Σάββατο, Ιουλίου 19

... απλή ή κατοστάρα μάστορα ;

    Εγώ αυτή και δυό ρακοπότηρα. Το καρώ μεσίστιο. Ψίχουλα από παξιμάδι τρέχουν στη φωλιά. Λαδιές.

    
     Στην αρχή είμαι ρελαντί. Μιλάει αυτή, εγώ απαντώ, σωπαίνω λίγο, κάνω πως σκέφτομαι πετώ μετά καμιά εξυπνάδα, κομπλέ. Βαδίζουμε.

     Ύστερα αδυνατώ να την παρακολουθώ. Την κοιτάω, δε λέω, προσχήματα κρατώ. Μέσα μου συμβαίνουνε όμως πράγματα που ... δε μας λαμβάνουν και πολύ υπ' όψη.  

    Λοιπόν όταν κατεβαίνει το γαμωποτό στο σύστημα είναι σα να παίρνει μπρός η δεύτερη μηχανή μου. Υβριδικός είμαι. Με τον ένα κινητήρα διεκπεραιώνω τα τρέχοντα. Με το δεύτερο όμως αρχίζουνε οι …επιδόσεις.   

    Εκείνη μου λέει κάτι για γκαρσονιέρα, φωλίτσα, ένα στρώμα στο πάτωμα, το δικό μας ίδιο κλειδί, δυό μπουκάλια κόκκινο και δυό θεόρατα τασάκια από αλουμίνιο, μια κούτα καπνό και τα ρέστα. Τα μάτια της είναι χαμηλά. Το μυαλό της φευγάτο.

    Δε την χάνω τελείως. Απλά της τρίβω το μπράτσο και τη κοιτώ με συγκατάβαση. Ήθελα να έβλεπα το χαμόγελό μου. Μέσα στο μηχάνημα, σε 'μένα λέω, η χημεία κάνει παπάδες. Τα όρια στην άμμο μου σβήνονται και χαράσσονται ολοένα και πιο έξω. Όσο περισσότερο καύσιμο κατεβάζω τόσο περισσότερο βρυχιέται ο κινητήρας. Ένστικτα διαλύουν το κουτί της Πανδώρας που έχω στη κούτρα μου και τα σενάρια γίνονται τερατώδη.  

     Και να… πετώ την παραίτησή μου στα μούτρα τους. Φεύγοντας βροντάω πίσω μου την πόρτα. Και να… χτίζω φωλιές σε διαλεχτούς παράδεισους. Τα μέρη παίρνουν χρώμα από την παρουσία μου. Και να… μια υπέροχη σύντροφος με κοιτάζει στα μάτια. Το μόνο που ζητά από μένα είναι ..να 'μαι ο εαυτός μου ! Και να.. εξαφανίζονται οι ύπουλοι από γύρω μου. Γεμίζει ο τόπος δικούς και ντόμπρους. Και να.. αποθεώνω το κορμί μου. Τα  φλου εναπομείναντα μαλλιά μου επαρκούν για αλογοουρά. Και να... εκλιπαρούν οι κάθιδρες θεότητες στο στρώμα μου από κάτω για ανακωχή. Ποιά ιδρωμένη τόσο έρωτα και τόσο βίαιο οργασμό μπορεί να αντέξει ; Και να … είναι κάθε βράδυ εκεί, για μένανε. Η αυτής μεγαλειότητα Η πανσέληνος. Είκοσι εννιά πανσέληνοι και μία έκλειψη το μήνα. 

   - Ο κόσμος.... με διακόπτει η δικιά μου...

     Γέρνει, ακουμπάει στον ώμο μου και μια τούφα από τα μαλλιά της μου πασπαλίζει τη μύτη.  Φτερνίζομαι και όλο το κατάστημα γυρίζει για να δει. Το μάτι κανενός δε στέκεται δυό τέρμινα στο σύνολό μου. Δεν είμαι αξιοπρόσεκτος ή το κριτήριό τους είναι πάτος ;  Το κριτήριό τους είναι πάτος. Άσπρος πάτος.

   Εκείνη μου γεμίζει το σφηνάκι με ρακί. Τα βλέπω. Άσπρο πάτο. Ύστερα πάω φίρδην μίγδην για κατούρημα. Εκείνη στρίβει. Κάτι βάζει μέσα στον καπνό της. Το πιάνει το μάτι μου αλλά δε μιλώ.

   Κάνω δυό έξι τέσσερα λεπτά και στρώνομαι. Μου ρίχνει μια ματιά απάνω κάτου. Το μάτι της γυαλίζει. Και μου λέει…

   -  Ο κόσμος όλος μια σταλιά. Απλώνει τα δυό χέρια και χαράζει μια περίμετρο δυό πήχες απ' τους κώλους μας :

   -  Ο κόσμος μια σταλιά αγόρι μου. Και όλα μέσα. Μέσα εδώ στη κούτρα μας. Σηκώνει το δάχτυλο να δείξει και το ακουμπάει στον κρόταφό μου. Με τσούζει η επαφή. Δε λέω. Ρουφάει άλλες δυο και συνεχίζει :

  -  Ο κόσμος μια σταλιά συνάμα και τεράστιος. Εμείς μυρμήγκια με δυο πούτσους ΝΑΑΑΑ. Θα τα γαμήσουμε τη μάνα όλα και ξανά θα τα διορθώσουμε.Γιατί όλα είναι εδώ. Μέσα στη κούτρα. Ακούς ;

    Κατεβάζω την κεφάλα μου επιδειχτικά με ένα χαμόγελο Βούδα. Στο καθρέφτη απέναντι βλέπω ένα χαμόγελο Βουδιού.

   Τη σηκώνω, την άλλη λέω, γιατί η πούτσα μου είναι λιάρδα, βγαίνουμε και περπατάμε παραλιακώς. Δεν έχει κρύσταλλα καθρέφται πουθενά. Εγώ αυτή και τα μυστήρια. Κάτι συνέχεια σιγομουρμουρίζει αλλά τώρα την έχω χάσει τελείως. Δε πειράζει και τόσο, γιατί όλο και καλύτερα μου τρίβει το κωλί. Είμαστε κομπλέ. Μονάχα εκεί… δυό βήματα, εκατό, διακόσια παρακάτω κοντοστέκομαι , σηκώνω το κεφάλι και της λέω…

    - Πότε κουβαλήσανε εδώ αυτό τον Πύργο ;

   Και με λες μετά… το καύσιμο δεν έχει σημασία ;     

Κυριακή, Ιουλίου 13

το κουσούρι



   Τραβώ ένα κολλαριστό Α4 από το συρτάρι του εκτυπωτή. Τη στιγμή που πάω να γράψω την πρώτη λέξη, ένα σημάδι μέσα στο άλικο λευκό τραβάει το μάτι μου. Πλησιάζω το δάχτυλο, να το ξύσω να φύγει. Με το απρόσεχτο μανίκι μου τσαλακώνω λίγο τη σελίδα, κάτω δεξιά. Τώρα έχω μια σελίδα με ένα σημάδι και μια ζάρα. Δεν έχω πλέον καμία όρεξη να γράψω οτιδήποτε. Πάντα μου την δίνει κάτι που ξεκινάει με κουσούρια… Τώρα θέλω απλώς να πετάξω το χαρτί. Αλλά κωλώνω. Δεν είναι σωστό να πετάς τα χαρτιά σου άγραφα. Πάω να γράψω τις πρώτες αράδες. Καταπιεσμένος. Το μάτι μου στο τσαλάκωμα. Ένα απλό Α4 και μου έχει κάνει τα νεύρα τσατάλια. Ένα απλό λευκό χαρτί και δεν είναι ίδιο με κανένα άλλο. Το διπλώνω. Δυό και τρείς. Το κάνω καραβάκι όπως μου έδειχνε τότες ο παππούς. Το τσαλάκωμα φαίνεται πάνω στην πρύμνη. Το σημάδι που τα προκάλεσε όλα είναι κρυμμένο. Βλέπω το αποτέλεσμα με αποτροπιασμό. Ένα λευκό καραβάκι τσαλακωμένο σα να έπεσε πάνω στα βράχια. Πρέπει να προκάλεσε τον πνιγμό πολλών ανθρώπων. Μου προκαλεί όλο και μεγαλύτερη θλίψη. Πηγαίνω και το βάζω στη μπανιέρα. Ανοίγω το νερό. Γυρίζω στο ντουζ και το κάνω μια μουσκεμένη σαβούρα. Τώρα κανένας δε θα μπορεί να το περιγράψει σαν ένα τσαλακωμένο Α4. Από εδώ και μπρος είναι μια άλλη ιστορία.
   End of the story.

Παρασκευή, Ιουλίου 11

ναι αδερφέ, γαμιέται ...

       
           Αρετσού. Δειλινό. Ένας απέραντος ουρανός έργο Ντελακρουά με  δανεική την παλέτα του Ρέμπραντ και στο βάθος , άλλη μια γη των ονείρων μας. Μαύρα περιγράματα από ιδανικά δέντρα. Σιγή. Τζιτζίκι κάθεται για λίγο κοντά. Μετά πάλι ησυχία... Ήχος τράτας που επιστρέφει, ο ήχος της τράτας ευχαριστημένων από το μεροκάματο ανθρώπων. Οι γεμάτες τράτες ηχούν πιό μελωδικά, έλεγε ο ψαροΗλίας στην Ποτίδαια. Σούσουρα από κουτσομπόλικα χελιδόνια που τα μαζεύουν για ύπνο. Στο έδαφος μια ατελείωτη μετανάστευση τερμιτών. Σπλάχνα της γης, τα ίδια για εκείνους και εμένα, αναπνέουν ζέστη και πόθο για γαλήνη. Η νύχτα έρχεται με αυτοπεποίθηση.
    Μαγεία χώνεται μέσα μου από όλες τις μεριές. Αισθάνομαι ευγνωμοσύνη. Τα μάτια μου δακρύζουν  από τον μπάτη και από τις θύμισες. Το παγκάκι κάτω από τα σκέλια μου έχει να πει. Δικά μου κι αλλονώνε κατορθώματα, καρδιές Νικόλες και Ελένες χαραγμένες με σουγιάδες, μαύρα στίγματα από ξεχασμένες κάφτρες, σπίρτα σβησμένα κάτω από κορμιά αναμμένα, διψασμένο ξύλο γεμάτο χαρακιές, ανάγκη για τσιγάρο.
    Στρίβω χαρτάκι. Τα δάχτυλα σταθερά. Τα μάτια στον ορίζοντα. Μετρώ τη ρότα της τράτας με το αχνό στίγμα που πλαταίνει πίσω της, γραμμές στο νερό, παράλογες αποχρώσεις του γκρί με αστραφτελιές χρυσίζουσες πυγολαμπίδες. Είμαι σε ένα παράλληλο σύμπαν. Ανάβω. Τραβάω μια ρουφηξιά μέχρι να τσούξει το μέσα μου. Κλείνω τα μάτια. Για μια στιγμή βλέπω τη νεράϊδά μου να κολυμπάει γυμνή στο ρουμπινί νερό. Μετά θαρρώ πως ακούω τον παφλασμό από τα μακριά πόδια της που αναδύονται και καταδύονται σαν τη μαγεία που νιώθω φορές φορές για τούτη εδώ την παραλία.
    Ένας ήχος ξεκινάει από μακριά. Κι εγώ ανύποπτος είμαι όλος αυτιά. Πως να μην είμαι ; Ένας ήχος διασχίζει τώρα για μένα το σύμπαν, βαίνει αυξανόμενος, διασχίζει τις λίγες εκατοντάδες μέτρα και ορμάει μέσα στο κεφάλι μου σαν αντάρτης που αιμοραγεί :
    - Κεράσια από τη Βέροια, πατάτες, ροδάκινα, δύο κιλά τέσσερα ευρώ, καρπούζια με το μαχαίρι, όλα τα σφάζω όλα τα μαχαιρώνω. Ο Βίκτωρας, το καλό παιδί. Πάρε κυρία...
    Ένας δεύτερος ήχος καταφθάνει, σα να μπαίνει κι άλλος αντάρτης, νύχτα στο σπίτι από το πίσω παράθυρο, εκείνο που από κάτω κοιμάται το μωρό :
    -  Αλομίνια, κάσες, αυτοκίνητα, πλεντήρια, κουζίνες χαλασμένες μαζεύω, ομορφίνω το περιβάλλον, αυτοκίνητα παλιά και καινούργια, μηχανήματα, υπόγεια καθαρίζω...
    Ένας τρίτος ήχος, ένα παρατεταμένο κορνάρισμα, μπουκάρει σα σειρήνα που αναγγέλει βομβαρδισμό. Λυσσασμένο κλάξον με έναν ελαφρό βήχα από τη δυσφορία, κάθε τι που είναι φτιαγμένο για διαφορετική χρήση, αρνείται τον βιασμό.
   -  Τιριταρα, τιριταρα, τιριτάρα, τιριτάρα.
   Ένας τέταρτος ήχος, πιό άμεσος, τραχιά φωνή που απευθύνεται κατά πάνω μου, ρωτάει:
   - Αδερφέ ;  ένα τουότα δεύτερη σειρά εσύ 'σαι ;
    Κάνω νεύμα προς τα πάνω.... αρνητικό.
   - Γαμιέται όμως ... μου κάνει αόριστα.
    Κάνω νεύμα θετικό, προς τα κάτω.  Οι τερμίτες τρέχουν να κρυφτούν.Πατάω το τσιγάρο κάτω να θαφτεί.
    - Ναι αδερφέ, γαμιέται...