Κυριακή, Φεβρουαρίου 28

Αντιφάσεις...



Η Κατερίνα είναι μια σαραντάρα της στριφνής εποχής μας. Θέλω να πω, υπάρχουν στιγμές που το τσιγάρο ανάμεσα στα δυό δάκτυλά της τρέμει παραπάνω από το φυσιολογικό. Νομίζει πως πάει καλά, πως δικαιούται να ανεβοκατεβάζει τα κουμπιά στο καντράν της ζωής της, ξέρετε, εκείνα τα δέκα κουμπιά που έχουν οι κονσόλες μας και μονάχα μα μονάχα εμείς μπορούμε να τα παρκάρουμε και τα δέκα λάθος ! Γονείς, παιδί, έρωτας, καριέρα, συναισθηματική ολοκλήρωση, διανοητική εξέλιξη, φιλίες, υγεία, ασφάλεια, πεπρωμένο…. Δέκα : Πόσους συνδυασμούς βγάζουν δέκα μεταβλητές με δέκα πιθανές τιμές η καθεμιά ; Ακόμη και κατά τύχη κάποια στιγμή θα πετύχεις την αρμονία. Έτσι νομίζεις αν είσαι λιγάκι αφελής. Η Κατερίνα δεν έχει, όπως οι περισσότεροι από μας, μαθηματικό ταλέντο…και τα κίνητρά της βρίθουν αντιφάσεων, όπως όλων μας φυσικά.

------------------------------------------------------------------------

Έξι και κάτι το απόγευμα, εγκαταλειμμένος οικισμός Κισσός, έκταση με κουφάρια σπιτιών και βράχια, λίγοι θάμνοι, πολλοί ήχοι, η απόλυτη συναισθηματική κιβωτός για όποιον χρειάζεται μερικά λεπτά με κανέναν.Ένα ποδήλατο ξαπλωμένο σε κίτρινο χόρτο. Μια μέλισσα. Μια κοπέλα.
- Πρόκειται λοιπόν να συνεχίσω. Να συνεχίσω. Μάλλον αυτό ήταν το ζητούμενο, ε Κατερινιώ ; Πρόκειται να συνεχίσω. Για πόσο ακόμη δεν έχει σημασία. Σημασία έχει ότι ο τρόμος της φυγής κρύβεται ξανά κάτω από ένα παχύ θαλπερό χαλί. Χρειάζομαι τώρα ένα τσιγάρο. Και δυό να σου πω… Τι κακό θα μου κάνουν ;
Η Κατερίνα κάθισε με μια σχετική νευρικότητα στην ύστατη άκρη του βράχου. Δεν τα μπορούσε τα ύψη. Απλώς ήθελε να παίξει απόψε με τα όριά της. Και χρειαζόταν μια αφ’ υψηλού ματιά. Τρεις ώρες είχαν περάσει από τα αποτελέσματα. Ο γιατρός, το τρέμουλο, το πάνιασμα του προσώπου, τα τύμπανα στην καρδιά, το χαμόγελό του. Όλα καλά. Καλοήθης. Κ α λ ο ή θ η ς… τι λέξη ! Πολύ μικρή, πολύ απλή αν θες να ξέρεις, πολύ απλή και μικρή για να περιμαζέψει όλη τη τρικυμία που προηγείται της εκφοράς της. Καλοήθης. Ας είναι.
- Τρέμουν τα χέρια σου Κάθριν. Θα το ανάψεις το ρημάδι ή θα πάρεις φωτιά ; Ένα τσιγάρο. Αν το ρουφήξω μέχρι μέσα μπορεί να νιώσω εκείνο το κάψιμο. Αν βγάλω τα παπούτσια μου μπορεί να κόψω εδώ και κει τα πόδια μου. Αν γλιστρήσω μπορεί και να γκρεμοτσακιστώ. Μα τώρα έχω τόσες επιλογές. Μάλλον αυτό ήταν το ζητούμενο, ε Κατερινιώ ; Πρόκειται ξανά να έχω επιλογές… Απόψε να πλύνω καλύτερα σκούρα, το παντελόνι της μικρής είναι για αύριο βράδυ.
Το χωριό πίσω της ένα γκρι κουφάρι. Για το χωριό αυτό κάποιος είχε αποφανθεί κακοήθες. Και τελείωσε όπως άρχισε. Σαν μια ακαριαία ιδέα. Δρόμοι χωρίς ροδιές. Αλέες χωρίς σκυλιά. Γήπεδα χωρίς καυγάδες. Και παράθυρα παντού, χωρίς κουρτίνες. Κανένας δεν επιδιώκει να κρύψει τη ζωή του από κανέναν. Ένας οικισμός φάντασμα. ΚΙΣΣΟΣ. Κρίμα. Ανέβηκε εδώ με μια βεβαιότητα ότι δε θα της πιάσει κουβέντα ο λάθος άνθρωπος. Μονάχα ο αέρας. Στο βουνό πάντα έχεις την ευκαιρία να αφεθείς στη θωπεία του αέρα χωρίς αυτόπτες μάρτυρες. Αν δακρύσεις μπορείς να το αποδώσεις στον αέρα. Αν λυγίσεις τα ρίχνεις στην ορμή του. Αν κοιμηθείς ο αέρας θα σε έχει νανουρίσει. Μα δε θα μείνεις χωρίς δικαιολογίες που να στέκουν. Αυτό είναι βέβαιο. Η Κατερίνα στράγγισε τα συναισθήματά της για να βγάλει το ζουμί τους. Ήθελε μια αναμέτρηση. Κατά πρόσωπο.
- Ποιες είστε ; Ποιες είστε οι επίμονες ; Ποιες είστε ; Φανερωθείτε τώρα εδώ μπροστά μου να κανονιστούμε. Φοβίες, τρόμοι, ανασφάλειες… Σας βαρέθηκα. Αν είναι να συνεχίσω και θα συνεχίσω όπως φαίνεται, διάολε, καλύτερα νομίζω να σας αντιμετωπίσω τώρα. Κατάματα. Βαρέθηκα να περπατάω βαστώντας ομπρέλα. Τ’ ακούτε καργιόλες ; Βαρέθηκα τον μουντό ουρανό. Να λοιπόν. Έμεινα οκτώ βράδια ξάγρυπνη με τη χειρότερη από σας. Ξάγρυπνη με το θάνατο. Δεν μπόρεσε να με νικήσει. Ποια άλλη έχει σειρά ; Τι είναι το χειρότερο που μπορεί να υποστώ; Μετά απ’ το να μη ζω…βεβαίως. Να μην αισθάνομαι ; Να μην μπορώ πια να ανταποκριθώ στα ερεθίσματα των αισθήσεών μου ; Να μην έχω ανάγκες ; Να είμαι αυτάρκης, με την έννοια της αυτάρκειας που έχει μια βραχονησίδα ; Να είμαι εντελώς άφθαρτη ; Με την αναισθησία ενός σιδερένιου σκουριασμένου πλοίου; Να είμαι αντιθέτως ευάλωτη σε όλους ; Να μην έχω μηχανισμούς αντίστασης, απαντήσεις στις επιθέσεις ; Τι μπορεί να πάθω που δε θα το άντεχα ; Ένα ακόμη κακό γάμο; Μια κατακραυγή ; Τίποτε ; Μια ευθεία ζωή ; Τι στο διάολο είναι πιο οδυνηρό ;
Η Κατερίνα αγνάντεψε με όλη της τη δύναμη τη θέα του απογευματινού κάμπου. Τα μάτια της καρφώθηκαν σε ένα μικροσκοπικό χαρταετό, εκεί μακριά, ένα απόλυτο έρμαιο του ανέμου. Αυτή βέβαια ήλεγχε τόσα χρόνια προς τα πού πετούσε. Όχι, δε μπορείς να την πεις έρμαιο, αυτήν σίγουρα όχι…αλλά το χαρταετό, σίγουρα ναι.
- Πορεύτηκα χωρίς πολλές αστοχίες, φορούσα θαρρείς ένα ζωνάρι αγνότητας για τις παρορμήσεις. Αυτή που θα πάρει τα μέτρα της στη ζωή, αυτή θα επιβραβευτεί με όλα τα παράσημα. Προτεραιότητες. Προβλέψεις. Προαναγγελίες. Προγραμματισμοί. Προθέσεις. Προϋποθέσεις. Ναι ήταν Προδιαγεγραμμένη η μερική επιτυχία μου. Να μην είχαμε και αυτές τις μικρές περιπέτειες..
Και τώρα ; Τώρα που η κι αυτή η καταιγίδα στο μυαλό μου κοπάζει και μπορώ να μυρίσω την αυριανή λιακάδα, με ποιόν θέλω να μοιραστώ την εμπειρία ; Θα ήθελα να μου πιάσει αύριο κουβέντα ο κατάλληλος άνθρωπος. Υπάρχει ; Με ποιόν θέλω να συνομιλήσω ; Με τη Λουκία ; Με την Αλέκα ; Με τη μάνα μου ; Με εκείνον ; Όχι, όχι είναι καλύτερα που είμαι μονάχη απόψε εδώ. Και αύριο καλύτερα θα είναι να πιώ έναν απολαυστικό καφέ με κανέναν.Με κανέναν από όσους με συνοδεύουν στη μετριότητά μου. Με κανέναν. Το μόνο που θέλω είναι να πιάσω από τα μαλλιά τον εαυτό μου. Πρέπει να πω δυό κουβέντες με την Κατερίνα. Και ελπίζω να την τσατίσω λίγο...

Να βρεθείς μια ανάσα από το θάνατο, από την αγωνία, από την ολική φθορά σε κάνει έναν καινούργιο άνθρωπο. Ο καινούργιος άνθρωπος ξεκινάει μια παρθένα περιήγηση στις λογικές του. Τις επανακαθορίζει με κριτήρια πρωτόγνωρα. Και εκείνες καταρρέουν σαν πύργοι από άμμο.
-Τους έδωσα πολύ από μένα. Όλους τους. Ω, ναι. Τους έδωσα πολύ από μένα. Γιατί δεν είχα αμυντικούς μηχανισμούς ; Γιατί κοιμάμαι ξεσκέπαστη ; Τι επιδίωκα ζώντας με την πόρτα ξεκλείδωτη ; Να πετύχω την αποδοχή μάλλον. Ξέρω γω ; Να πετύχω καλούς απολογισμούς. Όχι ελλειμματικούς. Μάταια. Το μυαλό μου φταίει. Τα συναισθήματα τα εισέπραττα ακαθάριστα και προ φόρων, ενώ συνέχιζα να διατίθεμαι μετρητοίς. Πως διάολο να κάνεις θετικό ισοζύγιο ; Πως αλήθεια να συγχωρήσεις μετά την αφέλειά σου ; Οι μαλακοί και συγκαταβατικοί την τρώνε πάντα. Έπρεπε να έχω μερικά συρτάρια ερμητικά κλειστά. Ξύπνα κυρα Κατερίνα. Ξύπνα ! Πόσα πράγματα έχεις αναβάλει ; Για πότε καημένη ; Για πόσο αργότερα ;
Η μέλισσα την τριγυρνούσε μα όχι με κακό σκοπό. Πρέπει να ήταν βυθισμένη κι αυτή σε σκέψεις γιατί στα καλά καθούμενα τράκαρε στο βράχο ! ΖΖΖΖΖντούπ. Η Κατερίνα έσκασε το πρώτο χαμόγελο στη ζωή. Μετά τα καλά νέα εννοώ… Σκούντησε τη μέλισσα. Ζούσε...
- Και μετά σου πέφτει ένας βράχος στο κεφάλι. Έ κυρα μέλισσα ; Πρέπει να έχω παραπάνω από δέκα χρόνια να σηκωθώ χωρίς στενό πρόγραμμα. Ο κιμάς ξεπαγώνει, το σίδερο κλαίει η μπουμπού κατουριέται, η μαμά στο τηλέφωνο αισθάνεται άρρωστη. Ποιος είναι ο αδύνατος σε αυτήν την περίπτωση ; Αυτός που απαιτεί ή αυτός που τρέχει ολημερίς δω και κει ; Και ποιος είναι ο κερδισμένος ; Αυτός που μαζεύει τα κακά νέα μέσα του ή ο τελάλης της μιζέριας του ; Πόσο καλή ηθοποιός έγινες Κατερίνα, θα έπρεπε να το ‘χεις σπουδάσει, χρειάζονται πρωταγωνιστές για πικρές κωμωδίες οι αίθουσες. Όλα καλά. Τα καλά νέα είναι ευπρόσδεκτα από όλους. Όλα καλά.
Έπεσε μια περίεργη σιωπή. Τα τζιτζίκια σταμάτησαν το κουτσομπολιό σαν να χτύπησε κάποιος άγνωστος και ξαφνικός μουσαφίρης μια κλειδωμένη καιρό πόρτα. Η παντελής απουσία ερεθισμάτων προκαλεί το μυαλό. Σιωπή… σσσσσσστ. Κάτι σημαντικό μπορεί να γίνει οσονούπω. Υπάρχει προσμονή όταν επικρατεί ησυχία. Ενώ αν έχεις ολημερίς ανοικτή την τηλεόραση, τι μπορεί να σε διακόψει από τα γεγονότα ;
- Ησυχία. Αυτό χρειάζομαι. Κλειστά τηλέφωνα και τηλεοράσεις για να υποδέχομαι ως εξαιρετικά τα μικρά γεγονότα. Την άφιξη του αυτοκινήτου απέναντι, το τίναγμα της κουβέρτας της γιαγιάς, το καυγά δυό γάτων, τις καλημέρες των περαστικών, γιατί δεν έχω δοκιμάσει λίγη ησυχία ; Ίσως καταφέρω λίγο να σκεφτώ αν κάποτε σταματήσουν οι αποσπάσεις. Ποιος μου επέβαλε να ζω μέσα σε χιλιάδες ανόητες αποσπάσεις ; Πόσες διαφημίσεις έχω ακούσει στη ζωή μου ; Ποτέ δεν υπήρξε γαλήνη στα αυτιά μου. Σςςςςςςς Να σκεφτώ. Είναι καλύτερα να σκέφτεσαι ; Είναι ίσως καλύτερα να είσαι μια εντελώς ηλίθια ; Ησυχία ;
Μπαμ, μπαμ. Τινάχθηκε όλο το κορμί της. Πρέπει να ήταν κυνηγοί. Κάποιος με κάποιο ντουφέκι κυνηγούσε κοντά της. Κάποιος αφαιρούσε μια ζωή. Μεγάλη, μικρή, δεν έχει σημασία. Τινάχθηκε σαν να ξύπνησε από λήθαργο. Ξαναπέρασε φρέσκος αέρας από τα πνευμόνια της. Τότε μόνο αντιλήφθηκε ότι αναπνέει πλημμελώς. Αναπνέει όσο χρειάζεται για να μη σκάσει. Όχι όμως όσο χρειάζεται για να μένει σφριγηλό το μυαλό της. Όχι.
- Με ποια θα κάνω τώρα την πρώτη συνεδρία ; Θα φωνάξω τη Στέλλα. Όχι, η Στέλλα δεν είναι η πιο κολλητή μου. Τι μου ‘ρθε ; Η Στέλλα δεν είναι η φυσιολογική πρώτη σκέψη… Ίσως είναι η κατάλληλη για να ανακατέψω λίγο τις προτεραιότητές μου. Γιατί την έκαμα πέρα ; Δε θυμάμαι πιά. Πέρυσι έκανε μια προσπάθεια να κολλήσουμε.. Α, ναι. Ναι Κατερίνα… θυμάσαι. Η Στέλλα είναι μια παρέα τοξική για την υγεία της αυταπάτης σου. Η Στέλλα έχει ανεξάρτητο μυαλό. Είχε έναν πιο ντελικάτο και περπατημένο άντρα από σένα. Το παιδί της τα πάει καλύτερα στο σχολείο. Η Στέλλα είναι μια σειρά από δικές σου ήττες. Και ποιος θέλει να του τρίβουν τις ήττες του στα μούτρα ; Είναι πιο οικεία παρέα κάποια που τα έχει σκατώσει χειρότερα από σένανε. Είναι ανακουφιστικό να συναντάς τον εαυτό σου σε διάφορες ταπεινές εκδοχές. Τις ίδιες ανεπάρκειες, τις ίδιες ανασφάλειες, τις ίδιες μικρές ανακολουθίες, τις ίδιες όλο και πιο σπάνιες αναλαμπές. Έχω τις φίλες που μου αξίζουν. Συναντιόμαστε για να κολακεύουμε η μια τα παιδιά της άλλης. Μας ενώνουν μονάχα τα παιδιά μας… Πάντα υπάρχει συζήτηση αν υπάρχουν παιδιά…
Την έπιασε ένα σύγκρυο. Μάζεψε τα πόδια της κι άλλο, μέσα στην αγκαλιά των χεριών της. Δεν είχε πάρει ζακέτα. Ποτέ δεν έπαιρνε ζακέτα γενικώς. Μισόκλεισε τα βλέφαρα και άφησε το κορμί της να ακούσει τον κάμπο. Ανέβηκαν ψίθυροι. Και φωνές. Πάντα αναγνώριζε τις παιδικές φωνές. Δεν μπορούσε να πει αν είναι παιδιά που γελάνε ή παιδιά που τρομάζουν. Μα είχε μια βεβαιότητα ότι τον περισσότερο σαματά τον προκαλούσαν αυτά. Τα μικρά ζωντόβολα του κάμπου. Να ! Τσιρίδες….
- Λοιπόν πρέπει να είναι το αντίδοτο στον τρόμο της φθοράς αυτό που μας κινητοποιεί τελικά : η ουτοπία της υστεροφημίας. Ο λόγος που σπεύδουμε να κάνουμε παιδιά, ο λόγος που αφήνουμε να μας πατάνε όλοι τους μετά, γιατί ; μόνο και μόνο για να μην αντικρύσουμε μια κηλίδα ματαιότητας στο παιδικό τους βλέμμα. Ο λόγος που δεν αλλάζουμε τα αφόρητα και τα μάταια στη συμβίωση με έναν άγνωστο τελικά άνθρωπο, μόνο και μόνο για να μη τα ξεβολέψουμε στην προσπάθειά τους να περπατήσουν με τα δικά τους ποδαράκια. Λοιπόν πρέπει να είναι η ουτοπία της επιτυχίας. Έφερες παιδί σωστό στην κοινωνία. Δεν ακούγεται κακό, ε; Ιδιαιτέρως όταν στο πει η μαμάκα σου. Ναι, είναι μια αναγνώριση από αρμόδια χείλη. Η αρμοδιότητα είναι σημαντική. Καημένη ζουζούνα μου. Έπεσες εδώ από μια παρόρμηση...
Εγώ ήθελα να φέρω ένα παιδί σ’ αυτή την πραγματικότητα ; Εε; Ήθελα να αναπαράγω τα δικά μου αδιέξοδα σε νέες εκδόσεις ; Και εν πάσει περιπτώσει, ήταν το πρώτο που ήθελα να κάνω ; Γιατί τόση πρεμούρα ; Μη μείνει άπρακτη η ξεπαιδιασμένη η κυρά Λενιώ και τρέχει στους τρελογιατρούς ; Γιατί τόση πρεμούρα ; Ήμουν όμορφη και ελπιδοφόρα πιτσιρίκα. Απ' όσο μπορώ να θυμηθώ, εντάξει ; Όμορφη ήμουν…

Ο αέρας κόπασε. Ακούστηκαν κοφτές φράσεις από ένα άφαντο αηδόνι. Τα αηδόνια είναι μαγικά. Κάθε φράση και μια ιδέα. Ποτέ δυό φορές το ίδιο κελάϊδισμα στη σειρά. Τα αηδόνια είναι μαγικά γιατί δεν τα βλέπεις. Στοιχηματίζεις ότι είναι όμορφα. Δεν το ξέρεις. Μπορεί να είναι τα ασχημότερα πλάσματα του κόσμου. Μα αφήνεσαι να σε παρασύρουν στην ιδέα της ομορφιάς σαν να σε αφορά. Είναι ωραία όταν η φαντασία σου υπόσχεται ανώτερα απ’ ότι η ζωή σου έχει κληροδοτήσει.
- Αύριο να πάω να βάψω το μαλλί. Η ρίζα έφτασε απέναντι. Δεν είναι ωραίο να φτάνει τόσο γρήγορα η ρίζα σε δημόσια θέα. Γιατί σε αναγνωρίζουν με μια ματιά. Αποφασίζουν τι να προσδοκούν από του λόγου σου. Δεν μπορείς παρά να σκοτωθείς για να τους επιβεβαιώσεις. Μεγάλο βαρίδιο οι ρίζες. Έπρεπε να το είχα πάρει αλλιώς από μικρή. Τις μεγάλες ανατροπές τις αφήνουμε για πιο μετά. Έτσι λέμε στα 20. Τις μεγάλες ανατροπές τις αφήνουμε για όταν θα είναι ώριμες. Έτσι λέμε στα 30. Τις μεγάλες ανατροπές τις αφήνουμε για όταν θα μας πιέζει ο χρόνος. Έτσι λέμε στα 40. Ανάθεμά με αν θυμόμαστε στα πενήντα τι εννοούσαμε με την λέξη ανατροπές. Μα οι ρίζες είναι δύσκολο να μετακινηθούν. Ούτε τις άκρες τους δεν μπορείς να βρείς, κι ας σκάψεις με λύσσα. Είναι τα υπόκωφα και πονηρά τεκμήρια των δυνατοτήτων σου. Ποιος τις διέψευσε ; Όχι εγώ. Όχι η Νάντια. Όχι βέβαια η Λουκία. Ποιος ; Δεν ξέρω. Ίσως εκείνος που τις ξερίζωσε να μην βρεθεί ποτέ στο δρόμο μου. Ένας μέντορας. Αυτό ναι. Αυτό θα ήταν χρήσιμο σαν σηκώνεσαι από το πέσιμο. Ένας μέντορας. Πως στο διάολο ανακαλύπτεις έναν τέτοιο οδηγό ; Με συστάσεις ; Με διάβασμα ; Ζώντας ; Συζώντας ; Όχι, όχι. Δεν τον συνάντησα. Κάποιον που να μου πειράξει λίγο το μυαλό. Σαν ελιξίριο φρεσκάδας. Κάποιον να με διαπεράσει με άγνωστο άρωμα. Θα έδινα τα πάντα σε κάποιον που θα κατάφερνε να μετακινήσει ένα ρούπι τη βεβαιότητά μου για την ματαιότητα της συμβίωσης. Αυτή εδώ η συμβίωση δεν είναι παρά μια απλή διαχείρηση ατζέντας. Αχ ρε Τάσο...που 'σαι πάλι.. Ώρες ώρες ξαφνιάζομαι που μπαίνεις σπίτι ! Άλλες φορές κάθομαι μια στιγμή να σιγουρευτώ ότι θέλω να ανοίξω αυτήν την πόρτα, ότι θέλω να μπω στο ίδιο μου το σπίτι..Δυό αγρίμια σε μια φωλιά…
Ακούστηκε μια βοή και απέσπασε τη σκέψη της. Σαν να μπήκε κάποιο γκολ σε ένα από τα γήπεδα των ανδρών εκεί κάτω. Το ποδόσφαιρο ! Το ποδόσφαιρο εξηγεί εν μέρει στις γυναίκες γιατί αδυνατούν να χειριστούν τους άντρες. Για αυτούς υπάρχει μόνο το γκολ. Ένα να χαθεί και πέφτουν να πεθάνουν από απογοήτευση ! Το δοκάρι δεν είναι ζωή. Η ισοπαλία δεν είναι ζωή. Η χαμένη ευκαιρία δεν είναι ζωή. Η υπερπροσπάθεια δεν είναι ζωή. Το γκολ είναι ζωή. Ζωή μετρητοίς. Σε κάθε άλλη περίπτωση κάνουν σαν τα μωρά παιδιά. Εξυφαίνουν σενάρια αδικίας και συνομωσίας. Είναι γοερός ο θρήνος τους και ζεστά τα δάκρυά τους.
- Οι καργιόληδες. Το έχουν καλά δουλεμένο. Το ύφος του δαρμένου σκύλου ! Ναι, είναι η βαριά τους βιομηχανία. Και μεις τρέχουμε από πίσω τους να αναστηλώσουμε οι ηλίθιες την ανδροπρέπειά τους. Γιατί χρειαζόμαστε ένα ανδρείκελο για να αναφερόμαστε σ’ αυτό όταν μιλάμε για ιστορίες επιτυχίας. Οι θρίαμβοι είναι αρσενικού γένους. Οι ήττες είναι θηλυκού. Εμείς διδαχθήκαμε να βαδίζουμε αγκαλιά με ωδίνες. Ο δικός μας ο ανδρισμός είναι η συμφιλίωση με τον πόνο. Στο αμόνι τους οι ψυχές μας είναι η πρώτη ύλη για ωμούς ακατανόητους και προσβλητικούς πειραματισμούς. Χτυπάνε με λύσσα τη μάζα μας για να νιώσουν ζωντανοί. Ακόμη και ο πιο καημένος άνδρας έχει έστω μια ψυχή να κακοποιεί. Για να νιώθει Θεός. Κυρίαρχος..Και μεις, αδυνατίζουμε, τραβιόμαστε, ντυνόμαστε, βαφόμαστε και χαμογελάμε, αυτό είναι το χειρότερο, χαμογελάμε για να πρωταγωνιστήσουμε στην παραμυθούπολη των ορμών τους. Πρέπει πάντα εκεί γύρω να αφήνει τη σκιά του ένας κυρίαρχος. Για να γίνει το όχημα που θα μας μεταφέρει στην ουτοπία μας με ασφάλεια. Τι χαμένος καιρός. Τι χαμένος ιδρώτας. Τι χαμένος ύπνος. Τι χαμένος κόπος ενώ θα έπρεπε να χτίζουμε μονάχες μας κάτι. Μια καλύβα. Μια αιώρα. Μια ζωή.
Η Κατερίνα σηκώθηκε για να ξεμουδιάσει. Ο ουρανός άρχισε να δακρύζει δειλινό. Πέρασαν σμάρια με πουλιά και αναμνήσεις. Τις απόδιωξε. Δεν ήθελε να βυθιστεί στο χθες. Κάθε φορά που ορμούσε με το μυαλό στο παρελθόν της έχανε την συγκρότησή της. Ήταν ένας μάταιος δρόμος. Ήθελε να πάρει αποφάσεις για σήμερα. Όχι αύριο. Σήμερα.
- Λοιπόν θα κατέβω εκεί κάτω και θα ψάξω έναν χαζό. Έναν σφριγηλό νεαρό με ελάχιστη εσωτερικότητα. Θα του δίνω το κορμί μου να το μελανιάζει. Γρήγορα, βίαια, σαν αρπακτικό. Σίγουρα θα πέφτει σαν ξερός στον ύπνο μετά από τέτοιο σεξ. Και μόλις ξυπνάει, μόλις ανοίγει τα μάτια του, θα ντύνει τον θρίαμβό του με διάφορα υπέροχα αυτάρεσκα χαμόγελα μέχρι τα αυτιά. Ούτε ερωτήσεις, ούτε υποσχέσεις. Να τη χέσω τη θλίψη των ψαγμένων. Ήταν και για σένα καλά; Θα ξαναβρεθούμε ; Θα μπορέσεις να… ; Αισθάνθηκες και συ μια στιγμή βαθειάς επικοινωνίας ; Πότε να σε πάρω τηλέφωνο ; … Αει στα κομμάτια βλαμμένοι ! Άει στα κομμάτια. Και σεις και τα τεράστια βράχια της ανασφάλειάς σας. Έναν μποξέρ μπορώ να βρώ ; Έναν οδηγό φαγάνας. Έναν… έναν..
Η Κατερίνα έπιασε να γελάει τρανταχτά. Και το γέλιο της, αναδιέταξε το κορμί της. Και έτσι ήσυχα εξελίχθηκε σε λυγμό. Συντονίστηκε συθέμελα με το τράνταγμα του γέλιου και ελευθέρωσε σε δάκρυα μια τεράστια εγκλωβισμένη ποσότητα συναισθηματικής ύλης. Ώριμης να ελευθερωθεί. Πρέπει να έκλαψε πάνω από 20 λεπτά. Η ποσότητα των δακρύων ήταν αφοπλιστικά επλιδοφόρα. Όταν στέγνωσε της έλλειπαν 50 κιλά.
- Θα μπορούσα να γίνω καλή οδηγός φαγάνας. Έχω αυτήν την έμφυτη ορμή να πάρω αμπάριζα όλα μπροστά μου και να τους τα κάνω αγνώριστα. Να σαρώσω με τέρμα τα γκάζια το τοπίο τους… Μια φαγάνα θα ήταν η λύση. Και με ισοπεδωμένο πίσω μου το χωράφι να κάνω ένα τσιγάρο και να σκεφτώ. Ελεύθερα. Κάθε όγκος που αφήσανε οι προηγούμενοι μπορεί να χρησιμοποιηθεί με δημιουργικό τρόπο, αν έχεις μια τεράστια φαγάνα και λίγη δημιουργικότητα. Όχι, όχι απαραίτητα οργή. Δημιουργικότητα.Γιατί δεν αφήνουν αυτόν τον πλανήτη σε γυναικεία χέρια ; Δεν θα γινόταν καλύτερος με λίγη στοργή και δημιουργικότητα; Κοίταξε πως τον κατάντησαν με την οργή τους. Και τι τους φταίει ; Είναι που δεν δικαιολογούνται να κάνουν πλημμελή καριέρα, αυτοί, οι κυρίαρχοι. Ενώ εμείς, μπορούμε να σφηνώσουμε μια δουλίτσα στο πρόγραμμά μας, αφού τελειώσουμε το πλυντήριο. Όχι ρε γαμώτο. Δε πάτησα την πλύση πάλι. Όχι ρε γαμώτο. Βρακί δε θα ’χω αύριο το πρωί. Αχ, ρε Κατερίνα. Καριέρα. Μάλιστα. Φύτεψε σήμερα για να θερίσεις του αγίου ποτέ μια υπέροχη σειρά από πούτσες μπλέ. Καριέρα. Αυτό που το βάνεις…
Περπάτησε προς το ανυπόμονο ποδήλατό της. Ήταν όμορφο ποδήλατο. Εδώ μες τα χόρτα δε θύμιζε τη ζωή της. Πόσο πηδάλι μπορεί να κάνει ο άνθρωπος αρκεί να έχει στο μυαλό του ότι κάπου θα φτάσει ;
- Ώρα να κατεβαίνω. Ηρέμησα λίγο. Ήθελα κάπου να τα πω, κι αυτός εδώ ο κάμπος έχει αποθέματα κι υπομονή να ακούει. Θα ήθελα να φωνάξω μια υπόσχεση. ΑΚΟΥΤΕ ! όυτε, ούτε, ούτε. ΑΠΟ ΑΥΡΙΟ ΘΑ ΕΙΜΑΙ ΜΙΑ ΝΕΑ ΚΑΤΕΡΙΝΑ, ίνα, ίνα, ίνα…. ΝΑΙ αιαιαιαι. Ουάουουου σιγά, θα τσακιστείς ρε Κάθριν Ζέτα Τζ...
Πετάλισε και έπιασε να κυλάει στην κατηφόρα. Για μια στιγμή η σέλα ανάμεσα στα σκέλια της βρυχήθηκε σαν το ζώο. Για δυό στιγμές ο άνεμος που καθάριζε τα δάκρυα τη χάϊδεψε σαν φίλος. Για τρεις στιγμές ο στενός δρόμος που κατηφόριζε απότομα της σφύριξε το σκοπό της. Δεν ήταν σίγουρη βέβαια, μα νόμισε πως άκουσε να της σφυρίζει κάτι. Για τις επόμενες λίγες στιγμές το σύνολο των μορίων της την γοήτευσε με ζωή μετρητοίς. Ήταν χαρούμενη με την έκβαση των γεγονότων. Τα μαλλιά της ανέμιζαν. Δεν σκεφτόταν πιά. Της αρκούσε που τα είπε για μια φορά στον εαυτό της χωρίς αποσπάσεις. Μόνη της με την Κατερίνα. Τα μυαλά της ανέμιζαν.. Ναι..
________________________________________________________
Από αύριο θα γίνει μια άλλη Κατερίνα ; Ούτε μια στο εκατομμύριο. Γιατί, εσύ θα γινόσουν ;

Η τελευταία Πασχαλιά του Πασχάλη.


Είμαι ο Πασχάλης. Είμαι 12 αλλά φαίνομαι μεγαλύτερος. Έχω πιεί δυό μπύρες σε μπαρ, χωρίς το μπαμπά μου εννοείται. Αααα,και ξέρω καλά πως δεν γίνονται τα παιδιά αν καταλαβαίνετε τι εννοώ. Τώρα τελευταία έχω λίγο μειώσει το ποτό. Νομίζω πως είμαι έτοιμος και για να ψηφίσω αλλά ο μπαμπάς διαφωνεί.
Φέτος το Πάσχα πλησιάζει γοργότερα από συνήθως και αυτό στο σπίτι μας έχει προκαλέσει ένα μικρό πανικό. Η μάνα μου συνήθως ετοιμάζεται δυό τρείς μήνες για τις οικογενειακές συγκεντρώσεις και ο μπαμπάς συνήθως τραβάει όλο το μπλέξιμο. Η αδελφή μου συνήθως κλείνεται στο δωμάτιο και βάζει metal οπότε εγώ πρέπει να ζήσω μέσα σε ένα βόμβο γκρίνιας και καυγάδων με διπεταλιές και γκαρίδες. Και είμαι και ο μόνος που ακούει τηλέφωνο και κουδούνια οπότε νομίζω πως ξέρω τι θα γίνω άμα μεγαλώσω. Κυνικός μπάτλερ ή οργισμένος ψυχίατρος.
Η λέξη συνήθως είναι το κουμπί για να ενταχθείτε στην οικογένειά μας. Είμαστε ένα σπίτι αφοσιωμένο στην αποτροπή των εκπλήξεων. Και τα πάμε καλά σ' αυτό. Είμαστε πρωταθλητές της πρόβλεψης εις μήκος.
Δεν θέλω να σας μεταφέρω όλο το κλίμα της προετοιμασίας. Έλληνες είστε και απ' ότι βλέπω γύρω μου όλοι στο ίδιο καζάνι βράζετε. Η φετινή ιστορία με λίγα λόγια θα εκτιλυχθεί περίπου έτσι...
Στα μισά του Γενάρη φέτος η μάνα μου θα έχει πιέσει τους πάντες να δεσμευτούν για το Πασχαλινό τραπέζι . 19 άτομα. Μάλιστα. Όλη η οικογένεια του θείου Μήτσου θα λείπει. Δεν θέλω να σας μεταφέρω τις μπηχτές που θα του ρίξει στο τηλέφωνο. Οι υπόλοιποι που θα έλθουν θα είναι μάλλον 19. Έτσι η μάνα μπορεί να ξεκινήσει νωρίς νωρίς όλες τις απαραίτητες δοκιμαστικές μαγειρικές και τελετουργίες σε ρεαλιστικές συνθήκες. Τα μεσημέρια εγώ θα κάθομαι σε μια παλιά ξύλινη καρέκλα γιατί στην κανονική θα κάτσει το Πάσχα μια χοντρή θειά μου και πάντα σχολιάζει τις ταπετσαρίες των καθισμάτων του σαλονιού. Έτσι της φυλάμε μια καρέκλα ακάθιστη.
- Ανέστη ! ακόμη να φέρεις γωνίτσες για το κάθισμα της Πινίκας. Θα έλθει η ώρα και θα σωριαστεί η χοντρή και θα μου χαλάσεις τη γιορτή.
- Έλα ρε Τασία, άσε να γίνει λίγο τζέρτζελο να γελάσουμε…
- Ανέστηηηηηη !
- Αστειεύομαι ρε γυναίκα. Όλα θα γίνουν. Γενάρη έχουμε.
- Και σύ μικρέ, σήκω από τη καρέκλα της θείας Πινίκας τώρα !
Τέτοιοι διάλογοι είναι η καθημερινότητά μου. Μέχρι να έλθει η ώρα να δοκιμάσω το ψητό της Πασχαλιάς μου βγαίνει απ' τη μύτη. Γιατί το ψητό σε μας δεν είναι αυτό που ξαπλώνει αβοήθητο στη πιατέλα εκείνο το μεσημέρι. Το ψητό είναι οι κουβέντες. Έχουμε μια διαδικασία στους γιορτινούς διαλόγους μας που αν δεν είσαι στουρνάρι μπορείς να την αποστηθίσεις από τα 7. Κι εγώ είμαι 12 plus.
Όλα ξεκινάνε στην πόρτα. Γύρω στη μια παρά είκοσι το μεσημέρι χτυπάει δυνατά και μακρόσυρτα το κουδούνι και η μαμά φωνάζει…
- Ήρθε πάλι νωρίτερα ο αργόσχολος. Κάθε χρόνο μου το κάνει. Αχ ρε Ευθύμη κάθε χρόνο τα ίδια, αχ, Ανέέέέέστηηηηη, πόρτα ! Ελάτε όλοι βοηθήστε δεν…
- Άκουσα , και να μην άκουγα ξέρω ποιος είναι. Μία παρά είκοσι !
- Πασχάλη βάλε παντόφλες τώρα !
Όταν ακούω τη μάνα μου να φωνάζει τώρα ξέρω ότι είναι σοβαρά τα πράγματα. Και τρέχω να ειδοποιήσω την εξαφανισμένη.
- Βούλα, η μάνα λέει να κλείσεις τη metal και να ντυθείς τώρα.
- “Τώρα”, κάτσε λίγο να ακούσεις αυτό… γκαγκαν γκαγκαν γκαγκαν
- Ανέστη πόρταααα, πας ; Βούούούούλαααα θα σε τσακίσω !
- Σσσσστ σκάστε λίγο, ανοίγω….

- Καλώώώώώώς τουουουους ! Ά ρε Ευθύμιε, κοτσανάτος και κομψός όπως σε γνώρισα προ αμνημονεύτων χρόνων..
- Ε, όχι αμνημονεύτων, προ μερικών να λες. Ήρθαμε ολίγον νωρίς ;
- Όχι, όχι, σας περιμέναμε με ανυπομονησία. Έλα Πινίκα, δώσε το παλτό, θα το πάω μέσα μη πέσει απ’ τον καλόγερο…
- Έ δεν είναι και τόσο τεράστιο ρε Ανέστη.. αδυνάτισα.
- Περιμένουμε πολλούς, δεν είπα και τίποτε, ας αφήσουμε χώρο. Ελάτε καθήστε, καθήστε, όχι εκεί Πινίκα, στο βάθος να βλέπεις και έξω τη βεράντα. Έρχεται κι η Τασία, όλα έτοιμα είναι, αν και παρά είκοσι ακόμη έχουμε χρόνο...
- Δεν νομίζω να σας βάλαμε σε μεγάλες προετοιμασίες. Τι ωραίο αυτό το ύφασμα στη καρέκλα, το είχατε πέρυσι ; Φέρε ένα ψαλιδάκι, κρέμεται ένα κρόσι, θα ΄ρθει κόσμος να το κόψω ένα λεπτό. Τι μαγειρεύει καλέ η δικιά σου ;
- Η Τασούλα την Πασχαλιά, την ξέρεις δα, δίνει τα ρέστα της, απ’ αυτά ζει. Αλλά δεν έχει σημασία το φαγητό. Η παρέα μετράει. Να περάσουμε καλά…Τασία, ήρθαν οι συμπέθεροιοιοιοιοι.
- Καλώώώώώώς τους. Για να σας δω. Κούκλοι, μουτς ματς… Βούούούούλα, η θειά σου !
Αυτός είναι ο πρώτος διάλογος κάθε Πάσχα μεσημέρι στο σπίτι μας. Ανοίγει την αυλαία μιας απολαυστικής παράστασης. Κάθεστε αναπαυτικά ; Πάμε στο ψητό...

συνεχίζεται ...

Δευτέρα, Φεβρουαρίου 22

Μια βόλτα στις ζωές των ...άλλων


Τρομάζω εδώ. Γιατί σκοτάδι τόσο πηχτό σαν απροσπέλαστο τοίχο σπάνια αντικρίζω. Ούτε στις χειρότερες μέρες μου. Κείτομαι. Από κάτω μου αδιευκρίνιστος αριθμός αινιγματικών ανθρώπων. Ίσως αυτό που ακούω σα κύμα που σκάει σε χαλίκια να είναι μερίδες αγωνίας που εκβράζονται στο ρυθμό του ύπνου τους. Ίσως. Eίναι το προνόμιο των ανθρώπων που κοιμούνται σε πολυκατοικίες. Aκούς τις ψυχές των άλλων.
Δεν έχω παρά να ανασύρω μια σκέψη. Πατάω το κουμπί, έτσι με έμαθες. Δεν συμβαίνει τίποτε. Το κουμπί είναι οφθαλμαπάτη. Το κουμπί σου είναι μια ζωγραφιά πάνω σε ατσάλι. Γκράφιτι. Είναι μια ευκαιρία χωρίς ουσιαστική έκβαση. Μα τι θα μπορούσε να είναι ένα κουμπί. Ο από μηχανής Θεός απέτυχε. Ακόμη ένας..
Τρομάζω. Γιατί σκοτάδι τόσο πηχτό σαν απροσπέλαστο τοίχο εγώ σπάνια έχω αντιμετωπίσει. Ούτε στις ομορφότερες νύχτες μου. Οι νύχτες μου είναι το κρησφύγετό μου ! Χα, δε θα στο δείξω ποτέ. Αν στο δείξω, δε θα είναι πιά το κρησφύγετό μου, έ ; Πολλές φορές λοιπόν το αποζητώ, το σκοτάδι. Αλλά όχι αυτή τη φορά:
Κάτι από μένα ελαφρύ σηκώνεται και βολεύεται στο περβάζι του παραθύρου. Έχει παράθυρα ξέρεις εδώ. Ευτυχώς. Τα νέα δεν είναι αισιόδοξα. Τα νέα δεν είναι καν νέα. Εφαρμόζεται ένας ακόμη κύκλος εφιαλτικής χειραγώγησης των μαζών. Εκείνες ακόμη ίσως δεν το ξέρουν. Εγώ το ξέρω γιατί πρώτα αντιλαμβάνομαι τα πράγματα με την έκτη μου αίσθηση, το κατάλοιπο μιας πολύ πικρής γεύσης στη γλώσσα. Η γλώσσα μου δεν λαθεύει ποτέ. Και απόψε είναι πικρή σαν παγωμένη ασπιρίνη μέσα σε γλυκερό ζεστό λικέρ.
Δεν είναι μονάχα η καταπάτηση όλου του σχεδιασμού των ζωών μας. Αυτό το περιμέναμε γιατί ο άνθρωπος είναι το πιο υποψιασμένο ζώον ετούτου του ανυποψίαστου πλανήτη. Όχι. Δεν είναι αν θέλεις ότι καταργούνται δικαιώματα στην ..κατανάλωση της πραγματικής ζωής. Είναι ότι καταγγέλλονται και τα όνειρα. Είναι ότι αποψιλώνονται ηθικά οι ομορφότερες επιδιώξεις. Είναι ότι τουφεκίζονται τα αγαθότερα από τα κίνητρα. Είναι ότι απαιτείται από όλους μια προσαρμογή. Επιβάλλεται όλοι να έρπουν.
Τρομάζω. Κείτομαι περιστασιακά ή οριστικά ;
Όταν τρομάζω έτσι, φωνάζω την καταχνιά. Την καλώ με ένα διακριτικό λυγμό. Το καλό με την καταχνιά είναι ότι δε χρειάζεται την κραυγή μου. Αντίθετα από τους ανθρώπους μου που ακόμη και στις πιό δυνατές από δαύτες απαντούν περιφρονητικά. Αυτή ζυγώνει αφουγκραζόμενη το λυγμό και , κυρίως, χωρίς να τους ξυπνήσει όλους. Μερικές φορές με συμπονά. Τότε συμβαίνουν ωραία γεγονότα. Ω, ναι. Συμβαίνουν στο περιθώριο της υπόλοιπης δραστηριότητας. Διακριτικά, εστιασμένα και καθοριστικά.
Λες ότι δε τα'χεις δει ; Έλα τώρα...Συμβαίνουν όταν κάποιος σε κοιτάξει και δει κάτι στα μάτια σου. Συμβαίνουν όταν ξεφύγεις από τον κλοιό τους. Γεγονότα.
Χθες βράδυ το λοιπόν ήρθε εκείνη. Με κάθισε με στοργή στην ομιχλο- ύφαντη ποδιά της και με άφησε να ακουμπήσω το κεφάλι μου ανάμεσα στα δυό στήθια της. Και όταν δήλωσα έτοιμος, δεν είμαι πάντα ξέρεις, έτοιμος εννοώ, όταν ήμουν πια έτοιμος κινήσαμε.
Με κατέβασε χωρίς αναταράξεις από το παραθύρι μου μέχρι τη θάλασσα και σιωπηλά, συνωμοτικά απομακρυνθήκαμε πάνω σε μελανιασμένο νερό. Κοιτάξαμε τη Θεσσαλονίκη από απόσταση. Τα φώτα της έσβησαν σε νωθρά κεριά. Οι φιγούρες της έχασαν τις ακμές. Και τότε, όπως κάνουμε πάντα, την λατρεύω για αυτό της το κόλπο, με έφερε πίσω απαλά, περπατώντας ξυπόλητη στους αγρούς της αβύσσου για να μην τους ξυπνήσουμε. Αχ, ήταν οι περισσότεροι ήμεροι κι ωραίοι. Ανύποπτοι για αυτή την απροκάλυπτα αναιδή μας εισβολή. Αυτό είναι το νόημα της εισβολής όμως… αλλιώς θα το λέγαμε κοινωνική επίσκεψη.
Περάσαμε ξυστά από το μέγαρο μουσικής και κοντοσταθήκαμε στον Γεράσιμο. Αυτόν τον απαρνητή με τη βιβλική μορφή που ξεχειμωνιάζει και ξεκαλοκαιριάζει στα χαρτόνια κάτω από δυό τυχαία διαλεγμένες λαμαρίνες, κάτω από δυό σοφά διαλεγμένες φυλλωσιές. Ο Γεράσιμος άκουγε Βιβάλντι. Το τρανζίστορ ήταν το γραμματόσημο για την διεκπεραίωση της δικής του καταγγελίας. Υπήρχε μια πυγολαμπίδα ανάμεσα στα δυό του δάκτυλα και μας κοίταξε νομίζω μέσα από τα δασώδη φρύδια του με συνωμοτική συγκατάβαση. Ήμασταν ευπρόσδεκτοι. Κεράστηκα απ΄τις ρυτίδες του νοήματα και ξανακινήσαμε.
Ανεβήκαμε το στενό σοκάκι και ωωωωωπ η καταχνούλα μου με σήκωσε στο πρώτο όροφο μιας λιγδερής κιτρινιάρικης οικοδομής. Η μπαμπούσκα, πώς να τη πείς αλλιώς μια καθαγιασμένη φυσιογνωμία 90 χρονών με μαντήλι στα αφράτα ευωδιαστά λευκά μαλλιά, πλησίασε στο γρατζουνισμένο από περιστέρια παραθύρι της. Ήταν βέβαιη. Ποτέ δεν είχα δει τόση βεβαιότητα στα μάτια ανθρώπου. Ήταν βέβαιη, ότι, με το πρώτο χάραμα, ένα νέο μπουμπούκι θα την περιμένει σε μια από τις τέσσερις πήλινες γλάστρες της. Τις κοίταξε τόσο τρυφερά, με ματιές τροφή και νερό. Ήταν σου λέω βέβαιη. Και με αυτήν την βεβαιότητα ξάφνου με κοίταξε κατάματα. Πάγωσα, ψέματα να πω ; Πάγωσα από τη σύγκρουση ενός δυνατού με ενός λιγωμένου βλέμματος. Μετά αποφάσισα να ανασυνταχθώ. Δεν πρόκαμα. Γύρισε χαμογελαστή, αισιόδοξη στα 90 της ότι αξίζει να περιμένει την αυγή κι απόψε. Και πήγε να ξαπλώσει.
Κατεβήκαμε και κυλιστήκαμε στο χορτάρι με την οικοδέσποινά μου για εκατό, τρεις χιλιάδες, πέντε μέτρα. Έχασα το μέτρο. Ουουουουουουου. Κοντοστάθηκε πίσω από ένα γέρικο κορμό ακακίας. Τους άκουσα. Άκουσα τον πόθο δυο παιδιών να προκαλέσουν μια ανατριχίλα στο μυαλό τους. Άφησέ με, της ψιθύρισε. Και αυτή αφέθηκε με κόκκινα τα μάγουλα από ενοχή. Ο Μιχαλιός της , γλίστρησε με δέος τα ακροδάκτυλα μέσα από τις μασχάλες της. Ανάσαναν κοφτά και οι δυό τους. Αρρυθμίες τυμπάνιζαν τον ύμνο του απαγορευμένου. Και τότε το άγγιξε. Άγγιξε το άγουρα φουσκωμένο βυζί και σταμάτησε το τρεμάμενο δάκτυλό του στη θηλή της Αθηνάς. Της Αθηνάς του. Δεν τόλμησε να τη φιλήσει στο στόμα. Δε βιαζόταν αυτός. Δεν ήθελε να προκαλέσει κανέναν τρόμο σ’ αυτά τα μάτια. Ήθελε να τον κοιτάζουν ολόγιομα. Τράβηξε το χέρι του και το ακούμπησε στη μύτη του. Και μύρισε για να νιώσει την επιβεβαίωση ότι δεν ονειρεύεται, μ’ άλλη μια από τις αισθήσεις του. Ήμουν άβολα και σάλεψα. Έσπασα ένα φύλλο με την πατούσα μου. Με κοίταξε ενοχλημένος σα να μου έκανε νόημα: Δίνε του ! Δε χωράς. Όχι εδώ.. Εδώ έχει σημασία το ασήμαντο. Εδώ βιρτουόζος είναι το σκαθάρι. Καλύτερα να μην μας κρίνεις, νεάνθρωπε.
Η καταχνιά με παρέσυρε τότε προς τη σειρά με τα κτίρια. Ένα, δυό, τρείς ορόφους σκαρφαλώσαμε. Μαύρες τρύπες τα παραθύρια των ανθρώπων. Μα ένα, ένα εκεί μικρό τρεμόπαιζε. Κοίταξα ένα κοριτσάκι στο πάτωμα. Ένα σεντόνι που έφτιαχνε καταφύγιο. Ένας φακός που ψυχοραγούσε από κάτω. Κι ήταν παντού οι ευχούλες. Κρεμασμένες σε ζωγραφιές. Ειπωμένες με άμεσο και αδιαμφισβήτητο τρόπο. Ήταν παραμύθια ανοιχτά σε αγαπημένες σελίδες. Ήταν ήρωες και ηρωίδες φθαρμένες από ζωηρά μάτια. Και ήταν επίσης μια εντολή διάσπαρτη ολούθε. Περιμένετε και θα δείτε, μονάχα, μην τα καταστρέψετε όλα. Μην τολμήσετε να τα καταστείλετε όλα. Αφήστε τουλάχιστον σπόρια προοπτικής. Και θα δείτε. Και θα δείτε. Η επανάσταση δε θα σας φερθεί σκληρά. Αφήστε την να γεννηθεί, θα σας συμπεριλάβει…
Δεν ήμουν πια τρομαγμένος. Ήμουν κουρασμένος σαν πρωινός αρτεργάτης που καμαρώνει τα φουσκωμένα στη σειρά ψωμιά να κορδώνονται και να τον περιπαίζουν. Κάθε καρβέλι και μια ευχή. Οι αρτεργάτες προετοιμάζουν τα πρωινά μας με τόση στοργή. Δε θα ‘πρεπε να λέγονται βαρέα και ανθυγιεινά τα ξημερώματά τους. Θα ‘πρεπε να λέγονται ευγενικά, υπέροχα, δημιουργικά. Και να ήταν επταπλάσιος ο μισθός τους.
Μα εγώ ήμουν κουρασμένος. Της ζήτησα να με αφήσει στο παραθύρι μου ξανά. Γλίστρησα κάτω από το σκέπασμα και έμπλεξα τα πόδια μου με της αγαπημένης μου. Αναστέναξα βαθειά. Κι αυτή νομίζω. Δεν είμαι σίγουρος γιατί δεν ήτανε εκεί. Εγώ όμως κοιμήθηκα μαζί της. Και σκέφτηκα ότι δεν τρέχει και τίποτε που δεν ήτανε μια νύχτα ακόμη εκεί. Είναι πολλές ακόμη οι νύχτες για να αποκλείσεις μια τυχαία συνάντηση…
-Όταν αισθάνεσαι την επίθεση της μιζέριας να σε απειλεί, όταν νομίζεις ότι είσαι εγκλωβισμένος, τότε να με φωνάζεις. Έτσι μου είχε πει. -Μπορεί να μην έχω το κορμί της γυναίκας των ονείρων σου, μπορεί να μην έχω τα επιχειρήματα του πιο καλού σου φίλου, μπορεί να μην υπάρχω στις σελίδες εκείνου του βιβλίου που δεν αφήνεις κανέναν, κανέναν, να μετακινήσει από το κομοδίνο σου. Δεν είμαι τέτοια. Δεν είμαι καν διαθέσιμη σε μόνιμη βάση. Είμαι μια περιστασιακή ερωμένη. Είμαι μια κοσμική αστρόσκονη. Ανήκω σε όλους. Και δίνομαι με σύνεση.Μόνο να ξέρεις ότι πολλές φορές κοιμάμαι μέσα σου. Συχνά. Και η ανάσα μου σε υποκινεί και σε χειραγωγεί ωραία. Είμαι η Πίστη.
-Είσαι τόσο όμορφο πλάσμα. Είσαι τόσο προικισμένο πλάσμα. Είσαι τόσο τυχερό πλάσμα. Μάζεψε τα μυαλά σου και προχώρα.
Προχώρα. Εμπρός. Τ’ ακούς ;

Κυριακή, Φεβρουαρίου 7

Το μήλο κάτω απ' τη μηλιά θα πέσει, που να πέσει ;




Πέμπτη ξημέρωμα, παλιά έπαυλη, περίχωρα Μπρίζ, Βέλγιο :
Ακόμη και στις κάτω χώρες υπάρχουν νύχτες που οι φοιτητές χάνουν το μέτρο διασκεδάζοντας. Το νεαρό αγόρι πάρκαρε άτσαλα μπροστά στο πρώτο σπίτι που του φάνηκε οικείο, πήγε καρφί στο μπάνιο για κατούρημα και αποκοιμήθηκε στον καναπέ φορώντας ακόμα το παντελόνι και το ένα παπούτσι και κρατώντας τη μισή μπανάνα στο δεξί χέρι. Με δυσκολία θα τον έλεγες τριτοετή της οδοντιατρικής, θα τον έλεγες ευκολότερα ρεμάλι... Είχε ένα ύφος πληρότητας που το συναντάς μονάχα σε αρμεγμένες αγελάδες και σε αγγέλους του Σάντρο Μποτιτσέλι . Ο ευτραφής πενηντάρης βγήκε από τη κρεβατοκάμαρά του σέρνοντας τις γούνινες καφέ παντόφλες μέχρι το νεροχύτη της κουζίνας. Άφησε τη βρύση να τρέξει ένα, όχι, μισό λεπτό, γέμισε ένα καθαρό ποτήρι ως πάνω και έκανε να πιει. Μα το χέρι του έμεινε μετέωρο δίπλα στο στόμα καθώς το βλέμμα του καρφώθηκε στο καναπέ. Ένα βλέμμα αμείλικτο στην πορεία του οποίου δε θα μπορούσες να παρεμβάλεις ούτε μια λεπίδα αμφιβολίας. Η εικόνα που ανέδυε ο γιος του ήταν εντελώς αποκρουστική για το status ενός αντιπροέδρου της οδοντιατρικής εταιρίας της Μπριζ. Ακόμη και για μιας άλλης άσημης βελγικής κωμόπολης, αλλά για της Μπριζ, ένας λόγος παραπάνω. Ο Goert βούλιαξε σε μια εσωτερική θαλασσοταραχή, το πάθαινε όλο και συχνότερα τελευταία :
Γιέ μου κοιμάσαι πάλι καημένε ; Όρθιος ή ξάπλα το ίδιο κοιμησμένος… Μα γιατί να μη κοιμάσαι ; Χαίρομαι για σένα. Χαίρομαι που αισθάνεσαι επαρκής. Βγήκες λιγάκι κατώτερος από μένα βεβαίως, αλλά δεν μπορεί κανείς να τα έχει όλα, έτσι ; Ξέρεις γιατί είσαι κατώτερός μου ε; Όλοι είναι τελικά κατώτεροί μου. Έχω μέσα μου ένα γονίδιο μοναδικότητας. Τα κάνω όλα τέλεια, μέχρι βλακείας… Κανείς δεν πρέπει και δε θα γίνει ποτέ ανώτερός μου, όσο ζω και αντιλαμβάνομαι ορθός τα πράγματα. Ορθός, ναι. Όταν πέσω, μετά από χρόνια, καθώς τα πόδια μου δε θα βαστούν τον μύθο μου, καθώς οι ρίζες όλων αυτών των ανασφαλειών που έχω θάψει ή κατατροπώσει θα σκάσουν μύτη στο βρεγμένο χώμα, ίσως τότε να σου επιτρέψω τη σκέψη ότι είσαι εφάμιλλος. Και ακόμη πιο αργά, καθώς θα κλείνω τα μάτια μου, θα ψελίσσω στο αυτί σου ένα συμβιβαστικό αποχαιρετιστήριο μήνυμα που θα λέει ότι ήσουν τελικώς ο καλύτερος γόνος, ήσουν ίσος και στα στιβαρά σου χέρια μπορώ να εμπιστευτώ τη συνέχεια του ονείρου μου. Επαρκής, εφάμιλλος, ίσος. Αυτή θα είναι η πορεία που θα κάνεις όσο υπάρχω. Μετά ;
Μετά θα φτύσεις επιτέλους στο μνήμα μου και θα μπορέσεις να καταστρώσεις ένα σχέδιο για να γίνεις ανώτερος από μένα. Πολύ ανώτερος μεγάλε μου, σίίίιιιγουρα.. Ανώτερος από μένα, ανώτερος από όλους και φυσικά ανώτερος από το δικό σου γιό. Θα φτύσεις πάνω στα μετάλλια, θα φτύσεις πάνω στις αξίες μας, μπορεί να φτύσεις πάνω στη σημαία μας και θα αναλάβεις μια ..επανίδρυση του Βελγικού φρονήματος. Τα παιδιά σου θα παίζουν στο πάρκο με τα Τουρκάκια. Στην τηλεόραση θα μπορείς να επιλέγεις Πακιστανικά. Υπάρχει ασφαλώς το ενδεχόμενο ως τότε, να έχεις ρίξει αρκετές λάθος ζαριές για να καθηλωθείς από τις επιπτώσεις.. Υπάρχει περίπτωση να μην μπορείς πια να κάνεις ρηξικέλευθες αλλαγές. Ίσως είσαι ήδη για τα καλά στη δαγκάνα.. Αλλά γιέ μου, μήπως νομίζεις ότι η ζωή μου φέρθηκε εμένα καλύτερα ; Όχι βέβαια, διάολε ! Ανθρωπάκια….Ιδεαλιστές στην κορυφή ενός λόφου που μαζεύει την παγκόσμια θετική ενέργεια. Και μετά... όλα αυτά τα ανθρωπάκια στη σειρά, να κατεβαίνουμε τη πλαγιά για να συναντηθούμε με το πεπρωμένο μας, εκείνο που κανείς δε θα αποφύγει… Αυτό είμαστε ..μιά στρατιά χεσμένη… από το φόβο της προσαρμογής, εθισμένη στη θαλπωρή του πεπατημένου δρόμου, αδιάθετη από τα συμπτώματα της φθοράς και ασθενική από την μόνιμη επιδημία της κινδυνολογίας.. σιγά μη ξεφύγεις εσύ..γαμώτι, διψάω…

Σαν να ξύπνησε από τις σκέψεις του ο πατέρας έκανε να πιεί δυό γουλιές. Μούτρωσε :
- Διάολε, το νερό της Μπρίζ γίνεται όλο και πικρότερο…
ΤΙΡΙΤΙΤ !
Ο Goert τινάχτηκε από τον ήχο του κινητού του μικρού. Και αφού βεβαιώθηκε ότι η αναγγελία του μηνύματος δε θα διέκοπτε καμία ονείρωξη του ξανθού μικρού πλησίασε με τρόπο πίνοντας αργά το νερό του. Το μήνυμα δεν είχε κανένα στοιχείο αστυνομικού ενδιαφέροντος. Έγραφε με λάθος σύνταξη τη φράση « θέλω άλλα 200, δικέ μου καίγομαι λέμε ». Ο Goert απομακρύνθηκε με ελεγχόμενη αηδία. Κατόπιν διάλεξε τρία πενηντάρικα, τα πιο κολλαριστά για να αποδεικνύουν το μεγαλείο της πατρικής χορηγίας, τα άφησε στο τραπεζάκι απλωμένα εντέχνως για να μην τα μπερδεύεις με δύο και έβαλε από πάνω το κινητό για να τα ονοματίσει ως το καθιερωμένο βδομαδιάτικο επίδομα του ρέμπελου γιου του. Άρπαξε τη μπεζ καμπαρντίνα του, σφύριξε γεια στην Elke και ξεκίνησε για το ιατρείο του στο κέντρο της παλιάς πόλης. Όλα σχετικώς εντάξει. Μια ήσυχη μέρα.

Πίσω από τον Goert σηκώθηκε φουριόζα η Elke. Περπάτησε το σπίτι ένα γύρω και άναψε όλες τις τηλεοράσεις. Γρήγορα βρήκε αυτό που ήπλιζε. Υπήρχαν στιγμιότυπα από τη χθεσινή δεξίωση στο Star. Πήρε το κινητό της και άρχισε να διώχνει μυνήματα. «Βάλε Star. Είμαστε κούκλες. Τώρα.» Σε δυό τρία λεπτά άρχισαν τα τηλέφωνα. Ήταν οι κολλητές της από το σύλλογο «πράσινο τσάϊ».
- Ναι καλή μου. Όχι αστεία. Έλαμπες. Σ’ αυτόν να τα λες που λυπόταν τα φράγκα για τα botox. Άκου. Νομίζω θα κάνω και εγώ. Και που’σαι μεταξύ μας ε ; Μη του ‘ρθει κόλπος…
- Ναι, Jirianna μουουουου ! Ναι, ευχαριστώ. Και συ κουκλάρα ήσουν. Τι να κάνω. Έχω τον πόνο μου… Εδώ είναι δε μπορώ να πω πολλά , καμιά φορά κάνει πως κοιμάται. Κοριτσάρα είχε χθες ο δικός σου στο κουπέ. Πέρασαν και έλαμψε ο τόπος. Αχ, νομίζω ότι το κάνει επίτηδες ο πούστης, ωχ, με συγχωρείς ο κερατάς, όχι ούτε κερατάς… Αχ θα με πεθάνει. Δε ξέρω πώς να αποκαλώ τον ίδιο μου το γιό. Alan ; Ξέχασέ το. Alan είναι αντρίκιο όνομα. Alaniari ; Τέλος πάντων… σε κλείνω θα με πάρει χαμπάρι..
Η Elke έβαλε καφέ φίλτρου στις 9 και βγήκε για τζόκινγκ στον αγροτικό δρόμο στις 9.30. Πέρασε ένα ένα τα σπίτια όλων των επώνυμων γειτόνων. Το μυαλό της έκανε πάρτυ… Εν δυό, εν δυό..
..ο κήπος των Van Themes … αυτοί κι αν είναι αδελφέ μου περίπτωση. Ούτε από έξω δεν έπρεπε να περνούν.. τέτοια σπιταρόνα… ας όψεται ο αδελφός του που έφυγε Αμερική… κι αντί να βάλει ένα κηπουρό τους παραχώρησε το οίκημα.. για να μου κοτσάρεται η κομμώτρια στο μπαλκόνι σα μεγαλοκυρία… η πουτανίτσα… καλά και δεν περνάει απ’ εδώ το πρωϊ ο Goert να τη βλέπει με τα νεγκλιζέ στα παρτέρια. Βυζιά και κολοκύθια ένα αχταρμά…. Εν, δυό, έν δυό,, αναπνοές… Ωωωω ήρθε ο λεγάμενός σας κυρία μου… που εξαφανίζεται αυτός ολόκληρα δίμηνα.. κανένας λαθρέμπορος θα είναι.. θου κύριε φυλακή το στόματί μου .. μα είναι κοτσανάτος, όπου πάει καλά θα περνάει. Γι αυτό δυσκολεύεται η Nancy να περάσει τις πόρτες τις χαμηλές, όχι, αντικειμενικά, είναι αυτό το παρτάλι για τέτοιον άντρακλα ; τέλος πάντων αλλού για αλλού ζευγάρια.. εν δυό εν δυό… Ααααααααα αυτή εδώ όμως είναι η κορυφαία στη γειτονιά…. Σας έφερα ένα κέϊκ… Σας έφερα λίγα μπισκοτάκια.. Μια πόρτα είμαστε… και ΝΑ ΤΟ ΜΑΤΙ ΤΗΣ ΜΕΣΑ ΑΠΟ ΤΗ ΠΟΡΤΑ ΜΟΥ ΝΑ ΠΙΑΣΕΙ ΚΑΝΕΝΑ ΚΟΤΣΟΜΠΟΛΙΟ ΣΤΟΝ ΑΕΡΑ… η καργιόλα, πλεύρισε και τη Jossuelle τάχα μου δήθεν Δυό μέρες να μου την αφήσετε, δε θα τη κουράσω, έφυγε η δικιά μου Μπαχάμες, σιγά μην έφυγε Νότια Αφρική για το μουντιάλ η αράπισσα, να της δώσω τη Jossy και να την ταράξει στην ανάκριση… Πουτάνα… που θα μου πείς εσύ..Τον χάρηκα προχθές το γιό σας με την κοπελλάρα, μπράβο μπράβο, ξεπετάχτηκε κι αυτός, Αει στο διάολο, όλες με το πικρό το μυαλό δε πάτε να χεστείτε… εν δυό, εν δυό, Τι να τους κάνω την Τρίτη τώρα. Ένα τσάϊ είναι, αλλά θα μ’ αρχίσει η μια η καργιόλα δε τρώω κουλουράκια, η άλλη δε τρώω βούτυρα, θα μου τα κάνουν κορδέλλες τα νεύρα γαμώ τη κοινωνικότητά μου γαμώ.. εν δυό, εν δυό…. Αχ τι ωραί που βγήκα λίγο να ξεπιαστώ… εντελλώς χαλάρωσα…. Εν… Μα τι στο διάολο… Τούρκικες πινακίδες ; Κι εδώ ; Κι εδώώώώώώ……;;;;;;

Με τα μάτια ακόμη πρησμένα ο Alan άκουσε τον αγαπημένο του ήχο στις 10. Ήταν η Josuelle που άλλαζε στο μικρό καμαράκι της υπηρεσίας. Τινάχτηκε και σύρθηκε σαν αίλουρος μέχρι την κλειδαρότρυπα. Το μελαχρινό μικρό ήταν ένα ποίημα… Φορούσε ξανά εκείνα τα στενά λευκά δαντελωτά σορτσάκια που έσφιγγαν τα μπούτια της σαν το κοτσάνι της πιο ζουμερής μελιτζάνας του κόσμου. Και από πάνω , τίποτα ! Η ελευθερία του κορμιού που δεν έχει επίγνωση του χρόνου. Τη στιγμή που σήκωσε τα χέρια της για να περάσει το φόρεμα της δουλειάς, εκείνος ο ύμνος των βυζιών της προς τον ουρανό τον έκανε να λιώσει σα το παγωτό πάνω σε καυτή μπράουνι σοκολατίνα. Η Josuelle άπλωσε το χέρι στο πόμολο της πόρτας αλλά μέχρι να βγεί ο μικρός μπαγάσας είχε ήδη φτάσει στο νεροχύτη.
- Γκύριου, άφησε Josuelle βάλει καφέ. Εσύ πρέπει ντυθείς.
- Josuelle έχει πολύ ωραίο φόρεμα σήμερα.
- Είναι τι ίδιο όλο γκαιρό γκύριου…
- Ναι αλλά σήμερα έχουν πρηστεί τα βυζάκια σου και είναι…
- Γκύριου, μη πειράζεις Josuelle, δεν έχει άντρα και ανάβει.
- Έλα λίγο να μετρηθούμε , έχεις πιο μακριά καπούλια ρε συ ;
- Γκύριου φύγε τώρα. Μη γκύριου. Όχι εδώ μέσα. Έλθει μαμά κάνει χαμός. Αφού γκύριου είναι γκέϊ γιατί κοιτάει Jossy ?
- Γιατί jusy Jossy καίει και για γκέυ, μωράκι μου. Άντε γειά…

Τα μάτια της μιγάδας καρφώθηκαν στη γυμνή πλάτη του μικρού μέχρι που εξαφανίστηκε στο μπάνιο με τη μισάνοιχτη πόρτα. Με δυό πλάγια βήματα και συνεχίζοντας να σφυρίζει κατάφερε να δεί τη στιγμή που ο πιτσιρικάς πέταξε τα υπόλοιπα ρούχα του και μπήκε στη ντουζιέρα. Η Josuelle κοκκίνησε στο λαιμό και χρειάστηκε όλη της τη συγκρότηση για να πιάσει δουλειά στο σπίτι.
- Αχ, όλοι γκέϊ έχουν ντέλειο ποπό, γκιατί θεέ μου ;
Λες πηντάει καλά το τσογκλάνι και κάνει σα το ψοφίμι εντώ μέσα. Μωρέ είναι ένας αυτός… ένας.. Γκυρία φύγκει αύριο όλη μέρα, θα φέρω άλλο φουστάνι ντεκολντέ πάθει μπλάκα γκύριου, ντούμε πλάκα να χει… Jossy πονάει μουνάκι από αχρηστία γκαμώτι…

Πέρασαν δυό ώρες χωρίς γεγονότα. Ο Alan κατέβηκε στο πανεπιστήμιο και έκανε τη πρώτη στάση στη καντίνα.
- Έχεις σκληρά Jeffer ;
- Απ’ όλα έχει ο μπαξές μάγκα μου. Και 2 Malboro ;
- Σωστός. Πιάσε και τρία τσαλακώ…
- Τρία φθαρμένα πενηντάρικα στο παλικάρι… δε με λες ; Θα το ξεπεράσεις αυτό με τα φράγκα ;
- Αφού βλέπω κολλαριστό χρήμα και τρελαίνομαι ρε Jeff ! Εγώ δε θέλω να περιφέρω κομμάτια του καθωσπρεπισμού του στη πιάτσα. Ασε με τώρα. Πάρτα τα κολλαριστά και ξυρίσου.
- Έγινεεεεεε…. 8 και 60, 1 και 40 ρέστα και τα τρία μου…
- Έφυγα. Είσαι αδιόρθωτος. Αλλά ωραίος μάγκας … Μπάϊιιιι
- Γειά σου,
και γαμώ τα λεφτά σου πλουσιόπαιδο του κερατά. Δε θα έλθει καμιά κρίση, δόντια και μαλακίες, ο κόσμος μόνο για κουλούρι και τσιγάρα θα έχει φράγκα, να σας δω που θα τα βάλετε τα ιατρεία σας πούστηδες…

Στο κυλικείο της οδοντιατρικής η Nantia περίμενε τον Alan κάνοντας το ένα τσιγάρο πίσω απ’ το άλλο. Υπήρχε συννεφιά !
- Έλα αγόρι μου… Νυχτώσαμε.. Τα παιδιά είναι κάτω. Έφερες και χρήμα ; Δεν έμειναν μέρες… πάμε, πάμε..
- Τρία νέα και τέσσερα από το κουμπαρά. Τρακό πενή. Τα πενήντα είναι της μάνας, να τα ξοδέψεις πιο sic προμήθειες...
- Σκάσε.. κυνικέ. Πάμε γρήγορα. Τα παιδιά είναι κάτω. Και δε θα το ξεχάσω αυτό. Ρε συ, χθες χάσαμε κι άλλον. Πρέπει να το φτιάξουμε και να τους μαζέψουμε όλους κάτω από μια σκεπή. Δεν είναι συνθήκες αυτές. Βροχές έρχονται.
- Δε ξέρω τι έχεις πάθει εσύ με τους Πακιστανούς αλλά όσα σου δίνω τόσο καιρό δεν είναι μόνο από ανθρωπιστικά κίνητρα. Μ’ αρέσει να αναδιανέμω τον πλούτο του άπληστου. Αν μπορούσα θα του έβαζα χέρι και στις πιστωτικές. Θα δούμε. Μα πες μου κι άλλα…
- Alan, ο Δήμαρχος μας έδωσε διορία μια εβδομάδα. Αν δε λειτουργήσει το άσυλο θα τους βάλουν σε ένα τραίνο για την Αμβέρσα και από κει ένας Θεός ξέρει σε πια θάλασσα θα τους πετάξουν στα ψάρια. Οι άνθρωποι είναι κάτω από τη βροχή 5 μήνες. Δυο έγκυες χάσαμε φέτος. Αντέχεις να δεις ;
- Πάμε και θα κάνω το καλύτερο μάτια μου. Αρκεί να σε βλέπω χαρούμενη.

Τα δυο παιδιά περπάτησαν το τετράγωνο μιλώντας με πάθος & αναψοκοκκινισμένα μάγουλα. Μπήκαν στο κτίριο κουφάρι που τους παρέδωσε το πανεπιστήμιο και αγωνίζονταν να το μονώσουν για να μπορέσουν να ξαπλώσουν μέσα τις 130 ψυχές. Ο Αlan πέταξε το μπουφάν και καταπιάστηκε αμέσως με καμιά δεκαριά παιδάκια που παίζανε μέσα στο γιαπί.
- Εσύ μικρέ… come here.. έχω μπισκότα…
- Me, me sir, me sir !
Ο Alan τώρα ήταν αποροφημμένος με την αποστολή του. Με τρυφερές κινήσεις έπιασε όλα τα παιδάκια των Πακιστανών και χωρίς να τα τρομάξει εξέτασε τρυφερά τα στόματά τους. Έδειξε ένα κοριτσάκι στην Else και μετά ακόμη ένα. Πριν σηκωθεί τους μοίρασε από ένα νόμισμα και ένα χάδι στα κεφαλάκια…
- Τα δυό αύριο στον έκτο στη κλινική, πριν τις δέκα. Δε θέλω να μας πιάσει ο επιμελητής. Πρέπει να τους βγάλω από ένα δόντι. Βρωμάνε τα στοματάκια τους. Θα έχουμε άλλα. Και πήγαινέ με τώρα στους γέρους. Άντε σήμερα κερνάω δωρεάν τσεκαπ σε πρόσφυγες. Άχ ρε Εlse. Τι μου κάνεις..

H κοπελιά τον κοίταξε με λατρεία. Δε μπόρεσε να κρατηθεί… Έσκυψε και έπιασε το κεφάλι του τρυφερά με τις δυό παλάμες και έχωσε τη γλώσσα της στο στόμα του ψάχνοντας την πηγή της γλύκας αυτού του αληθινά ευγενικού αγοριού. Ο Alan δε τάχασε. Την έσφιξε στην αγκαλιά του και της ανταπέδωσε το φιλί με ένα μεγαλόπρεπο χούφτωμα. Μετά την κοίταξε στα μεγάλα μάτια της..
- Είναι καιρός να εξετάσω και τη δική σου στοματική και όχι μόνο κοιλότητα…
- Ελπίζω να το κάνεις το συντομότερο. Υπήρχε μια φημολογία για σένα ξέρεις, αγόρι, παράξενο αγόρι…
- Αχ, λες για το παραμύθι με τον γκέϊ…
- Παραμύθι ;
- Έπρεπε ξαταρχήν να ξεμπερδέψω με το μπαμπά. Είναι εντελώς εγκλωβισμένο συναισθηματικά άτομο. Είναι ένας δυστυχισμένος που έχει κρεμαστεί από τον άϋλο μύθο του και προσεύχεται μη σωριαστεί. Θα ήθελε να με καθοδηγήσει από το χέρι εντάσσοντάς με σε όλα τα κοινωνικά μορφώματα της Μπρίζ. Το μόνο που θα με γλύτωνε είναι να ντρέπεται να με παρουσιάσει. Αφήνω λοιπόν να υποψιάζεται διάφορες παραβατικότητες και τον στρώνω…Αλλά δε το κάνω κυρίως για αυτόν…ούτε για τον εαυτό μου…
- Αλλά για ποιόν τότε;
- Για την καημένη τη μάνα μου το κάνω… (που λένε οι Μεσόγειοι)
- Τι εννοείς ;
- Η μητέρα μου βιώνει τη ζωή αντικαθιστώντας την πλήξη της με μικρές ή μεγαλύτερες δυστυχίες και αδιέξοδα ! Η ηρεμία την αποσυντονίζει. Την έχεις δεί χωρίς τη μάσκα της αγωνίας ποτέ ;
- Α, το ξέρω αυτό… μάνα με γέννησε !
- Τίποτε δε ξερεις… Πριν της το σφυρίξω ότι πάω με αγόρια είχε αναλάβει να σώσει το γάμο της ξοδεύοντας χιλιάδες ώρες σε συμβούλους γάμου. Μας είχε κάνει ρεντίκολο… Από την ώρα που της ανέθεσα αυτό το δήθεν τεράστιο μυστικό, φροντίζει να μη το μάθει ο μπαμπάς μου και φρικάρει. Η ζωή της απέκτησε μια άγρια ομορφιά. Είναι κάτι σαν μυστικός πράκτορας. Έχει φτάσει να ψωνίζει μικρά στριγκάκια για να τα ρίχνει ανέμελα στο δωμάτιό μου πριν τις καθιερωμένες εφόδους του μεγάλου. Μετά τον κοιτάζει με νόημα καθώς αυτός της το μαρτυράει… -Ο μικρός, πάει καλά…- ΤΟ ΞΕΡΩ !
Άσε που μου αγοράζει ένα σωρό μόρτικα μπουφάν και σπορ χοντρές μπότες χωρίς να μου λέει ότι της τρώω το εισόδημα. Προχθές μου έφερε δυό περιοδικά με τσόντες, μα το θεό… Έχει γίνει η τέλεια μάνα. Και θα της κουτουπώσω και την υπηρέτρια και θα τραγουδάει Δόξα σει κύριε δόξα σει… Καταλαβαίνεις ;
- Είσαι θέατρο καλέ μου…Η Nantia έσκασε στα γέλια.
Όχι όμως και ο Alan. Για μια στιγμή αφαιρέθηκε ταξιδεύοντας μπροστά, πολύ μπροστά για να τον πιάσεις… Σούρουπο… κήπος.. το σπιτάκι με τα εργαλεία… η Jossuelle μπρούμυτα.. τα πόδια της δεμένα με σύρμα… αυτός καυλωμένος από πάνω να φωνάζει..
Ναι ρε πούστη, σκούρο μουνί τρελλό πήδημα, αραπίνες θεές γαμώ την Αφρική σας, καλά που ψοφάτε στη πείνα και έρχεστε εδώ να γαμάμε κανά πεινασμένο για sex μουνάκι, με τις δικές μας τις ανορεξικές, αραπίνες θεές του πισωκολλητού, ώρα να σας εξετάσω και τα δοντάκια με το εργαλείο… ο θείος Alan τιμωρεί, ο θείος είναι ανάλγητος και όσο πιο πολύ φωνάζεις, τόσο θα σφίγγω το σύρμα μαυριδερή πουτάνα μου… Jossuelle, Jossyuelle, Jossy, Jusy ….μμμμμμμμμμμμμ
- Αlan ;
- Με συγχωρείς καλή μου, σκεφτό_μουνα !
- Τι κάνουμε ;
- Θες να πάμε στο άλσος για τρέξιμο ; Ωραία θα ‘ναι..
- Μες την ερημιά ρε Alan ; Σκοτεινιάζει νωρίς. Καφέ ;
- Ο.Κ. Καφέ, σήμερα μικρή μου Nantia...

Δυό τετράγωνα παραπέρα στο ιατρείο του Goert η γραμματέας έμπαινε κουνιστή και λυγιστή να αναγγείλει το υπόλοιπο πρόγραμμα. Ο γιατρός, αναπολούσε τη φρεσκάδα των πρώτων του χρόνων. Ήταν η ώρα που ξεκινούσε κάθε πρωϊ τις σταγόνες από ρούμι στον καφέ του. Μάζεψε λίγο το μυαλό του…
- Τι έχουμε ;
- Τον κύριο DeBur για απονεύρωση και τον καθαρισμό στον χθεσινό Πολωνοεβραίο αν πιάνω καλά το όνομά του.
- Γαμώ την αποτυχία σου ρε Αδόλφε. Στείλε τον Εβραίο..
Ο Goert έριξε μια ματιά στο φοριαμό με τα μετάλλια. Τα μάτια του κοκκίνισαν από κόκκινες γραμμές σαν μικρές αστραπές. Το πρόσωπό του συσπάστηκε άθελά του.
Αυτό το πανηγύρι της μετανάστευσης πρέπει να σταματήσει. Αν είναι δυνατόν. Όποιος πικραμένος πεινάει, Αιγύπτιος, Ουγκαντιανός, Έλληνας μας κουβαλιέται στη κεντρική Ευρώπη. Αυτό δεν είναι Βέλγιο. Μπουρδέλλο έγινε. Θα σας κανονίσουμε καργιόληδες κανά βράδυ που μαζεύεστε και στα καλύτερα παμπ. Ακους εκεί… Στο πατάρι οι Lions και στο ισόγειο οι απόκληροι… Ξυπόλυτοι πολιτιστικά, γυμνοί και πεινασμένοι για τη δική μας μερίδα ποιότητας ζωής, που τη κτίζαμε δυό αιώνες με αίμα…
- Γιατρέ ;
- Περάστε, περάστε, με συγχωρείτε…
- Να καθήσω ;
- Εδώ και λιγάκι ακίνητος παρακαλώ , δυό σταγόνες εδώ..
- Μμμμμμμμμ
- Οκ, παίξτε τα χείλια σας να πάει το παντού, ξεκινάμε ..
- Γιατρέ πονάω λίγο κι εδώ, με το μαλακό.
- Λίγο υπομονούλα θέλω, θα τελειώσουμε γρήγ…
- ΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩχ
- Λίγη αντοχούλα, μη κάνουμε σα κοριτσάκια ε ;
Αδελφές του κερατά. Ούτε τρόχισμα δεν αντέχετε και θέλετε να καθορίσετε τις τύχες μας. Θα πονέσεις… μεγάλε…
- ΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩΩχχχχχχχχ

_________________________________________________________
« Ασφαλώς και δε μπορούμε να ελέγξουμε τις βιολογικές και κοινωνικές καταβολές μας. Δύσκολα θα συμφωνούσαμε με την θεωρία της απόλυτης ελευθερίας της βούλησης που επικαλείται ο Σαρτρ όταν υποστηρίζει ότι από εμάς εξαρτάται αν θα αναγνωρίσουμε ακόμη και τους γονείς που μας γέννησαν. Το στοίχημα της αυτονομίας μας, επιβάλλει συνεπώς μια κριτική αντιμετώπιση ακόμη και των πιο αυτονόητων πτυχών της ατομικότητάς μας. Εκεί ελλοχεύουν δυστυχώς οι πιο ύπουλες παγίδες για την ολοκλήρωση της προσωπικότητάς μας.» …ελεύθερη απόδοση από κομμάτι άρθρου του καθηγητή Στέλιου Βισβιδάκη σε ένθετο της εφημερίδας το Βήμα.