Τρίτη, Οκτωβρίου 11

εγκαταλειμμένοι στα έγκατα, ή μήπως όχι ;



    Μερικοί ισχυρίζονται ότι όλα τα κακά είναι απλώς απόρροιες στιγμιαίων αποφάσεων, αλλά όχι.  Δεν βρίσκω ούτε μια παρόρμηση που να με ώθησε να πάρω το μετρό ειδικά εκείνο το ξημέρωμα, το έκανα κάθε μέρα από τη Μαρτίου για την Αγίας Σοφίας και το μεσημέρι πίσω. Οπότε, όχι.
      Δεν μου αρέσουν τα έγκατα, τα απεχθάνομαι, η παρουσία μου σε υπόγεια είναι από τις υποχωρήσεις που κάνω όταν δεν έχω καμία άλλη εναλλακτική. Στο σπήλαιο της Αλλιστράτης για παράδειγμα, είχα εμφανίσει σημάδια δυσφορίας από τα πρώτα πεντακόσια μέτρα, παρόλη τη μαγεία της διαδρομής. Είχα μπει βέβαια για να μη δείξω δύστροπος κι αδύναμος στην υπόλοιπη παρέα, εκείνη λοιπόν ήταν μια στιγμιαία απόφαση. Αλλά το μετρό, όχι.
      Ήταν Πέμπτη. Κατέβηκα τα σκαλιά ανύποπτος στις εφτά και τέταρτο. Στην αποβάθρα υπήρχαν πέντε νέοι ντυμένοι με χακί στολές, αγόρια και κορίτσια, καστανά μαλλιά, που θα κατέβαιναν στις στρατιωτικές σχολές της Καυτατζόγλου, μια δικηγόρος με αλογοουρά και ακριβή τσάντα και ένας ρακένδυτος άντρας εξήντα δύο χρονών.  Πιθανές αστοχίες στις εκτιμήσεις μου δεν υποβαθμίζουν φαντάζομαι τούτη την διήγηση...
      Στο μετρό μπήκαμε τρείς στο κεντρικό βαγόνι και οι νέοι στο εμπρός. Η κοτσίδα κάθησε σε αμαρκάριστο κάθισμα, με κενό μπρος πίσω δεξιά αριστερά και ο ρακένδυτος έμεινε όρθιος μορφάζοντας δοκιμαστικά και τσεκάροντας για πονόψυχους που δε ξύπνησαν στραβά. Εγώ στάθηκα μπροστά στο χάρτη με τις στάσεις γιατί χρησιμοποιούσα αποσπάσεις για να διαχειριστώ την ιδιορρυθμία μου. Ένας καλοντυμένος δίπλα στο δεξί μου πόδι είχε βυθιστεί στη σελίδα με τα σχόλια της καθημερινής, δυό τρείς νεαρότεροι είχαν το αριστερό χέρι στις λαβές και γύμναζαν τον δεξί αντίχειρα με μικρές «συσκευές» . Λίγος κόσμος. Όλα καλά.
     Ο συρμός τραντάχτηκε ελαφριά μπρος πίσω, μετά ακούστηκε ένα φύσημα σε μπάσα συχνότητα και άρχισε να επιταχύνει. Γρήγορα, στα τέσσερα δεύτερα και κάτι, στα παράθυρα όρμησαν από μπροστά προς τα πίσω μαύροι τοίχοι με καλώδια και σωληνάκια σχετικώς απρόσεχτα στηριγμένα σε παράλληλες σειρές. Ανά δύο δεύτερα μια καραβοχελώνα που τρεμόσβηνε, επιχειρούσε να διασπάσει τη σκοτεινίλα ανεπιτυχώς, σαν επηρμένη πυγολαμπίδα σε νυχτερινό μονοπάτι έξω από το Μονοπήγαδο. (Αυτή την παρομοίωση την πλήρωσα σε εργαστήρι δημιουργικής γραφής).  Άρχισα να ακολουθώ μέσα μου τα μέτρα στο ρυθμό των καραβοχελώνων χωρίς να πάρω το μάτι μου από την επόμενη κουκίδα στο χάρτη. Τικ, τακ, τικ, τακ… Δε μιλούσε κανείς. Στο μυαλό όλων, εκτός από του ζητιάνου, ήταν η στάση Μπότσαρη.
     - Καλοί μου κύριοι, είπε τελικά ο ρακένδυτος, κι άρχισε το παραμύθι το οποίο ουδείς έκανε τον κόπο να ακούσει. Πολλές φορές ακούμε χωρίς να ακούμε κι αυτό είναι μια τεχνική που όλοι οι παντρεμένοι έχουμε κατακτήσει με αρκετή επιμονή. Τικ , τακ…
     Next stop Μπότσαρη. Ήμουν μπροστά στην πόρτα και αν ήθελα θα μπορούσα να πεταχτώ έξω, είχα πάντα ανοιχτή αυτή την επιλογή να με καθησυχάζει, απροσδιόριστα αλλά επαρκώς. Το σκοτάδι στα παράθυρα άρχισε να αναμειγνύεται με υποσχέσεις φωτισμού. Πήρα μια βαθειά αναπνοή. Είδα πριν την αποβάθρα ένα ταμπελάκι με το νούμερο 2012. Είδα δυο τρία ακόμα ταμπελάκια με τεχνικές νόρμες. Μετά ο τοίχος έξω από το παράθυρο εξαφανίστηκε για να δώσει τη θέση του σε μπεζ μάρμαρα και νίκελ πλαίσια με ρεκλάμες για μικρές «συσκευές».
     Ο συρμός επιβράδυνε κι εγώ έριξα μια ματιά στην επόμενη κουκίδα. Αγία Τριάδα. Πήρα μια ακόμα αναπνοή κι αποφάσισα να συνεχίσω.
    Τότε άρχισαν όλα. Δεν μπορώ να πω ότι είχαμε επιλογή, ουσιαστικά γίναμε θεατές σε ένα ντόμινο γεγονότων που εάν είχαμε οργάνωση και έναν ηγέτη θα μπορούσε κάπως αλλιώς να αντιμετωπιστεί, ίσως, δεν ξέρω τώρα από μια απόσταση και με την ψυχολογική κατάσταση που πλέον με καθορίζει, αλλά εκείνη στη στιγμή ήμασταν απροετοίμαστοι.  Ο συρμός λοιπόν πέρασε την στάση Μπότσαρη αργά, σταθερά, χωρίς να σταματήσει, προλάβαμε να δούμε όλοι μας την επιγραφή “under construction” σε πρόχειρες  εκτυπώσεις με την υπογραφή troikater και κορδέλες στο ύψος των ώμων μου, αποβάθρες φαινομενικώς τέλεια κατασκευασμένες, καθαρές αλλά τρομερά υποφωτισμένες, να κείτονται απονεκρωμένες από διαβάτες και ήχους, χωρίς ούτε μία ένδειξη ότι κάποιο έργο είναι σε εξέλιξη, με αυτόματους πωλητές που τα λαμπάκια τους έλαμπαν σαν των Χριστουγέννων μέσα στο θλιβερό ημίφως, τις κάμερες ασφαλείας στη θέση τους, να γράφουν το τίποτα, τις κυλιόμενες σκάλες εντελώς ακίνητες και μετά την ίδια ακολουθία οπτικών ερεθισμάτων ανάποδα,  μια σειρά ρεκλάμες σε νίκελ πλαίσια πάνω σε μπεζ μάρμαρα και πάλι τα έγκατα της άσκημης στοάς.
     Κανά δυό πετάχτηκαν από τις καρέκλες κι έπιασαν να ρωτάνε δεξιά αριστερά αν υπήρχε καμία πληροφόρηση. Ο καλοντυμένος μπροστά στο δεξί μου πόδι σήκωσε τους ώμους και γύρισε την Καθημερινή το πίσω εμπρός. Το άρθρο που μου έβαλε στα μούτρα έγραφε …άθλιες οι προβλέψεις έως το ΄20. Ο ρακένδυτος έμεινε άναυδος κοιτώντας μια έξω και μια μέσα στο κύπελλο με τα κέρματα. Κι εγώ ίδρωσα απότομα. Ίδρωσα… όταν λέμε ίδρωσα, ένα αλμυρό μουσκίδι απλώθηκε ανάμεσα στα σκέλια μου, στις μασχάλες μου, μέσα από το γιακά του πουκαμίσου μου, στα λάστιχα από τις κάλτσες μου, στις παλάμες μου, παντού. Έκανα τις πρώτες κινήσεις μου, το είχα δουλεμένο, έκλεισα τα μάτια μου και προσπάθησα να επιβραδύνω τις ανάσες μου. Οι γρήγορες και κοφτές αναπνοές είναι η εμπροσθοφυλακή του πανικού.
-Ανάπνευσε αργά και με ήρεμες εκπνοές επέβαλε στον εαυτό σου μια αυτοκυριαρχία, είπα. Ο καλοντυμένος άκουσε που το μουρμούρισα και ένα μειδίαμα διέκοψε τη μάσκα ανωτερότητας για ένα δεύτερο. Ύστερα σήκωσε ελαφριά το δεξί φρύδι και επέστρεψε στην αταραξία του.
    Περίμενα να επιταχύνουμε. Του κάκου ! Οι καραβοχελώνες τώρα περνούσαν ανά τρία δεύτερα και είχα μάλιστα την εντύπωση, δε πέφτω έξω σε τούτα, ότι τα τρία έβαιναν αυξητικά προς τα τρεισήμισι. Ένα σχετικό σούσουρο είχε πάρει τη θέση της ησυχίας στο βαγόνι μας.  Κοίταξα την κουκίδα Αγία Τριάδα, πήρα δυο γρήγορες αναπνοές. Άρχισα να μουδιάζω στο σβέρκο, έκανα μια απότομη κίνηση δεξιά και άκουσα εκείνο το κρακ στα οστεόφυτα που μου χάρισε τρία δεύτερα απόλυτης ανακούφισης. Ύστερα αριστερά, το ίδιο, με ελαφρύτερα μικρά κρακ και μετά τα γεγονότα πάλι στα πόδια μου. Σαν βράχος.
     Δε θα τα κατάφερνα. Ο ιδρώτας είχε γίνει ανεξέλεγκτος. Είχα την αίσθηση ότι βυθίζομαι σε γλοιώδη βάλτο. Το στομάχι μου άρχισε να συσπάται και να καίει. Το στομάχι μου, ήταν πάντοτε ο τελευταίος συναγερμός. Άρχισα να κοιτάζω τι εναλλακτικές είχα. Με δυο δρασκελιές βρέθηκα κοντά σε μια πιτσιρίκα που ήτανε να την πιείς στο ποτήρι. Δεν ξέρω πως έμοιαζα, αλλά με το που πήγα να ανοίξω την κουβέντα απάντησε στη «συσκευή» της κάνοντας μου ένα νεύμα, τύπου «συγγνώμη αλλά βλέπεις…» και μου έστρεψε τα όμορφα νώτα της μεγαλοπρεπώς. Ούτε λόγος για διάθεση να θαυμάσω.
    Σωριάστηκα σε μια καρέκλα, ποτέ δεν μου είχε φανεί καρέκλα στα μέσα μαζικής συγκοινωνίας τόσο παγωμένα σκληρή. Θα είχα καθίσει πιο άνετα στην άκρη παγετώνα. Αυτό που αντιμετώπιζα, νομίζοντας ότι είναι το κύριο σώμα της κρίσης, ήταν δυστυχώς, όπως κατάλαβα στη συνέχεια, η κορυφή του παγόβουνου. Η στάση Αγία Τριάδα πέρασε από τα παράθυρα ίδια και απαράλλαχτη με τη Μπότσαρη. Ένα απαστράπτον υποφωτισμένο κατασκεύασμα στο οποίο απαγορευόταν προσωρινώς κάθε πρόσβαση. “under construction” by troikater.
     Άκουσα δυνατά γέλια αμηχανίας από τους νέους πίσω μου. Ο ρακένδυτος κάθισε απέναντί μου και νομίζω, είμαι βέβαιος δηλαδή, ότι με κοίταξε με το μοχθηρό βλέμμα νικητή. Έδειχνα χειρότερα λοιπόν, δε χρειάζονταν να παίξω άλλο θέατρο. Τινάχτηκα πάλι πάνω, στήθηκα στην πλησιέστερη πόρτα και το χέρι μου έψαξε το τσεπάκι με τα lexotanil. Κατάπια και τα δυο με μια ποσότητα σάλιου που βρωμούσε αγωνία.  Θα έκαναν δέκα λεπτά να δράσουν. Τώρα δεν είχα άλλο άσο στο μανίκι. Επιβράδυνα τις αναπνοές μου αλλά η καρδιά μου χτυπούσε σαν ταμπούρλο.
     Τρείς ακόμα στάσεις με την επιγραφή “under constraction” πέρασαν χωρίς να μου δοθεί η δυνατότητα της αποβίβασης. Το μόνο που άλλαζε ήταν οι μικρές ταμπέλες στα τελευταία σκοτεινά μέτρα. 2013, 2014, 2015. Η δικηγόρος ωρυόταν πλέον  στην συσκευή της εναντίον δικαίων και αδίκων, όπως κάνει κάποιος που θεωρεί ότι έχει πάρει ασκόπως όλα τα μέτρα για ένα καλύτερο αύριο. Ο κόσμος στο εμπρός βαγόνι είχε σχεδόν πιαστεί στα χέρια, καθώς οι νεαροί με τις σιδερωμένες στολές τραβολογούσαν άτσαλα ό,τι μοχλό υπήρχε στις πόρτες με κίνδυνο να ακινητοποιήσουν τον συρμό μέσα σε στοά. Ο καλοντυμένος σηκώθηκε και συνέστησε ψυχραιμία, διπλώνοντας με συνέπεια την εφημερίδα του. Σε τούτη τη φάση, ένας καλοντυμένος με αυτοκυριαρχία έδειχνε απλώς μια καρικατούρα. Όλοι κάναμε ό,τι μας ερχόταν στο κεφάλι.
     Τότε μπήκε ένας σγουρομάλλης από το τελευταίο βαγόνι, με κεφάτα ρούχα και έκφραση που μπορούσε να ηρεμίσει λύκους. Θα σας βγάλω εγώ στην Καυτατζόγλου, φώναξε με όλη τη δύναμη των νιάτων του. Θα σας βγάλω με ασφάλεια, αρκεί να κάνετε ό,τι σας πω για τα επόμενα δευτερόλεπτα... Νομίζω ότι θέλαμε πολύ να τον ακούσουμε. Αυτό κάναμε.
     Μερικοί ισχυρίζονται ότι όλα τα κακά είναι απόρροιες στιγμιαίων αποφάσεων, αλλά όχι. Όχι όλα. 
     Μας τοποθέτησε έναν σε κάθε παράθυρο και πόρτα του συρμού. Με έκπληξη αντιληφθήκαμε ότι είμασταν αρκετοί για να καλύψουμε όλες τις τζαμαρίες. Βγάλαμε όλοι από ένα παπούτσι και περιμέναμε το σινιάλο του. Λίγο πριν την Καυτατζόγλου, ο τολμηρός νεαρός έδωσε το σύνθημα. Από τα χτυπήματα των παπουτσιών οι περισσότερες γυάλινες επιφάνειες έγιναν θρύψαλλα. Κοιταχτήκαμε με θρίαμβο και πήραμε θέση στα κενά. 
     - Θα έχουμε όλοι από δέκα δευτερόλεπτα για να πηδήξουμε έξω ! είπε. Θέλω να πέσετε με την πλάτη έχοντας τα χέρια σας τυλιγμένα στα κεφάλια σας. Με τον τρόπο αυτό θα ελαχιστοποιήσουμε τις επιπτώσεις από το άλμα. Όσοι δεν τα καταφέρετε πηδήξτε στη στάση ΠΑΜΑΚ. Με λένε Αλέξη και σας εύχομαι καλή δύναμη.      Η Καυτατζόγλου  μας φάνηκε μεγαλοπρεπής. Εκτός από τον καλοντυμένο που είχε εκείνη την έκφραση «δε νομίζω ότι είναι καλή ιδέα» , ήμασταν όλοι σε στάση ετοιμότητας κι αποφασισμένοι. Οι καλοντυμένοι, σκέφτηκα, έχουν μια κουλτούρα ότι καμία ευκαιρία δεν είναι η τελευταία, και τον κοίταξα επιτιμητικά. Έβαλα τα χέρια στο πλαίσιο του παραθύρου κι έβγαλα το δεξί πόδι έξω. Τότε μονάχα, εγώ και όσοι ήμασταν έτοιμοι για την έξοδο, αντιληφθήκαμε ότι έξω από τα σπασμένα τζάμια δεν υπήρχε κενό, αλλά συρόμενες γυάλινες πόρτες, το καμάρι του νεοτερισμού του μετρό της Θεσσαλονίκης. Κανένας δε θα μπορούσε να βγεί τελικά, αφού το ξέραμε, πως δεν το είχε σκεφτεί κανείς, τίποτα δεν έβγαινε έξω εάν δε σταματούσε ο συρμός για να παραμερίσουν οι ηλεκτρικές τζαμαρίες. Στα φιμέ τους τζάμια μπορούσες να δεις αντικατοπτρισμούς από πρόσωπα σε πανικό, τα έξαλλα πρόσωπά μας και μικρές επιγραφές με τα αρχικά της ίδιας τεχνικής εταιρίας. "troikater". Οι νεαροί που ζητοκραύγαζαν εμπρός κινήθηκαν πρώτοι για να την «πέσουν» στον Αλέξη. Καυσαέρια άρχισαν να κατακλύζουν τα βαγόνια από τα σπασμένα παράθυρα. Ο συρμός άρχισε να επιβραδύνει μέσα στη στοά και χτυπούσαν κάτι δαιμονισμένα κουδουνάκια που δεν ξέραμε πώς να τα κάνουμε να σκάσουν. Άκουσα τον νεαρό να φωνάζει : - Εγώ μονάχα μια ιδέα είχα. Δεν σας υποχρέωσα να την ακολουθήσετε.
    Κοιτάχτε τώρα πως αντέδρασε ο καθένας μας : Ο καλοντυμένος στο δεξιό μου πόδι ήγειρε ζήτημα οργάνωσης με διαφορετική προσέγγιση και άφησε να εννοηθεί ότι θα προσφερόταν για ηγεσία. Οι μορφονιές με τα μαραφέτια στα χέρια τον αποδοκίμασαν θεωρώντας ότι οι «συσκευές» θα τους δώσουν μια πιο άμεση έκβαση. Είχαν ήδη στήσει φόρουμ με το …ζήτημά μας. Οι στρατιωτικοποιημένοι της εμπρός παρέας ήδη μπαγλάρωναν τον νεαρό για να βγάλουν το άχτι τους. Εγώ έκλαιγα στο πάτωμα γιατί δεν μπορούσα να συγκροτήσω ούτε μια σκέψη της προκοπής. Ο ρακένδυτος κοίταξε προς το πίσω βαγόνι και αντικρύζοντας κάτι γριές σε κατάσταση νιρβάνα κινήθηκε προς το μέρος τους. Πρόλαβα να τον ακούσω να λέει… -Κάνε την τελευταία σου καλή πράξη, μπορεί να γύρει την πλάστιγγα στην βασιλεία των ουρανών. Οι καραβοχελώνες περνούσαν ανά εφτάμισυ δεύτερα και μπορούσα ακόμη να τις δω γιατί σαν να μην έφταναν όλα, στο συρμό άναψαν επιγραφές “safe mode” και ένας αυτόματος κόφτης έσβησε τα περισσότερα φώτα.  Ακόμα σκεφτόμουν ότι το κακό είναι όπου να ‘ναι να τελειώσει όταν πρόλαβα να δω το ταμπελάκι 2017 στο γκρίζο  φόντο. Πέρασαν λίγα δεύτερα και ο συρμός ακούμπησε κάτω απαθής. Ήμασταν σταματημένοι στο τούνελ λίγο πριν τη στάση ΠΑΜΑΚ. Άκουσα κέρματα να πέφτουν στο κύπελλο του ρακένδυτου και σκέφτηκα ότι μόνον ένας απελπισμένος αναγνωρίζει τελικά την απελπισία ως φυσιολογικό πράγμα. Απλώς, ο ζητιάνος κάνει την υπέρβαση να την εκμυστηρευθεί. Η καθημερινή ήταν πλέον πεταμένη δίπλα μου με τον τίτλο μαύρες προβλέψεις έως το 2020 πάνω πάνω  και ο καλοντυμένος, χωρίς να χρειαστεί να τσαλακώσει μπατζάκι, είχε ήδη αποβιβαστεί από μια σπασμένη πόρτα και βάδιζε με σιγουριά στο σκοτάδι. Σκέφτηκα ότι ακόμα και σε κατάσταση απελπισίας ένας με αποθέματα την βγάζει καθαρή. Σκέφτηκα επίσης ότι αυτός που ήγειρε ζήτημα ηγεσίας μπορούσε και απλώς να φύγει, θέλω να πω, δεν ήτανε σώνει και καλά πράκτορας των έξω.. Άκουσα ένα κρότο και γύρισα να δω μια συσκευή που είχε πεταχτεί στο πάτωμα. Στη ραγισμένη οθόνη έγραφε συμπληρώστε μονάδες.. Σκέφτηκα ότι η τεχνολογία δεν μπορεί να είναι το βασικό όπλο σε συναγερμό. Το ίδιο συζητούσαν ήδη τα κοριτσόπουλα. Εμπρός ακόμα έπεφτε ξύλο. Σκέφτηκα ότι οι νεαροί, αφού δείρουν τον Αλέξη, θα βρίσκονται στην ίδια κατάσταση με μένα. Θέλω να πω, ούτε βήμα εμπρός. Σκέφτηκα ότι από κάπου θα έλθει βοήθεια αλλά ντρεπόμουν κι όλας που ήμουν τόσο… ανάσκελα. Έπρεπε να είχα δώσει κάποιες μάχες, σκέφτηκα… Τα καυσαέρια με ζάλιζαν. Μετά νομίζω ξύπνησα από σειρήνες ασθενοφόρου.  Σε όλη αυτή την ιστορία, ήμουν τελικά ένας παθητικός παρατηρητής.
Food for thought … Εστιάστε στις λέξεις, κόφτης, 2020, ηγεσία, ΄΄αχτι, ασθενοφόρο...


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

εντυπώσεις ;