Δευτέρα, Οκτωβρίου 27

rotation

     Πήρα coach. Δεν έβγαζα άκρη αφού. Έπαιζα καλά αλλά δεν έπαιρνα τα αποτελέσματα.
     Στα ντέρμπυ μου πήγαινα καλά, είχα ψυχολογία. Άμα έμπαινα σε προγραμματισμένο δύσκολο αγώνα θέριζα. Να προχθές ήξερα ότι θα μου την πέσουνε οι γονείς μου για "το θέμα". Φεύγοντας ήμουν ακόμα ψύχραιμος γιατί έπαιξα το σύστημά μου αφοσιωμένα και το πήρα το ματς. 2-3. Μέσα στο σπίτι τους. Αλλά με πέντε ντέρμπυ τη χρονιά δε μένεις κατηγορία. Θέλει κι άλλα βαθμουλάκια.
     Εντός έδρας, που έπρεπε κανονικά να είμαι άρχοντας,  έπαιζα σύστημα που το είχαν διαβάσει όλοι, γυναίκα, παιδιά, φίλοι, κουμπάρια, έχανα συνεχώς αδικαιολόγητους πόντους. Θέλει και λίγο αιφνιδιασμό. Και τα πενάλτια, τα βαρούσα όλα με θυμό. Βάλε λίγο πλασεδάκι στο παλμαρέ, να πέσουν οι άλλοι λάθος, και να μη σκίσεις τα δίχτυα μετράει το γκολάκι.
     Οι εκτός έδρας αγώνες πάλι, άσε, ήταν μια συμφορά. Εκεί ταμπούρι. Σου λέω ταμπούρι, γιατί η άλλη, η ομάδα ντε, γκε γκε ; σε βρίσκει λίγο αναποφάσιστο και λίγο έξω από τα νερά σου. Και όλο τυφλές αποκρούσεις είμανα. Να περάσει το ημίχρονο. Δε μπορούσα να παίξω ένα ισοροπημμένο παιχνίδι, με τακτική και πάσες. Όλο στη ψυχρολουσία, πως το φάγαμε αυτό το γκολ ρε γαμώτο. Μίρλα. Και το μυαλό μου στη σφυρίχτρα. Μας αδικούνε. Αυτό είναι το ολέθριο... Το είχα γραμμένο τατού και δε το χώνευα ρε παιδί μου, ανεπίδεκτος. Το είχα γραμμένο σε λέω : Η ζωή δεν είναι δίκαιη. Γιατί να είναι η διαιτησία ;
     Μετά πήρα coach. Δε ξέρω τι λές εσύ, άμα δε θέλεις να δεχτείς στη ζωή σου μια επαγγελματική βοήθεια, κρίμα και χαλάλι σου, εγώ όμως βρήκα την ηρεμία μου.
     Και με λέει που λές μάνι μάνι ο coach : Δέχεσαι επιθέσεις κατά κύματα ; Κράτα λίγο τη μπάλλα, μην  παρασύρεσαι στο σκληρό παιχνίδι. Άμα φας κλωτσιά εσύ παύεις να  λειτουργείς εγκεφαλικά. Κοιτάς να της τη χώσεις, την κλωτσιά, της άλλης ομάδας ( όλη την ώρα να στο εξηγώ κι έσένα ).
     Και με λέει πάλι που λες ο coach: Άκου, σκέψου, άμα ήρθες για την ισοπαλία, πέσε λίγο κάτω, σφάδαξε, φάε λίγα δεύτερα, ζήτα το 166, οι άλλη πρώτα θα τσατιστεί, μετά θα χάσει την ψυχραιμία της και στο τέλος θα αρχίσει η εσωστρέφεια να της τρώει το μυαλό. Τι ποιά άλλη, η ομάδα ρε. Εσύ τότε έχεις το πάνω χέρι. Ο αγώνας είναι piece of cake. Επικράτηση σε στάση ιεραποστολική.
    Μέχρι τώρα εγώ σε όλους τους αγώνες έμπαινα από τα πρώτα λεπτά για τη νίκη, ποιά νίκη δηλαδή , για το θρίαμβο ! Τώρα με λέει ο coach : Θα εξασφαλίζουμε πρώτα πίσω το μηδέν και μετά θα απλώνουμε το τραχανά. Γκέ γκε ;
    Σε βλέπω τώρα να με λές : Δε με χέζεις ρε Σάντος ;
    Όχι ρε φίλε, όχι. Δε σε χέζω. Γιατί εδώ τώρα δε μιλάμε για ποδόσφαιρο. Οπότε κάθε μέρα ενενήντα λεπτά με πνεύμα νικητή, θα το φάμε το κεφάλι μας. Να αφήσεις λίγα βαθμουλάκια, εδώ κι εκεί, με πρόγραμμα, η σαιζόν είναι μακριά και εσύ έχεις μικρό ρόστερ. Ένα μυαλό, δυό χεράκια, μια ισορροπία, ένα πούτσο και δυό πόδια. ; Κι όλα έχουνε τα όριά τους. Δε μπορεί να παίζουν Τετάρτη κυριακή 90 λεπτά. Η ζωή θέλει rotation.
    Αυτή την εβδομάδα θα ξεκουράσουμε κάτι λοιπόν. Διαλέγεις και παίρνεις. Ναι ; 
     Αυτά.

Παρασκευή, Οκτωβρίου 24

μακάβριο ευθυμο γράφημα


   Ζω πάνω από έναν οίκο τελετών. Η ταμπέλλα γράφει αιώνιος δρόμος. Ο δρόμος γράφει στη γωνία αδιέξοδο. Δεν έχω θορύβους, από κάτω. Οι περισσότεροι από τους "επισκέπτες" μπαίνουν και βγαίνουν ήσυχοι.. Κάτι καρφώματα έχουμε ΟΚ. Κατά τα άλλα απόλυτη ηρεμία. Από την άλλη, κάθε πρωί, την πρώτη καλημέρα, μου τη λέει νεκροθάφτης. Δεν είχα ονειρευτεί και μια λάγνα φουρνάρισσα από τη Λευκορωσία. Αλλά νεκροθάφτης ; Εντάξει. Να το δω μισογεμάτο ; Να το δω.
   Η Ελένη, η δικιά μου, ζει πάνω από το Tiffany's. Η αίθουσα παραχωρείται σε χορούς - σχολεία και τα πρωϊνά Κυριακής. Για αυτό σου λέω. Άλλος είναι άτυχος, άλλος πάλι πιο άτυχος.
   Έχω σκύλο. Τον Άδη. Τον έλεγα Άρη. Μετά το άλλαξα. Ο σκύλος μου λατρεύει τον γκαντέμη από κάτω, εχμ τον κο Θύμιο θέλω να πω, από το Ευθύμιος. Και ο κυρ ΕυΘύμιος τον γουστάρει. Ο ίδιος δε κρατάει σκυλί. Λέει ότι τον εκνευρίζουν που σκάβουν και παραχώνουν διάφορα. Εγώ δε κάνω συγκρίσεις.
   Ο κυρ ευΘύμιος ο νεκροθάφτης λοιπόν δε κρατάει σκυλί. Ζει με τη γυναίκα του.  Έχουν μια "ανθεκτική" σχέση. Εκείνη  δουλεύει σα σκυλί. Τυπώνει και κολλάει τα μακάβρια Α4. Άλλη ζωή δεν έχει. Ούτε τυχερά. Τι τυχερά να έχεις ως γυναίκα νεκροθάφτη ; Κι αυτός, ήρεμη δύναμη,  όλο και παραχώνει. Τη γκαντεμιά της γυναίκας του και τους τεντωμένους. Εμένα τι με νοιάζει όμως ; Από χώμα που δε τρως. Εκείνο που με νοιάζει είναι που ακούνε τους διαλόγους μας χαρτί και καλαμάρι. Η πολυκατοικία από μόνωση μουνί. Τα άτομα ακούνε φαρσί ! Τι λογιό εργολάβος το 'χτισε κι αυτό το μέγαρο, μήπως κηδειών ;
     Πριν από δυό εβδομάδες εμείς πηδιόμασταν και, όπως ταχτικά μου συμβαίνει, το Λενάκι τα'παιξε. Χάνομαι, χάνομαι, τσίριζε...είμαι κι εγώ ένας "μάστορας".  ΑαΧΧάνομαι, φώναζε, πεθαίνωωωωω... Ε , λοιπόν πρέπει να ακούγανε πάλι γιατί εμένα τότε μου φάνηκε ότι ο άλλος από κάτω που κάρφωνε μια κάσα νωχελικά πήρε μια φόρα και βαρούσε τα καρφιά με άλλη όρεξη. Ενθουσιασμένος. Μαρίκαααα, φώναξε, τρέχα, θα πέσει δουλειά.
     Με τον κυρ Ευθύμιο έχω τα πάνω και τα κάτω μου. Έχω ξεπεράσει πάντως φοβίες που χαρακτηρίζουν τους προληπτικούς. Οι γάτες δε με ενοχλούν. Τα κηδειόχαρτα επίσης. Οι παπάδες, που άλλοι φτύνουνε κόρφους και μαλακίες, ούτε. Τα κιβούρια ; Το έχω κάνει πάνω σε κάσες, μέσα σε κάσες, με στεφάνι στο κεφάλι, με στεφάνι στο κεφάλι της Ελένης, με κερί χοντρό αναμμένο και εκείνη μπρούμητα, δε πιστεύω ότι όλες αυτές οι κάσες που έχει βάλει ο κυρ ευΘύμιος στη πίσω πρασιά είναι κάτι το αποτρόπαιο ή καταθλιπτικό. Εμείς με την Ελένη πάντως τις γλεντάμε. Έκαστος με τα τυχερά του.
    Είχα κάνει και μια πρόταση στον κυρ Ευθύμη να τη δουλέψω τη πρασσιά μπαράκι με μουσική Nick Cave και μικρές θεατρικές παραστάσεις σε κείμενα Sarah Kane. Θα σπάζαμε ταμεία. Δε με άκουσε, αυτός ακούει Μενιδιάτη. Τον αγαπάω πάντως τον κυρ Ευθύμιο.
     Εντάξει, τώρα... τις Τρίτες που πέφτουν 13 ένα θέμα το' χω. Αλλά κρατιέμαι... Δεν είμαι και ο Μπάμπης ο Φλού . Τρομάζω και φρικάρω, αλλά μόνον όταν έχω τα φεγγάρια μου. Και πιστεύω ότι με βοήθησε να βελτιώσω τη στάση μου για τη ζωή και το θάνατο. Θέλω να πω, ζω σα να ετοιμάζω βαλίτσα. Κάθε μέρα , μία μέρα. Αύριο μπορεί να μη γυρίσω σπίτι. Είναι σημαντικό να το ξέρεις αυτό, να το έχεις στην άκρη του μυαλού σου.
     Πέρυσι μια φορά που είχα λείψει καιρό, ο Ευθύμιος πρέπει να ανησύχησε, όχι αν έπαθα κάτι αλλά μήπως με παράχωσε άλλο γραφείο μάλον. Γυριζοντας, ο πρώτος που βγήκε να μου πει welcome back ήταν ο νεκροθάφτης. Δε ξέρω από που νόμιζε ότι γύρισα, ήμουν και χλωμός, αλλά ήταν τόσο ενθουσιασμένος που του έδωσα και το χέρι. Μετά ανέβηκα και καθώς πήγα να πάρω τα φυστίκια μου ψιλοφρικάρισα. Μετά πλύθηκα. Μετά ξαναπλύθηκα. Μετά έκανα δυό μέρες να φάω με τα χέρια ξηροκάρπια. Κανένα επάγγελμα δεν είν' ντροπή, είχε πει κάποιος μαλάκας, αλλά εγώ με τη χειραψία δε τη παλεύω. Τι να κάνω. Και ήσυχο, ήσυχο, λέω να το αλλάξω. Το σπίτι. Φτάνει.
     Τώρα ψάχνουμε σπίτι πάνω από χασάπη... Η σχέση μας περνάει τα κάτω της. Είναι κάτι βράδια που ονειρεύομαι να κρατάει μπαλντά και να με κυνηγάει. Στο πως το λένε βέβαια τα στρώματα ακόμα στενάζουν. Έχει η Ελένη κάτι νέες κραυγές... Με σκίζεις, με σφάζεις, κοπάνα με, χτύπα με Μπάμπη μου, κάνε με κιμά και τα λοιπά. Θέλει να τις δοκιμάσουμε σε κατάλληλο περιβάλλον, κι εγώ, άμα έχει φαντασία η αγάπη μου, χατήρι δε χαλώ. Σπυριά να βγάλω , εκεί. Η φαντασία στο κρεβάτι. Απόψε θα πάμε Σπυριδούλα. 


   

Τετάρτη, Οκτωβρίου 22

το Ιράν μου

      Μπήκα σπίτι. Κανείς. Ευτυχώς. Το μισάωρο που θέλει ένα πλάσμα για να ενώσει τα κομμάτια του, μετά τη δουλειά, όλο δικό μου. Πήρα λίγο φρέσκο ψωμί στο χέρι, την κόρα, σωριάστηκα στις μαξιλάρες με τα ρούχα ανοίγοντας TV. Ταινία. Δεν είχε τίποτε απίστευτο, ένα κατασκοπευτικό θριλεράκι, παραγωγής Μπεν Αφλεκ και Τομ Χάνκς. Οπότε ; Προσδοκίες χαμηλές είχα. Συνήθως με συγκλονίζουν έργα σαν τις τελευταίες παραγωγές του Κληντ Ήσγουντ, αυτός ο τύπος, σκέφτηκα, κόβει και ράβει χωρίς μισόλογα όταν είναι για τις ψυχές των ανθρώπων της διπλανής πόρτας. Άμεσος. Αλλά όχι, ήταν Μπεν Άφλεκ η ταινιούλα, ήταν δηλαδή σχεδόν κλισέ ( διαφυγή Αμερικανών από το Ιράν του Χομεϊνί ). Και η ώρα... θέλω να πω απομεσήμερο δεν είναι η στιγμή που θα περίμενες κάποιος να συγκλονιστεί μπροστά στη TV και η μέρα, μια Τετάρτη, χαλαρή, ούτε Σάββατο με τη μεγάλη κούραση της εβδομάδας στο κορμί, ούτε Δευτέρα που δε θέλεις να σου ξανατύχει. Σιγοτραγούδησε γελώντας Donovan. Όλα ήταν σε μια κατάσταση, ας τη πούμε εμείς υπεράνω υποψίας για πόλωση. Το πολύ πολύ για να ανάψεις άλλο ένα τσιγάρο. Οκ... Έτριψα λίγο τον αυχένα μου, χασμουρήθηκα και μπήκα στο έργο... οι φυγάδες περνούσαν με αγωνία έναν έλεγχο διαβατηρίων. Στρες. Μετά οι σκάλες του αεροσκάφους της Swiss.  Αγχώδης απογείωση. Μουγκαμάρα. Και επί τέλους ακούγεται από τα μεγάφωνα η κωδική ανακοίνωση : Μόλις εγκαταλείψαμε τον εναέριο χώρο του Ιραν. Όλα, ακόμη και τα οινοπνευματώδη ποτά εδώ επιτρέπονται. Κοιτάχτηκαν, έξι τον αριθμό καθισμένοι σε διάσπαρτες θέσεις στη καμπίνα, για ξεκάρφωμα, δίπλα σε μουσάτους και νεαρές με τις μπούργκες, δραπέτες από κάπου για κάπου, μόνοι τους ήξεραν για που, κοιτάχτηκαν δυνατά. Πολύ δυνατά. Βλέματα που σήμαιναν : Δεν τελειώσαμε σήμερα τελικά. Αύριο πάλι, ποιός ξέρει, μέρα είναι. Η μουσική του σκηνοθέτη αναδεικνύει την λύση. Mahler. 

      Και ξαφνικά εγώ λύνομαι στα κλάματα. Ναι ρε πούστη μου. Λύνομαι στα κλάματα ! Εκεί στον καναπέ μου, χωρίς το διαβατήριο στα δόντια. 

      Μιλάμε ότι κλαίω γοερά, με αναφιλητά, χώνω τα μούτρα σ' ενα μαξιλάρι του καναπέ, νιώθω να τραντάζομαι ολάκερος, οχτώ ρίχτερ με επίκεντρο το στήθος μου και λίγα βάζω. Στην αρχή δεν ξέρω καν γιατί. Μετά ξεκινάει να δουλεύει το μυαλό, φόρτε, ένα φλας μπακ αδυσώπητο. Χαμένες ευκαιρίες, διαλυμένα παζλ, ανάξια σεντόνια και ιδρώτες αφελείς, χιλιόμετρα άδικα, νύχτες με τον εχθρό μου, εμένανε, όπως με βλέπετε, τον χειρότερο εχθρό μου, ξύλο που ξέχασα να ρίξω και άλλο τόσο που δεν έφαγα . Παράπονά που ξεχύνονται με λύσσα, όλα μαζί να βγούν, ντυμένα δάκρια σε μασκέ διαδήλωση με τα πλακάτ στο μαύρο. Και μια φωνή, κάθε λυγμός και μια φωνή, όχι ισχυρή, γαμώτο, ακόμα κι αυτή την ώρα υπάρχουν αλυσίδες περασμένες στα ποδάρια των κατάδικων, βγάζω λοιπόν λυγμούς πνιχτούς, να μη με ακούσουν τα πλακάκια, αλλά βγάζω πράμα.
      Έβγαλα. Έβγαλα. Έβγαλα. Δε ξέρω πόση ώρα, μια φορά το σιγούρεψα ότι οι δυνατοί έσονται ευκόλως πενιχροί και λιλιπούτειοι . 
      Συνέρχομαι εκεί. Μπρούμητα στα νωτισμένα μαξιλάρια. Τετάρτη 22 Οκτώβρη μες το μεσημέρι αποφάσισε να βγεί ένα βάρος τόνων που δεν είχα και πλήρη επίγνωση ότι το κουβαλούσα. Μές την πόλη μου, μες στο σπίτι μου, μες στα ρούχα μου. Μέσα.  Στο Ιράν μου.

    Στο Ιράν μου.

Δευτέρα, Οκτωβρίου 20

άντρας ελευθέρων ηθών

...τον κοιτούσαμε που έφευγε με το ένα χέρι στη κωλότσεπη της Μελπομένης. Πιωμένος αλλά  διατηρώντας μια ...εκλεκτική ψυχοσωματική συνοχή, αν υπάρχει τέτοια φυσική κατάσταση. Εκείνη φχαριστιόταν το κωλοπιάσιμο.
  -Δε θα'χει καλά ξεμπερδέματα , μου είπε ο Ντίνος και μετά γύρισε κι έκανε εκείνο το νόημα στη γκαρσόνα, με τα δυό δάχτυλα προς τα κάτω, που σημαίνει : άλλη μια γύρα τα ποτά μας.
   Σκέφτηκα...
   Αυτό είναι το σημαντικότερο που μπορεί να προσφέρει στη παρέα ένας άντρας ελευθέρων ηθών. Παύει να σε απασχολεί τι ξεμπερδέματα θα 'χεις εσύ. Αναλογίζεσαι τα δικά του !
     Λίγο είναι ;

     Ήρθαν τα τζην. Του Ντίνου φις με ζάχαρη στο ποτήρι, το δικό μου στρέϊτ. Όπως το απόσταξε η μάνα του. Ο άλλος έπιασε να γλύφει. Τα χείλη. Του ποτηριού. Σίχαμα ! Εγώ έπιασα να σκέφτομαι : Δεν μπορώ, να ΄μαι ελευθέρων ηθών εγώ. Τις άλλες που με ήθελε η Νατάσσα, τη φίλησα, στα χείλη. Του στόματος. Τη λιγουρεύτηκα αλλά την "έσπρωξα" ιπποτικά στην πόρτα της. Έφυγα γρήγορα να μαζέψω τα μυαλά μου. Θέλω να πω, να φέρεσαι όπως σου καπνίσει, ΟΚ, αλλά δεν είσαι μόνος σου στο παιχνίδι. Χρειάζεται μια ποσότητα περίσκεψης. Εξάλλου, και οι άλλες έχουν ψυχή. Δεν είναι δύσκολο να βρεθούν από τα σύνεφφα στα τάρταρα. Πάντοτε σιχαινόμουν τη μομφή, ιδιαιτέρως όταν προερχόταν από το αδύναμο φύλλο. Μετά πας στο σπίτι, στον καθρέφτη και κοιτιέσαι. Και προτιμάς, επιλέγεις, με τα χίλια, να μην έχεις εσύ ευθύνη για την έκβαση της κρίσης της κάθε μιας. Πάρε τις περιπτώσεις και θα δεις. Κάτι όλες έχουν. Στην ηλικία μας κάτι όλες θα έχουν. Θα έχει κατάθλιψη. Θα έχει παιδιά. Άντε να μην έχει παιδιά, θα έχει πριν από σένανε κάποιον σημαντικό που τώρα θα λυσσάει. Να μη πω ότι σχεδιάζει να σε μαχαιρώσει. Θα ήθελες να είσαι εσύ αυτός ; Και άντε να υποθέσεις ότι ο άλλος είναι γουρούνι, το αγαπάνε αυτό το ζώο οι γυναίκες, το αναφέρουν αμέσως, όταν τέλος πάντων είναι να το αναφέρουν, ας πούμε ότι ο άλλος, ο πρώην, είναι γουρούνι, εσύ θα αποδειχτείς ανώτερος ; Σιγά.... Γιατί ;
   - Γιατί  ; είπα μάλλον φωναχτά.
- Τι γιατί, απάντησε ο Ντίνος, δε βλέπεις σε πόσες έχει βάλει χέρι ; Αυτές δε θα συναντηθούν αύριο μεταξύ τους ; Club εξαπατημένων από έναν άντρα ελευθέρων ηθών. Αφού τα λένε αυτά οι γυναίκες μεταξύ τους... είναι ζήτημα χρ....αλλά πάω στοίχημα, δε τον ενδιαφέρει κι όλας που θα περνάει και θα χλευάζουν όλο αυτό το καραγκιοδίστικο ύφος του.. στη καλύτερη...μη τον φτύνουνε κι όλα..    
     Βυθίστηκα σε ενστάσεις, ο Ντίνος μιλούσε αδιάκοπα, το είχε το θέμα, εγώ σκεφτόμουν γιατί άραγε ένας άντρας είναι ανώτερος από έναν άλλον, πάλι άντρα. Ίδια ένστικτα, ανεπαίσθητες αποχρώσεις διαφορετικότητας.. Εντάξει... Εγώ, είμαι, όσο να πεις,  κάπως ανώτερος !  Όχι, κάτσε να δεις, το στηρίζω κάπου. Τις άλλες που κάναμε παρορμητικά έρωτα με τη Τζένη, πριν την ώρα του, αντιλήφθηκα μετά ότι είχε θέμα με τον πατέρα της, στο σπίτι τους μέσα, εγώ σα φίλος, καλεσμένος, μετά ο γέρος στο πρωϊνό είχε κάτι μούτρα προβοσκίδα, θυμάμαι ότι ξόδεψα τις υπόλοιπες γιορτές να κάνω περιπάτους και να μου μιλάει ο μπαμπάς της για το μεσοπόλεμο, πιστεύω ότι πλήρωσα ένα δίκαιο τίμημα, δεν ήταν και μαστίγωμα, είναι ωραίες οι ιστορίες των ηρώων και τέλος πάντων αν η Τζένη ήταν πιο προσεχτικιά και δε τσίριζε στη κορύφωση, αλλά τσίριζε και ο παππούς δεν ακούει δεν ακούει αλλά δε μπορεί, από τον πάνω όροφο....
- Αυτά που δεν πρέπει, πάντα τα ακούει !
   - Δεν ακούει παρά μόνο το κάτω του κεφάλι. Να δεις που τις βάζει ο λίγδας να πληρώνουνε τα ποτά !!! είπε ο Ντίνος. Μετά άρχισε να ψάχνει με την οδοντογλυφίδα τις κουφάλες των δοντιών του για ζάχαρη. Σίχαμα... 
   - Βρε μην τους ζητάει από πάνω και δανεικά... έσκασα στα γέλια....ο κατήφορος αδελφέ... έπιασα ασυναίσθητα τη κωλότσεπη, τα χρήματα εκεί, το εγώ μου εν τάξει.

      ΕΓΩ,  δε τις αφήνω ποτέ να πληρώνουνε. Και αν πληρώσει καμιά, στο τσαμπουκά, την επόμενη φορά κερνάω με το ζόρι οινόπνευμα, όχι λεμονάδες, να είμαι από πάνω ΕΓΩ, γιατί έτσι είναι οι άντρες με αρχ... ές. Mannlichkeit uber alles. Οι αρχές είναι πιο σοφές από τις παρορμήσεις. Ο άντρας πρέπει να κερνάει αρχοντικά και να μην φαίνεται ότι επιδιώκει κάτιτις. Κιμπάρης να είναι ρε... Ναι... Βέβαια, τις άλλες, με τη Μαριάννα, που με είχε ξεζουμίσει να την ποτίζω τέσσερα και πέντε την κάθε βραδιά, βδομάδες στην καθησιά, ήταν άλλη περίπτωση και δεν έλεγε και τίποτε σα γκόμενα στο φινάλε, όταν την είδα άβαφη να βγαίνει από τις τουαλέτες των αντρών, όπου είχε τρέξει να ξεράσει, δεν άντεξα. Την πήρε και τη σήκωσε , τη καριόλα. άει σιχτίρ, καμιά φορά τζάμπα τις νταντεύουμε και στο τέλος... παίρνουμε να μη πω...
 -Παίρνουμε τα αρχίδια μας ! 
    - Τα αρχιδάκια αρπάζουν τις καλύτερες κοπέλες ! λέει ο Ντίνος.. Να δείς που θα μας φέρει κανένα αστέρι στο τέλος ο μπαλαμούτης.. ο λιγδιάρης... που νομίζει ότι κάθε πρωί που ξημερώνει, για χιλιάδες εργαζόμενες γυναίκες, ο σκοπός της ημέρας τους είναι να σινιαριστούν, να ψεκαστούν και να βγούν εκεί έξω στο δρόμο, περιμένοντας το "πείραγμα" ενός ξελιγωμένου για σεξ τριχωτού αρκούδου με εμπριμέ σώβρακο...
   - Με τίποτε !
- Ε, όχι διάολε, με τίποτε.
   - Με την καμία ! ένευσα. Άντε γειά μας.
- Στον αντρισμό μας και το κιμπαριλίκι μας, συμφώνησε ο Ντίνος.

   Τότε ακριβώς, μα το Χριστό, έκανε την κίνησή της στη μπάρα απέναντι μια ξανθούλα με μια μύτη ανοιχτήρι και έντονη κύφωση, που με κάρφωνε κανονικά καθώς τα έτσουζε από τις εφτά και κάτι :
- Τα επόμενα στα παιδιά από μένα, που είναι και γλυκούληδες... είπε δυνατά και μου έκλεισε το μάτι ! Σήκωσε το ποτήρι και ήπιε άλλον έναν άπακο. Ντέρτι. Μπλέξιμο. Χίλια τα εκατό. Allert. Αλάργα ...

   - Να ΄σαι καλά, φεύγουμε , της έκανα με νάζι. Γύρισα και κοίταξα επιτακτικά τον Ντίνο. Με το πόδι τον έσπρωξα, μη πω τον κλώτσησα στο καλάμι.
 - Ναι, δεν είμαστε απόψε για πολλά, 'στώ, επιβεβαίωσε, κάνοντάς της ένα στην υγειά μας. Μετά κοίταξε επιδεικτικά το ρολόϊ του. Tag Hauer. Από χέρι. Αργά μισή..

 - Δυό πράγματα δε ψωνίζω, μου είπε, ξηροκάρπια από καρότσι και γυναίκες από τη μπάρα.
   - Έτσι. Έτσι ! επίλογος, είπα. Ρολόγια από γύφτο όμως, .! σκέφτηκα μέσα μου και χαμογέλασα πικρά. 
-Νομίζω πάντως ότι είναι δικηγόρος. Σκέψου, ε ;  Όλα πλέον απομυθοποιήθηκαν, τα ήθη μπλέχτηκαν στα πλήθη ! είπε ο Ντίνος με ένα ύφος καρδινάλιου και βάλε.

    Η ξανθιά σηκώθηκε να φύγει σουφρώνοντας τα χείλη της. Σουφρώνοντας όμορφα τα χείλη της. Για λίγα δευτερόλεπτα που είχαν την δική τους ειδική διάρκεια, πέρασε από το μυαλό μου η εικόνα της, πάνω μου, με εκείνα τα πλούσια στήθη να πηγαινοέρχονται, μέσα σε σουτιέν, χωρίς το σουτιέν, εκείνα τα σουφρωμένα χείλη να δαγκώνονται, εκείνα τα χέρια να κρατάνε το κεφαλάρι του κρεβατιού μου από χυτοσίδηρο, εκείνα τα μάτια μετά από μέρες να με κοιτάνε με ..απαιτήσεις, εκείνα τα χέρια να μου ρίχνουν σφαλιάρες, εκείνα τα δάχτυλα να μου παραδίνουν ένα εξώδικο για παρενόχληση, εκείνο το κρεβάτι της απόπειρας συμφιλίωσης, εκείνο το πρόσωπο γύρω από τη μύτη ανοιχτήρι να με κοιτά με απέχθεια καθώς ακόμα μια φορά, κρίσιμη,  εκσπερμάτωνα πρόωρα  και τέλος εκείνο το σουλούπι με το ξεπλυμμένο ξανθό μαλλί στην πόρτα του σπιτιού μου, να παραδίδει επιδεικτικά ένα ζεστό κέϊκ στη γυναίκα μου. Ίδρωσε ολάκερη η πλάτη μου. Δεν είμαι εγώ για...
   - Ούτε εγώ, είπε ο Ντίνος !
   Η γκαρσόνα εν τω μεταξύ της παρέδινε με σεβασμό ένα χαρτοφύλακα και μια καμπαρντίνα. Μας κοίταξε δολοφονικά, η γκαρσόνα, βάζοντας στη τζέπη ένα σημαντικό φιλοδώρημα και σκύβοντας στον Ντίνο ψιθύρισε :
-  Δικηγορίνα είναι. Και καλή. Είστε μαλάκες εννοούσε μέσα από τα δόντια της...ασφαλώς. Άποψή της. Η δουλειά της δεν ήταν να κάνει κριτική, ε ;

   - Θα μας φέρεις κανένα φυστικάκι ; έκανε ο Ντίνος δεικτικά να την επαναφέρει.

    Η δικηγορίνα τότε πέρασε πίσω μου, νομίζω ανάρμοστα λικνιζόμενη, ενισχύοντας την φαντασίωσή μου. Το άρωμά της ήταν διακριτικό, να μην πω θεσπέσιο. Γύρισα και την είδα να βγαίνει σα περήφανο ελάφι. Για μια στιγμή κλονίστηκε κάτι μέσα στο ζαλισμένο μυαλό μου. Κοίτα να δεις... Δεν είναι δύσκολο να περιπέσεις σε ολισθήματα. Γύρισα να μετρήσω τις αντιδράσεις του Ντίνου.
- Άλλες δυό φορές να έλθει και θα τη κουτουπώσει κι αυτήν ο έτσι, είπε ο Ντίνος, γελώντας με ένα στόμα γεμάτο σαλιωμένα φυστίκια.
   Σίχαμα.
- Σίχαμα, είπε εκείνος δυνατά.
    - Σίχαμα, έκανα εγώ με τα μάτια στα χύμα φυστίκια. Θα έπαιρνα όρκο ότι είναι από καρότσι.
   

Παρασκευή, Οκτωβρίου 17

ενός κακού, τεκμήρια έρπονται

   Το νιώθεις, που έρχεται κακό. Είναι εκεί, έρπουν, τεκμήρια της κατάστασης που είναι ήδη εκτός ελέγχου, μπορεί να παριστάνεις πως δε τα βλέπεις, το καθένα μονάχο του είναι σαν ένα οικόσιτο έντομο, που κινείται αθέατο στις γωνίες, όταν η συνείδησή σου λαγοκοιμάται, όμως κάνει τη ζημιά του μια χαρά. Θέλω να πω, κάτι τρώει, κάτι μεταφέρει και κάπου ετοιμάζεται να αναπαραχθεί. Μια φορά ζει και βασιλεύει. Έχεις σταματήσει να κάνεις απεντόμωση, για την ακρίβεια έχεις αμβλύνει τα αντανακλαστικά σου. Ετούτα, τα τεκμήρια της επερχόμενης απώλειας αυγατίζουν και εγκαθίστανται μόνιμα στις χαραμάδες σου. Σύντομα, γίνεσαι από πρωταγωνιστής θεατής. Δεν μπορείς πια να αντιστρέψεις τίποτε. Το κακό είναι εδώ. Θες να το δεις ;
     Σήκω, μην ανάβεις τα φώτα. Πλησίασε αργά τις κακοφωτισμένες γωνιές σου και άνοιξε τα μάτια. Τι βλέπεις ; Ε ;
     Δε λες ευχαριστώ. Δε λες συγγνώμη. Δε λες συμπάθα με. Δε λες μια γνώμη. Δε συντρέχεις. Δεν αποτρέπεις τίποτε όταν δε σε απειλεί προσωπικά. Δεν προλαβαίνεις τα πράγματα. Δεν ετοιμάζεις τη ψυχή σου να δεχτεί αγάπη. Πολεμικές τέχνες εξασκείς ωστόσο. Με λύσσα. Με λύσσα. Δε σκέφτεσαι τα όριά του. Δε συγκρίνεις τις δυνατότητές τους. Δεν αφήνεις χώρο να περάσουν, ούτε να σταθούνε απλώς χώρο δεν αφήνεις. Δεν έχεις οίκτο. Δεν έχεις απλότητα καμιά. Δεν έχεις τη ματιά. Και ύστερα ;
     Ενός κακού, μ(αρτ)ύρια έπονται.

η ενδον χώρα μας



  Λοιπόν. Τι είδαν τα ματάκια μου πρωί πρωί ;
     Ήταν λέει ένας ατέλειωτος κήπος , των καρπών της γης, ναι αμέ ! Ο μισός ελαιώνας, o μισός αμπελώνας, με αγροκτήματα οριοθετημένα από σειρές μαβιά αυθάδικα  κυπαρίσια, με χωμάτινα δρομάκια δίπλα στα ρέματα να την πέφτουν στις κοίτες τους, με διάσπαρτα πέτρινα υποστατικά και ανεμόμυλους να στέφουν κάθε λόφο βασιλιά. Όπως σας τα γράφω, ναι ! Ήταν λέει δικό μου  ένα αμπέλι ιδιόρρυθμο, με δυό τρεις κλίσεις, ανηφοριά, λακούβα και ξανά ανηφοριά, σαν τους γάμους, στα ριζά ενός κοντού βουνού, που κρατούσε ομίχλη, σινιάκι, μέχρι ο ήλιος να καταφέρει να τη τρομάξει, να την τρέψει σε φυγή, αργά, πολύ αργά, τα ύστερα πρωϊνά του Αυγούστου. Ήταν τα κάρα όλα γονατιστά, χωρίς τα υποζύγια, ορφανά, μεταλλαγμένα σε παρτέρια. Κι όλα τα καίρια επίσης,
     Ήτανε μέτρια η χρονιά, η μαλαγουζιές αμάζευτες, σταφιδιασμένες και βρεμένες, έπρεπε αντί να παλαιώσουμε το κρασί, φέτο να κάνουμε θυσία να το πιούμε. Καθώς συμβαίνει ταχτικότατα, είχε βρέξει ακριβώς τη λάθος εβδομάδα. Τα σύκα, από την άλλη μια χαρά, δε προλάβαινες να τα μαζεύεις,  γεμάτα τα κοφίνια. Ως ήθεισται, σε μια τέτοια χώρα κάτι κερδίζεις, κάτι ...κερδίζεις. 
     Ήταν οι άνθρωποι γεροί, κατάγεροι σαν άλογα κι ευδιάθετοι σα μαϊμούνια. Τα μάγουλα όλα, όλα κόκκινα. Οι μπούκλες μας αχτένιστες και οι ρόζοι στα χέρια μπόλικοι, χωρίς αιδώ. Τρείς ώρες το πρωί, νωρίς στα κτήματα, όλοι, γηραιοί και άβγαλτοι, τρείς ώρες το απόγεμα στα πλυσταριά, στους σταύλους και στα αποστακτήρια. Ευμάρεια, σιγοτραγούδισμα, αλαφροϊδρωμα και ήπιος κάματος γλυκός, όλα παντρεμένα κατά πως τους πρέπει.Τα απομεσήμερα σε σκιές να χτίζονται γιοφύρια με τα μάτια. Όπως συμβαίνει, όταν κι εμείς βρισκόμαστε, εντελλώς πιωμένοι.
     Στο πλυσταριό, που δε κατέβαινα εγώ, θα πω γιατί, ήτανε τα καλύτερα. Ήταν οι πάπιες από το κυνήγι κρεμασμένες αρμαθιές για ξεπουπούλιασμα, σκελίδες σκόρδων και μασούρια μυρωδικών, μποτίλιες παλιού κόκκινου χωμένες σε κάθε εσοχή, όχι μονόλιτρες, όχι με ετικέτες, μποτίλιες από εκείνες που ανοίγουν οι παραγωγοί στις επετείους, πάνω σε ωραία ξεχαρβαλωμένα και σεμνά μονταρισμένα έπιπλα τραπεζαρίας. Εμείς δε θα τα βάζαμε στα σπίτια μας. Τέτοια σεμνά.  
     Εγώ ήμουν μαραγκός και έπειτα ζωγράφος. Και πιό έπειτα Σάτυρος, Όχι, δε ντρέπομαι που είμουνα τριπλοθεσίτης ! Είχα πάντα ένα μικρό στρατό γυναίκες.Τις πρώτες Πέμπτες κάθε μήνα έβλεπα δύο υποψήφιες βοηθούς, συνέντευξη, μια για το μαραγκούδικο εργαστήρι και μια για το ατελιέ μου. Τις πότιζα ούζο και τις έβλεπα να περπατούν και να σκαλίζουνε τα πράγματά μου. Άμα μου άρεζε η κίνησή τους και άμα με ενοχλούσε λίγο η αυθαιρεσία τους, οκ κατάλληλες. Εκείνες που δε πείραζαν τίποτα τις έδιωχνα αμέσως να ψάξουν άλλο κτήμα. Άμα μου σκάλιζαν τα πράματα και έλεγαν παράταιρες κουβέντες, ναι.. ήταν σωστές και τις απο λάμβανα να τις εκ παιδέψω. Μετά, σα μάθαιναν και πάθαιναν, πήγαιναν να φτιάξουν τα δικά τους απο χτήματα. Είχανε κάνει ένα κομπόδεμα από τους μισθούς και δυό από εκείνα που βουτούσανε, που επίτηδες ξεχνούσα εδώ και εκεί για να τις βλέπω να με αντέχουνε με κέφι. Έτσι δε κάνετε στα σπίτια σας συνέχεια ;
    Ζωγράφιζα χαρούμενες πόζες κοριτσιών, με τους χειμμάρους των μαλλιών τους μπερδεμένους σε συμπλέγματα κορμών ελιάς αιωνόβιας, απάνω σε καμβάδες που αστάρωναν κι ετοίμαζαν οι υπαίτιες κοπέλλες.Ήμουν καλός και με τα δύο χέρια. Κανείς δε μου 'μαθε ποιό είναι το καλό μου. Ούτε το χέρι ούτε γενικ. Γι αυτό δεν είχα ούτε ζαβό. Ούτε χέρι, ούτε τίποτα. 
    Σκάλιζα επίσης με σκαρπέλα που μου τρόχιζαν από βραδύς οι νέες, περίτεχνους οβελίσκους σε κορμούς από ελιές που τους τις χάριζα, την ώρα που ξυπνούσανε ξεβράκωτες και ψάχνανε τα νυχτικά τους στις γωνιές της κάμαράς μου. Συνήθως ξεθυμώνανε. Πάντα εκάνανε πως δε θυμόντανε.  Ήμουν καλός με τα χέρια.Κανείς δε μου 'μαθε εξάλλου, να μη τα απλώνω εκεί που φτάνω.
    Αααα, ήμουν και Κόμης ! Τραβηγμένο ; Δε το ασκούσα το αξίωμα, μη θωρρείς, Πάντα είχα έναν λιμοκοντόρο υπέλληλο που τον εντύναμε σινιέ, και υποδεχότανε τους επισήμους, δίνοντας εντολές στον μπάτλερ, ο οποίος έκανε πως έγραφε, ένευε και έκανε υποκλίσεις και εμένανε με αφήνανε στην ησυχία μου να ασχολούμαι με τα ξύλα και με τα πινέλλα μου. Και τα μουνιά.
    Οι δυό καινούργιες του μηνός Οκτώβρη ήτανε μια κοκκινομάλλα και μια που είχε φακίδες στα μάγουλα και πορτοκαλί μπούκλες. Παντού. Εγώ μελαχρινός, κι όλο βουτούσα με τα μάτια μες τα μπούτια τους και εκείνες το 'πιαναν το υπονοούμενο και βογκούσανε. Τα μελαχρινά τα μάτια αλλιώς βουτάνε στα πράματα, το έχετε νιώσει, ε ; 
    Δεν είχα αναλάβει πρωτοβουλίες στο κτήμα, δε με βοηθούσε η κατάσταση, αλλά μερικά πράγματα περνούσαν από τα χέρια μου. Αυτό ήταν πολύ σημαντικό γιατί εδώ πρέπει να σας πω ότι από τα πόδια μου δε περνούσε τίποτες ! Από τη μέση και κάτω ήμουν φυτό. Δε μπορούσα δηλαδή να κάνω τίποτα με τα κάτω άκρα μου. Ούτε να κλωτσήσω ούτε να γαμήσω. Έτσι δεν είχα και απογόννους. Ούτε και καπότες. Είπαμε σε μια χώρα σα κι αυτή, κάτι κερδίζεις, κάτι κερδίζεις.
    Οι σούπες που μας έκανε η κυρία Ορντάνσα τα κρύα δειλινά ήταν μια από τις πιό υπέροχες απολαύσεις μου. Ήμουν εθισμένος στον τρόπο που η πηχτή ζεστή σπεσιαλιτέ κυλούσε και ζέσταινε όλο το κορμί μου, κουταλιά, κουταλιά, από τα χείλη, το λαιμό, το στήθος μέχρι τη κοιλιά. Αυτό ήταν. Παρακάτω δεν υπήρχε ...Μέχρι τη κοιλιά. Μου αρέσει να σαρκάζομαι για την αναπηρία μου...
    Ήθελα χρόνια να με κατεβάσουν στο κελάρι. Μα οι σκάλες απότομες στενές και κάποιος πάρα πολύ χειροδύναμος έπρεπε να με σηκώσει αγκαλιά και να με , και να με,  και να ....

   Τι ;  Δεν είναι πια ευχάριστο το αφήγημα ; Στεναχωριέσαι ; Θα φύγεις ;

   Εντάξει. Ήταν ένα γαμοτέστ. Δεν έχω αναπηρία. Είμαι αρτιμελής και γερός σα ταύρος. Καλέ, ναι ! Κυνηγάω κοπέλες μες στο κτήμα όλη μέρα, μέχρι τα ποδάρια μου να πρηστούν και μέχρι ο ιδρώτας μου να μουσκέψει όλο μου το στέρνο, από το επίτηδες ξεκούμπωτο άσπρο μου πουκάμισο μέχρι κάτω στον ξαναμένο πούτσο. Δε μου λείπει τίποτα. Ούτε και σένα, εδώ που τα λέμε, ε ; Οπότε πάμε στη χώρα των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Μας. Τα δικαιώματα είναι πάντα έτσι,  ..Μας
   Στο πλυσταριό είχα κρυμμένες και ασφαλισμένες τις καραμπίνες και τα δίκαννα του κυνηγιού.Εκεί και τις καπότες. Σεπτέμβρη μήνα, που θα περνάνε οι πάπιες σε κοπάδια, φεύγοντας μάταια αφού θα ρθούν, σαν εραστές σε αποτρόπαιους θυμούς και ηλίθιες προφάσεις ένα πράμα, εγώ θα τουφεκάω. Ούτε θα ερωτεύομαι ούτε θα νοσταλγώ. Θα σφυρίζω τη σφυρίχτρα μου και θα ντουφεκάω. Οποία απλότης...

   Τι ; Σε ΄χασα; Τώρα πάλι στραβώνεις,  ε ;  Στη σπάω που βιώνω ολοκλήρωση... ΟΚ. :

    Η αλήθεια είναι γκρί. Όλα αυτά είναι ολογράματα. Παραληρώ. Είμαι κι εγώ απλά ένας άσημος επίδοξος ζωγράφος, ξυλουργός και γυναικάς με μια αποτρόπαια τα βράδια κάμαρα, τον μόνο μου προσωπικό χώρο, κερδισμένο με τίμημα βαρύ, μπροστά σε ένα τεράστιο τασάκι αποτσίγαρα και ένα ποτήρι μόνο με το dna μου στα χείλη του απάνω, με στόμα ξερό, μονάχα με το dna της στα χείλη μου επάνω, να μη γλύφομαι μπας και το χάσω, παλεύοντας με τα φαντάσματά μου και την φθορά μου και μόλις που επιβιώνω συναισθηματικά. Σαν και εσένανε. Θέλω να πω, η ψυχή μου, είναι από τη μέση και κάτω άχρηστη, δε μπορώ να κουνήσω ούτε τον αριστερό μου πόθο ούτε το δεξί μου σφρίγος. Αλλά κανείς, κανείς δε με κακολογεί, ούτε και σε κακολογεί ούτε και με συντρέχει ούτε και σε συντρέχει. Και είναι τέτοια, τέτοια η ευδαιμονία μου που δεν ταράζω ούτε έναν κερατά, με μία δήθεν τρομερή ευτυχία, και τέτοια η μοναξιά μου που δε τα κουβεντιάζω με κανένα κερατά όλα αυτά, ώστε το πρωί συχνά ξυπνώ με παραισθήσεις. Έχω το λοιπόν μου φτιάξει μια νέα χώρα. Ένδον. Σα κι εσένα.

   Γεννάται ζήτημα ;

Κυριακή, Οκτωβρίου 12

λέων ανελέητος



-       
      -  Κουρεύτηκες ; λέει η τίγρη στο λιοντάρι.
-               -Τα πήρα λίγο, απαντάει ενοχλημένος.
-          - Δε σου πάνε καθόλου, έγινες σαν αδερφή.
Περνάνε λίγα λεπτά, το λιοντάρι κουνάει νευρικά την ουρά, πατ κιουτ, πατ κιούτ…
-         - Κουρευτήκαμε ; ξαναλέει μια διερχόμενη γαζέλα στο λιοντάρι.
              -Ε, ναι, γιατί ; έχουμε να πάμε παρέα σε δεξίωση ; απαντάει πολύ ενοχλημένος.
-          - Είχαμε κι έναν όμορφο στη στέπα, έγινες μουνί , του κάνει εκείνη.
Το λιοντάρι πλέον έχει ταχυπαλμία. Τα δόντια του τρίζουν και οι τρίχες του σηκώνονται..Κουνάει την ουρά του πατ τατ κετ τουκ, πατ τατ κετ τουκ
Τότε σκάει μύτη ο ρινόκερος. Κοιτάζει φευγαλέα το λιοντάρι. Δε μιλάει, περνάει αδιάφορα. Μετά από τρία βήματα δεν αντιστέκεται. . .κάτι από τους τρόπους του τον βουρλίζει.
-          - Με γειά το κούρεμα, του λέει.
      Ο λέων τινάζεται και τον αρπάζει από το λαιμό. Με δυό κινήσεις αφήνει το δύστυχο ζώο άψυχο. Του ξεριζώνει τα πόδια και τα πετάει πάνω σε δέντρα. Σκάβει ένα λάκο και θάβει την καρδιά του που ακόμα χτυπάει ανεπαίσθητα. Ύστερα τραβάει με τα δόντια το κέρας και το πηγαίνει στις ύαινες για να το μασήσουν, να καθαρίσουν τα δόντια τους από την ουλίτιδα. Γυρίζει και μαζεύει ξερόχορτα και σκεπάζει το κουφάρι. Μετά ανάβει φωτιά πατώντας δυό τρείς πυγολαμπίδες στη βάση του. Κάθεται τέλος πάνω από τις στάχτες και εξαπολύει έναν βρυχηθμό. Μτφρ  Άντε γαμήσου παλιοζώο ! 
    Συμπέρασμα. Ζώον ...
Άμα δε βλέπεις πρώτα την ουρά, μην απευθύνεσαι σε άλλο,  ζώον. 
   

ο Ιερεμίας και το τίμημα της ανισότητας


      Εκείνος στην αρχή δοκίμασε να μπαίνει με άδεια χέρια. Είχε τη δουλειά του χάσει, βλέπεις. Οι ματιές τους, νόμιζε, φανταζόταν, θα στοιχημάτιζε ότι ήτανε απαξιωτικές. Γι αυτόν μια μέρα δυνατή τελείωνε συμβολικά με ένα θρίαμβο. Να μπαίνει από την πόρτα αφήνοντας με κόπο τα κλειδιά γιατί τα χέρια του δεν ήταν αδειανά. Και να ακουμπάει στο πάγκο τις σακούλες με τα ψώνια. Εκείνοι πάντα θα τινάζονταν για να προϋπαντήσουν. Θα κλέβανε μια ρώγα απ' το σταφύλλι, θα άρπαζαν μια σοκολάτα απ' τη σακούλα, με ένα παιχνιδιάρικο χαμόγελο που ήτανε το ευχαριστώ και μπράβο όλα σε ένα. Ύστερα όλα παίρνανε το δρόμο τους.
        Εκείνος στην αρχή λοιπόν δοκίμασε να μπαίνει με άδεια χέρια. Λίγες μέρες, μετρημένες στα δάχτυλα, πετάχτηκαν όλοι από συνήθεια στην πόρτα, για να τον υποδεχτούν. Του πέρναν το σακάκι και του δίνανε ένα φιλί. Μετά μονάχα το σακάκι. Μετά ούτε σηκώνονταν. Μετά ούτε γυρνούσαν να κοιτάξουν. Όλα αυτά δεν τα εκάνανε από κακία. Για πρακτικούς λόγους. Κανείς δε τρέχει εδώ και εκεί χωρίς σπουδαίο λόγο...
       Ο Ιερεμίας όλα αυτά τα άντεχε με στωϊκότητα. Τα έκρυβε εντός του όπως πάντα. Ούτε αν θες αμέσως συνειδητοποίησε τις διαφορές. Να μπαίνεις και να ακουμπάς τα κλειδιά και το σακάκι σου είναι πράγμα που δε θέλει και καμιά ιδιαίτερη τελετουργία.
      Μετά αραίωσαν ωστόσο κι άλλα πράγματα. Και εκείνος ολοένα έθαβε, έθαβε, σα κάτι ανόητους βιομήχανους που ρίχνουνε τα απόβλητα σε πηγάδια. Στο ίδιο τους το χτήμα... Μετά λοιπόν αραίωσε η αγκαλιά, κρυώσανε τα χέρια πρώτα και ύστερα τα μάτια της. Των παιδιών όχι ακόμη. Τα δικά της.
     Λένε πως δεν τον γαλουχείς τον κόσμο δίπλα σου. Όμως αυτός το είδε γρήγορα κι αυτό εκείθε να συμβαίνει. Μόλις κρυώσανε τα μάτια της, άρχισαν να κρυώνουνε οι αντιδράσεις των παιδιών. Ο γιός, αλάνι και αποφασισμένος να πατήσει στα ποδάρια του, άρχισε ευθύς να διεκδικεί αποφάσεις. ήταν ο πρώτος που ανακοίνωσε ότι θα πάει να φέρει ένα γλυκό και δυό κωλόχαρτα. Με τέτοια στεντόρια φωνή που νόμισες ότι αναγγέλλει πως τους πήρε όλους από μία βίλα. Τα μάτια του είχανε μια νίκη. Σπαθί που γύρισε εκατό φορές στην πλάτη του πατέρα, αλύπητα και αθέατα μαζί. Θα γενόταν άντρας, όλως τυχαίως ο μικρός, την πρώτη εβδομάδα που ο μπαμπάς δεν είχε τη δουλειά του.   
    Ο Ιερεμίας μπόρεσε να βγάλει τη μιλιά, να το προλάβει. _ Έχω λεφτά στο συρταράκι , είπε. Ο γιός τους έκανε ένα νόημα, δε χρειάζεται. Κι εκείνη :
    Εκείνη δεν αντέδρασε, ακριβώς την ώρα που θα έβαζες όλα τα λεφτά σου ότι πρέπει να αντιδράσει. Μια αγαλλίαση απλώθηκε στο βλέμμα της κοιτώντας το παιδί της. Δεν διαισθάνθηκε τίποτε !!! Ο γιός της ήταν φυσικά απάνω από του ανδρός της τις συναισθηματικές ιεραρχίες. Μίλησε η φύση. Θα ΄λεγε κανείς ότι το χάσμα που δημιουργήθηκε εκείνη τη στιγμή ήταν το κύκνειο. Όχι ! Όχι... δα.
    Θυμήθηκα το ποίημα μιας γυναίκας # :  
Ασύμετρες οι φυγές μας, 
εκατέρωθεν 
εσύ θεωρηματικός
εγώ αυταπόδειχτη
   Δεν ήτανε το χάσμα κύκνειο. Εκείνος άντεχε. Είχε υπογράψει μάλιστα, δεσμευτικό συμβόλαιο, με ρήτρες, με κυρώσεις, με τη βούλα και τη βούλησή του της στιγμής. Τόσοι και τόσοι. Αυτός γιατί ;

    συνεχίζεται...


   # ποίημα της Μαρίας Τσόλια με τίτλο : Φυγές / περιοδικό Αίτιον τ.1 Οκτώβρης του '14

Στο ταψί

    Γυναίκα. Δυόμισυ χιλιάδες κομμάτια. Βαθμός δυσκολίας oκτώ. Ηλικία τουλάχιστον 18. Σηκώθηκε το φρύδι του. Όταν σηκωνόταν το φρύδι του δε τον σταματούσε τίποτα. Πλήρωσε το παζλ και τράβηξε ευθύς για το λούνα παρκ. Αγόρασε ποτό. Το ήπιε με μεγάλες γουλιές. Ξεροσφύρι. Δυόμισυ χιλιάδες. Όλοι ξέρουν... πώς να ξεκινούν τα μεγάλα παζλ. Έτσι έκανε. Κάθησε στη μέση, μέσα στο ταψί, τον κοιτούσαν λιγάκι αλλά ΟΚ, τα χώριζε σε βουναλάκια, εδώ τα μονόχρωμα συγκαταβατικά, εκεί τα μαύρα κι ανελέητα, πιο πέρα τα παστέλ και τρυφερά, τα κίτρινα μητρικά, και τέλος μερικά πολύχρωμα ενήλικα πραγματικά πολύ εμπνευσμένα e-mail, εεε... κομμάτια που τα έβαλε στο καπέλο του και το ακούμπησε ανάποδα στο κέντρο. Από μικρός είχε την ποσότητα πείσματος για τα παζλ. Σιγά μη δε το 'λυνε ! Τα χέρια του σταδιακά άρχισαν να πηγαίνουν σφαίρα. Το μυαλό, μια κάψα.
   Η μπαλλαρίνα ξεκίνησε να σαλεύει. Όλοι γύρω του έβαλαν πίσω τα χέρια, κρατώντας κάγκελα ή συντρόφους ή τέλος πάντων ότι σταθερό και ασφαλές μπορούσαν. Εκείνος με το αινιγματικό μειδίαμα βλαμένου ανθρώπου είναι αλήθεια, εκεί κάτω, στη μέση της κρύας λαμαρίνας, ήταν απορροφημένος να ξεχωρίζει τα κομμάτια. Το πήγαινε καλά. Μονάχα, να, στα κάθετα τραντάγματα, όλα γίνονταν πουτάνα. Χανόταν σε έναν θυμό που κρατούσε δεύτερα και πότιζε τη γλάστρα με το πείσμα. Εξοικειωμένος ολοένα με τις βασικές μορφές, τα διόρθωνε γρήγορα και προλάβαινε να βάζει και μερικά νέα. Πρώτη φορά, η πρώτη του στο ταψί. Το παζλ δεν είχε σημασία. Το στοίχημα. Το στοίχημα δεν είχε σημασία, το παζλ. Ποιός μπορούσε να πει ;Ποιός ασχολείται με ψυχανάλυση όταν γύρω όλα χοροπηδάνε ;
   Άκουσε πίσω του μια φωνή. 
- Μη φτιάχνεις παζλ στο πάτωμα της μπαλλαρίνας. Μπορείς να πας στο παγκάκι και να έχεις χώρο και για ένα ραδιοφωνάκι, να απλώσεις πιάτα από μισοφαγωμένα χάμπουργκερ, αυτά που τα παίρνει ο αέρας, να τα κάνεις μπωλ για τις ομάδες, είναι σκέτη μαλακία αυτό που κάνεις. Να συνθέτεις παζλ, θέλει ένα σταθερό υπόβαθρο. Πρέπει να πατάει κάτω.
   Εκείνος γέλασε.
- Κοίταξε γύρω σου καλή μου, της είπε... Στα παγκάκια κάθονται οι βαρετοί ! Και τα παζλ που φτιάχνουν είναι κατώτερου βαθμού δυσκολίας, με λιβάδια, θάμνους και πρόβατα. Εγώ δε φτιάχνω νεκρές φύσεις. Χορτάτος.
   Η μπαλλαρίνα τώρα τιναζόταν πάνω κάτω σα τρελή. Εκείνος είχε πετάξει τα παπούτσια του έξω. Με τις πατούσες του καθήλωνε τα έτοιμα τμήματά της και τα χέρια του δούλευαν. Κόντευε να κερδίσει το στοίχημα. Σχεδόν έβλεπε μια γυναίκα να τελειώνει.  Έλπιζε μονάχα να μη γίνει κανένας σεισμός.
   Τότε έγινε το 9άρι !  Εννιά στην κλίμακα των e-mail είναι το προτελευταίο πριν το σφάξιμο στο πόδι. Η μπαλλαρίνα, μαζί με όλο το λουναπάρκ σχεδόν αναποδογύρισε και ξανακάθησε στο έδαφος, αφήνοντας ένα γύρω κομμάτια παζλ, παλιοπράγματα και παλιανθρώπους σε ακανόνιστες στοίβες. Εκείνος είχε προλάβει να φορέσει το καπέλο του με τα ενδιαφέροντα. Το κρατούσε με λύσσα στο κεφάλι του και η μύτη του έτρεχε αίμα. Ούτε που θε έψαχνε τα συγκαταβατικά και τα ανελέητα, ό,τι τον ενδιέφερε ήταν μέσα στο καπέλο.
   Κίνησε για το αεροδρόμιο. Χρειαζόταν μια άνωθεν ματιά. Απεγνωσμένα. Ψηλορείτη. Θα έπαιρνε το αερόπλανο για μια γνώριμη περιοχή. Σάββατο 25 του μήνα στις τέσσερις ήταν η πτήση. Τους. Δυο καθίσματα που είχαν ονοματεπώνυμα. Τα πάντα ήταν στον αέρα, όπως ακριβώς του ... Όπως ακριβώς του άρεζε πάντα του μουλωχτού. Ήταν πολύ μεγάλο αρχιδάκι.
  Θα καθόταν στο ένα κάθισμα και θα αποτελείωνε το παζλ στο διπλανό. Με τα δυό του χέρια. Εν πτήσει. Έχεις δει  πως κάνει ένα παζλ που "τελειώνει" στον αέρα ;  Πάντα έκοβε δυό θέσεις στα ταξίδια του στο κενό. Τις περισσότερες φορές οι ελπίδες του ήτανε κι αυτές στον αέρα. Αλλά αν είχες το ταλέντο να φτιάχνεις παζλ στη μέση της μπαλλαρίνας, που αλλού μπορούσες να τοποθετείς τις ελπίδες σου ;
  - Ξέρω πως δε μπορείς να με πιάσεις από πουθενά, του είχε γράψει. Δε τρώω σούπες ΕΓΩ ! Το εγώ της το έγραψε με κεφαλαία. Ήταν βέβαιη ότι όλοι στον πλανήτη τρέφονταν με σουπίτσες. Οι άλλοι.
- Αρχίδια ξέρεις, της είχε απαντήσει από μέσα του. Στα παζλ η γενική αρχή έιναι ίδια . Αρχίδια .. Ξεχώριζε τα κομμάτια και δούλευε. Εντάξει, πρέπει απλως να σε κεντρίζει το θέμα. Αυτό.
    Κατέβηκε από το ταψί και πλησίασε ότι είχε απομείνει από το γκισέ. Η κοπελίτσα στα εισητήρια ήταν κάτωχρη. Κάτω των 18.
  - Εννιάρι, του είπε. Κουνηθήκαμε καλά καλά.
- Κόψε μου άλλα δυό της απάντησε.
    -Είναι μάλλον χαλασμένο του είπε.
- Θα κάνει μετασεισμούς, της απάντησε. Και έβγαλε τις δυό δεκάρες. Εκείνη τότε χαμογέλασε.
    -Σου βγάζω το καπέλο, του είπε.
- Ούτε με σφαίρες, της απάντησε. Ούτε με σφαίρες. Το καπέλο μου πρέπει να πατάει κάτω.
    Έσφιξε ένα κομμάτι χαρτομάντηλο και το εχωσε στο ρουθούνι. Κατάπινε αίμα. Αλλά δε πειράζει. Αυτό το αίμα, από αυτά τα χτυπήματα, έχει την ανίερη επίγευση της θείας κοινωνίας.

Παρασκευή, Οκτωβρίου 10

να με μισείς, έτσι καλύτερα

   Παλιάνθρωπε, του είπε ..
    Μερικές λέξεις δεν είναι λέξεις. Είναι στάμπες. Εκείνος έπρεπε τώρα να ξυπνάει και να πηγαίνει να πλένει τα μούτρα του κάθε πρωί, με λύσσα, μέχρι να κοκκινήσουν τα μάτια του, μέχρι τα νύχια του να γρατζουνίσουν το δέρμα, μέχρι να φύγει το τελευταίο λέπι της λέπρας, της μομφής. Παλιάνθρωπε.
    Μερικές λέξεις έχουν μονάχα ενεστώρα διαρκείας. 

    Θυμήθηκε μετά μια εντολή της :
Να με μισείς. Το χαίρομαι. Γιατί με το μίσος οι λογαριασμοί είναι ξεκάθαροι. "Σε μισώ" σου λέει ο άλλος, και ξέρεις τι να περιμένεις. Είσαι προετοιμασμένος. Ενήμερος.
Είσαι λεύτερος με το μίσος. Μπορείς επιτέλους να είσαι ο εαυτός σου.
Να με μισείς.
Μονο μη μ αγαπάς. Γιατί απο την αγάπη ; Δεν ξέρω τι να περιμένω.

     Στριφογύριζε το κορμί του μέσα από τα ρούχα του. Προσπαθούσε να βρει κάτι να πιαστεί, μια αρχή του νήματος. Προσπαθούσε να της αποδώσει ελαφρυντικά. Δεν ήταν γυναίκα που της δικαιολογείς πρόχειρη επιλογή των λέξεων. Οι λέξεις ήταν σχεδόν το επάγγελμά της. Δεν μπορούσε να βρεί ούτε μια ριζούλα μίσους μέσα του, έτσι για να αρχίσει κάτι να ποτίζει. Κάτι τερατώδες θα πρέπει να διέπραξε, το οποίο μετά το έβαλε στο συρτάρι. Άνοιξε λοιπόν όλα του τα συρτάρια και άρχισε να πετάει τις παλιές στιγμές στο πάτωμα, πίσω του, πάνω του, στις καρέκλες και τους καναπέδες κακήν κακώς. Μετά γύρισε και τα κοίταξε.

Παλιάνθρωπε ! 

      Σίγουρα είναι μια λέξη που σε λευτερώνει, θέλω να πω, κανείς δεν έχει ενδοιασμούς να κάψει στην πυρά έναν παλιάνθρωπο. Θα καλούσες και κόσμο να βλέπει την τελετή. Πόσο χρειάζονται αυτά τα παραδείγματα στα μπουλούκια, στο πόπολο, στις μάζες. Δημιουργούν μια ανακούφιση για να πάνε τη μιζέρια τους λίγο παρακάτω.

Παλιάνθρωπε ! 

     Δεν υπάρχει αμφιβολία, πρέπει να της διάλυσε κάποιο οικοδόμημα, καίριας σημασίας, ίσως με το πέρασμά του της ανακάτεψε τις ετημυγορίες της για τους άντρες, ίσως με τη γλύκα του την παρέσυρε να παχύνει συναισθηματικά, σε καιρούς που τα μοντέλλα είναι όλα ανορεξικά, ποιός θέλει να κατεβάζει ένα ψυγείο γλύκα κάθε μέρα, αισθάνεται μετά γουρούνι βλέποντας την κατήφεια που επικρατεί γύρω του.

Παλιάνθρωπε ! 

      Και ύστερα του ήρθε. Κατάλαβε τι συνέβη. Το έγκλημά του ήταν εκεί, δίπλα στα πόδια του σε μια φωτογραφία. Τον έδειχνε νηφάλιο, με μια ευχαριστημένη έκφραση, να πίνει κρασί μπροστά σε ένα φθαρμένο τετράδιο με τη φωτιά να καίει στο κεράκι. θα τον έλεγες τυχερό. Έδειχνε ένας τυχερός άνθρωπος. Δεν έδειχνε αρκετά κατατρεγμένος για να είναι ένας από εμάς.


Είσαι ένας τυχερός άνθρωπος φίλε μου... H μετάφραση είναι mother fucker...

     Θυμήθηκε την φράση της. Ήταν εκεί στο τελευταίο γράμμα καταπέλτη. Έγραφε καλά γράμματα καταπέλτες . Ήταν σχεδόν το επάγγελμά της.

Παλιάνθρωπε !  

      Μερικές λέξεις έχουν ουρά μια τελεία και μια παύλα. Καλύτερα να μην τις είχαμε εφεύρει αλλά στην τελική, κάθε γλώσσα όπως κάθε άνθρωπος δεν έχει όρια. Μπορεί να γίνεται γίγαντας ή νάνος.


   
 

Τετάρτη, Οκτωβρίου 8

εύκολη περίπτωση




     Εύκολη περίπτωση ο Πολύκαρπος ! Πριν οδηγηθεί στο έγκλημα και τη φυλακή, εννοώ. Ύστερα, όχι.
     Σε πρώτη ανάγνωση θα πίστευε κανείς αμέσως ότι είναι ένας συγκαλυμμένος μανιώδης του σεξ. Με μια πιο προσεκτική ματιά, ένας μέσος έμπειρος ψυχολόγος αντιλαμβανόταν ότι αυτός ο νέος# άντρας ήταν ένας συγκαλυμμένος μανιώδης του σεξ. Τώρα, δύο πράγματα συμβαίνουν με αυτούς τους χαρακτήρες : Ένα, ο πολύς κόσμος αποφεύγει να τους αναλύει μήπως και συμβούν αναγωγές .. κανείς δε θέλει να ανακαλύψει ότι μοιάζει με έναν σεξομανή στη μέση ηλικία του. Το δύο είναι ότι «πουλάνε».. Να, τώρα που γράφω αυτές τις αράδες είμαι σίγουρος ότι από εσάς που διαβάζετε  βιαστικά τα γραπτά μου, ναι σας βλέπω μερικές φορές που με ξεπετάτε τι νομίζετε,  τούτο εδώ θα το διαβάσετε πιο ζωηρά, με ένα ποτήρι κρασί ίσως, σε άνετη στάση ...απολαυστικά.
    Σε πρώτη ανάγνωση ο Πολύκαρπος ήταν η χαρά της μέσης γκόμενας. Θέλω να πω, γινόταν υπηρέτης πατ κιούτ. Καταλαβαίνετε τώρα. Αντιθέτως από τα λεγόμενα, μια μέση γκόμενα, αυτό που χρειάζεται από έναν άντρα, δεν είναι δύο τόμοι χαρίσματα, όχι. Είναι να έχει μικρά βυζιά και να μη της την σπάει. Με τον Πολύκαρπο το πακέτο ήταν κομπλέ.
     Με το που γνώριζε μια γυναίκα εκείνο που σκεφτόταν συνεχώς, στα δήθεν ξαφνικά χαρούμενα τηλεφωνήματα, καθώς της άνοιγε την πόρτα του αυτοκινήτου, την ώρα που της άναβε τσιγάρο, ακόμα κι όταν την αποχαιρετούσε γλυκά, ήταν, σε ποια στάση δεν την είχε ακόμη απολαύσει. Τις γλεντούσε τις γυναίκες ο Πολύκαρπος, ήταν και καρπερός και πολύ διεξοδικός, σε όλη εκείνη την προετοιμασία που χρειάζεται μια γυναίκα για να γίνει γκόμενα, που δε θα κάτσω τώρα να την αναλύσω γιατί άμα την κατέχετε θα βαρεθείτε και άμα δε τη κατέχετε θα σας κάνω ανταγωνιστή χωρίς να αποκομίσω τίποτε.
     Η τρύπα. 

     Τι η τρύπα ;

     Στο μυαλό του Πολύκαρπου κάθε τρύπα ήταν κρίμα απ’ το Θεό που έχασκε. Δεν ήταν αστεία τα πράγματα. Όσες ώρες δε γαμούσε, ο τύπος σπατουλάριζε τρύπες στα κάγκελα, με τα μυαλά του εκεί, στους σοβάδες, στα κεραμίδια, στους αρμούς της μπανιέρας, γενικώς είχε εκλεγεί δυό φορές πελάτης της χρονιάς στα ντου- ιτ-γιορ-σελφάδικα της περιοχής, για την κατανάλωσή του σε σιδηρόστοκο, γύψο, αρμόκολλες, εποξικούς στόκους και ειδικές σπάτουλες. Μιλάμε για μανία. Και επειδή ως έμπειρος ψυχαναλυτής μπορώ να σας δώσω και κάποια εξτρά τεκμήρια, κοιτάξτε άμα θέτε τα νύχια του. Είναι τέλεια. Δυό είδη αντρών έχουν τέλεια νύχια. Αυτοί που θέλουν να κρύψουν μια μανία και αυτοί που θέλουν να διαφημίσουν μια μανία και εσχάτως μπορούν και να παντρεύονται μεταξύ τους. Ο Πολύκαρπος ήταν από το πρώτο είδος.
     Δε θα ασχοληθώ στο ίδιο διήγημα με το άλλο είδος, ξεχάστε το.
     Ο περί ου ο λόγος πολύκροτος λοιπόν, ήταν πολύδωρος. Ερχόταν στα ραντεβού με τις γκόμενες με ένα δώρο έκπληξη. Αυτές νομίζανε πάντα ότι η έκπληξη ήταν το δώρο του, το φουλάρι, το μπερεδάκι, το στριφτήρι για τσιγάρα, το … τέλος πάντων όλα αυτά που στα πλασάρουν οι βαριεστημένες πωλήτριες και τα αγοράζεις εσύ ως βαριεστημένος σύζυγος νομίζοντας ότι, με το άθροισμα των αποφάσεων δύο βαριεστημένων ανθρώπων, θα πάρει τα πάνω του βραχυπρόθεσμα το συζυγικό κρεβάτι, αυτές νομίζανε ότι αυτό ήταν η έκπληξη… Αλλά όχι, όχι. Στο πλεύρισμα, αυτός ήταν οχιά.
       Όλη του η συμπεριφορά ήταν ένα προπέτασμα. Αν σε ρωτούσε τι κάνει η μάνα σου, ήθελε να σε πηδήξει. Αν σε ρωτούσε πως πάει η κόρη σου στην πρώτη γυμνασίου ήθελε να σε πηδήξει. Αν σε ρωτούσε πως είναι στο καινούργιο σου εργασιακό περιβάλλον ήθελε να σου ζητήσει δανεικά. Αν σε ρωτούσε με τι καταγίνεσαι τις Κυριακές σου ήθελε να σε πηδήξει. Δε χρειάζεται να κουράσω εδώ νομίζω… Γενικά ήθελε να σε πηδήξει. Οπωσδήποτε. Όπως και η οχιά, γάμα τους οικολόγους, γενικώς θέλει να σε δαγκώσει.
      Σου πασάριζε λοιπόν το δωράκι, εσύ σα μέση γκόμενα, τι καταλάβαινες ; Θέλω να πω, στην αρχή ξετύλιγες το χαρτί, όλες το κάνετε αυτό χωρίς δεύτερη σκέψη, όπως ξετυλίγουμε εμείς εσάς, αλλά μετά περνούσε από το μυαλό σου ότι κάποιο λάκκο θα ‘χει η φάβα ##. Και τέλος πάντων ίσως να του καθόσουν κι όλας τελικά αλλά…  Για να γίνουν και κάποιες άλλες δουλειές σου με τον πολύφερνο εραστή, έπρεπε να του βάλεις ένα πλαίσιο. Καλά, αυτό ισχύει σε όλες περιπτώσεις των σχέσεων, αλλά μη το πειράξουμε, του Πολύκαρπου το κουμπί ήταν μια διαφαινόμενη απειλή ότι το πήδημα, μέχρι να συμβεί, θα του βγεί από τη μύτη. Έτσι τον έπαιζαν. Όλες. Εκεί που νόμιζε ότι το πράγμα ήταν χαλί, να ‘σου το απρόπτο. Ένα καυγαδάκι. Μια δήθεν τρομερή αποκάλυψη, τύπου :
- Ήσουν προχθές χαρούμενος με το Μήτσο ε ; Και δεν ήμουν εγώ εκεί. Γιατίίίί ; Γιατί παρακαλώ τόσο χαρούμενος ; Αυγά σας καθαρίζανεεεε ;
 Ή το άλλο, το χαρακτηριστικό : 
- Μόνος σου θα πάς εκεί το ΣΚ ; Χωρίς παρέα ;   
    Τον Πολύκαρπο τον είχαν εκμεταλλευτεί αρκετές γυναίκες με τον ίδιο κυνικό τρόπο. Του έβγαζαν το λάδι για να του κάτσουν. Μεγιστοποιώντας εκείνο που είναι το όφελος κάθε ντίσεντ γυναικός από το σεξ. Μεγιστοποιώντας την αυτεπιβεβαίωση.   Ανεπιβεβαίωτη γυναίκα δεν είναι γκόμενα. Είναι κάτι άλλο, βαρετό, δε θα ασχοληθώ, αλλά όχι γκόμενα. Έτσι έφτασε ο Πολύκαρπος να εγκαταλείψει το κυνήγι και να διαπράξει και το έγκλημα. 
   Αυτός ο κατά τα άλλα τρυφερός άνθρωπος που τώρα σας φαίνεται απαίσια, λάουζι  περίπτωση, είχε επιτυχία στις γυναίκες. Τι δεν καταλαβαίνετε. Είχε τη ματιά. Λίγοι άντρες μπορούσαν να απευθύνουν τη ματιά του Πολύκαρπου με τέτοια λάμψη, διεισδυτικότητα, αμεσότητα, ευθύτητα και δύναμη. Ένα κοίταγμα που σε ξέντυνε, σε προετοίμαζε, σε έφερνε σε οργασμό, σε σκούπιζε και σε ξανάντυνε μέσα σε ένα λεπτό, όσο χρειάζεται δηλαδή ο δικός σου για να ξύσει στον καναπέ με τρόπο τα τέτοια του ενόσω νομίζει ότι εσύ βλέπεις το σήριαλ. Οι αναγωγές ήταν πάντα προς όφελος του πολύτιμου, οι γυναίκες ψάχνουν αυτή τη ματιά περισσότερο και από τις ταμπέλες των εκπτώσεων ! Είναι είδος σε ανεπάρκεια... Ναι. Η ματιά.
    Ο Πολύκαρπος είχε αυτή τη ματιά που η μάνα του την έλεγε αγελάδας, εκείνος μπορεί να έφαγε δεκατρία χρόνια να ξεπεράσει αυτό το σχόλιο, αλλά δεν σταμάτησε να τη δουλεύει. Με το που πλησίαζες εσύ, τσιπούρα στο αγγίστρι του, έτσι και του έμπαινε το καλό στο μυαλό σε τελείωνε. Δεν χαμήλωνες τα μάτια, εντάξει, είσαι κι εσύ μια πουτανίτσα, αλλά εγώ δε σε κατηγορώ, φιλενάδα, όχι. Δηλαδή όταν πλησιάζεις στο γκισέ του ΙΚΑ, βλέπεις πως σε κοιτάζει ο άλλος με το στριφτό από κάτω έτοιμο και τον αναπτήρα στο χέρι. Όταν μπαίνεις με τις έξι σακούλες Zara και είναι μέσα ο πούστης, βλέπεις εκείνο το βλέμμα που τα λέει όλα δυό φορές. Όταν βάζεις αλάτι στα μακαρόνια, στα μακαρόνια ρε πούστη μου,  βλέπεις το βλέμμα της μάνας σου που έχει έλθει να σου γαμήσει κεφάλι μετά την εκκλησία οπότε… οπότε άμα σου απευθύνουν εκείνο το βλέμμα του έρωντα, εκείνο το βλέμμα έλα μωρό μου να σου δείξω πόσα δόντια έχει η κότα, καυλώνεις. Όχι, καυλώνεις. Η αλήθεια να γράφεται.
       Ναι ή ού ;
       Έτσι…
       Και μετά μπλέκεις. Ένα δίκαιο το 'χεις.. Γιατί...
 Ο γκόμενος δεν ήταν απλοϊκός… όόόόχιιιιι ! Ούτε πριν, αλλά κυρίως ούτε μετά. Ναι.
Δε φτάνει που σου πετούσε τα μάτια όξω, είχες δεν είχες την ποσότητα υπομουνής, μετά έπρεπε να περάσεις των παθών σου το τάραχο για να αποθεώνεις δυό μερόνυχτα το υπέροχο παύλα πρωτόγνωρο παύλα εκστασιακό παύλα μοναδικό βράδυ που περάσατε. Άλλο ένα.
     Δεν του αποθέωνες το σεξ ; Όοοοοχι φιλενάδααααα… Έπεφτες εκατόν τρεις ορόφους κάτω στα μάτια του, εκατόν τρείς,  αν υποθέσουμε ότι φτιάχνουν και στη χώρα σου εκτρώματα με εκατόν τρεις ορόφους για να βάλουν μια μυτερή πούτσα από σίδερο στην κορυφή, έπεφτες λοιπόν εκατόν τέσσερις, τρείς, εντάξει δεν κάνω επιμέλεια, γράφω πηγαία, αυτό είναι το πρωτόλειο κείμενό μου στο κατά Γούσιον Ευαγγέλιον, εκατόν τρείς ορόφους ντάουν. Ναι.
     Μετά, είχες να τον ακούς στις επόμενες συνάξεις να γυροφέρνει περιπτώσεις ιστοριών με απαξιωτική σεξουαλικά έκβαση, και όταν λέμε να γυροφέρνει, μιλάμε για πολύ κουραστικό πράγμα.
-          Δε μου φαίνεσαι καλά , έλεγες εσύ… πιές λίγο.
-          Τι να μου κάνει το φαρμάκι, έλεγε αυτός, χρειάζεται ένας τόνος από αυτό για να καταπιώ την καθημερινότητά μας…  τέτοιο γυρόφερμα, καταλάβατε ;

Ο Πολύκαρπος διέπραξε το έγκλημα στις 28 Οκτωβρίου του 2014. Συνελήφθη στο αεροδρόμιο Μακεδονία το ίδιο βράδυ. Είχε μαζί του μόνο μια χειραποσκευή. Η δίκη του ήταν πολύκροτη και κράτησε το κοινό σε αναβρασμό για μήνες. Πολλοί θεωρούν ότι το χάσμα μεταξύ αντρών και γυναικών πήρε μια επίσημη μορφή από εκεί και μετέπειτεν. Εγώ πιστεύω ότι το χάσμα μεταξύ αντρών και γυναικών είναι τόσο επίσημο όσο το προπατορικό αμάρτημα.Θέλω να πω...
       Ένα πράγμα του έλειπε του Πολύκαρπου. Του έλειπε η προνοητικότητα να μπορεί να κουμαντάρει τις ποσότητες πόθου που εξέπεμπε προς το θύμα. Γινόταν από θύτης θρύμα. Οι γυναίκα , άμα μπορεί να σε παίξει, θα κάνει το καθήκον της. Εσύ πρέπει να βάλεις λίγη αξιοπρέπεια στο παλμαρέ σου. Αν, αν λέμε τώρα, αν είχαμε οι άντρες, και ειδικά ο νέος αυτός που ήταν και γλυκοτσούτσουνος, το προσόν να κουμαντάρει προς όφελός του τη λαγνεία του,  θα έπαιζε με τις γυναίκες όπως παίζεις εσύ με το μπεγλέρι. Με το συμπάθειο, δε σε ξέρω κι όλας, το χρησιμοποιώ ως λογοτεχνικό στολίδι. Ο γλυκοτσούτσουνος κάθε φορά που έφτανε στο ντεντ λάϊν καθόταν και έσκαγε και δε πέρναγε από το μυαλό του ότι και η γκόμενα δε θέλει μόνο αποθέωση. Θέλει και μαρτύριο. Αυτό. Ένα μαρτύριο, έναν σταυρό, ασήκωτο, που να μπορεί να το τρίψει στα μούτρα της κολλητής ως εμφανώς χειρότερο από το δικό της.
     
     Το δουλεύει ο Πολύκαρπος. Εξελίσσεται. Πρόκειται μάλιστα να γίνει κεντρικός ήρωας στο μυθιστόρημά μου, το κύκνειο χάσμα. Δε λέω άλλα… Θα πουλήσει τρελά !
     Εσείς κρατήστε τώρα τούτο. Έδωσες σε γκόμενα την οθόριτυ να σε παίξει ; Θα σε παίξει. Θα σε κάνει υποχείριο. Μετά θα σε βαρεθεί κι όλας. Μη το κάνετε αυτό το λάθος. Ο μέγας George φάκιν Klunei το ‘πε : Κάντε στις γκόμενες ότι σας καπνίσει, μόνο μην είναι βαρετό. Κάνε στις γκόμενες ότι σου καπνίσει. Κάνε στις γκόμενες ότι σου καπνίσει. Κάνε.. Πόσες φορές να το γράψω. Πρωτόλειο, πρωτόλειο, μια εσάνς επιμέλειας την έχει. Όπως και το βλέμμα του Πολύκαρπου.
παραπομπές
     # δεν χρησιμοποιώ εδώ το επίθετο "μέσος".
     ## η φάβα αποδείχτηκε εμπειρικά ότι δεν έχει από κατασκευής λάκκο, εμείς πάμε και βουτάμε τη βούκα από το τέτοιο μας, το ψωμί, και την κάνουμε τελικά σαν τα μούτρα μας. Οι λιγούρηδες… Θες να βλέπεις τέλεια τη φάβα; Μη το βουτάς το πράμα σου μέσα. Άιιιτ.
      
      Για το έγκλημα και τη δίκη, αγοράστε το Κύκνειο Χάσμα. Ζητιάνοι θα γίνουμε ;