Πέμπτη, Νοεμβρίου 19

Το ετοιμοθάνατο λικέρ


The procedure of a tear...

Στοργή απλώνεται και τα καλύπτει όλα. Πάθη, εμμονές, πόθους & απόπειρες. Στοργή ανεβαίνει σαν ανυπόμονος κισσός από τη γή. Ζεσταίνει τη κοιλιά σου σα πρωϊνό γάλα & κατόπιν το μυαλό σου σα μεσημεριανός υπνάκος. Σε ποτίζει καθυσηχαστικά στιγμιότυπα. Ρίχνει αστραπές ευπρόσδεκτες στο παχύ σκοτάδι κάθε ανασφάλειάς σου. Κι έτσι ζεστός αφήνεσαι, μέσα στη μάλλινη κουβέρτα της τα σκέλια σου να τα μπερδέψεις με εκείνη.
Στοργή εξαπολύεις. Με τον ανθρώπινο υπολογισμό οτι θά 'ρθει πίσω. Και έρχεται, πολλαπλασιασμένη με χάδια μητρικά και καλοψημμένες βεβαιότητες. Σηκώνεις τότε το γιακά και προχωράς, μεσα στο κρύο κουμπώνοντας όλα τα κουμπιά σου εως πάνω.. Ούτε δεξιά ούτε αριστερά να στρίψει το κεφάλι δε μπορεί. Μεταβολή ; Ούτε σκέψη...
Παιδιά κοιμούνται παραμέσα με ήσυχο ρυθμό. Πηγαίνεις κάθε τόσο και τα βλέπεις. Τα σώματα δουλεύουν και ζεσταίνουν. Γεμάτα με καυτό, μαύρο λερό νερό. Πατώματα από ξύλο και κανόνες όλα στέρεα. Δε τρίζουν. Κανένας πάνω δε χορεύει εξάλλου. Περπατούν.
Στοργή γυρεύεις όλη μέρα. Μέσα σε μπαούλα με παλιές φωτογραφίες, μέσα σε κάδους με μηνύματα ζεστά, τόσο παλιά,θαρρείς πως κιτρινίζουν στην οθόνη. Ώσπου να έρθει πάλι η θαλπωρή, λευκά να στρώσει εργόχειρα οικογενειακά ολούθε, και τις πόρτες να κλειδώσει δυό στροφές. Μυρίζει τότε τσάϊ και κονιάκ και κάστανα βρασμένα κι είναι εντάξει. Είναι εν τάξει.


Μα το κορμί σου ; Αυτό που κόκκινο αίμα όλο γεμίζει κι από κάθε του ακρωτήρι ένα σήμα sos γυρίζει, τι διάολο θέλει και στριφογυρνάει τις ώρες τις μικρές προς το βορρά ; Γιατί νωρίς ξυπνά και τίνος η ανάμνηση το κατατρέχει ; Ποιός διάολος είναι αυτός που σε παραφυλάει, έξω από τα τετριμμένα κι ασφαλή να σε πετάξει ;
Θυμάσαι πότε έπεσες έξω απ' τα σύνορα στερνή φορά ; Έξω απ' την τέλειά σου δίνη; Θυμάσαι το κτύπημα ή την πτώση ; Θυμάσαι το φόβο, ή την έξαψη πριν απ' το φόβο ; Τι θυμάσαι πιό καλά, το χώμα που σε αγκάλιασε ή τη πληγή που σου άφησε ; Τι θυμάσαι;

Λένε πως πιό πολύ θυμάσαι ένα δάκρυ. Το στερνό εκείνο της επίγνωσης το δάκρυ. Τη στιγμή που αποφαίνεται το σώμα σου ότι τόσα του στερούσες που κάλλιο πιά να μη το χρησιμοποιούσες, παρά έτσι διαρκώς να το κακοποιείς. Το δάκρυ της επίγνωσης οτι το πιό γλυκό λικέρ της νιότης σου έχει στερέψει, τόσο ανεπιστρεπτί, που θα μπορούσες να το πείς ετοιμοθάνατο. Ας λένε οτι το παλιό λικέρ είναι σαν νέκταρ. Εσύ κάποια στιγμή το ξέρεις. Όταν στο πάτο της μπουκάλας τόσο μείνει που δεν κυλά, ας είναι νέκταρ, ας είναι και θεός. Να σε κρατήσει ζωντανό δε θα προκάνει.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

εντυπώσεις ;