Παρασκευή, Ιανουαρίου 31

κάθε υπέρμετρη αντίδραση , μια χαμένη ευκαιρία

   ...είναι τόσο κρίμα , όταν, μετά από μακρύ κλείσιμο στον εαυτό σου και υπακούοντας σε ένα εσωτερικό υλικό που ουρλιάζει σαν ζώο της ζούγκλας σε κλουβί, αποφασίσεις να εξωτερικεύσεις εκείνο που σε οργώνει, και το μόνο που πετυχαίνεις είναι να γκρεμίσεις κάθε επικοινωνία ! ...είναι τόσο κρίμα να χάσει η φωνή σου ή το γραπτό σου, όλο το μεδούλι τους λόγω ανάρμοστου "ύφους".   
     Δεν μπορούν, οι συνομιλητές σου, να εισπράξουν αυτό που τους απευθύνεις, εαν δεν μετρήσεις με προσοχή το ύφος με το οποίο θα τους το απευθύνεις. Πόσο παιδικά είναι τα λάθη που κάνουμε Θεέ μου. Μιλάμε σε πληγωμένους ανθρώπους με σκληρές λέξεις, μιλάμε σε ερωτευμένους ανθρώπους με τετράγωνες λέξεις, μιλάμε σε ηλικιωμένους ανθρώπους με υπερφίαλες λέξεις, μιλάμε σε παιδιά με εξεζητημένες και σε άρρωστους με χαρωπές. Απευθυνόμαστε με ηλίθιο τρόπο, σε όρους συναισθηματικής νοημοσύνης , για να μεταφέρουμε ουσιώδες και ευαίσθητο υλικό.
    Είναι σαν να ψιθυρίζουμε λέξεις λατρείας από την μέση ενός κατάμεστου γηπέδου προς την αγαπημένη μας που κάθεται στην βοερή κερκίδα. Τι περιμένουμε να φτάσει εκεί πάνω ; Η γλώσσα των χειλιών ;
    Ο συνομιλητής μας, τούτη την εποχή, είναι από πλευράς αλληλεπίδρασης με τους γύρω του ένας κατά συρροήν βιασμένος άνθρωπος. Το πρώτο που χρειάζεται για να μπορέσει να εισπράξει , είναι να μην διακρίνει στο ύφος μας έναν ακόμα βιασμό που πλησιάζει.
    Πότε θα το εμπεδώσω αυτό, γαμώτο, εκατό χρονών άνθρωπος ; Πότε θα μάθω να είμαι γραμμικός στο ύφος και ενεξέλεγκτος στα εκφραστικά μέσα αντί για το αντίθετο ;
    Πόσο πιο εύφορος θα γίνει ο μικρόκοσμος μέσα στον οποίο ανυπομονώ να ανθίσω ; 
   
     

Κυριακή, Ιανουαρίου 5

και τότε διακρίνεις την ελπίδα

ένα ντουβάρι με τον Σάμουελ Μπέκετ

     Οι δρόμοι της πόλης μου έχουν κωμικές αναφορές σε συλλογικές αναμνήσεις και σε μαζικές ουτοπίες : Αντιστάσεως, Βιοπαλαιστών, Νεολαίας, Μικράς Ασίας, Αναγεννήσεως , Αναλήψεως, Ανθέων !  Άκου εκεί Ανθέων.. Της Αναλήψεως μονάχα, αυτής της επίκλησης εγώ το καταλαβαίνω το νόημα. 
     Οι "μικροί ήχοι" έχουν ανεπαρκές αποτύπωμα. Στα στενά σοκάκια όμως, όπου οι ήχοι έχουν την ένταση για να ανταγωνιστούν τη βοή,  οι αδέσποτοι λυγμοί καταμαρτυρούν τα ομαδικά μας πλημμελήματα. Ακούς τον λυγμό. Γέλια ; Μα φυσικά, ακούς και γέλια, πάλι αδέσποτα. Γέλια υπερβολικά από ταπεινά ερεθίσματα. Και από το άλλο είδος, εκείνα τα γέλια με τη χροιά που καταγγέλλει. 
   Οι άνθρωποι κυκλοφορούν με τους πιστούς τους φίλους. Τα τετράποδα. Με άψογα ταμπελάκια και ένα σακουλάκι στο χέρι. Όλα εν τάξει... Αντιθέτως,  στα συναισθήματα και στις ετυμηγορίες , δε διακρίνεις τον ιδιοκτήτη. Ούτε σινιέ μενταγιόν με όνομα και διεύθυνση. Απευθύνονται χυμαγδόν, σε τυχαίους απροετοίμαστους παραλήπτες από αφανείς κωλο στοχαστές. Μονάχα στους τοίχους, με φθηνά σπρέϋ , μπορείς να βασιστείς ότι θα δεις δυο λόγια που κάποιοι τα απευθύνουν σταθερά και μετά τα υπογράφουνε.
     Ακούγονται παραφουσκωμένες αφηγήσεις με αφορμή τα "γεγονότα". Σε κάθε επανα-διήγηση αλλοιώνεται ένα 10%.  Παρά το κωμικό του πράγματος όλοι επιμένουν να φωνασκούν. Η ένταση της φωνής κρύβει την αμηχανία για τις απανωτές ανακρίβειες. Οι πολίτες παίζουν αυτό το παιχνίδι, σαν παιδιά στον αυλόγυρο, δεκάδες πριμαντόνες σε στενό παλκοσένικο. Έχουν έντρομα μάτια και προκαταλαμβάνουν το “κρίσιμο της περίστασης”. Θαρρείς πως δεν έχουν τη δυνατότητα να αντιληφθούν οτιδήποτε. Τόσο παθιασμένοι δείχνουν. Μα , όχι…. Αρκεί να κτυπήσεις μια γερή φορά παλαμάκια και θα τιναχθούν όλοι. Δεν υπάρχουν μεταξύ τους δραστήριοι, δεσμευμένοι σε στόχους ή θετικώς παθιασμένοι. Είναι δήθεν απασχολημένοι. Ρώτησέ τους : Τι κάνεις ; Δε θα σε κοιτάξουνε στα μάτια. Θα ψελλίσουν κάτι, τρέχω, οκ, κομπλέ, την παλεύω, αλλά δε θα σε κοιτάξουν.
   Κάστες. Ω, υπάρχει μια κάποια οργάνωση, ναι. Σε κάστες.  Ευλογημένοι κάνουν παρέα με τους ευλογημένους. Ξένοι με ξένους. Τρύπιοι με τους τρύπιους. Παρίες μονάχα με παρίες. Ανέραστοι με ανέραστους και , εκεί καταντήσαμε… οι ξερακιανοί με τους ξερακιανούς και οι ευτραφείς με τους ευτραφείς. Δεν δοκιμάζει κανείς τίποτα, δεν εκτίθεται κανένας, κάθε υπέρβαση είναι ένας εχθρός της αναισθησίας. Ελλοχεύει αντιθέτως θυμός. Ω, πόσος θυμός ελλοχεύει… Αρκεί να κάνεις πως εισβάλεις στον προσωπικό τους χώρο και θα δεις την αντίδραση, δυσανάλογη της εκάστοτε αφορμής. Ηρεμιστικά και κοκτέϊλ. Μια γενικευμένη ηθική χαλαρότητα προστίθεται στις εκπνοές από το αλκοόλ. Πρωί, πρωί.
   Όλοι περπατούν νευρικά, γρήγορα, με το κεφάλι κάτω. Για να μη σκοντάψουν. Και επειδή κρυφοκοιτούν την οθόνη.  Δυό εκατομμύρια κόσμος με δυόμισι εκατομμύρια κινητά. Επι…κοινωνούν. Εγώ νομίζω ότι επι..καλύπτονται. Σώμα και αίμα πληροφορίας, ο κάθε δούλος βαφτισμένος  Χριστόδουλος , ανοίγει το στόμα και καταπίνει με βουλιμία. Το κουταλάκι σε pixels. Ένας αγγελιοφόρος του μεγάλου αδελφού στην παλάμη κάθε πρώην παιδιού που δύναται τώρα να κρατήσει στο αριστερό του χέρι κάτι. Με το δεξί μένει να διεκπεραιώσει τα υπόλοιπα. Να συντάξει sms, να ρίξει στον ζητιάνο κέρματα, να διεγείρει τον εραστή του ή να τραβήξει μαλακία, να ψηφίσει ή να μουτζώσει , να πουληθεί ή να πουλήσει. Με το δεξί χέρι απόμεινε ο πολίτης της πόλης μου.
   Τα σμάρια στις στάσεις ; Μονάδες. Καθένας με ένα άμεσο σχέδιο και ένα τουλάχιστον plan b. Η βοή και η μανία του Γουίλιαμ Φώκνερ έχει εγκατασταθεί εδώ. Μανία, δεν είναι υπερβολικός ο όρος. Μια μανία να προβλέψουν καλύτερα εκείνο το απροσδόκητο που θα συμβεί ενώ όλα είναι στην εντέλεια στρωμένα. Βουβαμάρα… στις στάσεις, στα ασανσέρ, στις ουρές, βουβαμάρα… Δεε μιλούν. Δεν έχουν να μοιραστούν τίποτα.
   Κι όμως η πόλη, ως σύνολο, έχει ήχο… Εκείνη την απόκοσμη βοή. Θα την ακούσεις εάν τη φιλτράρεις μέσα από κουφώματα νέας μόνωσης, μπαίνει φιλτραρισμένη αρκετά για να καταλήξει ανώνυμη. Θόρυβος.   
    Είναι και οι εκατοντάδες επαρχιώτες ! Εκείνοι που καταφτάνουν να καταγράψουν την αποφορά. Έρχονται και ξανάρχονται. Τους διεγείρει η κενότητα, επειδή,  είναι η ψηλότερη και καλύτερα κτισμένη που έχουν ποτέ δει. Θα την βάλουν σε σακούλες από ιλουστρασιόν χαρτόνι , από εκείνες τις σακούλες που μονάχα οι φίρμες τυπώνουν και θα φορτωθούν για να  μεταφέρουν όση πιο πολύ μπορούν πίσω στο χωριό τους, εκεί που η μανία της αγχώδους κατανάλωσης, σε δύο μέρες θα ψοφήσει. Μια ιδέα ήταν, θα πουν. Είχαμε βρακιά κι εδώ ! Η κενότητα δεν αντέχει στους τόπους που οι άνθρωποι έχουν μικρά ονόματα κοινοποιημένα. Είναι σαν τα ηλιοτρόπαια που τα βάζεις σε ποτηράκι. Είναι σαν τα τριαντάφυλλα του ψυγείου, όταν Εκείνη που περιμένεις αργήσει.
     Και αυτός καθαυτός ο έρωτας ; Ένα ψαλίδι. Ένα σωτήριο ψαλίδι στα χέρια ξαπλωμένων που κάποιοι τους τυλίγουν σε σάκους νεκροτομείου, γράφοντας με μαρκαδοράκι τη λανθασμένη διάγνωση ενός ξαφνικού θανάτου.  Λιπόθυμοι ακούν το φερμουάρ που ανεβαίνει. Αναστάσεις, σοβαρά τώρα, δεν υπάρχουν. Χρειάζεται ο καθένας από ένα ψαλίδι. Κάπως να ξαναβγεί. Και έτσι, ο έρωτας γίνεται από φυσιολογικότητα, "Η ανάσταση" , η απόδραση , το νέο εμβόλιο, μια επένδυση, η ασπίδα για κάθε απειλή.  Και τον παραφορτώνουν. Και τον ακούν που αγκομαχά αλλά συνεχίζουν. Και του κόβεται η ανάσα. Και πολύ σύντομα γίνεται το γαίδουράκι του Χότζα. Ο καημένος ο έρωτας… δεν είναι φτιαγμένος για όπλο.
     Οι δρόμοι της πόλης μου δεν είναι εντελώς αδιάφοροι…συχνάκις πυροδοτούν αργούς σφυγμούς και διεγείρουν ημιθανείς συνειδήσεις. Το βράδυ, όταν το φθηνιάρικο χύμα κρασί γεμίζει τα Jambo ποτηράκια των 90 cents στις μπάρες, μια απίστευτη ποσότητα επίγνωσης ξεχύνεται από τα στόματα και χρωματίζει τα λερά σεντόνια. Οι κατατονικοί μετατρέπονται σε ποιητές και οι κατατρεγμένοι σε ντίβες. Οι κάστες μολύνονται με απρόσκλητες προσελεύσεις και η συνοχή πηγαίνει περίπατο. Άγρια ομορφιά εγκαθίσταται μπροστά σε εμβρόντητα μάτια και στα αυτιά αρχίζουν να φτάνουν ψίθυροι αυτογνωσίας. 
     Και τότε, παρόλο το ημίφως και τη παραζάλη, διακρίνεις την ελπίδα.

wrong password...

 Μπήκε το 20, γυρνούσε δεκαετία. Χαρτί :

  Πάνω πάνω έγραψα : θέλω φέτος τον παράδεισο. Όποιο κι αν είναι το τίμημα. Πρέπει να πέσω από ένα μπαλκόνι για να γίνω ήρωας ; Κάποιου ήρωας δε θα γίνω ; Ένας συμβολισμός για τους μυριάδες συναισθηματικώς παρίες ; Πρέπει να μετακομίσω ; Υπάρχει τόπος που να διευκο..λύνει τα χέρια ; Γιατί δουλευταράς στις σχέσεις είμαι. Πού, να εγκατασταθώ τέλος πάντων, για να ενταχθώ σε περιβάλλον που δεν αποψιλώνει τους ανθρώπους του ;

   Ο μεγάλος αδελφός της ευρυζωνικής παγκόσμιας κοινότητας ανταποκρίθηκε :
   wrong password..σφάλμα 17.. έχεις δυσλειτουργικό λογισμικό.. μη αποδεκτός σε όλα τα περιβάλλοντα ΚΠΚ (καθεστώς προστασίας από κακόβουλες εισβολές) .  Έχεις ακόμα 2 προσπάθειες ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΜΗΛΩΣΗΣ .

  Έσκισα και τσαλάκωσα τη σελίδα δυσαρεστημένος .

  Πάνω πάνω τώρα έγραψα : πέταξέ τα όλα , αφού σε ρίχνουν, δεν αξίζουν δυό παράδες. Μπορείς να συντάξεις μερικές ετυμηγορίες, να τις αρχειοθετήσεις στον μηχανισμό σου εσωτερικών υποθέσεων και να κλείσεις τους φακέλλους. Πέταξε τις ανεπαρκείς φιλίες, πέταξε το περιβάλλον σου, απόρριψε ακόμα και τις επιρροές τους στο καλάθι των αχρήστων σου. Καθώς οι ενοχλητικώς ανεπαρκείς θα σωριάζονται στην εκτίμησή σου, εσύ θα μπορείς να συλλέξεις υλικά από τόσα συντρίμμια και να στήσεις έναν ευρύτερο συναισθηματικώς προσωπικό χώρο. Ίσως να κερδίσεις και αρκετό χρόνο. Ε ; win win  

  Ο μεγάλος αδελφός απάντησε :
  wrong password .. σφάλμα 231 .. κάδος ήδη γεμάτος .. Θέλετε να διαγράψετε οριστικά όλους αυτούς ; Κατόπιν δε θα έχετε πρόσβαση ή δυνατότητα ανάκλησης σχέσεων. Έχεις ακόμα 1 προσπάθεια ΠΕΡΙΚΛΗΣ ΜΗΛΩΣΗΣ .

   Έσκισα και τσαλάκωσα τη σελίδα φουρτουνιασμένος. Ολοφάνερα λάθος επιλογή γαμώτο.
Τι μαλακίες κάνω ;
   Πήρα άλλο χαρτί.
 
   Πάνω πάνω τώρα έγραψα, η σωστή κοστολόγησή σου ! Τι αξίζεις ρε μαλάκα ; Πέντε ή εφτά παράδες ; Εαν δε καταλήξεις ... μια σειρά από αποτιμήσεις για ό,τι σου έτυχε θα είναι αίολες. Σκέψου , σκέψου και ρίξε μέσα στο σέϊκερ το απόσταγμα, βάλε λίγο Καμύ, λίγο Σάρτρ και λίγο Μπέκετ , βάλε πάγο να καταλαγιάσουν τα φουντώματα, πέρασέ το από ένα κόσκινο να κατακρατήσει τις προσωπικές πικρίες και χτίσε το όνειρό σου με τα σωστά υλικά. Μετά, άφησέ το να κρυώσει, σέρβιρέ το σε ολοκάθερο διάφανο ποτήρι και ξεκίνα να πίνεις μέρα τη μέρα, με την πρώτη πρωϊνή σκέψη οδηγό.  Αποκλείεται να πας χαμένος !

  Ο μεγάλος αδελδός απάντησε :
  correct password.