Κυριακή, Νοεμβρίου 30

σχόλιο σ'εξι αφηγήματα



  Το κεφάλι του πήγαινε να σπάσει. Μπήκε σε ένα hardstore και διάλεξε ένα σφυρί. Βγήκε και βρήκε ένα άδειο παγκάκι. Γονάτισε και ακούμπησε το πρόσωπο στα βαμμένα κόκκινα σανίδια. Με το δεξί χέρι κατάφερε μια καίρια σφυριά στο πίσω μέρος, εκεί ακριβώς που θεωρούσε το κέντρο των σκέψεών του. Ύστερα το σφυρί έπεσε στο πεζοδρόμμμμμμμμμμμ....



  Έτρεχε και δεν έφτανε. Ώσπου ένα δειλινό, λίγο πριν δύσει ο ήλιος έφτασε. Όλα καλά. 











Σήμερα σέρνουμε τα πόδια μας. Έλα λίγο να ξυπνήσουμε. Χέρια ψηλά. Χτυπάμε όλοι παλαμάκια. Ζωηρά. Χοπ, Χοπ.. ωραία. Μερικές εκτάσεις. Έεετσιιι. Θα διαλέξω τώρα μια μουσική, εντωμεταξύ εσείς βγάλτε από τα τσουβάλια τα πόδια σας και φορέστε τα. Μετά σηκωθείτε όρθιοι. Πάμε ζωντανά λιγάκι. Πάμε. Πάμεεε. 




Όλο το Σαββατοκύριακο σκότωνα μύγες. Δυστυχώς υπάρχουν οι Δευτέρες. Λένε ότι οι μύγες είναι ο λόγος που επιζήσανε οι αράχνες που με τη σειρά τους είναι ο λόγος που επιζήσανε οι σαύρες που με τη σειρά τους είναι ο λόγος που επιζήσανε οι πελαργοί. Σαν σήμερα, πριν λίγα χρόνια, ένας πελαργός με έφερε στον κόσμο. Γι αυτό ευχαριστιέμαι να τις σκοτώνω.Τις μύγες, λέω.



  Έστριψε αριστερά με ένα προαίσθημα ότι πάει λάθος. Σταθεροποίησε το όχημα με μια ανάποδη τιμονιά. Είχε ένα κολωνάκι. Πέρασε Σύριζα και πήγε κι έπεσε πάνω στη ΔΗΜΑΡ. Κανείς δεν έπαθε τίποτα. Χάρις σε μια λάθος έκβαση που οφείλλονταν σε σωστή αντίδραση.

   --Mωρό μου, πιάσε ένα τσιγάρο. 

            -Ουάααααάάά.

Παρασκευή, Νοεμβρίου 28

νταντεύοντας τη ψυχή μου

  Καθήσαμε σε μια καρέκλα στη τζαμαρία.
- Τι κάνεις ; με ρώτησα.
   - Αυτό δεν είναι μια ερώτηση που κάνεις με τη μία... απάντησα.
- Τότε τι κάνουμε εδώ μαζί ; επέμεινα.
   - Δε μπορούμε απλώς να τα πιούμε ;  αντέτεινα.
- Προτιμώ να τα πούμε. Αλλά αν δε θές, σηκώνομαι, μου είπα εκνευρισμένος.
   Εγώ τότε κατέβασα το κεφάλι. Δεν ήξερα τι να κάνω τα χέρια μου. Με το δεξί τράβηξα τα μαλλιά μου πίσω αποκαλύπτοντας ένα μέτωπο από ρυτίδες, εργόχειρα του νού. 

   Για λίγα δεύτεςρα δε μίλησε κανείς μας. Ήταν μια σιωπή κατανυκτική, τη σεβάστηκαν ακόμη και τα ζουζούνια στο χώρο. Ύστερα θόλωσε η τζαμαρία και έκανα έτσι το χέρι να γράψω κάτι στα χνώτα. Για καρδιά το πήγαινα αλλά μια παρέμβασή του το κατάντησε ερωτηματικό. Θέλω να πω, ακόμη και ένα τζάμι με χνώτα, κάνει ότι του κατέβει, φαντάσου εκείνο που κρύβεται εντός. Και ύστερα σου λέει ο άλλος, ένα άτομο. Χα.

- Θα μιλήσεις ; μου είπα με πιο μειλήχιο τόνο. Ο τόνος της φωνής λοιπόν κάνει θαύματα.
   - Τι κάνω. Τι κάνω. Μερικοί λένε ότι είμαστε σάρκα δηλαδή ύλη, πνεύμα δηλαδή ψυχή και ενέργεια δηλαδή αν το πάρεις μετρητοίς όταν σώζεται η ενέργεια και γίνεται η σαρξ νωθρή το μόνο που είμαστε είναι μια ψυχή που βολοδέρνει.
- Καλύτερα να τα πιούμε, είπα τρομοκρατημένος.
    - όχι , όχι, εσύ επέμεινες να μιλήσουμε. Τώρα θα (τα) ακούσεις.
Έκανα νόημα στη γκαρσόνα για μια λάμπα.
    - Το λοιπόν , αφού ρωτάς, άκου τι κάνω. Νταντεύω τη ψυχή μου. Γιατί αυτή η καργιόλα δε μπορεί να συμβαδίσει με το υπόλοιπο κορμί μου. Έπεται.
- Έπεται ; γύρισα και με κοίταξα στο τζάμι με ενδιαφέρον. Το ερωτηματικό είχε απομείνει μισό, σα θαυμαστικό ένα πράμα.
     - Έπεται, επαιτεί, επαίρεται και πάλι απ' την αρχή.  Σε μια αυτοκαταστροφική λούπα.

Έκανα νόημα για ένα βαθύτερο ποτήρι. Η συζήτηση προμηνύονταν συναρπαστική.
     - Ώρες ώρες θάθελα να της έχωνα πιπίλα. είπα αποκαμωμένος. Βαρέθηκά την. Με ξανυχτά. Κάνει σα μωρό που βγάζει δόντια. Θέλω να πω. Δε γίνεται το σώμα μου να είναι κουφάρι και η ψυχή μωρό.
- Υπερβάλεις.
    - Στην υγειά μας, έκανα στο τζάμι. Τώρα είχαν απομείνει στα χνώτα τρεις τελείες.  Δεν υπερβάλω ούτε στο ελάχιστο, λύθηκε η γλώσσα μου. Ωραίο το τσίπουρο. Δε γίνεται να έπεται εκατό και τρία χρόνια η καργιόλα. Υποτίθεται ότι πρέπει να πορεύομαι σε ένα όλον. Το καταλαβαίνεις ;
- Να πορεύεσαι ; να πο ρεύ ε σαι . Μήπως να φύγω ;
     Με κοίταξα με μια έντονη καχυποψία. Ύστερα έκανα νόημα στο γκαρσόνι. Τι πάλι ; έκανε ενοχλημένο. Άλλη μια καρέκλα του είπα.
               - Περιμένετε παρέα ; με ρώτησε.
- Όχι αλλά μπορεί να τα σπάσουμε, έκανα.
       Έδειξε να το παίρνει απόφαση ότι άκρη δε θα βγάλει. Στο κάτω κάτω ένα οχτάωρο ήτανε, θα κύλαγε. Έπιασε και έφερε άλλες δυό καρέκλες.
- Μια καρέκλα ζήτησα. είπα αναστατωμένος.
   - Μια για την πάρτη σου, μια για σένα και μια για να βάζετε τα πόδια, με αποστόμωσε.
- Μια και μας πήρανε χαμπάρι, μου είπα, λέγε τα όλα να τελειώνουμε.
      Και τότε λύθηκε στα κλάματα. Σα μωρό. Έπινε ρακί και όσο έλειπε από το ποτήρι το γέμιζε με δάκρυα. Έβαλα το χέρι στον ώμο μου. Με άφησα να ξεσπάσω. Και μετά σήκωσα τη λάμπα και τη κατέβασα μονορούφι.
     - Είσαι πολύ μαλάκας, ακούστηκε η ψυχή από μέσα μου. Μας τσουρούφλησες.
Γύρισα, κοίταξα ξανά στο νοτισμένο τζάμι, γυάλιζαν μοναχά του μαγαζιού οι λάμπες, και λιγάκι αποκαρδιωμένος της ..έκανα :
     - Ήθελα μόνο να σε βάλω στη παρέα.
     Και τότε εκείνη, η καργιόλα άπλωσε το ένα μου χέρι προς τα χνότα στο παράθυρο κι έκανε ένα σχήμα ερωτηματικού. Στο τζάμι που έχασκε εκεί, κρύο ανύμπορο και ξένο εγώ είδα καρδιά. Μα τη ψυχή μου. Μια καρδιά τόσο ολοζώντανη που έμοιαζε να' χει μόλις γεννηθεί.
     - Στο ντάντεμα είναι όλη η μαγεία, μωρό μου, είπε. Στο ντάντεμα. Έβαλε το χέρι στη τσέπη μου κι έβγαλε μια πιπίλα. Τη μούσκεψε στο τσίπουρο και μου την έχωσε στο στόμα. 



Πέμπτη, Νοεμβρίου 27

ο χώρος αυτός βιντεοσκοπείται

   Απέναντι κρεμάσανε γιρλάντες στις βεράντες. Ανήμερα του Αγίου Στυλιανού, που δε κρατάει μαχαίρι. Τις έβαλαν στη πρίζα κι όπου φύγει φύγει. Κλείσανε, μα το Θεό σας λέω και τα ρολτόπ τους. Το εξέλαβα ως εντολή να αρχίσω να ...εορτάζω. Ως τι να το εκλάβω δηλαδή ;
    Τις τελευταίες χρονιές δεν ήμουνα σωστός. Μέσα μου με όργωνε μια αγωνία, μια( μεταξύ μας τώρα, ε ; ) θλίψη και δε μπορούσα, δεν ήθελα ( μεταξύ μας τώρα πάλι, ναι ; )  να συνεισφέρω στις γιορτές τον οβολό μου, με το στενό πλην όμως απείρως ζεστό χαμόγελό μου. Ήτανε λάθος. Λάθος μέγα. Μπορούσα κάλλιστα να εκδίδω μια μερίδα θυμηδία την ημέρα, αντίστοιχη με το επίδομα ανεργίας μου, αντιβίωση, συμβολή στη γενικότερη ευθυμία, στην θετική στάση, στην ...ό,τι ήταν τέλος πάντων αυτό που μοστράρουνε "αι νεαραί και μη κοπέλλαι" με τις σακούλες Zara στα νέα πλακόστρωτα του ( και Θεού) Θησέα,  στις λαμπερές αρτηρίες της πόλης. Μπορούσα ακόμη και να πάρω μια σακούλα, περυσινή βρε αδελφέ, με σαβούρα, και να πηγαινοέρχομαι ευτυχέστατος για πάρτη του συστήματος. Μια Jambo. Καλύτερα να φυλάς τα νώτα σου.  Θέλω να πω, ποτέ δεν ξέρεις πότε θα σε σιχαθεί το σύστημα, με τις μουτράκλες σου μέχρι εκεί, και πότε τελικά θα αποφασίσει να σε εκπαραθυρώσει. Όχι σχετικώς... εντελλώς. Καλύτερα να φυλάς τα νώτα σου.
    Φέτος κάνω πρόβες. Τα καλύτερα χαμόγελα τα ετοιμάζω για την αλλαγή του χρόνου. Θα έχουν και μια δόση αλήθειας, γιατί ποτέ δεν είχα φανταστεί ότι θα έβγαζα το δέκα τέσσερα. Και όλα δείχνουν ότι θα το βγάλω. Παρ' ότι γνώρισα την πάσα ταξική αλήθεια. Τέλειωσε βλέπεις και η κοινωνική μου κάλυψη. Είμαι παρίας. Anyway...
    Θέλω να προσέχετε. Να είστε εντός. Να μη κρεμάτε προβοσκίδες, ρε ! Να βγαίνετε αντάξιοι του συστήματος που τόσο εκθρέψαμε και τόσο επιμείναμε να εγκαθιδρυθεί και να προσφέρετε στις κάμερες παράστημα και εκφράσεις που "του αξίζουν" . Όλα εδώ καλά πληρώνονται.  Δε θέλω να εκτίθεστε σε κίνδυνο. Το σύστημα θυμάται. Ο λαός ξεχνά. Οι νέοι τρώνε κρέμες. Οι γέροι πίνουν φόβο. Όλα λειτουργούν καλά. Εξάλλου, όπως προβλέψαμε, το μάτι είναι εδώ.Ποιός θέλει την τελευταία του φωτογραφία ένα χάλι ;
    Ελλάς Ελλήνων Χορηγών. Προσοχή :
    Ο χώρος αυτός βιντεοσκοπείται.

Τετάρτη, Νοεμβρίου 26

η δόση



   Το πιο καλά από τα καλά του έρωτα είναι καλά κρυμμένα. Δε τα βλέπουν ούτε οι ίδιοι οι ανθισμένοι οι εραστές. Δεν είναι στο ίδιο το άνθος, όσο κι αν μοσχοβολάει. Είναι πιο κάτω στο …κοτσάνι!  Είναι τα αγκάθια. Είναι οι αμυχές. Είναι σταγόνα από αίμα που τη ρουφάς από του δάχτυλου την άκρη και ίσα που τη γεύεσαι. Είναι σε όλα εκείνα που .. ίσα ίσα που τα γεύεσαι.   
    Τα πιο καλά από τα καλά του έρωτα είναι στη δόση. Είναι στη μερίδα της χαράς. Είναι στο ανυπόμονο το κοίταγμα ενός παιδιού, καθώς η νεράϊδα η μάνα, κόβει ένα «μικρό» κομμάτι, το πρώτο Του κομμάτι από τη τούρτα Του, και η μυρουδιές από τη ζάχαρη και τα σβησμένα τα κεράκια σπεύδουν να χωθούν παντού και να το διαολίσουν. Εκείνο το κομμάτι πάντα του φαίνεται το πιο μικρό του κόσμου. Όσο μεγάλο κι αν το κόψεις. Στην ανυπομονησία και το αίσθημα της αδικίας, στη λαιμαργία και το θυμό είναι όλη η ουσία. Ποτέ την πρώτη κουταλιά δε την εγεύτηκε παιδί, έτσι, κατά πως της πρέπει. Έχει στο νου του πάντα ότι εκείνο το κομμάτι θα τελειώσει. Η δόση, η αφορισμένη, θα τελειώσει.
    Τα πιο καλά από τα καλά του έρωτα είναι καλά κρυμμένα. Είναι κλισέ, χιλιογραμμένα δήθεν κι άτσαλα από επίδοξους εραστές και στιχουργούς, από δημοσιογράφους και αναλυτές, από άτυχους και στερημένους αλλά ποτέ από ερωτευμένους. Σαν στο πόλεμο, συμβαίνει, εκείνος που το αποκορύφωμα της αγωνίας Του και της δόξας Του βιώνει, ένα λεπτό για να το περιγράψει να μη σώνει. Ενώ τη συντριβή…
     Ψάξε να βρεις αποκορύφωμα γραφής μονάχα για τη γλύκα του έρωτα. Και άμα βρεις κομμάτι κορυφαίο να μου …τρυπήσεις τη μύτη. Ενώ για τη στέρηση, την αγωνία, ακόμη ακόμη για την συντριβή, θα βρείς παπάδες. Είναι που, το αποκορύφωμα του έρωτα δεν έχει ακόμα χαρτογραφηθεί. Κι όταν ο κάθε ένας από εμάς το πλησιάζει, σπεύδει σημαία να καρφώσει σε όποια κορυφή νομίζει ότι πατά, γιατί ζαλίζεται και θέλει πίσω λίγα βήματα να κάνει.  Γιατί εκείνη τη στιγμή δε γεύεται αμιγώς την εποποιϊα της κατάκτησης της ίδιας, όχι. Τη φοβία έχει στο στόμα τη πικρή, ότι το κομμάτι του αμέσως θα τελειώσει.
    Τα πιο καλά από τα καλά του έρωτα είναι καλά κρυμμένα. Είναι στη μικρή μερίδα. Είναι στη δόση.
   
 

Κυριακή, Νοεμβρίου 23

δυάδες

       Μεγαλουργούμε σε δυάδες και έτσι βυθιζόμαστε , ποτέ μονάχοι...  το 'χετε παρατηρήσει αυτό φαντάζομαι. Κι όταν απογειωνόμαστε, υπάρχει ένας λόγος, υπόλογος, με σάρκα και οστά, υπάρχει ένας άνθρωπος που βάζει πλάτη.  Δεν είν' κακό, κάθε άλλο, αρκεί να το έχουμε επίγνωση ότι γίνεται.
      Ζεύγη γινόμαστε στον έρωτα, ζεύγη στη συμφορά. Ένας φεύγει ένας συντρίβεται. Ένας επιζεί, ένας αγαλλιάται. Ένας λαθεύει, κι ένας πονά. Ένας γυρεύει, ένας να βρεθεί εκλιπαρεί. και ούτω καθ' εξής.
      Γι αυτό και η αγωνία μας δεν είναι διαχειρίσιμη. Πάντα θα εξαρτάται η λύτρωση από έναν άλλον. Μια ωραία Ελένη, έναν Ηρακλή, μια αυτόχειρα ποιήτρια ή έναν Νέρωνα ωραίον. Πάντα θα εξαρτάται η λύσις στην τραγωδία/κωμωδία μας από έναν από μηχανής, Θεό τάχα, θνητό συνήθως, σαν κομήτη.
      Μεγαλουργούμε σε δυάδες κι έτσι βυθιζόμαστε, ποτέ μονάχοι, πάντα με μια αγωνία να μη γίνει και χαθεί το ταίρι μας, το είδωλό μας, το άβατάρ μας, το χτικιό μας, αλλά μη χαθεί... Κουράστηκα να μας παρατηρώ να αγωνιούμε. Εσείς ; Δε θα 'πρεπε, νοήμοντα όντα, να μπορούμε μοναχοί ;
     Ζεύγη γινόμαστε στα μπουρίνιαμας, άλλοτε σύντροφοι κι άλλοτε μονομάχοι, αλλά ζεύγη. Και όταν ο μικρός μας πόλεμος τελειώσει, ζεύγη στην ανακωχή, ποτέ δεν πίνεις το κρασί σου έτσι, όπως όταν υπάρχει κάποιος να τσουγκρίσεις. Και αν δεν υπάρχει, τρελαινόμαστε, φεύγει η συγκρότησή μας όλη και χωρίζουμε στα δυό, σχιζόμαστε, βίαια, άχαρα, μοιραία, δυό εαυτούς αντίπαλους απέναντι καθίζουμε και βάζουμέ τους να γεννούν κομμάτια. Μας κοιτούν και λεν του σάλεψε αυτουνού. Είναι σχιζοφρενής, σα να λέμε, έχει δυό εαυτούς και οι δυό τους δε τα βρίσκουν.
    Πιο πολύ απ' όλα με πειράζει όταν βλέπω ανάρμοστες δυάδες μάταια να συντρίβονται. Δυάδες από εγωϊσμούς, δυάδες από μίση, δυάδες από ολόϊδιους ανθρώπους, δυάδες από ανάρμοστο συμφέρον, δυάδες από κίβδηλη ηθική, δυάδες από αστείον έρωτα και ηλίθιο πείσμα. Πόσο τυφλοί.
    Οι ψυχολόγοι λένε ότι ποτέ δε μπαίνεις ανάμεσα σε δυό που έχουν καυγά. Εκείνοι ξέρουν έτσι μοναχά να επιβιώνουν, καυγαδίζοντας. Τα παιδιά ζητούν ποτέ μην παρεμβαίνεις στο παιχνίδι τους όταν τα βλέπεις δυό. Οι λαοί, οι λαοί που ερίζουν, πάντα βλέπουν με μια σιχασιά τους μεσολαβητές. Τι είναι αυτή η μαγεία που συνδέει τα πάντα σε δυάδες ; Είναι η κατασκευή μας ; Η φύση μας ; Οι πόλοι οι μαγνητικοί και οι ενέργειες που μεταφέρονται εν αγνοία μας ; Τι είναι τούτη η μαγεία ;
   Μένω έκθαμβος. Όταν ένας παλμός με διαπερνάει και γνωρίζω ποιός τον στέλνει. Μένω έκθαμβος και κάμποσες φορές μου παίρνει χρόνο και ύλη απέραντη για να το κατανοήσω. Αλλά συμβαίνει.
    Και εγώ, όπως όλα γύρω μου, έτσι λειτουργώ. Σε δυάδες.

Τι θέλω από σένα, είπες ;

     Τίποτα.. Να παρακολουθώ από κάπου. Και να επεμβαίνω όταν το ζητάς. Μετά και πάλι με κόπο να παραμερίζω. Δίκαιο ; Για ποιόν ; Εφικτό ; Μα δε με νοιάζει ! Θέλω. Τίποτα δεν είναι δίκαιο. Τα θέλω μας γιατί ; Αφού από μέσα μου, έτσι μου βγαίνει ! Για εκείνους που ... για τους μερικούς, θέλω να καταφτάνω με το άσπρο άλογο. Είμαι και φαίνομαι, αυτό που μου είπες.. ένας αμετροεπής νάρκισσος με ένα ασυνάρτητο άλογο, μέσα σε ένα φλυτζάνι δάσους.
     Απ έξω μου αν κοιτάξεις δε θα βρεις πια μονάχα εμένα. Έχω κομμάτια σου. Με κάνουν σα τα μούτρα σου. Ωραίον !
     Μέσα μου αν κοιτάξεις δε θα βρεις μονάχα εσένα. Είμαι πολύπλοκος και δε θα πάψω να επιζώ. Δε θα πάψω να λυγίζω και να εκτοξεύομαι, ούτε θα πάψω να με καταστρέφω έτσι για το ρίγος. Άσχημο κι όμορφο συνάμα το συνάφι μας, η ενέργεια μέσα μας μεγάλη κι ένα μοναχά κορμί για να τριφτεί... Ανικανοποίητη φάρα ο άνθρωπος που οι χούφτες του γεννήθηκαν ματαιόδοξες...

     Αιώνες τώρα, ο αέρας μες στις χούφτες δε χωρεί. *
 
     Αααααα ! Θυμήθηκα.  Τι θέλω από σένα, είπες ; Ναι ρε γαμώτο... είναι δυο, τρία που τα θυμάμαι :
     Θέλω να σε στολίζω φύλλα που το χρώμα τους πονάει. Μονάχα εγώ να βάζω φύλλα πάνω σου. Αντέχεις ;Θέλω να πω, να μου παραχωρήσεις αυτήν την αποκλειστικότητα... Αντέχεις αγριμάκι ;
     Θέλω να σε ποτίζω όταν ξεραίνεσαι και δε προφταίνεις ή δε καταλαβαίνεις, ότι άρχισαν των φύλλων σου οι άκρες ελαφρά να κιτρινίζουνε. Ένα μάτι που λαχταρά να παρακολουθεί, αυτά τα πιάνει. Μοναχά σε ρωτώ, να σε ποτίζουνε, καμιά φορά άλλα χέρια, αυτοφυές μου δίκταμο, αντέχεις ;
     Θέλω στις δικές μας τις επόμενες γιορτές με κέφι να σε ξεστολίζω και να βάζω τα εύθραυστά σου σε κούτες, ένα ένα , με λατρεία, να μη ραγίζω τίποτε, και μόλις τελειώνω να σκέφτομαι πως θα σε ξαναστολίσω αλλιώς. Κι ας μην είναι Χριστούγεννα. Εσύ πρέπει εκείνες τις στιγμές να στήνεσαι γυμνή και ακίνητη. Αντέχεις ; Θέλω να πω δυό τρία λεπτά ακίνητη αντέχεις ; Μετά θα φεύγεις από μένα στολισμένη κάθε φορά αλλιώς. Και λίγο δε θα σε αναγνωρίζεις. Αντέχεις ; 
     Θέλω να χώνω τη μύτη μου στον κόρφο σου μια φορά στις τόσες και να παίρνω μια βαθειά τζούρα γυναίκας. Μετά να εκπνέω αέρα στα πανιά σου, γυναίκα. Θα παθαίνεις κανα κρυολόγημα. Αντέχεις ;
     Θέλω να τριγυρνώ κλωτσώντας πέτρες με τα καινούργια μου παπούτσια και όταν συναντώ παιδιά να μου μιλούν στον ενικό αφού με δουν στα μάτια και "με καταλάβουν" , εννοώ τι λογιώ κουμάσι με κάνεις. Από άτομο, κουμάσι. Μόνο εσύ μπορείς. Θέλω δουλειά. Δεν είμαι αρκετά κουμάσι ακόμα... Αντέχεις; Θέλω να πω, μαθαίνοντας άλλους να ζουν, καμιά φορά ξεχνάς να επιζήσεις. Αντέχεις ;
     Άλλο κάτι δε θυμάμαι. Τώρα θα αποτραβηχτώ. Για να κρατήσω το δικαίωμα να καταφτάσω με ένα άσπρο άλογο ξανά. Εσύ να κάμεις τις "δουλειές" σου. Έτσι πως ζήτησες. Εσύ ολόγιομη. Σχετικώς ελεύθερη. Σχετικώς μοναχή. Σχετικώς αποστασιοποιημένη από όλο αυτό. Να με τυλίξεις, ένα ωραίο άσπρο κανσόν γεμάτο μολυβιές που εσύ τις τράβηξες και να μου βάλεις λαστιχάκι. Μη σε νοιάζει. Ένα λαστιχάκι μπορώ να το διαχειριστώ. Και να το σπάσω μόναχός μου αν με ξεχάσεις. Ντάξει ; Αυτό θα είναι η αντίδρασή μου στην ελάχιστη ποσότητα ελευθερίας που μου ζήτησες.
    Βάλε τις φωνές, αν ξεχαστώ. Εσύ. Μύρισέ με. Και μάζεψε τα μυαλά σου. Ξέρω πια ότι αντέχεις.

  * από τον ψεύτη Νοέμβρη του συνεργού μας Νίκου Λυρικού
   
    

Σάββατο, Νοεμβρίου 22

μάτια μου, ραντίζεις λεμόνι στα μάτια μου

    Ξαναζώ την ευλογία να αντικρύζω μια χαρούμενη γυναίκα . Μια γυναίκα που όταν είναι χαρούμενη δε μασάει να δείχνει χαρούμενη. Κάθεται εκεί και ασχολείται. έστω για λίγο, μοναχά με τη χαρά της. Ξαναζώ και δε μπορώ να μην αποσβολώνομαι από την εμπειρία.
 
   Ο άντρας είναι φτιαγμένος έτσι : πάνω απ' όλα όσα να επιδιώκει κάθε μέρα, πάνω απ' όλα μα το Θεό, μπορώ να το γράψω και στις δυό μου πλάκες του Μωυσή, μπρος πίσω, είκοσι φορές, πάνω από όλα είναι αυτό :  Να χαρίζει τη χαρά σε μια γυναίκα.

   Δε ξέρω τι έγινε μετά, ούτε θέλω πολύ να το ψειρίσω, σκατά τα εκάναμε ! Με χίλια άλλα πράγματα τα μπλέξαμε που όχι μόνο δε μας έφεραν χαρά αλλά μας έφτιαξαν αγρίμια.

   Ξαναζώ την ευτυχία να αντικρύζω μια χαρούμενη γυναίκα. Και αναγνωρίζω τη χαρά από κάποιες αντιδράσεις της, που εκείνη,  ούτε καν τις μακιγιάρει. Πόσο μάλλον να τις καμουφλάρει. Γιατί η γυναίκα είναι φτιαγμένη έτσι : Πάνω απ' όσα επιδιώκει κάθε μέρα, πάνω απ' όλα μα το Θεό, μπορώ να το γράψω και στις δυό μου πλάκες του Μωυσή, μπρος πίσω είκοσι φορές, πάνω απ' όλα βάζει αυτό : Να ψάχνει τον άντρα που μπορεί ακόμη να της χαρίζει χαρά. Και μετά, να την εκπέμπει ...

   Όλα τα υπόλοιπα είναι διαδικασίες, ντρίπλες, εξαμβλώματα και εγωϊσμοί. Και είναι όλα τα υπόλοιπα αρκετά για να σου γαμήσουν όχι τη ζωή σου, αλλά και όλες εκεί γύρω τις ζωές που δε σου φταίνε και σε τίποτα.

   Μην το ξεχάσω, το λοιπόν, να της το πω, πόσο άντρα με κάνει. Μια χαρούμενη γυναίκα πόσο άντρα με κάνει :

   Άκου...ψυχή μου, τη ψυχή μου. Γίνεσαι άνοιξη μες στο Δεκέμβρη μου. Έτσι χαρούμενη να περπατάς εδώ γύρω, μπορείς ; Με ξαφνιάζεις. Με κλωτσάς μπροστά. Ανοίγεις όλα μου τα παντζουρόφυλλα στη λιακάδα. Τινάζεις τα φτερά μου. Ξυπνάς τα κύταρα που έχω χρόνια αποκοιμίσει. Μάτια μου, ραντίζεις λεμόνι στα μάτια μου.

  Σε ευχαριστώ.    

Τετάρτη, Νοεμβρίου 19

Τα παγκάκια που κρυώνουν

       Ξέσασα να χαράξω στο παγκάκι τα αρχικά μας. Κι άλλα πολλά ξέχασα τότε να κάνω, αλλά όχι τόσο βασικά. Τα αρχικά στο παγκάκι νόμιζα ότι είναι ανασφάλεια ενώ τώρα είμαι σίγουρος ότι είναι χαρά.
     Πονάς από χαρά. Πονάς από τους ήχους και τις μυρουδιές. Πονάς από τις στάλες της δροσιάς που σε ραντίζουν. Πονάς από την ησυχία και την απλότητα των πραγμάτων. Πονάς από τις μικρές σου ευχές που μεγαλώνουν. Ναι… Η καρδιά πονάει όταν ψηλώνει. Ναι ρε Μποφιλάκι μου.
       Στην αρχή περνάς δίπλα από τα πράγματα, μερικές φορές μάλιστα πάνω τους. Τα μόνα βλέμματα που μένουν, έτσι,  αποσβολωμένα με τη στάση σου, είναι τα τεράστια, είναι αλήθεια, βλέμματα των παιδιών. Δεν δίνεις πολύ σημασία. Η θωριά των παιδιών στα πράγματα είναι σαν των αγγέλων. Δύσκολο να πιστέψεις ότι είναι ρεαλιστική.
      Τα ίδια τα πράγματα, άλλωστε, φαντάζουν να μην ...συγκλονίζονται από την περπατησιά σου. Είναι όλα εκεί. Απλώς, δε συγκλονίζονται. Είναι το αποτύπωμά σου έτσι αποτιμημένο, ασήμαντο σαν είσαι μέσα σε πολλούς. Μια ελάχιστη ακόμη φθορά στις σκάλες του μετρό. Δεν είναι ίδια τη μεθυστική αναδιάταξη που προκαλείς βαδίζοντας πάνω από στοίβες μισοκοιμισμένων πλατανόφυλλων.  Χαρά που τρίζει παιχνιδιάρικα και πάλλεται κι ορμάει εντός.
     Να σε τραντάζει ολόκορμα η χαρά με όλα της τα ρίχτερ και να λογίζεσαι στενός για να χωρέσει στο κορμί σου, χωρίς ούτε ένα όμως ή γιατί, αυτό είναι γιορτή. Εγώ στο λέω ! Εγώ που μένω σιωπηλός. Μα τι να πω ; Ακόμα και αν ήμουνα καλός στα λόγια θα σιωπούσα.
    Μένω σιωπηλός. Αυτό είναι το πρώτο που θα πράξεις. Μένεις σιωπηλός. Είναι σα να σου λέει ο αγαπημένος σου: -Πες μου τώρα κάτι ! Το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να αποσβολωθείς γιατί ο αποσβολωμένος ο άνθρωπος πόσο πιο κοντά είναι στην μαγεία. Και ο αγαπημένος σου, αν είναι αγαπημένος σου, καταλαβαίνει τούτη τη σιωπή. Αν δεν καταλαβαίνει ας μένει !
    Και μετά γεμίζεις αναίδεια, εκείνο το είδος της αναίδειας που σου λείπει όταν βρίσκεσαι νωρίς σε σταυροδρόμια. Εκείνο το είδος της αναίδειας που αισθάνεται μια καμπύλη κάτω από  ένα χάρακα.

       Ένα κατακόκκινο μήλο πάνω σε ένα αδειανό λευκό τραπέζι. Μια πεταλούδα πάνω σε μια σιδερένια πόρτα.
      Ένα παγκάκι, ολόγιομο, που είναι εκεί και περιμένει. Αλοίμονο αν τα καταφέρουμε πάλι έτσι, να 'ναι τα Φθινόπωρα γεμάτα με παγκάκια που κρυώνουν.
 

Σάββατο, Νοεμβρίου 15

προσευχή

      Ο πιτσιρικάς σκέπασε με τις παλάμες τα αυτιά του πριν ακουστεί η τελευταία φράση της ημέρας. Με τα χείλια του μιμήθηκε τη μανούλα : βουρτσίζουμε καλά τα δοντάκια μας και πριν πέσουμε για ύπνο, κάνουμε προσευχή
      Στο λουτρό είχε μια μυρωδιά μούχλας, οπότε άνοιξε και έκλεισε βιαστικά τη βρύση, ίσα για να μουσκέψει την οδοντόβουρτσα. Την άφησε στο νεροχύτη και περπάτησε ανακουφισμένος τον διάδρομο. Μέσα έπαιζε Τούρκικο. Φώναξε μια καληνύχτα και κλείστηκε στο μικρό δωμάτιο. Ξάπλωσε ανάσκελα και έβαλε δίπλα την εικόνα του Κυρίου. Πήρε μια βαθειά αναπνοή και γύρισε να Τον κοιτάξει. Ήταν ήρεμος. Μπορούσε απόψε να αντέξει μια σύγχυση. Ο Κύριος.

   - Ξέρουμε και οι δυό ότι είσαι μούφα, του είπε! Δεν έχω δει ούτε ένα έξυπνο ζώο, ας πούμε μια μέλισσα ή ένα χιμπατζή να κάνει προσευχή. Ξέρουμε και οι δυό ότι είσαι μούφα, αλλά εγώ σε καταλαβαίνω. Η ζωή είναι βαρετή χωρίς τους δούλους. Λοιπόν απόψε έτσι για αρχή θα σου πω τι εύχομαι. Και μετά μίλα εσύ να δούμε τι άκρη θα βγεί ...
   Ο μικρός έκλεισε τα μάτια και πήρε τρείς ανάσες από εκείνες που μειώνουν τα αποθέματα οξυγόνου του πλανήτη. Μετά με όσο πιο χοντρή φωνή μπορούσε να βγάλει αράδιασε τα παρακάτω : 
    - Εύχομαι  να αποδειχτώ μεσσίας και να αρχίσουν εκατομμύρια δούλοι μου να μου χτίζουν εκκλησίες.  ....   ....  πλάκα σου κάνω ρε. Δε με νοιάζει. Μη τα παίρνεις. Πω πω, ούτε ένα αστειάκι δε σηκώνετε οι μεγάλοι...
   Τον κοίταξε στα μάτια παιχνιδιάρικα, μετά σοβάρεψε απότομα και μετά ηττημένος τα κατέβασε. Τα ματάκια του. Δεν άντεξε την ποσότητα της πίεσης που του άσκησε η ασκητική μορφή με το ξανθό μούσι. Πέρασαν δυό τρία δεύτερα αμηχανίας. Μετά Του έριξε μια κλέφτικη ματιά και έσπρωξε λίγο, με την άκρη του δαχτύλου του, αργά αργά, το ξύλινο εικόνισμά Του ώστε Εκείνος να κοιτάζει προς τα πέρα... Μετά μπόρεσε πάλι να πει :  
    - Εύχομαι κατ' αρχήν να πέσει το λαχείο στη μάνα μου και να βρει μια καλή γκόμενα ο μπαμπάς μου γιατί και οι δυό ξέρουμε τη ρίζα της μίρλας. Εύχομαι ο παπούς να μην πεθάνει και φέτος. Πολύ καλά περνάμε. Άμα μπορέσεις βόηθα σε αυτά τα απλά και δε σε χρειάζομαι, δεν έχω σκοπό να σου φορτώνομαι από τώρα. Θα σε κρεμάσω πάλι στον τοίχο και, κανόνισε.  Επίσης αν ευκαιρέσεις φτιάξε στο κήπο ένα milcόδεντρο. Άντε τώρα, καληνύχτα. 
   Σηκώθηκε και ξανακρέμασε την εικόνα, αυτή τη φορά με τον Κύριο προς τον τοίχο. Μετά πήρε το τετράδιο και το μολύβι του και ξάπλωσε μπρούμητα στο χαλί. Το μικρό τσαλακωμένο τετραδιάκι έγραφε από έξω ... Πράματα να τα κάνω και ο πιτσιρίκος το άνοιξε στην πρώτη καθαρή σελίδα που βρήκε. Δεν τις γέμιζε με τη σειρά. Έγραψε μουρμουρίζοντας συλλαβή συλλαβή τα παρακάτω :
   - Εύχομε να ψηλώσω κάπος γρήγορα. Μετά να αρχίσω τις ενέργηες. Μαζί με το Κωστή να βρούμε ένα καταφίγιο. Εκεί να έχουμε τα εργαλία μας. Και πολύ μεγάλες σοκολάτες.  Ο πύραυλος που θα φτιάξουμε να έχει τρία δωμάτια. Μπορεί η Σταυρούλα να θέλι να έρθει τελικά. Ε, να μην την έχο και πάντα στο κεφάλι μου, να έχει το δικό της δομάτιο. Εμείς μετά την εκτόξεψη να έχουμε όλη τη μέρα δικιά μας. Κανείς να μη μας λέει τι να κάνουμε. Της Σταυρούλας τα ρούχα να μικρίνουναι και να μην έχει άλλα και να φαίνετε λίγο η κοιλίτσα της όταν τεντώνετε. Εγώ να έχω κανα παντελόνι του μπαμπά μαζί για να κρύβω την αντίδρασή μου όταν θα βλέπο τη κοιλίτσα της. Τη μέρα να έχουμε κι άλλους φίλους από άλλο πλανήτη επίσκεψη. Αυτοί να μας φέρνουν αλιότικες σοκολάτες. Το βράδυ όμος νωρίς να φεύγουνε αυτοί, όχι η Σταυρούλα. Άμα πίνω σα το μπαμπά να μη κάνω ποτέ μετό. Γενικά να μη με πονάει ούτε η κιλιά μου ούτε τίποτα. Άμα θυμηθώ άλλα θα τα γράψο αύριο γιατί νίσταξα. 
   Κάτω από το κρεβάτι του ήταν το κουτί με τα δικά του πραματάκια. Το τράβηξε και έβαλε το τετράδιο στο βάθος βάθος. Από πάνω έριξε αυτοκίνητα και αεροπλάνα.  Όλα σε φρικτές απομιμήσεις. Δεν καταλάβαινε γιατί τα αεροπλάνα και τα παιχνίδια δεν φτιάχνονται λίγο πιο αληθινά. Έσπρωξε το κουτί πάλι από κάτω, βαθιά, και πήγε να γυρίσει τον Χριστό από την σωστή μεριά. Του έκλεισε με λίγη ντροπή το μάτι. 
    - Κάνε λίγο τα στραβά μάτια... του είπε, η μαμά μου επιμένει ότι τα βλέπεις όλα. Σε παρακαλώ μη με μαρτυρήσεις, ποιός θέλει ξανά τους ..ενήλικες να ουρλιάζουνε στα αυτιά του. Και αν προλάβεις, φέρε μου ένα χειριστήριο για να χαμηλώνω τη φωνή τους. Αυτό μπορείς να μου το φτιάξεις ; Θα σε κάνω Θεό !




Κυριακή, Νοεμβρίου 9

Για …πάρτυ μου

                                           Βρέχει, λες και θα Τον πληρώσουν με το λίτρο. Κοιμάμαι.
Έναν ύπνο ανήσυχο, αλλά αυτό δεν είναι είδηση όταν μιλάμε για την πάρτη μου... Η νύχτα μου κόβεται πάντα σε δυό φέτες. Μια της αποφόρτισης και μια της ήμερης ξαγρύπνιας. Πολύ νύχτα, απόψε όμως,ένα σκοτάδι πίσσα. Ανακάθομαι στο κρεβάτι. Έξω γλυκός Νοέμβρης. Μέσα εγώ βρίσκω τη ζέστη ασυγχώρητη. Τραβάω λοιπόν τη μπαλκονόπορτα να μισανοίξει. Μετά, κατεβάζω λίγο τα στόρια. Στις γρίλλιες σειρές από μικρά μάτια. Φρέσκο οξυγόνο και βρεγμένη γη ορμάνε μέσα. Ξαπλώνω. Ο τοίχος απέναντι απ' τα μάτια μου γίνεται οθόνη. Αρχίζουν να διέρχονται θαμπές, αδύναμες δέσμες φωτός. Ακολουθούνται από τον ήχο που κάνουν ρόδες σε μουσκεμένη άσφαλτο. Υγρή διέλευση οχημάτων κατ’ εξακολούθηση. Δε με χαλάει. Με ενοχλεί όμως που οι δέσμες είναι θαμπές. Ερευνώ το σκοτάδι για πηγές απόσπασης. Βρίσκω. Όχι , όχι, θέλω να πω, εντοπίζω. Πετάω μια ζακέτα πάνω στο λαμπάκι του laptop που αναβοσβήνει. Οι δέσμες ελαφρώς δυναμώνουν. Σηκώνομαι και βάζω την μια μου κάλτσα πάνω στο ρολόϊ του γραφείου. Τα ζωηρά πράσινα νούμερα με τις ώρες και τα λεπτά γίνονται κι αυτά καπνός.
      Οι δέσμες τώρα κυριαρχούν στο μουσαμά. Είναι σε πρώτο πλάνο. Ασθενικές αλλά ολοκληρωμένες διελεύσεις διαφόρων τόνων ημίλευκου φωτός που τις συνοδεύει ο υγρός ήχος. Με μαγεύουν. Κάθομαι όση ώρα θέλω και τις απολαμβάνω. Εξάλλου είναι δυό τα ξημερώματα. Κανένας δεν εξαρτάται από την επαγρύπνησή μου, τούτη τη φορά. Είναι για το κέφι μου…
      Τα τελευταία χρόνια, καθώς αναπόφευκτα ωριμάζω, το κάνω αυτό και με ανθρώπους. Εντοπίζω μια ευκαιρία, όχι, όχι, θέλω να πω βρίσκω μια ευκαιρία, να τους αφιερώσω έναν παρθένο καμβά. Εκεί απλώνουν την επιρροή τους, νομίζοντας αυτοί ότι δεν θα έχει παρά πενιχρές επιπτώσεις μέσα στο πολύχρωμό μου γίγνεσθαι. Αλλά οι επιπτώσεις που έχει το χρώμα τους, πάνω σε ένα ταμπλώ από τίποτα, είναι φαντασμαγορικές. Εγώ το ξέρω.
    Αφουγκράζομαι τη βροχή. Μετασχηματίζει τον εαυτό της σα χαμαιλέων. Από νεροποντή που κροταλίζει πάνω στα φύλλα του φίκου, σε σιγοψιθύρισμα αγγέλων, μετά σε μισόλογα, καθώς σταγόνες στραγγίζουν στο μάρμαρο και σε λίγο πάλι νεροποντή. Ένα κοντσέρτο για υδρογόνο δύο οξυγόνο. Τα μάρμαρα έχουν την σοφία να αφιερώνουν όλη τους την ακοή σε τούτη τη μαγεία. Κι εγώ, τούτη τη φορά. Ακούω για …πάρτυ μου.
     Τα τελευταία χρόνια, καθώς αναπόφευκτα ωριμάζω, το κάνω αυτό και με ανθρώπους. Βρίσκω την καλή τους στιγμή, όχι, όχι, θέλω να πω, εντοπίζω την καλή τους στιγμή και τότε εστιάζω όλη μου την ακοή στα λόγια τους. Είναι μια γιορτή της ψυχής. Πολλές φορές με θλίβει η ποσότητα ευλογίας που αρνήθηκα στο παρελθόν, μην την προσοχή δίνοντας…
    Κλείνω τα μάτια. Και μετά χαμηλώνω την ακοή μου στο ένα. Τότε αρχίζει να συμβαίνει αυτό. Τι, ποιό ; Δεν το έχεις δοκιμάσει, ε ; Να μυρίζεις, μοναχά. Μαντεύω. Από τη βροχή ξεσηκώνονται οι καλικάντζαροι των πλασμάτων και στήνουν χορό ευωδιών. Μυρίζω το χώμα καθώς έρχεται σε οργασμό, μυρίζω τους κορμούς καθώς πάνω τους κυλάει ένας ιδρώτας ορατών τε πάντων και αοράτων ουσιών, μυρίζω την δυσφορία της ασφάλτου στην επέλαση του πρωτόγοννου, μυρίζω το χθεσινό μου δάκρυ στο μαξιλάρι, μυρίζω ακόμη και της γάτας, στη γωνιά, της κουλουριασμένης, τον πόθο για το αρσενικό. Μυρίζω επίσης τον θυμό σας, μυρίζω του παππού στο απέναντι μπαλκόνι την αγωνία, μυρίζω ρόδια καθώς τα σπόρια μες τα σπλάχνα τους διαστέλλονται, το θαύμα της γέννησης μαζί με το θαύμα της αναχώρησης.
    Τα τελευταία χρόνια, καθώς αναπόφευκτα ωριμάζω, το κάνω αυτό και με ανθρώπους. Εντοπίζω τον οργασμό τους, όχι , όχι, βρίσκω ευκαιρίες να τους προκαλέσω έναν οργασμό. Και μετά απολαμβάνω τους… Απολαμβάνω τους.
    Ανοίγω πάλι τα μάτια και δυναμώνω τα αυτιά μου. Βάζω τα δυνατά μου σε όλες μου τις αισθήσεις. Και τότε ξανασυμβαίνει. Πάρτυ αισθήσεων. Θέλω να απαλλαγώ από τα ρούχα μου. Μετά θέλω να με αγγίξουν. Μερικές φορές γυμνώνομαι και στη θάλασσα. Έτσι και τώρα. Δεν πειράζει ποιός, είναι η στιγμή να με αγγίξουν. Αν λείπει η διαλεχτή εκείνη, το διαπράττω μοναχός. Μέχρις εσχάτων. Μέχρι το άλικο ζεστό να κυλήσει πάνω στην κοιλιά μου. Μετά μυρίζω το υγρό και στο τέλος αφήνομαι ανάσκελα με ανοιχτά τα σκέλια και τα χέρια απλωμένα φτερά, να πετάξω... Να πετάξω.
    Τα τελευταία χρόνια, καθώς αναπάντεχα ωριμάζω, το κάνω αυτό και με ανθρώπους. Βρίσκω άτομα, όχι , όχι, εντοπίζω με επιμονή άτομα, που μπορούν. Μπορούν και συχνά το αποφασίζουν : να επιτρέπουν στον εαυτό τους ένα αθώο μακροβούτι στα ένστικτα.
    Μια γλυκιά νύστα με αγκαλιάζει ξανά. Είναι μαύρα σκοτάδια εξάλλου. Κλείνω πάλι τους διακόπτες. Διατηρώ και αυτό το δικαίωμα, τούτη τη φορά. Να ξανακοιμηθώ. Κανείς δεν κινδυνεύει, νομίζω, από την αδυναμία μου τούτη. Είναι μια νύχτα για …πάρτυ μου.  
   

Σάββατο, Νοεμβρίου 8

Joker ! ...εγώ είμαι ο ένας απ' τους δυό

  ...ο τυχερός του τζόκερ. Μη με βλέπεις έτσι. Έχω μπροστά μου όλες τις προοπτικές.
   Είμαι ο άνθρωπος που θα ζήσει για να δει τον ΠΑΟΚ πρωταθλητή. Στις εκκλησιές θα κρέμονται από κάθε Παναγία ασπρόμαυρα κασκόλ. Άιιντεεε γαμώ τη Μπαναγία μου !
   Είμαι ο άνθρωπος που θα ζήσει για να κουβαλάει παγάκια & ούζο στον πρώτο εσκιμώο που θα παίξει σκεπαστό μίνι γκόλφ μέσα στον Παρθενώνα. Το όραμα γκαρσόνια της Ευρώπης ήτανε για την προηγούμενη γεννιά. Μπάτλερς της υφηλίου ρεεεε... Άντε αδέρφια μου.
   Είμαι ο άνθρωπος που θα ζήσει για να δει τη χώρα γεμάτη πετροδολλάρια. Μάλιστα ! Θα τα διαχειρίζεται η δέκατη κατά σειρά πανηγυρικά εκλεγμένη αριστερή ελληνική κυβέρνηση ξεκινώντας να μετράμε από εκείνη του βουνού. Ποιός Αλέξης τώρα... Το έκτο εγγόνι από τον τέταρτο γιό του Μητσοτάκη με σύζυγο την κόρη της Αλέκας αγκαζέ στο Μαξίμου. Κουμπάρος πάλι ο Ερντοάν. Και στα πρωτοσέλιδα τη νύφη θα λέν ότι την πηδάει ο Αντωνάκης Σαμαράς ο Γ'. Μαξιμαλισμός στη φαντασία ρεεεε.
  Είμαι ο άνθρωπος που θα ζήσει για να δει το στεγαστικό σου στα χέρια του φύλαρχου των Μασάϊ. Τι γελάς ρε ; Πακέτο, τιτλοποίηση, CDS, και σκόρπισμα των επισφαλειών σα τη λάσπη στον ανεμιστήρα. Όπως βρέθηκαν ηλίθιοι να αγοράσουν τα σκουπίδια των Αμερικάνων έτσι θα βρεθούν και για τα δικά μας. Λίγη πίστη θέλω να δείξεις.
   Είμαι ο άνθρωπος που θα ζήσει για να δει τη Βουρβουρού στρωμένη αποκλειστικά με εικοσιπεντάχρονα μωρά το ένα πάνω στο άλλο να "περιμένουνε". Όλοι οι άλλοι άντρες, μερικοί από αυτούς παντρεμένοι μεταξύ τους, θα είναι στις καφετέριες καθώς ο βετεράνος Γκέκας θα σημειώνει το γκολ τίτλου στο Μουντιάλ του 2022. Εγώ όμως θα ασχολούμαι με τα "μωρά", γιατί έτσι είμαι ΕΓΩ , αρχετυπικά φτιαγμένος, αγόρι .
   Είμαι ο άνθρωπος που θα ζήσει την μεταμόσχευση συσκευών μέσα στο ανθρώπινο κορμί. Θα μπορείς να ζητήσεις ό,τι τραβάει η ψυχή σου. Τηλέφωνο στο νύχι θες ; Done. Δράπανο στη βάλανο ; Din .
   Στην Έδεσσα προχθές ένας χωρικός πήρε εννιά στο τζόκερ. Κρύβεται. Το χωριό έχει παρατήσει τα χωράφια και περιμένει να του τα φάει. Τα παιδιά του είναι ήδη χαραμοφάηδες και δεν τους έχει ακόμη πει τίποτε. Η γυναίκα του θα φάει τα μισά σε ινστιτούτα καλλονής και σε λίγους μήνες θα είναι ο στόχος όλων των αρσενικών από τη Γουμένισσα μέχρι την Άρνισσα. Θα ξυπνάει τη νύχτα και θα βλέπει σκιές αντρών στην κάμαρά του ο φουκαράς. Και ο Δραγασάκης να ετοιμάζει την μεγαλύτερη φορολόγηση του μεγάλου πλούτου όλων των εποχών. Τώρα άμα θες εσύ αυτόνα να τον λέμε τον ένα από τους δύο τυχερούς, να τον λέμε. Αλλά δεν είναι. Δεν είναι...
   Στον αντίποδα κοίτα τι συνέβη προσχθές μέσα στο σπίτι μου...
   Προχθές τα ξημερώματα ένας άντρας στεκόταν ημίγυμνος δίπλα στη γυναίκα μου μες στο μισοσκόταδο. Μετά έβγαλε το τελευταίο του ρούχο. Πλησίασε, κοίταξε την κοιμισμένη. Το κορμί του άφηνε μυρωδιά τεστοστερόνης σε όλη την κάμαρα. Το ζεστό κορμί της κοιμισμένης ήταν διαθέσιμο. Έτσι να έκανε ο άντρας το σεντόνι, θα έβλεπε τα απόκρυφά της σαν τα πέταλα ενός ώριμου τριαντάφυλλου.Όλα κρέμονταν από μια κλωστή...
    Και την βγάλαμε καθαρή, πάλι. Δεν συνέβει τίποτα !!! Περνώντας από τον καθρέφτη του χωλ ο εγκρατής άντρας κατάλαβε ότι είμαι εγώ. Γι αυτό σου λέω... Είμαι πολύ τυχερός άνθρωπος. Εγώ θα πηδούσα παραλίγο τη γυναίκα μου ! Είμαι ο ένας από τους δυό. Ο άλλος είναι η κοιμισμένη. Όλη η ρέντα στο σπίτι μου, το σπίτι μου μέσα... Τέτοια τύχη.

Δευτέρα, Νοεμβρίου 3

καθώς πρέπει



        Κατεχόταν από ένα δαίμονα. Την μανία της αιώνιας επιστροφής. Θυμάσαι το "καφέ της χαμένης νιότης" του Patrick Modiano ; Θυμάσαι τη λυσσαλέα αναζήτηση της Λουκί ; Αυτό...Του ήταν αδύνατον να ξεριζώσει οτιδήποτε. Αυτός ήταν μάλλον ο λόγος της αυτοκαταστροφικής του συμπεριφοράς. Γυρνούσε τις νύχτες πάνω από μνήματα που ο ίδιος είχε κλείσει. Σα την άδικη κατάρα.  Ένα ζόμπι του έρωτα.
      Άρπαξε το πληκτρολόγιο και αράδιασε το λοιπόν λέξεις, με μανία χτυπώντας τα πλήκτρα , μέσα να τα χώσει ...

   Και καθώς έπρεπεν έγιναν όλα. Οι κόρες ξεγύρισαν στις μάνες τους να κλάψουν για τα παλληκάρια που έφυγαν. Κι έμειναν αφίλητες. Και οι μάνες έστειλαν κατάρες σιωπηλές χωρίς της κόρης να της το ‘μολογήσουν. Κι ο έρωντας ; Βαριά ηττημένος πάλι.
  Όλα στην αρχή έμοιαζαν ευοίωνα. Ούτε ένας δε θα έβαζε τα λεφτά του στη μοναξιά. Η ζωή κυλούσε για να εξυπηρετεί τους πόθους και τις άγριες ξαγρύπνιες. Της παπαρούνας ο ανθός σύμβολο ήτανε. Κοκκίνιζε τις φαντασίες και απλώνονταν στα χείλη των κοριτσιών ανάρμοστα και όλα έπαιρναν τον δρόμο τον κακό, αυτόν που ταίριαζε στα πλάσματα.
   Όλα στην αρχή έμοιαζαν ευοίωνα. Τα μαντάτα που έφερναν οι φακέλλοι ήταν γραμμένα με μελάνια ανυπόμονα σε χρώματα της καύλας. Και οι επιστολές, τελειώνανε με εντολές. Προστακτικές της αφέλειας και της νιότης. - Έλα πάρε με, εκεί που το κορμί λυγάει, στα γαλανά σου τα νερά. Έλα πάρε με ! Ωραίες προστακτικές. Ωραίες.
   Όλα στην αρχή έμοιαζαν ευοίωνα. Τα λαούτα σημαίνανε χορούς με παραστήματα κι όχι σκυφτούς. Τα χώματα τινάζονταν από τις πατητές και τα γυρίσματα κι όσο για πότισμα δε χρειάζονταν ούτε μια φορά την εβδομάδα. Πίνανε ιδρώτες, τα χώματα και ήτανε μονίμως μουσκεμένα.
   Όλα στην αρχή έμοιαζαν ευοίωνα. Τα μαντήλια ήταν συνέχεια λερωμένα αλλά ποτές δεν τα επλένανε οι κοπελιές, γιατί είχαν πάνω μυρωδιές. Τα κρύβανε μάλιστα στους κόρφους και τα κάνανε έτσι τρόπαια, ασύλληπτης αξίας για τους νιούς. Στους κόρφους τα εκρύβανε.
   Μετά, γαμώ τη Παναγία μου, εχάθηκε η αθωότης. Όλοι γίνανε μουσίτσες και αιλουροειδή με νύχια ατρόχιστα και μάτια του διαόλου. Κανένας δεν έδινε βάση σε κανενός τη θωριά. Ο τρόπος έγινε άλλος. Πρώτα άκουγαν, μετά φεύγανε και μετά λυσσούσανε να βρούνε όλα τα νοήματα πίσω από τις ματιές. Με μάτια του διαόλου γέμισε ο τόπος. Βγήκαν και μαχαίρια. Όχι λεβέντικα για να ξεκαθαρίζουνε έριδες πάνω σε μία κόρη, μαχαίρια ανάμεσα σε εκείνους και σε εκείνες, που τα κορμιά τους ταιριασμένα τα έπλασε ο θεός. Όταν οι σάρκες ξεχωρίζουνε από λεπίδες και όχι από δροσοσταλίδες, χαίρεται ο νόμος και η τάξη των πραγμάτων.
      Και καθώς έπρεπεν έγιναν όλα. Οι κόρες ξεγύρισαν στις μάνες τους να κλάψουν για τα παλληκάρια που έφυγαν. Κι έμειναν αφίλητες. Και οι μάνες έστειλαν κατάρες σιωπηλές χωρίς της κόρης να της το ‘μολογήσουν. Κι ο έρωντας ; Βαριά ηττημένος.
    Ο μόνος έρωντας που ξέρει η ανθρωπότης να υμνεί, είναι ο ηττημένος. Κι έτσι, αγάλι αγάλι έγινε ο μόνος έρωντας που αναγνωρίζουμε. Ο βαριά ηττημένος.

       Κατεχόταν από έναν δαίμονα. Τη μανία της αιώνιας επιστροφής. Του ήταν αδύνατον να ξεριζώσει οτιδήποτε από τα σπλάχνα του. Ιδιαιτέρως αν το είχε ποτίσει με στοργή. Και τώρα έπρεπε αυτό ακριβώς να κάνει. Να ξεριζώσει την αγαπημένη του λεμονιά. Προσευχήθηκε. Δεν ένιωσε διαφορά. Λένε ότι πρέπει να πιστεύεις. Μετά προσπάθησε να την αποψιλώσει. Την ανάμνηση λέω. Τι βλάκας ! Ποτέ, ποτέ δε τα βάζεις με τις ισχυρές σου μνήμες. Βγήκε από εκεί. Και έκλεισε με πάταγο την πόρτα. Γυρνώντας την είδε πάλι ανοιχτή. Και τότε αποφάσισε ότι δε θα κάνει τίποτε άλλο πια. Παρά θα ζήσει με τους δαίμονές του, χέρι χέρι. 
       Εκείνη άραγε ; Πως χειρίζεται τους δικούς της ; Θυμήθηκε ένα βράδυ που ήταν υπό την επήρεια της σεξουαλικής μέθης της. Ένα κούμπωμα στο τελευταίο κουμπί του έσφιγγε το λαιμό. Και δε φόραγε πουκάμισο... Ο κολλητός του τον κοίταξε κατάματα και τον ρώτησε : Γιατί στο διάολο δεν είσαι χαμογελαστός ; Εκείνος το είπε αυτόματα :Περιμένω αύριο να ξεσπάσουν οι δαίμονές της. Πάλι.  Περιμένω το τίμημα. Όλοι είμαστε παιδιά των δαιμόνων μας, τελικά, έτσι δεν είναι ; Όλοι είμαστε κατά κάποιο τρόπο ζόμπι ενός έρωτα.
       Θα τον ερωτευόταν ποτέ έτσι κάποια άλλη ; Δεν το ήξερε. Το μόνο που ήξερε είναι ότι όταν κάποιον ερωτεύεσαι τον αγαπάς μαζί με τους δαίμονές του. Κι αν είσαι τυχερός, σε αγαπάει κι αυτός με τους δικούς σου. 
       Καθώς πρέπει.