Κυριακή, Ιανουαρίου 27

το μενταγιόν



  κεφάλαιο ένα
 
        Τούτος ο Πακιστανός είχε μαλακό, φιλόξενο ώμο. Έβλεπα όνειρο, έβλεπα φαϊ, μα  ο Αλί έσπρωξε τη χολεριασμένη πόρτα, και εγώ ξύπνησα από τη στριγγιά της. Αυγή τώρα. Μια ηλεκτρισμένη απραξία μέσα στο βαγόνι. Μύριζε βρωμερό λάδι που σκέπαζε τη μπόχα μας. Ημίφως γλυκερό και φρέσκος αέρας αλλοίωσαν το κάδρο. Μ’ απρόθυμα μάτια μέτρησα αδέλφια. Εντάξει. Και τα τέσσερα. Δε κοιμόταν κανένας. Μόνο εγώ. Όλοι έτριβαν τα πόδια τους. Τα δικά μου, δυο κομμάτια ξεραμένης πλαστελίνης. Έγιναν κάτι συνεννοήσεις. Ούτε ήθελα να ξέρω. Τους έβλεπα να ανασηκώνονται και να μουρμουρίζουν χειρονομώντας. Ύστερα, καθώς εγώ έτριβα ακόμη τα γόνατα πλησίασαν όλοι το άνοιγμα που οδηγούσε στο ρίσκο. Και μετά, ένας ένας έπιασαν να κατεβαίνουν, με σειρά, καθορισμένη από μια ιεραρχία ανομολόγητη αλλά ισχυρή, σα και τούτη που έχουν οι τίγρεις καθώς διασχίζουν το τούνελ με τα κάγκελα και βγαίνουν για ένα ακόμη σόου. Κι έτσι, αφημένος στη τύχη μου, βρέθηκα να χοροπηδάω στην τεράστια  πλάτη του Τζελούλ.
        Το λοιπόν αφήσαμε τούτο το βαγόνι του κόκκινου τραίνου. Μόνο οι Αλγερινοί. Και ο ένας ο Πακιστανός. Αυτός με τον μαλακό ώμο. Ένα γλυκερό πρωϊ. Τρέξαμε στην αρχή πίσω από κάτι ψωραλέες θημωνιές. Μας κατέγραφα με θλίψη, ήμασταν ένα ντοκιμαντέρ της συμφοράς. Κι ήμουν ο μικρός. Ο αδύναμος σ’ ένα μπουλούκι αγριεμένους… μια ματιά να μας έριχνες θα στοιχημάτιζες τι θα απογίνουμε. Δεν είχαμε πλήρη επίγνωση νομίζω, τώρα που το σκέφτομαι. Άλλα πράγματα είχαμε, επίγνωση όχι… είχαμε ένα βλέμμα αγριμιού και ένα κορμί ηττημένου πυγμάχου, είχαμε  ίδιο ριζικό, όλοι γεννημένοι από την ίδια Μάνα, σε μια Γη, που ήταν, καθώς φάνηκε, αδύνατον να μας θρέψουν. Και η μάνα, και η γη. Άρα δεν ήταν και πολύ σόϊ κι οι δυο τους ε ; Εμείς, πέντε αδέλφια, όλα αγόρια με σκοτεινή καρδιά και κάπως λεκιασμένο δέρμα, θαρρείς ασορτί με τη μοίρα μας, όχι καθώς πρέπει. Άλλη. Μοίρα, λέω, άλλη.
       Με λένε Μίρα. Το λέω έτσι για την ιστορία.
       Σφυρίγματα σπάσανε τη σιωπή. Ένας εύσωμος άντρας που μασούσε κουλούρι φάνηκε να έρχεται από υποχρέωση προς το μέρος μας. Άναψε ένα ξέπνοο φακό κι έριξε μια ματιά, στο συρμό, πάνω κάτω, ανάμεσα και μετά μέσα στο βαγόνι. Δεν ανέβηκε, απλά έκλεισε με τσατίλα την πόρτα. Τσεκάρισε κι άλλα βαγόνια μέχρι το βάθος του συρμού. Μου έκανε ακίνδυνος. Ούτε που θα μύρισε τους υπόλοιπους στο τραίνο. Έσυρε τα βήματά του πίσω κατηγορώντας έγγραφα και φορτωτικές μέσα σε ένα λερωμένο κίτρινο φάκελο. Ήταν πολύ πρωί. Βλαστημούσε μέσα από τα δόντια του, τη δουλειά ή τα φράγκα, πάντως δεν έριξε δεύτερη ματιά. Το σφιχτό χαμόγελο που πρόλαβα να τον δω να σπάει δε μου έκανε για καλό. Μας είδε; Ή έτσι ήταν η έκφρασή του από κατασκευή; Αυτός μια φορά δεν την είχε σε εχτίμηση τη δουλειά του. Αυτό καταλάβαινα. Εμένα πάλι τι με ένοιαζε.. μονάχα να μη μας ιδεί. Η ολιγωρία του προσευχή μου.
          Η συμμορία των ελεεινών Αλγερινών μείναμε για ώρα λουφαγμένοι και  περιμέναμε. Μικρά μπουλούκια κατέβαιναν κάθε τόσο από όλα τα βαγόνια και σκόρπιζαν σκυφτά. Οι δικές μας σκιές που άρχισαν να σχηματίζονται όσο το φως ξεθάρρευε, ήταν το ίδιο λιγνές με των καλαμιών. Ο ήλιος ανέβαινε φέρνοντας μαζί τη ζέστη. Την μάζευα, σα γατί. Δεν ήμουν καλά. Καθόλου καλά. Μα, για τα δεδομένα ενός τόσο πρώϊμα μεγαλωμένου αγοριού, ο πυρετός και τα πρησμένα πόδια δεν ήταν το κύριο θέμα της δυσφορίας. Ήμουν, ηθικά παραιτημένος. Δεν ήξερα πια τι να προσδοκώ. Σφιγγόταν το στήθος σα παλιό σφουγγάρι, που το στρίβεις, το στρίβεις και το μόνο υγρό που έχει να βγάλει είναι εκείνο το πικρό ένστικτο επιβίωσης…ένα ζουμί που οι βολεμένοι του κόσμου ούτε που το έχουν αγγίξει. Το είχα. Ένα ένστικτο μιας γενιάς δυνατών αντρών. Και στη δική μου φυλή, σκληρό για τους μικρούς, η γενιά πάντα έκαμε τον άντρα κι όχι το ανάποδο.
        Κι έτσι, άντεχα, δε μιλούσα. Κανείς δε μιλούσε ιδιαίτερα, αλλά εγώ όταν λέμε δε μιλούσα, δε μιλούσα καθόλου! Έμοιαζα του παππού μου λέγανε. Αν ξεφούρνιζα μια λέξη, ήταν ανάγκη να ειπωθεί. Πίστευα ότι όσα κανονίζει Εκείνος εκεί επάνω είναι ένα μπετόν. Τελειωμένη υπόθεση.
       Τα αδέλφια κινήθηκαν. Έπαιρναν τις αποφάσεις αντιδικώντας. Ετοιμάστηκα να τους ακολουθήσω. Ανασηκωθήκαμε και μαζεύοντας τα παρτάλια μας ακολουθήσαμε τις γραμμές προς τα πίσω, μακριά από τα κτίρια. Όταν ακουστήκαν οι σειρήνες τα σχέδια γίνανε ένα φτάρνισμα. Σκορπίσαμε τρέχοντας προς όλες τις κατευθύνσεις σαν ελάφια σε πιστολιά. Εγώ ήταν φανερό ότι δε μπορούσα να ακολουθήσω. Ήταν ζήτημα ..μεγέθους ποδαριών. Το ήξεραν. Με χώσανε σε ένα ξεχαρβαλωμένο σκυλόσπιτο. Τους φάνηκε καλή ιδέα. Με πρόσταξαν να μείνω εκεί ,να το βουλώσω, να μη κουνήσω ρούπι. Άκουγα για ώρα μακριά διαπληκτισμούς, άκουσα ανθρώπους να παλεύουν, δε ξεμύτισα, έτσι είχα υποσχεθεί στον Τζελούλ. Είχα μάθει από μικρός. Σαν ακούω σαματά να λουφάζω.
      Τότε έπεσε μια πιστολιά. Τέντωσα να ακούσω αν ακολούθησε βογκητό. Τίποτε. Οι κραυγές και οι κρότοι πέρασαν, μια, δυο, τρεις φορές, έφυγαν, κι όταν πια σταμάτησαν οι μπλε και κόκκινες δέσμες φωτός να τρυπάνε το πρωινό,  αποκαμωμένος κοιμήθηκα. Έναν ύπνο της συμφοράς. Είχα μια ελαφριά συνείδηση των πραγμάτων, σαν σε όραμα. Πρέπει να πετάχτηκα πολλές φορές ψελλίζοντας ονόματα που ήλπιζα να έλθουν να με πάρουν, μετά ένας καρδαμωμένος καφετί σκύλος ήρθε και μου ‘γλυψε τα πόδια και αφού τα γρυλίσματά του δεν πτόησαν το ηθικό μου, ο κοπρίτης επιδεικνύοντας ένα πρωτάκουστο ένστικτο φιλοξενίας αποφάσισε να σωριαστεί για ύπνο απ’ έξω. Με ηρέμησε. Η παρουσία του και τα χνώτα του, εννοώ. Ακόμα άκουγα μικρά επεισόδια εδώ κι εκεί. Κανείς από τα αδέλφια δε φάνηκε. Ύστερα, όταν τον χτύπησε για τα καλά ο ήλιος, ο σκύλος πρέπει να θύμωσε γιατί με έπιασε από το μπατζάκι και μου έδωσε τα παπούτσια στο χέρι. Η φιλοξενία, ακόμη και στην Ελλάδα, έχει τα όριά της.   
      Ανασκουμπώθηκα, κοίταξα με απελπισία τα πόδια μου και για πρώτη φορά έστριψα γύρω το κεφάλι. Μέτρησα να δω αν τούτη τη φορά είμαι σε κάποιου είδους γη της προκοπής. Ε.. δε μου φάνηκε και τίποτες ! Όσο έφτανε το μάτι σκυθρωπά χτίρια και μάντρες, στο βάθος φάμπρικες, κτίσματα μεγάλα, και πιο μεγάλα, πεταμένα κουφάρια φορτηγών εδώ και εκεί, και ράγες και βαγόνια, βαγόνια, βαγόνια που ο αριθμός τους ήταν ασύλληπτος για τα μάτια μου. Παντού η μυρωδιά καμένου λαδιού και σκόνης,  ανακατωμένης με ένα παράξενο δυνατό μυρωδικό που τούτο, εγώ, σίγουρα το ‘ξερα. Ρίγανη. Αυτά ήταν το καλωσόρισες της Θεσσαλονίκης. Ρίγανη, ήλιος ξερός, ένας υπόκωφος σαματάς & μια υγρασία πνιγερή…έσκυψα, πήρα από κάτω ένα χαλίκι ολόασπρο, από εκείνα που έχουν ανάμεσα οι ράγες, το φίλησα και το ‘χωσα μέσα στο μενταγιόν. Ήταν το ραντεβού της επιστροφής. Θα τους ξανάβλεπα, όλους, έτσι έλπιζα. Εδώ στις ράγες που με αφήσανε.
      Τώρα έπρεπε να βρω φαγί. Και για να βρω φαγί έπρεπε να περπατήσω προς το θόρυβο.  Τα σχήματα της ξένης πόλης τρεμοπαίζανε μέσα σε κίτρινη σκόνη. Δυο ωχρές λάμπες, πιο δυνατές από τα άλλα φώτα, σε ένα πύργο, αναβόσβηναν αργά κάπου μακριά, μετρούσαν τα λεπτά με ανεξήγητη σοβαρότητα. Γύρω, από την πόλη, γιρλάντες σε τζάμια καφενείου,  κολιέδες κολιέδες, κόκκινα φώτα αυτοκινήτων που κινούνταν νωχελικά.  Ακούγονταν κόρνες. Οι λόφοι κολοβοί, χωρίς δέντρα, κι ένας ήλιος ορεξάτος τους ζεματούσε. Και μένα. Λυτρωτικά. Ήμουν τόσο ισχνός, τούτες οι ηλιαχτίδες δεν μου σκάρωναν ούτε μια σκιά της προκοπής. Δε με πείραζε. Είχα ζεσταθεί, ήταν ωραία. Θυμήθηκα τον μπαμπά : Ετούτος που δεν αφήνει σκιά είναι λεύτερος..
     Το μεγαλύτερο αστικό κέντρο που ‘χα δει στη ζωή μου ήταν το Αλγέρι. Κι αυτό περνώντας με το τραίνο, δύο τρεις φορές. Αυτή εδώ η πόλη ήταν πιο ήσυχη. Σε τούτη τη μεριά τα φτωχά χαμόσπιτα ήταν πολλά. Κόσμο δεν έβλεπα πολύ. Ούτε με παρατήρησε κάποιος. Τα μάτια μου εξέταζαν τα αυτοσχέδια σπιτάκια των συνοικιών. Λαμαρίνες, κεραμίδια και μουσαμάδες, η μπουγάδα του φτωχόκοσμου. Όλα ήταν τόσο οικεία. Γιατί στο καλό εδώ ο τόπος να λέγεται παράδεισος ; Γιατί τελικά δε μείναμε στο Τιγκζέρτ ;
      Σήκωσα τα μάτια και είδα πάπιες να περνούν. Σε σχήμα με έναν αρχηγό. Έλειπε μια, μου φάνηκε. Είχε ένα κενό ο σχηματισμός, ίσως μια από δαύτες, σα και μένα να έμεινε πίσω. Ζει, δε ζει ούτε που θα κοίταξαν να ιδούν. Όλα τα καραβάνια έχουν σκληρούς κανόνες. Δάκρυσα λίγο. Το δικό μου καραβάνι άφαντο. Με τα μάτια μου κόκκινα από παράπονο χώθηκα σε μια αυλή που φαινόταν παράμερη. Είχε ησυχία, εγώ μύριζα βαγονίλα, σιχάθηκα τον εαυτό μου. Είδα μια βρύση μέσα στις τσιμεντογωνιές. Γδύθηκα και πλύθηκα σιωπηλά, ολάκερος, με ένα λάστιχο που πρέπει να έφερνε το νερό από ψυγείο. Πονούσα, τα’ άφηνα όμως να με ξεπλύνει από όλα . Και με ξέπλενε. Το κρύο νερό ξεπλένει καλά τα πρώτα, τα ρηχά τα λερωμένα.
     Τότε την αντιλήφθηκα. Ήταν μια μπάμπω που με κοίταζε σα να είχε καιρό να δει τέτοιο πράμα. Τέτοιο ισχνό ή και τέτοιο γυμνό.. Κάπως ήταν , όμορφη! Μια μαντίλα, μέσα της λευκά μαλλιά κακήν κακώς και λίγα πάχυτα που γέμιζαν πληθωρικά ένα φόρεμα λεπτό, μαύρο με άσπρες βούλες. Πρόσωπο σκληρό, δουλεμένο από σμίλη γλύπτη που κατέχει τη στενοχώρια. Μου έκανε νόημα να πάω μέσα. Δεν κούνησα. Ντρεπόμουν. Μου ‘κανε νόημα ξανά. Δεν είχα ρούχο να με κρύψει, έκανα μερικά βήματα πίσω καλύπτοντας τη γύμνια μου με τα δυο μου χέρια. Να το βάλω στα πόδια έτσι, ούτε συζήτηση. Η γραία μου έκανε τότε νόημα να σταθώ και κίνησε άτσαλα κατά πάνω μου, τραβώντας από τη μπουγάδα που λιαζόταν, μια μεγάλη πετσέτα. Μόλις που πρόλαβα να δω το περιπολικό. Εκείνη με σκέπασε ολάκερο και έμεινα εκεί κολώνα. Άκουσα να της μιλάνε κάτι ακατάληπτα λόγια κι να τους απαντάει κι εκείνη, καθησυχαστικά. Κατάλαβα ότι ήταν σταλμένη... αφέθηκα να με σύρει μαλακά μέχρι τα σκαλιά της. Ήταν σχεδόν τρυφερή όπως μου κρατούσε τη πετσέτα γύρω. Με έσπρωξε μέσα κι άκουσα να κλείνει την πόρτα. Αφήσαμε όξω πολιτσμάνους και φόβο. Ήταν μια ανακούφιση που έκανε το αίμα να κυλήσει στα μέλη μου. Για την ώρα όλα καλά.  
         Έβγαλα το κεφάλι από τη πετσέτα και είδα το μικρό δωμάτιο. Εκείνη έσπευσε βαθειά στη κουζίνα. Πάνω σε μια μασίνα έβραζε ένας τέντζερης, ο ατμός ήταν γερός και η μπάμπω έπιασε να ρίχνει μέσα μπάλες κρέας, ανοιχτόχρωμο. Πέρασα πίσω της, μοσχοβολούσε κάτι αδυσώπητα νόστιμο. Πήγα σε μια σκοτεινή γωνιά σα βρεγμένη γάτα. Με κρυφοκοίταζε. Όχι ανήσυχα, ωραία. Υπήρχε μια ατμόσφαιρα χαλαρής συνωμοτικότητας που δεν με απωθούσε. Το ένστικτό μου, μου ‘λεγε πως είμαι ευπρόσδεκτος. Ασφαλής. Μου ‘δειξε ένα πουκάμισο άψυχο στη κρεμάστρα. Το ντύθηκα ευχαρίστως και κάθισα απέναντί της. Έβγαλα την πέτρα μου απ’ το μενταγιόν και κοίταξα τάχατες αδιάφορα τη φωτογραφία της μάνας μου. Έκαμα πως δε με νοιάζει τι είναι μέσα στο τσουκάλι. Άρχισα να παίζω νευρικά το πετραδάκι. Ήμουν κακός ηθοποιός, μάλλον. Η γιαγιά πλησίασε, με κοίταξε με κατανόηση, μου ανακάτεψε τα μαύρα λουσμένα μαλλιά και μου χάρισε το πιο γλυκό φαφούτικο χαμόγελο που είχα ματαδεί. Εκείνη τη στιγμή, ακριβώς, καθώς ένα απαλό φως έμπαινε από τις κεντημένες κουρτίνες του χαμόσπιτου γεννήθηκε μια αλλόκοτη φιλία από αυτές που μένουν μυστικές μα ανθεκτικές. Εγώ έγινα φίλος με μια μπάμπω, φίλος με το σπίτι της, με την συνοικία, με την πόλη, με όλα. Έτσι έγινε. Όχι αλλιώς.
     - Μαρίκα… έκανε η μπάμπω κατηγορηματικά.  
            – Μίρα... απάντησα δυνατά.
    - Μάμα ; ρώτησε κι έδειξε το μενταγιόν…
           Έγνεψα θετικά. Το άνοιξα κι άφησα να ρίξει μια ματιά. Αμέσως μετάνιωσα για τούτη την επιπόλαια σπουδή. Τέλος πάντων. Ήμουνα έντεκα χρονώ παιδί.
      Εκείνη πήγε πάλι πιο μέσα. Ξαναγύρισε. Έφερε ένα πιάτο βαθύ, γεμάτο, γεμάτο, υπέροχα γεμάτο και μετά σωπάσαμε. Τετάρτη, μια Τετάρτη του Σεπτέμβρη του ‘12, εγώ, ο λαθρομετανάστης με τον κωδικό Μίρα, γεύτηκα τα κεφτεδάκια με τον κωδικό σάλτσα ντομάτας. Ήταν δώδεκα το μεσημέρι και χαράχτηκε στη μνήμη μου σαν μια προσωπική επέτειος. Δεν είχα και πολλές. Όχι τόσες που να κινδυνεύω να τις μπερδέψω, όχι, όχι… Καθώς εκείνες οι καυτές μάζες έλιωναν ζεσταίνοντας τη γλώσσα μου και σκορπώντας στον ουρανίσκο μου γνώριμα μυρωδικά σε άγνωστες αναλογίες, άφησα ένα δυό δάκρυα να κυλήσουν στα τριμμένα μάγουλα. Ίσως εδώ να ήταν ο παράδεισος τελικά. Όχι πίσω.
      Κόπασε η βουλιμία μου, πρόσεξα ότι εκείνη δεν έβαλε μπουκιά ! Έδειξα τον τέντζερη και μετά το άδειο πιάτο απέναντί μου στο τραπέζι. Μου έκανε μια γκριμάτσα ανορεξίας. Δεν ήταν ακριβώς ανορεξίας, για φαγητό, ήταν μάλλον ανορεξίας για ζωή. Κατάλαβα πάντως.     
     Αισθανόμουν μια αμήχανη ευγνωμοσύνη. Η γιαγιά δε καθόταν στο πισινό της… ολοένα σηκωνόταν κι έριχνε όξω ματιές, μετά πάλι βημάτιζε πειράζοντας φωτογραφίες που τάχατες ήθελαν διόρθωμα, δε φαινόταν πάντως στο σπιτικό της ίχνη άλλου κανενός, που να τις ανακατεύει. Έτσι συμπέρανα πως ήταν μια μορφή διαλόγου με τα πρόσωπα στις εικόνες. Οι παντόφλες της ήταν σκληρές και “σκάλιζαν” κάτω το μουσαμά βγάζοντας ήχους από κοτέτσι. Της έκανα ένα νεύμα απορίας. Ήταν σα να τη ρώτησα εκατό ζουμερές ερωτήσεις γιατί άρχισε αμέσως να μου δείχνει και να μου εξιστορεί πράματα που αν ήξερα τη γλώσσα της θα ήταν και θάματα. Μπορεί και όχι. Ήταν η ιστορία της ζωής των ανθρώπων έτσι πως φτιάχνεται σε όλα τα μέρη της γης. Ήταν η ίδια ιστορία ειπωμένη με άλλους φθόγγους. Δε χρειαζόταν γλώσσα. Γιος στη ξενιτιά, εγγόνια με ξενικά ρούχα, κόρη μαυροφορεμένη, εγγονός από τη κόρη με πιο απλό ντύσιμο, κι άλλες του εγγονού αυτού του αγαπημένου, και κάδρα με κάτι χαρτιά με βούλες, κατορθώματα. Αυτά. Επίλογος το δάκρυ. Πήρε τη φωτογραφία με την κόρη της και τον επίλεκτο εγγονό και μου έκανε νόημα δείχνοντας τον μικρό με τα έξυπνα ομολογουμένως μάτια…
   - Φεύγει κι αυτός… δουλειά, μακριά, μακριά, πολύ μακριά…φεύγει …έκανε με το χέρι νόημα κάτι τέτοιο. Οι άνθρωποι κι εδώ φεύγουν. Τι σκατά πατρίδες ;
      Τινάχτηκα, έτσι ήμουν εγώ, τιναζόμουνα εύκολα. Άνοιξε η πόρτα και μπήκε από την αυλή μια πολύ όμορφη γυναίκα, μαυρομάλλα. Η κόρη της, ναι, αυτή ήταν. Λίγο πιο μεγάλη από τη φωτογραφία. Με κοίταξε έντρομη και μετά τη μάνα της με βλέμμα κατηγόριας. Πρέπει να τη μάλωσε, γιατί η μπάμπω πήρε να βουρκώνει, εγώ πάντως έμεινα έκθαμβος από τα παπούτσια της κοπέλας και δεν άκουσα τίποτα. Η γραία έβαλε το κεφάλι κάτω και πήγε μέσα. Γύρισε γρήγορα για την ηλικία της, σα τσατισμένο μουλάρι, μου έδωσε ένα τζην, ένα σάκο με κουρέλια και, μια και η άλλη ήταν ανένδοτη, μου ‘δειξε την πόρτα. Της φίλησα το χέρι, δάκρυσε, το τράβηξε βίαια, εκείνη γύρισε κοιτώντας δολοφονικά τη κόρη, εγώ άλλο δεν είδα, έκαμα υπόσχεση μέσα μου να περάσω πάλι, να τη δω, έφυγα σα το κλέφτη και πήγα. Ο ήλιος τώρα ήταν καλά ψηλά. Και ‘γω χορτάτος.
          Πρέπει να περπάτησα κάμποσο εκείνη τη μέρα που τη θυμάμαι λεπτό λεπτό σα ταινία σινεμασκόπ. Πρέπει να ξεπέρασα και κείνα τα μακριά περπατήματα που κάναμε με τον παππού στους λόφους γύρω απ’ το Τιγκζέρτ. Κανένας δεν έδινε σημασία σε ένα ακόμη κακοντυμένο αγόρι που, να’ναι καλά η γριούλα, μοσχοβολούσε τώρα οικογενειακή πάστρα. Οι γειτονιές πύκνωναν προς το κέντρο της πόλης. Εξοικειώθηκα με το πλήθος. Τα λεωφορεία στη γραμμή πήγαιναν κι έφερναν βιαστικούς.  Τα σπίτια ήταν πολυώροφα, κακήν κακώς συντηρημένα, κάθε όροφος κι άλλο χρώμα, απλωμένα ρούχα, καλώδια, ντουλάπες, κι από κάτω κάδοι, κίνηση πολύ, χρώματα και μυρωδιές, αυτοκίνητα ανυπόμονα κι ένα μελίσσι κόσμος. Εκείνο που δεν είδα ήταν φόβο. Βιασύνη είδα, θυμό είδα, φόβο όμως δεν είδα. Φόβο που τόσο γερά έχει φωλιάσει στους δικούς μου ανθρώπους στη πατρίδα. Φόβο ότι αύριο μπορεί και να μην ζεις. Ότι εκείνος που ‘ρχεται κατά τη μεριά σου μπορεί να έχει μέσα στο πουκάμισο και μέσα στο μυαλό λεπίδα. Όχι. Ο κόσμος είχε στα πρόσωπα τη σιγουριά των ελάχιστων βεβαιοτήτων, εκείνη την ασφάλεια που σου δίνει άλλον αέρα.
        Όταν αποκαμωμένος σταμάτησα να ξαποστάσω ήταν που είδα  γνώριμη εικόνα. Μια στοά, ένα παζάρι απ’ τα γνωστά. Καρυκεύματα τρυπούσαν τη μύτη μου, ψάρια πάνω σε πρόσφατα βρεγμένα μάρμαρα, τσιγκέλια  με κρέατα πιο κει και φωνακλάδες με μουστάκες ένα γύρω ζωσμένοι ματωμένες ποδιές. Τριγύρισα λίγο επιφυλακτικά. Ήταν στενά και δεν καλοαισθανόμουν. Στη μια στοά, την πιο μακριά, η ατμόσφαιρα ήταν αλλιώτικη. Ο κόσμος δεν έψαχνε να ψωνίσει. Χώνονταν παρέες παρέες με ανυπόμονες φάτσες. Είχε πολλά αγόρια και κορίτσια και μεγαλύτερους, το μόνο που τους ένοιαζε ήταν να βρούν καρέκλα. Το μέρος μύριζε χαρά και οινόπνευμα. Κατάλαβα. Εδώ τα μεσημέρια γίνεται καθώς φαίνεται ένα μισοπαράνομο φαγοπότι για τους τυχερούς. Εκείνους που έχουν ευκαιρία και λίγα φράγκα για να φτιάξουν μικρά τραπεζώματα. Τους χάζεψα, τους χάζεψα, μετά ένας με κοιτούσε κι απομακρύνθηκα με την σπουδή του κυνηγημένου. Βγήκα σε αλέα. Κάθισα σε ένα παγκάκι και μάζεψα τα πόδια μέσα στα χέρια. Τα κόκαλά μου διαμαρτύρονταν. Πέρασε μια μάνα με καρότσι. Κοιτούσε μέσα με λατρεά. Άνοιξα το μαραφέτι στο λαιμό μου , ξαναείδα τη φωτογραφία της και χάθηκα στις σκέψεις. Τι να κάνει η δική μου μάνα ; Ποιος να της στείλει ένα μαντάτο; Ας είχα τη δύναμη να βάλω ένα μικροσκοπικό γράμμα μέσα στο μενταγιόν, να το πετάξω με τόση δύναμη που  να φτάσει στο σπίτι, να το δει και να ημερέψει. Ας είχα ελάχιστη έστω δύναμη.    
      Τούτο το παλιό μενταγιόν το’ χα ξεσηκώσει σε ‘να παζάρι, στο χωριό. Είχα δώσει όλες μου τις οικονομίες, εντάξει, πενταροδεκάρες… Δε το αποχωριζόμουνα με τίποτε. Πριν κοιμηθώ μονάχα το ‘βαζα κάτω απ’ το μαξιλάρι. Στην αρχή φύλαγα μέσα πράματα παράξενα, μια πεταλούδα, ένα βόλι, ένα σπόρο, ένα βότσαλο, κάθε ένα απ’ αυτά με κρατούσε σε επαφή με μια στιγμή. Από εκείνες τις ξεχωριστές που έχουμε όλοι και  που, όταν τις ξαναθυμάσαι, βάφεις αλλιώς μια δύσκολη μέρα. Σαν και τούτη. Ωωω, ήταν δύσκολη μέρα τούτη. Από το βαγόνι ως εδώ…Πόσο κουρασμένα ήταν τα πόδια μου, πόσο κουρασμένα …Δυό κούτσουρα… Θα ‘θελα τώρα . . . θα ‘θελα τι θα ‘θελα. . . έναν υπνάκο στην αγκαλιά της…
    … στοές.. σκοτάδια και ριπές από λάμπες, και ομιλίες ξενικές… στοές… χοάνες.
 Πέφτω. Σε μια δίνη. Πέφτω απαλά, γλιστρώ στο κενό και περνώ ανάμεσα από εκατοντάδες τραπέζια. Ξύλινα τραπέζια με καρώ τραπεζομάντηλα. Τραπέζια στρωμένα λευκά πιάτα με μισοφαγωμένα φαγητά. Κείτονται παντού, φαγιά ζεστά που ανέγγιχτα κρυώνουν. Πονώ. Όχι στα πόδια, πονώ με τόσο φαγητό που πάει χαμένο. Αναψοκοκκινισμένες φυσιογνωμίες, χαρά και ικανοποίηση στα μούτρα όλων που περνάνε με ιλλιγιώδη ταχύτητα προς τα πάνω. Ή εγώ έτσι τους βλέπω. Το λοιπόν πέφτω. Η ταχύτητα αυξάνεται και εγώ αρχίζω να τα βλέπω θολά. Οράματα, μομφές, φθόνος, φόβος, είμαι ντυμένος όλων των λογιών τα λάθος ρούχα. Εκείνοι χαίρονται. Χαίρονται που θα σκάσω κάτω σαν καρπούζι, ή που χορτάσαν όλα τους τα ένστικτα ; Είναι εύρωστοι. Οι σόλες των παπουτσιών τους δεν έχουν τρύπες, ούτε λίγδες έχουν, ούτε σκόνη. Τα παπούτσια τους είναι ανέγγιχτα. Τι όνειρο… Τα δάκτυλα των χεριών τους πάλι είναι μες τη λίγδα. Δεν είναι αθώα τα δάχτυλα τους, αυτό μόνο ξέρω σίγουρα να πώ. Από άγνοια ή ελαφριά συνείδηση ή ακόμη κι από το πολύ φαϊ, είναι δάχτυλα βρώμικα. Τα πιάτα πάλι που έρχονται λευκά, κι άλλες καινούργιες σειρές πιάτα, για επιδόρπια, όλα λάμπουν λευκό αθώο. Εγώ περνώ, τι να προλάβω να ειδώ, εκείνα πάντως λάμπουν πιότερο απ΄το δέρμα μου. Με καρφώνουν με απέχθεια. Και εγώ, έχω μια συστολή. Μια συστολή ενόχου, που τους χαλώ την διάθεση, δεν ξέρω, μια συστολή. Πέφτω. Παρείας, σα ξοδεμένη ικεσία σε ανθρώπους που είχαν γυρισμένη πλάτη. Σα βλέμμα επίκλησης που ρωτάει πέτρινους περαστικούς. Κάποιος απλώνει χέρι. Πάω να το πιάσω, να σωθώ, το μαζεύει εκείνος, χαιρέτησε έναν όμοιό του, ευχαριστημένο. Θα σωριαστώ κάτω. Δε τη γλυτώνω. Είμαι μούσκεμα στο οινόπνευμα, στον ιδρώτα, στο θυμό καθώς ξυπνώ. Δεν είμαι μόνος.
      ……
      Εκείνη με κοιτάζει !
      Εκείνη, είναι μια κατσαπλιούδα με κοτσίδες μελαχρινές. Πλούσιες τέλεια πλεγμένες και συγκρατημένες με παράταιρες κορδέλες. Μια μπλε και μια καφέ. Δε την ασχημίζουνε. Όμορφα παράταιρες είναι, σαν τους δυο μας στο παγκάκι. Τα πόδια της είναι ροζ και φοράει όμορφες σαγιονάρες. Πολύ ροζ. Όχι οι σαγιονάρες, οι πατούσες ! Τώρα καταλαβαίνω γιατί είχαμε τις ροζ μπογιές. Εκείνη με κοιτάζει με ένα ερώτημα. Μάλλον τώρα καταλαβαίνει γιατί βγήκαν οι καφέ μπογιές. Γελάω με αθώα δόντια. Της λέω γεια. Με κοιτάζει, πολύ βαθειά κοιτάνε τούτα τα μάτια της που είναι μεγάλα σα κογχύλια. Ποιες μάνες φτιάχνουνε παιδιά με τέτοια μάτια ; Εκείνη τώρα τα ανοιγοκλείνει και είναι μαγεία. Κάποιος ανοιγοκλείνει τα μάτια και συνεχίζει να με κοιτά. Κάποιος δεν αποστρέφει το βλέμμα. Είμαι καθηλωμένος, έχω μουδιασμένα δάχτυλα και νιώθω μια πρωτόγνωρη ζέστη στη κοιλιά. Μου δείχνει τη τσέπη της και μου κλείνει το μάτι. Έχει μέσα ένα κομμάτι ξύλο. Τα “κογχύλια” της είναι καρφωμένα στο μενταγιόν. Καθώς μου δίνει αυτό που κρύβει με αγγίζει στην παλάμη. Περνά ρεύμα. Θα μπορούσα να φωτίσω το χωριό για λίγα δεύτερα, τόσο ηλεκτρισμένος είμαι. Κοιτώ από άμυνα το πράμα, γιατί εκείνη θέλω να το κοιτάζω. Είναι μια σπασμένη μαύρη και ζωγραφισμένη με ιδεογράμματα φλογέρα. Τι θα μπορούσε να είναι ένα τέτοιο με τρυπούλες ;Γελάω τώρα και φυσώ. Βγάζω έναν απαίσιο τσιριχτό ήχο.
     Τα μάτια της δε φεύγουν από το λαιμό μου. Την κοιτάζω στα μάτια. Εκείνη είναι αγρίμι, δε μπορεί τούτο το λιγωμένο κοίταγμα. Με αρπάζει από το χέρι, με σηκώνει και αρχίζει να τρέχει σα μουρλή ! Πόσο γρήγορα μπορεί να τρέξει κανείς με σαγιονάρες ; Ε, τόσο γρήγορα που δε φαντάζεται ένα αγόρι με ξεραμένα ποδάρια. Όταν την προφταίνω είναι που έχει καθίσει στα σκαλιά μιας πλακοστρωμένης παραλίας. Τα ροζ της πόδια κρέμονται ελεύθερα δυο μέτρα πάνω από το κύμα. Φυσάει να μας πάρει απ’ εδώ. Κάθομαι δίπλα της και ακουμπάνε οι γοφοί μας. Από ατύχημα, μα εκείνη σφίγγεται δίπλα μου και η μια κοτσίδα, αυτή με το καφέ, ακουμπάει το μάγουλό μου. Είμαι τελειωμένος. Πόσο τελειωμένος γίνομαι μάνα μου… Βγάζω με τρόπο τη φωτογραφία της μάνας μου, τη χώνω στο κόρφο μου και περνάω το μενταγιόν στο λαιμό της. Εκείνη παίρνει τούτο που ήθελε από την αρχή. Γυρίζει, με φιλάει ! Λίγο μάγουλο, λίγο χείλη, με φιλάει πεταχτά και δυνατά μαζί, μόνο τα κορίτσια με ροζ πατούσες τα καταφέρνουν αυτά. Κι ύστερα, όπως ήρθε ξαφνικά, σηκώνεται, πάω να  ακολουθήσω, με συγκρατεί με ένα άγγιγμα στον ώμο, φιλά τα δάχτυλά της, με αγγίζει στο μάγουλο και γίνεται καπνός. Οι πατούσες της όσο απομακρύνονται μετατρέπονται από ροζ σε λευκές. Είναι και τούτο ένα κάποιο τέλος. Όχι όπως εκείνα στις ταινίες, όπως εκείνα που κανονικότατα επισυμβαίνουν,  για καλό ή για κακό. Ένα τέλος ούτε λευκό ούτε καφέ.

κεφάλαιο δύο

   - Αρριάδνη ;
- …( ωχ… η μάνα μου )
  - Αρριάδνη έχεις ωδείο στις εφτά.
- …μάνα δε ξαναπάω φλογέρα. Θα αρχίσω πιάνο. Σας το ‘πα. Τι δε καταλαβαίνεις ;
  - Όμποε αστοιχείωτη, άκου φλογέρα, το χιούμορ του τσομπάνη του μπαμπά σου. Κρίμα τα κολλέγια. Ντουβάρι ήσουν μαντρότοιχος έγινες.  Άκου… ΔΕΝ έχουμε πιάνο καρδιά μου !
- Λεφτά για να παίρνετε τζιπάκια έχετε ! της κάνω και σηκώνομαι αφήνοντάς την σύξυλη. Θέλω να μείνω μόνη.
    Πιάνω το μενταγιόν σφιχτά στο χέρι μου και βροντάω την πόρτα του δωματίου μου. Από έξω η άλλη ωρύεται. Κάθομαι στο lap.. Δίνω ariastar, μπαίνω σούμπιτη στο fb , alistar «μέσα» κι αυτή. Ά ρε κολλητάρι. Στείλτε ένα μήνυμα. Βεβαίως και θα στείλλω.. Πληκτρολογώ με βουλιμία …
   * κουλ… φιλεναδα χτιπισα Αραβικο
* what ?
   * τελια μερα
* ???
  * φιλισα στο στομα    Ά ρ α β α    σε λέω J
*  prasina xorta, leyko Pyrgo, se 5
  * αν ξεφιγω απο μεγερα , οκ, λεει να μάθω φλαουτο η ηλιθ.. ΟΠΩΣΔΗΠΟΤΕ L
* exoyn jefigeiJ
*  σι γιου …

       Χώνω τα πόδια σε λυτά σταράκια και ορμάω στις σκάλες ανάμεσα στις άναρθρες κραυγές της μουρλής. Από το δωμάτιο μέχρι την εξώπορτα αισθάνθηκα Colin Farrel. Από τις σκάλες μέχρι το δρόμο θεά του παρκούρ. Μετά όλα καλά. Κάθε φορά που κατεβαίνω Νίκης και βλέπω εκείνη τη θάλασσα να με καλωσορίζει, μπόχα ξεμπόχα εγώ σκέφτομαι αλλιώς. Έχω πείσει τον εαυτό μου ότι δεν είμαι στη Σαλονίκη. Είμαι στη Nice, στο Μονακό, στη Βαρκελώνη, κάπου που ο τυχερός κάτοχος ενός στάτους δεν έχει problem πώς να ξοδέψει τα λεφτά του. Εδώ, το χαρτζηλίκι μου κάθεται στην κρύπτη άσκοπα και περιμένει. Τι χωριό αυτή η Σαλονίκη γαμώτι. Κι ο πύργος ; Κιτσαρία κομπλέ με την απέναντι πιτσαρία. Εγώ εδώ δε μένω….  Έκανα τρία λεπτά και εικοσιδυό δεύτερα. Πατουλίδου. Δε πρόσεξα ούτε τα ποδήλατα, ούτε τα γυφτάκια, ούτε τους ψαράδες, τίποτα. Κάθησα ξαναμμένη στα εξίσου ξαναμμένα μάρμαρα. Λευκός Πύργος λέει... Ασχολίαστο. Λεπρός Πύργος. Όλη η μαύρη ήπειρος πουλάει τσάντες ένα γύρω. Και μαύρα, όχι πράσινα άλογα, που τα παιδεύουν σκούροι γύφτοι. Η θάλασσα κατράμι , ένας πάτος απόπατος δίνει το τόνο. Αν έβαφα τον πύργο μαύρο ούτε θα τον πρόσεχαν. Τώρα ξέρω τι χρησιμεύουν οι μαύρες μπογιές. Και μυρίζει. Μυρίζουν τα χνώτα των αράπηδων. Καλά λέει ο μπαμπάς. Να πάνε στο διάολο να ηρεμήσουμε. Άμα πιά… ψάχνω ορίζοντα για λευκό πρόσωπο…
       Η Αlice σκάει μύτη, δε κρατιέται. Εγώ κρατάω επιδεικτικά το ασημί μενταγιόν.
  - Λέγε, λέγε.
      - Λάφυρο.
-Καλά, σκατά, λέγε για το φιλί. Σου ‘βαλε γλώσσα ;
     - Σιγά , ξεφεύγεις. Άμα τον έβλεπες θα καταλάβενες. Αυτός δε μπορούσε να μου βάλει τίποτες.
    Αφήνω το μενταγιόν στα χόρτα κι πιάνω τι i-phone. Οι φωτό μου. Enter… Τσουπ…
      -Τον έχω εδώ στο παγκάκι που κοιμάται. Δες μούρη. Τον παρακολουθούσα μια ώρα. Ήταν φάτσα για ταινία. Κόψε ρε έναν ονούφριο. Μόνο που τον έπιανες λυπόσουν, που να τον χουφτώσεις. Του ‘δωσα το μισό όμποε. Ο μαλάκας έτρεμε !
- Το μισό ; Άρια τι έκανες πάλι ρε πούστη μου …
      - Το υπόλοιπο αρμενίζει για Μουδανιά.
- Μωρή μουρλή γιατί το ‘σπασες ; Δε μου το ‘δινες ;
     - Μου τά ‘χε κάνει κορδέλλες. Άει στα ..δυό κομμάτια.
- Καλά ρε… Έδωσες όμποε για μια μαλακία από τσίγγο ;
    - Τον χούφτωσα κι όλας. Βρώμαγε λίγο. Με κοίταξε μια γριά και φρικάρισε. Μαλάκα μου, ήταν αλμυρός και κρύος σα ψάρι. Τι φλώροι οι μετανάστες ρε γαμώτι μου. Τον φίλησα, χάζεψε !
- Μιλώντας για φλώρους, κατά φωνή.
   - Έϊ … όμορφες ;  έκανε ο Τζώρτζης φρενάροντας τάχατες απότομα το σινιέ βιντάζ ποδήλατο.
- Μιλάμε, κάνε δουλειά σου.
  - Σιγά το bulletin. Πάω  kitcen. Μέσα ;
- Τρικάβαλο ; ερχόμαστε… αντέχει το σαράβαλο ;
  - Με το μαλακό βρε ηλίθιες, ωχ… θα με ρίξετε… πάμε. Εο… Αρριάδνη τα πόδια σου
- Ώπα, ώπα, σταμάτα, δε βρίσκω το μενταγιόν.
  - Ποιο πράμα ; Γάμα το ρε. Θα σου πάρω άλλο. Έχεις τσίχλα ;
- Έχω… σιγά… σιγά ρε μαλ… ωωωωω. Το τσιμέντο να έρχεται κατά το κεφάλι μου, τούτο θυμάμαι τελευταίο. Το τσιμέντο γκρι και καθαρό. Μετά λευκά σεντόνια και έναν όμορφο γιατρό να με χουφτώνει. Με βγήκε ξινό το μενταγιόν του αράπη… άει στα κομμάτια.
  - Γιατρέ ;
- Σώπασε τώρα, θα σου ‘ρθει λίγος πόνος.
 - Γιατρέ, θα μου υπογράψεις το γύψο ; Βάλε γαλανομάτης. Θα σε θυμάμαι…

κεφάλαιο τρία

 - Πάρε κύριος ένα τριαντάφυλλο, εσύ φαίνεσαι πλούσιος και καλός.
     -  …δεν έχω ψιλά καλή μου…
- Πάρε κύριος, να σε αγαπάνε οι κεράδες…
    - Έλα, έλα τώρα άσε με…
    Οι δουλειές σκατούλες. Με λένε Ρεβέκκα. Είμαι πολύ όμορφη. Είμαι ντυμένη ένα πλισέ κόκκινο με άσπρο, μακρύ φουστάνι. Εδώ στη παραλία είμαστε πολλές, αλλά εγώ καπάτσα, κάνω πολλές φορές τη διπλή πούληση από όλες τις άλλες μαζί. Είμαι με καλό ριζικό. Το είχε δει η γριά από τότες που με τράβηξε όξω απ’ τη μήτρα της μάνας μου. Τι.. δε με πιστεύετε ; Μόλις τώρα, κάθισα να ξαποστάσω και κοιτάξτε τι βρήκα ; Εδώ μέσα στα χόρτα… όμορφο δεν είναι ;Ένα μαραφέτι με μια πέτρα άσπρη, ασημένιο πρέπει να’ναι, σα τα δόντια του μπαμπά. Πρέπει να πιάσω δουλειά όμως.
- Κυρία κυρία, δες πως πάει το λουλούδι με το φόρεμά σου. Είσαι όμορφη κυρία.
    - ντάξει κούκλα μου, δε χρειάζομαι λουλούδι.
    Όλες νομίζουν ότι δε χρειάζονται λουλούδι. Εγώ όμως ξέρω. Όλες, όλες χρειαζόμαστε ένα λουλούδι τη μέρα. Δε πα να σε λένε Ρεβέκκα ή Παναγιά. Δε πα να΄σαι δέκα χρονώ ή πενήντα. Χωρίς λουλούδι οι γυναίκες είμαστε σαν άντρες. Πολύ σοβαρές. Τούτες τώρα οι τάχατες βολεμένες φοράνε σακάκια και μικρά τακούνια και τσακ τσακ τσακ τσακ πάνε ίσιες σα σανίδες στις δουλειές τους σα να πρόκειται να χαθεί ο κόσμος άμα χαμογελάσουν. Άψυχα μάτια, άσπρα μάγουλα, φωνή πεθαμένη, τάχαμου ευγενικές, τις μιλάω και δε με κοιτάζουν κανονικά, μόνο φευγαλέα, να μη νομίσω κι ότι με έχουν για άνθρωπο κανονικό. Μερικές δεν έχουν βυζιά, ούτε βαμμένα νύχια, ούτε ένα κοτσίδι, τα μαλλιά τους αγορίστικα μαζεμένα, καμιά φορά αγορίστικα κομμένα, καμία χάρη να τη δουν άντρες να τη λιγουρευτούνε. Η λιγούρα τους φαίνεται λάθος αυτές. Να είναι άχαρες το βλέπουν σωστό, κουλτούρα το λένε.
     Εγώ καταλαβαίνω βέβαια. Είναι που άμα δεν έχεις χαρά, ξεμαθαίνεις. Από το πολύ το σοβαρό περνούν τα χρόνια τους άχαρα και ξεχνάνε να τα ζήσουν. Δε καπνίζουν ούτε πίνουν κανά παραπάνω να κοκκινίσει το μάγουλο. Λεφτά έχουν αλλά τα φυλάνε για κάποτες. Ομορφιά έχουν αλλά τη φυλάνε για κάποτες. Σχέδια έχουν, σε αυτό οι άνθρωποι της πόλης είναι μαστόροι, αλλά τα φυλάνε για κάποτες. Είναι και απραγματοποίητα τα πολλά αλλά σε τούτο εγώ τους συγχωρώ γιατί ξέρω. Το μόνο που δε φιλάνε για κάποτες είναι τη σιχαμάρα τους για τους γύφτους. Εμείς τους φταίμε. Εγώ το βλέπω και στο σκολειό. Τα παιδιά τους δε μας κάνουνε παρέα. Έχουν νόρμα από το σπίτι. Με τα ψουμιά στα αλουμινόχαρτα και τις καθαρές σβηστήρες και τα τέλεια τετράδιά τους, φοβούνται μη κολλήσουν καμιά αρρώστια, κι τελικά όλο άρρωστα είναι. Και από ντύσιμο σκατά. Μόνο για μαραφέτια. Καλέ όχι από σκουλαρίκια βραχιόλια και μενταγιόν, τα κινητά τους λέω. Τα ηλεκτρονικά τους μαραφέτια. Θρησκεία !  Θρησκεία…
     Ανοίγω το ασημένιο μαραφέτι, πετώ μια ηλίθια πέτρα, αυτή ρολάρει, κυλάει και πέφτει στη θάλασσα, άσπρο στο μαύρο. Το μαραφέτι το κοιτώ. Το ζυγίζω στα χέρια. Δεν είναι και πούπουλο. Καλό. Τούτο θα το περάσω στο λαιμό από μέσα από τη μπλούζα. Κοιτάω καχύποπτα γύρω, σκύβω και το βολεύω στο κόρφο μου. Ξανασηκώνομαι άκεφη. Περπατάω προσπαθώντας μάταια να κάμω σεφτέ. Είναι μεσημέρι ακόμη, τα κράσπεδα της Σαλονίκης είναι αφιλόξενα ώσπου να τα ζεστάνει η δύση. Το μενταγιόν με κρυώνει στο στήθος. Κάπως με διεγείρει, δε χολοσκάω με αυτά. Απλά είμαι καχύποπτη. Κάποια ιστορία έχει και διαμαρτύρεται που’ πεσε σε ξένα χέρια. Λέω να το πετάξω. Το ξεχνώ.
   - Πάρε κύριος ένα λουλούδι για την όμορφη κυρία.
        - Δε θέλω φύγε !
  - Όμορφη κόρη έχεις κύριος…. ( που την πάει τη μικρούλα ρε )
      - Αμε στο διάολο, μικρόβιο .
     Κάθομαι και μετράω τα λουλούδια έξω από τον Ερυθρό Σταυρό. Είναι ζεστό εδώ το ξύλο.Ένα σκούρο ξύλο, καραβίσιο, στρωμένο κάτω ωραία. Πάνω πηγαίνουν κι έρχονται πόδια. Πόδια πολύ λευκών κοριτσιών, πόδια λευκά, μα πόσο λευκά και πόσο καθαρά είναι ! Τα σανδάλια τους σχεδόν αόρατα, ζηλεύω τα εκτεθειμένα τούτα πόδια με τα περιποιημένα νύχια, τα λεπτεπίλεπτα δάχτυλα και τους ροζ ντελικάτους  αστράγαλους. Θα ήθελα να ακουμπήσω λίγο εκείνο το δέρμα, να δω πως το νιώθουν τα χέρια. Δε τολμώ. Άσε με από εκεί.. Να ‘χω κι άλλα… Μένω έτσι να κοιτώ τα ξυπόλυτα πόδια να περνούν μέχρι που με παίρνει λίγο ο ύπνος.
        Όταν ανοίγω πρώτη φορά τα μάτια είναι πιο απόγεμα. Μαγεύομαι τούτη την ώρα εδώ. Κλείνω το ένα μάτι και γίνομαι ένα κιάλι πειρατή. Διαλέγω τα σπίτια που θα κάψω. Καμάρες σε ώχρες όλη η Αριστοτέλους ένα θάμα, χαρά σε ποιόν μένει πάνω. Μέχρι το πύργο βουητό μέσα στον ήλιο, καλάμια με αγγίστρια γέρνουν, σα προσευχή προς το νερό, ποδήλατα με πλούσιους και όμορφους και κυρίως χορτάτους, κυρίως χορτάτους. Πάνε, έρχονται, πάνε, έρχονται, κρατάνε μια φάτσα σοβαρή, σα να’ ναι απλή τούτη η ευτυχία να πας και να’ρθεις μια φορά την παραλία χωρίς να πρέπει να πουλήσεις τίποτας. Μερικοί κρατάνε ένα βιβλίο. Μερικοί εφημερίδες και μερικοί άτυχοι τατράγωνες μαύρες τσάντες. Οι κεράδες είναι πιο χαλαρές, μόνο όσες έχουνε καρότσια, οι άλλες όχι. Πρώτα θέλουν παιδιά, τρελαίνονται να θέλουν παιδιά, μετά θέλουν μόνο ένα. Δικός τους λογαριασμός. Αλλά μόνο ένα ;
        Κοιτάω μην έλθει ο Μήτσος, μαζεύω τα λουλούδια, κρύβω καλύτερα το μενταγιόν, πάω να σουλουπωθώ, αλλά τότε πάλι με παίρνει από κάτω το τοπίο. Το βλέπω ! Είναι το πλοίο που θα με πάρει. Ένα κανονικό πειρατικό, με μια σημαία πάνω παρδαλή, κίτρινη πράσινη και κόκκινη λιγάκι, έρχεται να με πάρει, ίσια κατά πάνω μου. Φωνάζει ο καπιτάνιος, όλοι πάνε κι έρχονται και κάνουνε δουλειές. Πρέπει να ετοιμαστώ. Το πλοίο φτάνει. Αναβοσβήνουνε απάνω του τα φλας και με γελάνε ότι είναι πιστολιές χαράς, μπαλωθιές που παίζουν οι ανδρείοι στο κατάστρωμα, με τη χαρά που κουβαλούν ότι με βρήκαν. Θα με πάρουν. Ο ήλιος τώρα είναι πορτοκαλί και τούτοι αυτήνα τη φορά έρχονται να με πάρουν. Ή όχι ;  
        Δε ξέρω πόσο ξανακοιμήθηκα αλλά όταν ανοίγω δεύτερη φορά τα μάτια, ούτε πλοίο, ούτε ξυπόλυτα άσπρα πόδια ούτε κοπελιές. Μόνο δυο ζευγάρια χοντρές μπότες. Κοιτάω πάνω. Κόβω φάτσα και παγώνω. Μετά τρώω μια ξεγυρισμένη κλωτσιά και από εκείνη τη στιγμή δε θυμάμαι να αντιδρώ πια σε τίποτα. Με σέρνουνε δυο τρεις μέχρι έξω από τα κάγκελα, δίπλα σε ένα κάδο με χαρτιά, με πετάνε χάμω, με σκεπάζουνε με ένα χαρτόνι και οι μαντράχαλοι τσαλαπατάνε πάνω του ώσπου δεν ακούν ούτε φωνές ούτε βογκητά. Ούτε φωνές ούτε βογκητά. Μόνο ένα βουβό κλάμα. Διακρίνω μέσα από τα χαρτιά καλοταϊσμένους πιτσιρίκους με χακί πανταλόνια να ξεμακραίνουν χαχανίζοντας. Ένας νομίζω ότι έχει στο σβέρκο τατουάζ, είναι όλοι κουρεμένοι. Μετά πέφτω μπρούμυτα πάνω στα τσακισμένα χέρια μου και χάνομαι. Βλέπω όραμα. Με δέρνουν λέει γιατί έκλεψα γάλα, με δέρνουν γιατί έκλεψα κότες, με δέρνουν, με δέρνουν, πονάει πολύ, σε όλο μου το κορμί αλλά δε πονάω αφόρητα εκεί μέσα, στη καρδιά μου γιατί ξέρω γιατί με δέρνουν. Είμαι πολύ όμορφη και με ζηλεύουν. Είναι σημαντικό να ξέρεις γιατί σε δέρνουν, μετά αντέχεις. Ξυπνώ από πόνο στα πλευρά, κουνιέμαι, σπρώχνω το χαρτόνι, βογκάω, έχω ένα παράπονο.
      Περνάνε δύο νέοι αστυνόμοι. Σα σχολιαρόπαιδα. Σφίγγομαι. Καταλαβαίνουν. Κάνουν πως δε βλέπουν. Άμα η τάξη κάνει πως δε βλέπει είμαι ΟΚ. Τη φροντίδα τη φοβάμαι. Πιάνω το μενταγιόν. Το κοιτάζω με δυσπιστία που γίνεται μίσος. Το τραβάω από πάνω μου το κακό. Αυτό κι εγώ χωρίζουμε. Είμαι καλότυχη εγώ, δε μου συμβαίνουν τέτοια. Να μου λείπει ο διάολος. Το εκσφενδονίζω και προσγειώνεται σε κάτι μπλέ κάδους. Άει στα κομμάτια.
     Οι αστυνόμοι κοιτούνε καχύποπτα. Ο ένας έχει έναν ασύρματο. Κάτι λέει. Καλύτερα θα είμαι να του δίνω απ’ εδώ. Τώρα.

κεφάλαιο τέσσερα

    Με λένε Βασίλη. Είμαι φτωχός κι ερωτευμένος. Τι να κάνω δηλαδή ; Παλεύεται αυτός ο συνδιασμός ;
    Με λένε Βασίλη και βρήκα ένα μενταγιόν στην ανακύκλωση. Αμέ ! Μενταγιόν ολάκερο.
    Με λένε Βασίλη και ο άθλος μου δεν είναι που βρήκα μενταγιόν, είναι που βρήκα δουλειά συμβασιούχος. Έχω ένα μάθημα …ντάξει δυό τρία, για να τελειώσω τη φιλοσοφική, τώρα δουλεύω στο Δήμο, να’ ναι καλά ο Μπουτάρης που «πήραν» και καν αριστερό μετά τριάντα χρόνια. Δουλεύω λίγες ώρες, τις άλλες διαβάζω, δε τη ντρέπομαι τη σκουπιδιάρα, η ανακύκλωση έχει και κάτι το ηρωικό, δεν είναι σκέτο κάτεργο, έτσι το βλέπω εγώ, κάνουμε κάτι για την πόλη, λίγο εμείς, λίγο οι άλλοι, ξεχωρίζουμε το πράμα που δεν είναι για πέταμα να σώσουμε ένα δέντρο τη μέρα. Έχω και τα τυχερά μου. Ε ; Ωραίο ;  
    Το ασημένιο μενταγιόν το θεώρησα από την πρώτη στιγμή που το’ δα σημάδι. Θα το ζητήσω το Μυρτάκι. Έψαχνα μόνο ένα τρόπο, να, πιο σοφιστικέ. Θα το γυαλίσω τούτο, θα το βάλω στο λαιμό μου, μέσα θα’ χω μια πέτρα, θα πάμε παραλία όπως τις Τετάρτες απόγεμα, τέτοια ώρα και θα περιμένω να το προσέξει. Θα με ρωτήσει. Στην αρχή δε θα της λέω. Μετά θα την αφήσω να το περιεργαστεί. Μετά θα το ανοίξει και θα πέσει το δακτυλίδι. Μετά θα με κοιτάξει, εγώ θα κάνω ένα νεύμα ΝΑΙ, θα με ξανακοιτάξει κι ύστερα, θα κλαίμε ! Λέμε τώρα. Με λένε Βασίλη και κλαίω λίγο εύκολα. Εκείνη μπορεί απλώς να τσιρίξει ..
       - Καλά είσαι. Σιγά ρε Μάκη. Λεπτό… πάρεεεεε..  Κουρσούμι αυτός ο κάδος ρε πούστη μου  ΟΚ… πάμεεεεε..
      Εκείνη μου είναι όμορφη όταν κλαίει από χαρά, όχι σα κάτι μυξιάρες, κλαίει με όρεξη, φωναχτά, κουνάει τα χέρια, στρώνει τα μαλλιά, σκουπίζεται, είναι λίγο υπερκινητική αλλά εμένα με αρέσει. Μου αρέσει που είναι φυσιολογική, δε παριστάνει ότι έχουμε καμιά σπουδαία υπόθεση, ένα αγαπησιάρικο περίπατο την πάω και είναι καλά. Καλά όμως. Κοιμάται με όρεξη, κάνει έρωτα με όρεξη, τρώει με όρεξη, ακούει ραδιόφωνο με όρεξη, ψωνίζει κουλούρι με όρεξη, αλλάζει παπούτσια με όρεξη, να μη σας κουράζω τώρα, αλλά είναι ακόμα ένα παιδί στα τριάντα της. Το πιο παιδί που έχω αγαπήσει. Εγώ είμαι είκοσι τέσσερα αλλά δε με νοιάζει και πολύ αυτό, με νοιάζει ο άλλος απέναντι να είναι ένας άνθρωπος με όρεξη. Άμα ο άλλος έχει τούτο το χάρισμα εγώ από Βασίλης γίνομαι Βασιλιάς. Είναι και η Θεσσαλονίκη που βάζει το κατιτί της. Και είναι η Μυρτώ. Αυτά. Τι ; Κι άλλα θέλει ;
     Η πόλη αυτή είναι  παράδεισος. Δε το αντιλαμβάνονται μόνο όσοι είναι από μέσα τους ανόρεχτοι. Είναι μια πόλη χάρισμα, σιγομαγειρεμένη αιώνες με μαστοριά, δώρο σε μια γενιά που προσπαθεί να γιατρευτεί από την χρόνια νευρική ανορεξία. Δε κάνω τον έξυπνο τώρα, και γω τα παίρνω ώρες ώρες, κι εντάξει, η Ιστορία είναι η δεύτερη αγαπημένη μου αλλά και αστοιχείωτος το μυρίζει. Δε μας φταίει το μέρος, όχι.. Η πόλη είναι θεά.  Εμείς είναι που πήραμε ρότα ανάποδη ρε γαμώτι. Αντί να χαιρόμαστε τη ζωή την κυνηγάμε από πίσω. Σε τούτη τη πόλη δε θες πολλούς παράδες. Εδώ όλα μαρτυρούν τρόπους να ευτυχήσεις.
     - Ώπα.   Πάρε…. Τάκη τα χέρια σου. Εντάξει.    Πάμεεεεεεε
     Αυτή η πόλη είναι τέσσερεις πόρτες μαζί ,τέσσερεις πόλοι. Νότες μπουζουκιού και μπαχάρια ολοένα καταφτάνουν από ανατολή, άνεμοι από βορά  Βαλκάνιοι κι Ευρωπαϊκοί, επαναστάτες και προοδευτικοί φυσάνε να την καθαρίζουν, από τη δύση ολοένα κι έρχονται εκείνα τα καράβια, που επιστρέφουν κόσμο από μάταιες ξενητιές και από το νότο οι μυρουδιές πολιτισμών του Αιγαίου, τι να πεις, αυτή η πόλη δεν έχει τίποτες να σου χρωστά. Σου τα ‘χει δώσει όλα. Μόνο όρεξη πρέπει να βρεις. Για να την βάλεις καπετάνιο και να πορευτείς.
     Εγώ δε το κουνάω από τούτο το μέρος. Μόνο που κάθομαι στη μια άκρη και βλέπω στο βάθος να σβήνει η θάλασσα με το μέγαρο και τον Όλυμπο καντράν, γιατρεύομαι. Έτσι είμαι εγώ.
    - Έλααααα. Καλά είσαι.  Συγγνώμη μαντάμ.  Πάρεεεεε …
    Θα πάρω το πτυχίο μου και θα ασχοληθώ με τον τουρισμό. Δε θα υπάρχει τέτοιος ξεναγός σε όλη την πόλη. Δε θα τη βαριέμαι τη δουλειά μου. Θα ξέρω και τις γλώσσες μου καλά. Θέλω να ξεναγώ Εβραίους, Τούρκους, Άραβες, να τους βλέπω να ονειρεύονται και να χάνονται τα μάτια τους σε ιστορίες προγόνων και μετά να δακρύζουν. Η επίδραση που έχει η ιστορία στους ανθρώπους, άμα είναι καλά ειπωμένη, είναι απίστευτη. Το ξέρω. Θα κάμω κι άλλους να το αισθανθούν.
   -  Κόρναρε του μαλάκα Μάκη. Θα ξημερωθούμε. Έλαααα….
    Η Μυρτώ μου κάνει κάτι νερά, αλλά θα τη φέρω βόλτα. Ολέθριο θα είναι να με πάει Αθήνα. Εδώ είμαστε άνθρωποι ρε… Δε το καταλαβαίνει. Στη Σαλονίκη δεν έχεις πρόβλημα μεγέθους. Προσδιορίζεσαι και προσανατολίζεσαι αμέσως. Μπορείς να περπατήσεις το μέρος από το ξημέρωμα ως το μεσημέρι ολάκερο και το βασίλεμα να το πάρεις αλλιώς. Το βασίλεμα… Τι Σαντορίνη και τρίχες. Εντάξει έκαστος στο είδος του. Εγώ εδώ βασιλιάς. Εδώ βασιλιάς.
   - Ρε Τάκη, σπρώξε, δεν έφαγες τίποτα σήμερα ; Σκέτο σκόρδο ρε μαλάκα ; Έλα λίγο να τελειώνουμε… έχω σχέδια εγώ απόψε. Σχέ-δι-αααααααα.

     Το χέρι μου ξερό σα ξύλο. Κακιά στιγμή είπαν οι γιατροί κι ο Μάκης. Εγώ νομίζω είναι που κοίταζα το μενταγιόν, και μέσα από το μενταγιόν το μέλλον, και μέσα από το μέλλον την αγάπη που θα κοινωνούσαμε με τη Μυρτώ. Μου βγήκε σε ξινό το μαραφέτι. Ας πάει… αφού γλυτώσαμε τα δάχτυλα, ας πάει.

κεφάλαιο πέντε

-         Ελάτε, καθίστε, κατεβαίνω εγώ εδώ πιο κάτω. Ελάτε. . .
 Παρακαλώ.
Τι γλυκιά γριούλα ; Και δε μιλάει. Καλά που την είδα, μετά βίας κρατιέται και το πάει και με τις μπάντες ο αρπαγμένος. Μα τι να κάνουν κι αυτοί…όλη μέρα στο τιμόνι με τούτες τις διπλές μαούνες κι οι δρόμοι ένα τρελοκομείο. Και πολύ αντέχουν. Και πολύ αντέχουμε όλοι μας.
      - Έλα Μαρία, η Μυρτώ είμαι. Στο τριάρι.  Πήρες τίποτα ;
 .. καλά ντομάτες θα φέρω. Κάτι να ρέει ; ΟΚ. Καλό είναι. Τα λέμε.
      Η Μαριώ είναι συγκάτοικος στην τρέλα και στο δυάρι . Μαζί με τα κοινόχρηστα έξι κατοστάρικα το μήνα φέτος, δε λέει μοναχή μου, ούτε με σφαίρες. Αλλά μ’ αρέσει κι όλας. Τα τσούζουμε ελαφρώς και λέμε τα δικά μας. Είναι μια καθημερινή θεραπεία. Δυό ρακές δύο αγκαλιές και τρία παξιμάδια. Τι χρειάζεται ο άνθρωπος ; Αντζούγιες ; Ας είναι ….
      - Κατεβαίνετε ; Ναι σε αυτήν εγώ.  Ευχαριστώ.
      Η Μαριώ τελείωσε με το μεταπτυχιακό. Γύρισε από Γαλλία πυρηνικός και ψάχνει θεσούλα στο Αχέπα. Δέκα άτομα για μια θέση στις ακτινοβολίες. Δέκα άτομα φυσικοί με μάστερ. Αν είναι δυνατόν. Τέλος πάντων, δε κοιτώ τα χάλια μου. Εγώ θεατρολόγος. Τι να κάνω ; Αυτό. Έχω και τον φιλόλογο, θα ενώσουμε προσόντα και θα βγάλουμε σαλιγκάρια στη Περαία. Μη γελάτε καθόλου. Τη σήμερον ημέρα το σαλιγκάρι πουλάει, κι άμα είναι και μορφωμένο είναι αλλιώς. Θα γράφει στις σακούλες Σαλιγκάρια με γνώσεις ανθρωπολογίας βραστά.
     - Βράστα.  Όχι …όχι σε σας… παραμιλάω σήμερα, συγγνώμη. ( μες το λεωφορείο η μουρλή )
      Ο Βασίλης. Ο Βασίλης είναι μια …περίπτωση. Τον αγαπώ πολύ. Δυσκολεύομαι να τον θαυμάσω. Τι, υπερβολικιά ; Μα τι ζητάει μια Σαλονικιά απ’ τον άντρα ; Να είναι ντερμπεντέρης. Ξηγιέμαι. Μη με ζαλίζει με της μάνας του την αρρώστια, μη με χαλάει σα ψωνίζω παρορμητικά, μη με μαζεύει άμα ανέβω στο τραπέζι, άμα του λέω βγάλε με να με τραβάει μια φωτογραφία χωρίς να μου ζαλίζει μια ώρα τον έρωτα με το κάδρο, τέτοια απλά πράματα. Ντερμπεντέρης. Το γυναικάκι του σημαία και το λοξοκοίταγμα με τρόπο… να μη καταλαβαίνω. Με τρόπο ντε ! Α… και το βασικότερο. Όχι ρομάντζες. Όχι λιγουριάσματα. Στα ίσια. Μάνα μου σε θέλω, πέσε κι άνοιξε τα πόδια. Εκείνος με αρχίζει … ωραία που μπλέκει ο ήλιος τις αχτίδες του στα δάχτυλά σου απόψε…. Να ‘χα τα μαλλιά σου πνοή στα όνειρά μου να φουσκώνει το πανί και να αρμενίζουμε…. ΔΕ ΜΠΟΡΩ. Να του κάνω μακαρόνια με κιμά να τα φάει, Οκ. Να ανοίξω και μια μπύρα, απ’ το μπουκάλι ΟΚ. Τέρμα. Τελειώσαμε και μείναμε μονάχοι. Ε μα πια…
     - Συγγνώμη. Να περάσω ; Κατεβαίνω. Καλημέρα…
     Ο Βασίλης. Τον βλέπω τώρα που κάτι ετοιμάζει. Τον αγοράζω και τον πουλάω εγώ. Θα μου κάνει καμιά κουφή πρόταση μπροστά σε μια βλαμμένη τριανταφυλλιά και δε θα ξέρω τι να πω. Να ενώσουμε τις σκουπιδιάρες μας, εμ τις ζωές μας εννοώ, με ροζ κορδέλες. Δε μπορώ. ΔΕ ΜΠΟΡΩ. Ότι προλαβαίνω αισθάνομαι αλλά τέτοια αισιοδοξία για αύριο όχι. Σήμερα. Θέλω τη χαρά μετρητά. Εν τη παλάμη. Κυνικιά ; Ε, όχι. Δε βλέπετε γύρω ; Τι απογίνανε όλοι όσοι σχεδιάζανε το μέλλον ; Βλέπουνε ειδήσεις και μετά κρεμιούνται απ’ τα πολύφωτα που οι πέντε απ’ τις έξι λάμπες είναι ξεβίδωτες να μη γράφει το ρολόι. Τέτοιο τρόμο εγώ δεν…. Χαρά στο στομάχι και στα σκέλια μου απόψε, καλή μέρα αύριο. Ορίζοντας εύκολος να μετρηθεί. Ερωτική πόλη και πίτσες μπλέ.
    - Να περάσουμε κι όλας, μια και είναι πεζοδρόμιο ; Μετά βάλτε το και πάνω στο δέντρο το Ι.Χ. σας. Κι εσείς να πάτε να… κι εσείς. Άμε στο….
      Δε μπορώ. Αυτές οι δυο λέξεις περιγράφουνε την ψυχοσύνθεσή μου. Εγώ είμαι ΝΕΑΑΑ. Το αίμα μου βράζει. Εντάξει, τριάντα η άλλη χθες με είπε γριά, η φοιτήτρια, αλλά είναι και τι κυκλοφοράει στις φλέβες. Το στύβω το σίδερο. Δε θέλω ούτε μητρότητες, ούτε βόλεμα, ούτε να γλύψω κανέναν για 500 ευρώ. Να πα να κουρευτούνε. Θα πεθάνω στο σανίδι εγώ, σα τις θεατρίνες της παλιάς σχολής. Αλλά θα τους τα σούρω καλάάάά, θα ακούνε και θα σκύβουν τα κεφάλια. Ελληναράδες. Του κώλου απόγονοι των κλασσικών γραμμάτων. ΔΕ ΜΠΟΡΩ. Τις εφημερίδες και τα δελτία τους, σήμερα είναι η πιο κρίσιμη μέρα στη νεότερη ιστορία, ο Κούγιας έβρισε τον Μαρινάκη, φόβοι για την 7η δόση, οι νέοι ξυρίζουν τα κεφάλια, ένδεκα εκατομμύρια συνταγές σε ένα μήνα γιατρός στο Αμύνταιο, είκοσι τέσσερα τοις εκατό με ένα πόδι στη Κεφαλλονιά… άει στο διάολο. Εδώ θα ζήσω, σε αυτή τη χώρα, αλλά κατά πως νομίζω εγώ. Σας σπάω την τηλεόραση στο κεφάλι και σας γράφω ένα γράμμα….χαιρετίσματα στην εξουσία και τα δέοντα στη μαμά της.    
     - Καλημέρα κυρ Γιώργη ! Άφιλτρα. Ναι. Καλά είσαι ;  Θα σου φέρω ρακόμελο το απόγεμα να σε φτιάξει, βήχας είναι, με δυο γουλιές θα γένεις περδίκι. Άντε, φιλιά στα μούτρα σου.
     Κι αυτή η πόλη…. Χαράμι πήγε. Δυο αιώνες σχέδια ανάπλασης και το σκουπίδι μέχρι το λαιμό. Είναι ερωτικό το σκουπίδι ; Τούτη τη παράσταση να την ονομάσουμε τα «ερωτικά» υπο-λήμματα. Πως αλλιώς ;
    Μπιπ.
______________        
  S.M.S. βρεθηκα νοσοκομειο. 6 ραμματα στο χερι – βγαίνω ΟΚ. ακυρο σημερα το απόγεμα . SU.
________________
   Αμαν ρε Βασιλάκη.   Ήρωας για τρακόσια ευρώ, να γαμήσω το βύσμα σου. Φάε γάζα και πιές Μπουτάρη.

   
     κεφάλαιο έξι

   Λεωφόρος Νίκης, ένα μενταγιόν κάτω από μια ρόδα, γίνεται ένα με το δρόμο, άσφαλτος ξερή και γκρίζα κάνει να το καταπιεί. Σείεται η γης. Ο πύργος πιάνει να σαλεύει αλλιώς να βολευτεί, τα πράματα σαλεύουν, αλλιώς θα βολευτούν, πιο μεγάλες οι δυνάμεις του ντουνιά απ’ τους ανθρώπους, σεισμός.  Τρέχουν σα τραγιά τα πλήθη, εδώ και εκεί,  φωνές, σεισμός, μεγάλος τούτη τη φορά, όχι σα χθες το βράδυ, αυτοκίνητα φρενάρουν, πεζοί φρενιάζουν, γραίες τσιρίζουν και πολύς λαός ξεχύνεται στην παραλία για να ιδεί τι θα απογίνει , με το μεγάλο ταρακούνημα και με τα πράματα που έχει κατά νου, με τις φοβίες και τις ατυχιές. Δεν είναι λίγο πράμα.
      Σεισμός. Εκεί που τα’ χεις όλα ταιριασμένα, τη δόση σου, το δάνειό σου, το παστρικό σου σπιτικό, υγεία και χαρά και βιός καλοβαλμένο, σεισμός ταράζει όλο το γιαπί της πόλης και κραδαίνοντας την απειλή που είναι ξαφνική και άμεση σε ξεβολεύει. Και συ, της σιγουριάς ο τόπος, κυλάς και γίνεσαι ένα με άλλους, τόπους που οι μοίρες των ανθρώπων είναι γκριζωπές και αχρείες, που οι μοίρες των ανθρώπων δεν περιλαμβάνουν θαλπωρή και ξεγνοιασιά, μονάχα αγωνίες και πόνο. Τι θα απογίνουμε ;
Σεισμός.
    Ένα μενταγιόν που αντιστέκεται κυλά στο ρείθρο και σωπαίνει. Το μουγκρητό της γης σωπαίνει και αυτό και σταματάει πια να κουνάει ο τόπος. Και εκεί που οι άνθρωποι κάνουνε να καλμάρουν κάποιος δείχνει το νοτιά. Η θάλασσα, η φίλη, η ομορφιά, αγριεύει.  Μαύρη και ανταριασμένη γίνεται και μπαίνει στη στεριά. Το πλήθος που την έχει σύμμαχο τρομάζει… τα κύματα μεγάλα, ένα μέτρο, ενάμιση, περνούν την παραλία και ανεβαίνουν στην πλατεία, την πλατεία Αριστοτέλους, το σύμβολο της πόλης της ερωτικής, της πόλης που γεμίζει ανθρώπους με παπούτσια όλο γλίτσες, με πιάτα ανάποδα και κάδους βρωμερούς, σκουπίδια ανάμεσα σε πλούτη, κι όλοι τρέχουν. Γύφτοι, λεροί και άρχοντες, μαμάδες με καρότσια και κοπέλες με τακούνια, όλοι ξέπνοοι και λίγοι, στις περιστάσεις  και παιδιά που μόνο πρόβλημα έχουν μη βραχεί το κινητό και σβήσει. Ένα μενταγιόν που αφήνεται στο κύμα να το πάρει πίσω στο νοτιά, ένα μέτρο τη φορά, απ’ εδώ να φύγει. Ένα μενταγιόν μες στο Θερμαϊκό.

κεφάλαιο εφτά

      _ Έλα Λίλλιαν, ανεβαίνω με ταξί, το σπίτι εντάξει ; Τρόμαξες ; ναι ήταν μεγάλος…ξέρω.. φτάνω, κλείσε.
_Ανοίξεως 32 στο Πανόραμα μικρέ.
    Σεισμός και κύματα στη πόλη… εντάξει πάνω εμείς δε μασάμε αλλά είναι ένα μικρό σοκ. Ώρες είναι να ξεκινήσουμε τσουνάμια στη Μεσόγειο. Το χειρότερο τσουνάμι όμως είναι αυτό που μου συμβαίνει με τις μετοχές.. καταραμένος είμαι ;
     _ Έλα Γεωργίου… λέγε με τρόπο….κουβάς ; Να πας να γαμ… ρε μαλέα σιγουράντζες δε μου είπες ; Εσύ δε μου το είπες ;  Άκου… με χάνεις. Εγώ δεν είμαι Σόρος. Από τις μετοχούλες ζω. Δεν έχω άλλες άκρες. Παγκόσμια γεγονότα και συγκυρίες να τα βάλετε οι χρηματιστές στο τέτοιο σας. Έχασα και το τζιπ από λάστιχο. Τώρα.
    _ Με ταξί, με τι με άλογο ; ε ; Πάτησα κάτι στη Νίκης και σκίστηκε σα χαρτί, στο πλάϊ κι όλας που δε γίνεται.. θα με πει τώρα ο Μιχαλάκης εφτακό τα δυό μπροστινά και θα μου χαλάσει το βράδυ… ε, είναι μεγάλο νούμερο, είναι φαρδιά σου λέω… γιατί πουλάς και λάστιχα ;
   _ Άκου… περισσότερα από το skype, ξεφορτώσου Ισπανίες και Αγγλίες και πάρε Αφρική. Χρυσό, μέταλλα, ασήμια, καμήλες, ότι βρεις αγόραζε. Από τώρα και στο εξής εγώ θα μιλάω αφού εγώ θα πληρώνω. Το μόνο Ελντοράντο είναι οι μαύροι. Μέχρι να ξυπνήσουν εκειδά θα έχουμε κάνει μια δυο βίλλες στο Sunny να ‘χουνε τα παιδιά που να δέσουν ένα decent καρυδότσουφλο.
   _ Tι τραπεζικές ρε μαλέα ; Ρε θα με τρελάνει αυτός … Με τα μυαλά σου θα με κάνεις να γυρίσω στη παλιά μου τη δουλειά και εγώ τις αίθουσες των χειρουργείων δε τις ξαναβλέπω. Ακούς ; Ακούω να λές. Αφρική. Άντε γειά. Άντε γειά…
    Δεξιά αγόρι μου, πάτα το λίγο έχουμε και δουλίτσες, ε ; Έτσι.
_ Έλα. Νίκος. Ποιος Νίκος ; Θα σου ‘λεγα τώρα. Πάμε Αθήνα την Τρίτη. Τα δυό μας. Θέλω λίγο να ξεχαρμανιάσω, θα σε περπατήσω στα γούστα. Που’σαι Τζούλια ; Πάνε πάρε κανά βρακί μη μου’ρθεις πάλι με τα μωβ και σκιάζομαι… δε ξέρω, δε ξέρω.. μια γουρσουζιά κυλάει στη πόλη… Πάτησα κι ένα μενταγιόν, μια μαλακ.. κι έχασα το τζιπ, δεν είμαι στα καλά μου. Κλείνω πρωϊνή πτήση για την Τρίτη. Στα γνωστά. Άντε μωρό, τα λέμε. Τα λέμε λέωωωωω
             - Εδώ πιο κάτω… στη καγκελόπορτα….μισό… κατεβαίνω… μισό
_ Γεωργίου ; Ναι, πάλι εγώ, κάτι της στιγμής…. Αλγερία κοίταξες ;  Θα στηθεί χορός… Άκου τον παππού.
Άκου τον παππού… αισθάνομαι καλά σήμερα. Αγόραζε Αλγερία Γεωργίου. Έχω προαίσθημα. Δεν είδες Λιβύη και Αίγυπτο τι πάρτυ έγινε ;  Άκου… είναι εντολή.
    Α λ γ ε ρ ί α    … κοψοχρονιά. Μίλησα.

τέλος