Σάββατο, Δεκεμβρίου 23

Σάββατο, Δεκεμβρίου 2

η μαϊμού που με διάλεξε ( το όνειρο της 1ης δωδεκάτου του εικοσιτρία )


   ''αφήσαμε μια κοπέλα μονάχη της στο ύψωμα και ξεκινήσαμε, μηδενός άλλου εξαιρουμένου, εγώ με βαριά καρδιά, οι άλλοι , που να ξέρω, οι άλλοι με τι καρδιά...... ένα μαϊμουδάκι * η χαρά μέσα σε μια βαριεστημάρα, χαριεντίζονταν. Κανέναν δεν άφηνε σε ησυχία. Κανά δυό την κλωτσούσαν, φύγε πέρα..

   ..κατεβαίναμε μπουλούκι κακοτράχαλη διαδρομή για κάποιο σκοπό, όσο χαμηλότερα, τόσο ζοφερότερα τα τεκμήρια, αρχίσαμε να δρασκελίζουμε πάνω από νεκρά φυτά και ζώα, το μεγαλύτερο ένα βοοειδές με χυμένο το κορμάκι του να σαπίζει στη γης, εκτεθειμένο, κανένας δεν έδειχνε δισταγμό, κατεβαίναμε με μεγάλες δρασκελιές σαν σε διατεταγμένη υπηρεσία, κακοτράχαλη διαδρομή για κάποιο σκοπό .. όχι και πολύ διαλεγμένο, σαν να επρόκειτο για πιεστική καθημερινή ρουτίνα, προς άγρα ειδών επιβίωσης..

   ..μια μαϊμού άλλοτε προπορευόταν κι άλλοτε έμενε πίσω, οι συν οδοιπόροι μορφές χωρίς χρώματα, ούτε ρακένδυτοι ούτε σινιέ ορειβάτες, χωρικοί ήμασταν, αντάρτες, κρατούμενοι, κάτι τις οργανωμένο άνωθεν..

   ..οι ενοχλήσεις μου μεγάλωναν, όπως όταν οδηγούσα μονάχος τότες, βάρος στο στήθος, ταχυπαλμίες και μια αίσθηση ότι πηγαίνε λάθος. 

   Κοντοστάθηκα, λίγα βήματα που δεν έκαμε, με αφήσαν 50 μέτρα πίσω από το μπουλούκι .

   Δεν περνούσε η στηθάγχη.

   Έκανα μεταβολή. 

   Πήρα να ξανα ανεβαίνω.

   Κοντοστάθηκα στο μεγάλο νεκρό ζώο* , το παρατήρησα, το κεφάλι του ήταν με μια τελευταία έκφραση παραίτησης και ανακούφισης μαζί, σαν να λέει, δεν ήτανε ζωή αυτή, καλύτερα που...

   Καθώς έβγαινα στο ξέφωτο πάνω, η κοπέλα με κοίταξε με ευγνωμοσύνη.

   Τότε ελευθερώθηκα από τα ψυχοσωματικά.

   Ένιωσα από πίσω ανάσα, γύρισα, η μαϊμουδίτσα είχε παρατήσει το μπουλούκι κι ερχότανε γεμάτη χαρά, έτρεξε πήρε μια μάνικα , ένα παλιό λάστιχο που καταβρέχαμε τον καταυλισμό μας 

   Δεν της έδωσα σημασία, κοίταζα την κοπέλα, κι εκείνη με κοίταζε, από "εκείνα τα κοιτάγματα"

   'Ενιωσα βρεμένος από πίσω στο κεφάλι, μετά στα ρούχα, μετά είδα τη μαϊμού ... είχε πιάσει να μας κυνηγάει με το νερό ανοιχτό να μας κάνει μπουγέλωμα, εμένα και το κορίτσι, τσιρίζοντας σαν να ήταν η εθνική εορτή της μαϊμουδοχώρας...


*  η μαϊμού του Τζάνκο Ράϊνχαρτ από το έργο που είδα δυό μέρες πριν " ο Ρομά Βασιληάς του Σουϊγκ "

*  την παραμονή ο Περικλής μου είπε ότι έθαψαν τον ποιμενικό τους , ξαφνική απώλεια, μονάχα 2 ετών..