Τετάρτη, Δεκεμβρίου 21

είναι όλοι τους καλά

ο Κεριμ Ανακούσογλου από το Ερζουρούμ


1986, Δεκέμβρης, 31

            Ο Κερίμ Ανακούσογλου από το Ερζουρούμ είναι καθισμένος σε μια άβολη Βιενέζικη καρέκλα της οποίας η καινούργια ταπετσαρία είναι παράξενα μονόχρωμη. Το χιόνι έχει σταματήσει να σωρεύεται έξω, στις γωνιές της αυλής, στο σπίτι του στο Καρς, κι εκείνος χαίρεται γιατί έχει προ πολλού παρέλθει η εποχή που φτυάριζε γεμάτος σφρίγος. Μπροστά στα χορτάτα ενενηντάχρονα μάτια του τα δισέγγονα τραβολογάνε τα ογκώδη πακέτα με τα δώρα τους, χορταίνοντας τα ξύλινα μαδέρια με τον ξερό ήχο ζελατίνας που τσαλακώνεται. Ο Κερίμ Ανακούσογλου ταξιδεύει στο χρόνο νοερά, καθώς, στο κεφαλάκι του κάθε ζωντόβολου,  αναγνωρίζει αφουγκράζεται και μυρίζει τρεις δυνατές γενιές Τούρκων που προήλθαν από την, ανεξήγητη μάλλον, επιμονή του ν’ αποκτήσει αρκετούς απογόνους.
            Ο Περικλής Μηλώσης από το Μοναστήρι είναι καθισμένος σε μια παλαιακή κουνιστή πολυθρόνα της οποίας τα μαξιλάρια είναι η τέταρτη γενιά. Το χιόνι συνεχίζει να πέφτει στο σπίτι του στη Φλώρινα και ο μοναχογιός του ο Γιώργος, φτυαρίζει εις μάτην ένα στενό πέρασμα από την οδό Καλλέργη μέχρι τα σκαλιά. Μπροστά στα ογδονταεξάχρονα μάτια του παππού, που είναι παραχωμένα στις χλωμές τους κόγχες, τα δισέγγονα τραβολογάνε τα πακέτα με τα δώρα τους, όχι χωρίς προστριβές, αφού οι κορδέλες τα μπρατσάκια τους και τα φαντεζί χαρτιά έχουν μετατρέψει τη σάλα σε  ένα βουερό ριγκ κατηγορίας φτερού. Ο Περικλής Μηλώσης σιωπά. Δεν εγκρίνει όλη αυτή την άναρχη ανακατωσούρα, αλλά έχει παρέλθει η εποχή που τους τραβούσε τα αυτιά. Κοιτάζει επιτιμητικά τα ζωντόβολα προσπαθώντας να βάλει σε μια σειρά το χείμαρρο από αναμνήσεις που, εξαιτίας τους,  εκβάλλει μπροστά στα παγωμένα πόδια του.
          Ο Κερίμ Ανακούσογλου από το Ερζουρούμ έχει αποκτήσει εφτά παιδιά από δυο γυναίκες. Τρία από αυτά τα έχει συνοδεύσει ήδη στην τελευταία τους κατοικία. Τρείς βαθιές χαρακιές έχουν ρυτιδώσει το μέτωπο του βυρσοδέψη καθώς η απώλεια ενός παιδιού στην Τουρκία παραμένει ένας πόνος που τον διαχειρίζεται κάθε σπίτι με κλειδωμένες τις εξώπορτες. Η ζωή έχει παρ’ όλα αυτά ανταμείψει τα ροζιασμένα χέρια αυτού του βιοπαλαιστή. Ο Κερίμ καμαρώνει δεκαεννιά εγγόνια, τέσσερα μάλιστα σπουδαγμένα σωστά στην Ινταμπούλ. Το τελευταίο εγγόνι, ο Βενιαμίν, ζει στη Βοστόνη, ένας Αλλάχ γνωρίζει γιατί...
          Ο Περικλής Μηλώσης από το Μοναστήρι έχει τέσσερα παιδιά από μία γυναίκα. Και τα τέσσερα είναι παντρεμένα.  Το ένα του κορίτσι δεν ευλογήθηκε να αποκτήσει παιδιά. Ο γηραιός ξυλέμπορος αισθάνεται τακτικά σουβλιές στην καρδιά για την άτεκνη κορούλα του. Η ζωή έχει παρ’ όλα αυτά ανταμείψει τα ροζιασμένα χέρια του βιοπαλαιστή. Καταρχήν ο γέρων δεν έχει βιώσει τον πόνο να αποχαιρετίσει σπλάχνο του. Ο Περικλής καμαρώνει οκτώ εγγόνια, τα έξι σπουδαγμένα στη Θεσσαλονίκη σε ποικίλες ενδιαφέρουσες επιστήμες που διάλεξαν μονάχα τους. Το τελευταίο εγγόνι, ο Βενιαμίν, εργάζεται εσχάτως στο Ντουμπάϊ, ένας Θεός ξέρει γιατί…       
         Ο Κερίμ Ανακούσογλου από το Ερζουρούμ περιμένει νέα από την Καμπούλ, από την Άγκυρα, από το Μάλμε και από την Ισταμπούλ. Το τηλέφωνο έχει μουλαρώσει . Σε κάθε ήχο οι γυναίκες τινάζονται, ώσπου συνειδητοποιούν ότι δεν είναι εκείνος που περιμένουν. Τρία από τα μέλη της οικογένειας αγνοούνται τούτη την παραμονή πρωτοχρονιάς. Στο μυαλό όλων είναι καρφωμένες εικόνες από τα πρόσφατα γεγονότα. Μουχλιασμένα μπουντρούμια όπου το κρύο περονιάζει τα κορμιά των κολασμένων. Αυτή είναι η πρώτη σκέψη που περνάει από το μυαλό του Κερίμ Αλακούσογλου από το Ερζουρούμ. Τα στόμα του είναι σφιγμένο και οι σιαγόνες του τρίβονται από μια μόνιμα εγκατεστημένη αγωνία. Όσο πιο μορφωμένα, τόσο το χειρότερο. Τα καλύτερα βλαστάρια της οικογένειας θεωρούνται μια εν δυνάμει απειλή από την ηγεσία της πατρίδας. Ιδιαιτέρως η  Καντιφέ, η δημοσιογράφος, η αγαπημένη του εγγόνα με τα δυο λαμπερά καρβουνάκια στα μάτια, αυτό το πανέξυπνο πλάσμα, έχει χορτάσει ξυλοδαρμούς και ανείπωτες προσβολές. Ο αδελφός της είναι από παιδί στα σώματα ασφαλείας. Δε μιλιούνται μεταξύ τους.  Η ζωή του αγοριού είναι καλή, αν εξαιρέσεις τον πανικό που αισθάνεται κάθε φορά που του διαμηνύουν ότι τον ζητάνε από τα κεντρικά. Το ανάθεμα από τη δόξα απέχει ένα τηλεφώνημα. Κάτι δεν πάει καλά τελευταία. Το τελευταίο του μήνυμα ήταν ότι φεύγει για το Ιρακ. Από τότε τα νέα φτάνουν με το σταγονόμετρο. Οι γειτόνοι  μουρμουρίζουν ότι στα σύνορα η κυβέρνηση στέλνει τους αναλώσιμους. Ο γέρος βυρσοδέψης δεν είναι σίγουρος ότι έκανε καλά που απέκτησε τη μητέρα τους, σπέρνοντας ένα βλαστάρι που τα κλαδιά του κατάληξαν τόσο ανεμοδαρμένα.
        Ο Περικλής Μηλώσης από το Μοναστήρι περιμένει μονάχα ένα τηλεφώνημα από Ντουμπάϊ. Θέλει να ευχαριστήσει τον εγγονό του για το υπέροχο δώρο. Είναι πλήρης, δικαιωμένος και απολαμβάνει κάθε ήχο στο σπίτι. Η κρεατόπιτα της Μαρίκας σπάει τις μύτες. Τα βλαστάρια του κελαηδούν σε όλα τα δωμάτια του πατρικού. Έξω συνεχίζει να χιονίζει. Δεν τον πειράζει.
      Ο Κερίμ Ανακούσογλου από το Ερζουρούμ περιμένει εις μάτην πάνω από το τηλέφωνο. Κανένα νέο δεν έρχεται, ούτε καν κακό. Τα χέρια όλων στο σπίτι είναι παγωμένα. Έξω έχει ευτυχώς σταματήσει το χιόνι. Μέσα στην ψυχή του πάλι, χιονίζει ασταμάτητα. Και αυτός είναι πολύ γέρος και πολύ αδύναμος πια, για να φτυαρίσει στη μπάντα τις αγωνίες. Παρ’ όλα αυτά καταφέρνει και χαμογελά, όταν τα μάτια του συναντιούνται με τα μάτια των εγγονιών που οι γονείς τους απόψε λείπουν. Μόνος του ξέρει ο έρμος. Τα κοιτάζει και κλαίει. Δεν αφήνει το κλάμα να υγράνει το βλέμμα. Τους νεύει με νόημα : Δεν πειράζει.
      Ο Περικλής Μηλώσης σηκώνει το τηλέφωνο. Στην άλλη άκρη ο Κερίμ ακούγεται ακόμη πιο γέρων. Μιλάνε για λίγο στα Τούρκικα. Θυμούνται τον σπιτονοικοκύρη τους την εποχή που υπηρετούσαν μεταφραστές για τους Γάλλους, στο Μοναστήρι. Ήταν και οι δυό τους τόσο ανύποπτοι. Ο Κερίμ ρωτάει για τα παιδιά του Περικλή. Είναι όλοι τους καλά. Ο Περικλής Μηλώσης από το Μοναστήρι εύχεται στον Κερίμ Ανακούσογλου από το Ερζουρούμ να δει και τα υπόλοιπα παιδιά του, όλα στην ίδια σάλα, όλα ζωντανά και όλα αισιόδοξα, το συντομότερο δυνατόν. Ο Κερίμ κλείνει το τηλέφωνο με ένα πικρό χαμόγελο. Αυτό δεν ήταν το τηλεφώνημα που περίμεναν. Αλλά μέχρι τις δώδεκα, έχει ακόμη. Ο Περικλής δίνει το ακουστικό στη Μαρίκα να το κλείσει. Δεν έχει να περιμένει άλλα νέα. Ζητάει από τη Μαρίκα να βάλει το τούβλο να ζεσταίνεται. Θα το αποθέσουν στο κρεβάτι για να τους ζεστάνει τα πόδια στον ύπνο. Το σπιτικό του είναι και φέτος πλήρες.
      Στην Ελλάδα το τηλέφωνο είναι κυρίως για ευχές. Το χιόνι ξαφνικά σταματάει. Οι φωνές των παιδιών είναι στο επίκεντρο. Δόξα το θεώ.  
      Στην Τουρκία το χιόνι ξαναρχίζει να πέφτει, ορεξάτα,  απειλητικά.  Η ατμόσφαιρα πιάνει να παγώνει. Οι σιωπές των παιδιών είναι στο επίκεντρο τώρα.  Άλλος Θεός.         

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

εντυπώσεις ;