Σάββατο, Δεκεμβρίου 31

dear Santa



       Αγαπημένε μου Άγιε Βασίλη,
       ήμουνα κακό παιδί φέτος. Μεμψίμοιρο, μοχθηρό, αθυρόστομο, ευέξαπτο, ακραία ανταγωνιστικό, λαίμαργο. Χειραγώγησα τους ανθρώπους που επηρεάζω και απαίτησα περισσότερη προσοχή από όση μου αναλογεί. Θεώρησα ότι ο κόσμος κινείται γύρω μου και δεν ήτανε η πρώτη χρονιά που το κάνω. Ζήλεψα τους πιο τυχερούς παρ’ όλο που η τύχη τους πολλάκις διαχύθηκε γύρω τους βελτιώνοντας τη ζωή περισσοτέρων. Έτσι δε γίνεται ; Δεν εκτίμησα την αγάπη που μου δόθηκε ενώ εστίασα στο θυμό που μου απευθύνθηκε. Τώρα που κάθομαι και τα μετράω, πολύ περισσότερο αγάπη εισέπραξα από θυμό. Δεν μπόρεσα να απελευθερωθώ από τις μικρότητές μου. Έκανα πολύ κακό στην ψυχή μου.
     Αγαπημένε των παιδιών Άγιε, θέλω φέτος να με ξανακάνεις παιδί, μέσα μου. Οι μικρές κακίες μου να ξεσπούν και να γειώνονται πριν καταστούν αξιομνημόνευτες. Οι χαρές μου, μικρές και μεγάλες να μεταδίδονται στους γύρω μου με αυθορμητισμό, εν τη γενέσει τους. Να καταφέρω να απολαύσω τις επιτυχίες των γύρω μου ψηλαφώντας τη γλύκα όλων των μικρών πραγμάτων. Να αφήσω τη ψυχή μου να πετάξει, γιατί, για αυτό είναι φτιαγμένη.
    Άγιε Βασίλη. Ξέρω ότι σε δυσκολεύω που δε σου ζητώ κάτι υλικό. Θέλω να κάνεις τούτο. Να μου στείλεις ένα μικρό κουτάκι με αυτό το γράμμα μέσα και ένα βάζο Μερέντα που το περιεχόμενό του θα έχει σχεδόν εξαντληθεί. Πιστεύω ότι θα είναι ένα τέλειο σύμβολο για τη χρονιά που έρχεται. Θα το ανοίγω, θα το μυρίζω, θα ακουμπώ το δάχτυλό μου και θα το γλύφω. Δε θα πειράξω το μικρό απόθεμα σοκολάτας στον πάτο του. Αν βγάλω τη χρονιά με τη μυρωδιά της απόλαυσης που είναι εκεί και περιμένει, χωρίς να κακιώσω ούτε μια φορά, του χρόνου θα σου ζητήσω μια ολόκληρη καινούργια Μερέντα γίγαντα. Και θα βγω να την κεράσω με αγάπη στην πλατεία Αριστοτέλους για να δω περισσότερα χαμόγελα ελεύθερων ανθρώπων, περισσότερα σίγουρα γιατί θα είναι  ένας τουλάχιστον ακόμη λεύθερος.
    Θα είμαι και εγώ.      

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 29

το πιο αργό δευτερόλεπτο είναι εκείνο που ακολουθεί το γδούπο μιας πόρτας που κλείνει



   Η πλάτη της ήταν ακόμη διάστιχτη από τα φιλιά του. Τα φιλιά φυτεύουν λέξεις στο σώμα. Εκείνη που τα δέχεται γίνεται νουβέλα, ιστορία που μπορεί να ειπωθεί εκατό φορές και αυτοί που θα την ακούνε να κρέμονται από τα χείλη εκείνου, που είναι ο τυχερός αφηγητής. Τα φιλιά φυτεύουν λέξεις στο σώμα. Εκείνη που τα δέχεται γίνεται ένα μεθυστικό τραγούδι. Οι στίχοι του στέλνονται από άνθρωπο σε άνθρωπο με χίλια μέσα, με sms και με μπουκάλια στο νερό. Με σημειώματα σε μπαρμπρίζ και με λόγια που τα αναπαράγει ένας ανύποπτος αυτόματος τηλεφωνητής.
   Εκείνος είχε χείλη που καίνε. Δεν υπήρχε θεραπεία για τούτο το κάψιμο. Δε μπορούσε να πιεί νερό και να το σβήσει. Ούτε να το τραβήξει από το δέρμα με ποτισμένα βαμβάκια μπορούσε. Το μόνο που μπορούσε ήταν να αποφασίσει αν μπορούσε να ζήσει με μια τέτοιας έντασης κάψα στα χείλη. Φυσικά και μπορούσε… Ήταν είκοσι δύο.
   Εκείνη δε σάλευε. Φοβόταν την αντίδραση που θα εκκινούσε μια λάθος στιγμή. Φοβόταν το δευτερόλεπτο που θα συναντιόντουσαν τα μάτια. Δεν είχε βιογραφικό που να της επιτρέπει μια προσευχή. Αποφάσισε λοιπόν να περιμένει με κομμένη την ανάσα.
   Εκείνος περπάτησε ξυπόλυτος. Είχε προσευχηθεί για μια σιωπή. Γύρισε και κοίταξε προς το κρεβάτι. Η ανάσες της ήταν τώρα αργές προκαλώντας στα σεντόνια εκείνο τον νωχελικό παφλασμό που οι ιστιοπλόοι βαφτίζουνε βουβαμάρα. Η προσευχή του ήταν όπως συνήθως καταλυτική. Είχε ένα καλό βραχύ βιογραφικό.
   Η Νάντια άνοιξε τα μάτια. Έριξε κορώνα γράμματα, γυρίζω / δε γυρίζω. Έπεσε  «δε γυρίζω» . Ποτέ δεν ήταν καλή με τις λέξεις. Ό,τι της είχε απομείνει να απλώσει, το είχε απλώσει εμπρός του στο σκοτάδι, σαν να ήταν η τελευταία της οντισιόν . Χωρίς να κρατήσει ένα απόθεμα ασφαλείας. Εκείνη αφού, μόνον έτσι λειτουργούσε...Και πριν και τώρα στα σαρανταεφτά.
   Εκείνος ακούστηκε να μαζεύει από το πάτωμα ρούχα. Μετά ακούστηκε να τα φορά. Και μετά ένας ανεπαίσθητος ήχος στο μαξιλάρι πίσω της.  
   Η Νάντια έκλεισε τα μάτια, τόσο σφιχτά, που τα πρώτα δάκρυα ούτε που το σκέφτηκαν να κυλήσουν έξω. Μέσα στο κεφάλι της η ορχήστρα που υποδέχεται τον βιστουόζο, τον σολίστα, το λόρδο Πανικό, άρχισε να παίζει κι όλας την εισαγωγή. Βιολιά και κύμβαλα. 
   Δεν ακούστηκε τίποτε άλλο. Τίποτε που να μπορεί να υπερκεράσει τους ήχους μέσα της. Όταν η Νάντια γύρισε είδε μονάχα το πίσω μέρος μιας σκαλιστής ολόλευκης πόρτας που απομακρύνεται. Και μετά έφτασε στα αυτιά της ο γδούπος. Στο μαξιλάρι υπήρχε το πιο ηλίθιο, γαμημένα ηλίθιο τριαντάφυλλο. Σε αντίθεση με ένα sms που απλώς το σβήνεις, ένα τριαντάφυλλο μπορείς να το γλεντήσεις. Η Νάντια είχε ξαναδεί πόρτα να κλείνει αλλά κάθε φορά, κάθε φορά ευχόταν να μη δει και τριαντάφυλλο.

   Ένα τριαντάφυλλο μπορείς να το φτύσεις. Μπορείς να το πετάξεις στον τοίχο, πολλές φορές, μετά να φορέσεις παπούτσια και να το ποδοπατήσεις, μετά να βάλεις τα πέταλα σε τασάκι και να τους ανάψεις φωτιά, μπορείς να το μασήσεις ή να το τρίψεις στο multi, μπορείς να το κόψεις με το ψαλιδάκι κομφετί.

    Άκουσε απόηχο της πόρτας να επιστρέφει από το μπάνιο. Ήταν η αντήχηση των μεγάλων γδυμένων δωματίων που μπορείς να νοικιάσεις με την ώρα στο κέντρο της πόλης. Κάθε ατυχής ήχος αναπαράγεται σπαραχτικά σε τούτα τα μεγάλα γδυμένα δωμάτια που μπορείς να νοικιάσεις με την ώρα στο κέντρο της πόλης. Και η φυγή των εραστών αναπαράγεται σπαραχτικά σε τούτα τα μεγάλα γδυμένα δωμάτια που…
     Εκείνος ήταν ήδη στο δρόμο. Είχε κάνει το λιγότερο δυνατό θόρυβο αλλά ο ήχος του φάνηκε και πάλι εκκωφαντικός. Ο ήχος από την πόρτα που κλείνει. Τον έτρεπε πάντα σε μια άταχτη φυγή. Μέχρι να χωθεί στο ασανσέρ αισθάνθηκε ότι τα δευτερόλεπτα κρατούσαν αιώνες.
     Η Νάντια κοίταζε ακόμη το τριαντάφυλλο στο μαξιλάρι. Υπάρχει πιο βάναυσο σουβενίρ ; Ενός εραστή που σε έχει μόλις απορρίψει, ένα τριαντάφυλλο ως το σύμβολο συμπονετικής μακροθυμίας ;
     Το σήκωσε και το μύρισε. Το μαξιλάρι φυσικά. Ύστερα το άφησε πάνω από το τριαντάφυλλο, να το κρύψει, γιατί η Νάντια τώρα δεν ήταν η Νάντια των πρώτων άγουρων δεσμών. Θέλω να πω, ποια μεσήλικη τσαλαπατάει τα τριαντάφυλλα πάνω σε ξένες μοκέτες ; Για μια στιγμή νόμισε ότι ξανα άκουσε, τρίτη φορά, τον ίδιο γδούπο. Έκανε λάθος. Όλες οι πόρτες ήτανε κλειστές…

      Το πιο αργό δευτερόλεπτο είναι εκείνο που ακολουθεί  …άλλη μια πόρτα που κλείνει.

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 21

είναι όλοι τους καλά

ο Κεριμ Ανακούσογλου από το Ερζουρούμ


1986, Δεκέμβρης, 31

            Ο Κερίμ Ανακούσογλου από το Ερζουρούμ είναι καθισμένος σε μια άβολη Βιενέζικη καρέκλα της οποίας η καινούργια ταπετσαρία είναι παράξενα μονόχρωμη. Το χιόνι έχει σταματήσει να σωρεύεται έξω, στις γωνιές της αυλής, στο σπίτι του στο Καρς, κι εκείνος χαίρεται γιατί έχει προ πολλού παρέλθει η εποχή που φτυάριζε γεμάτος σφρίγος. Μπροστά στα χορτάτα ενενηντάχρονα μάτια του τα δισέγγονα τραβολογάνε τα ογκώδη πακέτα με τα δώρα τους, χορταίνοντας τα ξύλινα μαδέρια με τον ξερό ήχο ζελατίνας που τσαλακώνεται. Ο Κερίμ Ανακούσογλου ταξιδεύει στο χρόνο νοερά, καθώς, στο κεφαλάκι του κάθε ζωντόβολου,  αναγνωρίζει αφουγκράζεται και μυρίζει τρεις δυνατές γενιές Τούρκων που προήλθαν από την, ανεξήγητη μάλλον, επιμονή του ν’ αποκτήσει αρκετούς απογόνους.
            Ο Περικλής Μηλώσης από το Μοναστήρι είναι καθισμένος σε μια παλαιακή κουνιστή πολυθρόνα της οποίας τα μαξιλάρια είναι η τέταρτη γενιά. Το χιόνι συνεχίζει να πέφτει στο σπίτι του στη Φλώρινα και ο μοναχογιός του ο Γιώργος, φτυαρίζει εις μάτην ένα στενό πέρασμα από την οδό Καλλέργη μέχρι τα σκαλιά. Μπροστά στα ογδονταεξάχρονα μάτια του παππού, που είναι παραχωμένα στις χλωμές τους κόγχες, τα δισέγγονα τραβολογάνε τα πακέτα με τα δώρα τους, όχι χωρίς προστριβές, αφού οι κορδέλες τα μπρατσάκια τους και τα φαντεζί χαρτιά έχουν μετατρέψει τη σάλα σε  ένα βουερό ριγκ κατηγορίας φτερού. Ο Περικλής Μηλώσης σιωπά. Δεν εγκρίνει όλη αυτή την άναρχη ανακατωσούρα, αλλά έχει παρέλθει η εποχή που τους τραβούσε τα αυτιά. Κοιτάζει επιτιμητικά τα ζωντόβολα προσπαθώντας να βάλει σε μια σειρά το χείμαρρο από αναμνήσεις που, εξαιτίας τους,  εκβάλλει μπροστά στα παγωμένα πόδια του.
          Ο Κερίμ Ανακούσογλου από το Ερζουρούμ έχει αποκτήσει εφτά παιδιά από δυο γυναίκες. Τρία από αυτά τα έχει συνοδεύσει ήδη στην τελευταία τους κατοικία. Τρείς βαθιές χαρακιές έχουν ρυτιδώσει το μέτωπο του βυρσοδέψη καθώς η απώλεια ενός παιδιού στην Τουρκία παραμένει ένας πόνος που τον διαχειρίζεται κάθε σπίτι με κλειδωμένες τις εξώπορτες. Η ζωή έχει παρ’ όλα αυτά ανταμείψει τα ροζιασμένα χέρια αυτού του βιοπαλαιστή. Ο Κερίμ καμαρώνει δεκαεννιά εγγόνια, τέσσερα μάλιστα σπουδαγμένα σωστά στην Ινταμπούλ. Το τελευταίο εγγόνι, ο Βενιαμίν, ζει στη Βοστόνη, ένας Αλλάχ γνωρίζει γιατί...
          Ο Περικλής Μηλώσης από το Μοναστήρι έχει τέσσερα παιδιά από μία γυναίκα. Και τα τέσσερα είναι παντρεμένα.  Το ένα του κορίτσι δεν ευλογήθηκε να αποκτήσει παιδιά. Ο γηραιός ξυλέμπορος αισθάνεται τακτικά σουβλιές στην καρδιά για την άτεκνη κορούλα του. Η ζωή έχει παρ’ όλα αυτά ανταμείψει τα ροζιασμένα χέρια του βιοπαλαιστή. Καταρχήν ο γέρων δεν έχει βιώσει τον πόνο να αποχαιρετίσει σπλάχνο του. Ο Περικλής καμαρώνει οκτώ εγγόνια, τα έξι σπουδαγμένα στη Θεσσαλονίκη σε ποικίλες ενδιαφέρουσες επιστήμες που διάλεξαν μονάχα τους. Το τελευταίο εγγόνι, ο Βενιαμίν, εργάζεται εσχάτως στο Ντουμπάϊ, ένας Θεός ξέρει γιατί…       
         Ο Κερίμ Ανακούσογλου από το Ερζουρούμ περιμένει νέα από την Καμπούλ, από την Άγκυρα, από το Μάλμε και από την Ισταμπούλ. Το τηλέφωνο έχει μουλαρώσει . Σε κάθε ήχο οι γυναίκες τινάζονται, ώσπου συνειδητοποιούν ότι δεν είναι εκείνος που περιμένουν. Τρία από τα μέλη της οικογένειας αγνοούνται τούτη την παραμονή πρωτοχρονιάς. Στο μυαλό όλων είναι καρφωμένες εικόνες από τα πρόσφατα γεγονότα. Μουχλιασμένα μπουντρούμια όπου το κρύο περονιάζει τα κορμιά των κολασμένων. Αυτή είναι η πρώτη σκέψη που περνάει από το μυαλό του Κερίμ Αλακούσογλου από το Ερζουρούμ. Τα στόμα του είναι σφιγμένο και οι σιαγόνες του τρίβονται από μια μόνιμα εγκατεστημένη αγωνία. Όσο πιο μορφωμένα, τόσο το χειρότερο. Τα καλύτερα βλαστάρια της οικογένειας θεωρούνται μια εν δυνάμει απειλή από την ηγεσία της πατρίδας. Ιδιαιτέρως η  Καντιφέ, η δημοσιογράφος, η αγαπημένη του εγγόνα με τα δυο λαμπερά καρβουνάκια στα μάτια, αυτό το πανέξυπνο πλάσμα, έχει χορτάσει ξυλοδαρμούς και ανείπωτες προσβολές. Ο αδελφός της είναι από παιδί στα σώματα ασφαλείας. Δε μιλιούνται μεταξύ τους.  Η ζωή του αγοριού είναι καλή, αν εξαιρέσεις τον πανικό που αισθάνεται κάθε φορά που του διαμηνύουν ότι τον ζητάνε από τα κεντρικά. Το ανάθεμα από τη δόξα απέχει ένα τηλεφώνημα. Κάτι δεν πάει καλά τελευταία. Το τελευταίο του μήνυμα ήταν ότι φεύγει για το Ιρακ. Από τότε τα νέα φτάνουν με το σταγονόμετρο. Οι γειτόνοι  μουρμουρίζουν ότι στα σύνορα η κυβέρνηση στέλνει τους αναλώσιμους. Ο γέρος βυρσοδέψης δεν είναι σίγουρος ότι έκανε καλά που απέκτησε τη μητέρα τους, σπέρνοντας ένα βλαστάρι που τα κλαδιά του κατάληξαν τόσο ανεμοδαρμένα.
        Ο Περικλής Μηλώσης από το Μοναστήρι περιμένει μονάχα ένα τηλεφώνημα από Ντουμπάϊ. Θέλει να ευχαριστήσει τον εγγονό του για το υπέροχο δώρο. Είναι πλήρης, δικαιωμένος και απολαμβάνει κάθε ήχο στο σπίτι. Η κρεατόπιτα της Μαρίκας σπάει τις μύτες. Τα βλαστάρια του κελαηδούν σε όλα τα δωμάτια του πατρικού. Έξω συνεχίζει να χιονίζει. Δεν τον πειράζει.
      Ο Κερίμ Ανακούσογλου από το Ερζουρούμ περιμένει εις μάτην πάνω από το τηλέφωνο. Κανένα νέο δεν έρχεται, ούτε καν κακό. Τα χέρια όλων στο σπίτι είναι παγωμένα. Έξω έχει ευτυχώς σταματήσει το χιόνι. Μέσα στην ψυχή του πάλι, χιονίζει ασταμάτητα. Και αυτός είναι πολύ γέρος και πολύ αδύναμος πια, για να φτυαρίσει στη μπάντα τις αγωνίες. Παρ’ όλα αυτά καταφέρνει και χαμογελά, όταν τα μάτια του συναντιούνται με τα μάτια των εγγονιών που οι γονείς τους απόψε λείπουν. Μόνος του ξέρει ο έρμος. Τα κοιτάζει και κλαίει. Δεν αφήνει το κλάμα να υγράνει το βλέμμα. Τους νεύει με νόημα : Δεν πειράζει.
      Ο Περικλής Μηλώσης σηκώνει το τηλέφωνο. Στην άλλη άκρη ο Κερίμ ακούγεται ακόμη πιο γέρων. Μιλάνε για λίγο στα Τούρκικα. Θυμούνται τον σπιτονοικοκύρη τους την εποχή που υπηρετούσαν μεταφραστές για τους Γάλλους, στο Μοναστήρι. Ήταν και οι δυό τους τόσο ανύποπτοι. Ο Κερίμ ρωτάει για τα παιδιά του Περικλή. Είναι όλοι τους καλά. Ο Περικλής Μηλώσης από το Μοναστήρι εύχεται στον Κερίμ Ανακούσογλου από το Ερζουρούμ να δει και τα υπόλοιπα παιδιά του, όλα στην ίδια σάλα, όλα ζωντανά και όλα αισιόδοξα, το συντομότερο δυνατόν. Ο Κερίμ κλείνει το τηλέφωνο με ένα πικρό χαμόγελο. Αυτό δεν ήταν το τηλεφώνημα που περίμεναν. Αλλά μέχρι τις δώδεκα, έχει ακόμη. Ο Περικλής δίνει το ακουστικό στη Μαρίκα να το κλείσει. Δεν έχει να περιμένει άλλα νέα. Ζητάει από τη Μαρίκα να βάλει το τούβλο να ζεσταίνεται. Θα το αποθέσουν στο κρεβάτι για να τους ζεστάνει τα πόδια στον ύπνο. Το σπιτικό του είναι και φέτος πλήρες.
      Στην Ελλάδα το τηλέφωνο είναι κυρίως για ευχές. Το χιόνι ξαφνικά σταματάει. Οι φωνές των παιδιών είναι στο επίκεντρο. Δόξα το θεώ.  
      Στην Τουρκία το χιόνι ξαναρχίζει να πέφτει, ορεξάτα,  απειλητικά.  Η ατμόσφαιρα πιάνει να παγώνει. Οι σιωπές των παιδιών είναι στο επίκεντρο τώρα.  Άλλος Θεός.         

Τρίτη, Δεκεμβρίου 20

εννιά παρά πέντε



      Το πιο ταπεινό αιφνίδιο οπτικό ερέθισμα μπορεί να εκκινήσει μέσα σου τη χημεία. Το μυαλό σου είναι σε θέση αρχηγού.

      Οδηγάς προς τη δουλειά. Βλέπεις ένα παπούτσι στη μέση του δρόμου. Ένα αθέλητο σφίξιμο στο στομάχι.  Είναι μια αναπόφευκτη αντίδραση. Συνειρμοί. Κάποιος άφησε ένα παπούτσι εδώ. Δεν έφυγε σε καλή κατάσταση. Μπορεί και να τον μάζεψαν νοσηλευτές. Μέχρι να προσπεράσεις έχεις ήδη αναζητήσει τεκμήρια ενός πιθανού δυστυχήματος. Σπασμένα τζάμια, λεκέδες στην άσφαλτο, συντρίμμια στο γείσο. Δεν τα βρίσκεις. Τέλος συναγερμού. Ένα κοπάδι πάπιες στον ουρανό. Έχεις ήδη ξεχάσει το πεταμένο παπούτσι.

     Η επιστήμη των μέσων μαζικής προπαγάνδας έχει επικεντρωθεί στο μυαλό σου, που είναι σε θέση αρχηγού. Η επιρροή τους, όσο περισσότερο εδραιώνεται, τόσο ακριβότερα αμείβεται από εκείνους που έχουν κίνητρα να την αγοράσουν. Κανένας πλέον δε φιλοδοξεί να αποκτήσει ένα ραδιοφωνικό σταθμό. Είναι ένα κουτσό μέσο. Του λείπει η δυναμική των οπτικών μηνυμάτων. 

    Η δυνατότητα να έχεις μαζί σου μέρα νύχτα, συσκευές με παροχή οπτικοακουστικού υλικού είναι το μεγάλο παιχνίδι τώρα στην αγορά. Το περίφημο επίτευγμα είναι ότι σε βάζουν και να τις πληρώσεις…

   Μπορείς, λες, να φιλτράρεις το εισερχόμενο υλικό, ε ; Κακομοίρη ! Μπορείς λες να κλείσεις την τηλεόραση αυτομάτως, έτσι ; Καημένε ! Μπορείς να κόψεις το κάπνισμα με ένα κλικ, ε ; Άντε βρε απ’ εκεί !

   Αν μπορούσες, δεν θα είχανε στηθεί τόσο μεγάλες επενδύσεις, σε σημείο που ένας ιδιοκτήτης μιας από αυτές να γίνει ο πλανητάρχης. 

   Οδηγάς προς τη δουλειά. Βλέπεις ένα παπούτσι στη μέση του δρόμου. Αν μπορείς, προσποιήσου ότι δε σου δημιουργεί ταραχή.

   Αυτές τις σκέψεις φυσικά τις έχεις κάνει. Δεκάδες φορές. Σε σημείο που να θεωρείται κοινοτυπία η καταγραφή τους. Εκείνο που πρέπει να κάνεις όμως το αποφεύγεις. Να μην αγοράσεις i-phone. Να μην επιδιώκεις να διαβιείς διαρκώς υπό την προστασία ευρυζωνικότητας. Να μην ανοίξεις τον ΣΚΑΙ στις εννιά παρά πέντε.  Να χτίσεις αντοχές.

    Η ψυχή σου έχει αναλωθεί να επουλώνει τις ζημίες που σου προκαλεί η αναπαραγωγή του φόβου. Δεν καταλαβαίνεις ότι ένας άνθρωπος που βλέπει κάθε μέρα δεκάδες πτώματα αδυνατεί να συγκεντρώσει τις δυνάμεις που απαιτεί μια προσωπική ανασυγκρότηση, μια ιεράρχηση προτεραιοτήτων, η καλλιέργεια υγειών κοινωνικών σχέσεων και η αγαθή συγκατοίκηση με τους οικείους του ; Δεν καταλαβαίνεις ότι μετατρέπεσαι σε ένα ταραγμένο αγρίμι ; Δεν αναγνωρίζεις τις μειωμένες σου αντοχές σε ενοχλήματα από τον πλησίον σου ; Δεν συνειδητοποιείς ότι πλέον ορμάς στους ανθρώπους σου και στον εαυτό σου διαρκώς ;

   Έχεις ποτέ μαλώσει με την τηλεόρασή σου ; Την έχεις βρίσει ; Της έχεις τραβήξει το αυτί ; Της έχεις χτυπήσει την πόρτα στα μούτρα; Της έχεις γυρίσει το πιάτο με το φαγητό; Της έχεις ουρλιάξει στα αυτιά ; Όχι βέβαια. Τρελός δεν είσαι !!! Μπορεί να είσαι ηλίθιος, αλλά τρελός ποτέ. Στη γυναίκα σου το έχεις κάνει. Στα παιδιά σου το έχεις κάνει. Στη μητέρα σου, πολλές φορές ! Στον αδερφό σου, ναι. Όχι στην TV. Στις εννιά παρά πέντε το νου σου. Η πιο πιστή σου φιλενάδα θα είναι εκεί, λαμπερή και όμορφη σαν ένα νεαρό πεινασμένο τσακάλι.