Τρίτη, Δεκεμβρίου 30

dear Santa


 - dear Santa .Άκουσε να δεις. Άμα είναι να λέμε μεταξύ μας μαλακίες να κάτσουμε να δούμε τηλεόραση που έχει και ένα κάρο εξελίξεις. Θέλω να μου πεις εξαρχής αν έχω πράγματι δικαίωμα να ζητήσω ό,τι θέλω. Έχω ;
            - Έχεις.  Τι δουλειά κάνουμε ;  Έχεις και παράχεις.
 - Μια χαρά. Το λοιπόν . Πέσε και γράφε :
        Για τη μάνα μου θα φέρεις έναν ακόμη γιό. Όπως τον θέλει. Στρέϊτ και Καρατζαφερικό. Να παντρευτεί στην ηλικία που απέτυχε εκείνη να απαυτωθεί, να της κάνει ένα τσούρμο εγγόνια και να της τα παραδώσει, εν λευκώ, εκείνη να τα διαμορφώσει, αυτός να της τηλεφωνάει κάθε μέρα και να την ακούει με τις ώρες χωρίς να της απαντάει, και με γλυκύτητα δώδεκα μήνες τη χρονιά να της χαμογελάει. Κατανοητόν ; Εγώ θα την αφήνω να μου λέει πως δεν είμαι σαν και εκείνον, αλλά ένα κακέκτυπο, του πατέρα μου ατόφιος γιός και θα τελειώσει το πανηγύρι. Αυτό το λέμε εμείς μετάθεση ευθυνών αλλά εσύ γράψτο ως το δώρο για τη μάνα του.
     Για τον πατέρα μου θα φέρεις ένα εληξίριο νιότης. Να συνεχίσει να πιστεύει ότι οδηγάει και γαμάει σαν σαρραντάρης μέχρι τα ογδόντα. Τα υπόλοιπα θα τα αναλάβει η εφηβική του μενταλιτέ. Θα ξεχάσει ότι υπάρχω. Αυτό το λέμε εμείς αποποίηση κληρονομιάς κάθε είδους αλλά εσύ γράψτο δώρο για το μπαμπάκα του.
     Στην αδελφή μου, που έπρεπε να γεννηθεί με αρχίδια, να της φέρεις φράγκα. Βαλίτσες με φράγκα. Να είναι πάνω στο άλογο κι ας φαίνεται παράλογο. Όσο αυτή καταναλώνει και επιδεικνύει τα αποκτήματά της στους γονείς μου εγώ θα είμαι ήρεμος να πίνω ρούμια στη σκιά. Θα βρεί έναν Λαλάκη να της φτιάχνει φραπεδάκι κι όλοι θα είναι ήρεμοι για πάντα. Αυτό εμείς το λέμε άρνηση συγγένειας αλλά εσύ γράψτο το δώρο για τη Sis του.
   Στη θεία Μελπομένη που τον έστειλε από τα πενήντα τον Χαρίλαο να της στείλλεις την ίδια αρρώστεια να μας αφήσει χώρο ... Τι, δε μπορώ να ζητήσω δικαιοσύνη ; Να περιμένω πόσα ακόμη Χριστουγεννιάτικα δείπνα θα μας γαμήσει η καργιόλα ; Όχι.
   Εμένα. Εμένα, κάτσε να σκεφτώ, εμένα μη μου φέρεις φέτο τίποτα. Δε θέλω να έχω οποιαδήποτε επαφή, ευγνωμοσύνη ή υποχρέωση στην αφεντιά σου. Είναι καιρός που προσπαθώ να απολαμβάνω μόνο ό,τι προετοιμάζω με τα χέρια και το μυαλό μου. Θα επιμείνω. Δε θέλω δώρο. Και ξέρεις κάτι ; Πάνω εκεί στη σοφίτα, έχω όλα τα ζεύγη πυτζάμες που μου χάρισες τα τελευταία είκοσι χρόνια. Να τα πάρεις και να τα δώσεις σε ένα ίδρυμα. Γιατί , τολμάω τώρα να στω πω, εγώ κοιμάμαι με τα τέτοια μου έξω.
   Τσιγκλ μπελ, κάνουν όταν γυρίζω πλευρό. Τσιγκλ μπελ.

   Τα 'πα και ξέσπασα. Αμέ...


Δευτέρα, Δεκεμβρίου 29

Η μεγάλη πλεγκτάνη

  -   Μπαμπά είμαι ενήλικη πιά. Ψηφίζω .. 

   Φαινάκη η καργιόλα η ενηλικίωση. Ποιός να ήταν ο πρώτος που τα όρισε αυτά ; Θέλω να πω, ποιός όρισε τα δεκαοχτώ ; Το μυαλό σου πήζει λέει. Οι ορμόνες σου καταλαγιάζουν λέει. Το φύλο σου κατασταλάζει και το κορμί σου είναι πλέον ατρόμητο. Λέει. Ένα μάτσο βολικές απλουστεύσεις. Μια πόρτα στημένη εκεί, στη μέση του πουθενά, αυθαίρετα, χωρίς κανένα νόημα, και να οδηγούνται όλοι να περάσουν από μέσα. Να πάνε που ; Θέλω να πω...
     Να μπαίνεις φυλακή όταν είσαι τουλάχιστον δεκαοχτώ. Να σε γαμάνε με το νόμο όταν είσαι τουλάχιστον δεκαοχτώ. Να σε ποτίζουν χάπια και ουσίες όταν είσαι τουλάχιστον δεκαοχτώ. Να συμμετέχεις στις εκλογές, να φορολογείσαι και να ξεκινάς να ασφαλίζεσαι, και να σου τρίβουν στη μούρη την υπογραφή σου όταν είσαι τουλάχιστον δεκαοχτώ. Αλλά, να μη σου δίνουν το δικαίωμα της αυτοδιάθεσης. Να μη σου δίνουν το δικαίωμα της χειροδικίας. Να μη σου δίνουν το δικαίωμα της ιδιώτευσης. Να μη σου δίνουν το δικαίωμα της αρνησικυρίας στις αποφάσεις της πλειοψηφίας. Να μη σου δίνουν το δικαίωμα της αμφισβήτησης. Να μη σου δίνουν το δικαίωμα να απαρνηθείς όλα εκείνα που σε μπόλλιασαν μέχρι να γίνεις δεκαοχτώ. Να μη σου δίνουν το δικαίωμα να καθορίσεις το σύστημα. Να είσαι μέσα σε ένα επιτραπέζιο που οι κανόνες είναι σικέ. Φτιαγμένους από τους μέτρ κι εσύ πρωτόβγαλτος και ατζαμής, βορά στις ορέξεις, βορά στο κοκτέϊλ της μαλακίας τους. Στη μεγάλη πλεγκτάνη.
     Τι θα γινόταν αν ορίζαμε το όριο στα εικοσιέξι ; Ξέρετε τι ; Θα είχαμε μια πιο ενσυνείδητη ενήλικη κοινωνία. Θα είχαμε πολύ πιο ήρεμους νέους ανθρώπους μπροστά στις καίριες αποφάσεις τους. Αλλά όχι. Όχι, δε θα δώσουμε ένα τράτο τόσο ευρύχωρο στον καινούργιο για να σκεφτεί τι πρόκειται να κάνει. Θα παίρνουν όλα τα νεαρά μας άτομα το δρομάκι τους από τα τρυφερά τους χρόνια. Είσαι σχεδόν ενήλικος πια, θα ακούνε. Και θα πιέζονται να αποφασίσουν. Από τα δεκαέξι τους επάγγελμα και από τα δεκαοχτώ τους συμμαχίες. Από τα είκοσί τους πολίτευμα. Για να μη πω από πότε θρησκεία και φιλοσοφία ζωής και το όμορο πακέτο τύψεων.
    Δεν είναι λίγο αστείο, οι νόμοι να διατηρούνται δομημένοι πάνω στο ορόσημο των δεκαοχτώ ; Όλο αυτό το πλαίσιο περί ενηλικίωσης έχει καταστρατηγηθεί πλέον. Από την αγορά. Από το παγκόσμιο σύστημα. Θα δουλεύετε ωσπου να γίνετε εξήντα οχτώ, διατάζει το σύστημα. Σπουδάζετε ως τα άντα σας γιατί έτσι κι αλλιώς θα είστε στην αναμονή για μια δουλειά του κώλου. Ζευγαρώστε, ναι, αλλά μη τεκνοποιήσετε αν δεν γίνετε σαρράντα γιατί δυο άνεργοι στο δρόμο δε χρειάζονται ένα νιάνιαρο στην αγκαλιά. Και , ωωω της υποκρισίας το αποκορύφωμα, πάρτε όλα σας τα πολιτικά δικαιώματα στα δεκαοχτώ. Έτσι, για να τα βάλετε στο κώλο σας. Ηττημένοι, ανολοκλήρωτοι, κατατρομαγμένοι, καταραμένοι δεκαοχτάρηδες, ελάτε να ψηφίσετε άκυρα και λευκά με βλαστήμιες πάνω, ελάτε να το γράψετε στους τοίχους. Είστε τώρα έτοιμοι για όλα. Αλλά όχι για όσα ονειρεύεστε. 
     Έρχονται πάλι εκλογές. Και οι δεκαεφτάρηδες μετράνε μέρες για την ενηλικίωση. Για να γίνουν συνένοχοι σε κάτι που είναι τόσο εκτρωματικό ώστε σε πέντε χρόνια θα το μισήσουν. Μπορεί κάποιος να μου θυμίσει τα άκυρα και τα λευκά των 20άρηδων ; Τους μέμφονται. Γιατί ; Γιατί διστάζουν να προσχωρήσουν στη μεγάλη πλεγκτάνη.

Σάββατο, Δεκεμβρίου 27

από μια λάθος στροφή

    Μπαίνοντας με το DCV μου στο δασικό δρομάκι αντιλήφθηκα ότι είχε καιρό να το περπατήσει όχημα. Υπήρχαν δυο ροδιές σκαμένες από καιρό και μετά καλυμμένες με χόρτα. Ανάμεσά τους εκείνη η καμπούρα του εδάφους με την άναρχη βλάστηση. Κάτω από το μικρό αυτοκίνητο οι γρατζουνιές ακούγονταν αποτρόπαιες και από στιγμή σε στιγμή φοβόμουν ότι κάποιο φυτό θα εισβάλλει στην καμπίνα, ανάμεσα στα πόδια μου. Το πράγμα μάλιστα χειροτέρευε όσο ανέβαινα προς το πλάτωμα με τις καλύβες. Δεν ταράχτηκα, γιατί έβλεπα αυξανόμενα σημάδια ζωής. ΄Ωσπου σε μια στροφή που ο ήλιος έκοβε το δάσος φέτες φέτες ήρθανε παιδιά και σκυλιά να με προϋπαντήσουν !
   Έκοψα ταχύτητα και κατέβασα το παράθυρο. Ο λεβιές γύριζε σκληρά τσιρίζοντας γεράματα. Από τα παιδιά με πλησίασε πρώτο ένα αγόρι με ατημέλητες μπούκλες και κατακόκκινα από ιδρώτα μάγουλα.     - Θέλετε να έλθετε στο χωριό μας ;  έκανε λαχανιασμένα .
- Θα το ήθελα αν είναι το Ερημοχώρι, απάντησα. Έχω να καταγράψω μια περιουσία, εεεμ, ένα αγροτεμάχιο για να καταλάβεις, συμπλήρωσα.
    - Ξέρω τι είναι περιουσία, είπε το αγόρι. Το Ερημοχώρι είναι κάτω στο λαγκάδι, το χάσατε. Το δικό μας το χωριό είναι λίγο παραπάνω, στην κορφή. Θα δείτε την ταμπέλλα στο ίσιωμα. Τώρα που ήρθατε να κάτσετε λίγο. Δεν έχουμε πολλούς μουσαφιραίους, και οι μαμάδες γίνονται χαρούμενες όταν έρχεται κάποιος. Μας αφήνουν να παίξουμε μέχρι τις νύχτες.
- Αν είναι να σας φτιάξω τη διάθεση, θα έλθω. Και πως λέγεται το χωριό σας ;
   - Ακμαιούπολη.
   Γέλασα. Με δουλεύει το νιάνιαρο, είπα μέσα μου. Έπιασα τι τιμόνι να γυρίσω πίσω, έκανα μια δεύτερη σκέψη και τους έκανα νόημα να κάνουνε στην άκρη. Θα πήγαινα να δω !
   Το Citroen γκάριξε όσο πιο παράφωνα μπορούσε, πάντα έκανε τα αδύνατα δυνατά να με κάνει ρεζίλι. Για να δώσω μια νότα διακωμώδησης πάτησα τα κλάξον, δυό φορές, πράγμα που προκάλεσε μια συναυλία των μαντρόσκυλων σε ακτίνα χιλιομέτρου. Τώρα, όλοι ήξεραν ότι κάποιος έρχεται.
  Την ταμπέλα... εκείνη τη στιγμή την προσπέρασα μηχανικά, αλλά νομίζω ότι έγραφε ακριβώς αυτό που είπε το νιάνιαρο. Ακμαιούπολη. Θεώρησα ότι ήταν αυθεπιβολή. Δε πρόλαβα να σκεφτώ άλλα, γιατί φάνηκε η πλατεία με τους πλάτανους και αποφάσισα να αφήσω τη σακαράκα στην άκρη.
  Στον καφενέ συστήθηκα ως τοπογράφος που έχασε το δρόμο του και αυτό προκάλεσε μια γενική θυμηδία. Το αντιπαρήλθα με σοφιστικέ εξομολογήσεις, είπα ότι αφήνω γενικώς μερικές φορές τα πράγματα να με πάνε εκείνα κι όχι εγώ. Δεν είδα ούτε έναν να το τρώει. Ίσως να έφταιγε το ντύσιμο που ήταν επιμελημένα ατημέλητο αντί για ατημέλητα επιμελημένο. Με κέρασαν αμέσως. Πήρα χυμό προκαλώντας δεύτερο γύρο θυμηδίας. Ύστερα άφησα να μιλήσουν οι ντόπιοι. Το αφήγημά τους θα το θυμάμαι σε όλη μου τη ζωή. Το θέμα είναι αν θα αλλάξει στο ελάχιστο τον τρόπο που βλέπω τα πράγματα.
   Πρώτος μίλησε ο πρόεδρος της Ακμαιούπολης. Είχε αλλάξει το όνομά του από Θεολόγος σε Χάρης ( Θεοχάρης ). Μου εξήγησε ότι εδώ, όσοι αποφασίζουν να μείνουν αλλάζουν συμβολικά τα ονόματά τους. Η αναφορά στο Θεό γενικώς με την επίκλησή του, τις παρακλήσεις και τις συχνές δοξολογίες έχει θεωρηθεί παρωχημένη και έχει αντικατασταθεί με την εφαρμογή στην πράξη όλων ταν χαρισμάτων που Εκείνος εμφύσησε στον άνθρωπο και την πλάση. Αντί εκκλησιασμού λοιπόν τις Κυριακές η κοινότητα συγκεντρώνεται και προχωρά ένα πλάνο εθελοντικής εργασίας αναβαθμίζοντας όσα θεωρούνται κοινόχρηστος χώρος, με οξυμένα λειτουργικά και αισθητικά κριτήρια. Υπεύθυνος είναι ο εκάστοτε πρόεδρος του οποίου η θητεία λήγει όταν το αποφασίσει η τριμηνιαία συνέλευση.
   Αμέσως μετά μιλήσανε οι εκπαιδευτικοί. Ο Αναστάσης, η Χαρίλκεια και η Λεμονιά. Μου εξήγησαν ότι διδάσκουν κατά κάποιο τρόπο μόνον ιστορία ! Επιλέγουν οράματα ανθρώπων όπως ο Αϊνστάϊν ή ο Μικελάντζελο και παρακολουθούν τις επιπτώσεις που είχε η ζωή τους στις κοινωνίες. Όταν τα παιδιά γίνουν έφηβοι επιλέγουν και απαιτούν να εξειδικευτούν σε ό,τι τους κεντρίζει και οι καθηγητές τους ετοιμάζουν με αποκλειστικά μαθήματα για να τους παραπέμψουν στην ανώτατη εκπαίδευση, θεωρητική ή τεχνική. Έτσι έχουν καταφέρει να γεμίσουν τον τόπο γεωπόνους, καθηγητές και μηχανικούς που αγαπούν τον εαυτό τους και η λάμψη τούτη διαχέεται και επιστρέφει ως επιβράβευση στην τοπική κοινωνία.
    Μετά μιλήσανε οι παπούδες. Οι παπούδες είπανε τα δικά τους, τα στομφώδη και μειλίχια και ας πούμε ελαφρώς διδαχτικά. Κανένας δεν έδειχνε να τους μέμφεται και κανένας να τους παρακολουθεί με δέος. Ήτανε μια ομήγυρη που απλά άφηνε τους ηλικιωμένους να συντηρούν ένα συννεφάκι με αναμνήσεις για να μαλακώνουν την συντριβή τους από τη φθορά. Τα πειράγματα έδιναν και έπαιρναν και γίνονταν με ωραίο τρόπο. Το μόνο που τους έλεγαν ήταν να τελειώνουν γιατί περιμένουν να μιλήσουν τα παιδιά. Και οι παπούδες πάντοτε το καταλάβαιναν αυτό, χωρίς καμιά εξαίρεση.
    Τα παιδιά δε μίλησαν καθόλου ! Με αρπάξανε από το χέρι και με ξεναγήσανε. Μου έδειξαν τις παιδικές χαρές τους, όχι τις κατασκευές αλλά τους τόπους. Δεν υπήρχανε καθορισμένοι τόποι για να παίξεις, μου 'λεγαν. Υπήρχανε μονάχα όλα τα υλικά. Τα ζώα, τα δέντρα και τα καθαρά νερά. Και το σχολειό τους ήτανε ενταγμένο μες τη φύση. Φτιαγμένο με τα ίδια υλικά και γιομάτο παραθύρια.
    Έφυγα από την Ακμαιούπολη να μη με πάρει η νύχτα. Είχα να μετρήσω το οικόπεδο στο Ερημοχώρι. Την περιουσία. Ξέρουμε τι σημαίνει περιουσία, είχε πει ο μπόμπιρας... Και τα μάτια του έλαμπαν ίσως γιατί ολάκερο το πρόσωπό του ήταν ένας χάρτης από χρώματα και ιδρώτα.


"ο προορισμός δεν είναι ποτέ ένας τόπος, είναι ένας άλλος τρόπος για να βλέπουμε τα πράγματα " Arthur Miller

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 24

αξέχαστα Χ - μας , και Χ- σας να μη πω...

  Εκείνη τη στιγμή έπεσε από την καμινάδα ο χοντρός. Δεν ήταν και η πιο κατάλληλη γιατί ψήφιζαν για Greek Democracy President - Grexit - World War III - Nuclear Disuster, οπότε του έκανα νόημα να περιμένει, του (2) μίνιτς. Άφτερ Λάστ Βόουτ έτρεξα να δω το μπάχαλο που δημιούργησε. Πάνω στης Μιραράκαινας μα το Χριστό σου λέω, ( με το συμπάθειο ρε βρέφος ), να έχει προσγειωθεί η Χισορίμα σε στάχτες. Ο χοντρός με στένωση μεσοσπονδύλιου να είναι έτοιμος να κλάψει στον ώμο μου, εμένα ο ώμος βγαλμένος για να περάσει το ( φυσικό ) δέντρο που ήθελε η Ανθούλα φέτος και η Σία να κάνει post game resume. Δεν εκλέξαμε πρόεδρο ούτε με την τρίτη κυρίες και κύριοι. Απομένουν εννενήντα εφτά ( 97 ) ψηφοφορίες με τον πρόεδρο να ορίζει την τέταρτη ( 4η ) σε πέντε ολοκληρωμένς ημερολογιακές ημέρες. Πίστευα ότι οι μέρες ολοκληρώνουν πάντα, χύσουν δε χύσουν, δεν το περίμενα αυτό να το ακούσω από τον Greek Parliament President ενώ ευχαρίστως θα το αποδεχόμουν αν το έλεγε ο Χ-Ασκητής.  Χ-μας και τα μυαλά στα κάγκελα, Ανθούλα φέρε δυό σουβέρ γιατί είμαστε παρέα. Ο χοντρός με την επιδέξια υποστήριξή μου να έχει καθίσει σ ( όλον ) τον καναπέ, πάνω από το χρυσό ριχτάρι, και να ζητάει κάτιτίς να πιεί. Στην οθόνη ο Σόϊμπλε με απειλητικές δηλώσεις ότι το σύστημα είναι τώρα έτοιμο κάτι να πιεί, το αίμα επί παραδείγματι και μάλιστα επί παραδείγματι για να μην ανοίξει η όρεξη στο Μιλάνο. Εγώ που καταλαβαίνω, δεν είμαι κανας βλάκας να έχω μια χαρμολύπη γιατί χθες βράδυ που σήκωσα το κρεβάτι μας για να βρω ένα εικοσάευρω βρήκα ένα φάκελλο με τα χαμένα εκατόν εβδομήντα έξι χιλιάρικα της μακαρίτισσας που τα 'χε χώσει στο στρώμα, όλα σε κολλαριστές και υπέροχα πακεταρισμένες δέσμες χιλιόδραχμων, μάλιστα, η δε Ανθούλα που επέμεινε να μην πετάξω το κρεβάτι της μάνας της ακόμα να πλάθει κουλουράκια με τα δυό χεράκια στην κουζίνα ολοταχώς. Ολοταχώς να πλάθει η Ανθούλα, ολοταχώς να πίνει ο χοντρός και δώρο να μη βγάζει να δώσει, κι εγώ ολοταχώς να μεγαλώνω τον ορίζοντα των σχεδίων μου για το υπόλοιπο της ( εργένικης ) ζωής μου, γιατί άμα έχεις τόσα φράγκα, το στεφάνι ( σου ) το καταθέτεις στον άγνωστο πατριώτη και δε το χάνεις άλλη φορά το κορμί, ούτε μιας τουρίστριας από τη Σλοβακία. Και τότε ...κρααααααακ.
    Έχουμε , λέει η Σία Καδρόνη , τον κο Λαφαζάνη στον αέρα. Κε λαφαζάνη σας ακούμε , λέει η Σία και ο ατσαλάκωτος την πετάει.  Πάρθηκε οριστική απόφαση, και πρέπει να το μοιραστούμε αυτό με τον ελληνικό λαό, πάρθηκε παρά τις παρορμήσεις μου, οριστική απόφαση να παραμείνουμε πάσει θυσία στο κοινό νόμισμα, κάνοντας όσες και όποιες θυσίες αυτό θα απαιτήσει.
   ______________________________________________________________________
   Αυτή η γραμμή είναι οι κτύποι της καρδιάς μου για έξι λεπτά. Με το που επανέρχομαι από τη ζώνη του λυκόφωτος γυρίζω και δε βλέπω το χοντρό. Τρέχω στη κουζίνα και είναι καμμένα τα μπισκότα και ένας κόκκινος σκούφος πάνω στον πάγκο. Γυρίζω τρέχω στις σκάλες και βλέπω στάχτες όλα μου τα όνειρα και κάλτσες και κόκκινα εσώβρακα ριγμένα σκαλί σκαλί, καλέ μου θα τα ανεβώ. Και καθώς φτάνω στην πόρτα της κρεβατοκάμαρης Β' της μεζονέτας που ήθελε η Ανθούλα, ακούω τα πυροτεχνήματα, μετά μου έρχεται νταμπλάς, μετά μου έρχεται ο χοντρός και μου ρίχνει χαστούκια, εγώ μάλλον από εγκεφαλικό δε μπορώ να ρίξω μπουνιά στη μούρη του τσίτσιδου, μέχρις ότου με σηκώσουν σαν τον Μάρκους Μπέρκ τέσσερις σε κόκκινο ( νομίζω ) φορείο και με χώσουν στο άσπρο και κόκκινο ( νομίζω ) ασθενοφόρο. Το τελευταίο που θυμάμαι είναι το κόκκινο ( νομίζω ) φως να γυρίζει γύρω γύρω όλοι.
    Το μόνο που θυμάμαι.

εντός παρενθέσεως

   Μάστορας ψεύτης, έρωτας κλέφτης . Στις παρενθέσεις βρες μου δυό θέσεις. Μια να καθήσω, για να μεθύσω. Μια να σου δώσω και να ενδώσω. Κι ο χρόνος ρέκτης, άψογος παίκτης. Θα μας διαλύσει μόλις μιλήσει .

  Τα πράγματα είναι απλά, Περικλή, μου 'πε .

  Πέσανε οι μάσκες. Μόλις ζορίζουνε τα πράγματα λακίζει ένας από τους δυό οπότε η παρτίδα χωλαίνει. Εσύ απλώνεις στρατιώτες εγώ είμαι στα άλογα και τα ρολόγια μετράνε σα διαολεμένα.

  Τα πράγματα είναι απλά, Περικλή, μου 'πε.

  Είσαι διαθέσιμος, εντός παρενθέσεως. Είσαι υπέροχος, εντός παρενθέσεως. Είσαι λύση, εντός παρενθέσεως. Είσαι εργαλείο, εντός παρενθέσεως. Είσαι θύελλα, εντός παρενθέσεως. Είσαι σελήνη, εντός παρενθέσεως. Είσαι αρχίδι, εντός παρενθέσεως. Είσαι νεκρός εντός . Όχι παρενθέσεως . 

Το χώμα μας άρχισε να χορταριάζει. Τελείωσε η τελετή. Η πλάκα έγραψε Περικλής ( 2012-2014 ) .

  - Λοιπόν, λιγότερα εντός παρενθέσεως φέτος. Μπαίνει το 2015 . Πέταξε τα λουλούδια στο μνήμα και ξαναφόρεσε τις γόβες. Τα σκαλιά ήταν φρεσκοπλυμμένα. Και τα σκυλιά φρεσκοδεμένα.

Όπου δείς τρανή γιορτή, κράτα και μικρή ευχή

 Παγκόσμια ημέρα κατανόησης αύριο. Αφού λοιπόν έγινε σύμβολο ο εσταυρωμένος, και τον παραλάβαμε όλοι και τον κουβαλάμε ως τέτοιο, καλά είναι να μετράμε τίμια τον σταυρό μας και ακόμα έναν. Αυτό σημαίνει τίμιο ξύλο... υποθέτω. Όχι το ξύλο που ρίχνουμε στον πλησίον μας.

  Τι σκέφτεσαι ;  Πάλι τον δικό σου, ε ;  Κι εγώ ρε γαμώτο, κι εγώ. Κι ΕΓΩ  !

  Ο δικός μας ο σταυρός,  είναι αυτό που σκεφτόμαστε μέρα νύχτα. Και πολλές φορές δεν βγαίνει και τίποτα από όλη αυτή την φαιά ουσία. Να σκεφτούμε άλλον έναν.
        Τον σταυρό εκείνου που μας έκανε έξαλλους την τελευταία φορά. Που τον έχουμε και πρόσφατο. Τον σταυρό εκείνου που του κοντράραμε σα λυσασμένοι. Εκείνου που τον θεωρήσαμε ένα βράχο και τον εκδικηθήκαμε με το Ν και με το Σ.
    Ο δικός μας ο σταυρός είναι με "σ" μικρό. Αν σκεφτείς πόσα μέτρα γης πιάνουμε ξάπλα. Με μεγάλο "Σ" είναι των κατατρεγμένων, που 'ναι και μιλλιούνια στον ντουνιά. Και ας μη γελιόμαστε, όσα κάναμε για τον πλανήτη πέρυσι, τόσα θα κάνουμε και φέτος, ε ; Οπότε αντί να κάνεις μια ευχή θεόρατη, ειρήνη στον κόσμο κι άμα είναι πόλεμος μακριά απ' τον κώλο μου, κάνε μια πράξη, αντί να ξεστομίσεις ένα θεόρατο κλισέ και να καθαρίσεις, κάνε μια ρημαδιασμένη πράξη, πλησίασε λίγο νοερά εκείνους που τους σφάζεις με το πούπουλο την κάθε μία μέρα. Που τους ξύνεις την πληγή θελημένα ή άθελά σου μέρα νύχτα.
   Και δώστους ένα πεντάλεπτο σκέψης . Να εγώ τελειώνω εδώ να μη χώνομαι.

. _

Κυριακή, Δεκεμβρίου 21

Το φως στο μέσα μέρος

   Είχαμε τεντώσει μια μάλλινη κουβέρτα που μετά βίας έφτανε να μας καλύψει, δυό κορμιά. Σαν σκηνή. Μέσα στο μοσχοβόλλο σκοτάδι έσκαγαν πυγολαμπίδες,αυτές του στατικού ηλεκτρισμού και ήταν μούρλια. Εγώ μετρούσα σπίθες. Μια, δυο και δεκαδυό και ήμουνα κομπλέ. Για μια στιγμή το πήρα για ευτυχία. Θέλω να πω ούτε μου περνούσε απ΄το μυαλό ότι είμασταν κουβάρι οκλαδόν με χώρο όλο κι όλο ένα μέτρο. Εκείνη το πήρε για παιχνίδι. Άρχισε να κινείται άναρχα και να τρίβει το υφαντό για να προκαλέσει φλογίτσες. Η κουβέρτα ανασηκώνονταν κι εγώ τρελαινόμουνα γιατί η δουλειά μου ήταν να την κρατάω στο έδαφος. Τη κουβέρτα, λέω. Γελούσε με όρεξη η Ερατώ και ολοένα χαλούσε το αντίσκηνό μας. Και να 'σου εγώ να την τραβώ να την κρατώ και να την συγκρατώ να μείνει εκεί στη θέση. Την κουβέρτα , λέω...
  Τότε εγώ της είπα. Σταμάτα να κουνιέσαι, γιατί θα μας πάρει ο αέρας την καλύβα. Την κουβέρτα, είπε αυτή κι έμεινε ξέπνοη για λίγο, σαν να πήρε σοβαρά την απειλή. Μετά, απλώς γύρισε και μου είπε : Άκου, άκου δικέ μου... Η δική σου μεγάλη ιδέα είναι η καλύβα. Η δική μου είναι απλά το φως στο μέσα μέρος. Η δική σου εμμονή είναι εσχάτως να με κρατήσεις εδώ μέσα ώσπου να σκάσω. Ω, πόσο θα σε βόλευε να είμαι ένα ταίρι στο σκοτάδι σου. Δε θα σου κάνω το χατήρι, να με συμπαθάς. Εγώ είμαι με τη φωτιά. Εγώ είμαι με τις σπίθες. Εγώ είμαι ένα τσακμάκι καυλωμένο για ζωή. Να κάτσεις μοναχός σου εδώ μέσα. Ή να βγείς. Αλλά όχι έτσι.
    Άνοιξε τα χέρια και γύρισε όλο το ντουνιά. Γιατί είχε χέρια υπέροχα. Οι σπίθες χόρευαν τρελά ακολουθώντας τη χαρά της. Στην αρχή σαν ένα πυροτέχνημα, μετά σαν ένα καλλιτέχνημα, το φώς στο μέσα μέρος πήρε τη μορφή γυναίκας που πετάει. Σα πεταλούδα, ακόμα πιο τρελό, σα μια νεράϊδα κι ακόμα πιο τρελό σα μια ελεύθερη γυναίκα. Ένα ολόγραμμα χαράς. Μα το θεό...Η κουβέρτα, λέω.
   Έμεινα με το στόμα ανοιχτό. Τότες κατάλαβα ότι είναι αδύνατον εκείνη που θαυμάζεις να τηνε χώσεις κάτω από μια μάλλινη κουβέρτα, ίσα για να μη κρυώνεις εσύ. Και άφησα το μάλλινο να το πάρει η ευχή. Την άφησα να φύγει. Έπρεπε να την αφήσω να φύγει. Γιατί ... έτσι. Να πάρει η ευχή !
   Είμαι σίγουρος θα τηνε δω στον ύπνο μου απόψε. Δε θα χορεύει, ίσως θα κλαίει. Ίσως να σφίγγει τον εαυτό της με τα χέρια της με λύσσα και να τρέμει σύγκορμη. Θα την αφήσω εκεί, στο όνειρό μου, εχμ... στο όνειρό της, χωρίς κουβέρτα. Και θα τη δω στον ύπνο μου και αύριο. Και πάλι ίσως εκείνη να κρυώνει. Αλλά κουβέρτα δε θα πιάσω για να φτιάξω αντίσκηνο ξανά. Και θα τη δω μεθαύριο ολότελα γυμνή το κρύο να αψηφά και να χορεύει. Με ένα φως στο μέσα μέρος του κορμιού της. Ολόγιομο. Γιατί το έχω ξαναδεί. Το έχω ξαναδεί όταν την γνώρισα και ήταν εκθαμβωτικό. Και το ΄κανα εγώ να τρεμοπαίζει. Εγώ. Ο λίγος. Θα τηνε δω ξανά, ξανά, ολοένα και πιο φωτεινή από μέσα, θα το αντέχω ώσπου να γίνει εκείνη αστέρι.
    Και κάποτες θα πάψω να τη βλέπω. Τότες εκείνη θα είναι έτοιμη. Κι εγώ ένας άντρας. Με σπίθα.
    Εκείνη γύρισε και κοίταξε τα μάτια μου. Κάθησε κάτω και προσπάθησε να σιάξει τη κουβέρτα, Το έκανα μουνί το αντίσκηνο, μου λέει... Εγώ δεν άκουα πλέον. Τούτη τη φορά είχα πάρει σοβαρά το φως της. Δίπλωσα το μάλλινο και το έβαλα στην άκρη. Την κοίταξα γλυκά και έκανα μια ευχή. Και ύστερα την έσπρωξα απαλά να φύγει. Σα μια βάρκα που τη λύνεις και την αποχαιρετάς.
    Και έβαλα τα χέρια μου στα μάτια. Όταν τα ανοίξω να μην είσαι εδώ, της είπα. Ένα , δυό  και δεκαδυό.
    Ώρα καλή, καλή μου.

    Να πάρει η ευχή. 
   

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 18

time, is not on my side, yes it isn' t

     Αυτό που βλέπεις δεν είμαι εγώ τη στιγμή που σε κάλεσα. Είμαι εγώ τώρα. Καμία σχέση ! Θέλω να πω, μη γελιέσαι. Τη στιγμή που σε κάλεσα ήμουν μια απασφαλισμένη κόκκινη χειροβομβίδα , μετρούσα δεύτερα. Σε πέντε τέσσερα τρία δύο ένα θα απελευθέρωνα την έκρηξη των αισθήσεων. Τότε, εγώ εξεράγην. Μετά εσύ ήλθες. Τώρα, βλέπεις αυτό που βλέπεις. Έκανες δυό τέρμινα να έλθεις. Μπορεί να σου δείχνω για άστρο, αλλά όχι,  είσαι απλά στη σφαίρα των επιπτώσεών μου.  Εγώ, εκείνης της στιγμής εγώ, έχω πάψει να υφίσταμαι. Είμαι παρελθόν. Κουκίδα στη μαύρη τρύπα. Σε βλέπω καμιά φορά έκθαμβη και μέσα μου γελάω. Αν είσαι έκθαμβη με ένα στίγμα μου στο μέλλον, αν είσαι έκθαμβη με μια επίπτωσή μου, αν είσαι έκθαμβη με το αντίγραφο, φαντάσου τι θα πάθαινες αν είχες συναντηθεί με την ίδια την έκρηξή μου. Φαντάσου να είχαμε συναντηθεί εγκαίρως.
     Χθες διάβαζα σχόλια για τον ξαφνικό έρωτα. Την στιγμή που ορίζουμε όλοι ως έναρξη της χημείας, τη στιγμή που τέσσερα μάτια δεν μπορούν να αποχωριστούν, εκείνη τη στιγμή είναι η συνάντηση σε πραγματικό χρόνο. Η συνάντηση εγκαίρως. Μερικοί νομίζουν ότι εκείνη τη στιγμή προβάλλει ο καθένας τους ευσεβείς πόθους του και έτσι ακαριαία στήνει ένα "είδωλλο" στο σώμα του άλλου. Γράφουν τη λέξη άλλου με "α" μικρό. Αυτοί είναι όσοι δεν μπορούν να κοινωνήσουν τον έρωτα. Είναι στην κατηγορία κρίμα.
    Στον ξαφνικό έρωτα, δε μπορείς να κάτσεις να προβάλλεις ούτε πόθους ούτε τίποτα. Δεν μπορείς να κάνεις ενσυνείδητες συνθέσεις. Ο ηλεκτρισμός σε κάνει να τρέμεις σύγκορμος. Οι ελάχιστοι τυχεροί μπορούν να το βεβαιώσουν. Οι υπόλοιποι γράφουν σελίδες και σελίδες για να στρογγυλέψουν την αγωνία τους. Δεν είναι και λίγο...
     Θέλω να πω, όνειρο ζωής δεν είναι ένα σπίτι με σκύλο. Αυτό είναι μέσον. Όνειρο ζωής είναι μάλλον η στογμή που θα μπεις πρώτη φορά στο φτιαγμένο σου σπίτι. Η στιγμή που θα βγει από τη μήτρα σου ο γιός σου. Η στιγμή που θα γίνει η έκλειψη ηλίου. Ε ;

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 17

Εδώ μας απειλούν τα Χριστούγεννα

     Αγαπητέ Νιράβ, φέτος σου στέλνω ένα βιβλίο με ιστορίες των Χριστουγέννων. Η κατάσταση συνεχώς χειροτερεύει εδώ. Τα Χριστούγεννα πλησιάζουν με πάταγο. Η Ελλάδα είναι πρωτοσέλιδο και όχι με καλό τρόπο. Είναι η πρώτη φορά που θα προτιμούσα να μην έλθουν οι γιορτές. Ο φόβος μας παραλύει. Μπορεί και να μην εκλεγεί πρόεδρος.
     Αγαπημένε μου, όταν σε μια έξαρση αισιοδοξίας αποφάσισα να σε υιοθετήσω δεν φανταζόμουνα την εξέλιξη των πραγμάτων. Είχα τη βεβαιότητα ότι από το καλό θα πηγαίνουμε στο καλύτερο. Ποιός να μου τα 'λεγε που θα φτάσει η μετοχή της Εθνικής. Ένα κομπόδεμα που φύλαγα με κόπο τόσα χρόνια το έδωσα για ΕΜΦΙΕ.
     Νιραβ, καλέ μου Νιράβ, πρέπει δυστυχώς να σε προετοιμάσω για τα χειρότερα. Οι Γερμανοί παρακολουθούν τα πάντα. Καταλαβαίνεις τι εντύπωση θα κάνουν πλέον στις αγορές δέματα με δώρα από τη Θεσσαλονίκη για Ναϊρόμπι. Μας έχουν που μας έχουν στη μαύρη λίστα... Να μας πιάσουν να στέλνουμε δώρα σε μαύρους. Ίσως να μη μας ξαναδανείσουν ούτε καν με το 9% που τώρα μας φαίνεται λογικό επιτόκιο.
    Ίσως χρυσό μου να μην τα καταλαβαίνεις όλα αυτά. Μπόρεσα και σου έστειλα και μια σοκολάτα. Θέλω να πω, του χρόνου, δε ξέρω αν θα είμαι καλά να κάνω δώρα. Η ψυχολογία μου έχει πέσει στα χώματα. Μη κοιτάς που τα χώματα είναι συνηθισμένη κατάσταση εκεί. Εσείς είστε και εξοικειωμένοι. Εμείς πως θα επιβιώσουμε ;
   Έστειλα στην Action Aid αίτημα να σου βρουν άλλο νονό. Αγοράκι μου ήταν πολύ μεγάλη μου χαρά που σε υιοθέτησα για τρία χρόνια. Ο επόμενος χορηγός σου θα είναι καλύτερος, είμαι αισοόδοξος για τούτο. Να προσέχεις. Να μη στενοχωριέσαι για μένα. Θα επιβιώσω, λίγο καλύτερα, λίγο χειρότερα... Έχω κάθε πρωί αποκούμπι έναν δημοσιογράφο που μας δίνει συμβουλές. Έχω τα ..Αυτιά μου ανοιχτά. Ότι και να γίνει σου εύχομαι να μην γίνετε ποτέ Ελλάδα.  Καλές γιορτές. Δακρύζω που τα γράφω...
   Εδώ φέτος, αγοράκι μου, Νιράβ μου καλέ, πολύ μας απειλούν τα Χριστούγεννα.

Τρίτη, Δεκεμβρίου 16

πόσα βήματα είναι μια καλή απόσταση ;

   Πήρα δήθεν τις αποστάσεις μου. Αποδείχτηκαν ελάχιστες. Ανόητος ! Δε μπορείς, να απομακρυνθείς, από το δέρμα σου. Πρέπει να αντέχεις να πάρεις σπάτουλα και να το ξύσεις. Να το ξεριζώσεις. Να ουρλιάζεις και να συνεχίζεις. Μα .. νομίζω έχεις την εικόνα.

   Πήρα δήθεν τις αποστάσεις μου. Αποδείχτηκαν γελοίες. Βλάκα !  Οι αποστάσεις δε μετριούνται με πήχυ. μετριούνται με ξενύχτια και ιδρώτες. Μετριούνται με πείνα και δίψα. Μετριούνται με το μήνα. Μετριούνται με...    νομίζω έχεις την εικόνα.

   Πήρα δήθεν τις αποστάσεις μου. Αποδείχτηκαν προσωρινές. Ηλίθιε !  Το λιοντάρι δεν αφήνει τη λεία. Την παραχώνει και μη τυχόν την πλησιάσει άλλο ζώο. Η λεία του, άπαξ και την κερδίσει, είναι η λεία Του. Είναι.. μα νομίζω έχεις την εικόνα.

  Πήρα δήθεν τις αποστάσεις μου. Αποδείχτηκαν τεράστιες για να ξαναδιανυθούν. Ολέθριο λάθος να νομίζεις ότι μπορείς να πάρεις τις αποστάσεις σου. Όταν απομακρύνεσαι καλύτερα να έχεις μαζί σου και τη βαλίτσα. Μα... νομίζω έχεις την εικόνα. Έχεις πάρει ήδη τις αποστάσεις σου. Ε ;  

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 15

αλάτι οι μνήμες, σε ανοιχτές λαμαρίνες

                        
  












                        Άχνα !     ...από ήχους. 
         Τσιρίδες πνιχτές, επιθανάτιοι ρόγχοι
    λαμαρίνες κι ευχές.
                Στα ανοιχτά καταχνιά.
                                  Εδώ μέσα ; Ελεγεία. 
         Πνιγερές αντιφάσεις.
                Και απόηχος, φωτιά.
 
            Που πήγα και αρπάχτηκα στης θάλασσας ζώο
     γαμώτο, το ήξερα πως θα'σαι τραχιά.

  Σκουριάζω τελείως

             δεν ακους τους τριγμούς ;
    Χωρίς ίχνος εφόδου
         θα τελειώσω αρόδου.

         Άντε, πες !     γαμημένη γλυκά ερωμένη
   αυτό θες ;

                          

Σάββατο, Δεκεμβρίου 13

Η γκαζόλαμπα




   Όταν « έπεσε το ρεύμα» μας έμεινε η γκαζόλαμπα και δυό τρία σπίρτα. Εγώ πήρα την αντρική δουλειά, άρχισα να γκρινιάζω. Εκείνη, η γυναίκα, άρπαξε τη γκαζόλαμπα και την άναψε στο πιτς φυτίλι. ( Εδώ ταιριάζει η έκφραση με το πιτσφιτίλι και όχι όταν χύνω πρόωρα ). Όλα κιτρίνισαν αλλά αυτό δεν ήταν κακό γιατί πριν από λίγο όλα ήταν μαύρα. Εγώ πάλι γκρίνιαξα γιατί ξοδέψαμε ένα από τα τελευταία τρία μας σπίρτα και μπορεί το προτελευταίο να ήταν και τζούφιο. Εκείνη, η γυναίκα, άρπαξε τα δυό τελευταία σπίρτα και τα άναψε να τελειώνουμε με αυτό το ζήτημα. Εγώ μετά δεν είχα με τι να γκρινιάξω. Εκείνη, η γυναίκα, με ξέντυσε και με ξάπλωσε κοντά στο τζάκι. Με σκέπασε με τη βελέτζα του σοφρά και μου έφερε ένα ποτήρι τσίπουρο. Εγώ άρχισα να ξύνομαι γιατί οι βελέντζες είναι μάλλινες. Εκείνη, η γυναίκα, χώθηκε κάτω από το σκέπασμα και το δέρμα της ήταν βελούδινο. Εγώ τότε κατάλαβα ότι αν με τυλίξει δε θα ξύνομαι και χώθηκα μέσα της. Εκείνη, η γυναίκα, ελευθέρωσε έναν αναστεναγμό που τον είχα για αντρίκια αποκλειστικότητα. Εγώ τότε της είπα… σιγά, θα μας κρυολογήσεις. Εκείνη, η γυναίκα, γέλασε πολύ, ελεύθερα, και μετά άρχισε να κινείται με έναν τρόπο που μου φάνηκε πολύ ενδιαφέρων. Όταν εγώ πισφιτίλιασα, εκείνη, η γυναίκα, συνέχισε να κινείται σαν να μην είμαι μέσα της. Εγώ είχα το νου μου μη λεκιάσουμε τίποτα. Εκείνη, η γυναίκα, τελείωσε με το χέρι της και αμέσως την πήρε ο ύπνος. Εγώ δε βολευόμουνα γιατί το ένα χέρι μου ήταν κάτω από το λαιμό της και μου σταματούσε το αίμα. Εκείνη, η γυναίκα, χαμογελούσε στον ύπνο της, καθώς της έστριψα το σβέρκο για να ελευθερωθώ. Εγώ τότε σηκώθηκα και έχυσα, το τσίπουρο στο νεροχύτη για να κάνω τσάϊ στο ίδιο ποτήρι. Έτρεμα σύγκορμος. Εκείνη, η γυναίκα, κοιμόταν σαν μικρό παιδί μέχρι που η γκαζόλαμαπα έκανε τσιρρρρ και έσβησε. Εγώ χτύπησα το νύχι μου προσπαθώντας να γυρίσω με το τσάϊ ανέπαφο μέσα στη βελέτζα που τσιμπούσε σα διάολος. Εκείνη, η γυναίκα, ήταν ζεστή σαν τσάϊ που βράζει. Εγώ είχα παγωμένα πόδια και πιστεύω ότι αν χρειαζόταν να δροσιστεί μπορούσε να με ακουμπήσει. Επίσης πιστεύω ότι αν ξυπνούσε ξαφνικά θα ήξερα να την ξαθοδηγήσω προς τα κάπου χωρίς να χτυπήσει το δάχτυλο. Κάθησα και απομνημόνευα τα εμπόδια στο σκοτεινό δωμάτιο. Γενικά, πιστεύω ότι αν δεν είμασταν εμείς, οι άντρες, οι γυναίκες θα είχαν πολλά προβλήματα. Έτσι, ξενύχτησα με μια ικανοποίηση. Ότι πάντα θα είμαι εδώ για αυτήν. Να μπορεί να βασίζεται.

ο ηγέτης

      Όταν ήμουνα παιδί στη Φλώρινα ο ζωολογικός μας κήπος ήταν στις δόξες του. Το κομμάτι με τα πτηνά είχε ανάμεσα σε άλλα και κότες. Το κομάτι με τα εξωτικά ζώα είχε και ένα εμβληματικό αυτοκρατορικό λιοντάρι. Δεν υπήρχε περίπατος που να μην τελειώσει με δέος, και ποτέ μα ποτέ το δέος δε το ένιωθες μπροστά στις κότες.
      Πολλές φορές μέσα στη νύχτα την πόλη διαπερνούσε ο βρυχηθμός του λέοντα. Ήταν κάτι αποτρόπαια ισχυρό, ήταν ένα μούγκρισμα που δυνάμωνε και έσβηνε και μέσα σε τρία λεπτά, αποκαθιστούσε τις διαστάσεις των πραγμάτων στις συνειδήσεις μας. Όλοι ξέραμε ότι κανείς μας δε μπορεί να βρυχηθεί έτσι.
    Ας υποθέσουμε ότι κάτω από την αποφασιστική ηγεσία ενός πολύ χαρισματικού ανθρώπου, ενός λέοντα, το καλύτερο δυναμικό της πατρίδας μας, οι άριστοι των αρίστων, θα προκαλέσουν ένα σοκ στα πολιτικά πράγματα του τόπου, δείχνοντάς μας το δρόμο προς τα εμπρός. Θα είναι όλες οι αξίες μαζεμένες εκεί, τα ιερά μας τέρατα της γνώσης, οι δουλευταράδες του έθνους, τα εμβληματικά μυαλά της κοινωνίας μας σε μια σύμπλευση πρωτάκουστη στη νεότερη ιστορία.
   Ας υποθέσουμε ότι διεξάγεται ένα δημοψήφισμα με το παρακάτω διακύβευμα : Αν θέλετε, μαζεύουμε όλες μας τις δυνάμεις ως έθνος και το ..μαγαζί το στήνουμε από την αρχή. Πρωτοποριακές παραγωγικές πρακτικές στην αγροτιά, κορυφαίες προτάσεις στο τουριστικό προϊόν, πανεπιστήμια διαμάντια και μεταποίηση με τόλμη και ιδέες.
   Μέσα σε δέκα χρόνια η χώρα θα ήταν αυτόνομη.
   Ας υποθέσουμε ότι είχαμε αυτόν τον ιδεατό πολιτικό οργανισμό να μας οδηγήσει με ασφάλεια στο μέλλον μας. Το δίλημμα που θα μας έθετε αμέσως θα ήταν να κάνουμε την στροφή στο εθνικό νόμισμα. Μη με ρωτάτε εδώ γιατί. Είμαι οικονομολόγος. Γιατί έτσι. Δεν υπάρχει άλλος δρόμος.
    Ας υποθέσουμε ότι η ίδια ηγεσία τελειώνει τα εθνικά θέματα σε μια χρονιά, αφού μας εξηγήσει ότι από τα πετρέλαια θα πάρουμε ένα 5% αλλά θα τα βγάλουν από τους μεγάλους οι μεγαλύτεροι οι λύκοι αφήνοντάς μας να ζήσουμε στη χώρα μας ήρεμα.
    Μέσα σε δυό χρόνια η χώρα θα ήταν ασφαλής από επιβουλές γειτόνων. 
    Ξέρετε γιατί δεν αναλαμβάνει ένας λέοντας τη χώρα ; Γιατί πρέπει να βασιστεί σε κότες. Θα ήταν ένας καβαλάρης που δεν αρμόζει σε τούτο το κοπάδι με πτηνά. Δεν υπάρχει προχωρημένο μυαλό σε τούτη την εθνότητα των νεοελλήνων που να μην αποθαρρύνεται από το σφρίγος και το εκτόπισμά μας. Είμαστε ένα κοπάδι κότες.
    Ο Ακάκιος Ακακίεβιτς (στο Παλτό του Γκογκόλ) είχε κάποια μέρα την ευκαιρία να αλλάξει επίπεδο. Του ζήτησαν να συντάξει ένα κείμενο με τη δική του πρωτοβουλία. Εκείνος τότε ίδρωσε σύγκορμος και απάντησε βιαστικά... Δεν έχετε κάτι ως συνήθως για να αντιγράψω ;
    Δεν είναι λοιπόν παράξενο ότι πέρασε μια ζωή με έναν φόβο. Μην έλθει η μέρα που ένας γείτονας επίβουλος του αρπάξει το καινούργιο του ευρώ... εχμμ  παλτό με συγχωρείτε.  


  Έχετε ακούσει τον βρυχηθμό της κότας ;

Πέμπτη, Δεκεμβρίου 11

Και είπα τότε.... δε το χωράει ο νους μου !



Είναι μερικά πράματα...
    Το μανιάτικο... Το περίμενες εσύ με πόσο πείσμα θα κρατούσαμε μανιάτικο κάθε φορά που μαλώνουμε με έναν κολλητό μας ; Το κάναμε αυτό παιδιά, μαλώναμε πολύ και άχαρα, μετά όμως όλα τελειώνανε με μια τρικλοποδιά, και πόσο ωραία.
    Το μαστίγωμα ; Δηλαδή είμαστε που είμαστε ατελή πλάσματα, ολοένα και πιο περιθωριοποιημένα από τις εξελίξεις, όλο και πιο μακριά σε ό,τι ονειρευτήκαμε, θα έπρεπε να κακίζουμε τόσο πολύ τα χέρια μας και το μυαλό μας για τις ατέλειές τους ; Το κάναμε αυτό παιδιά αλλά ήτανε όταν χάναμε στα κεραμιδάκια και μας έβγαινε ένα κλάμα και τελείωνε. Τώρα το κλάμα μένει και γίνεται ολάκερη ντουλάπα σκοτεινή μες την ψυχούλα μας και μας λυγίζει.

    Η οργή ; Το περίμενες εσύ ότι ο καθένας μας θα περιφέρεται ψάχνοντας σε ποιόν θα ξεφορτώσει το θέμα της ημέρας του ; Αυτό το κάναμε παιδιά και ήταν φάρσα. Άσε που το θέμα μας τότε ήταν εντελώς αθώο, είχαμε χάσει τη μια μπίλια,  ενώ τώρα εγείρει πάντα αξιώσεις από τον διπλανό. Και από πίσω έχει την ουρά του… εγώ είμαι θύμα, γιατί να υποστώ ;
   Η αντεπίθεση ; Το περίμενες εσύ, ότι πριν τελειώσεις τη φράση σου, ο διπλανός σου έχει κατεβάσει στο μυαλό του χείμαρρο τις ενστάσεις του και από αυτές οι ενενήντα εννέα αφορούν στο τομάρι του; Αυτό το κάναμε παιδιά και ήταν όταν ζητούσαμε φάουλ στη μπάλα. Ενώ τώρα το παράπονο είναι με μια μόνιμη κατακλείδα : δεν αναγνωρίζεται η αυθεντία μας από τον διπλανό. Και από πίσω έχει πάντα την ουρά του… Σε μένανε έπρεπε να συμβεί αυτό ; Και είσαι τόσο κωλόφαρδος εσύ, πάντα...
   Ο εισαγγελέας ; Το περίμενες εσύ ότι θα καταγγέλλαμε διαρκώς πράγματα ; Θέλω να πω, η καταγγελία είναι από μόνη της αρνητικά φορτισμένη. Να ! Πες την φράση : ποιος μαλάκας άφησε το σκύλο να χέσει στο πεζοδρόμιο ; Τι σου μένει στο στόμα ; Όταν ήμασταν παιδιά το κάναμε αυτό αλλά φωνάζαμε με μεγάλη έπαρση σκατά, σκατά, σκατά και είχαμε χαρά. Τώρα το ίδιο θέαμα μας εγείρει αποτροπιασμό ο οποίος κατευθύνεται αμέσως στον διπλανό. Από πίσω έχει την ουρά του… Εγώ ποτέ, ποτέ εγώ… Δεν είμαι εγώ τέτοιος μαλάκας.
   Ο καυγάς ; Το περίμενες εσύ ότι θα μαλώναμε για ψύλλου πήδημα στη μέση του δρόμου με τον διπλανό μας, σα τα σκυλιά, κάνοντας το χορό τον Μαορί και φουσκώνοντας τα μπράτσα μας αλλά προσέχοντας μη πέσει και καμιά ψιλή και τη φάει ο σβέρκος μας ; Θέλω να πω όλο και περισσότερη επίδειξη αντρίλας αντικαθιστά την όλο και περισσότερη ένδεια στύσεων και εκσπερματώσεων. Όταν είμασταν παιδιά χύναμε στον ύπνο μας. Τώρα που δεν… χύνουμε την αντρίλα στο δρόμο και ποτέ δεν έχει να κάνει με ερωτισμό.
   Η έκπληξη ;  Αν είναι δυνατόν ! Με ένα αν είναι δυνατόν περιφερόμαστε και πάντα, πάντα όμως έχει να κάνει με του απέναντι την συμπεριφορά. Πέφτουμε από τα σύννεφα. Ολοένα και πιο συχνά πέφτουμε από τα σύννεφα γιατί δεν καθόμαστε και πολύ να το ψειρίσουμε... Βλέπουμε τις πράξεις και δε σκεφτόμαστε το υπόβαθρο. Βλέπουμε το άτομο και δε σκεφτόμαστε το περιβάλλον. Βλέπουμε το έγκλημα και δε σκεφτόμαστε τα κίνητρα. Βλέπουμε την έκβαση και δε σκεφτόμαστε τα λάθη. Λέμε απλά... αν είναι δυνατόν... δε το χωράει ο νους μου, και καθαρίζουμε !    
   Χθες διάβασα στο facebook εξυπνάδες, ως συνήθως σκόρπιες και, ως επι το πλείστον, κλισέ. Κρατώ την μια που με τσίγκλισε :
 
        Η μέση ηλικία έρχεται όταν η ευρύτητα του νου και η στενότητα του σώματος ανταλλάσουν θέσεις.

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 10

η μπαμπούσκα

        - Να μ' αγαπάς, είπε η γυναίκα. Τράβηξε πάνω της το σεντόνι και πασπάτεψε γύρω με το ένα της χέρι για το σακουλάκι με τον καπνό της.
   Εκείνος έγνεψε θετικά, σα βαριεστημένος δικαστής που του ζητούν αναβολή της δίκης. Παρ' ολίγον να του ξεφύγει ένα "... ορίζεται ολιγοήμερη διακοπή " . Ήταν γειωμένος, είχε μόλις καταλάβει ότι, απόψε, ελάχιστα την είχε "ακουμπήσει". Την περισσότερη ώρα των περιπτύξεων το μυαλό της γυναίκας ήταν αλλού. Εδώ ήταν μοναχά το σκεύος της. Και μετά η ατάκα... Να μ' αγαπάς ! Την κοίταξε . Βαθειά.
      Εκείνη γύρισε πλευρό μόλις αντιλήφθηκε ότι ο άντρας Χ ερευνάει τα μάτια της. Την τρομοκρατούσε πάντα μια διερευνητική ματιά. Όλους μας τρομοκρατεί, ε ; 
      Μέσα στο κεφάλι της ξεκινούσε ήδη η διαδικασία. Ξέρεις πως γίνεται... Ακόμα και στο βούτυρο η μαχαιριά έχει το τελετουργικό της . Κατάλαβε. Αλλά δεν ήθελε να το πιστέψει. Δύσκολα πιστεύεις τα κακά νέα. Τον έχασε. Δε του ζήτησε συμβόλαιο ! Ή μήπως του ζήτησε ; Να μ' αγαπάς... τι θα πει τώρα τούτο, να μ' αγαπάς θα πει να είσαι εκεί με όλο σου το είναι όταν με νιώθεις στα πατώματα. Όταν είμαι καλά μπορείς εσύ να ασχολείσαι με το δικό σου στοίχημα. Έτσι δε τα συμφωνήσαμε ; Κι εγώ δε θα σου κάνω τα γνωστά γυμνάσια εξουσίας. Θέλω να πω, ιδιοκτησιακούς τίτλους τους αφήνουμε για τα συμβολαιογραφεία. Οι ψυχές δεν αγοράζονται, μοναχά πως να γίνει, ενίοτε λιγάκι καταπατούνται.
       Χαμογέλασε.... Σκέφτηκε το "συμβόλαιο" . Τι ηλίθια, συμφωνία. Τι έκτρωμα... Αλλά καρτ +αισθήματα, υπενθυμήσεις σε ατζέντες, αυτό που τώρα τελευταία βίωνε δεν ήταν πλέον έρωτας, ήτανε οντισιόν. Διασραυρώσεις βιογραφικών. Πως έφτασε εδώ : Πως έφτασε να δίνει και να ζητάει τόσο λίγα ; Φταίγανε αυτά τα τείχη. Φταίγανε τα όρια. Φταίγανε τα επίπεδα αρμοδιότητας που παραχωρούσε.... Αν έβγαζε κάποιος τώρα την καρδιά της, πάνω στον παλμό της, θα αναβόσβηνε καρφωμένη μια επιγραφή που έσταζε αίμα : Ιδιότητες - Ρυθμίσεις - Μόνο για προχωρημένους.
        Ωωω.. Εκείνη ήταν χορτάτη από καταπατητές. Έκανε αστραπιαία μέσα της ένα μικρό flash back. Όσο να στρίψει το χαρτάκι με το φιλτράκι . Σάλιωσε. 
       Στον πρώτο της ενήλικο έρωτα, μόλις κατάφερε να ξανανιώσει γυναίκα, μπήκε με τα χίλια. Βγήκε με αρκετά ρουφήγματα και μια πληγή, όλα στο λαιμό. Τότε πίστευε ότι όταν διαλέγεις έρωτα, διαλέγεις και το φινάλε του. Ότι δε πρέπει να μπαίνεις ποτέ με χαμηλωμένο τον πήχυ. Ήταν μια ερωμένη φουσκωμένη σα κούρκος. Ο άλλος τα έχασε, ή τουλάχιστον τρόμαξε αρκετά για να το βάλει στα πόδια. Εκείνη αποφάσισε ότι αυτή η πληγή είναι ζωή, είναι μετάλλιο τιμής, είναι προσόν, και την άφησε χωρίς το ενδεδειγμένο makeup, να στέκει στο λαιμό της σαν δήλωση.
      Στον δεύτερο έρωτα μπήκε με ένα σκεύος λιγότερο. Ξέρεις τώρα τις μπαμπούσκες που κατασκευάζουν οι Ρωσίδες στη βαρυχειμωνιά, μια κούκλα μέσα στην άλλη και ούτω καθεξής, μέχρι η τελευταία να είναι σαν ένα σπυρί φακής. Μπήκε με το ένα σκεύος της, το ολάκερο, το μεγάλο, προφυλαγμένο στην τροπαιοθήκη της. Ποτέ κανένας δε θα ακουμπούσε ολάκερη τη διάστασή της, ξεντύθηκε ένα της στρώμα, εκείνο που έλεγε ότι τα δίνουμε όλα και όπου βγεί και το άφησε στο σπίτι. Ο άντρας την βρήκε επαρκέστατη αλλά ήταν εκεί με το μικρό κορμί του.. Έμπειρος. Αυτή ; Βγήκε από τον δεύτερο έρωτα με λιγότερα ρουφήγματα, μια πίεση στο στήθος και μια πληγή στο λαιμό, μικρότερη βέβαια, αλλά και πάλι εμφανέστατη. Σοφότερη, ΟΚ.
      Δοκίμασε λοιπόν αυτό : Να απεκδύεται τα στρώματά της ένα ένα, να μπαίνει ολοένα και με λιγότερες προσδοκίες, ολοένα και με λιγότερο κορμί, λιγότερη ψυχή, να αφήνει μικρότερη επιφάνειά της στην δικαιοδοσία των εραστών. Οι πληγές και τα ρουφήγματα ολοένα συρικνώνονταν, μέχρι που έγιναν ανάξια λόγου. Ωστόσο πάντα έβλεπε αφήνοντας το πεδίο της δόξας ένα σημαδάκι επίμονο και σταθερό. Την ουλή στο λαιμό ! Δεν μπορούσε να το καταλάβει τότε.
     Ώσπου μια μέρα, την ώρα που κάποιος άντρας γύριζε πλευρό να ψάξει τα τσιγάρα του, εκείνη θυμήθηκε, σε μια έκλαμψη διαύγειας, τι είχε γίνει. Ο πρώτος, ο πρώτος εραστής της, ακόμη τότε που ήτανε τρυφερούδι, είχε έρθει με ένα τριαντάφυλλο απίστευτα φρέσκο, απίστευτα αιχμηρό και απίστευτα ονειροβόλο... Εκείνη είχε γύρει το λαιμό της και του είχε δώσει τα κλειδιά. Η μικρούλα μόλις που πρόλαβε να κάνει κιχ. Ο πρώτος της έρωτας μόλις της είχε καρφώσει όλο το μίσχο πέρα ως πέρα.
     Διαπέρασε σε ένα δεύτερο όλα της τα στρώματα, εννέα μπαμπούσκες στη σειρά και βγήκε από την άλλη της πλευρά. Στο στόμα της αισθάνθηκε τη γεύση από το πρώτο αίμα. Τότε, με όλη της την αθωότητα δεν είχε καταλάβει ότι αυτή η πληγή, με την απίστευτα ένδοξη εμφάνιση ενός τριαντάφυλλου, είχε έρθει για να μείνει.

     Υπήρξε μια παύση...Άναψε το τσιγάρο της. Το άφησε δίπλα στο τασάκι με αηδία.

     Ο άντρας την γύρισε και την πήρε στην αγκαλιά του. Εκείνη χώθηκε και πήρε μια βαθειά ανάσα. Εκείνος έψαξε να βρει κομμάτια της που είχαν μείνει έξω από την αγκαλιά του. Εκείνη ήτανε σε στάση εμβρύου. Εκείνος εγκατέλειψε. Της είπε...
     - Μερικές φορές, ολάκερη, μου φαίνεσαι σαν ένα μικρό μικρό σπυρί φακής.

Δευτέρα, Δεκεμβρίου 8

Το φως κάτω από τη χαραμάδα

   Πέφτω όπως η Sandra Bullock στο Gravity , έξω στο μεγάλο μου σύμπαν αιωρούμαι, το κορμί μου περιδινίζεται ανήμπορο να σταθεροποιηθεί και τα αντικείμενα περνούν αστραπιαία ώστε τίποτα να μην αναγνωρίζω.
   Πέφτω όπως η μικρή Μπιζού του Modiano, μέσα μου πέφτω, στο σύμπαν που εσύ δε βλέπεις, στο άπειρο κατασκεύασμα της διπολικότητάς μου, στο παρελθόν μου που είναι πράγματι μια ξένη χώρα. ( Thomas Hardy ).
     Μερικές φορές πιάνομαι από ένα οικείο ή υπαίτιο αντικείμενο, το χερούλι της πόρτας των γονιών μου, τις μέρες που εκείνο έκαιγε και τα μικρά μου δάχτυλα δεν άντεχαν να το γυρίσουν. Τι θα είχα απογίνει αν το γύριζα και άνοιγα την πόρτα ; Εκείνα που δεν τόλμησα γιγαντώνονται υπό το πρίσμα της αποτυχίας. Καθώς απομακρύνομαι τα σκέφτομαι σαν πεταμένες ευκαιρίες για βουτιές στην αλήθεια.
     Μερικές φορές πιάνομαι από οικείους ή υπαίτιους τόπους, τη γειτονιά μου, την τόσο απελπιστικά μικρή περιοχή δράσης μου, τον μόνο αυτονόητο έρωτα τότε, τις φοβίες που φάνταζαν σαν ελέφαντες μέσα σε μια τέντα διακοσίων ατόμων, τέρατα στο τσίρκο του μικρού μυαλού μου. Τι θα είχα απογίνει αν μεγάλωνα τότε την περιοχή δράσης μου ; Εκείνα που δε γνώρισα, γιγαντώνονται υπό το πρίσμα του επαρχιωτισμού μου. Καθώς απομακρύνομαι τα σκέφτομαι σαν αραχνιασμένες, μάταια γεμάτες βαλίτσες.
    Μερικές φορές πιάνομαι από υπαίτια γεγονότα. Ένα άσχημο ξύλο που άδικα έφαγα, μια τυχαία κακοποίηση που ήμουνα άγουρος για να καταγγείλω, ένα τεράστιο ψέμα που ξεστόμισα και ποτέ δεν αποκατέστησα, μια αδικία που διέπραξα, πολύ βαριά για το μικρό μου κορμάκι, έναν κόλαφο που η εκκλησιά μου κρέμασε στο λαιμό και τον κουβάλισα περισσότερο από το μέγεθός του, έναν τρόμο κάποιο σκοτάδι και κάποιους ήχους που με στοίχειωσαν και με ίδρωσαν και με χαράκωσαν σαν ένα υποχρεωτικό ψυχικό τατουάζ. Εκείνα που βίωσα, γιγαντώνονται υπό το πρίσμα του χρόνου, όλες τους οι διαστάσεις γίνονται υποκειμενικές και αυτός ο ολέθριος πύργος της βαβέλ με πλακώνει, καθώς το καθένα από αυτά, μόνο του, με καθοδηγεί ακόμη, υποσυνείδητα, και μάλιστα με μια δική του διάλεκτο. Αμετάφραστη, επιβλητική, αδιανόητα χαλκέντερη.
    Μερικές φορές δεν πιάνομαι από τίποτα. Εκεί έξω ή αν θές εκεί μέσα, επικρατούν συνθήκες μιας δεύτερης γεννεσιουργού μήτρας. Αισθάνομαι υγρασία αλλά αναπνέω. Αισθάνομαι κίνδυνο αλλά ελπίζω. Αισθάνομαι σκότος αλλά δε διακρίνω απόλυτο μαύρο. Αισθάνομαι ότι πάνω από όλα τώρα είμαι στη σωστή εκγρήγορση.
   Μερικές φορές δεν έχω από τι να πιαστώ. Τα πράγματα είναι τόσο δικά μου και τόσο από τα ίδια μου τα χέρια διαμορφωμένα, ώστε σιχαίνομαι πλέον να τα ακουμπήσω. Πόσο μάλλον από αυτά να ξαναγραπωθώ. Προτιμώ να πέφτω σε τούτο το σπιράλ της μακάβριας περιδίνησης, στη λούπα μου, στο πηγάδι της ματαιότητάς μου, αφού αν πέφτεις ελεύθερα, ατέρμονα, χωρίς μια άφιξη να σε απειλεί, έχεις πλέον αψηφήσει τη βαρύτητα, αυτή τη γαμηνένη την βαρύτητα που σου κατασπαράζει όλα σου τα ..ελαφρυντικά !
   Μερικές φορές πιάνομαι από σένα. Θέλω πραγματικά να με συγχωρήσεις. Άκου...

    Όταν ήμουν για τα καλά παιδί, ούτε έξι χρονών, μετά την καληνύχτα, μου 'κλειναν το φώς και την πόρτα. Έξω η ζωή τους ήταν πλέον μια θολή βουή. Μέσα στο σκοτεινό θάλαμο του εγκλεισμού μου υπήρχε κάτι που με κρατούσε συγκροτημένο. Το φως κάτω από τη χαραμάδα.

Σάββατο, Δεκεμβρίου 6

toxic



    Μη ξεχάσω να σου πω πως ... ααααααα  ναι...
    Είχα που λες μια χλωμή , λίγο πρωτόγονη βάρκα. Την είχα δεμένη εκεί κάτω που εγώ κι εσύ ..πρωτοφορεθήκαμε. Πιο παλιά την έβρεχε μονάχα ο ουρανός. Από τότε πάνε δυο χρόνια και βάλε, ναι, δεν είναι ίδια πια, η βάρκα μου λέω, ο χρόνος ασχολήθηκε πολύ με δαύτη. Και εγώ επίσης. Τη φροντίζω περισσότερο τώρα.
     Κάθε φορά που με ξανασπρώχνεις μαλακά να φύγω, εγώ πηγαίνω πρώτα και γράφω ένα όνομα στη βάρκα μου. Έχει γίνει πιο τρελή κι από τους τοίχους στα σοκάκια. Την βαφτίζω. Ελενίτσα, Μαργιόλα. Φευγάτη. Πουλί. Μάγισσα. Λευκή, Λεωφορείο,  Καλύτερα να πω, την ανα βαφτίζω. Είναι που αρνούμαι ακόμα να αναβαπτιστώ ο ίδιος, ναι δε με αγάπησα ποτέ αρκετά, το όνομά μου να ξεχάσω ή να αλλάξω, και για τούτο το λόγο έχω πάρει τη βάρκα ! Το λέω επειδή, κι εγώ, όπως όλοι, δε ψαρεύω στα πολύ ανοιχτά. Η βάρκα αυτή για μένανε είναι ένας αθέατος τοίχος για grafitti. Είναι καμβάς και για αυτό τη διάλεξα λευκή. Να της βάζω τα 'νόματα : Λουκία, Ευτυχία, Μελπομένη, Αριστέα, Πολύμνια, Τρύπια, Παλαβιάρα, Ωραιοτάτη.Και το πράγμα δουλεύει !
     Κάθε φορά που με διώχνεις μακριά σου, εσύ να ανασυγκροτηθείς, εγώ πηγαίνω και βγάζω ένα εξάρτημα από τη βάρκα μου. Το πετάω. Τις περισσότερες φορές είναι από εκείνα που τα βάζουν για ομορφιά. Είναι που κι εγώ όπως κι εσύ, δεν προφταίνω να ασχοληθώ και πολύ με την ομορφιά. Δεν ψαρεύω σε γαλάζια νερά όταν εσύ δε κοιτάς. Είμαι στα σκούρα. Θα γινόταν η δουλειά μου με ένα κτηνώδες παπόρι. Η βάρκα για μένα είναι παιχνίδι, δεν είναι σωσίβια. Είναι υπενθύμιση, έμβλημα.. και για αυτό τη διάλεξα μικρή. Για να χωράει στη τσέπη. Φοβάμαι μονάχα μη τελειώσουν τα ... και ποιός δε φοβάται ωστόσο... klein.
      Κάθε φορά που μου χαρίζεις ένα σου πέταλο, πηγαίνω και το κοτσάρω πάνω στην πλώρη. Έχουν οι βάρκες πλώρη ; Έχουν, αμέ ! Είναι θέμα γεωγραφίας. Η πλώρη εμένα μου κάνει τεράστια, τεράστια αν αναλογιστώ πόσα από πεταλάκια σου χωράει ακόμη πάνω. Εσύ όμως, τι κάνεις κάθε φορά που σου λείπει ένα ακόμη πέταλο ; Σε πόσους πρέπει να τα τα δίνεις ;  Έχεις χιλιάδες από δαύτα ; Ανθίζεις ; Δύσκολο να το φανταστώ μες στο καταχείμωνό μας. Το μόνο που ξέρω είναι πως, ότι και να είναι, αυτό που μου χαρίζεις, σε κάνει γυμνότερη. Οπότε πηγαίνω στην αγορά και σου ψωνίζω μίσχους μπουμπούκια και αγκάθια. Αφού δε βρίσκω πέταλα μωρέ !!! Κάθε σου πέταλο το προσέχω σα να 'ναι το τελευταίο. Μερικές φορές, η στοργή που απευθύνω σε αυτό, αφαιρείται από τη στοργή που απευθύνω σε σένα. Δε σου φαίνομαι όλο και πιο βλάκας ; Και μένα μου φαίνομαι .
      Κάθε φορά που σε παίρνω σοβαρά, ψιλοσαλεύω. Μετά όμως ;
      Μετά εσύ με λες ανισόρροπο μου 'ρχεται να ...τρελαθώ ! Έτσι απογίνομαι λοιπόν ολοένα και πιο ανισόρροπος. Πέφτω μεσημέρια για ύπνο. Ιδρώνω και στριφογυρνάω σαν ιπποπόταμος. Βλέπω στο όνειρό μου να έχω μαζέψει εφτακόσιες χιλιάδες εκατόν πενήντα τέσσερα πεταλάκια σου και εσύ να μυρίζεις πάλι πιο ωραία από μένα. Και εγώ να τα στίβω με μανία και να τα χώνω στη μύτη και να τα τρώω και να τα ακούω και να τα χαϊδεύω με την ελπίδα να γίνω λίγο εσύ. Και να το χάνω. Μετά να στήνω πυροτεχνήματα στη πρύμνη και τα ανάβω όλα μαζί και να περιμένω ο θόρυβος να φτάσει στην Αφροδίτη. Και να σε βλέπω, μέσα στο νερό. κάτω από τις λάμψεις τους, να με αγκαλιάζεις, μια γυναίκα. Και να είμαι εγώ. Δεν είμαι πλέον άντρας. Και να κουρνιάζω κάτω από την ομπρέλλα σου παρόλο που είμαι μουσκίδι ως τη ψυχή. Και όλα μετά ξανά να σκοτεινιάζουν. Και ύστερα τα ψάρια που θέλουν να κολυμπήσουνε, κάτω από τη βάρκα με τα πέταλά σου, να χώνονται στην άμμο που δεν είναι πια άμμος αλλά νερό και από πάνω να βρέχει χώμα και ύστερα μια φωτιά να  καίει τη βάρκα και να την αφήνει μαύρη για να γράφω πάνω με κιμωλία αφού οι μόνες κιμωλίες που έχω γνωρίσει είναι οι άσπρες και δε φαίνονται πάνω στη λευκή τη χαρά. Η χαρά, η χαρά που νιώθω από τη μυρωδιά σου, είναι νομίζω η αιτία. Η λύπη που νιώθω από τη μυρωδιά σου είναι η αιτία. Είσαι ...τοξική.
    Άντρες από τον Άρη λέει.... γυναίκες απ' την Αφροδίτη λέει... αφού...
    Χθες, χθες νομίζω το διάβασα κάπου... και οι άντρες, και οι γυναίκες, είναι από εδώ απ' τη γη... Το ήξερα, αλλά όταν το διαβάζεις είναι αλλιώς !
    Που ... στον Άρη πλημμύρες. Μονάχα πάγος χοντρός και σκληρός, ένα πράμα σα στύση.

     μη ξεχάσω να σου πω, να σου τραγουδήσω,  πως...φιλάς υπέροχα.
https://www.youtube.com/watch?v=AYUdldNzLNA