Σάββατο, Απριλίου 19

ο ( ΑΧ ) αμνός


   Είμαι τόσο όμορφος να ζω μες το κελί ! Να μην μπορεί κανένας να με δει. Θα βγω !  Δεν έχει άλλη περίπτωση.  Θα κάνω έτσι τα χέρια, σα φτερά, και θα σκυλιάσω. Θα τα κτυπώ ώσπου τα νεύρα τους να σπάσω. Και θα μ' ανοίξουν. Ή θα με λιώσουν ή θα τους ...πετάξω. Μέσα δε μένω. Είμαι αετός σε σχήμα πεταλούδας. Εγώ μες στη βολή δε θα αράξω...
   Και πάλι διάολε...
   Είμαι τόσο δα μικρός. Τόσο κοντός για να κοιτάξω από το παραθύρι. Τόσο αδύναμος να σκάψω τα τσιμέντα. Τόσο περήφανος για να παραδεχθώ ότι ποτέ ηθικά δε θα ψηλώσω. Τόσο κοντόφθαλμος για να αντιληφθώ ότι ο χρόνος τρέχει,  δουλεύει εναντίον μου. Κι έτσι ίσως τελικά να βολευτώ. Όπως και όλοι σας , μικροί μου αμνοί . Θα κάθομαι τη μοίρα μου να κλαίω.
    Αμήχανος, πιστός, σεμνός αμνός. Εις κι αχαμνός. 
Αλλιώς τι να 'μουνα ;   Θεός ;
   Δε θα ΄ταν ύβρις ; 

Παρασκευή, Απριλίου 18

η θυσία

ω, αμνέ, χάρις σε σένα ζω και βασιλεύω, ο περιούσιος ...
     Προσπαθώ σήμερα να εντοπίσω πράξεις αυτοθυσίας χωρίς σημαντικό υπόβαθρο "ελεγχόμενων" κινήτρων.  Πράξεις αυτοθυσίας που να μπορούν να σταθούν δίπλα στην μητρότητα για να δώσω ένα μέτρο σύγκρισης. Δεν μπορώ ! Δε μπορώ γιατί η επίκληση της θυσίας με φουρκίζει. Οι μόνες πράξεις αυτοθυσίας που παραδέχομαι είναι εκείνες που δε θα τις μάθει ποτέ κανείς. Γιατί όπως και στους κοινωνικούς αγώνες, όπως και στις πολυετείς επιστημονικές έρευνες, τις τέχνες που δεν είναι μόδες αλλά και στις άπειρες οργανώσεις αλληλλεγύης το μεγαλείο βρίσκεται στην αθέατη πλευρά... Όσο σπουδαιότερο το πνεύμα τόσο ταπεινότερο το σαρκίο που το υπηρετεί.

       Η σφγαγή των αμνών δεν έχει σταματήσει ποτέ στον πλανήτη από τότε που ονομάστηκε αυθαίρετα όλη η γης μια ανθρωπότης. Μέρα που 'ναι ας μη μιλήσουμε πάλι για τους θύτες ...  ωωω πόσο μας αρέσει να δείχνουμε τους θύτες με το δάχτυλο, ας μιλήσουμε για τους αμνούς. Τους αμνούς των θυσιών που δεν είναι άμεμπτοι ούτε θεάνθρωποι ούτε θα έχουν ποτέ την ευκαιρία να αναστηθούν & να γίνουν σύμβολα, που το ποτήριόν τους το γεμίζει ξανά κάθε πρωί η μοίρα τους και δεν μπορούν να αναφωνήσουν απελθέτω.

       Ας μιλήσουμε για τους ανθρώπους που συντροφεύουν άτομα με ανίατες ασθένειες, εκείνους που σηκώνουν πλένουν και ντύνουν αξιοπρεπώς έναν τυχαία επιλεγμένο καταδικασμένο και τον βγάζουν περίπατο με το καροτσάκι, παλεύοντας να αγνοήσουν τα βλέματά μας, την αποστροφή μας για την μυρωδιά της ακράτειας, την ανυπομονησία μας να τους εξυπηρετήσουμε για να επιστρέψουμε στη χλιδή της υγείας μας, την επίπλαστη ευγένειά μας και την ακόμη πιό επίπλαστη συμπόνοια μας.

     Ας μιλήσουμε για τα παιδιά που γεννιούνται σε λάθος στιγμή, σε λάθος χέρια, σε λάθος τόπο και αν είχανε επίγνωση τι κόσμος τα περιμένει θα υπέγραφαν φαρδιά πλατιά μια αίτηση αποχώρησης.

     Ας μιλήσουμε για εκείνους που το σωφρονιστικό μας σύστημα αναλαμβάνει να τιμωρήσει μέσα σε θαλάμους της κόλασης, τυχαία συγχρωτίζοντάς τους με αμνούς ή με κτήνη, ισοπεδώνοντας τα υπολείμματα του χαρακτήρα τους και εκμηδενίζοντας τις τελευταίες ρανίδες της αξιοπρέπειάς τους.

    Ας μιλήσουμε για τους λαούς που έτυχε να ζούν εκεί που διακυβεύονται τα επιλεγμένα από τους λίγους γεωπολιτικά παίγνια και χτίζουν μυρμηγκοφωλιές κάτω από βρώμικες αρβύλες μισθοφόρων.

    Ας μιλήσουμε για εκείνους που η θυσία τους είναι άσκοπη. Που η θυσία τους δεν είναι για να τη τρίψουνε στη μούρη της ανθρωπότητας ώστε να αποδειχτούν ανώτεροι. Που η θυσία τους δεν είναι αποτέλεσμα της ανίας τους. Που η θυσία τους δεν είναι υστερόβουλος σχεδιασμός. Που η θυσία τους το μόνο που τους αποφέρει είναι ένας ατελείωτος εσωτερικός πόνος.

    Ας μιλήσουμε για τους δύστυχους. 

 

    Ας μιλήσουμε

Κυριακή, Απριλίου 13

ΜΙΡ_λα : η χώρα φάντασμα

    Πήγα να δω το MIR. Άφησε τα νερά της βόρειας θάλασσας κι έπιασε το λιμάνι. Δεμένο ήταν. Θα μου πεις αφού έπιασε λιμάνι τι θα ήταν. Θέλω να πω, σήμερα δεν είναι πια εκεί... Δεν είναι τούτα τα σκαριά για να τα βλέπεις δεμένα. Μέσα μου φτιάχτηκε ένα παράπονο σα βαρυστομαχιά. Σκέψεις, δάκρυα... Αναλογίστηκα καθώς κοιτούσα τους δόκιμους χυμένους στα καταστρώματα να σχολιάζουν ψιλοπιωμένοι τους ποδόγυρους των επισκεπτριών ότι τους βλέπω στα χειρότερά τους. Αυτοί οι ίδιοι οι δόκιμοι, θα κρέμονται μονόπαντα σαρράντα σαρράντα σε μια άλλη τους στιγμή, τραβώντας με λύσσα τα σχοινιά για να μη γύρει λίγο παραπάνω το σκαρί καταμεσίς στην παγωμένη θάλασσα...  Είναι , πως να το πω, καιροί με παγωμένες θάλασσες τώρα.
      Δεν είναι τούτες οι χώρες για να τις βλέπεις δεμένες. Θέλω να πω, τα σχοινιά είναι για πολλούς λόγους εκεί. Ικανά για το καλύτερο και το χειρότερο.Ο πιό βαρετός τους ρόλος είναι να κρατάνε σφιχτά τα μαζεμένα πανιά σα τα χαλιά το καλοκαίρι στα πατάρια. Η μυρωδιά της ναφθαλίνης είναι για κιλίμια, δεν αρμόζει σε χώρες και λαούς.
     Δεν είναι τούτα τα σκαριά για να τα βλέπεις δεμένα. Δέος !
Γύρισα και μέτρησα στα τρία καταστρώματα εκατόν πενήντα ναύτες. Τέσσερα κατάρτια πενήντα μέτρων που το καθένα μου μιλούσε, τρίζοντας με θυμό και ανυπομονησία. Λύστε ανόητοι τα σχοινιά, έχει βοριά και θέτε νότια να πάμε. Μέτρησα πάλι να σιγουρευτώ, Μου είχαν πει ότι οι δυνατότητες είναι λίγες. Κι όμως !  Δεκάξι τα μεγάλα τα πανιά χώρια τους φλώκους. Τετράγωνα, λευκά, γερά, επαρκή και άχρηστα μαζί, έτσι σφιχτοδεμένα. Θαρρείς και έχουν μέσα τους νεκρούς, απότοκους πολέμων, τυλιγμένους, φρίκη να μη δημιουργούν στο πλήθος. Και τι ; Και τι κι αν έχουνε νεκρούς. Καλύτερα να πέσουν ! Θα μάσουμε όση δύναμη, θα κάνουμε κηδείες & θα προχωρήσουμε ύστερα, όπου κι αν είναι να πάμε. Καλύτερα που περιμένουμε άπραγοι και κλαίμε τους χαμένους ;  Εκατόν πενήντα ναύτες, τέσσερα κατάρτια και είκοσι πανιά, όλα να κάθονται δεμένα, είναι κρίμα.
      Δεν είναι τούτες οι χώρες, σαν και τη δική μου, να τις βλέπεις δεμένες. Σου πιάνεται η καρδιά. Ελάτε να μιλήσουμε για ένα ταξίδι. Όχι για τους νεκρούς μας. Εκείνους ας τους έχει ο καθείς μας στη καρδιά. Τα μνημόσυνα περίσεψαν σε τούτο το καράβι. Όχι για τους νεκρούς μας. Αυτό είναι ακραία συμπεριφορά αν με ρωτάς, όχι δυό τρείς να δείρουν έναν, αλλά τρακόσιοι να μαζεύονται και να ξοδεύουν ώρες για να αλυσοδέσουν τα πανιά με χίλια πρέπει, καταχρηστικά διαλεγμένα, και να σκαρώνουν ευαγγέλια του πολέμου και του μίσους κλειστοφοβικά, λες και δεν έχουμε σκαρί για να ανοιχτούμε. Καθάρια ελληνική φυλή, ανόθευτο προλεταριάτο, ανίκητο δημόσιο μια γροθιά, καμιά απόλυση στο χαλυβουργείο, κανένας ξένος εργάτης σε ελληνικό κρουαζιερόπλοιο, κανένας αλβανός μην ακουμπήσει ελληνικό σταφύλλι, κανένας καταφρονεμένος μη στήσει πάγκο με σαβούρες για να φάει ψωμί εκτός αν είναι Ελλην, οι Έλληνες μόνον στα σισίτια, οι ξένοι μόνον στα κελιά, οι αχρείοι μόνον στις τηλεοράσεις, φάτε όλοι μαζί απ' το χειρότερο φαϊ, ελάτε να σας δείξουμε υστερία, ελάτε να σας δείξουμε μες στις ντουλάπες σκελετούς, ελάτε να χορτάσετε σαπίλα, ελάτε να αναπτύξουμε μαζί τα ζωώδη ένστικτά μας, ένας σκότωσε έναν σα σκυλί, και δυό θα τον σκοτώσουν σα γατί στο δρόμο, η δικαιοσύνη της αυτοδικίας, όλα είναι για τους ανθρώπους, ένας κλέφτης, δυό άρπαγες, χίλιοι μικροαπατεώνες με σημαία την εκδίκηση των μαζών, ελάτε να τους δείξουμε ποιός δέρνει πιο καλά, κόκκινες και μαύρες σημαίες πάνω στα ίδια στυλιάρια τυλιγμένες, σακατεμένα τα κορμιά, του ξένου το σακατεμένο από ξύλο το κορμάκι μάνα δε το κλαίει, ή αν θες το κλάμα της δε φτάνει ως εδώ. Του ξένου η μάνα , δεν είναι μάνα. Είναι μια ύπουλη γριά ντυμένη από το σύστημα Μαγδαληνή.
     Έκλεισα τα μάτια κι έλυσα εκείνα τα πανιά. Λύσαξε ο αγέρας να τα κάνει σκόρπια κι έρμαια μα δε το μπόρεσε.Βάλαμε όλοι μπράτσα. Συνταχθήκαμε κι βάλαμε το πλοίο στη ρότα. Και ήταν όλα μια χαρά. Τραβούσαμε για νότο, δυνατά, ντουγρού για τις γλυκιές τις ζέστες, όχι γιατί ψηφίσαμε και βγάλαμε λιμάνι νότιο, αλλά γιατί ο αέρας ήτανε βοριάς και εμείς για το ταξίδι γεννημένοι,κι όχι δεν είπαμε. Όχι δεν είπαμε . Δεν είναι τούτα τα σκαριά να τα έχεις αραγμένα. Κι αν τα ξεχάσεις έτσι,  καταλήγουν ρημαγμένα.Τραβούσαμε για νότο, τραγουδούσαμε, τα χέρια μας ματώνανε από μόχθο κι όχι από ξένο αίμα, ο ιδρώτας ήτανε δικός μας κι όχι πεταμένος από λυσαγμένα κίνητρα, ζεστός και αθώος, ο ιδρώτας μας, ήτανε πάλι μοσχοβολητός.
     Ήμουνα πάνω εκεί στο MIR. Ακόμη με κλειστά τα μάτια. Και τότε χτύπησε η καμπάνα. Μια μικρή χρυσή καμπάνα στο μεσαίο κατάστρωμα μπροστά μπροστά, που τέτοιον ήχο δεν της έκανες να βγάνει. Τινάχτηκα κι όρθωσα το σώμα. Ήμουν έτοιμος να τρέξω. όλοι καθόταν και γελούσαν. Ένα μικρός παιδί μου είπανε, δοκίμασε και χτύπησε να δει τι ήχο βγάζει. Λάθος ο συναγερμός.
    Καθώς κατέβαινα από το ιστορικό ιστιοφόρο, είδα δεκάδες να το βγάζουνε φωτογραφίες και selfies. Θα πλυμμηρίσουνε το βράδυ τα ηλεκτρονικά τα καφενεία. Δέστε και δέστε. Δέστε με πως ταιριάζω εκεί καμαρωτός εμπρός σε ένα σκαρί καθηλωμένο. Δέστε κι άλλο τα πανιά της χώρας. Χορτάστε θεωρίες συνομωσίας, κοινοποιήστε κατορθώματα του Κασιδιάρη και της καμαρίλας, φάτε στη μάπα τα γκομενιλίκια των Ευρωπαίων ηγετών, δέστε τι άπλυτα έχουν οι αντιπρόσωποί σας στη βουλή, οι αντιπρόσωποι που είναι σάρκα εκ της σαρκός σας, δέστε και φρίξτε και πάτε για ύπνο ήρεμοι. Το καθήκον του πολίτη πριν πέσει για ύπνο είναι να σιγουρευτεί ότι και άλλοι, κι άλλοι, οι πολλοί, είναι διατεθιμένοι να πέσουν κι απόψε για ύπνο. Δεν διακυβέυεται τίποτε αν είναι το σκαρί μες το λιμάνι.
     Θέλετε να μιλήσουμε για πολιτική ; Να μιλήσουμε για ταξίδια. Να μιλήσουμε για τα σχοινιά. Τέτοιο σκαρί, τέτοια πανιά, είναι για άλλες δουλειές περίτεχνα πλεγμένα. Θέλετε να ανέβουμε στο MIR ; Πρέπει να είστε έτοιμοι για ναύλο. Αν είναι ψιλοπιωμένοι να χαζέψουμε τους ποδόγυρους των επισκεπτριών καλύτερα να κάτσουμε στο σπίτι μας. Έχει Λαζόπουλο και ζέστη.
       

Κυριακή, Απριλίου 6

τα υπόλοιπα τα ξέρετε

-       
 

-         - Γιατί δε βάφουμε αυτόν τον τοίχο ;
   -Ποιόν, τον μεταξύ μας ;
    -Όχι, τον απέναντι.
-          -Τι χρώμα ;
-          -Δε με νοιάζει, αρκεί να μην τον βλέπω ίδιο.
 Γύρισε και την κοίταξε με αρνητικό βλέμμα. Εκείνη δεν έκανε τον κόπο να το αναλύσει.
   -    Μαύρο τότε. Ας τον βάψουμε μαύρο. 
   -    Δε με νοιάζει. Πήγαινε και φέρε μπογιά. Θα βγάλω τα εργαλεία.
-          Σοβαρολογείς τώρα, ε ;
      Γύρισε και τον κοίταξε με απαξιωτικό βλέμμα. Εκείνος δε κοιτούσε, γενικώς . Μετά σηκώθηκε και έφυγε. Δε ξαναγύρισε ποτέ. Ύστερα πάλι αντιλήφθηκε ότι απλά σκέφθηκε να σηκωθεί και να φύγει και να μη γυρίσει ποτέ. Το μυαλό του τον έπαιζε. Με γερό χαρτί.
-           Ποτέ δεν αστειεύομαι με το μαύρο, είπε εκείνη.
-           Ναι, το ξέρω, γενικώς ποτέ δεν αστειεύεσαι με το χρώμα.
      Ενεπλάκησαν τυχαία. Τους φάνηκε καλή ιδέα. Δυο μέσοι άνθρωποι που δεν είχαν την επίγνωση ότι είναι δυο μέσοι άνθρωποι. Απλά θεώρησαν αλλήλους ακίνδυνους. Από την ώρα που ενεπλάκησαν, όλα πήραν τον δρόμο που παίρνουν μετά την εμπλοκή δυο μέσων ανθρώπων. Μα τι άλλο θα μπορούσε να συμβεί ; Αν εκείνος ήταν ο Μπουκόβσκι και αυτή η Μελίνα θα μπορούσε η έκβαση να έχει κάποιο ενδιαφέρον, αλλά όχι. Δεν ήταν.
-          Το λοιπόν, εγώ το χρώμα εσύ τα ρολλά.
-          Ποια ρολλά ;
-          Τα ρολλά, πως διάολο θα βάψουμε ;
-          Εγώ θα βάψω. Εσύ θα με βλέπεις να τα βάφω μαύρα και θα χασμουριέσαι, έτσι για να διατηρούμε μια επαφή με την …
-          Πάω.  Και, αν θες ;  Βγάλε αυτό το άθλιο νυχτικό  .. δε θα θες να το λεκιάσεις.
       Σηκώθηκε και έβγαλε το νυχτικό με μια κίνηση των χεριών προς τα πάνω. Τα στήθη της ήταν άσπρα σαν αχρησιμοποίητα. Εκείνος κατάπιε τη γλώσσα του, αν περιγράφεται έτσι μια στιγμή που όλοι περιμένουν να μιλήσεις κι εσύ δεν… Εκείνη βγήκε στο μπαλκόνι φορώντας μόνο την μαύρη κιλότα και πέταξε το νυχτικό στον κάδο. Μετά τεντώθηκε και ξαναμπήκε στην κουζίνα. Τον κοίταξε όπως κοιτάζει το χορτάτο λιοντάρι έναν αγριόχοιρο που μασουλάει κράνα απρόσεκτος σαν πρωτάρης.
-          Εντάξει τώρα ;  Θες να βγάλω τίποτε άλλο ;
-          Πάω.
     Το να λες πάω και να μη ξεκινάς είναι αξιολύπητο από μόνο του. Πόσο μάλλον αν έχεις υποδεχτεί το βλέμμα ενός χορτάτου λιονταριού που κοιτάζει  έναν αγριόχοιρο που μασουλάει κράνα, απρόσεκτος σαν πρωτάρης. Μάζεψε τα υπολείμματά του και κίνησε.
-          Να πάρεις μια χαρτοταινία . Πάρε μου και χαρτάκια από απέναντι. Δεν έχω να στρίψω.
       Έκλεισε πίσω του την πόρτα.
-          Στριμμένη !  ψέλισε καλώντας το ασανσέρ.  Ε, στριμμένη !
Χωρίς αμφιβολία η γυναίκα ήταν στριμμένη. Το ζήτημα είναι ότι όσο περισσότερο της έστριβε τόσο περισσότερο του άρεζε. Ήταν ένα παιχνίδι με τα όρια. Μια εκποίηση των κανόνων που τον έφεραν ως εδώ, μια κίνηση απελπισίας, αν αναλογιστείς ότι δεν ήταν παρά ένας μέσος άντρας. Μπήκε στο χρωματοπωλείο αποφασισμένος.
-          Ένα παντάκιλο μαύρο πλαστικό.
-          Καλημέρα.
-          Όπως νομίζετε…
-          Κάτι άλλο ;
-          Μια χαρτοταινία μεσαία και δυό μέτρα σχοινί.
-          Σχοινί ;
-          Χοντρό.
    Κοίταξε τον μαγαζάτορα και γέλασε με δεικτικό τρόπο. Ο ανθρωπάκος σύρθηκε να φέρει τη μπογιά και γυρνώντας άρπαξε μια χαρτοταινία από το ράφι.

       Πρέπει να έχασε τον έλεγχο της κατάστασης όταν άρχισε να την βλέπει με συγκατάβαση. Τότε έχασε την σπιρτάδα της η συνάντησή τους. Το παιχνίδι με τα όρια ;  Το παιχνίδι με τα όρια ποτέ δεν κράτησε ανθρώπους περισσότερο από λίγους μήνες μαζί. Είναι μια αυταπάτη. Σε κάνει να νομίζεις ότι είσαι κάποιος άλλος, μια, δυό, τρείς, μετά πέφτεις στον καθρέφτη και καταλαβαίνεις. Άμα δε τα κάνεις όλα πουτάνα δεν αλλάζει τίποτε. Τρώμε ο ένας τις σάρκες του άλλου.  
-          Ξέχνα το σχοινί, σκέφτηκα κάτι άλλο, είπε εκείνος.
-          Έχουμε φαλτσέτες !  έκανε μια απόπειρα χιούμορ ο χρωματοπώλης.
     Το βλέμμα που του απηύθηνε ο Ιάσωνας ήταν ενός πεινασμένου λιονταριού. Ο άλλος έσκυψε για να βρεί μια σακούλα και την ησυχία του.
-          Δεκατρία και δεκατρία λεπτά, απαίτησε.
-          Τίποτα δεν είναι τυχαίο.
-          Ορίστε ;
-          Τίποτα, κράτησε από το εικοσάρικο. Ευχαριστώ.
      Με το πεντάκιλο στη σακούλα να του διαταράσσει την ισορροπία, όχι μόνο επειδή ήταν μαύρο αλλά επειδή ήταν και πεντάκιλο, περπάτησε στραβοκάνικα μέχρι το ψιλικατζίδικο και έκανε πως διαλέγει περιοδικό, να θυμηθεί τι του ζήτησε η άλλη. Είχε κολλήσει στα γεγονότα. Κρατούσε ένα μαύρο πεντάκιλο που κόστισε δεκατρία και δεκατρία.
-          Πιάσε δυο πάκα χαρτάκια για την στριμέν… για στρίψιμο .
-          Έτοιμος. Καλημέρα.
-          …… μέρα.    Τι διάολο χάπια πίνουν, σκέφτηκε και του γύρισε την πλάτη.
     Με το πεντάκιλο στη σακούλα να του διαταράσσει την ψυχολογία πέρασε τον δρόμο και χώθηκε στο ασανσέρ. Ετοίμαζε ήδη την ατάκα. Ο θάλαμος έτριζε σαν δαιμονισμένος και δεν ήταν αργά, κάποιοι μπορεί να κοιμόντουσαν ακόμη. Σταμάτησε στον τρίτο. Έσπρωξε με το αριστερό πόδι την πόρτα. Εκείνη άνοιξε λίγα εκατοστά και ξανάκλεισε στα μούτρα του. Ήταν αυτό που λένε, έφαγα πόρτα, αλλά κυριολεκτικά. Της έδωσε άλλη μια με τον ώμο και βγήκε στο μισοσκότεινο κλιμακοστάσιο.  Άφησε κάτω τη σακούλα για να ψάξει το κλειδί. Ακούστηκαν από μέσα διαπληκτισμοί. Η εξώπορτά τους του φάνηκε μισόκλειστη. Την έσπρωξε και πάγωσε. Η Αλίκη είχε ανάψει μες το καταχείμωνο το κλιματιστικό. Είχε ανοίξει την τηλεόραση στη διαπασών. Είχε τραβήξει την τραπεζαρία στη μέση και ήταν καθισμένη με κασκόλ και γάντια πάνω στο τραπεζάκι του καθιστικού ανακατεύοντας με ένα μαχαίρι έναν κουβά με πλαστικό χρώμα. Στο κόκκινο της φωτιάς.
   -          Βάλε Αντένα. μπόρεσε να πει εκείνος.
    -  Είσαι τρελός ;  τον ρώτησε αυτή.

Τα υπόλοιπα τα ξέρετε.