Παρασκευή, Οκτωβρίου 21

37° 18' 30" N, 023° 44' 06" E


     Ονομάσαμε το κτηνώδες drone μας Ιάσονα. Είχε πίσω του δυο χρόνια επιστημονικής εργασίας. Το …αμολίσαμε από την κορυφή του Χολωμόντα ένα ήπιο πρωϊνό στις 6.30 . Σύμφωνα με το λογισμικό του Ντίνου θα πετούσε τυχαία μέχρι εξαντλήσεως της ενέργειάς του. Όχι εντελώς τυχαία. Σύμφωνα με τις φιλοδοξίες μας θα ακολουθούσε επιλεγμένα οπτικά και ενεργειακά ερεθίσματα, πετώντας διαρκώς σε ένα αποδεκτό ύψος καταγραφής και θα μας έστελνε εικόνα, πίσω στο τροχόσπιτο. Δεν είχαμε την βεβαιότητα ότι θα τον μαζέψουμε πίσω. Είχαμε προτεραιότητα να μαζέψουμε ενδιαφέρον οπτικό υλικό. Καθισμένοι σε τέσσερις σκοτεινούς θαλάμους, μέσα σε ένα παλιό μετασκευασμένο τροχόσπιτο, εμείς, εφοδιασμένοι με νερό και ξηρά τροφή και ..μονωμένοι από κάθε εξωτερική παρεμβολή, θα γράφαμε για λίγες ώρες σε ένα blog όσα αισθανόμασταν παρατηρώντας τα εισερχόμενα ντοκουμέντα.

      Ο Ιάσονας “γλίστρησε” στις πράσινες πλαγιές της ορεινής Χαλκιδικής τραβώντας Νοτιοανατολικά.  Ήμουν καθισμένος αναπαυτικά στο ιδιότυπο γραφειάκι μου και περίμενα. Σας μεταφέρω τώρα τις σημειώσεις μου, χωρίς επιμέλεια :  

   18 Μάη '16 Περικλής/πείραμα Ιάσονας


    7.15 a.m. αναφορά στην άκρη της οθόνης [39.9198° N, 25.1415° E]


  ..οι πρώτες εικόνες που αξίζουνε δυο παράδες. Ρουφώ τον δεύτερο καφέ μου. Ένα κοπάδι πάπιες σε σχετικώς άναρχο για τα δεδομένα τους σχηματισμό, τραβάει Νότια. Ο Ιάσονας δείχνει να απολαμβάνει την παρέα. Ο αρχηγός των λευκών πουλιών, πετάει αγέρωχα μπροστά, φαίνεται να ξέρει ότι τα καλύτερα έρχονται. Τα περισσότερα πουλιά στη μέση του κοπαδιού έχουν ένα χαμένο ύφος, αν καταλαβαίνει κάποιος τι θα πει χαμένο ύφος σε μια πάπια, εγώ το ερμηνεύω ως το ύφος κάποιου που πιστεύει χωρίς να ερευνά… Ξέρετε τώρα, ύφος γριάς Κυριακή πρωί με το χέρι απλωμένο για αντίδωρο, ύφος υποψήφιου έξω από το σχολείο πρώτη μέρα πανελλαδικών, ύφος πρόβατου που περνάει τη δημοσιά ενώ πλησιάζει φορτηγό φρενάροντας, τέτοιο ύφος.  Οι νεαρές πάπιες όμως, αυτά τα μικρόσωμα ζωηρά πουλιά, είναι όλα τα λεφτά. Δεν πετάνε ευθεία αυτά ! Ξοδεύουν ενέργεια που δεν ξέρουν αν τους περισσεύει.  Τα μάτια τους είναι φρέσκα. Το ένα πειράζει το άλλο. Αυτά δεν φαίνεται να πιστεύουν απλώς ότι τα καλύτερα έρχονται. Αυτά βιώνουν τα έως τώρα καλύτερά τους. Που και που μεγαλύτερα πουλιά μένουν πίσω για να τα βάλουν σε σειρά. Τα παπάκια κάνουν πως συνετίζονται. Εγώ τα βλέπω. Σας λέω ότι τα βλέπω καθαρά στην οθόνη. Είναι εντελώς, αισιόδοξα. 


    7.36 a.m. αναφορά στην άκρη της οθόνης [39.0725° N, 26.5492° E]


  Χωρίς να μπορώ να πάρω το μυαλό μου από την άγνοια κινδύνου των νεαρών παπιών, μασουλάω ένα σάντουιτς με τόνο και ντομάτα. Απομακρύνω τα ψίχουλα ανάμεσα από τα πλήκτρα φυσώντας δυνατά. Ένα κομμάτι ντομάτας προσγειώνεται στην οθόνη. Δίπλα στο κομμάτι ντομάτας υπάρχει ένα κομμάτι μιας λέμβου. Τα σωσίβια είναι ασορτί με τη σαλιωμένη μου ντομάτα. Ξέρετε τώρα, εκείνο το χρώμα της σάλτσας, ενός hansaplast από μέσα όταν το βγάζεις από το σχισμένο σου δάχτυλο, το χρώμα ενός υπερτασικού στα μάτια. Εγώ, τέλος πάντων, σκουπίζω την οθόνη χωρίς να μπορέσω να αφαιρέσω ούτε ένα κομμάτι της λέμβου που κοντεύει. Είναι κενή. Η λέμβος, εννοώ, δεν έχει πάνω κανέναν. Οι συνειρμοί ορμάνε με άγριες διαθέσεις στο κεφάλι μου. Ερευνώ γύρω τη θάλασσα για ίχνη. Τίποτα. Πάλι καλά, θέλω να πω, no news good news


   8.31 a.m. αναφορά στην άκρη της οθόνης [39.2645° N, 26.2777° E]


   Οι συνειρμοί μου έχουν κόψει την όρεξη, το drone μας όμως έχει πάρει από πίσω δυο δελφίνια. Τρία. Τέσσερα !!! Πέντε ; Όχι, όχι είναι τέσσερα, τουλάχιστον τέσσερα. Τα κήτη είναι χάρμα οφθαλμών. Αφήνουν τον αφρό να σκεπάζει τα πτερύγιά τους σα να ‘τανε το πρώτο τους Μαγιάτικο μπάνιο. Τα “μούτρα” τους, να ! φαίνονται τώρα από πιο κοντά, είναι μούτρα ενός πλάσματος που όπου γης και πατρίς… Μούτρα επηρμένα. Ξέρετε τώρα, μούτρα Χριστιανού αμέσως μετά την μετάληψη, μούτρα μαλάκα που άφησε δέκα cents σε κιθαρίστα του δρόμου, μάτια πιωμένου που κατεβαίνει από την πίστα με λερωμένο το λουστρίνι μετά την τελευταία ζεϊμπεκιά. Μούτρα για selfie. Με το drone πάνω τους ξεσαλώνουν, σα να έχουν την υποψία ότι θα τους τραβήξει την πρώτη τους φωτο για ένα ελπιδοφόρο βιογραφικό. Τα δελφίνια έχουν νοημοσύνη αντάξια της δικής μας, λένε. Ξέρω γω ;  


   9.10 a.m. αναφορά στην άκρη της οθόνης [37.7548° N, 26.9778° E]


   Αυτό που πλησιάζει στην οθόνη μου όμως, ξέρω. Είναι γνώριμο. Είναι ένα θαλάσσιο ποδήλατο, μέσα στο πουθενά, με ένα ζευγάρι νέων ολόγυμνων. Χτυπάει συναγερμός. Μέσα μου, εννοώ, σημαίνει το κουδούνι για μια ενδιαφέρουσα, γαργαλιστική, οξεία αντιπαράθεση με την ηθική μου. Θέλω να δω, παρακαλώ το drone να σηκώσει το γάντι, να πλησιάσει. Ερεθίζομαι. Οι νέοι είναι τόσο όμορφοι. Γυρίζουν και μας κάνουν χειρονομίες να τους αδειάζουμε τη γωνιά. Ξέρετε τώρα, χειρονομίες σαν ποδοσφαιρόφιλου πριν από το πέναλτι που του πασάρεις το τηλέφωνο, παιδιού που ανοίγει δώρο και εσύ θέλεις να του βάλεις άλλη μια μπουκιά στο στόμα, σκυλιού που τρώει ένα κόκκαλο και πας να το χαϊδέψεις. Το drone πλησιάζει, υπακούοντας στο λογισμικό μας. Η κοπέλα είναι ξυρισμένη παντού. Το αγόρι έχει μούσι και μεγάλο μόριο. Οι καμπάνες μιας ευοίωνης διασταύρωσης εκκωφαντικές. Ζηλεύω τρομερά. Μαγνητίζομαι από το μόριο του αγοριού. Ήθελα να έχω τόση πίστη στο μέλλον, που να μη διστάζω να γονιμοποιώ, κορίτσια ξυρισμένα παντού. Δεν μπορούμε να παρέμβουμε στην πτήση. Το drone παραμένει γύρω από το ζεύγος ενοχλητικά. Οι δύο εραστές χάνουν το ενδιαφέρον τους και βουτάνε στο νερό. Το θέαμα τερματίζεται εδώ. Ψάχνω το μισοφαγωμένο σάντουϊτς. 


9.52 a.m. αναφορά στην άκρη της οθόνης [38.3682° N, 26.1310° E]


    Τελειώνω ένα μπουκαλάκι νερό. Τρίβω τα μάτια μου και τα κλείνω γιατί τσούζουν. Τεντώνομαι και τα ανοίγω ξανά. Φοράω τα γυαλιά μου και στρέφομαι ξανά στην οθόνη.
Ένα καΐκι γεμάτο κορμιά παραπαίει στο μπλε. Πάνω του, με ζωηρό για τα δεδομένα τους τρόπο, δεκάδες τεντωμένα χέρια τραβάνε εμάς, θέλω να πω, τον Ιάσονα που πλησιάζει, φωτογραφίες. Τώρα τα πλάσματα είναι σε απόσταση αναπνοής. Το πετούμενο έχει θαρρείς μαγνητιστεί από την ενέργεια που είναι συγκεντρωμένη σε ένα τόσο μικρό εμβαδόν. Ο επι κεφαλής στην πλώρη έχει ένα αρχοντικό ύφος. Φαίνεται ότι υπολογίζει πως τα καλύτερα έρχονται. Στο βάθος του σκάφους οι φυσιογνωμίες έχουν ένα ύφος λίγο χαμένο. Ένα ύφος, πίστευε και μη ερεύνα, ξέρετε τώρα, να μη τα ξαναγράφω… ύφος γριάς Κυριακή πρωί με το χέρι… κλπ κλπ. Τα μικρόσωμα νεαρά παιδιά είναι όμως όλα τα λεφτά. Ξοδεύουν ενέργεια που δεν ξέρουν καν αν τους περισσεύει.  Τα μάτια τους είναι φρέσκα. Το ένα πειράζει το άλλο. Αυτά δεν φαίνεται να πιστεύουν απλώς ότι τα καλύτερα έρχονται. Αυτά βιώνουν τα έως τώρα καλύτερά τους. Που και που μεγαλύτεροι επιχειρούν να τα βάλουν σε σειρά. Τα παιδάκια κάνουν πως συνετίζονται. Εγώ τα βλέπω. Σας λέω ότι τα βλέπω καθαρά στην οθόνη. Είναι εντελώς, αισιόδοξα. Το drone πλησιάζει την πρύμνη. Στο τιμόνι, κάτω από μια νεοϋρκέζικη τραγιάσκα, το πρόσωπο που βλέπω είναι γνώριμο. Είναι το πρόσωπο τραπεζίτη την ώρα που εσύ υπογράφεις, σελίδα σελίδα, μια υποθήκη, είναι το πρόσωπο μπαμπά που περιμένει το γιό κρατώντας χαρτζιλίκι, είναι το πρόσωπο ανθρώπου που η εξουσία του εκτείνεται πέρα από την συνήθη της εμβέλεια. Συνήθως προσωρινά, εισέτι όμως επι μακρόν. Ο Ιάσονας γλιστράει στα απόνερα. Δεν καταλαβαίνω γιατί απομακρύνεται από ένα τόσο πλούσιο “υλικό”. Μετά αμέσως  καταλαβαίνω. Τα απόνερα δεν είναι άδεια. Είναι γεμάτα ρούχα, μουσκεμένα ρούχα. Μερικά άδεια. Όχι όμως όλα. Όχι όλα. Ο Ιάσονας δεν παίζει… αναλαμβάνει τώρα να μας μετασχηματίσει. Πλησιάζει σε κάτι που επιπλέει. Είναι ένας μπόγος , ένα έρμαιο άχρηστων υπέρβαρων παιχνιδιών. Ευτυχώς. Μετά ακόμη ένας. Και μετά αυτό…  Ένα κορμί μιας νεαρής που είναι ξυρισμένη παντού. Ένα κορμί ενός αγοριού που το μόριό του δεν είναι σφριγηλό. Καμία πιθανότητα ευοίωνης διασταύρωσης. Το αγόρι έχει μούσι. Το κορίτσι έχει μαντήλα στο κεφάλι. Είναι αφημένοι ανάσκελα και το μόνο που κρατούνε είναι ο ένας τον άλλον. Δε σαλεύουν.  Τα χέρια τους παραμένουν μπλεγμένα. Σαν τα χέρια ηλικιωμένου αντρόγυνου που τα παιδιά τους φεύγουν από το επισκεπτήριο στο γηροκομείο. Σα τα χέρια … 
    ...σαν τα χέρια που ξέρουν ότι έχουνε φτιαχτεί ώστε να μπλέκονται με άλλα χέρια.   
   
  10.17 a.m. αναφορά στην άκρη της οθόνης [36.8915° N, 27.2877° E]

       Τα χέρια ενός ζευγαριού χωρίζουν για να ακουμπήσουν τα πιάτα. Ο σερβιτόρος κατεβάζει μια πιατέλα ζυμαρικών με θαλασσινά. Μέσα στα ποτήρια με το λευκό κρασί ο Ιάσονας πιάνει για λίγο την αντανάκλαση του ήλιου. Ο Ήλιος , που είναι εξάλλου για όλα τα πλάσματα, ζεσταίνει τους ώμους της κοπέλας. Εκείνη βγάζει το top και μένει με ένα μικροσκοπικό μπικίνι. Τα στήθια της έχουν ανασηκωμένες θηλές, υπάρχει εδώ ξανά μια προϋπόθεση, για μια ευοίωνη συναρμογή. Ο μπαμπάς του πρέπει να είναι ξενοδόχος και η μαμά της σύζυγος εφοπλιστή. Όχι, δεν φαίνεται από του Ιάσονα την κάμερα, ετούτο. Το γράφω καθαρά από μια χαιρέκακη παρόρμηση. Δεν ξέρω τι με πιάνει. Ο ήλιος, ίσως, με πιάνει μερικές φορές ο ήλιος και θυμώνω, ο ήλιος, που πρέπει εξάλλου να είναι για όλους μας διαθέσιμος κι αγνός, εκεί για τα δελφίνια και τα drones, τις πάπιες και τους επιστήμονες, τους Χριστιανούς και τους τραπεζίτες, τα κτήνη και τους πονόψυχους, τους ερωτευμένους και τους πνιγμένους.

 

Κυριακή, Οκτωβρίου 16

Ο κύριος Μιχάλης κι ο κύριος... χμμμμ, οι ήρωές μου





    Ένα κανελί Λαμπραντόρ εισέβαλλε στο μαγαζί, Πέμπτη πρωί, μαζί με μια πελάτισσα. Εκείνη είπε ότι απλώς την είχε πάρει από πίσω.  Όταν έφυγε όλος ο κόσμος, ο σκύλος έμεινε να με κοιτάζει από την ανοιχτή πόρτα. Μισός να φύγει, μισός να μείνει.  Έσκυψα και του άγγιξα το λαιμό αφήνοντάς τον να με μυρίσει και να με εγκρίνει. Αντιλήφθηκα ότι είναι χωρίς λουρί και βραχιόλι, εγκαταλειμμένος και ανοιχτός σε προτάσεις... Τον κοίταξα στα μάτια και του είπα ένα αποφασιστικό ΟΧΙ.  ΟΥΣΤ…Του έδωσα μια σπρωξιά να συνεχίσει τη βόλτα του και ανέβηκα στην αποθήκη μου για τροφοδοσίες. Όταν κατέβηκα και τακτοποίησα τα προϊόντα, μπήκα στο λογιστήριο να κάνω ένα δυο τηλεφωνήματα. Το Λαμπραντόρ ήταν ξαπλωμένο μια χαρά, κάτω από την καρέκλα του λογιστηρίου και έκανε το κοιμισμένο. Είχε τριγυρίσει το μαγαζί και είχε διαλέξει να αράξει στο σημείο που η μυρωδιά μου ήταν πιο έντονη. Δε το κουνούσε από ΄κει !  Τον είχα απλώς κοιτάξει με συμπόνια.
     Χρειάστηκε να διαταράξω όλη μου την συναισθηματική νηφαλιότητα για να το συνοδέψω μέχρι το πάρκο και να του δώσω να καταλάβει ότι δεν είμαι η καταφυγή του. Έχω ήδη ένα σκύλο 11 ετών, σκεφτόμουνα, δεν μπορεί να υιοθετώ ό,τι με μυρίζει. Ακόμη το μυαλό μου, τρείς μέρες μετά είναι στον ..Κανέλλο. Έτσι τον βάφτισα. Αυτός ο σκύλος δεν είχε αναστολές να εκφράσει την ανάγκη του για μια παρηγοριά. Ήρθε και μου τη ζήτησε ξεδιάντροπα και σταράτα. Ήθελα πολύ να τον πάρω. Δεν ξαναπέρασε. Ούτε τον έψαξα.
     Υπάρχουν πλάσματα που χρειάζονται παρηγοριά και δεν έχουν την αποφασιστικότητα να την αναζητήσουν. Μειονεκτικοί στην επικοινωνία και αφρόντιστοι από παραίτηση.  Γονείς που σκέφτονται ότι αν τηλεφωνήσουν στα παιδιά, θα τους γίνουνε τσιμπούρι. Μοναχικές γυναίκες που διστάζουν να καθίσουν ασυνόδευτες σε ένα μπαράκι. Περιπατητές που το βλέμμα τους δεν σηκώνεται εύκολα από κάτω. Άντρες που έχουν χάσει την σύντροφό τους και δεν εκτίθενται σε νέες γνωριμίες μην σχολιαστούν. Όχι τόσο όμορφα μικρά κορίτσια που δε τα κοιτάζουνε οι νέοι σαν περνούν, γι αυτό κι εκείνα βαδίζουν με τα μάτια τους δήθεν διαρκώς στο κινητό. Άτομα με ειδικές δεξιότητες που τρέμουν μην το βλέμμα που θα εισπράξουν είναι ανάρμοστα γλυκό. Αλλοδαποί που έχουνε την βεβαιότητα ότι η εμφάνισή τους διαλαλεί την εισβολή τους σε ξένια χώματα.  Απογοητευμένοι από προηγούμενες απόπειρες και κατά δήλωση αδιάφοροι για νέες προσεγγίσεις, δήθεν σιδερένιοι, υπέρμαχοι της στάσης καλύτερα μονάχος παρά υποψήφιος πληγωμένος.
    Από κοινωνική σκοπιά πρόκειται για μια συλλογική αποτυχία. Δεν είναι κανένα περίοπτο μυστικό. Θέλω να πω, η πλειοψηφία μας βιώνει μια συναισθηματική ζωή κατώτερη του πρέποντος. Κατώτερη των δυνατοτήτων του ανθρώπινου είδους.
    Θα έπρεπε να συντρίψουμε αυτά τα στεγανά με λίγο περισσότερο θάρρος. Όλοι μας. Η επαφή με αγνώστους, που δεν υποκινείται από σεξουαλικά κίνητρα, δεν είναι κατώτερη από την άλλη, την φυσιολογική κατά καιρούς αναζήτηση ερωτικού συντρόφου. Αφού η συνομιλία με έναν άγνωστο, καθώς βαδίζουμε αργά σε ένα χωριό που πρώτη φορά επισκεπτόμαστε, είναι για όλους μας μια φυσιολογική κι αγαπημένη συνήθεια. Γιατί δεν την κάνουμε αυτονόητη στάση και στην καθημερινότητά μας ; Γιατί δεν σηκώνουμε το τηλέφωνο για κάποιον που δεν είναι στην επάνω επάνω λίστα μας ; Γιατί δεν σχολιάζουμε τον καιρό με κάποιον που περπατάει στην παραλία ; Γιατί δεν ρωτάμε έναν άγνωστο που έχουμε ξαναδεί :  
    - Πως είσαι σήμερα ;
    Έχουμε τόσο συνηθίσει το ανώνυμο πλήθος που είναι πλέον αφύσικο να απευθυνθούμε σε αγνώστους για οτιδήποτε άλλο παρά για να ρωτήσουμε από πού να πάρουμε το λεωφορείο. Νομίζω ένα από τα μεγαλύτερα χτυπήματα σε τούτη την κοινωνική συντροφικότητα την έδωσαν οι νέες τεχνολογίες. Υπάρχει ένα cloud επαφών σε εγρήγορση σε κάθε τσέπη που σε κάνει να αισθάνεσαι ότι έχεις ήδη αρκετά. Όμως δεν έχεις.  Είναι μια επίφαση ασφάλειας που μας αποτρέπει από το αναζητήσουμε την διεύρυνση του προσωπικού μας κύκλου.
     Είμαστε η πλειοψηφία. Είμαστε πιο πολλοί αυτοί που χρειαζόμαστε απρόοπτες ενέσεις παρηγοριάς από εκείνους που πατούν στα πόδια τους με μια εμφανή πληρότητα. Είμαστε πιο πολλοί αυτοί που θα δεχόμασταν ευχαρίστως μια νέα είσοδο στον προσωπικό μας χώρο από εκείνους που καμαρώνουν από μέσα τα ψηλά τους τείχη. Αλλιώς δεν θα γεμίζανε ασφυκτικά οι χώροι και τα event της μαζικής κοινωνικότητας από φροντισμένα ντυμένο κόσμο. Από συνεσταλμένους ανθρώπους που το να καθίσουν σπίτι τους είναι πλέον άγγελος κακών. Το καμπανάκι τους χτυπάει.  Απλά δεν ξέρουν πώς να ξεπεράσουν τείχη.
     Τα τελευταία χρόνια στο κέντρο της Θεσσαλονίκης και με ιδιαίτερη προτίμηση στα πολιτιστικά δρώμενα κυκλοφορούν δυο ηλικιωμένοι κύριοι που είναι αδέλφια. Χαμογελαστοί ανταλλάσσουν χειραψίες και μικρά σχόλια με τους περισσότερους στα φουαγιέ και τα καφενεία. Όλη τους η μέρα είναι μια συνεχής τροφοδοσία από …εισερχόμενα και είμαι βέβαιος ότι την νύχτα στο μυαλό τους γίνεται μια εκπληκτική διεργασία. Διαλέγουν το χαμόγελο της ημέρας, την ατάκα της ημέρας, το προσωπάκι της ημέρας, τον δύστροπο της μέρας και ούτω καθεξής.   
     Είναι τα ινδάλματά μας κατά βάθος. Γιατί αν μας ρωτήσουνε θα βιαστούμε να απαντήσουμε ότι είναι ελαφρώς φαιδροί. Δύσκολα θα τους παινέψουμε δημόσια… Είναι και τα σύνδρομά μας εδώ.
    Θα ήθελα να συμφωνούσαμε όλοι πως δεν είναι δα φαιδροί.  Και θα ήθελα να μου ‘λεγε σήμερα κάποιος από εσάς τα μικρά τους τα ονόματα. Αν τα θυμάστε. Για να τους δώσω το χέρι μου την επόμενη φορά και να τους διαβιβάσω και τα χαιρετίσματά σας.  

Τρίτη, Οκτωβρίου 11

εγκαταλειμμένοι στα έγκατα, ή μήπως όχι ;



    Μερικοί ισχυρίζονται ότι όλα τα κακά είναι απλώς απόρροιες στιγμιαίων αποφάσεων, αλλά όχι.  Δεν βρίσκω ούτε μια παρόρμηση που να με ώθησε να πάρω το μετρό ειδικά εκείνο το ξημέρωμα, το έκανα κάθε μέρα από τη Μαρτίου για την Αγίας Σοφίας και το μεσημέρι πίσω. Οπότε, όχι.
      Δεν μου αρέσουν τα έγκατα, τα απεχθάνομαι, η παρουσία μου σε υπόγεια είναι από τις υποχωρήσεις που κάνω όταν δεν έχω καμία άλλη εναλλακτική. Στο σπήλαιο της Αλλιστράτης για παράδειγμα, είχα εμφανίσει σημάδια δυσφορίας από τα πρώτα πεντακόσια μέτρα, παρόλη τη μαγεία της διαδρομής. Είχα μπει βέβαια για να μη δείξω δύστροπος κι αδύναμος στην υπόλοιπη παρέα, εκείνη λοιπόν ήταν μια στιγμιαία απόφαση. Αλλά το μετρό, όχι.
      Ήταν Πέμπτη. Κατέβηκα τα σκαλιά ανύποπτος στις εφτά και τέταρτο. Στην αποβάθρα υπήρχαν πέντε νέοι ντυμένοι με χακί στολές, αγόρια και κορίτσια, καστανά μαλλιά, που θα κατέβαιναν στις στρατιωτικές σχολές της Καυτατζόγλου, μια δικηγόρος με αλογοουρά και ακριβή τσάντα και ένας ρακένδυτος άντρας εξήντα δύο χρονών.  Πιθανές αστοχίες στις εκτιμήσεις μου δεν υποβαθμίζουν φαντάζομαι τούτη την διήγηση...
      Στο μετρό μπήκαμε τρείς στο κεντρικό βαγόνι και οι νέοι στο εμπρός. Η κοτσίδα κάθησε σε αμαρκάριστο κάθισμα, με κενό μπρος πίσω δεξιά αριστερά και ο ρακένδυτος έμεινε όρθιος μορφάζοντας δοκιμαστικά και τσεκάροντας για πονόψυχους που δε ξύπνησαν στραβά. Εγώ στάθηκα μπροστά στο χάρτη με τις στάσεις γιατί χρησιμοποιούσα αποσπάσεις για να διαχειριστώ την ιδιορρυθμία μου. Ένας καλοντυμένος δίπλα στο δεξί μου πόδι είχε βυθιστεί στη σελίδα με τα σχόλια της καθημερινής, δυό τρείς νεαρότεροι είχαν το αριστερό χέρι στις λαβές και γύμναζαν τον δεξί αντίχειρα με μικρές «συσκευές» . Λίγος κόσμος. Όλα καλά.
     Ο συρμός τραντάχτηκε ελαφριά μπρος πίσω, μετά ακούστηκε ένα φύσημα σε μπάσα συχνότητα και άρχισε να επιταχύνει. Γρήγορα, στα τέσσερα δεύτερα και κάτι, στα παράθυρα όρμησαν από μπροστά προς τα πίσω μαύροι τοίχοι με καλώδια και σωληνάκια σχετικώς απρόσεχτα στηριγμένα σε παράλληλες σειρές. Ανά δύο δεύτερα μια καραβοχελώνα που τρεμόσβηνε, επιχειρούσε να διασπάσει τη σκοτεινίλα ανεπιτυχώς, σαν επηρμένη πυγολαμπίδα σε νυχτερινό μονοπάτι έξω από το Μονοπήγαδο. (Αυτή την παρομοίωση την πλήρωσα σε εργαστήρι δημιουργικής γραφής).  Άρχισα να ακολουθώ μέσα μου τα μέτρα στο ρυθμό των καραβοχελώνων χωρίς να πάρω το μάτι μου από την επόμενη κουκίδα στο χάρτη. Τικ, τακ, τικ, τακ… Δε μιλούσε κανείς. Στο μυαλό όλων, εκτός από του ζητιάνου, ήταν η στάση Μπότσαρη.
     - Καλοί μου κύριοι, είπε τελικά ο ρακένδυτος, κι άρχισε το παραμύθι το οποίο ουδείς έκανε τον κόπο να ακούσει. Πολλές φορές ακούμε χωρίς να ακούμε κι αυτό είναι μια τεχνική που όλοι οι παντρεμένοι έχουμε κατακτήσει με αρκετή επιμονή. Τικ , τακ…
     Next stop Μπότσαρη. Ήμουν μπροστά στην πόρτα και αν ήθελα θα μπορούσα να πεταχτώ έξω, είχα πάντα ανοιχτή αυτή την επιλογή να με καθησυχάζει, απροσδιόριστα αλλά επαρκώς. Το σκοτάδι στα παράθυρα άρχισε να αναμειγνύεται με υποσχέσεις φωτισμού. Πήρα μια βαθειά αναπνοή. Είδα πριν την αποβάθρα ένα ταμπελάκι με το νούμερο 2012. Είδα δυο τρία ακόμα ταμπελάκια με τεχνικές νόρμες. Μετά ο τοίχος έξω από το παράθυρο εξαφανίστηκε για να δώσει τη θέση του σε μπεζ μάρμαρα και νίκελ πλαίσια με ρεκλάμες για μικρές «συσκευές».
     Ο συρμός επιβράδυνε κι εγώ έριξα μια ματιά στην επόμενη κουκίδα. Αγία Τριάδα. Πήρα μια ακόμα αναπνοή κι αποφάσισα να συνεχίσω.
    Τότε άρχισαν όλα. Δεν μπορώ να πω ότι είχαμε επιλογή, ουσιαστικά γίναμε θεατές σε ένα ντόμινο γεγονότων που εάν είχαμε οργάνωση και έναν ηγέτη θα μπορούσε κάπως αλλιώς να αντιμετωπιστεί, ίσως, δεν ξέρω τώρα από μια απόσταση και με την ψυχολογική κατάσταση που πλέον με καθορίζει, αλλά εκείνη στη στιγμή ήμασταν απροετοίμαστοι.  Ο συρμός λοιπόν πέρασε την στάση Μπότσαρη αργά, σταθερά, χωρίς να σταματήσει, προλάβαμε να δούμε όλοι μας την επιγραφή “under construction” σε πρόχειρες  εκτυπώσεις με την υπογραφή troikater και κορδέλες στο ύψος των ώμων μου, αποβάθρες φαινομενικώς τέλεια κατασκευασμένες, καθαρές αλλά τρομερά υποφωτισμένες, να κείτονται απονεκρωμένες από διαβάτες και ήχους, χωρίς ούτε μία ένδειξη ότι κάποιο έργο είναι σε εξέλιξη, με αυτόματους πωλητές που τα λαμπάκια τους έλαμπαν σαν των Χριστουγέννων μέσα στο θλιβερό ημίφως, τις κάμερες ασφαλείας στη θέση τους, να γράφουν το τίποτα, τις κυλιόμενες σκάλες εντελώς ακίνητες και μετά την ίδια ακολουθία οπτικών ερεθισμάτων ανάποδα,  μια σειρά ρεκλάμες σε νίκελ πλαίσια πάνω σε μπεζ μάρμαρα και πάλι τα έγκατα της άσκημης στοάς.
     Κανά δυό πετάχτηκαν από τις καρέκλες κι έπιασαν να ρωτάνε δεξιά αριστερά αν υπήρχε καμία πληροφόρηση. Ο καλοντυμένος μπροστά στο δεξί μου πόδι σήκωσε τους ώμους και γύρισε την Καθημερινή το πίσω εμπρός. Το άρθρο που μου έβαλε στα μούτρα έγραφε …άθλιες οι προβλέψεις έως το ΄20. Ο ρακένδυτος έμεινε άναυδος κοιτώντας μια έξω και μια μέσα στο κύπελλο με τα κέρματα. Κι εγώ ίδρωσα απότομα. Ίδρωσα… όταν λέμε ίδρωσα, ένα αλμυρό μουσκίδι απλώθηκε ανάμεσα στα σκέλια μου, στις μασχάλες μου, μέσα από το γιακά του πουκαμίσου μου, στα λάστιχα από τις κάλτσες μου, στις παλάμες μου, παντού. Έκανα τις πρώτες κινήσεις μου, το είχα δουλεμένο, έκλεισα τα μάτια μου και προσπάθησα να επιβραδύνω τις ανάσες μου. Οι γρήγορες και κοφτές αναπνοές είναι η εμπροσθοφυλακή του πανικού.
-Ανάπνευσε αργά και με ήρεμες εκπνοές επέβαλε στον εαυτό σου μια αυτοκυριαρχία, είπα. Ο καλοντυμένος άκουσε που το μουρμούρισα και ένα μειδίαμα διέκοψε τη μάσκα ανωτερότητας για ένα δεύτερο. Ύστερα σήκωσε ελαφριά το δεξί φρύδι και επέστρεψε στην αταραξία του.
    Περίμενα να επιταχύνουμε. Του κάκου ! Οι καραβοχελώνες τώρα περνούσαν ανά τρία δεύτερα και είχα μάλιστα την εντύπωση, δε πέφτω έξω σε τούτα, ότι τα τρία έβαιναν αυξητικά προς τα τρεισήμισι. Ένα σχετικό σούσουρο είχε πάρει τη θέση της ησυχίας στο βαγόνι μας.  Κοίταξα την κουκίδα Αγία Τριάδα, πήρα δυο γρήγορες αναπνοές. Άρχισα να μουδιάζω στο σβέρκο, έκανα μια απότομη κίνηση δεξιά και άκουσα εκείνο το κρακ στα οστεόφυτα που μου χάρισε τρία δεύτερα απόλυτης ανακούφισης. Ύστερα αριστερά, το ίδιο, με ελαφρύτερα μικρά κρακ και μετά τα γεγονότα πάλι στα πόδια μου. Σαν βράχος.
     Δε θα τα κατάφερνα. Ο ιδρώτας είχε γίνει ανεξέλεγκτος. Είχα την αίσθηση ότι βυθίζομαι σε γλοιώδη βάλτο. Το στομάχι μου άρχισε να συσπάται και να καίει. Το στομάχι μου, ήταν πάντοτε ο τελευταίος συναγερμός. Άρχισα να κοιτάζω τι εναλλακτικές είχα. Με δυο δρασκελιές βρέθηκα κοντά σε μια πιτσιρίκα που ήτανε να την πιείς στο ποτήρι. Δεν ξέρω πως έμοιαζα, αλλά με το που πήγα να ανοίξω την κουβέντα απάντησε στη «συσκευή» της κάνοντας μου ένα νεύμα, τύπου «συγγνώμη αλλά βλέπεις…» και μου έστρεψε τα όμορφα νώτα της μεγαλοπρεπώς. Ούτε λόγος για διάθεση να θαυμάσω.
    Σωριάστηκα σε μια καρέκλα, ποτέ δεν μου είχε φανεί καρέκλα στα μέσα μαζικής συγκοινωνίας τόσο παγωμένα σκληρή. Θα είχα καθίσει πιο άνετα στην άκρη παγετώνα. Αυτό που αντιμετώπιζα, νομίζοντας ότι είναι το κύριο σώμα της κρίσης, ήταν δυστυχώς, όπως κατάλαβα στη συνέχεια, η κορυφή του παγόβουνου. Η στάση Αγία Τριάδα πέρασε από τα παράθυρα ίδια και απαράλλαχτη με τη Μπότσαρη. Ένα απαστράπτον υποφωτισμένο κατασκεύασμα στο οποίο απαγορευόταν προσωρινώς κάθε πρόσβαση. “under construction” by troikater.
     Άκουσα δυνατά γέλια αμηχανίας από τους νέους πίσω μου. Ο ρακένδυτος κάθισε απέναντί μου και νομίζω, είμαι βέβαιος δηλαδή, ότι με κοίταξε με το μοχθηρό βλέμμα νικητή. Έδειχνα χειρότερα λοιπόν, δε χρειάζονταν να παίξω άλλο θέατρο. Τινάχτηκα πάλι πάνω, στήθηκα στην πλησιέστερη πόρτα και το χέρι μου έψαξε το τσεπάκι με τα lexotanil. Κατάπια και τα δυο με μια ποσότητα σάλιου που βρωμούσε αγωνία.  Θα έκαναν δέκα λεπτά να δράσουν. Τώρα δεν είχα άλλο άσο στο μανίκι. Επιβράδυνα τις αναπνοές μου αλλά η καρδιά μου χτυπούσε σαν ταμπούρλο.
     Τρείς ακόμα στάσεις με την επιγραφή “under constraction” πέρασαν χωρίς να μου δοθεί η δυνατότητα της αποβίβασης. Το μόνο που άλλαζε ήταν οι μικρές ταμπέλες στα τελευταία σκοτεινά μέτρα. 2013, 2014, 2015. Η δικηγόρος ωρυόταν πλέον  στην συσκευή της εναντίον δικαίων και αδίκων, όπως κάνει κάποιος που θεωρεί ότι έχει πάρει ασκόπως όλα τα μέτρα για ένα καλύτερο αύριο. Ο κόσμος στο εμπρός βαγόνι είχε σχεδόν πιαστεί στα χέρια, καθώς οι νεαροί με τις σιδερωμένες στολές τραβολογούσαν άτσαλα ό,τι μοχλό υπήρχε στις πόρτες με κίνδυνο να ακινητοποιήσουν τον συρμό μέσα σε στοά. Ο καλοντυμένος σηκώθηκε και συνέστησε ψυχραιμία, διπλώνοντας με συνέπεια την εφημερίδα του. Σε τούτη τη φάση, ένας καλοντυμένος με αυτοκυριαρχία έδειχνε απλώς μια καρικατούρα. Όλοι κάναμε ό,τι μας ερχόταν στο κεφάλι.
     Τότε μπήκε ένας σγουρομάλλης από το τελευταίο βαγόνι, με κεφάτα ρούχα και έκφραση που μπορούσε να ηρεμίσει λύκους. Θα σας βγάλω εγώ στην Καυτατζόγλου, φώναξε με όλη τη δύναμη των νιάτων του. Θα σας βγάλω με ασφάλεια, αρκεί να κάνετε ό,τι σας πω για τα επόμενα δευτερόλεπτα... Νομίζω ότι θέλαμε πολύ να τον ακούσουμε. Αυτό κάναμε.
     Μερικοί ισχυρίζονται ότι όλα τα κακά είναι απόρροιες στιγμιαίων αποφάσεων, αλλά όχι. Όχι όλα. 
     Μας τοποθέτησε έναν σε κάθε παράθυρο και πόρτα του συρμού. Με έκπληξη αντιληφθήκαμε ότι είμασταν αρκετοί για να καλύψουμε όλες τις τζαμαρίες. Βγάλαμε όλοι από ένα παπούτσι και περιμέναμε το σινιάλο του. Λίγο πριν την Καυτατζόγλου, ο τολμηρός νεαρός έδωσε το σύνθημα. Από τα χτυπήματα των παπουτσιών οι περισσότερες γυάλινες επιφάνειες έγιναν θρύψαλλα. Κοιταχτήκαμε με θρίαμβο και πήραμε θέση στα κενά. 
     - Θα έχουμε όλοι από δέκα δευτερόλεπτα για να πηδήξουμε έξω ! είπε. Θέλω να πέσετε με την πλάτη έχοντας τα χέρια σας τυλιγμένα στα κεφάλια σας. Με τον τρόπο αυτό θα ελαχιστοποιήσουμε τις επιπτώσεις από το άλμα. Όσοι δεν τα καταφέρετε πηδήξτε στη στάση ΠΑΜΑΚ. Με λένε Αλέξη και σας εύχομαι καλή δύναμη.      Η Καυτατζόγλου  μας φάνηκε μεγαλοπρεπής. Εκτός από τον καλοντυμένο που είχε εκείνη την έκφραση «δε νομίζω ότι είναι καλή ιδέα» , ήμασταν όλοι σε στάση ετοιμότητας κι αποφασισμένοι. Οι καλοντυμένοι, σκέφτηκα, έχουν μια κουλτούρα ότι καμία ευκαιρία δεν είναι η τελευταία, και τον κοίταξα επιτιμητικά. Έβαλα τα χέρια στο πλαίσιο του παραθύρου κι έβγαλα το δεξί πόδι έξω. Τότε μονάχα, εγώ και όσοι ήμασταν έτοιμοι για την έξοδο, αντιληφθήκαμε ότι έξω από τα σπασμένα τζάμια δεν υπήρχε κενό, αλλά συρόμενες γυάλινες πόρτες, το καμάρι του νεοτερισμού του μετρό της Θεσσαλονίκης. Κανένας δε θα μπορούσε να βγεί τελικά, αφού το ξέραμε, πως δεν το είχε σκεφτεί κανείς, τίποτα δεν έβγαινε έξω εάν δε σταματούσε ο συρμός για να παραμερίσουν οι ηλεκτρικές τζαμαρίες. Στα φιμέ τους τζάμια μπορούσες να δεις αντικατοπτρισμούς από πρόσωπα σε πανικό, τα έξαλλα πρόσωπά μας και μικρές επιγραφές με τα αρχικά της ίδιας τεχνικής εταιρίας. "troikater". Οι νεαροί που ζητοκραύγαζαν εμπρός κινήθηκαν πρώτοι για να την «πέσουν» στον Αλέξη. Καυσαέρια άρχισαν να κατακλύζουν τα βαγόνια από τα σπασμένα παράθυρα. Ο συρμός άρχισε να επιβραδύνει μέσα στη στοά και χτυπούσαν κάτι δαιμονισμένα κουδουνάκια που δεν ξέραμε πώς να τα κάνουμε να σκάσουν. Άκουσα τον νεαρό να φωνάζει : - Εγώ μονάχα μια ιδέα είχα. Δεν σας υποχρέωσα να την ακολουθήσετε.
    Κοιτάχτε τώρα πως αντέδρασε ο καθένας μας : Ο καλοντυμένος στο δεξιό μου πόδι ήγειρε ζήτημα οργάνωσης με διαφορετική προσέγγιση και άφησε να εννοηθεί ότι θα προσφερόταν για ηγεσία. Οι μορφονιές με τα μαραφέτια στα χέρια τον αποδοκίμασαν θεωρώντας ότι οι «συσκευές» θα τους δώσουν μια πιο άμεση έκβαση. Είχαν ήδη στήσει φόρουμ με το …ζήτημά μας. Οι στρατιωτικοποιημένοι της εμπρός παρέας ήδη μπαγλάρωναν τον νεαρό για να βγάλουν το άχτι τους. Εγώ έκλαιγα στο πάτωμα γιατί δεν μπορούσα να συγκροτήσω ούτε μια σκέψη της προκοπής. Ο ρακένδυτος κοίταξε προς το πίσω βαγόνι και αντικρύζοντας κάτι γριές σε κατάσταση νιρβάνα κινήθηκε προς το μέρος τους. Πρόλαβα να τον ακούσω να λέει… -Κάνε την τελευταία σου καλή πράξη, μπορεί να γύρει την πλάστιγγα στην βασιλεία των ουρανών. Οι καραβοχελώνες περνούσαν ανά εφτάμισυ δεύτερα και μπορούσα ακόμη να τις δω γιατί σαν να μην έφταναν όλα, στο συρμό άναψαν επιγραφές “safe mode” και ένας αυτόματος κόφτης έσβησε τα περισσότερα φώτα.  Ακόμα σκεφτόμουν ότι το κακό είναι όπου να ‘ναι να τελειώσει όταν πρόλαβα να δω το ταμπελάκι 2017 στο γκρίζο  φόντο. Πέρασαν λίγα δεύτερα και ο συρμός ακούμπησε κάτω απαθής. Ήμασταν σταματημένοι στο τούνελ λίγο πριν τη στάση ΠΑΜΑΚ. Άκουσα κέρματα να πέφτουν στο κύπελλο του ρακένδυτου και σκέφτηκα ότι μόνον ένας απελπισμένος αναγνωρίζει τελικά την απελπισία ως φυσιολογικό πράγμα. Απλώς, ο ζητιάνος κάνει την υπέρβαση να την εκμυστηρευθεί. Η καθημερινή ήταν πλέον πεταμένη δίπλα μου με τον τίτλο μαύρες προβλέψεις έως το 2020 πάνω πάνω  και ο καλοντυμένος, χωρίς να χρειαστεί να τσαλακώσει μπατζάκι, είχε ήδη αποβιβαστεί από μια σπασμένη πόρτα και βάδιζε με σιγουριά στο σκοτάδι. Σκέφτηκα ότι ακόμα και σε κατάσταση απελπισίας ένας με αποθέματα την βγάζει καθαρή. Σκέφτηκα επίσης ότι αυτός που ήγειρε ζήτημα ηγεσίας μπορούσε και απλώς να φύγει, θέλω να πω, δεν ήτανε σώνει και καλά πράκτορας των έξω.. Άκουσα ένα κρότο και γύρισα να δω μια συσκευή που είχε πεταχτεί στο πάτωμα. Στη ραγισμένη οθόνη έγραφε συμπληρώστε μονάδες.. Σκέφτηκα ότι η τεχνολογία δεν μπορεί να είναι το βασικό όπλο σε συναγερμό. Το ίδιο συζητούσαν ήδη τα κοριτσόπουλα. Εμπρός ακόμα έπεφτε ξύλο. Σκέφτηκα ότι οι νεαροί, αφού δείρουν τον Αλέξη, θα βρίσκονται στην ίδια κατάσταση με μένα. Θέλω να πω, ούτε βήμα εμπρός. Σκέφτηκα ότι από κάπου θα έλθει βοήθεια αλλά ντρεπόμουν κι όλας που ήμουν τόσο… ανάσκελα. Έπρεπε να είχα δώσει κάποιες μάχες, σκέφτηκα… Τα καυσαέρια με ζάλιζαν. Μετά νομίζω ξύπνησα από σειρήνες ασθενοφόρου.  Σε όλη αυτή την ιστορία, ήμουν τελικά ένας παθητικός παρατηρητής.
Food for thought … Εστιάστε στις λέξεις, κόφτης, 2020, ηγεσία, ΄΄αχτι, ασθενοφόρο...