προσκυνούσε τα βράχια. Ήταν ένα πολύ κομψό αριστούργημα το τελευταίο του ταξίδι.  Όσο γι αυτό, ήταν σύμφωνοι όλοι. Οι εφημερίδες που έγραψαν το σχόλιο βρέθηκαν γρήγορα σε ρείθρα, να αγκαλιάζονται με εκείνες που είχαν σχολιάσει την εξαφάνιση. Ο ντουνιάς έπιασε να διεκπεραιώνει τις χιλιάδες εκκρεμότητες των βιαστικών. Τις χιλιάδες πλην μια. Έτσι έγιναν τα πράγματα. Κι όχι αλλιώς. Όχι αλλιώς.

      Δυό χρόνια μετά, όταν κανείς δεν είχε πιά την ιδέα να πάει να κοιτάξει, μέσα από την άμμο σηκώθηκε ένας άντρας ανέγνοιαστης ηλικίας με τα χαρακτηριστικά εκείνου. Μάζεψε το παντελόνι του από την αλμύρα, κάλυψε το στέρνο του με ένα λερό μακό, κοίταξε με απορία τα δυό τρία παγκάκια και έσυρε ένα κουφάρι βάρκας μέσα στο νερό. Στάθηκε στην πλώρη και της έκανε νόημα να σπεύσει. Εκείνη κρυφοκοίταξε πίσω, πήρε φόρα και πήδηξε στη θάλασσα. Κολύμπησε να τον προφτάσει, κολύμπησε με λύσσα και σύνεση μαζί, δεν ήθελε να πάει χαμένο ένα τέτοιο αλλοπρόσαλλο διάβημα, τι θα έλεγαν οι άλλοι μετά, κολύμπησε με ακρίβεια και δυό μέρες μετά έφτασε στο νησί. Εντάξει, βάρκα και άντρας δεν υπήρχε, μόνο να, χρειάζονταν μια αφορμή, ένα επιχείρημα για την συνείδησή της κάνοντας ένα τέτοιο ρεσάλτο. Βγήκε στο νησί και τα πήρε όλα από την αρχή. Τον θυμόταν για χρόνια εκείνον που υπήρξε η θρυαλλίδα των ανατροπών της. Τον θυμόταν σαν να ζούσε δίπλα της σε τρείς ζωές. Και δεν είχε άδικο.