Παρασκευή, Οκτωβρίου 17

η ενδον χώρα μας



  Λοιπόν. Τι είδαν τα ματάκια μου πρωί πρωί ;
     Ήταν λέει ένας ατέλειωτος κήπος , των καρπών της γης, ναι αμέ ! Ο μισός ελαιώνας, o μισός αμπελώνας, με αγροκτήματα οριοθετημένα από σειρές μαβιά αυθάδικα  κυπαρίσια, με χωμάτινα δρομάκια δίπλα στα ρέματα να την πέφτουν στις κοίτες τους, με διάσπαρτα πέτρινα υποστατικά και ανεμόμυλους να στέφουν κάθε λόφο βασιλιά. Όπως σας τα γράφω, ναι ! Ήταν λέει δικό μου  ένα αμπέλι ιδιόρρυθμο, με δυό τρεις κλίσεις, ανηφοριά, λακούβα και ξανά ανηφοριά, σαν τους γάμους, στα ριζά ενός κοντού βουνού, που κρατούσε ομίχλη, σινιάκι, μέχρι ο ήλιος να καταφέρει να τη τρομάξει, να την τρέψει σε φυγή, αργά, πολύ αργά, τα ύστερα πρωϊνά του Αυγούστου. Ήταν τα κάρα όλα γονατιστά, χωρίς τα υποζύγια, ορφανά, μεταλλαγμένα σε παρτέρια. Κι όλα τα καίρια επίσης,
     Ήτανε μέτρια η χρονιά, η μαλαγουζιές αμάζευτες, σταφιδιασμένες και βρεμένες, έπρεπε αντί να παλαιώσουμε το κρασί, φέτο να κάνουμε θυσία να το πιούμε. Καθώς συμβαίνει ταχτικότατα, είχε βρέξει ακριβώς τη λάθος εβδομάδα. Τα σύκα, από την άλλη μια χαρά, δε προλάβαινες να τα μαζεύεις,  γεμάτα τα κοφίνια. Ως ήθεισται, σε μια τέτοια χώρα κάτι κερδίζεις, κάτι ...κερδίζεις. 
     Ήταν οι άνθρωποι γεροί, κατάγεροι σαν άλογα κι ευδιάθετοι σα μαϊμούνια. Τα μάγουλα όλα, όλα κόκκινα. Οι μπούκλες μας αχτένιστες και οι ρόζοι στα χέρια μπόλικοι, χωρίς αιδώ. Τρείς ώρες το πρωί, νωρίς στα κτήματα, όλοι, γηραιοί και άβγαλτοι, τρείς ώρες το απόγεμα στα πλυσταριά, στους σταύλους και στα αποστακτήρια. Ευμάρεια, σιγοτραγούδισμα, αλαφροϊδρωμα και ήπιος κάματος γλυκός, όλα παντρεμένα κατά πως τους πρέπει.Τα απομεσήμερα σε σκιές να χτίζονται γιοφύρια με τα μάτια. Όπως συμβαίνει, όταν κι εμείς βρισκόμαστε, εντελλώς πιωμένοι.
     Στο πλυσταριό, που δε κατέβαινα εγώ, θα πω γιατί, ήτανε τα καλύτερα. Ήταν οι πάπιες από το κυνήγι κρεμασμένες αρμαθιές για ξεπουπούλιασμα, σκελίδες σκόρδων και μασούρια μυρωδικών, μποτίλιες παλιού κόκκινου χωμένες σε κάθε εσοχή, όχι μονόλιτρες, όχι με ετικέτες, μποτίλιες από εκείνες που ανοίγουν οι παραγωγοί στις επετείους, πάνω σε ωραία ξεχαρβαλωμένα και σεμνά μονταρισμένα έπιπλα τραπεζαρίας. Εμείς δε θα τα βάζαμε στα σπίτια μας. Τέτοια σεμνά.  
     Εγώ ήμουν μαραγκός και έπειτα ζωγράφος. Και πιό έπειτα Σάτυρος, Όχι, δε ντρέπομαι που είμουνα τριπλοθεσίτης ! Είχα πάντα ένα μικρό στρατό γυναίκες.Τις πρώτες Πέμπτες κάθε μήνα έβλεπα δύο υποψήφιες βοηθούς, συνέντευξη, μια για το μαραγκούδικο εργαστήρι και μια για το ατελιέ μου. Τις πότιζα ούζο και τις έβλεπα να περπατούν και να σκαλίζουνε τα πράγματά μου. Άμα μου άρεζε η κίνησή τους και άμα με ενοχλούσε λίγο η αυθαιρεσία τους, οκ κατάλληλες. Εκείνες που δε πείραζαν τίποτα τις έδιωχνα αμέσως να ψάξουν άλλο κτήμα. Άμα μου σκάλιζαν τα πράματα και έλεγαν παράταιρες κουβέντες, ναι.. ήταν σωστές και τις απο λάμβανα να τις εκ παιδέψω. Μετά, σα μάθαιναν και πάθαιναν, πήγαιναν να φτιάξουν τα δικά τους απο χτήματα. Είχανε κάνει ένα κομπόδεμα από τους μισθούς και δυό από εκείνα που βουτούσανε, που επίτηδες ξεχνούσα εδώ και εκεί για να τις βλέπω να με αντέχουνε με κέφι. Έτσι δε κάνετε στα σπίτια σας συνέχεια ;
    Ζωγράφιζα χαρούμενες πόζες κοριτσιών, με τους χειμμάρους των μαλλιών τους μπερδεμένους σε συμπλέγματα κορμών ελιάς αιωνόβιας, απάνω σε καμβάδες που αστάρωναν κι ετοίμαζαν οι υπαίτιες κοπέλλες.Ήμουν καλός και με τα δύο χέρια. Κανείς δε μου 'μαθε ποιό είναι το καλό μου. Ούτε το χέρι ούτε γενικ. Γι αυτό δεν είχα ούτε ζαβό. Ούτε χέρι, ούτε τίποτα. 
    Σκάλιζα επίσης με σκαρπέλα που μου τρόχιζαν από βραδύς οι νέες, περίτεχνους οβελίσκους σε κορμούς από ελιές που τους τις χάριζα, την ώρα που ξυπνούσανε ξεβράκωτες και ψάχνανε τα νυχτικά τους στις γωνιές της κάμαράς μου. Συνήθως ξεθυμώνανε. Πάντα εκάνανε πως δε θυμόντανε.  Ήμουν καλός με τα χέρια.Κανείς δε μου 'μαθε εξάλλου, να μη τα απλώνω εκεί που φτάνω.
    Αααα, ήμουν και Κόμης ! Τραβηγμένο ; Δε το ασκούσα το αξίωμα, μη θωρρείς, Πάντα είχα έναν λιμοκοντόρο υπέλληλο που τον εντύναμε σινιέ, και υποδεχότανε τους επισήμους, δίνοντας εντολές στον μπάτλερ, ο οποίος έκανε πως έγραφε, ένευε και έκανε υποκλίσεις και εμένανε με αφήνανε στην ησυχία μου να ασχολούμαι με τα ξύλα και με τα πινέλλα μου. Και τα μουνιά.
    Οι δυό καινούργιες του μηνός Οκτώβρη ήτανε μια κοκκινομάλλα και μια που είχε φακίδες στα μάγουλα και πορτοκαλί μπούκλες. Παντού. Εγώ μελαχρινός, κι όλο βουτούσα με τα μάτια μες τα μπούτια τους και εκείνες το 'πιαναν το υπονοούμενο και βογκούσανε. Τα μελαχρινά τα μάτια αλλιώς βουτάνε στα πράματα, το έχετε νιώσει, ε ; 
    Δεν είχα αναλάβει πρωτοβουλίες στο κτήμα, δε με βοηθούσε η κατάσταση, αλλά μερικά πράγματα περνούσαν από τα χέρια μου. Αυτό ήταν πολύ σημαντικό γιατί εδώ πρέπει να σας πω ότι από τα πόδια μου δε περνούσε τίποτες ! Από τη μέση και κάτω ήμουν φυτό. Δε μπορούσα δηλαδή να κάνω τίποτα με τα κάτω άκρα μου. Ούτε να κλωτσήσω ούτε να γαμήσω. Έτσι δεν είχα και απογόννους. Ούτε και καπότες. Είπαμε σε μια χώρα σα κι αυτή, κάτι κερδίζεις, κάτι κερδίζεις.
    Οι σούπες που μας έκανε η κυρία Ορντάνσα τα κρύα δειλινά ήταν μια από τις πιό υπέροχες απολαύσεις μου. Ήμουν εθισμένος στον τρόπο που η πηχτή ζεστή σπεσιαλιτέ κυλούσε και ζέσταινε όλο το κορμί μου, κουταλιά, κουταλιά, από τα χείλη, το λαιμό, το στήθος μέχρι τη κοιλιά. Αυτό ήταν. Παρακάτω δεν υπήρχε ...Μέχρι τη κοιλιά. Μου αρέσει να σαρκάζομαι για την αναπηρία μου...
    Ήθελα χρόνια να με κατεβάσουν στο κελάρι. Μα οι σκάλες απότομες στενές και κάποιος πάρα πολύ χειροδύναμος έπρεπε να με σηκώσει αγκαλιά και να με , και να με,  και να ....

   Τι ;  Δεν είναι πια ευχάριστο το αφήγημα ; Στεναχωριέσαι ; Θα φύγεις ;

   Εντάξει. Ήταν ένα γαμοτέστ. Δεν έχω αναπηρία. Είμαι αρτιμελής και γερός σα ταύρος. Καλέ, ναι ! Κυνηγάω κοπέλες μες στο κτήμα όλη μέρα, μέχρι τα ποδάρια μου να πρηστούν και μέχρι ο ιδρώτας μου να μουσκέψει όλο μου το στέρνο, από το επίτηδες ξεκούμπωτο άσπρο μου πουκάμισο μέχρι κάτω στον ξαναμένο πούτσο. Δε μου λείπει τίποτα. Ούτε και σένα, εδώ που τα λέμε, ε ; Οπότε πάμε στη χώρα των ανθρώπινων δικαιωμάτων. Μας. Τα δικαιώματα είναι πάντα έτσι,  ..Μας
   Στο πλυσταριό είχα κρυμμένες και ασφαλισμένες τις καραμπίνες και τα δίκαννα του κυνηγιού.Εκεί και τις καπότες. Σεπτέμβρη μήνα, που θα περνάνε οι πάπιες σε κοπάδια, φεύγοντας μάταια αφού θα ρθούν, σαν εραστές σε αποτρόπαιους θυμούς και ηλίθιες προφάσεις ένα πράμα, εγώ θα τουφεκάω. Ούτε θα ερωτεύομαι ούτε θα νοσταλγώ. Θα σφυρίζω τη σφυρίχτρα μου και θα ντουφεκάω. Οποία απλότης...

   Τι ; Σε ΄χασα; Τώρα πάλι στραβώνεις,  ε ;  Στη σπάω που βιώνω ολοκλήρωση... ΟΚ. :

    Η αλήθεια είναι γκρί. Όλα αυτά είναι ολογράματα. Παραληρώ. Είμαι κι εγώ απλά ένας άσημος επίδοξος ζωγράφος, ξυλουργός και γυναικάς με μια αποτρόπαια τα βράδια κάμαρα, τον μόνο μου προσωπικό χώρο, κερδισμένο με τίμημα βαρύ, μπροστά σε ένα τεράστιο τασάκι αποτσίγαρα και ένα ποτήρι μόνο με το dna μου στα χείλη του απάνω, με στόμα ξερό, μονάχα με το dna της στα χείλη μου επάνω, να μη γλύφομαι μπας και το χάσω, παλεύοντας με τα φαντάσματά μου και την φθορά μου και μόλις που επιβιώνω συναισθηματικά. Σαν και εσένανε. Θέλω να πω, η ψυχή μου, είναι από τη μέση και κάτω άχρηστη, δε μπορώ να κουνήσω ούτε τον αριστερό μου πόθο ούτε το δεξί μου σφρίγος. Αλλά κανείς, κανείς δε με κακολογεί, ούτε και σε κακολογεί ούτε και με συντρέχει ούτε και σε συντρέχει. Και είναι τέτοια, τέτοια η ευδαιμονία μου που δεν ταράζω ούτε έναν κερατά, με μία δήθεν τρομερή ευτυχία, και τέτοια η μοναξιά μου που δε τα κουβεντιάζω με κανένα κερατά όλα αυτά, ώστε το πρωί συχνά ξυπνώ με παραισθήσεις. Έχω το λοιπόν μου φτιάξει μια νέα χώρα. Ένδον. Σα κι εσένα.

   Γεννάται ζήτημα ;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

εντυπώσεις ;