Τετάρτη, Δεκεμβρίου 30

Άντε, να 'μαστε γεροί να...


Να 'μαστε γεροί να υπερεκτιμούμε τις δυνατότητές μας και να διασκεδάζουμε με τους ήχους των μεγάλων πτώσεών μας, αλλά ποτέ με τους ψιθύρους των μικρών εκπτώσεών μας. Εκεί πρέπει αμείλικτοι να συνεχίζουμε. Για να μην εκλείψουμε ποτέ ξανά.
Να 'μαστε γεροί για να μαλώνουμε με τα άψυχα, με το modem που σέρνεται, με το πόμολο της ντουλάπας που μας γραπώνει, με τη ζάχαρη που χύνεται, με τη γκαζόζα που σκάει, με τη καφετιέρα που αργεί, αλλά ποτέ με τον δικό μας άνθρωπο που προσπαθεί. Που προσπαθεί να αναπνεύσει, που προσπαθεί να μας ζητήσει κάτι ταπεινό, που προσπαθεί να κολυμπήσει στη δική του κρύα θάλασσα, που προσπαθεί να ανακτήσει τον ελάχιστο προσωπικό του χώρο.
Να 'μαστε γεροί να λέμε τα όχι μας, σ'αυτή την πλημμυρίδα των επίμονων παραινέσεων να γίνουμε όλοι ίδιοι. Να κλείνουμε τα αυτιά μας στις καταγγελίες για τη διαφορετικότητά μας. Να κλείνουμε τα μάτια στις φόρμες και τα πρότυπα που κρεμάσανε οι λίγοι στις πολυποίκιλες βιτρίνες όλου του κόσμου. Τα όχι μας είμαστε εμείς να το θυμόμαστε. Ένα έλατο γερό στολισμένο με σταράτα όχι.
Να 'μαστε γεροί να ορμηνεύουμε κουράγια και μαντάτα σε όσους διψούν από εμάς να ξανακούσουν κάτι. Στους άλλους, δε πειράζει... ας μείνουν αμαντάτευτοι. Θα ανοίξουν την TV και όλα εντάξει. Τα εθιμοτυπικά είναι για τους καλά παρκαρισμένους.
Να 'μαστε γεροί να μαζευόμαστε ολίγοι και καλοί, κι απ' τη χαρά να μην προκάνουμε να κάνουμε ωραία. Γιατί σαν τα παιδιά ξανά θα ξεσαλώνουμε σα βλέπουμε ότι πέτυχε η παρέα. Με τις κιθάρες μας, με το βλέμμα μας να συναντιέται γερά και τις φωνές μας να χτυπούνε τις χορδές που πρέπει στις ψυχές που θέλουν.
Να 'μαστε γεροί να απλώνουμε πανιά μπροστά από τις μικρές ασχήμιες , να τα φουσκώνει ο πόθος, να μας παίρνουν μακριά, μπροστά, ανοιχτά αρκετά για να μη βλέπουμε ατέλειες μοναχά μα προοπτικές και λύσεις.
Να 'μαστε γεροί να ορεγόμαστε κορίτσια σαν περνούν και μας τινάζουν απ' τη σκόνη, σαν περνούν και κτίζουν το κορμί μας πάλι απ' την αρχή, απ' έξω πόθους, παραμέσα ενοχές ,ότι κι αν γίνει...
Να 'μαστε γεροί χυλόπιτες να τρώμε και να οδυρόμαστε ότι μία τέτοια αχάριστη στο δρόμο μας εβρέθη...κι ας κάναμε του κόσμου τα ακροβατικά εκεί "τυχαία" να βρεθεί. Και δειλινά ζεστά ξανά γλυκύβραστα να πίνουμε με δάκρυα της υπερβολής γεμάτοι εμείς οι πιό χαρακτηριστικοί μαστόροι της υπερβολής, εμείς ...ίσως οι απόγονοι του Πάρη, αυτόχειρες της λαίλαπας που λέγεται έρωτας.
Να 'μαστε γεροί και να φιλιόμαστε εκείνα τα ηχηρά φιλιά της ρωμιοσύνης μας, όχι βρετανικά, όχι τα σέρβικα τα τρία, όχι τα δήθεν πολυσήμαντα τα πατρικά, μα τα φιλιά που δίνουν οι απλοί οι Έλληνες σα πέφτει η αυλαία της κάθε μέρας κι ο τρίτος που τους βλέπει θεωρεί πως κάποιος ξεκινά για την Οστράλια !
Να 'μαστε γεροί και το παιδί από μέσα μας να βγάζουμε επάνω στις χειρότερες στιγμές μας. Γιατί μπορεί να έχει άδικο εκείνο το παιδί που θεωρεί κάθε ήττα του παγκόσμια συνωμοσία, μα δίνει μιά και τα σκουπίζει όλα, με την άγνοια της φθαρτότητάς του, και πάλι από χάμω ξεκινά να κτίζει με ένα χαμόγελο που σέβεται και ο Θεός και η μοίρα και ο ντουνιάς ολάκερος. Με 'κείνο το χαμόγελο που έχουν οι μουσαφιραίοι σαν χτυπούν αγαπημένη πόρτα και το ταξίδι πιά έχει σωθεί, κι οι αγκαλιές προηγούνται.
Να 'μαστε γεροί για να σιωπαίνουμε ξανά όταν πρέπει και όταν ξέρουμε γιατί. Να αφήνουμε τον τρελό στη τρέλα του, τον πονηρό στη μάχη του, τον ηλίθιο στον κόσμο του και τον επίμονο στην εμμονή του. Φρέσκα ψάρια να πιάνουμε στα χέρια μας και στο δικό μας το παγκάκι να αράζουμε ακόμη πιό συχνά. Και να τα καθαρίζουμε παρέα από τα αγκάθια, για να τρώγονται καλά...
Να 'μαστε γεροί να ξενυχτάμε με το άγχος, που έμεινε πιά λίγη ώρα ακόμη για τον ύπνο, να σκουπιζόμαστε ακόμη πιο συχνά απ' των ονείρων μας τις ξαφνικές λαχτάρες ,τους ιδρώτες και τις ονειρώξεις, να δοκιμάζουμε ξανά το φαγητό απ' την κατσαρόλα πολύ πριν να κρυώσει, να βγαίνουμε απ' τα ρούχα μας με τις δικαιολογίες τους, να βγαίνουμε απ' τα ρούχα μας χωρίς δικαιολογίες και να κολυμπάμε τσίτσιδοι σε θάλασσες και αλλού, εκεί που είναι ωραία. Και ύστερα, αποκαμωμένοι απ' τη ζωή..
Να 'μαστε γεροί να λέμε ... "απόψε είμαι πτώμα"

Κυριακή, Δεκεμβρίου 13

Μείνε στη γλύκα των πραγμάτων...


Κοντεύει η παραμονή της πρωτοχρονιάς ! Κι εμείς πάντα δίνουμε βαρύτητα σ’ αυτό το βράδυ. Στις 12 παρά πέντε πάντα οπλίζουμε τη σκέψη μας με ένα απόσταγμα υποσχέσεων προς τον εαυτό μας και παραινέσεων προς το ημιθανές ηθικό μας. Το εμπλουτίζουμε σαν coctail με φυλλαράκια ανακληθέντων ονείρων και με ελίτσες καθυστερημένων επαναστάσεων. Θέλουμε να τα αναγγείλουμε εγκαίρως ως δέσμευση στο καθρέπτη. Εγκαίρως και δυνατά… Ma κάτι γίνεται μετά, ε;
Μετά, στις 12 παρά ένα, αποπροσανατολιζόμαστε από το χυμώδες ντεκολτέ της παρουσιάστριας καθώς, για κάποιο λόγο, αδυνατούμε να κλείσουμε έτος χωρίς την συνοδεία ενός τηλεοπτικού αχταρμά. Ακόμη και αν έχουμε την πιο ευλογημένα διαλεγμένη ομήγυρη στο σαλόνι μας, στις απόπειρες επικοινωνίας μας θα είναι τραμπουκιστί συνοδός το τάδε τσάνελ. 4, 3, 2, 1 και…
Πάει ο παλιός ο χρόνοοοοοοος, ας γιορτάσουμε παιδιάαααααάά, και του χωρισμού ο πόνος (λέμε τώρα) , ας κοιμάται στη καρδιάάάάά. Καλή χρονιά !!!
-Και του χρόνου, και του χρόνου.
-Κοίτα τι φοράει η καργιόλα η Πέγκυ, θεϊκό ;;;;;;
- Έλα μωρό να σε φιλήσω, άντε και…. Και.. ματς !
- Εσένα σε φίλησα ; Δε πειράζει σε ξαναφιλάω.
- Παιδιά, που έχει άλλη σαμπάνια ;
- Ωωωωωωωω, κομματάρα….Να χαρώ να χαρώ το μωρό !
…………………
Εκείνο το βράδυ, το ξέρουμε οτι δεν υπάρχει καμία περίπτωση να συγκεντρωθούμε και να εκφωνήσουμε μια ευχή της προκοπής. Είναι τέτοιος ο υποβόσκων πανηγυρισμός που πάλι φέτος τη βγάλαμε καθαρή, τέτοια η άγρια χαρά που δεν υπάρχει λογαριασμός με περσινή ημερομηνία καρφιτσωμένος στην είσοδο, που ορμάμε στα λυτρωτικά ποτά σαν σκυλιά στο πιατάκι τους με τις κροκέτες. Πιέστε κουμπάκια, ξεχάστε, αποφύγετε τις βαθιές σκέψεις και ξεραθείτε στον ύπνο όσο πιο βαριά μπορείτε γιατί είναι κακό να σε βρεί η χρονιά σκεπτικό. Όλοι συντελούμε στην ελαφρότητα.
Και ύστερα, ο κόσμος διαλύεται, το τοπίο ησυχάζει.
Γίνεται η τελευταία προσπάθεια να μην αφήσουμε το σπίτι βομβαρδισμένο, υπάρχει ευεξία και κούραση, μια δοκιμασμένη συνταγή για να αποσυρθείς στην αγκαλιά του Μορφέα. Μόνο νωρίς το πρωϊ, μια διαίσθηση ότι κάτι αφήσαμε ημιτελές μας σκουντάει από τον υπέροχο χαλαρωτικό χωρίς αντίστροφη μέτρηση ύπνο της νέας αργίας, μας τσιγκλάει με εικόνες ανάμεσα στο όνειρο και την αλήθεια και σιγοψιθυρίζει ανομολόγητα όνειρα που θα θέλαμε να ξημερώσουν και να δουν το φως…
Και τότε στριφογυρνάμε στο στρώμα μαζί με τις ευχές και τις μνήμες, σε ένα στρόβιλο μισό του κορμιού μισό του μυαλού, που και τα δυό υπαγορεύουν…


ΣΣΣσσστ.
Τι ωραία που στήσαμε τα ξύλα. Πούντα είναι. Τόσο καιρό είχα να δω τα χνώτα μου κάτασπρα. Γαμώτο είναι ώρα. Ανάψτε τη τη ρημάδα, παγώσαμε.. Αυτά τα κάτω δε θα πάρουν. Είναι υγρά. Τάκη πιάσε τα τσιγάρα μου. Ρε μαλάκα, αυτό είναι το νέκταρ που θα’φερνες ; Με ξύδια θα τη βγάλουμε πάλι μάγκες…
ΣΣΣΣΣσσσσσς….. χμμμ
Δε μου λες ; Τι θέλεις να σου πάρω ; Θέλω να σου κάνω ένα δώρο τώρα, καιρό ψήνομαι να σε ξαναδώ να ξετυλίγεις σαν παιδί τα χαρτιά ενός πακέτου. Έτσι, να ξεσκίζεις το περιτύλιγμα με ‘κείνο το χαμόγελο που δε χρειάζεται λέξεις, μόνο να κάθομαι απέναντι και να σε καμαρώνω αστέρι μου.
Μμμμμ.
Μη με κουνάτε απ’ εδώ. Παφλάζει η θάλασσα στο σκαρί από κάτω και μου βρέχει τα πόδια ο αφρός. Νικόλα πιάσε όση Ελλάδα μπορείς στις χούφτες σου. Θα τη χρειαστείς. Αγγελικούλα μου άπλωσε κάτω το κορμί σου, κλείσε τα μάτια και άκου. Άκου να σου μιλάει η σοφία της και η αιωνιότητά της, την ίδια θάλασσα διασχίσανε χιλιάδες, κι όλοι ανυπομονούσαν κάπου να φτάσουν κόρη μου. Είναι ωραίο να ανυπομονείς.
Έλα μμμμμμου, έλα
μωρό μου, κάτσε να σου λύσω τα μαλλιά να χυθούνε χάμω οι λυγμοί της γλύκας σου και να τρυγήσω ξανά το νόστιμο δέρμα της πλάτης σου…. Κάτσε να ταιριάξω τα πόδια μου ανάμεσα στα δικά σου, κοίτα με πόση αγάπη προσαρμόζεται το κορμί μου στο σχήμα σου σαν με καλείς, σα με θέλεις μέσα από τη ψυχή σου. Με ξανασχηματίζεις γυναίκα ολάκερη από κάποιον θεό απίστευτα δημιουργημένη, από σάρκα και φωτιά !
Ααααμαν ποιά. Κοντεύουμε ! Δυό στροφές ακόμα.
Αφήστε τώρα τα σχόλια. Εγώ αναλαμβάνω. Σήμερα είμαι ο οδηγός σας στη δική μας μικρή ζούγκλα. Μη γελάτε ρε Κρούσια ή Νεπάλ από πάνω στο Google earth τα ίδια φαινόντουσαν . Ποιος αποτιμάει ένα βουνό ; Ποιός συγκρίνει δρόμους από χώμα ; Υπάρχει περίπτωση να μην οδηγούν πουθενά ; Υπάρχει περίπτωση να τους χάραξαν άσκοπα ; Κάθε φορά γκρινιάζετε, ώσπου να ξεπροβάλλει από κάτω η λίμνη, η καταχνιά, η μυρωδιά του σάπιου χόρτου και ένα κόκκινο δέντρο μέσα στα κιτρινισμένα. Και τότε σωπαίνετε όλοι με κατάνυξη.
Γκκκκ….τι στο καλό ;
Παιδιά κάποιος να βοηθήσει. Το παιδί δεν τη βγάζει. Είναι δυό βδομάδες στα χαρτόνια. Ξύλιασε. Έχει να φάει από δε ξέρω πότε. Θα τον πάρεις εσύ μαλακά παραμέσα. Τηλεφωνήστε για ασθενοφόρο. Έλα παιδαρά να σε τραβήξω λίγο, σιγά. Τι θες εκτός από τσιγάρο ; Άσε τη μαγκιά. Τα σκάτωσες. Τώρα φάε αυτό κι όλα θα τα δούμε, ένα ένα. Φάε μη μου μείνεις από αδυναμία. Έχεις κάποιον κολλητό να τηλεφωνήσουμε ; Τι έχει το πόδι σου ; Ήρεμα, μάγκα μου, ήρεμα. Ήρεμα, είσαι σε καλά χέρια, είμαι γιατρός. Ήρεμα. Έτσι μπράβο…
Σσσσσς, έλα, σιγά σιγά, έλα έλα !
Σσσσσσσσσς… κοιμάται. Τώρα ξερογλύφεται. Λες να είναι κατουρημένη ; Κοίτα ; Δεν είναι λακάκι αυτό στο πηγούνι της ; Θα τη φάω ολόκληρη κανά βράδυ. Αυτή είναι η καλύτερή μου ώρα. Και σου μοιάζει ! Επίτηδες σε ξυπνάω πριν την ώρα σου, να έρχεσαι μαζί μου και να βλέπεις τι φτιάξαμε… Τι φτιάξαμε αγόρι μου…
Χρρρρρρ..
Μη με ξυπνάς. Πρώτη νύχτα κοιμάμαι τόσο αδιάκοπα, βαθειά, λυτρωτικά. Από τότε που γύρισες άρχισε να κλείνει η πληγή. Νόμισα πως δε θα τα καταφέρω. Ήταν ένα διαλυμένο κορμί από τη μέση και κάτω. Πονούσα σε κάθε ανάσα. Δεν είχα το κουράγιο να ξεκινήσω ξανά να συναρμολογούμαι. Τι καταστροφή. Και μπήκες, και με κοίταξες με εκείνα τα μάτια όλο πίστη. Μ’ ανέστησες. Μπορώ να περάσω κι αυτή και την επόμενη πρόκληση. Γιατί έχω να περιμένω κάτι γι’ αύριο. Άσε με τώρα. Να κοιμηθώ. Κάτσε εδώ να με κρατάς, από το χέρι.
ΣΣσσσσς….
Ξημερώνει. Το ευχόσουν να ξημερώσει απόψε; Είναι ωραίο να εύχεσαι να ξημερώσει για να προλάβεις να κάνεις πράγματα. Να προλάβεις να κάνεις ξανά, με την ίδια φλόγα, πράγματα κοινότυπα, που θα έλθουν και θα ξαναέλθουν, αύριο, φέτος, του χρόνου, του παραχρόνου, με την ίδια γλύκα που έχουν όταν τα ζεις. Όταν τα ζεις και δεν τα αποδιώχνεις. Υπαγορεύει η ψυχή μας…

Μείνε κοντά στην γλύκα των πραγμάτων και φέτος. Μείνε κοντά στη γλύκα. Και ψέλισσέ το στο καθρέφτη. Εκείνη την ώρα, στις δώδεκα, αυτή να είναι η ευχή. Τι λέτε ;

Τετάρτη, Δεκεμβρίου 9

Χάρηκα που σας γνώρισα


Εγώ, ανέγγιχτος επιχείρησα να περάσω ανάμεσά σας. Να μην αλλοιωθώ. Μα δε παραμέρισε κανείς. Η ύλη σας χύθηκε απάνω μου σαν υδράργυρος. Και έγινε θρύψαλλα & ερεθίσματα πολλά ώσπου δεν ήξευρα τι να διαλέξω. Και έγινε κρασί και φως μαζί ώσπου δεν ήξευρα πόσο να πιώ. Και σα στυπόχαρτο, παρθένος, αφέθηκα στη μοίρα μου να ενσωματωθώ στην ομορφιά σας. Και σεις με γονιμοποιήσατε καθώς με δίψα σας ψηλάφιζα με όλες τις αισθήσεις μου παρούσες. Και ήτανε γιορτή. Η μπλέ κρούστα μας ξεφλουδίστηκε οριστικά και την αφήσαμε πίσω. Με κάψατε λίγο, δε λέω, σαν ήλιοι απογευματινοί, ευπρόσδεκτα απρόκλητοι. Σας ερέθισα λίγο, το ξέρω, σαν άμμος με αγέρα που χτυπά όπου βρεί. Δε κλείσατε τα μάτια. Βάλατε μόνο τα χέρια μπροστά. Και καθώς κοιτούσατε με μισόκλειστα βλέφαρα τις μορφές μου πιό εύκολο ήτανε να σας παρασύρω στην αυταπάτη της αφθαρτότητας. Να σας παρουσιάσω τα χίλια μου πρόσωπα σε ένα καμβά μοναδικό.
Κοιτιόμαστε από παράθυρα ή στον καθρέφτη, δεν έχει διαφορά…
Είσαστε η πηγή του νερού μου. Μετασχηματίζομαι καθημερινά. Τα σκέλια μου μπερδεύονται με τους μύες σας, οι μνήμες μου πατούν στις πατρίδες που αφήσατε, οι πατημασιές μου μυρίζουν δεκάδες λουλούδια που φυτέψατε και συνεχίζω μαγεμένος να ακροβατώ.
Πρασινίζω το χειμώνα και ασπρίζω τον Αύγουστο σαν μου πείτε…
Τραγουδώ περσικούς θρύλους γρατζουνώντας μεξικάνικες χορδές
και είναι το σύμπαν μικρό για τη συνισταμένη των ονείρων μας.
Δεν θέλω να περάσω πλέον ανέγγιχτος ανάμεσά σας. Δε θέλω…
Γιατί… αλήθεια σας το μολογώ.
Χάρηκα τόσο που σας γνώρισα...

Κυριακή, Νοεμβρίου 29

Δεν το φοβάμαι το άγνωστο !


Περισσότερο φοβάμαι το γνωστό..
Είναι πολλές φορές που χαμογελώ καθώς ακούω να λένε «φοβάμαι το άγνωστο» . Χαμογελώ γιατί οι ζημιές που μου έχει προξενήσει το άγνωστο είναι ασήμαντες. Η μεγάλες φθορές στο ηθικό και την διαμόρφωση του χαρακτήρα μου από αλλού ήρθαν.
Από αυτά που έπιασα με το θάρρος της εξοικείωσης σφιχτά στα χέρια μου, και με χάραξαν τόσο που ακόμη δεν μου έχουν φύγει τα σημάδια.
Το γνωστό, το οικείο, το αναμενόμενο είναι αυτό που θεωρούμε ψηλαφημένο και εκτιμημένο επαρκώς ώστε να μην το κρίνουμε. Το οικείο είναι που δεν ανατρέπεται...
Γνωστό είναι ότι καθώς γεννιέμαι, από τα δεκάδες δεδομένα γύρω μου είναι προδιαγεγραμμένο με ποια πράγματα δε πρέπει να παλέψω. Δεν πρέπει να αναμιχθώ στο σύστημα αξιών που θα συναντήσω. Δεν πρέπει να απειλήσω τα θεμέλια της σιωπηρής συμφωνίας που κρατάει όλο αυτό το κοινωνικό οικοδόμημα συμπαγές. Ανάμεσά τους και με τις ίδιες πρακτικές που στους προηγούμενους έχουν αποδώσει πρέπει να πιάσω μια γωνίτσα γης και να σπείρω, να ποτίσω, να θερίσω και να αποσυρθώ. Χωρίς ποτές να απλώσω υπερβολικά τις φτερούγες μου.
Γνωστό είναι το ανάστημά μου και η εμβέλεια της νοημοσύνης μου. Έχει αποφανθεί το αλάνθαστο εκπαιδευτικό μας σύστημα, έχουν συμφωνήσει μεταξύ τους οι γονείς μου με τις εμμονές που κουβαλούν και τις δυνατότητες που έχουν και , το χειρότερο για μένα είναι ότι δε μπορώ να καταλάβω πως το περιβάλλον μου αναγνωρίζει και τελικά δικαιώνει συγκεκριμένο τύπο ευφυϊας. Έτσι κάθε ένστασή μου καταπνίγεται παρασύροντας ευκαιρίες για να γνωρίσω , να αγαπήσω και να πιστέψω στον εαυτό μου. Με το ανάστημα και την εμβέλεια της νοημοσύνης δεδομένα ξεκινώ στα 10 μου χρόνια να επιλέξω τους πυλώνες της δημιουργίας μου που θα αποτελέσουν και την βάση της ψυχικής μου υγείας στο μέλλον.
Γνωστό είναι ότι όταν πλησιάσω τις πρώτες εντυπωσιακές μου κατακτήσεις θα είναι βέβαιες οτι διέπομαι από τα ίδια κίνητρα από τα οποία εμφορούνται όλα τα πλάσματα που κατουράνε με τον ίδιο τρόπο με μένα. Οι σύντροφοί μου θα περιμένουν τα γνωστά επιτεύγματα και κυρίως ποτέ να μην τους ξενίσω με τις συμπεριφορές μου. Οι παραβατικότητες θα καταπνιχθούν εγκαίρως πριν καταφέρουν να σχηματίσουν όμορφα χρώματα της διαφορετικότητας. Τελεσίδηκα θα τιμωρηθούν με εξωστρακισμό.
Γνωστό είναι αυτό το λαμπρό φώς που με περιβάλλει σε κάθε χώρο όπου διακρίνομαι. Και φωτίζει τα πάντα εξαντλητικά για να μην αφήσει υπονοούμενα. Τι περιμένουν από εμένα όλοι στο άμεσο περιβάλλον μου, γνωστό είναι. Να δικαιώσω τον τίτλο του φαβορί, κάθε φορά που παίζουν τα ρέστα τους στο μέλλον μου. Βέβαια. Περιμένουν να μην κάνω πίσω και διαταραχθούν οι σειρές. Και η σειρές των πραγμάτων γνωστές είναι. Τι ώρα πρέπει να φτάσεις ,τι μέρα πρέπει να ξεκινήσεις, πότε πρέπει να πάρεις μια ανάσα, πότε να κάνεις ένα βήμα πίσω… το οικείο περιβάλλον ξέρει, ξέρει τα πάντα. Ρώτα. Θα στα τρίψουν στη μούρη, με τέτοιο τρόπο εμφατικό θα στα ξεδιαλύνουν. Ακόμα και τον ιδανικό τρόπο να γιορτάσεις τις μικρές σου υπερβάσεις τις ξέρει.
Γνωστά είναι και τα όρια της επίδρασής μου στους ανθρώπους. Ξέρω ότι όσο ιδανικό πιάτο και να τους σερβίρω πάλι θα κάτσουν θα φάνε βιαστικά τρεις μπουκιές, άλλη μια από ευγένεια και θα γυρίσουν να φύγουν χωρίς να μαζέψουν τα πιάτα. Ξέρω ότι αν, αν ποτέ τα καταφέρω να υπερβώ το παραμύθι, να ξεπεράσω κάθε προσδοκία και να παρουσιαστώ υπέροχος, κανείς δε θα πιστέψει. Ξέρω, γνωστό είναι ότι όταν ξημερώνει δε περιμένουν να δούνε μεγάλο φωτεινό φεγγάρι. Και έτσι, δε σηκώνουν τα μάτια ψηλά.
Γνωστός είναι ο βιολογικός μου κύκλος. Υπάρχουν συνέδρια με δεκάδες ανακοινώσεις. Υπάρχουν στατιστικές. Υπάρχουν τόσοι απαράβατοι κανόνες που ορίζουν πότε δεν θα δικαιούμαι να ερωτεύομαι, πότε θα σταματήσω το σεξ, πότε θα είναι πιά αστείο να διεκδικώ συγκινήσεις, πότε θα γευτώ την πατρότητα και τη μητρότητα, πότε θα πρέπει να μετατραπώ σε νοσοκόμο που θα ξεσκατώνει γέρους, πότε θα με δέχονται και σε ποιους κύκλους πότε θα λέγομαι εργένης και πότε ραμολιμέντο , καθώς και πότε η δημιουργηκότητά μου θα μετατραπεί από αξιοθαύμαστη σε αξιομνημόνευτη.
Γνωστό είναι και το φινάλε μου.Η έκβαση όλων των πραγμάτων είναι γνωστή. Είμαι ένα φύλλο με υπέροχα χρώματα που ωστόσο με τον ίδιο τρόπο θα αποχωριστεί από το κλαδί, λίγο διαφορετικά θα πέσει, εκεί να καταλήξει, με όλους τους άλλους, στο χώμα, στην ασημαντότητα του ετοιμοθάνατου .
Είναι όλα αυτά και τόσα άλλα, γνωστά, οικεία, αξεπέραστα και νομοτελειακά που με έχουν πιάσει από το χέρι και με συνοδεύουν εκεί που πάω. Και όσο και αν προσπάθησα δεν κατάφερα να μην τα φοβάμαι. Τρέμει η ψυχούλα μου, ωχρή γίνεται η φύση των ανομολόγητων ονείρων μου και με καθορίζει.
Το άγνωστο ;
Το άγνωστο εγώ δε το φοβάμαι πιά. Έχω κάνει την υπέρβασή μου. Παρ’ όλες τις σχετικές παραινέσεις το άγνωστο είναι ο κρυφός μου φιλαράκος. Αλλά….
…μη το πείτε πουθενά.

Πέμπτη, Νοεμβρίου 19

Το ετοιμοθάνατο λικέρ


The procedure of a tear...

Στοργή απλώνεται και τα καλύπτει όλα. Πάθη, εμμονές, πόθους & απόπειρες. Στοργή ανεβαίνει σαν ανυπόμονος κισσός από τη γή. Ζεσταίνει τη κοιλιά σου σα πρωϊνό γάλα & κατόπιν το μυαλό σου σα μεσημεριανός υπνάκος. Σε ποτίζει καθυσηχαστικά στιγμιότυπα. Ρίχνει αστραπές ευπρόσδεκτες στο παχύ σκοτάδι κάθε ανασφάλειάς σου. Κι έτσι ζεστός αφήνεσαι, μέσα στη μάλλινη κουβέρτα της τα σκέλια σου να τα μπερδέψεις με εκείνη.
Στοργή εξαπολύεις. Με τον ανθρώπινο υπολογισμό οτι θά 'ρθει πίσω. Και έρχεται, πολλαπλασιασμένη με χάδια μητρικά και καλοψημμένες βεβαιότητες. Σηκώνεις τότε το γιακά και προχωράς, μεσα στο κρύο κουμπώνοντας όλα τα κουμπιά σου εως πάνω.. Ούτε δεξιά ούτε αριστερά να στρίψει το κεφάλι δε μπορεί. Μεταβολή ; Ούτε σκέψη...
Παιδιά κοιμούνται παραμέσα με ήσυχο ρυθμό. Πηγαίνεις κάθε τόσο και τα βλέπεις. Τα σώματα δουλεύουν και ζεσταίνουν. Γεμάτα με καυτό, μαύρο λερό νερό. Πατώματα από ξύλο και κανόνες όλα στέρεα. Δε τρίζουν. Κανένας πάνω δε χορεύει εξάλλου. Περπατούν.
Στοργή γυρεύεις όλη μέρα. Μέσα σε μπαούλα με παλιές φωτογραφίες, μέσα σε κάδους με μηνύματα ζεστά, τόσο παλιά,θαρρείς πως κιτρινίζουν στην οθόνη. Ώσπου να έρθει πάλι η θαλπωρή, λευκά να στρώσει εργόχειρα οικογενειακά ολούθε, και τις πόρτες να κλειδώσει δυό στροφές. Μυρίζει τότε τσάϊ και κονιάκ και κάστανα βρασμένα κι είναι εντάξει. Είναι εν τάξει.


Μα το κορμί σου ; Αυτό που κόκκινο αίμα όλο γεμίζει κι από κάθε του ακρωτήρι ένα σήμα sos γυρίζει, τι διάολο θέλει και στριφογυρνάει τις ώρες τις μικρές προς το βορρά ; Γιατί νωρίς ξυπνά και τίνος η ανάμνηση το κατατρέχει ; Ποιός διάολος είναι αυτός που σε παραφυλάει, έξω από τα τετριμμένα κι ασφαλή να σε πετάξει ;
Θυμάσαι πότε έπεσες έξω απ' τα σύνορα στερνή φορά ; Έξω απ' την τέλειά σου δίνη; Θυμάσαι το κτύπημα ή την πτώση ; Θυμάσαι το φόβο, ή την έξαψη πριν απ' το φόβο ; Τι θυμάσαι πιό καλά, το χώμα που σε αγκάλιασε ή τη πληγή που σου άφησε ; Τι θυμάσαι;

Λένε πως πιό πολύ θυμάσαι ένα δάκρυ. Το στερνό εκείνο της επίγνωσης το δάκρυ. Τη στιγμή που αποφαίνεται το σώμα σου ότι τόσα του στερούσες που κάλλιο πιά να μη το χρησιμοποιούσες, παρά έτσι διαρκώς να το κακοποιείς. Το δάκρυ της επίγνωσης οτι το πιό γλυκό λικέρ της νιότης σου έχει στερέψει, τόσο ανεπιστρεπτί, που θα μπορούσες να το πείς ετοιμοθάνατο. Ας λένε οτι το παλιό λικέρ είναι σαν νέκταρ. Εσύ κάποια στιγμή το ξέρεις. Όταν στο πάτο της μπουκάλας τόσο μείνει που δεν κυλά, ας είναι νέκταρ, ας είναι και θεός. Να σε κρατήσει ζωντανό δε θα προκάνει.

Κυριακή, Νοεμβρίου 15

Ένα κουταλάκι μέλι


-Είμαι ένας άκακος υπερεθνικιστής !
Εσείς τώρα λέτε ότι δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα ; Υπάρχει …Δεν έχει να κάνει με την αποστροφή στη παγκοσμιοποίηση. Όχι καλέ. Καλώς να έλθουν όλοι. Εμείς θα είμαστε πάντοτε οι πιο, οι πιο, οι πιο….. πώς να το πώ με 1000 λέξεις…
Έχουμε μια τεράστια γλύκα εμείς οι Έλληνες. Από την διπλανή πιτσιρίκα στο θρανίο του νηπιαγωγείου μέχρι και ,πολύ πολύ αργότερα, τη διπλανή γιαγιά στο παγκάκι του πάρκου μοιράζουμε και μαζί απολαμβάνουμε χορταστικές μερίδες από το κόκκινο καρό τραπεζομάντιλο της παράξενης μεγάλης καρδιάς μας.
Κοιτάξτε τα πρόσωπα των Ελλήνων. Έχουν τη ζεστασιά ενός Αιγύπτιου μα πιο εκλεπτυσμένα χαρακτηριστικά, έχουν το πείσμα του Βρετανού, χωρίς το ανάπηρο πάνω χείλι, έχουν αισθητική Σκανδιναβού χωρίς να σχεδιάζουν σκαμπό από σπασμένες κρεμάστρες, έχουν την προνοητικότητα του Αμερικανού αλλά μονάχα για την τρέχουσα ημέρα, έχουν την επιθετικότητα του Μουσουλμάνου αλλά χωρίς την ηθική καχυποψία του, ακόμη έχουν την περηφάνεια του Ρώσου αλλά χωρίς να τους παίρνει από κάτω η προσωρινή υποχώρηση της αυταπάτης τους και τέλος έχουν την τρυφερή ψυχή του Αφρικανού χωρίς να τραγουδούν μοναχά τη δυστυχία. Δεν είναι ικανότητα. Είναι μια ευλογία.
Μυρίστε γύρω σας… Δεν υπάρχει ! Δεν υπάρχει τέτοιος τόπος που να έχει γύρω από τα πόδια του ένας άνθρωπος χοντρός 9 επιλογές από χόρτα που προκαλούν απίσχνανση (αδυνάτισμα) : σκόρδο, κάρδαμο, πράσο και σινάπι και πύρεθρο και μέντα και δυόσμο και φλισκούνι και θυμάρι. Ζούμε πάνω σε αυτόν τον τόπο που παράγει το πιο νόστιμο σιτάρι, γεμίζει αγόγγυστα κάθε πρωϊ το τραπέζι μας με μαρμελάδες φρέσκων φρούτων και φρυγανιές μοσχομυριστού χθεσινού ψωμιού και λαχανικά που μυρίζουν γη. Με την ελάχιστη εκλεκτικότητα και φροντίδα η καθημερινότητά μας γίνεται ανώτερη από των αυλικών του Μπάκινχαμ … Κανένας άλλος στο κόσμο δε φαντάζεται το ίδιο πράγμα αν ακούσει τη φράση « τυρί με καρπούζι» , μόνο εμείς.
Ακούστε γύρω σας ανθρώπους να χαιρετιούνται. Τι κάνεις ; - Σκατούλες ! -Πώς είσαι ; - Πώς να’μαι, απήδηχτη ! -Πως πάει ; ..μιώντας ! Οι απλές ερωτήσεις μόνο εδώ επιφέρουν αυτόματες εξομολογήσεις με την μεστή αυθάδικη ελαφρότητα του ελληνικού ταμπεραμέντου. Γι αυτό ελάχιστα πράγματα τελικά παραμένουν στοιβαγμένα στη ψυχούλα μας το βράδυ για μηρυκασμό .
Μιλάμε πολύ. Προσφερόμαστε να μιλήσουμε σε όποιον έχει έστω και μια ένδειξη πάνω του ότι δεν είναι κουφός. Και λέμεεεεεεε ! Λέμε τα εσώψυχά μας με μια αφέλεια που μας κάνει υπέροχους . Λέμε τα εσώψυχα του χθεσινού διπλανού στο λεωφορείο που μας τα εμπιστεύθηκε για να τα …προωθήσουμε ! Λέμε τις ανακρίβειές μας με τεράστια χαρά γιατί πάνω σε αυτές θα βασίσουμε την επόμενη μεγάλη μας εξομολόγηση. Και ξεστρατίζουμε τόσο που στο τέλος δε μένει χρόνος για την καθεαυτού εξομολόγηση οπότε τι έγινε ; Ξέρετε τι θα έγραφε ένας Αμερικάνος για μας ;
« δεν την καταλαβαίνω αυτή τη βλακώδη κουλτούρα του μπλα μπλα. Η ειλικρινής παράσταση είναι το πάν. Ειλικρινής και κενή, τελείως κενή. Ειλικρίνεια που είναι χειρότερη από τη ψευτιά, αθωότητα που είναι χειρότερη από την διαφθορά. Τι απληστία κρύβεται πίσω από αυτήν την πληθωρική ειλικρίνεια. Στην πράξη πιστεύουν όλοι ότι δικαιούνται τα πάντα ! Την …ξετσιπωσιά τους την αποκαλούν τρυφερότητα, την φθηνά καμουφλαρισμένη αναλγησία τους χαμένη αυτοεκτίμηση. Ζούν σε μια υπερβολή. Δραματοποιούν τα πιο ασήμαντα συναισθήματα. Σχέση ! Ω, να αποσαφηνίσω τη σχέση μου… Ανοίγουν το στόμα τους και σε πιάνει απελπισία. Αποσβολώνονται στη συμβατική αφήγηση. Δεν μπορούν να αποδεχθούν μια φράση που έχει αρχή μέση και τέλος. Και κάτω από αυτόν τον ύπουλο ακραίο ναρκισσισμό τους συνεχίζουν να πορεύονται
με μια ευτυχισμένη παρακμιακή μακαριότητα » (λόγια καθηγητή ήρωα του Philip Roth)
Ίσως να έχει δίκαιο. Κανένας άλλος λαός δεν έχει τέτοια ευχέρεια να ντύνεται συναισθήματα και να γδύνεται λέξεις επουλώνοντας τις πληγές της καθημερινής του κακομοιριάς. Όταν ξυπνάμε το πρωί , η χθεσινοβραδινή ματαιότητα σκεπάζεται από μια κρούστα ελπίδας αποδίδοντας μας φρέσκους στη βιοπάλη. Δεν μπορούν να καταλάβουν από πού αντλούμε τις αντοχές μας. Τρελαίνονται.
Εμείς ωστόσο ξέρουμε. Ξέρουμε ότι αυτή η χώρα μπορεί να μη φτιάχνεται ποτέ … αλλά επίσης δε χαλιέται και με τίποτε ! Πάνω της υπάρχει η θετική αύρα πολλών γενιών που αισθάνθηκαν πολύ τυχερές να την πατούν. Γύρω μας υπάρχουν σφιγμένα μάτια ζηλόφθονων ότι δεν γεννήθηκαν πάνω της. Και τα παιδιά μας γελάνε και κάνουν απολαυστικές παρατηρήσεις καθώς συχνά παρατηρούν τους ξένους. – Μαμά αυτή γιατί φοράει κάλτσες με τα πέδιλα ; Σιχαίνεται το χώμα ;
Τα παιδιά μας. Μεγαλώνουν σαν τα γυφτάκια σε ένα δυτικό αποστειρωμένο τεχνοκρατικό περιβάλλον. Είναι από μωρά ήδη υποψιασμένα για το εμβόλιο της γρίπης, για το πρωτάθλημα του Γαύρου, για τις υποσχέσεις των νεοεκλεγέντων, για τη ρεμούλα και τη διαφθορά που θα αντιμετωπίσουν αλλά παρακαλούνε να τα αφήσουμε να γευτούν τη ζωή σε αυτήν τη χώρα, λίγο ακόμα σαν μωρά, γιατί δε θέλουν να αποχωριστούν τη γλύκα της. Δε θέλουν να σταματήσουν τα πρωινά της Ελλάδας να τα υποδέχονται με ένα κουταλάκι μέλι.
Τα λυπητερά ‘ρωτόλογα του Ερωτόκριτου και οι ευχές από της Μάνης τις μανάδες δεν θα τ’ αφήνουνε να ξεχάσουν τι είναι αυτός ο τόπος. Είναι τόπος που τρώει τα παιδιά του αλλά κανένα δε θέλει αλλού να πάει να ζήσει. Θα ‘γναντεύουν το δειλινό, όπου κι αν είναι. Θα μετρούν τα άστρα εδώ που είναι εφικτό να τα μετράς όλο το χρόνο. Αφήστε να τα βγάλει από του καθημερινού την παγίδα ο αγέρας. Εδώ που ζούμε μπορούμε με προσδοκία για το μέλλον να χαμογελούμε. Εδώ μεγάλωσε η τρελή ροδιά του Ελύτη. Να σας θυμίσω ;
"Σ’ αυτές τις κάτασπρες αυλές όπου φυσά ο νοτιάς
Σφυρίζοντας σε θολωτές καμάρες, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά Που σκιρτάει στο φως σκορπίζοντας το καρποφόρο γέλιο της
Μ’ ανέμου πείσματα και ψιθυρίσματα,
Πέστε μου είναι η τρελή ροδιά
Που σπαρταράει με φυλλωσιές νιογέννητες τον όρθρο
Ανοίγοντας όλα τα χρώματα ψηλά με ρίγος θριάμβου ;

Όταν στους κάμπους που ξυπνούν τα ολόγυμνα κορίτσια
Θερίζουνε με τα γυμνά τους χέρια τα τριφύλλια
Γυρίζοντας τα πέρατα των ύπνων τους,
Πέστε μου είναι η τρελή ροδιά
Που βάζει ανύποπτη μεσ’ τα χλωρά πανέρια τους τα φώτα ;
Που ξεχειλίζει από κελαϊδισμούς τα ονόματά τους
Πέστε μου……….
…………………………………………………..
….στο στήθος των βαθιών ονείρων μας, είναι η τρελή ροδιά ;"

Τετάρτη, Νοεμβρίου 11

Τα μαθηματικά της Πανδώρας


Εγώ εις το τετράγωνο
Δωμάτιο διάχυτο από καπνό και ένταση. Μυρωδιά ιδρώτα και κονιάκ. Ένας αλύπητα τσαλακωμένος καναπές. Πάνω του ένα κορμί σε αμυντική στάση. Χέρια τυλιγμένα γύρω από μαζεμένα πόδια. Μια μπάλα από σίδερο, μια μεγάλη ποσότητα εκδίκησης έτοιμη να εκτοξευτεί. Κι όποιον πάρει ο Χάρος. Όποιον πάρει… Γιατί είμαστε κατασκευασμένοι και για πόλεμο εμείς. Πολεμική μηχανή που κανείς δεν κατάφερε ποτέ να αντιμετωπίσει , ένας οργισμένος ενήλικας. Ένα βλέμμα που γίνεται μαχαίρι. Ένα σώμα που γίνεται όρνιο. Πρώην άγγελος με μάτια σφικτά, φλογισμένα. Καλύτερα να μην υπήρχαν αυτοί οι αδένες που παράγουν ένα τέτοιο πύρινο δηλητήριο. Αλλά υπάρχουν. Φορές, έχουν το πάνω χέρι. Φορές ελέγχουν, καθοδηγούν τις εξελίξεις και καθορίζουν ζωές. Όχι μια. Δύο τουλάχιστον. Πολλές φορές τρεις. Και κάποτε περισσότερες από αυτές. Λεπτομέρειες οι ζωές μπροστά στο σκηνικό της απόγνωσης ενός θυμωμένου ζώου. Να λοιπόν πως γίνεται πόνος. Ξεπετάγονται ολούθε και απορείς που ζήσανε κρυμμένες. Οι χειρότερες και συχνά αθεράπευτες μαύρες ασθένειες του μυαλού μας. Πράγματα με τα οποία οι γύρω μας αποφεύγουν να τα βάλουν. Συναισθήματα που μοιάζουν με εκείνα που λίγοι έχουν βιώσει : Οργή του άδικα έγκλειστου σε υγρό κελί, λύπη του πληγωμένου στον κρύο δρόμο σκύλου, θυμός ορφανού μικρού παιδιού, μένος ενός προδομένου από το παραμύθι του ιππότη. Όλα τόσο ανώτερα από τις δυνάμεις της απαίδευτης λογικής μας. Όλα μοιραία, σα μαχαίρια σε χέρια μεθυσμένων.

ΕΚΕΙΝΗ, η καταδίκη μου, περιφέρεται στητή σαν ψηλό ποτήρι φαρμακερής μνήμης με σημάδια από τα χείλη μου παντού. Εκείνη απέναντι είναι η υπαίτιος. Αυτή που άντλησε σε λίγα χρόνια το κορυφαίο και το ύστερο από όσα είχα να μοιραστώ. Και τώρα με κοιτάζει σαν ύαινα. Δεν έπρεπε να περιμένουμε ως εδώ . Φτάνει.
Είμαι έτοιμος για όλα. Όλα τώρα είναι πιο πάνω από τη λογική της συγκατάβασης. Όλα είναι πιο δυνατά από την αναβολή.
ΕΓΩ. Είναι ώρα πάλι για το εγώ. ΕΓΩ. Κάπως φθηνά πούλησα το τομάρι μου. Κάπως πιάστηκα απροετοίμαστος στη φάκα με τα θέλγητρά της. Έδωσα. Υποσχέθηκα. Δεσμεύτηκα. Αναλώθηκα. Εξαντλήθηκα. Άφησα να πατήσει παντού μέσα μου. Τίποτε δεν κράτησα για τον εαυτό μου. ΕΓΩ. Μοιράστηκα τη μερίδα μου για να χορτάσει μια αχόρταγη. Έτρεχα να προφτάνω ό,τι να την αλλοιώσει απειλούσε. Άσπιλη την ήθελα για να μου επιστρέψει την λατρεία μου. Σε ζεστές σαν κοιλιά μάνας ματιές. Σε φωτεινές αφιερωμένες στη λαγνεία μου νύχτες. Για να μου επιστρέψει τη δύναμη της αγάπης μου σε χιλιάδες σεντούκια συναισθημάτων. Κι αυτή πάντα έβαζε πάνω πάνω τις προτεραιότητές της.
ΕΚΕΙΝΗ, η κατάρα μου, κοιτάζει παγερά σιωπηλή. Ούτε μια στιγμή δεν έδειξε αμφιβολία για τη στάση της. Ένα κρύο κορμί, παγετώνας σωριασμένος επάνω στη γήϊνη σάρκα της ψυχής μου. Μου αφαίρεσε το φως ,την πρώτη ύλη της ελευθερίας μου. Με απόκοψε από τον ήλιο. Με έσυρε στο κατώγειο της αυτοεκτίμησης και με την πρώτη ευκαιρία έκανε την επανάστασή της. Δεν υπάρχει πια κανένας, κανένας λόγος να είμαστε μαζί.
EΓΩ, μια τελευταία ματιά. Μια ματιά αίμα, να μη ξεχάσει ποτέ. Εντολή. Περνάω πάνω της. Απαντά με το ίδιο νόμισμα. Ο σώζων εαυτόν σωθείτο… Ανοίγει ξανά τη βαλίτσα της και πετάει μέσα υπολείμματα. Δεν κοιτάζει αλλού. Είναι μέχρι την τελευταία στιγμή μια γελοία παράσταση επικράτησης όπου αποκλείεται να προκύψει νικητής. Την αποτελειώνω με τις κινήσεις μου. Βάζω επιδεικτικά το πιο κεφάτο μου CD. Ξαναγεμίζω κόκκινο από τη μπουκάλα. Και κάθομαι στο γραφείο. Για να μη ξαναστραφώ προς το μέρος της. Μέχρι να ακουστεί η πόρτα.Να μη ξαναστραφώ προς το μέρος της. Ποτέ πιά.
ΕΚΕΙΝΗ, η ήττα μου, η πιο μεγάλη παρτίδα που έχω χάσει, δραπετεύει από το φινάλε της, αφήνοντας την πόρτα ανοικτή. Δεν ακούγεται τίποτε, παρά φυγή. Κανένας γδούπος αναγγελίας. Απλώς φυγή. Τον επίλογο να τον βάλει η σιωπή. Δε σφάξανε !
ΕΓΩ σηκώνομαι, ΕΓΩ πιάνω το χερούλι της πόρτας, ΕΓΩ με όλη μου την δύναμη βροντάω το κουφάρι της στη κάσα με μια ευχή. Ο κρότος αυτός να είναι το βεγγαλικό της ελευθερίας μου. Να είναι το εξιτήριό μου. Να είναι η λύτρωση του εξαφανισμένου εγώ μου.Να είναι η λύση. Να είναι η μπόρα που θα πλύνει το αίμα και η φωτιά που θα που θα κάψει τις φωτογραφίες για να μείνει κενό.

Τετραγωνική ρίζα του εμείς
Κενό. Χαμηλά φώτα, ένα σαλόνι τακτοποιημένο στην εντέλεια. Πρόγραμμα οργανωμένο στην εντέλεια. Τεκμήρια ή αναφορές σε εκείνη εξαφανισμένα. Η προσπάθεια ενός δραπέτη έχει πολλές όψεις. Πρώτα σβήνει τα ίχνη. Μετά σκέφτεται προς τα που να τρέξει. Κι ύστερα στρέφει συνέχεια το κεφάλι πίσω, μάλλον για να βεβαιωθεί οτι κάποιος τον ακολουθεί αποτελεσματικά.
Κενό. Κανένας ήχος αν δεν τον προκαλέσω εγώ. Καμιά σκέψη αν δεν την ανασύρω μόνος μου. Θα έπρεπε να μοιάζει με κήπο....
Κενό. Χωρίς τα λουλούδια του ο κήπος μυρίζει σκέτο χώμα.
Από την πρώτη στιγμή το καταλαβαίνεις ότι έκανες ένα ολέθριο σφάλμα. Είναι εκείνο το καμπανάκι που δεν έχουν εντοπίσει οι γιατροί και κτυπά κατευθείαν στο στήθος. Μια εξαιρετικά σύντομη αρρυθμία που η λογική σπεύδει να την αποκαταστήσει πριν εκτεθείς... Αυτό ουδόλως αποτρέπει την σειρά των ειδικών καταστάσεων που έχεις να διαχειριστείς.
Σπρώχνω με όλη μου τη δύναμη για να αποδιώξω το κουτί της Πανδώρας. Ανάβω τα κεριά του εγωϊσμού μου να ξορκίσω κάθε φοβία. Τίποτε δεν γίνεται. Όλο μου το είναι ζητούσε πριν να της αποδώσω ευθύνες. Ότι κοίταζα, ότι ακουμπούσα, ότι συνέβαινε παρέπεμπε σε λάθη της. Τώρα ; Ότι κοιτάζω, ότι ακουμπώ, ότι συμβαίνει θα πρέπει να το κρίνω απαλλαγμένος από την εμμονή του θύματος. Πρέπει να δικαιώσει την απόφαση. Και το σπίτι δε βοηθάει. Είναι γεμάτο αναφορές σε στιγμές. Ό,τι δεν βρίσκω στο ντουλάπι, ότι δε βλέπω στο άδειο τραπέζι, η στραβή κορνίζα στο διάδρομο, η μυρωδιά της πετσέτας, η γεύση του ποτηριού μου. Αδύνατον να ξεφύγω από τη μνήμη της επίγευσης που άφηνε η παρουσία της. Αναμετριέμαι με λύσσα. Και χάνω ξανά τις μάχες κατά συρροή.
Εκείνη, κάπου πέρα στο νησί της δίνει τη δική της μάχη. Να ξεπεράσει τα γεγονότα και να σβήσει τα ίχνη μου. Δε με ένοιαξε όταν έφυγε τι θα βάλει στις αποσκευές. Ούτε που κοίταξα μέσα. Είχε κομμάτια μου που ήταν ζωτικής σημασίας. Ζωτικής. Δεν ήταν οι γαμημένοι οι δίσκοι. Ούτε τα βιβλία. Ούτε τα κεριά. Ήταν χιλιάδες στιγμές που τραβήχτηκαν βίαια από τη ψυχή μου και δεν μπορώ ούτε μια στιγμή να τις ξαναγγίξω. Σβήνουν αργά. Σε λίγο καιρό δε θα έχω ούτε μνήμες. Αντέχω χωρίς μνήμες εγώ ;
Είμαι ελεύθερος. Πρέπει να αντεπεξέλθω στην ελευθερία μου. Αυτό το θεριεμένο για χώρο αγρίμι ψάχνει τώρα νέα τροφή για να χορτάσει τη βουλιμία του. Είμαι ελεύθερος από κάγκελα αλλά και από θηράματα στεγνός. Το τελευταίο μου θύμα έχει φύγει... Που θα βρώ κουράγιο να ξανακτίσω τα πάντα από το μηδέν ; Τι αποθέματα λαχτάρας για ξένο κορμί μου έχουν απομείνει ; Πόσο μακριά θα πάει η επόμενη απόπειρα ; Και ποιά θα κοιτάξει ένα ράκος ; Ένα απομεινάρι εκείνου του συναισθηματικά πολύχρωμου ανθρώπου που πρέπει να ξαναβάλει τον πήχυ τόσο ψηλά. Πρέπει να φτιάξει εξαρχής κάτι τόσο λαμπρό που θα επισκιάσει την εικόνα Της.
Είμαι ελεύθερος να αναμετρηθώ με το παρελθόν μου. Είμαι ελεύθερος. Όσες φορές και να κοιταχθώ στον καθρέφτη είναι αδύνατον να συνδέσω την όψη μου με κάτι αισιόδοξο. Φενάκη η ελευθερία μου. Επιστροφή στη δυστυχία της απόλυτης μοναξιάς. Επιστροφή στη δυσπιστία προς τους πάντες. Επιστροφή σε έναν κόσμο χωρίς καταφυγή. Επιστροφή στην αγωνία για το μέλλον.
Είμαι ελεύθερος. Δυστυχώς δεν την θέλω την ελευθερία μου. Είναι ένα αγαθό για λίγους. Είναι για αυτούς που έχουν τα κότσια να αναμετρώνται νυχθημερόν με τους πάντες. Είναι κόλαση !
Είμαι ελεύθερος. Και αυτό πρέπει να διορθωθεί επειγόντως.

Απλή πρόσθεση
Μισοσκόταδο. Καταχνιά. Υγρασία που τρυπώνει αλήτικα. Ήχοι παφλασμών και μουρμουρητά ανυπόμονων επιβατών. Κι ένα αέρι γλυκερό . Τέτοια φθινοπωρινά δειλινά είναι καμωμένα από ύλες παράδοξες, θυμούς και φιλιά, πείσματα και νοσταλγίες.
Το φέρυ τώρα πλησιάζει στο νησί. Οι μηχανές του μουγκρίζουν αντιδρώντας στους ελιγμούς. Με τη μανούβρα του καπετάνιου έρχομαι σε απόσταση βολής, κι αρχίζουν τα στεγνά μάτια μου να τεντώνονται και να οργώνουν την παραλία. Σιλουέτες ακίνητων ανθρώπων μέσα σε χλωμές μπάλες φωτισμού από γερασμένες λάμπες. Και γύρω σκιές. Πόσο το θέλω να πηδήξω απέναντι ! Μερικές φορές τόσο απλό σου φαίνεται. Να πηδήξεις απέναντι, εννοώ, ναι . Εξαρτάται από το ποιος σε περιμένει.
Εκείνη, από διαίσθηση απαντώντας στην αγωνία μου, σηκώνει ψηλά την κόκκινη ομπρέλα. Με μια κίνηση θερίζει τη μαυρίλα σα ξυράφι. Εδώ είναι. Ήρθε.
Πως την άφησα να μου φύγει ; Ποτέ δεν ήμουνα μάστορας στις αντιπαραθέσεις. Αλλά και πάλι, πως υποτίμησα τόσο τραγικά την απουσία της ...παρουσίας της ; Ποτέ δεν υπήρξα δίκαιος με τις καταστάσεις. Σα μικρό παιδί στο μυαλό, σα μεγάλος άνθρωπος στο θυμό. Την τράβηξα από πάνω μου και την πέταξα μακριά. Και έμειναν παντού πάνω μου τα πιο πειστικά τεκμήριά της. Έμειναν πάνω μου ήχοι και αγγίγματα να με στοιχειώνουν αλύπητα.
Εκείνη, φαίνεται τώρα καθαρότερα. Φοράει κόκκινα γάντια και είναι ενοχλητικά τυλιγμένη στην άσπρη καμπαρτίνα της. Δε μπορώ να διακρίνω ματιά, διάθεση, θυμό, αγάπη, τίποτε. Με τρελαίνει η απόσταση, όσο μικραίνει τόσο πιο σκληρά μου φέρεται. Πλησιάζω. Κάτι πρέπει να κάνω από όσα σχεδίασα.
Μουδιάζουν τα πόδια μου, από το κρύο λέω, μα δε φυσάει. Ανοίγω τα χέρια μου με δισταγμό , όσο να βεβαιωθώ ότι με βλέπει. Τι ηλίθιος. Κατάλαβε ότι τα έχω χαμένα. Ας είναι. Τώρα τα δευτερόλεπτα μοιάζουν ώρες. Τρίβω τον αυχένα μου με λύσσα. Πονάω δυνατά εκεί που πονάς όταν έχεις ψύξεις ή τύψεις.
Εκείνη, στέκεται χωρίς προσχήματα μπροστά στο σκάσιμο των απόνερων και με μια αργόσυρτη κίνηση λύνει το χοντρό κασκόλ από το λαιμό. Ήμαστε απέναντι. Είναι υπέροχη. Είμαι πάγος. Μα δε προλαβαίνω να .... Χαμογελάει πικρά, αλλά τόσο καθοριστικά που χύνει μέσα μου καυτό νερό. Καλώς όρισες ... ηλίθιε.
Οι αλυσίδες τσιρίζουν, ο καταπέλτης σέρνεται τραχιά στα μουσκεμένα τσιμέντα, ο κόσμος με σπρώχνει βάναυσα, υπάρχουν φωνές και οι συνήθεις άσκοπες αντεγκλήσεις . Όλα, όλα περνούν χωρίς να με αγγίξουν. Απέναντι τώρα ! Κοιτιόμαστε με τόση δύναμη . Κοντοστέκομαι άβουλος ώσπου κάποιος από τους δύο μας να κουραστεί το βλέμμα. Του κάκου. Αποσβολωμένοι σ' αυτό το γεύμα τρυφερότητας που δεν αφήνει τα πόδια μας να σαλέψουν κοιτιόμαστε βαθιά. Και μετά, εκείνη...
Εκείνη, η μοίρα μου, πάλι πιο δυνατή , ανεβαίνει πρώτη στον καταπέλτη και ανοίγει την αγκαλιά της. Και πιάνει μυρωδιά, πιάνει ανατριχίλα, πιάνει γαλήνη. Πιάνει ασφάλεια και θαλπωρή απίστευτη. Αχ, να κρατήσει.
Σωπαίνουμε και οι δυο δυνατά. Και βολευόμαστε ο ένας στον κόρφο του άλλου. Σωπαίνουμε ηχηρά. Και αφήνουμε τη καταχνιά να διαλύσει τους όγκους, να αλλοιώσει τα σχήματα ένα γύρω, να παίξει με τις ευθείες γραμμές και τις βεβαιότητες, να θαμπώσει κάθε ανάγκη για δικαιολογίες. Βράδυ έρχεται. Θα είναι ωραία.
Ωραία που θα είναι...

Κυριακή, Νοεμβρίου 1

Βάλε το χέρι σου στη τσέπη μου...

"Αυτό που χρειαζόμαστε δεν είναι ένας νέος τόπος... μάλλον ένας νέος τρόπος να αναγνωρίζουμε τα πράγματα." Henry Miller
"Το παράδοξο στους καιρούς μας είναι ότι έχουμε όλο και φαρδύτερους δρόμους αλλά όλο και στενότερη αντίληψη, περισσότερη γνώση αλλά φτωχότερη κρίση, ακόμη περισσότερη πληροφορία αλλά πλημμελή ψυχική επικοινωνία. Ξέρουμε να κερδίζουμε τα προς το ζην αλλά αγνοούμε πως να φτιάξουμε τη ζωή μας." George Carlin

Έλαχε και συνάντησα ανθρώπους φρέσκους αυτές τις πρώτες κρύες μέρες του χειμώνα. Έλαχε και μπόρεσα να κάτσω χαλαρός και διάφορα να πούμε. Πόσο ωραία ήτανε ; Πόσο ωραία ήτανε που με κουλάντρισαν και με στριφογύρισαν ένα γύρω από τις αραχνιασμένες λογικές μου. Πόσο ωραία ήτανε να ακούω ξανά, αλλιώτικα… Σαν κάποιος να έχωσε το χέρι του στη τσέπη μου, και αυτός ο ξένος, να μου βρήκε μέσα πράγματα ξεχασμένα που έπρεπε στην επιφάνεια να βγούν πριν γίνουν σκόνη.
Σπάνια αφήνουμε το ξένο και το διαφορετικό να μας αγγίξει. Ασκούμαστε να αρκούμαστε στα οικεία. Κι ας ξέρουμε ότι μέσα μας φρεσκάδα ελοχεύει. Πόσο τις φοβόμαστε τις λογικές των διορθώσεων και των μικρών τακτικών αλλαγών. Ω, πόσο μας ξεβολεύουν…
Αυτό που μια ωραία νέα παρέα μπορεί να δώσει δεν είναι ταπεινό…μπορεί να συνεισφέρει στην ανεπάρκειά μας ένα φρέσκο εργαλείο λογικής. Ίσως ένα ανοιχτήρι. Οι περισσότερη ζωογόνος ενέργειά μας έχει ξαποστάσει ωμή μέσα σε κονσέρβες σε ψηλά σκονισμένα ράφια του μυαλού μας. Κονσέρβες επιλέγουμε σε όσα πρόκειται πολύ καιρό να φυλαχτούν. Για πότε ; Για πόσο αργότερα; Λειτουργούμε σαν λογιστές καθώς τρέχουμε παρακάτω τη (μία και μόνη) ζωή μας. Αν είχαμε την ευκαιρία να βάλουμε έναν αυτόματο οδηγό που θα μας στρίβει εκεί που μας περιμένει η μέγιστη ωφέλεια; Θα τον είχαμε βάλει από μικροί, χωρίς να σκεφτούμε αν & τι θα μας έλειπε στη διαδρομή. Πόσα σκοτώσαμε άραγε που μας φαίνονταν ότι μικρή ωφέλεια θα φέρουν ; Τι χάσαμε ; Κανείς δεν μπορεί να αποτιμήσει αυτά που αμέλησε να ζήσει.
Υπάρχει δίψα. Ο πλανήτης ξεραίνεται αλλά όχι όπως περιμένανε οι ακτιβιστές. Ξεραίνεται γρηγορότερα από μέσα προς τα έξω. Από τις ψυχές προς τις επιδερμίδες. Ξεραίνεται στα πρόσωπα των ανθρώπων. Ξεραίνεται τις ώρες της βροχής. Και εμείς, καθόμαστε και διψάμε. Συνήθως αμετανόητα μόνοι.
Είμαστε ένα σωρό ξένοι εδώ μέσα. Ας φαίνεται το διαδίκτυο σαν χάπι για τη μοναξιά μας…Δεν είναι. Και εκεί πιο έξω το ίδιο. Ένα σωρό ξένοι….Κάποτε μας ενώνουν μαγικά οι συγκυρίες. Άλλοτε μας δένουν δυνατά κοινές αναμνήσεις. Όμως εκείνο που μας φέρνει πιο κοντά είναι οι στιγμές που χώνουμε τα χέρια μας στη τσέπη του διπλανού μας. Είναι το γλυκόπικρο ταρακούνημα που μας προκαλούν οι λέξεις και οι ιδέες.
Από τους διπλανούς μας έρχονται οι ξαφνικές δυνατές σκουντηξιές ! Μας δανείζει ...αυτό το απροκάλυπτο αιχμηρό άγγιγμα. Μας δανείζει πρώτη ύλη, για να φτιάξουμε φαγητό για το μυαλό. Και εμείς ; Αν θεωρήσουμε οτι το θέλουμε, γιατί να το αφήσουμε στη τύχη ;
Είναι ώρα να επιδιώξουμε αυτά που ευχόμαστε η ζωή να ρίξει εμπρός μας. Δεν είναι ώρα για ύπνο, μάλλον. Ιδιαίτερα αν έχουμε ενδείξεις ότι ο δρόμος που έχουμε ακόμη να διανύσουμε είναι κοντύτερος από εκείνον που έχουμε διαβεί. Κι αυτό στον κάθε ένα κάποτε συμβαίνει.
Πρώτα ας κάνουμε μια ολική καθαριότητα στα μύχια. Ας αφήσουμε το βαρδάρη που μας θυμήθηκε στην ώρα του να μπεί και ας σαρώσει όλες τις σκοτεινές γωνιές μας. Ξέρουμε τι υπάρχει εκεί.. Υπάρχουν πολλά που θα μπορούσαμε να πετάξουμε. Υπάρχουν εμμονές, να τις παρασύρει. Υπάρχουν μικρές απογοητεύσεις, ίσως να τις αναποδογυρίσει. Υπάρχουν φαντάσματα που είναι ώρα να ξεφορτωθούμε. Υπάρχουν ασταθείς σχέσεις, θα τις δοκιμάσει αν αξίζει να ριζώσουν. Υπάρχουν ανούσιες επιδιώξεις, θα τις στείλει στο σύμπαν, να ανοίξει το μέρος. Την ετυμηγορία ενός κριτή σα το βαρδάρη τη φοβόμαστε... μα είναι ισχυρή. Χωρίς αμφισημίες και μισόλογα. Την χρειαζόμαστε που και που… ας γίνει.
Αμέσως μετά ώρα για να σκαλίσουμε το παρελθόν μας και να θυμηθούμε...πότε αισθανθήκαμε άγρια χαρά για μια απόφασή μας; Πότε ήτανε η τελευταία ρήξη με τα ήρεμα ; Πόση ικανοποίηση απέφερε και για πόσο καιρό φόρτισε την μπαταρία μας ; Την υπηρετήσαμε ως το τέλος ; Μήπως την εγκαταλείψαμε σαν αντιβίωση την πρώτη μέρα που έπεσε ο πυρετός ; Μήπως ρίξαμε την ευθύνη σε άλλους ; Αχ, αυτές οι επαναστάσεις μας οι ανάπηρες ! Όλο κάτι μας "αναγκάζει" να τις αφήσουμε στη μέση. Μα, σοβαρά, το λέμε σοβαρά ότι άλλοι δε μας άφησαν να προχωρήσουμε όσο πρέπει ; Ποιός διάολος νομίζουμε ότι θα ασχοληθεί με τη δική μας επανάσταση ; Ποιός ; Τη δική μας ρήξη κανείς δεν θα τη καταστείλει . Μόνοι μας πρέπει να τη σκοτώσουμε. Με τα γυμνά μας χέρια.
Ύστερα, αφού διαλέξουμε όσα θέλουμε κι όσα τους πρέπει να μην ξεχαστούν, ας τα στολίσουμε ξανά στη βιτρίνα της ψυχής μας, και θα’μαστε έτοιμοι να καλέσουμε μουσαφιραίους ! Μόνο από αυτούς μπορούμε να περιμένουμε μπουκέτα με λουλούδια άγνωστα στο νου και τη λογική μας. Πρέπει να τους καλούμε που και που να μπαίνουν μέσα…Να αφήνουνε πατημασιές, να ρίχνουν στις ντουλάπες μας ματιές, να βάζουν χέρι στα συρτάρια και τα ρούχα μας να ξεδιαλέγουν. Όχι , ε ; Δεν σας ακούγεται και τόσο ελκυστικό ; Καθόλου ;
Φοβόμαστε, φοβόμαστε τους ξένους. Είναι αξιόλογοι και μας κεντρίζει η φρεσκάδα της διαφορετικότητάς τους, ζηλεύουμε όσους τολμούν να τους καλούν μέσα. Μα σπάνια αισθανόμαστε ότι είμαστε έτοιμοι να ανοίξου- με το σπίτι το δικό μας.
Τι κάνει ένα ξένο χέρι στη τσέπη μας ; Μπαίνει με τη ποσότητα προσμονής που σε μας έχει στερέψει. Σκαλίζει στις γωνιές και ανακαλύπτει αυτά που η συνήθεια έχει κρυμμένα. Ότι βρίσκει το πασπατεύει και το μελετά.
Και τίποτε, όσο μικρό κι αν είναι δε το αφήνει ποτές ασχολίαστο. Πόσο καιρό έχεις να νιώσεις τη δόνηση του άγνωστου ; Δονήσεις ξέρεις, παράγουν μόνο οι λέξεις που συνήθως αποφεύγουμε να πούμε. Δονήσεις παράγουν οι ματιές που συνήθως αποφεύγουμε να στείλουμε. Δονήσεις παράγουν οι ξαφνικές εισβολές ιδεών στο χώρο μας. Μάθαμε να επιλέγουμε τις παρέες μας με κριτήριο όσα δεν θέλουμε να μας αναστατώσουν. Αποστειρωμένοι ζούμε. Και προσποιούμαστε κι ότι δε ξέρουμε τι φταίει.
Χρειαζόμαστε μια καινούργια σπορά ιδεών και το ξέρουμε. Δεν μπορούμε να την πετύχουμε χωρίς έστω και λίγο να εκτεθούμε στο βαρδάρη. Κι ας φυσήξει. Μέσα από αυτή την ανανεωτική διαδικασία θα έλθει μια τεράστια ικανοποίηση και θα μας τυλίξει στο κρύο. Σαν μια αφράτη μάλλινη καρό κουβέρτα, που την τραβήξαμε από το σεντούκι και τη ρίξαμε στα πόδια μας, τώρα, τώρα που αλλάζει η εποχή και φέρνει ψύχρα.

Δευτέρα, Οκτωβρίου 12

Το κωμικόν του έρωτος

Η μυθοπλασία βρίσκει το πιο εύφορο έδαφός της στον έρωτα. Χωρίς την έμφυτη τάση αυτοθυματοποίησης που χαρακτηρίζει τον ερωτευμένο αμφιβάλλω αν θα είχαν γραφτεί στην ιστορία εκτός από στρατηγούς και ιππότες κανά δυο εραστές της προκοπής. Η (αυτο) θυματοποίηση προσθέτει στο περιβάλλον του καρδιοκτυπούντος τα σωστά υλικά για να (αυτο)αναγορευτεί σε έναν τραγικό ήρωα.
Το έδαφος που πατάει,η ρημάδα, το κάνει σαθρό, έτοιμο να τον καταπιεί.
Τον ουρανό γεμάτο με συμβολικά χρώματα, τόσα πολλά που από στιγμή σε στιγμή θα πάψει ο έρμος να στέκεται εκεί πάνω και θα σωριαστεί να τον πλακώσει. Κάθε στέρεη επιφάνεια γίνεται ένα σύμβολο. Ο τοίχος του σαλονιού (παρά την πανάκριβη ταπετσαρί) γίνεται η αδιαπέραστη πλευρά ενός κελιού, το μπαλκόνι με τη μποκαμβίλια βατήρας αυτοκτονικών διαθέσεων, η (αντίκα) λάμπα σίδερο που καίει τις πληγές, η (Γαλλική) χύτρα καθρέπτης που προσθέτει κάθε δυό λεπτά ένα δάκρυ στην αντανάκλαση ενός σφιγμένου από τις χαρακιές προσώπου.
Ο ερωτευμένος έχει σαφή επίγνωση ότι περπατάει στο ίδιο δάπεδο με πριν, κάτω από τον ίδιο ουρανό και μαγειρεύει μια εξαίσια μπριζόλα με λάχανο στην καινούργια του χύτρα εμπρός στους ίδιους τοίχους με πλακάκια από τη Τοσκάνη που διάλεξε με όλη την υπερβολική και τότε, τηρουμένων των αναλογιών... προσήλωση. Αλλά....... !
Αγαπάει τόσο πολύ τον εαυτό του που αδυνατεί να συλλάβει το ενδεχόμενο να μην μπορεί και κάποιος άλλος να τον αγαπήσει έτσι. Ετσι πως ; Μα, ξέρετε, ΕΤΣΙ ! Χωρίς όρια, παράλογα σαν επιπόλαιος , παθιασμένα σαν τρελός, αφοσιωμένα σαν (καλο- πληρωμένος) υπηρέτης και άκριτα σαν (όψιμος) θαυμαστής.
Εκείνο που δίνει στο εγχείρημα έρωτας την τελειωτική του πινελιά αστειότητας είναι ο ρηχός τρόπος με τον οποίο συνήθως διαλέγουμε το ...θύμα. Μερικοί αρπάζουμε έναν ανύποπτο από το πλήθος την μέρα που οι ορμόνες μας φτάνουν στο κόκκινο. Άλλοι πηγαίνουμε και πέφτουμε πάνω στο είδωλό μας ενώ γνωρίζουμε ότι δεν έχει να μας προσφέρει καμία με καμία έκπληξη και μετά οικτίρουμε την σχέση που προκύπτει ως πληκτική. Αρκετοί επιμένουμε σε μιά αρχικώς καμένη υπόθεση μέχρι να βαρεθεί και να υποκύψει στις (όλο και πιο υπερβολικές) υποσχέσεις μας. Και μερικοί, οι πιό τραγικοί το κάνουμε απλώς για να τρίψουμε τον επόμενο στη μούρη του προηγούμενου.
Τις συνθήκες υπό τις οποίες διαλέξαμε τον μεγάλο μας έρωτα τις αφήνουμε πίσω ως σύννεφο λίγο μετά το πρώτο καλό κρεβάτι. Ένα καλό κρεβάτι, ακόμη και με την έβδομη προσπάθεια, μας είναι αρκετό για να εκτινάξει τις προσδοκίες μας στο ...άπειρο κι ακόμα παραπέρα. Ως νέοι σούπερμαν ορμάμε στο μέλλον μας το οποίο συνήθως ταράζεται και κάπου πάει να κρυφτεί.

Μη γελάτε καλοί μου... μη γελάτε. Γιατί δεν είναι ένα παιχνίδι. Είναι μια καλοστημένη μηχανή παραγωγής αδιέξοδων ο έρωτας.

Αλλά εδώ θα σας αφήσω να γράψετε... όχι όλα στο πιάτο. Πολύ θέλω να δω τις απόψεις σας πάνω στην σκοπιμότητα του έρωτα.
Φιλικά, με συγκαλυμμένες ερωτικές διαθέσεις, ο συνήθης...

Σάββατο, Οκτωβρίου 3

Στο παγκάκι μας, φιλιούνται άλλοι..

Πάει καιρός…


Πάει καιρός που φιλιόμασταν σε παγκάκια της Ελλάδας αγναντεύοντας μέσα στα μάτια Της δρόμους... Είχαμε απλώσει δίχτυα και κάθε λογής ευτυχόψαρα πέφτανε μέσα. Ωραία ήτανε γεμάτα τα δικά μας δίχτυα. Μα και των δίπλα… Το καλό με τα παγκάκια είναι ότι όταν τα φτιάχνουν επιμένουν να τα βάζουν πολλά στη σειρά. Τότε κανείς δεν ντρέπεται για τη χαρά του. Μεταλαμβάνουν όλοι μέσα από μια παλίρροια θετικής ενέργειας το μερτικό τους.
Θυμάστε ; Μια μεγάλη ποσότητα συλλογικής αισιοδοξίας είχε πέσει στον τόπο και ο κόσμος μάζευε. Μάζευε όπως μπορούσε. Στις χούφτες, σε γυρισμένους ποδόγυρους, σε ψάθινα καπέλα, σε τσέπες από σχολικές ποδιές, μάζευε, μάζευε μέχρι να σκάσει.
Ήτανε βλέπεις νωρίς, ακόμη.
Θυμάστε ; Θυμάστε ασφαλώς. Είχαμε μαζέψει αρκετή θετική ενέργεια για να φορτίσεις μια δεκαετία ονείρων. Μπορέσαμε..
Μετά ήρθαν οι βροχές. Έριξε πάνω μας ο Θεός χιλιάδες ριπές ζωογόνες και περίμενε να δεί τι θα φυτρώσει. Δεν είναι και πολύ εργατικός ο θεός μας. Άφησε λίγο τα πράγματα στη τύχη. Αλλά και πάλι, τον δικαιολογώ ! Αν είχε παρέμβει θα τον λέγαμε υπερπροστατευτικό. Τώρα που τα κάναμε θάλασσα αυτός φταίει;

Κάθομαι μόνος πια στο παγκάκι μας. Και δίπλα, παραπέρα κάθεται άλλος, πάλι μόνος. Και αν μπορεί πάει και δυό τρία παγκάκια παραπέρα ο επόμενος. Να μην αισθάνεται την αιδώ της αναγκαστικής συνύπαρξης. Το κόκκινο χρώμα στο ξύλο δεν είναι της συστολής είναι της απέχθειας.

Απλώσαμε γύρω ένα καταπληκτικό σε ομοιογένεια Περσικό χαλί με μοτίβα της θλίψης γεμάτο. Η νέα παλίρροια δεν είναι θαλασσί. Είναι χακί ματαιότητας και απαισιοδοξίας. Πως έτσι ;
Πως έγινε και χάσαμε το μίτο της χαράς ; Γιατί σέρνουμε τα πόδια μας προς τα σκολειά, προς τη δουλειά, προς την κάλπη ακόμη και προς τους αρραβώνες, ακόμη και προς τα πτυχία ακόμη και προς τις πολυαναμενόμενες διαφυγές μας ; Γιατί μας πιάνει δύσπνοια πάνω στα ελληνικά καραβάκια ; Εμάς ; Εμάς ;

Τώρα πρέπει αυτό να τελειώσει. Και θα τελειώσει γιατί ο κόσμος ξεπέρασε πολύ χειρότερες συγκυρίες απόγνωσης από αυτή την γιορτή της μικρότητας και της μιζέριας. Θα τελειώσει.

Την Κυριακή αυτή ας πιούμε τον καφέ μας ελληνικό. Ούτε γλυκό ούτε πικρό. Έναν διπλό μέτριο της επίγνωσης των δυνα- τοτήτων μας. Είμαστε Έλληνες του 21ου αιώνα. Δεν είμαστε οι 300 του Λεωνίδα, ούτε η νέα αρμάδα Σουηδών, ούτε οι τελευταίοι προλετάριοι ούτε οι ευλογημένοι του (χοντρού) θείου βρέφους.
Από Δευτέρα, λιγότερο συνένοχοι, ελάτε να μαζέψουμε τα δικά μας σκουπίδια από την παραλία μας. Ελάτε να βάψουμε τα παγκάκια που θα κάτσουν οι επόμενοι…. Και μετά να κάτσουμε πάνω τους ιδρωμένοι. Έχετε αρκετό καιρό να ιδρώσετε από έξαψη και ανυπομονησία, δε σας κατηγορώ, μαζί σας ζω. Μόνο, μη…
Μη τα βάψουμε μαύρα !
Θέλετε να διαλέξουμε τα χρώματα ; Εύκολο είναι καλοί μου.
Θα βάλουμε χρώματα από μπαχάρια, κανέλλες πιπέρια και δεντρολίβανα να μυρίσει ο τόπος αποδοχή και συγκατάβαση. Θα βγούμε στα μπαλκόνια μας να βάλουμε μποκαμβίλιες και λεμονιές. Θα ξαναδούμε παρέες παρέες τις Νύφες και την Πολίτικη Κουζίνα. Θα ξανασμίξουμε τις Κυριακές μας με τον Καζαντζάκη και τον Χατζηδάκη. Θα μπολιάσουμε με τις πένες μας όλα τα αξιόλογα περιοδικά που αιθεροβάμονες προσπαθούν να διαδώσουν. Θα ψηφίσουμε ναι στους ποδηλατόδρομους με τις ροδιές μας. Θα ψηφίσουμε υπέρ του ελληνικού διατροφικού ρατσισμού. Και πόσα άλλα, πόσα άλλα μένουν ακόμη να περιμένουν τα μπράτσα μας και το μυαλό μας !
Θα ερωτευτούμε μαυρομαλλούσες πεντανόστιμες κούκλες από τη Μεσόγειο, από τη Κρήτη, το Μαυροβούνιο, τη Σικελία και τη Σμύρνη. Θα τραντάξουμε το χώμα στη μέθεξη του ξινόμαυρου και τους τσιριχτούς ήχους του ζουρνά και του σαντουριού. Θα λιώσουμε τις σόλες από τα (τρέντυ) μοκασίνια μας τσαλαπατώντας τα ξερόκλαδα στη Πίνδο και τα σκαλιά στους δικούς μας ορεινούς υπέροχους ξερότοπους. Θα κλάψουμε για τα λάθη μας και θα τα αφήσουμε πίσω γιατί εμείς πάντα είχαμε μια άγνοια της παιδευτικής σκοπιμότητας αυτού που λένε συνείδηση.
Θέλετε κι άλλα ; Να σας πω ! Θα παρκάρουμε πάνω στη ράμπα των ανάπηρων για να πιούμε δίπλα τον καφέ μας, αλλά θα τιναζό- μαστε δέκα δέκα για να περάσουμε το καρότσι πάνω από τα εμπόδια. Θα κερνάμε το γεράκο ένα νερό και λίγο σταφύλλι και θα ξεχνάμε το γέρο πατέρα μας, γιατί κι αυτόν, κάποιος άλλος δικός μας θα βρεθεί να τον τρατάρει. Θα πλακώνουμε στο ξύλο τον πορτοφολά στο λεωφορείο αλλά θα βάζουμε στη τσέπη μας το πενηντάρικο που έπεσε από τη διπλανή μας. Η ράτσα μας είναι !
Και αν δε χορτάσετε Ελλάδα με όλα αυτά και άλλα τόσα είναι που η Ελλάδα δε χορταίνεται με τίποτε . Με τίποτε.

Στο παγκάκι μας, φιλιούνται άλλοι. Εμείς ούτε να κάτσουμε προφταίνουμε, ούτε να κοιταχτούμε. Πως θα φτάσουμε στο φιλί;
Κάτι δεν πρέπει να γίνει;

Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 28

Μην ξεχνάτε το κοινό μας ιστολόγιο !

www.writers-in-the-egg-2008-2009.blogspot.com

Ενα διαδυκτιακό τετράδιο που έφτιαξε ο Πάνος για όλους μας.
Διαχειριστής : panos.j.k@gmail.com

Ενα μπαούλο στην άμμο...
























Άφησα το σαράβαλο αναμμένο πάνω στο δρόμο και σαν πιωμένος από μια ακαθόριστη θλίψη κατέβηκα τα βραχάκια ως τη θάλασσα. Ήθελα να ανάψω ένα τσιγάρο στον καθαρό αέρα.
Έσπρωξα πολλή ώρα την αμμουδιά, μια με το ένα πόδι μια με το άλλο, σκανάροντας τα θρύψαλά της με τις γυμνές πατούσες. Ανέ- βηκε το κρύο από τα γόνατα στη κοιλιά … το μούγκρισμα του κύματος στη λύσσα του να φάει τη γή συνόδευε κι έφτιαχνε δέος.
Τι κάνω εδώ ; Μόνο τα αγρίμια τριγυρνούν στην ερημιά μες στη κακοκαιρία κι η ψυχή τους αλλιώτικη… μια λεία τη φορά είν’ αρκετή…. Η δική μου η ψυχή, όταν ποτέ ξεπεζέψει, συνδυασμούς τροφής πολύπλοκους γυρεύει, η πουτάνα !

Σκόνταψα, ήταν κάτι βαρύ. Μες το σκοτάδι στα γόνατα έπεσα για να το ψηλαφίσω. Ήταν χεριών ανθρώπου κατασκεύασμα, ένα μεγάλο ξύλινο σεντούκι ! Το καπάκι ολόκληρο, σχεδόν ατόφιο, το ένα πλαϊνό χωμένο τελείως στη γη, στραβό ραγισμένο ολούθε και μικρά συντρίμμια από το σώμα του ένα γύρω σκόρπια. Σαν από ευχή πρόβαλλε στιγμιαία η σελήνη και μαζί με το μαβί της φως μια ανατριχίλα με διαπέρασε.
Το ήξερα αυτό το μπαούλο, υπήρξε και δικό μου !

Άφησα λίγα δάκρυα να κυλήσουν χωρίς να σκουπιστώ, ζέσταναν στο πέρασμα τα χείλια μου, παρέσυραν την μαζεμένη σκληράδα και την έσπρωξαν να κρυφτεί στο χοντρό κασκόλ .. Ψηλάφισαν οι παλάμες το ξύλο να μετρήσουν το χρόνο στη φθορά… διάφανο γυμνό σα δέρμα το’χε κάνει η ηλικία. Μισολιωμένα αυτοκόλλητα από λιμάνια , στάμπες και χαρακιές διάβασαν τα δάκτυλά μου παντού. Κι οι μεντεσέδες, μια νότα παγου στο ζεστό κορμί.
Από τις υγρές παλάμες άρχισε να διαπερνά ένας καταρράκτης συναισθημάτων όλο το είναι μου, κι άρχισε ένα ταξίδι του νου : ελεγείες σε αγάπες που μαράθηκαν πριν ανθίσουν, μνημόσυνα σε πόνους που καταχώνιασα πριν με διδάξουν, νοσταλγία για ευκαιρίες που πέρασαν κι εγώ κοίταζα αλλού, στον θόρυβο… Και ακόμη μετάνοια για τις ανάσες που δεν κοντοστάθηκα να πάρω, τις πλάνες που αποδέχτηκα γλυκά να με κοιμίσουν, τις ορμές που αφόρισα και οι άλλοι με προλάβαν.
« Δεν θα σε ξεχάσω μικρέ…» ψέλλισα ασυνείδητα

Τα χέρια σταμάτησαν τελικά στο λουκέτο. Βαρύ, πειστικό αλλά αχρείαστο πλέον, οι κρίκοι που έδενε ξεχαρβαλωμένοι… Μπόρεσα και ανασήκωσα μια πιθαμή το καπάκι όσο να χωθώ.
Χύθηκε σαν φουσκωμένος καφές λίγο χώμα και μαζί οι υπόλοιπες μνήμες ασυγκράτητες… Ήμουν δυνατός μικρούλης κάποτε , ολάκερος στρατός μόνος μου ! Προκάλυψη, ανιχνευτής και εφεδρείες όλα στο μυαλό αχταρμάς. Προσηλωμένος στο ταξίδι με το μπαούλο σε τάξη όλα στη τρίχα. Να , έχωσα τα χέρια κι άρχισα να πιάνω τα όπλα μου.. την πίστη και την αμετροέπεια, τη βιασύνη και την τρυφερότητα, τη δύναμη και τις φοβίες, την αφέλεια και την καθαρή ματιά, ματιά σπαθί. Και σαν σώθηκαν τα όπλα έπεσε στα χέρια μου το μικρό φαρμακείο… τι δεν είχε.. Υποσχέσεις για τις ανεπάρκειες, στοργή για τα λάθη, κρέμα λήθης για τις πληγές, αμμωνία για τις αναβολές, χάπια κανέλας για τα πείσματα… και ούτε μια ασπιρίνη, ούτε μια ασπιρίνη… Καθόλου χώρος για αυτόν τον εχθρό της επίγνωσης.
«Δε θα σε ξεχάσω μικρέ…» ξανάπα..

Σκάλισα παραπέρα και ακούμπησα σκόρπιες ξυλομπογιές με σπασμένες μύτες και χαρτιά τσαλακωμένα τεκμήρια της βιάσης.
Κι έπιασα φωτογραφίες γυμνές, δεν ήξερα από πότε, και κάδρα πεταμένα σκαλιστά που τα ένιωσα οικεία και θυμήθηκα… ξανά :
Χαμόγελα ανεξήγητα πλατειά, κορμιά που δεν ευτύχησαν από τότε πάλι να αγγιχτούν, προσευχές και απολογισμούς επετείων. Και έπιασα συμβόλαια μάταια και αγωνιώδεις προϋπολογισμούς, εισιτήρια διαφυγών αχρησιμοποίητα και αρκετά κλειδιά.. Μεγάλα βαρύγδουπα κλειδιά που ανοίξαν τιποτένιες πόρτες και άλλα μικροσκοπικά που ανοίξαν το κουτί και είχε μέσα γράμματα και ονείρου χαρμόσυνες ειδήσεις. Γείτονες η χαρά κι ο πόνος.
«Δε θα σε ξεχάσω μικρέ…» μουρμούρισα και σηκώθηκα πάνω.

Αργά αργά έβγαλα μες την παγωνιά όλα τα ρούχα.
Έπιασα την κρέμα της λήθης, κι άλειψα, άλειψα παντού σαν νάταν σήμερα όλες οι πληγές, στο μέτωπο, στο στήθος, στα μπράτσα.. Κι όπως γυμνός και γιατρεμένος αισθάνθηκα πήρα την απόφαση να μην αναβάλλω τίποτε πια. Και έκανα τα βήματα, έχωσα τα πόδια στο νερό, μετά τα γόνατα, μετά το υπόλοιπο κορμί, αλαφρύ και ξαναμμένο σαν να ‘χα μια ολόσωμη στύση.

Επιασα να κολυμπώ προς τα μέσα, μ’ ενθουσιασμό, γοργά.

Για λίγα λεπτά με καθήλωσε το κρύο, έφερε χρώματα μοναξιάς και πάλεψα ανάμεσα στην εγκατάλειψη και το πείσμα… κι όπως σε κάθε άνθρωπο συμβαίνει πάντα, νίκησε το πείσμα. Άρχισε το μυαλό να κτίζει πίστη στο μετά, τα κύματα σταμάτησαν να ακούγονται άγρια, το κρύο με ξέχασε και το κολύμπι μου έγινε βαθμιαία αρμονικό , σαν τον υπνάκο κάτω από μεσημεριάτικο ήλιο σε αιώρα. Οι σωστές αισθήσεις ανέκτησαν τον έλεγχο, και ως δια μαγείας, καμιά κλεφτή ματιά για πίσω δεν ήθελα να ρίξω.
Ήμασταν τώρα οι δυο μας με το μέλλον, σύνδρομα τέλος.
«Δεν σε ξέχασα μικρέ ονειροπόλε, εξερευνητή…»

Και τότε έγινε το άξαφνο ! άρχισε να φέρνει η θάλασσα μουρμουρητά πλασμάτων και μακρινούς ρυθμικούς παφλασμούς. Κάποιοι άλλοι κολυμπούσαν δίπλα μου, εδώ και κει κουκίδες στο λυκόφως, κι όλο και συνέκλιναν… σύντροφοι στην απόγνωση, στην απόφαση αδελφοί, συγκάτοικοι στη φούρια για το μέρος…
Το μέρος που οι κηπουροί είναι υπεράριθμοι και οι εισαγγελείς
τελειώσαν. Το μέρος που οι συμφορές περνούν κι ο πόνος γίνεται λαφρύς καθώς όλοι πάνω του σκύβουν με συμπόνια… Το μέρος που οι άνθρωποι, αγέλες αλόγων λες και γίνανε, όμορφα περήφανα προχωρούν, μπροστάρη έχουν τον πιο λεβέντη κάθε μέρα κι άμα λακίσει τον αφήνουν δίπλα τους να ξαποστάσει.. και βάνουν άλλον , και τα μωρά μαζεύουν μες τη μέση, όχι συνεχώς, μα σαν αγρίμι εμφανιστεί… Και τρώνε όχι να σκάσουν, μα μέχρι η πείνα λίγο σβήσει και τότε αφήνουν τα γερόντια να κοπιάσουν, ήρεμα να γευθούν. Έννοιες μακρινές στο νου τους δεν μαζεύουν.
Που είναι λεύτεροι, την κρίση τους να αλλάζουν σαν οι καιροί αλλιώς γυρνούν, σπίτι αλλού να κτίζουν και όνειρο καινούργιο.
Το μέρος όπου οι ειδήσεις φτάνουν στόμα στόμα, μόνο σαν άξιες να φτάσουν θα κριθούν και η δημόσια εικόνα σου πανάκεια δεν είναι. Το μέρος που όσα κτίσανε όλοι καμαρώνουν, κι όταν χαλάσματα βρεθούν οι κτίστες όλοι με χαρά σηκώνουν τα μανίκια… Το μέρος που πατρίδα αποκαλείς και ανάσα παίρνεις φρέσκια από τη περηφάνια.
Έσκασε φως σιγά σιγά παντού, φάνηκε ο όγκος του νησιού και όλοι αναθαρρήσαν. Κι εγώ μαζί , ανάμεσα σε κόσμο με σχεδίες από καλάμια πίστης καμωμένες τέντωσα την ματιά μου μπρός. Είχαμε όλοι ίδια μάτια, όχι στο χρώμα μα στον πόθο. Σαν του μικρού που ο γέρος με την καφέ τραγιάσκα μαλλί της γριάς στο ξυλαράκι του τυλίγει, αργά και βασανιστικά αλλά εγκαίρως στο χεράκι του το δίνει, πριν από την όρεξη κάτω σωριαστεί…

Κάποιοι που φτάσανε πρώτοι άρχισαν νοήματα να κάνουν. Ελάτε, κουράγιο, είναι η χώρα μας εδώ και περιμένει.. Έχει για όλους χώρο και για όλες τις αισθήσεις μας τροφή. Σχεδόν σαν ξύλο απ’ το κρύο το κορμί σωριάστηκε στην νέα πατρίδα. Λίγο πριν κλείσουν τα μάτια και αφεθώ, πρόλαβα πλάσματα να δώ να με κοιτούν μ’ αγάπη. Τα κατάφερες μικρέ…
Μικρέ, άργησες αλλά τα κατάφερες…
Καλώς ήλθες.

Της λαγνείας η σπορά , ο θερισμός που θα'ρθει..


Κάτι ονειρεύτηκα τόσο ζωντανό, τόσο δυνατό…οδηγούσα σε δρόμο έρημο μακρύ, σκόνη πίσω μου αδιάφορη πετούσα, κι άξαφνα δίπλα στην τεράστια ευθεία ,κοντά στο χαντάκι με τους γκρίζους θάμνους ένα παιδί με έδειχνε. Ένα μικρό γυμνό όμορφο παιδί είχε τεντώσει το χεράκι του και νόμισα πως γέλασε μαζί μου. Έμοιαζε εκείνα τα παιδιά του Μποτιτσέλι τα χοντρά γεμάτα υγεία, αυτά που θα έβαζες να ρίξουν ένα βέλος του έρωτα αν τότε ζούσες και ζωγράφιζες και ήσουν και λιγάκι ονειροπαρμένος…
Δεν πέρασε ένα χιλιόμετρο του δρόμου και ξανά εκεί δίπλα το παιδί, το ίδιο πάλι, το χέρι του να δείχνει και να κρυφογελά. Και πάλι παρακάτω, το ίδιο, τι διάολο, παιδιά παντού σαν τα τηλεγραφόξυλα του περασμένου αιώνα ; Τι θέλουν από μένα ;
Κι ούτε δέντρα, ούτε πουλιά, ούτε κολώνες, ούτε οχήματα άλλα να με ακολουθούν ώστε να δείχνουν ότι κάπου όλοι πάμε.. Ένα τρελό αστείο, παράλογο όνειρο, τόσα μικρά τσουτσούνια !
Δεν είχε λογική, κάποτε ίσως να μην ήταν ξάφνιασμα αυτό.
Μα τώρα ήταν άλλες οι περιστάσεις, άλλη η συγκυρία να το πω καθώς παιδί γυμνό να στέκει μες στο δρόμο δεν τυχαίνει, κι αν σταθεί ποτέ και δείξει με το χέρι αγένεια θα είναι. Και ακόμη πιο τρελό.. με τίποτε δε γίνεται να οδηγείς πλέον σε δρόμο μοναχός & ονειροπαρμένος κι αν ποτέ το καταφέρεις δε θα ανεχτείς ένα παιδί να σε κοιτά χωρίς δικαιολογία. Γι αυτό ως φαίνεται τινάχτηκα και ξύπνησα απότομα να το αποδιώξω.
Και το απόδιωξα , το ανήθικο γυμνό θρασύ χοντρό μωρό..

ΤΙΚ ΤΑΚ , ΤΙΚ ΤΑΚ, ΤΙΚ ΤΑΚ, ΤΙΚ ΤΑΚ, ΤΙΚ ΤΑΚ..ΤΙΚ ΤΑΚ
Ξύπνημα βαρύ και ιδρωμένο, το συνηθισμένο μου ξύπνημα. Μα
γιατί πονάω παντού ψυχή μου ; Μικραίνει το κορμί και όλο μου το στήθος το πιέζει παραμέσα, και γω ξεχνώ ο ηλίθιος βαθιά αναπνοή να πάρω να φουσκώσω. Κι αυτό ολοένα και μικραίνει μέχρι που η ανάσα η βαθειά δε είναι εφικτή. Και ολοένα από τη καρδιά μου φεύγει πιο ορμητικά το αίμα, όπως καταλαβαίνω, γιατί οι κρόταφοι πιέζουν τόσο ανοίκεια για πρωί, εμβατήρια παίζουν σα να τυμπανίζουν δυνατά μια δυσφορία.. Ζεσταίνονται οι παλάμες μου, τα δάκτυλα πυρώνουν και αυθόρμητα τεντώνονται δροσιά να ψάξουν στο σεντόνι , σα δύο διψασμένα άγρια θεριά. Πονάω παντού, γιατί πονώ καρδιά μου; Γιατί πονώ ; Τα πόδια μου δυό ξύλα, παγωμένα, ξυπόλητα από έρωτα, και πιάνουν να μαζεύουν την κοιλιά μου, σαν ακορντεόν που κλείνει γιατί σώθηκαν οι νότες, με σφίγγει ακόμα πιο πολύ, πατάει τις στενοχώριες και τις έννοιες παραπάνω, κι αυτές απλώνονται παντού στο σώμα, στο κεφάλι και γεμίζουν κάθε χώρο, ώσπου πονάει ακόμα πιο πολύ το σκεύος, δε χωρεί.

Ακόμα δεν σε έχω καν σκεφτεί…

ΤΙΚ ΤΑΚ, ΤΙΚ ΤΑΚ, ΤΙΚ ΤΑΚ, ΤΙΚ ΤΑΚ ΤΙΚ ΤΑΚ
Να ξεχειλίσω δε μπορώ, καπάκι έχω βάλει, να αρνηθώ μπορώ ότι είναι πρωϊνό μα πάλι, στιγμή εμβατηρίων είναι αυτή και δε μπορείς να μην ακούσεις, άλλη μια μέρα.. Μια μέρα από αυτές που θες να προσπεράσουν, γιατί από σένα προσδοκούν με χρώμα να τις ντύσεις, τις άχαρες, να τις διορθώσεις και ίσως να τις αναδείξεις, τις μοναχές, εν τέλει να τις εξυπηρετήσεις αν έχεις την ανάγκη να είσαι επαρκής, όχι για άλλο λόγο, αφού ξες, σαν σκοτεινιάσει με ένα φάσκελο αντίο θα σου πουν… Ζεσταίνομαι, θα σκάσω, είναι μια ζέστη δύσκολη, δυσφορική, μοιάζει με αυτή που νιώθεις αν σε βράχο μεσημέρι αφεθείς γυμνός ο ήλιος να σε σκάψει, να σε λυμαίνεται να σε παλιώνει να σε ξεραίνει μέχρι την ψυχή, σαν ξεχασμένο στην αλμύρα ξύλινο σκαρί, παρατημένο, που δεν μπορεί να περηφανευτεί αντίκα σπάνια ότι είναι, γιατί αισθάνεται άθλια, και δεν μπορεί παρά τον χρόνο να μετράει δυστυχισμένο….

Ακόμα δεν σε έχω καν σκεφτεί…

ΤΙΚ ΤΑΚ, ΤΙΚ ΤΑΚ, ΤΙΚ ΤΑΚ, ΤΙΚ ΤΑΚ, ΤΙΚ ΤΑΚ
Και τότε λίγο, λίγο πριν λυγίσω, κλείνω τα μάτια για να βρώ μια αφορμή να συνεχίσω. Και γίνεται το θαύμα και σε θυμάμαι… Θυμάμαι που με κοίταξες στα μάτια με φωτιές, ανάσα πήρες, κι έστειλες το μήνυμα: -Εγώ είμαι εδώ, σε περιμένω, μη με ξεχάσεις, μην αργήσεις για να ξαναρθείς, κάτι θα βρούμε για να ονειρευτούμε. Κάτι θα βρούμε οι δυό μας , θα σωθούμε.

Σπάζω σα φράγμα ποταμιού και χύνεσαι, χύνεσαι μέσα μου και ανάσα με γεμίζεις, δροσιά, όχι λάβα, και ορμάς ολούθε…
Ανασηκώνονται οι ρίζες των μαλλιών να σε αγγίξουν, τα άκρα μου τεντώνονται και τρέμουν δυνατά, απλώνεσαι παντού, παντού και με πληρώνεις, ζω, αγναντεύω νοερά τον ήλιο σαν τεράστιο λουλούδι πάλι, όπως μου πρέπει κάθε πρωινό, φωτίζεις και λειαίνεις τις γωνιές τις γκρίζες κι όλα ομορφαίνουν αγάπη μου, όλα ξεκινούν. Αντάξιά σου. Αντάξιά μου. Πάλι.. Και η δροσιά σου διαπερνά τα δάκτυλα, τη σάρκα, με γεμίζει ολάκερο ζωή και με σηκώνει, απ’ της πικρής αυγής το στρώμα.

Κι ακόμα δεν σε έχω δεί…μα είσαι εκεί.

Δεν είσαι πλέον ένας πόθος ήρεμος που στέργει μια χαρά να αρπάξει λάθρα. Δεν είσαι ερεθισμός που στέλνει ένα τακούνι , ένα γόνατο γυμνό, ένα άρωμα ή ένας λόγος τολμηρός. Δεν είσαι καν στοργή που τη γεννά ένα δάκρυ, ένα σφιχτό αγκάλιασμα ή μια εξομολόγηση απ’ τα φύλλα της καρδιάς. Δεν είσαι στιγμιαία ανατριχίλα που φέρνει η ξαφνική χαρά, το αντάμωμα αυτών που λείπουν, το απρόοπτο μήνυμα ή η ματιά του αποχωρισμού. Είσαι φωτιά που οι λέξεις δεν τολμούν να ζωγραφίσουν ψυχή μου. Είσαι του Αιόλου το σεντούκι, άνεμοι δαιμονισμένοι, για χρόνια στριμωγμένοι μέσα, αδύνατον ακόμη ένα λεπτό να αντέξουν. Ανατινάζουν όλες τις πλευρές της φυλακής, καπάκι πάτο και οροφή και έξω ορμάνε, σε τροχιά για το φεγγάρι.

Κι ακόμα ούτε σε έχω δεί…αχ να σε δω !

Έχεις ακούσει ένα λιοντάρι να βρυχάται σε φαράγγι ; Το παίρνουνε οι άνεμοι το μήνυμά του και το ταξιδεύουν μακριά, με μια βεβαιότητα ότι είναι το καλύτερο που έχουνε να κάνουν.
Βρίσκουν στο δρόμο αιώνες ριζωμένα δέντρα, σαν αντιλήψεις και τα κάνουν να λυγούνε και να προσκυνούν. Βρίσκουν και πέτρινες προκυμαίες, κυματοθραύστες της φρεσκάδας, φόβους που τους συνεπαίρνουν και τους ξεπερνούν. Βρίσκουν καρδιές ολόγιομες μα κρύες, κατεψυγμένες, λαξεύουν τις γωνιές τους και τις κάνουν να κυλούν ώσπου τη θαλπερή φωτιά να συναντήσουν, προς τον προορισμό τους να κυλήσουν και να αναγεννηθούν. Πόσα βαρίδια θα μπορούσαν χάμω να τις δέσουν ; Θα σε γελάσω, καμιά φορά ο βράχος γίνεται φτερό και ο άνθρωπος πετάει προς τα εκεί, μα ξέρεις που, φωτιά μου.

Κι ακόμα δεν σε έχω καν αγγίξει… ψυχή μου

Σαν έλθει του έρωτα η σπορά, η άγια ώρα που απάνω σου θα σκύψω, θα ‘ναι ο καρπός σοφά γιγάντιος και μικροσκοπικός, το ξέρω. Θα ‘ναι σαν μνήμη που μαζί σου πάντα κουβαλάς χωρίς να το φροντίσεις, που αποζητάς σε όλους να τη δείξεις σαν τρελός κι όμως διστάζεις, τι να καταλάβουν, και εκεί μέσα τη φυλάς, μη θέλοντας τη φλόγα να μοιράσεις σε μικρές μερίδες να χωρέσει. Μόνο συχνά να απλώνεις το μυαλό και πάλι να την ακουμπάς. Αυτό σου φτάνει, παρακάτω ολόρθος να’γναντέψεις.
Θα ‘ναι λυγμοί οι αναστεναγμοί μας κι οι κραυγές μας, καθένας από αυτούς θα φέρνει έξω ένα ταξίδι, ένα χαμένο όνειρο κι ένα σωρό χαρά ατόφια, κι άλλη χαρά, κι άλλη γαλήνη, κι άλλο πόθο, ώσπου να πάψεις να μετράς και να το μάθεις, πως στης ψυχής το απόθεμα όριο δεν υπάρχει μήτε απολογισμός μα μόνο αγάπη, για το σώμα σου, για τον προορισμό του να ομορφαίνει και να ανθίζει κάθε άνοιξη τρελά , να παρασέρνει.

Ακόμα μέσα σου δεν έχω μπεί ….κορμί ζεστό.

Γιατί επιμένεις τόσες μέρες,το πρωί να μου ζητάς να δρέψω, με το σύμπαν να συμφιλιωθώ, να πάψω να λακίζω απ’ τη χαρά, να
ξημερώσω την μουγκή τη νύχτα που ‘χω μέσα, να συμμαζέψω τα άστεγα τα μύχια, τα πολλά που μου φωνάζουν τόσα χρόνια, και από τη δίψα για ασφάλεια εγώ τα έχω φυλακίσει. Γιατί χωρίς να είσαι εδώ, είσαι αφορμή να με καλώ σε ένα συμπόσιο της χαράς, εσύ με σώζεις, απ’ τη ζωή που έμαθα, συνήθισα να ζω τη σκέτη. Μου βάζεις θέματα που ξέχασα να λύνω, με προκαλείς ακόμα πιο επιδέξιος να γίνω, με σπρώχνεις στο παράθυρο να σκύψω για να δώ όσα κάτω μου περνούν και δε τα αγγίζω, με θέλεις και με κάνεις να σκεφτώ πόσο αξίζω. Πόσο αξίζω ακόμα.

Όταν μέσα σου θα μπώ, αγάπη μου , όταν θα με αφήσεις, να αρπάξω το κορμί σου και να το ζεστάνω απ’ άκρη σ’ άκρη, να σε γευτώ και να χαρώ τις μυρωδιές σου και όλη την ανατριχίλα, τους ήχους σου και τους χυμούς σου τους ζωώδεις θα έλθει μια στιγμή που θα δακρύσω. Μη μου τρομάξεις. Θα ‘ναι αρμονία των ματιών με τη ψυχή αυτό που θα ‘ρθει. Δεν έπρεπε να λείπει απ’ τη ζωή μας η αγάπη, τόσο πολύ, τόσο σκληρά και τόσο επίμονα να σφίγγεται η καρδιά μας. Δεν της το συγχωρώ. Όποια δύναμη είναι αυτή που έτσι μας έβαλε να ζούμε, έτσι πως ζούμε, κάτι έσφαλε θαρρώ. Κάτι βαρέθηκε να συμπληρώσει σ’ όλο αυτό το σκηνικό. Αγαθοί δημιουργοί κι εργάτες γίναμε όλοι, ολοένα αγαπάμε, προστατεύουμε και συγχωρνάμε όλους τους άλλους… Χτίζουμε σαν μυρμήγκια γι αύριο….προβλέπουμε, φοβόμαστε
και συνεχίζουμε με το κεφάλι κάτω την πορεία. Προς τα πού ;
Γιατί όχι εμάς ; Γιατί όχι και μας ; Για πες μου. Εμάς γιατί δεν το μπορούμε να σχωρνάμε ; Τι ξέχασαν απ’ όλα τα καλά να μας διδάξουν ; Μήπως μερίδα στη χαρά να αναζητάμε ; Και τότε…
Οι καρποί του έρωτα για ποιόν γεννιούνται ; Ο θερισμός ποιους αφορά ; Αυτός ο μαγικός ο θερισμός των λαμπερών καρπών ;

Ακόμα δεν σε έχω σφίξει γύρω μου, μα ζω για τότε…

Ζω για τότε που θα σταματήσει το ρολόι μου να μετρά ΤΙΚ ΤΑΚ και θα σε πιώ γουλιά γουλιά να σε χορτάσω. Θέλω να βλέπω τη χαρά στο πρόσωπό σου, να μου γελάς, να μου γελάς και πάλι να παρακαλάς να μη σε αφήσω να ησυχάσεις. Να βλέπω με τα μάτια μου, να ακούω με τα αυτιά μου και να το ψηλαφώ ότι θα μείνεις εκεί δα μέχρι να το χορτάσεις, αναπνοή μου, να το χορτάσεις όλο αυτό που άξαφνα μας ήλθε, απ’ το πουθενά μα κι από μέσα μας βαθειά, που ήταν θαμμένο. Για δες,
Εκείνης της λαγνείας η σπορά, ψιχάλισε λιγάκι η ψυχή κι έχει φυτρώσει. Εχει φυτρώσει, έχει φουντώσει, έχει απλώσει ένα γύρω μυρωδιές και έχει να δώσει…..καρδιά μου, έχει να δώσει.

Ο αρχηγός των σκύλων

O zak ούρλιαζε τώρα με όλη του τη δύναμη και αν δεν υπήρχαν εκεί οι ψυχραιμότεροι να τον τραβήξουν θα είχαμε το ηλίθιο θέαμα ενός σκυλοκαυγά στο πιο trenty εμπορικό του Παρισιού. Περπάτησε με τον Μπρούνο δυό φορές το τετράγωνο τρέμοντας από νεύρα. Ο πιο καλός ο φίλος του μουρμούριζε επιχειρήματα και τον φούντωνε χειρότερα…
- Ακου Ζακ, για όλες τις καταστάσεις υπάρχουν τρείς τρόποι ανάγνωσης. 1. συνωμοσία εναντίον μας, 2. ευκαιρία για αναθεωρήσεις ή 3. η πιο ψύχραιμη, απλώς ζωή που συμβαίνει…
- Χέσε με ρε Σατρ !
- Φιλαράκι, ευχαρίστως, αλλά δεν είμαι εδώ για αυτήν την απόλαυση, νιώθω τον ρόλο μου πιο πολύπλοκο..
- Καλή σταδιοδρομία..
- Κατ’ αρχήν κατούρησες την αφίσα του αρχηγού τους μέρα μεσημέρι επιδεικτικά.
- Τότε μου ‘ρθαν !
- Και μετά σκόρπισες όλο το προεκλογικό υλικό στον πεζόδρομο κάνοντας σαν μεθυσμένος καρνάβαλος.
- Για σκόρπισμα τα είχανε ρε, διευκόλυνα τη κατάσταση.
- Και μετά την έπεσες και στην γκόμενα του μεγάλου με άθλια υπονοούμενα και ελεεινό στυλ. Μπροστά στους φίλους του.
- ΩΩΩΩΩΩΩχ, ένα αστειάκι κάναμε, οκ, λίγο χοντρό..
- Με βάση το ιστορικό σου, ήξεραν ότι με ένα μόνο τρόπο θα αποχωρήσεις. Αν σε πάρει η παρέα σηκωτό. Και στο λέω για τελευταία φορά ρε κοκορόμυαλε. Υπάρχουν πράγματα που δεν είναι για τα κυβικά μας. Εμείς χτυπάμε μόνο οργανωμένα, όταν οι συνθήκες το επιτρέπουν. Τις υπόλοιπες μέρες ήρεμα…

Άραξαν στη γωνιά Λορμπαίν και Μπομπιντού με τον Ζακ να κατεβάζει τις πλερέζες απαξιώνοντας ένα υπέροχο δειλινό.
- Μπρούνο ; Βαρέθηκα. Δεν είμαι λεύθερος. Δυό γουλιές για να ξεδιψώ, μια σκιά και κανένα πείραγμα στις γκόμενες, αυτά ήθελα από μικρός. Πολύ πολύπλοκα γίνανε τα πράγματα πλέον. Να ενταχθώ στη σωστή ανερχόμενη ομάδα, να σέβομαι κάποιες αδιόρατες ιεραρχίες, να μασώ τα λόγια μου, να ελέγχω τις ορμές μου πέρα από τη φύση μου, να ετοιμάζομαι για την μεγάλη ευκαιρία, να κρύβω ενέργεια για το μέλλον, να επιζώ χάριν της υστεροφημίας μου λειτουργώντας εις βάρος της προσωπικότητάς μου. Βαρέθηκα δεύτερος. Σας παρακολουθώ. Δεύτερος είναι καλά να τερματίζεις αν δε σου λένε πόσοι τρέξανε σήμερα. Εγώ θέλω να ελπίζω στη πρωτιά.
- Μου το τρίβεις συνέχεια στη μούρη αυτό το δεύτερος.. Για να βγείς κάτι, δεύτερος, τρίτος, όγδοος πρώτα βάζεις τα παπούτσια σου και λιώνεις στο τρέξιμο. Μετά κάνεις απολογισμό. Από την πλαγιά σε παρακολουθούν εκατό τεμπέληδες χρησιμοποιώντας το άλλοθί σου με αυταρέσκεια. Για μένα είναι σκουπίδια.
- Μπρούνο ; Δεν είναι σκουπίδια. Όποιος εγκαταλείπει επίσης στην πλαγιά κάθεται, να σκεφτεί σε τι άθλημα να στρέψει τις υπόλοιπες δυνάμεις του. Όποιος χτυπήσει από την ανισότητα του αγώνα, από τα ανεπίτρεπτα σπρωξίματα, από την αργοπορημένη εκκίνηση & ότι άλλο βάλει ο νούς σου, εκεί φίλε, στη πλαγιά θα κάτσει να τα βρεί με έναν καινούργιο πιο κοντινό Θεό, που ίσως δε θυμίζει τον δικό σου. Με ευκολία περισσή χαρακτηρίζεις όλους τους καθισμένους ρεμάλια , τσογλαναρά μου Μπρούνο.
- Κι όμως, οι αδύνατοι δε φτάνουν για να καλύψουν την ζημιά που φέρνουν οι αδιάφοροι. Οι αδιάφοροι είναι υπόλογοι. Προξενούν μια παθογένεια που φέρνει σε όλους μας αρρώστια. Φέρνει μια ηττοπάθεια και μια συλλογική κατάθλιψη άτρωτη, Ζακ, άτρωτη. Και συ, σημαιοφόρος του κυνισμού μη κρύβεσαι ανάμεσα σε ριπές απαξίωσης & εκρήξεις κουλτουριάρικου ωχαδελφισμού. Χρησιμοποίησε τα προσόντα σου για να παράγεις κάτι. Χαρά, ζωή, αισιοδοξία, όνειρα, όνειρα μαλάκα μου.
- Αρχηγέ μου, όνειρα ; Βλέπεις νομίζεις καλύτερα από μένα ; Και οι ανταγωνιστές μας ; Αυτοί που τερματίζουν πάντα πρώτοι τι νομίζεις ότι βλέπουν το βράδυ ; Νούμερα Μπρούνο. Νούμερα.

Περπάτησαν σιωπηλοί άλλα δυό τετράγωνα να χορτάσουν τη τσίκνα των παλιών τσιμέντων. Ο Ζακ είχε ηρεμίσει τελείως. Μέσα στα μάτια του έβλεπες το παιδί να ξαναζωντανεύει…
- Μα την είδες την πουτάνα πως πέρασε μπροστά μου: τους γοφούς λικνίζοντας και το τσουλούφι διορθώνοντας, αυτάρεσκα. Ξέρω ακριβώς τι ήθελε. Να αναλογιστώ τι δεν θα πάρω ποτέ με τη συναίνεσή της. Και ξέρω τι σκέφτηκα. Ότι εγώ θα το πάρω & χωρίς όλου του κόσμου την ευλογία. Κοντεύει η ώρα του Ζακ.
- Μια ιδέα.. ..μια ιδέα μπορεί να σε τραβήξει εσένα εκτός τροχιάς ρε σκατόπαιδο. Θα σε κλαίμε. Την έχεις δεί ρε αυτήν το πρωϊ ; Την έχεις δεί απεριποίητη; Τη έχεις δει ηττημένη ;
- Όχι, αλλά έχω δεί εσένα πολλές φορές να τη κοιτάς σαν ξερολούκουμο όταν νομίζεις ότι δε σε κοιτάζει κανείς δικός σου. Και έχεις μια πείνα ρε τακτοποιημένε, μια πείνααααααααα
- Ζακ, βρέξε τα μούτρα σου ή μάλλον βούτα ολόκληρος στο συντριβάνι. Εγώ άλλο δε σ’ αντέχω. Την κάνω για την κυρά Ιζαμπέλα , κοπιάζει σα νυχτώνει και θα χάσω τις προσφορές.
- Αααα, ναι. Έχεις να προσκυνήσεις τον χορηγό, ξέχασα !
- Ζακ ; Γαμήσου ! Εγώ δεν είμαι μόνος. Πέντε στόματα θα με περιμένουν το βράδυ άνετε μαλάκα. Και θα γουργουρίζουν οι κοιλιές τους σαν κροκόδειλοι που τους έριξες σπόρια. Πέντε στόματα είναι δέκα πόδια, αρβύλες πάνω από τις επιλογές & τις ελευθερίες μου. Την συμφωνία δεν την έκλεισα και τόσο καλά αλλά η υπογραφή από κάτω είναι δική μου…
- Τρέξε, δικέ μου, τότε, μη κάθεσαι. Σε συμπονώ ρε φίλε. Εξ’ άλλου όλοι χρειαζόμαστε έναν φερέγγυο για να ζητάμε δανεικά στην στραβή. Και ξέρω ότι εσύ δε θα ξεμείνεις. Ούτε από κόκκαλα ούτε από φράγκα.
- …… *** ΖΑΚ !
- Έλα,έλα τράβα, δε πεινάω εγώ, θα τα πούμε μετά το event…

Ο Μπρούνο έσυρε τα πόδια του προς τη σωστή κατεύθυνση, μάλλον, κοιτώντας με αγανάκτηση τον κολλητό του, μάλλον, μη μπορώντας να κάνει και τίποτε άλλο, μάλλον.
Η κυρία Ιζαμπέλα εμφανίστηκε στην ώρα της. Η στιγμή της επιβεβαίωσης ήταν πάλι εδώ. Κρατώντας ένα ταψί με λιγδερά υπολείμματα, σαν προεκλογικά τάματα ένα πράγμα, περπάτησε ανάμεσα στους θαυμαστές υποτελείς της χαμογελώντας με έπαρση.
- Ελάτε μωρά μου. Ελάτε κοντά στη μαμά. Εδώ να δείτε τι σας έχω σήμερα. Μούρλια μεζέδες.
Οι ψηφοφόροι συνωστίστηκαν όσο πιο κοντά στην ελπίδα χωρούσαν. Οι ευέλικτοι μπροστά, οι αργοκίνητοι πιο πίσω. Για τον Ζακ ήταν η στιγμή της δικαίωσης της θεωρίας του. Πάει κάθε ίχνος αυτοεκτίμησης και εγκράτειας για τους δύστυχους. Την ώρα της μοιρασιάς, όποιος κουνήσει καλύτερα την ουρά, ψηλά, με ρυθμό, στους ήχους του κομματικού ταμπούρλου, αυτός θα τσιμπήσει το μεγαλύτερο κόκαλο. Και με το μεγάλο κόκαλο στο στόμα θα εξασφαλίσει και την εύνοια της κλασάτης γκόμενας, και την αποδοχή των ανταγωνιστών και την ηρεμία της επόμενης ημέρας, όταν θα πρέπει να κάνει απολογισμό. Η επόμενη μέρα είναι πολύ μακριά, ώρες ώρες ξεχνιέται τελείως.
Πρόλαβε να δεί τον Μπρούνο να ξεσκίζεται με ένα μεγάλο αρσενικό για το κόκαλο σαν να είχε προκυρηχθεί ΑΣΕΠ με 1 θέση επιτυχόντος. Γελώντας, σηκώνοντας τους ώμους, έστριψε στη γωνιά και ατενίζοντας τα άστρα σήκωσε ψηλά το πίσω του ποδάρι και ξανακατούρησε την αφίσα του αρχηγού. Πηχτά, γλειώδη και ανεξίτηλα σα μούντζες ούρα. Αναστέναξε, τεντώθηκε, έριξε μια ματιά για κανένα ξέμπαρκο θηλυκό,
σωριάστηκε δυό βήματα παραπέρα και κοιμήθηκε σα πουλάκι. Αυτός, τουλάχιστον, κοιμήθηκε σα πουλάκι.
Ο αρχηγός ;



- Ποιος είναι ρε παιδιά ο αρχηγός ;

Κυριακή, Σεπτεμβρίου 27

Κάηκε όρθια η ροζαλέα...

Η ροζαλέα η μουριά, η κουτσομπόλα της πελοποννησιακής νύχτας των παιδικών μας καλοκαιριών, ήθελε να με ξαναδεί, να με προειδοποιήσει…. Θυμάμαι τώρα….
Οι ρίζες της σάλευαν στα σκοτεινά γυρεύοντας νερό να πιουν, οι φλούδα του κορμού της ξύνονταν και τρίβονταν να στείλει τους χυμούς στο τελευταίο φύλλο στην εσχατιά του ψηλότερου μικρού κλαδιού, τυφλά σκουλήκια αγωνίζονταν έρημα ολονυχτίς σιμά στις ρίζες, να αρπάξουν από την περίσσια ύλη το μεδούλι της, και αυτούς τους ήχους που βγάζαν μυρωδιά, μόνο εμείς, τα παιδιά, τα σκαρφαλωμένα στο δεντρόσπιτο της, τους αφουγκραζόμασταν, μπαίνοντας πρωταγωνιστές μικροί εμείς στην τεράστια σπηλιά του ονείρου, της Ιωνικής παραληρηματικής έκστασης του Ηλία Βενέζη στην Αιολική Γη του 1944, αλλά και στην Ψίχα εκείνων των Καλοκαιριών του δικού μας του Ισίδωρου Ζουργου του 2006. Η έκσταση της ησυχίας της ελληνικής γής, αυτή η προετοιμασία για τη συναυλία των τζιτζικιών, του ήπιου ανέμου, ήταν εκεί.
Η μουριά μας ήταν το κέντρο της γής. Στέλναμε χαιρετίσματα απο το γήπεδο κάτω από τη μουριά, από το σπίτι του συμπέθερου 200 μέτρα πριν από τη μουριά, και μας καταλάβαιναν όλοι αμέσως, δεν χρειάζονταν ονόματα και ταμπέλες , θα μπεις στον χωματόδρομο και το πρώτο σπίτι κάτω από τη μουριά είναι ο παππούς ο Κώστας…
Ο πρώτος μου εξάδελφος , ο πρωτότοκος από το σόϊ ολάκερο, ο Κωστάκης… δεν μπόρεσε να βγει απ την επιρροή της ποτέ… εκεί σχεδίασε τη ζωή του από το 1960, όταν το θρόισμα των φύλλων της πάνω απο το σκιερό μεσημεριανό ύπνο στο δεντρόσπιτό μας του γέμισε την ψυχή με αισιοδοξία και του πήρε τον πλεονασμό… εκεί πήγε να δείξει το πρώτο του πτυχίο Ιατρικής με άριστα, και θυμωμένη τον ρώτησε αν έμαθε το νόημα του κόσμου, σε αυτήν ξομολογήθηκε ότι ποτέ του δεν θα γίνει άνδρας, δεν θα παντρευτεί, δεν θα σπείρει, παρά μόνο θα ξεχυθεί να βοηθήσει όσο μπορεί τα χιλιάδες παιδιά τα άτυχα, τους σπόρους άλλων, και γράφτηκε στην θεολογία να πάει για ιεραπόστολος, εκεί της έδειξε το 2ο πτυχίο του με βιάση, και δεν ήξερε να απαντήσει ακόμα για το νόημα του κόσμου κι ας είχε εξαντλήσει όλες του κόσμου τις θεολογικές σπουδές, εκεί υποσχέθηκε να γίνει φυσικός, αστρονόμος, ότι χρειαζόταν για να πλησιάσει το νόημα ! και εκεί αποτραβήχτηκε απο τους εμβρόντητους συγγενείς του ο Κωστάκης, με τα τρία πτυχία του και το παλιό του πιάνο, να διδάσκει σε ένα ταπεινό τεχνικό γυμνάσιο και να συμμετέχει στην αυθεντική δωρική ζωή της Ζαχάρως της Ολυμπίας, αυτού του τόπου που τον ρούφηξε σαν μυστήρια ερωμένη ακαταμάχητη, κι έχτισε ένα δικό του καλύβι κάτω από τη μουριά , εκεί να μείνει για πάντα, γιατί όπου και να γύρισε της ταλαιπωρίας ζωή αντίκρισε, και σε αυτά τα λίγα που είχε εκεί ….το βρήκε το νόημα της ζωής αυτός ο μέγας κουλτουριάρης ξάδελφος….στο καφενεδάκι που όλοι θυμούνταν τον παππού τον Κώστα και ..ολοι θέλανε να τους διαβάσει κανά γράμμα από το παιδί από το Καναδά.
Αλλά η μουριά ήθελε όλα τα παιδιά να μας βλέπει, να μας επηρεάζει, να μας εκλογικεύει, και μεις κάναμε χρόνια να περάσουμε να μυρίσουμε να προσκυνήσουμε.

Κι έτσι, βγήκε στην τηλεόραση, η μοντέρνα πια μουριά, με …πολυκατοικίες απο πίσω, σαν σε φόντο της κόλασης του Δάντη και σαν σε μάνα τραγική σε πίνακα για την καταστροφή της Χίου και της μικρασιατικής καταστροφής, κατάφερε να τραβήξει τα βλέμματά μας μιλώντας με το κόκκινο φόρεμα της φωτιάς, σε πανεθνικό δίκτυο σε ένα μύχιο διάγγελμα που όμοιό του δεν είχαμε φαντασθεί… να μας μιλήσει για το νόημα της ζωής την στιγμή που χάνεται… για τα σημαντικά και τα ασήμαντα… για την πραγματική τραγικότητα και την ανίερη μεμψιμοιρία μας… για το ανάστημά της… για το ανάστημά μας το πενιχρό και την αναβολή που πήρε η ανάσταση του ανθρώπου.

Τα τράβηξε τα βλέμματα η φωνακλού, τσιρίζοντας απαίσια για τελευταία φορά τον επιθανάτιο ρόγχο της, των παιδιών μας την επόμενη κατάρα…εδώ ας ζήσετε τώρα επίορκοι του μπετόν και του πάρκου κεραιών της κινητής τηλεφωνίας, εδώ με την τελευταία χωματερή, την πατρίδα σας…. Θερίστε,,,θερίστε μαλάκες ό,τι σπείρατε…

(Από τιη φωτιά στην Ηλεία πριν 2 χρόνια)

Όταν έκλασε ο Νίτσε


Μετά τον οδοντίατρο ο γαστρεντερολόγος του φάνηκε piece of cake. Ντάξει μπορεί να του ζήτησε να σκύψει κάποια στιγμή και να χαλαρώσει φορώντας ένα ανησυχητικό γάντι αλλά ο ανθρωπάκος τα είπε όλα χωρίς ..θα δούμε πως θα πάμε και ξαναέλα κλπ… Δεν υπάρχει στο γαστρικό σου και στο …αποχετευτικό σου κάτι που να είναι ασυνήθιστο για την ηλικία σου. Είσαι νευρικός τελευταία ως φαίνεται και όλα όσα συμβαίνουν μέσα στο στομάχι σου είναι αποτέλεσμα όσων συμβαίνουν μέσα στο κεφάλι σου. Θα έβαζα στοίχημα ότι δεν έχεις ούτε σκέψη να πιάσεις μια Ρω 26… γκομενίτσα, ε μικρέ ; Του καθήκοντος κι εσύ ε; Θα στρώσεις…

Ο Ιεροκλής κοκκίνησε ολόκληρος από το κακό του ή από ντροπή, και αφού ανέβασε τα πανταλόνια του μάζεψε την οργή του και πλήρωσε τον ξερόλα. Σαν τους Αλβανούς έχουν γίνει σκέφτηκε. Και βάφω και φώτα ξέρω και σκεπή διορθώσει αφεντικό. Κοίταξε την απόδειξη με καχυποψία, του φάνηκε νόμιμη, πήρε το ασανσέρ και κατέβηκε πάλι στις σκέψεις του.

Ήταν καιρός που τις Τετάρτες αντί για το στέκι του για το Champions Leage επισκεπτόταν διάφορες ειδικότητες γιατρών για να βγάλει μια άκρη για τα συμπτώματά του. Κοίταξε την ατζέντα του, την άλλη Τετάρτη ψυχίατρος, σήμερα προετοιμασία για τα λογότυπα και το meeting της Πέμπτης και το βράδυ δείπνο με την Αγλαϊα, γεννέθλια της μικρής αύριο.

Πέρασε μια βδομάδα βασανιστική, ακόμη μια, και με βαριά βήματα, πιο βαριά από ότι είχε προβλέψει πλησίασε την πόρτα του dr de mourlon στον 7ο όροφο μιας κεντρικής σινιέ οικοδομής γραφείων της πόλης. Η ταμπέλλα του πρέπει να κόστισε περισσότερο από το γραφείο μου, σκέφτηκε και χτύπησε το κουδούνι. Για λίγα λεπτά φλερτάρισε με την ιδέα να την κάνει γιατί είχε και την εντύπωση ότι τον κοιτούσαν από το ματάκι τουλάχιστον 3 διαμερισμάτων του ορόφου. Άντεξε, μπήκε, μελέτησε τις φωτογραφίες του γιατρού με διάφορες στάσεις εμπρός από πανιά που φούσκωνε ο άνεμος, ξεφύλλισε νευρικά δύο τρεις ναυτικές επιθεωρήσεις και ένα κατάλογο yacht 2000 καβαλήστε το όνειρο, μύρισε ένα μετάλλιο που κρεμόταν δίπλα στην βιβλιοθήκη και του φάνηκε σικέ, και ετοιμαζόταν να το γυρίσει ανάποδα όταν ακούστηκε το ηχειάκι και του έκοψε τα ήπατα. ΠΕΡΑΣΤΕ !

O λιμοκοντόρος με τι φιλικό αλλά κάπως μακάβριο ύφος ήταν όρθιος πίσω από την πόρτα και του έτεινε το χέρι για μια αποστειρωμένη χειραψία, πριν του δείξει μια πολυθρόνα με ένα κομψό νεύμα. ΚΑΘΙΣΤΕ !

Αυτός στρογγυλοκάθισε στην τεράστια διευθυντική του πολυθρόνα και αφού τον μέτρησε με τα μάτια πάνω κάτω, απέναντι, στο χαμηλότερο κάθισμα, να φαίνεται ποιος είναι ανώτερος, πάτησε με ύφος πεπειραμένου σκακιστή το κουμπάκι στο χρονόμετρο της συνεδρίας. Τσικ τσικ τσικ τσικ.. ακουγόταν τόσο δυνατά που δε χρειαζόταν να μιλήσει κανένας . Για λίγα δευτερόλεπτα ο Ιεροκλής παρατήρησε τον γιατρό…
Είχε εξαιρετικά μυτερό πηγούνι, αστεία μικρά πεταχτά αυτιά και εμπρός από όλα εκείνα τα καδραρισμένα σε μαόνι πτυχία τα οποία δεν μπορούσε να ελέγξει αλλά ήταν βέβαιος ότι θα κόστισαν αρκετά οικόπεδα στον τάχα δύστυχο Χαλκιδικιώτη μπαμπά του, του έμοιασε στιγμιαία με τη μορφή του Νίτσε. Δεν ήθελε να μιλήσει σ’ αυτόν τον καραγκιόζη, αλλά κατευθείαν στον ίδιο τον Νίτσε. Έτσι αισθανόταν και με τις εξομολογήσεις. Ο παπάς του φαινόταν τόσο λίγος για να εκπροσωπεί τον «τα πάντα Βλέπει πρόσεχε» αλλά όσες φορές τα είχε πει με το ίδιο το Αφεντικό κοιτώντας ψηλά δεν είχε αποσπάσει ούτε ένα fuckin χαμόγελο συμπάθειας. Και αυτός εδώ ο καραγκιόζης στη ψηλή πολυθρόνα είχε ένα τέλειο χαμόγελο συμπάθειας. Σαν εκείνο το μπλαζέ υφάκι που παίρνει το τρομερό πουλί, ο roadrunner καθώς ξανά & ξανά παρακολουθεί το κογιότ να ετοιμάζει το στρόγγυλο βράχο που θα πέσει την κατάλληλη στιγμή από το γκρεμό στη χαράδρα για να το συνθλίψει….

- Λοιπόν ; έκανε ο πτυχιούχος παίρνοντας στα χέρια του την κατάσταση καθώς και μια παλιά καφέ πίπα χωρίς καπνό.
- Λοιπόν…. δεν ξέρω γιατί δεν μπορώ να το ελέγξω αλλά …νομίζω ότι σύντομα κάτι θα πάθω, σοβαρό εννοώ, λοιπόν…με τρομάζουν ή καλύτερα με τρομοκρατούν πράγματα που ήταν αστεία για μένα.
Με τρομάζουν οι κλειστοί αυτοκινητόδρομοι όπου όταν μποτιλιαριστείς δεν έχεις την επιλογή να μετανιώσεις, να στρίψεις και να γυρίσεις πίσω.
Καταπιέζομαι σε τεράστια mal υπερμάρκετ κλπ όπου η πορεία των πεζών είναι οριοθετημένη και για να βγεις πρέπει να διασχίσεις όλα τα stand.
Πανικοβάλλομαι στον ήχο των ασθενοφόρων και φυσικά αν συναντήσω περιστατικό σε εξέλιξη, τροχαίο ή τραγικό περιστατικό πρώτων βοηθειών μου είναι αδύνατον να συμβάλλω και μουδιάζω ολόκληρος.
Μερικές φορές αισθάνομαι άσχημα και στον κινηματογράφο και θέλω να βγω για πέντε λεπτά να πάρω αέρα.
Αισθάνομαι μια κλιμακούμενη δυσφορία όταν το κορμί μου συμμετέχει σε φιλικές συγκεντρώσεις ανούσιες και αναγκάζομαι να συναναστραφώ τον τύπο ανθρώπων που θεωρώ περιττούς στην ανθρωπότητα.
Και τώρα τελευταία έχω λιγοθυμιές καθώς περπατάω προς τις δυο τράπεζες από τις οποίες έχω πάρει το στεγαστικό μου δάνειο και το κεφάλαιο κίνησης για το μαγαζάκι μου.
Ψάχνω να βρω τι μου φταίει, αν τα προκαλώ εγώ, από την άλλη ρε παιδί μου είμαι μια χαρά πετυχημένος κατά τα λεγόμενα των γύρω μου…
Ο Ιεροκλής είχε πάρει φόρα. Είχε μια αφελή βεβαιότητα ότι όλα αυτά θα ακουστούν αρκετά δραματικά στον γιό του Χαλκιδικιώτη αλλά αυτός έκανε μόνο κάτι ήχους …α χα, χμμμμ, οκ, και για να πούμε του …στραβού το δίκιο μάλλον πρέπει να τα είχε ακούσει ξανά την ίδια μέρα κανά τρεις τέσσερις φορές. Ωστόσο έκανε τον κόπο να θορυβηθεί και να αλλάξει ύφος
και με μια αποφασιστική κίνηση προς το μέρος του άρχισε την ανάκριση.

- Πείτε μου για τη μητέρα σας ;
- Τι για τη μητέρα μου, δεν μπορούμε να την αφήσουμε με τον πατέρα μου αυτήν ;
- Τι ανακαλείτε από εικόνες στο πατρικό σπίτι, το μεγάλωμά σας…
Ο κομπογιαννίτης αυτός ρε ήταν καλός. Το ‘πιασε αμέσως το πρόβλημα. Ο Ιεροκλής θυμήθηκε ότι από τα 14, εγκαίρως ήξερε ότι είναι φτιαγμένος για να σταδιοδρομήσει στο χώρο του θεάματος, με μια rock progressive death metal μπάντα, κι εκείνη η καριόλα η μάνα του ποτέ δεν τον ενθάρρυνε.
- Άκουσε γιατρέ… είσαι καλός. Θα στα πω όλα. Αρκεί να θες να ακούσεις.
Ο γιατρός μάλλον πνίγηκε γιατί ξερόβηξε ,αλλά τον κοίταξε αρκετά αποφασισμένος και ετοίμασε μια κόλλα χαρτί. Οι πένα πήρε φωτιά. Ο doctor de frikaren γέμισε 2 σελίδες ακατανόητες σημειώσεις, για μια στιγμή του ‘μοιασαν του Ιεροκλή με λίστα για ψώνια, δεν έδωσε συνέχεια, άλλη μια φορά ο πτυχιούχος σηκώθηκε για να ξεφυλλίσει με ατημέλητα προβληματισμένο ύφος ένα χοντρό βιβλίο, σταμάτησε σε δυό σημεία κουνώντας το κεφάλι σα σκύλος σε μπαρπμρίζ, πήρε ξανά το τσιμπούκι στο χέρι και άρχισε να το δαγκώνει σαν να σκέφτεται που να κρύψει λεφτά.
Ντριιιιννννν. Δεν είχαν περάσει ούτε 35 λεπτά αλλά το ρολόι του μάλλον έτρεχε…Σηκώθηκε σαν τρομαγμένος από το κάθισμα, χαμογέλασε και είπε…
- Θα σε κάνω εγώ να τα καταπίνεις όλα αυτά σαν καραμέλες, βράχο θα σε κάνω. Θα αισθανθείς την βεβαιότητα ότι μπορείς να διαχειριστείς αυτά και άλλα τόσα. Μείνε ήσυχος. Θα τα πούμε την άλλη εβδομάδα.

Αν σκεφτείς αυτήν την πρόταση, εκτός από το σκέλος που σήμαινε «σήκω και φύγε τώρα από εδώ» η υπόλοιπη μάλλον ήταν εντελώς ανάρμοστη για ψυχολόγο.

Υποτίθεται ότι ένας ψυχολόγος είναι εκεί για να εντοπίζει τις βαθύτερες αιτίες συμπτωμάτων και να ορθώνει επιχειρήματα-αναχώματα και να οργανώνει τακτικές που θα βοηθούν τον ασθενή να τα αναστείλει. Ήταν σαν μια σιωπηλή παραδοχή ότι τα συμπτώματα έχουν μη αναστρέψιμες αιτίες και αποστολή μας είναι να μάθουμε να συγκατοικούμε ή χειρότερα, να τα βιώνουμε χωρίς το μήνυμα που ενέχουν, την προειδοποίηση που στέλνουν, εκπέμπουν, ψελλίζουν, ή κραυγάζουν ανάλογα με την έντασή τους κάθε φορά. Σαν να έπρεπε ο Ιεροκλής να παραδεχθεί ότι κάτι έτρεχε στραβό με το μυαλό και την κρίση του που τα είχε πάρει τελευταία στο κρανίο. Αυτή ήταν η θεωρία της Αγλαϊας, γιαυτό τριγυρνούσε κρυφά στους γιατρούς. Γιατί η γυναίκα του θύμωνε πολύ με όλα αυτά. Και δε θέλετε να δείτε την Αγλαία θυμωμένη, δεν υπάρχει λόγος για μια τέτοια εμπειρία…
Αnyway…

Ο γιός του Χαλκιδικιώτη κράτησε το λόγο του. Μετά από μια σειρά μεστών χειρουργικών φαρμακευτικών παρεμβάσεων τον έκανε βράχο. Αν σκεφτείς ότι έβαλε 24 κιλά και μετακινούνταν απείρως δυσκολότερα ! Κατά τα άλλα απολάμβανε ένα καινούργιο θάρρος προς τη ζωή. Ένα θράσος ! Γράφτηκε μάλιστα εθελοντής στην Ε.Π.Μ. αυτήν την εταιρεία που τα μέλη της τρέχουν στα τροχαία και μαζεύουν εθελοντικά σε νάυλον (ανακυκλώσιμες) σακούλες τα κομμάτια των διαμελισμένων από τραίνα, αυτοκίνητα, μπράβους και…ξέρετε τώρα ότι τέλος πάντων σιχαμερό συμβαίνει καθημερινά στις μεγάλες πόλεις και κάνουμε πως δε το βλέπουμε. Όχι πια, ο Iεροκλής δεν απέστρεφε τα μάτια στα ασθενοφόρα. Ήταν καλά.

Πέρασε ένα μικρό διάστημα ευτυχισμένης καλοζωίας με ότι κανείς ορίζει γενικώς καλοζωϊα, ύπνους σαν τούβλο, μπύρες και ποδόσφαιρο αλλά την πρώτη φορά που σφήνωσε βγαίνοντας από τη ντουζιέρα αποφάσισε ή να ζυγιστεί ή να αλλάξει τα χάπια του. Έπαθε σοκ. Όλη αυτή η ηρεμία στο μυαλό του μάλλον προέρχονταν από το γεγονός ότι το νευρικό του σύστημα βαριόταν να στέλνει ενδείξεις χιλιόμετρα μακριά. Είχε γίνει ένα τεράστιο παχύδερμο. Έσκυβε και δε μπορούσε να δει το πουλί του.
Διάβασε προσεκτικά όλες τις ετικέτες και τις παρενέργειες και δεν έγραφε πουθενά ότι θα γίνει το πουλί σας αόρατο σε τέσσερις εβδομάδες. Κάτι είχε πάει λάθος στην περίπτωσή του. Ο Ιεροκλής είχε ακούσει για την εταιρεία που έβγαζε το παρασκεύασμα κουτσομπολιά… στα 200 κουτάκια συνταγογράφησης ο γιατρός πήγαινε τζάμπα συνέδρια στο Balli και χωρίς την γυναίκα του μάλιστα. Αλλά τόσο χασάπης, να τα βάλει με το πουλί του Ιεροκλή, δε φαντάστηκε ότι θα γινόταν !
Εντόπισε την ημερομηνία της πρώτης του επίσκεψης στον καραγκιόζη και προσπάθησε να θυμηθεί αξιοπρόσεκτες στιγμές έντασης, συγκίνησης, ταχυπαλμίας, ερωτικής έξαρσης ή ανησυχίας για το αύριο… Δεν υπήρχε τίποτε. Για δεκαοκτώ μήνες είχε καταφέρει να διαχειριστεί μόνο ότι έπεφτε με κρότο στα πόδια του και δεν μπορούσε λόγω όγκου να το σπρώξει παραπέρα.
Άρχισε να ανακαλεί το καθημερινό του πρόγραμμα για όσο διάστημα xαπακωνόταν… μπορεί να μην του έδωσαν προαγωγή ή κάποιο βραβείο αλλά ένα ήταν βέβαιο, η εξαιρετική παραγωγικότητά του στις καθημερινές ανάγκες του περιβάλλοντος , του στενού του περιβάλλοντος, ξέρετε τώρα γυναίκας, συνεργατών, πελατών… Υπήρξε μια αλλαγή στάσης όλων. Ήταν γοητευμένοι με τον καινούργιο Ιεροκλή. Ούτε φοβίες, ούτε ανησυχίες, ούτε αμφιβολίες, ΟΚ λίγο αποκρουστικός 100 κιλά και ιδρωμένος, αλλά μια χαρά χαρούλα όλες τις ώρες, ο ιδανικός σύντροφος για μια μακροημέρευση της συζυγικής σχέσης, για μια ανθεκτική συμπεριφορά στην υπερένταση των καθημερινών τριβών, για μια υποχωρητικότητα στις απαιτήσεις της συμβίωσης στους περισσότερο ή λιγότερο υποχρεωτικούς χρήσιμους χώρους.
Η δε αποδοχή της πεθεράς του ήταν πέραν κάθε προσδοκίας. Ευτυχισμένη τριγυρνούσε στα σπίτια των συναδελ(ο)φιςών της και τους έτριβε με λάγνα ικανοποίηση στα μούτρα τις εντυπώσεις της από το χαρούμενο σπιτικό της κόρης της. Ο Ιεροκλής, τόσο οργανωμένος, τόσο επαρκής, και την κοιτάει και στα μάτια. Πριν τα πεί την προλαβαίνει. Τυχερή η Αγλαίτσα μου.

Ουπς…
Εδώ ήταν το μοιραίο !
Για κάθε άνθρωπο χτυπάει μια καμπάνα.
Η δική του κόντεψε να σπάσει μόλις είδε την πεθερά του τόσο χαρωπή…
ΝΤΑΝ !!!!!!!!!

Έπρεπε να το προσέξουν. Δεν έπρεπε να δείχνουν μπροστά του τι αισθάνονται. Έπρεπε να τον έχουν στο μαστίγιο και το καρότο.


Ο Ιεροκλής μάζεψε τα μυαλά του και άρχισε δίαιτα και γυμναστήριο..
Σιγά σιγά, μειώνοντας τα χάπια άρχισε να ξανα αποκτά μια μικρή συναίσθηση κάποιων πραγμάτων που την είχε εντελώς απολέσει.

Αντιλήφθηκε ότι ξανάνιωθε τους μήνες και τις μέρες να περνούν και να αφήνουν πίσω τους ένα αίσθημα απατημένης προσδοκίας. Ότι ποθούσε μια διαφορετική έκβαση των μικρών πραγμάτων που τον κάνουν να γελά…
Πήρε είδηση ότι υπήρξε μια φραγή εισερχομένων κρίσιμων σκέψεων στο πιο σημαντικό κομμάτι του εγκεφάλου του που αφορά τις επιλογές και την κριτική ικανότητά του. Τώρα μετάνιωνε για επιλογές, σκεφτόταν και απέρριπτε πάλι πράγματα ως κατώτερα των περιστάσεων…
Τώρα ξανασήκωνε τις προσβολές, όσο συγκαλυμμένες και να ήταν και τις πετούσε προς εκείνους που τις εκστόμιζαν. Το μυαλό του τον βοηθούσε ξανά με μια σπιρτάδα που τον άφηνε εμβρόντητο.
Και φοβόταν πάλι κάποια πράγματα. Πόσο του είχε λείψει το συναίσθημα της λαχτάρας και του τρομάγματος…


Βέβαια, τον χάσανε απο την Εταιρεία Περισυλλογής (κομμένων) Μελλών γιατί δεν…. Αλλά στο δελτίο τους στο star και τον alter παρατηρούσε μια ευμάρεια και κατάλαβε ότι δεν θα έχουν πρόβλημα εγγραφών νέων μελών. Ανοίξτε στις 8.20 να δείτε, δίκιο είχε.

Δυόμισι χρόνια μετά, συνάντησε τυχαία τον καραγκιόζη στο δρόμο. Ήταν εμφανώς αδυνατισμένος και χλωμός και του φάνηκε λίγο χάλια αλλά δεν άντεξε να μην ρωτήσει λίγο σαδιστικά δεικτικά…
- Πως πάνε οι δουλειές ;
Τον κοίταξε με δολοφονικό ύφος, του φάνηκε πολύ υγιής, και απάντησε :
- Όπως πάντα, σε κάθε πανσέληνο δε προλαβαίνουμε, ξέρεις τώρα είναι τόσα που δεν μπορεί ο κόσμος να αντιμετωπίσει… Και γώ δεν είμαι ο παλιός μου εαυτός, κουράζομαι, να έχω μια βδομάδα που γύρισα από το Μπαλλί και ακόμα κοιμάμαι σαν χαπακωμένος !
- Πάντα καλά, πάντα καλά, άρρωστοι να υπάρχουν, θα επιβιώσεις…
Ο γιατρός γύρισε και έγνεψε τα λέμε, αργά ή γρήγορα, περπάτησε προς το αυτοκίνητό του σαν παιδί που πλησιάζει τη νοσοκόμα για εμβόλιο και σωριάστηκε στο βαθύ δερμάτινο κάθισμα της Jaguar. Χάλια φαινόταν.

Ο Ιεροκλής πέρασε το πεζοδρόμιο και μπήκε στο στενό μαγαζάκι που έγραφε Feng Sui. Στο βάθος είχε μια δεύτερη πόρτα και σαν στο σπίτι του χώθηκε στο άδυτο της κας Περσεφόνης .
- Καλώς τον, καλώς τον, πάρε ένα ξύλο και δώστον…
- Πως είσαι καλή μου ; Σε κούρασε κανείς σήμερα ;
- Είχα έναν παππού που ξέχασε να ταϊσει την γελάδα του και έκλαιγε. Η γελάδα πεθεμένη από τον πόλεμο, ξέρεις τώρα, ου γαρ έρχεται μόνον…
- Θα μας μιλήσει ο Νίτσε σήμερα ;

Η Περσεφόνη σοβάρεψε και του είπε να καθήσει ήσυχα κάτω στο σκαμνί. Για μερικά λεπτά χάθηκε και τα μάτια της πήραν ένα απόκοσμο ύφος. Μετά άρχισε να παραμιλάει μπροστά στην κρυστάλλινη σφαίρα της και η φωνή της σου έδειχνε ότι δεν μπορείς να εκφέρεις αντιρήσεις.
-Ήσουν εγκλωβισμένος σε ένα δωμάτιο, σε μια σχέση, σε μια δουλειά που πήρε άλλο δρόμο από αυτόν που ονειρευόσουνα και σε τρόμαζαν οι κλειστοί αυτοκινητόδρομοι που δεν μπορείς να αλλάξεις πορεία παρά μόνον όταν τελειώσουν, σε 35 χιλιόμετρα ή σε 35 χρόνια ή κάποτε…
- Ήσουν νέος σαρράντα χρονών, αλλά με τις πρώτες σκέψεις φθοράς, τα πρώτα τεκμήρια της περατότητας του χρόνου στο κορμί σου, στα μαλλιά σου, στους μυς σου, και σε τρόμαζαν τα ασθενοφόρα και τα περιστατικά κρίσεων που έβλεπες να συμβαίνουν σε νέους ανθρώπους.
- Ήσουν καταχρεωμένος με τα δάνεια να σκαρφαλώνουν και σε έπιανε ζαλάδα καθώς βάδιζες προς τις τράπεζες για να πληρώσεις τη δόση.
- Ήσουν μέσα σε ένα τρελό λεωφορείο χωρίς φρένα και τιμόνι και η ευθεία τελείωνε σε λίγα μέτρα, και συ φώναζες….κάποιος να το στρίψει ρε..
- Ιεροκλή, ο Νίτσε λέει ότι τα έκανες λίγο σκατά με τις αποφάσεις σου ως τώρα, αλλά έρχεται ένα χέρι να σε προειδοποιήσει , να σε τρομάξει, να σε σκουντήσει για να κάνεις αλλαγές… Ιεροκλή, πρόσεξε, πρέπει να πιάσεις και να ικανοποιήσεις αυτό το χέρι… Πρόσεξε Ιεροκλή.

Η χοντρούλα άπλωσε το χέρι της και ο Ιεροκλής σαν υπνωτισμένος πήγε να της το πάρει στα χέρια του και να το φιλήσει …
- Όχι αυτό το χέρι μαλάκα, εδώ δίνεις κάτι να ζεστάνεις τη σφαίρα.

Σηκώθηκε, βιαστικός και θεριεμένος, έβαλε ένα πενηντάρικο στη χοντρή χούφτα και βγήκε στο δρόμο αποφασισμένος. Του φάνηκε πως ήταν πολύ καθαρός ο αέρας. Μάλλον ήταν πολύ βαρύς μέσα στο μέντιουμ.
Και δεν μπορούσε να καθορίσει τι τον ενοχλούσε στο κλειστό δωμάτιο, ώσπου θυμήθηκε αυτή την μυρωδιά, έμοιαζε με βραδυνή Αγλαϊα στο κρεβάτι, κάτω από τα κολαριστά σκεπάσματα, δεν ήταν εντελώς βέβαιος.
Μάλλον, αθέλητα, ο Νίτσε τους είχε ρίξει και μια πορδή. Συμβαίνουν αυτά.