Κυριακή, Νοεμβρίου 23

Τι θέλω από σένα, είπες ;

     Τίποτα.. Να παρακολουθώ από κάπου. Και να επεμβαίνω όταν το ζητάς. Μετά και πάλι με κόπο να παραμερίζω. Δίκαιο ; Για ποιόν ; Εφικτό ; Μα δε με νοιάζει ! Θέλω. Τίποτα δεν είναι δίκαιο. Τα θέλω μας γιατί ; Αφού από μέσα μου, έτσι μου βγαίνει ! Για εκείνους που ... για τους μερικούς, θέλω να καταφτάνω με το άσπρο άλογο. Είμαι και φαίνομαι, αυτό που μου είπες.. ένας αμετροεπής νάρκισσος με ένα ασυνάρτητο άλογο, μέσα σε ένα φλυτζάνι δάσους.
     Απ έξω μου αν κοιτάξεις δε θα βρεις πια μονάχα εμένα. Έχω κομμάτια σου. Με κάνουν σα τα μούτρα σου. Ωραίον !
     Μέσα μου αν κοιτάξεις δε θα βρεις μονάχα εσένα. Είμαι πολύπλοκος και δε θα πάψω να επιζώ. Δε θα πάψω να λυγίζω και να εκτοξεύομαι, ούτε θα πάψω να με καταστρέφω έτσι για το ρίγος. Άσχημο κι όμορφο συνάμα το συνάφι μας, η ενέργεια μέσα μας μεγάλη κι ένα μοναχά κορμί για να τριφτεί... Ανικανοποίητη φάρα ο άνθρωπος που οι χούφτες του γεννήθηκαν ματαιόδοξες...

     Αιώνες τώρα, ο αέρας μες στις χούφτες δε χωρεί. *
 
     Αααααα ! Θυμήθηκα.  Τι θέλω από σένα, είπες ; Ναι ρε γαμώτο... είναι δυο, τρία που τα θυμάμαι :
     Θέλω να σε στολίζω φύλλα που το χρώμα τους πονάει. Μονάχα εγώ να βάζω φύλλα πάνω σου. Αντέχεις ;Θέλω να πω, να μου παραχωρήσεις αυτήν την αποκλειστικότητα... Αντέχεις αγριμάκι ;
     Θέλω να σε ποτίζω όταν ξεραίνεσαι και δε προφταίνεις ή δε καταλαβαίνεις, ότι άρχισαν των φύλλων σου οι άκρες ελαφρά να κιτρινίζουνε. Ένα μάτι που λαχταρά να παρακολουθεί, αυτά τα πιάνει. Μοναχά σε ρωτώ, να σε ποτίζουνε, καμιά φορά άλλα χέρια, αυτοφυές μου δίκταμο, αντέχεις ;
     Θέλω στις δικές μας τις επόμενες γιορτές με κέφι να σε ξεστολίζω και να βάζω τα εύθραυστά σου σε κούτες, ένα ένα , με λατρεία, να μη ραγίζω τίποτε, και μόλις τελειώνω να σκέφτομαι πως θα σε ξαναστολίσω αλλιώς. Κι ας μην είναι Χριστούγεννα. Εσύ πρέπει εκείνες τις στιγμές να στήνεσαι γυμνή και ακίνητη. Αντέχεις ; Θέλω να πω δυό τρία λεπτά ακίνητη αντέχεις ; Μετά θα φεύγεις από μένα στολισμένη κάθε φορά αλλιώς. Και λίγο δε θα σε αναγνωρίζεις. Αντέχεις ; 
     Θέλω να χώνω τη μύτη μου στον κόρφο σου μια φορά στις τόσες και να παίρνω μια βαθειά τζούρα γυναίκας. Μετά να εκπνέω αέρα στα πανιά σου, γυναίκα. Θα παθαίνεις κανα κρυολόγημα. Αντέχεις ;
     Θέλω να τριγυρνώ κλωτσώντας πέτρες με τα καινούργια μου παπούτσια και όταν συναντώ παιδιά να μου μιλούν στον ενικό αφού με δουν στα μάτια και "με καταλάβουν" , εννοώ τι λογιώ κουμάσι με κάνεις. Από άτομο, κουμάσι. Μόνο εσύ μπορείς. Θέλω δουλειά. Δεν είμαι αρκετά κουμάσι ακόμα... Αντέχεις; Θέλω να πω, μαθαίνοντας άλλους να ζουν, καμιά φορά ξεχνάς να επιζήσεις. Αντέχεις ;
     Άλλο κάτι δε θυμάμαι. Τώρα θα αποτραβηχτώ. Για να κρατήσω το δικαίωμα να καταφτάσω με ένα άσπρο άλογο ξανά. Εσύ να κάμεις τις "δουλειές" σου. Έτσι πως ζήτησες. Εσύ ολόγιομη. Σχετικώς ελεύθερη. Σχετικώς μοναχή. Σχετικώς αποστασιοποιημένη από όλο αυτό. Να με τυλίξεις, ένα ωραίο άσπρο κανσόν γεμάτο μολυβιές που εσύ τις τράβηξες και να μου βάλεις λαστιχάκι. Μη σε νοιάζει. Ένα λαστιχάκι μπορώ να το διαχειριστώ. Και να το σπάσω μόναχός μου αν με ξεχάσεις. Ντάξει ; Αυτό θα είναι η αντίδρασή μου στην ελάχιστη ποσότητα ελευθερίας που μου ζήτησες.
    Βάλε τις φωνές, αν ξεχαστώ. Εσύ. Μύρισέ με. Και μάζεψε τα μυαλά σου. Ξέρω πια ότι αντέχεις.

  * από τον ψεύτη Νοέμβρη του συνεργού μας Νίκου Λυρικού
   
    

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

εντυπώσεις ;