Σάββατο, Νοεμβρίου 3

Deja vu (Ντεζαβού)

       Μια στιγμή είναι μια στιγμή. Δεν την βιώνεις με συνείδηση των επιπτώσεών της. Μπορεί να σε κάνει έναν διαφορετικό άνθρωπο. Κι όταν την ανασύρεις από τη λήθη, το μέγεθός της δεν είναι το ίδιο, το σχεδόν αμελητέο που βίωσες. Έχει προστεθεί πάνω στο κορμί της ένα κέλυφος, αυτό των αλυσιδωτών αντιδράσεων που προκάλεσε και είναι πλέον μια στιγμή & ένας μικρός αιώνας…
       Η σχέση μου με το χρόνο ήταν πάντα προβληματική. Η σχέση μου με την μνήμη ήταν πάντα αποσπασματική. Και η σχέση μου με την ρέουσα πραγματικότητα ήταν πάντα η συνισταμένη της λογικής μου με αυτές τις δύο μου ιδιαιτερότητες.
       Σαν μου έτειναν μια απλωμένη τράπουλα να τραβήξω ένα χαρτί το δεξί μου χέρι πήγαινε πάντα προς την αριστερή άκρη. Μου φαινόταν ότι με το τέντωμα του κορμιού μου έδινα μια σπρωξιά από τη μοίρα προς την τυχαιότητα . Έτσι και με τις στιγμές μικρούς μου αιώνες. Θα τραβήξω απόψε μια από αριστερά και θα δούμε τι θα γίνει. Ουπς. Οκ.
        Ααα.. είναι μια από τις δυνατές μου στιγμές μικρούς αιώνες. Θα δεις, θα δεις. Είμαι με κοντό παντελονάκι, κάνω ποδήλατο με ένα μικροσκοπικό κόκκινο δίτροχο πάνω στο πεζοδρόμιο της Αλεξάνδρου Φλέμιγκ, στο αριστερό πεζοδρόμιο όπως κατεβαίνεις προς τη θάλασσα, το παντελόνι μου σκαλώνει στην αλυσίδα, το δεξί μπατζάκι, πέφτω αριστερά, το τιμόνι μου χώνεται στη κοιλιά, ανασηκώνομαι , πονάω και τραβάω το ύφασμα και καθώς λογίζομαι τον επερχόμενο καυγά με τη μάνα, δυο ξένα κρύα τραχιά χέρια με αρπάζουν και με σέρνουν μέχρι τον πλαϊνό τοίχο μιας τερατώδους οικοδομής, η φάτσα ενός διαταραγμένου παχουλού ανθρώπου, κάτω χαλίκια με χώμα, πίσω αδρός τοίχος, νομίζω relief, λευκός, μετά κάπως κόκκινος, εκείνος, ελεεινός, με κρατάει από τα αυτιά και μου χτυπάει δυο, τρεις, τέσσερις φορές το κεφάλι μου στον τοίχο, για αυτό κάπως κόκκινος, τρέμω, χτυπάει ταμπούρλο μέσα στο στήθος μου, το στόμα του μυρίζει σαν του παππού μου, μετά που πίνει ρετσίνα, τα μάτια εκείνου δεν τα βλέπω, δεν τολμώ, δεν τολμώ να τραβηχτώ, έχω παραλύσει, μου λέει κάτι, θα μεγαλώσω και θα δω μου λέει, δεν έπρεπε να είμαι τόσο κακός, μου λέει κάτι, βάζω τα χέρια μου στα αυτιά νομίζω, ναι στα αυτιά, δε ξέρω γιατί, ίσως μέχρι τότε τα τραύματά μου ήταν από πράγματα που μου ξεστόμιζαν, πρώτη φορά με βίαζαν σωματικά, ανοίγω τα μάτια, δεν υπάρχει εκείνος, ούτε κανείς, χαλίκια, πόνος στο κεφάλι, λίγο αίμα, ζεστό, στο λαιμό, δεν έχω κάνει τίποτα πάνω μου, τα πόδια μου τρέμουν, τρεκλίζω μέχρι το ποδήλατο. Ξεχνώ. Ξεχνώ. Το ζεστό αίμα στο σβέρκο ξεχνώ, τα κρύα χέρια του στα αυτιά, ξεχνώ, δεν ήθελε τίποτε, μόνο να με δει να κατουριέμαι από το φόβο, ανήμπορος. Ξεχνώ.
      Ποτέ δεν βρέθηκε ο ογκώδης διαταραγμένος που με τρομοκράτησε με εκείνον τον απρόσμενο τρόπο. Ποτέ δεν βρέθηκε μα ποτέ δεν χάθηκε. Χαράχθηκε μέσα μου. Μια στιγμή μικρός αιώνας.
     Τώρα θα τραβήξω ένα άλλο περιστατικό, έτσι για την πλάκα από τα δεξιά, το προτελευταίο από την τράπουλά μου. Είμαι εδώ, σε αυτό το σπίτι που ζω, λοιπόν δεν είναι σπουδαίο, εχμμμ.. βλέπω τα νέα, βλέπω νέα αλλού, βλέπω και ακούω, βλέπω έναν πολιτικό νέας κοπής, ύφος που δεν σηκώνει αστεία, με διαβεβαιώνει , ακριβώς αυτή τη λέξη διαλέγω, με διαβεβαιώνει ότι θα είναι μακροπρόθεσμες οι ωφέλειες, ας πούμε εμείς επιπτώσεις, με διαβεβαιώνει ότι συμπάσχει , φαίνεται συντετριμμένος, ας πούμε εμείς τετριμμένος, και μετά ανακοινώνει κάτι που το λέει μνημόνιο. Βάζω πάλι τα δυό μου χέρια στα αυτιά. Δεν ακούω, ιδρώνω, κάτω κρύα πλακάκια, πόδια ξύλινα, αυτός ανακοινώνει, το ύφος του ταιριάζει, ιδρωμένος, δυνατός, κατηγορηματικός, εμφανώς διαταραγμένος, ανακοινώνει, κοινωνική ασφάλιση τέλος, πρόνοια τέλος, εργασιακά κεκτημένα τέλος, χρόνια εκτιμένα με κόπο και όραμα τέλος, πρόοδος τέλος, πατρίδα τέλος,  όνειρα τέλος, ας πούμε εμείς έλος, πίσω του τοίχος λευκός αδρύς, ο ήχος της φωνής του κάτι ανασύρει, τρέμω, το στόμα μου στεγνώνει, τα πόδια μου, δεν τα αισθάνομαι , μετά πάλι αισθάνομαι τα πόδια μου, είναι κάτι που προσπαθεί να μου πει ακόμα, θα μεγαλώσω και θα δω, δεν έπρεπε να είμαι τόσο κακό παιδί λέει, δεν ακούω αυτά που μου χαράζει μέσα μου, τρεκλίζω μέχρι έξω , στις σκάλες, είναι εκεί το ποδήλατο, πέφτω δίπλα του, μάρμαρα αντί για χαλίκια, ο τοίχος πίσω λευκός και λίγο κόκκινος, έχω παραισθήσεις. Τι χρονιά έχουμε, ποιο είναι αυτό το ποδήλατο, γιατί δεν είναι κόκκινο, Τι θα κάνω τώρα, πως θα δείξω στη μαμά μου το μπατζάκι, μήπως ο διαταραγμένος ξαναγυρίσει, μήπως με πιάσει πάλι από τα αυτιά. Ξεχνώ, ξεχνώ το όνειρό μου το θρυψαλιασμένο , μα δεν ξεχνώ τη δήθεν συντριβή στο πρόσωπό του, δεν ξεχνώ το κυνικό του κάτω χείλος, δεν ξεχνώ μερικά πράγματα.
        Μπερδεύομαι με αυτές τις στιγμές μικρούς αιώνες. Είναι απλά στιγμές, έτσι ! Πως γίνεται να μπορούν να σε κάνουν έναν διαφορετικό άνθρωπο ; Πως γίνεται ; Πόσο βαρύ κέλυφος κουβαλούν, πόσα κιλά μπορεί να σου προσθέσουν ;
       Η σχέση μου με το χρόνο ήταν πάντα προβληματική. Πόσος έφυγε, πόσος θα είναι ο υπόλοιπος, τι πρόκειται να πάθω ; Τι επίδραση έχει ο χρόνος στον φόβο ; Μικραίνουν τα τραύματα ξεμακραίνοντας ; Είναι εκεί,  ελλοχεύουν ; Η σχέση μου με τη μνήμη ήταν πάντα επιλεκτική. Ήταν ογκώδης και κυνικός εκείνος που μου χτύπησε το κεφάλι στον τοίχο ; Είχε μορφή δυνάστη ; Ήταν το ποδήλατό μου που του φάνηκε απρεπές ; Ήταν η παιδικότητά μου στο στόχο ; Τον τρέλανε που με έβλεπε με το μέλλον δικό μου ; Πόσος χρόνος μου απέμενε τότε με το κόκκινο ποδήλατο ; Πόσος χρόνος απομένει τώρα ; Από δω και στο εξής ; Η σχέση μου με την ρέουσα πραγματικότητα είναι σα διαλυμένος γάμος. Η ανάμνησή του σε διδάσκει πως να μην την ξαναβιώσεις, μια σχέση τέρας αδηφάγο που αδιαφορεί για τα άτομα που την θρέφουν.
      Μια στιγμή είναι μια στιγμή. Όταν την βιώνεις δεν έχεις συνείδηση των επιπτώσεων που θα επιφέρει. Ο χρόνος μετά αναλαμβάνει τις αλληλουχίες και εσύ έχεις να κάνεις με τα επακόλουθα. 
         Τα ακόλουθα είναι νομίζω μερικά σχόλια από εκείνο το κοκτέϊλ της συνισταμένης της λογικής μου με τις ιδιαιτερότητές μου:
         Τότε , πάει καιρός, τότε που μου χτύπησαν το κεφάλι και με τρομοκράτησαν, θα πρόβλεπε κανείς ότι δύσκολα θα σηκώσω ανάστημα. Μα σήκωσα. Και πολύ μάλιστα. Αν μπορούσε εκείνος να με δει, πως έγινα, πόσο ψηλός, πόσο χαρούμενος, πόσο πολύπλευρος και πόσο άνθρωπος ολοκληρωμένος, αν μπορούσε να με δει... Μα και τούτος, ο καινούργιος από την τηλεόραση, αυτός που με έκανε να μην νιώθω τα πόδια μου, να βάζω τα χέρια μου στα αυτιά μου σαν παιδί, να μπορούσε να με δει σε λίγα χρόνια, να με δει πως θα είμαι , πόσο πολύ όμορφος, πόσο πολύπλευρος, πόσο ολοκληρωμένος μέσα από τις δοκιμασίες, ας τις πούμε εμείς κακουχίες,  μέσα από τις αλλαγές που θα μου επιφέρει η δική του στιγμή, ο δικός μου καινούργιος μικρός αιώνας. Να μπορούσε να με δει, πόσο άνθρωπος θα παραμείνω, ότι και να μου επιβάλλει το μένος του και η απληστεία του, η δουλοπρέπειά του και η προδοσία του.   
         Τώρα με χτύπησαν, τότε με χτύπησαν, αύριο θα με χτυπήσουν. Έτσι είναι τα πράματα. Είναι τόσο προβλέψιμα , ακόμη και αν η σχέση σου με την μνήμη σου είναι επιλεκτική.

     Εις το επαναϊδωθέν.