Σάββατο, Οκτωβρίου 1

κατευόδια

  Στον ταρσανά μου χτίζονται οι έρωτες αργά για να κρατήσουν. Βάζω ψυχή και μαστοριά, τα χέρια μου ροζιάζουν, πονάω ολούθε όταν πέφτω τάχατες να κοιμηθώ, μα κυρίως για να ονειρευτώ τη μέρα που θα ποντιστούνε. Γιατί θα ποντιστούνε , αν κάτι είναι βέβαιον, είναι αυτό.
    Ένωσες είναι όλα και κρατήματα. Θέλω να πω, για πέτα ολούθε ξύλα, αριστοτεχνικά κομμένα, πλανισμένα, άμα τα δέσεις λάθος όλος ο έρωτας πάει άπατος. Στον ταρσανά μου χτίζονται οι ένωσες με χειροποίητες καβίλιες, στραβώνουν κι έρχονται τα ξύλα απ' την αρχή, ένα ένα, τραβέρσα την τραβέρσα, μπασκί μπασκί. Δεν είναι που δεν βρίσκω βολικά στα ετοιματζίδικα, μα δεν είναι δικά μου. Απ' τα χέρια μου. Αργώ λιγάκι, μα τι να κάμω ;
    Μου λες πως είναι μάταιη τέχνη, να ετοιμάζεις ολοένα και γερότερους κι έπειτα να τους ξεπροβοδίζεις. Δεν καταλαβαίνεις ότι δεν ξέρω τίποτες άλλο να κάμω ; Θέλω να πω, όχι να τους ετοιμάζω, μα να τους ξεπροβοδίζω. Έτσι είμαι εγώ φτιαγμένος και ουδέποτε είχα στον σχεδιασμό μου μια συμμετοχή. Γιατί εσύ στο δικό σου, είχες ;
   Έρωτας, που απ' τον ταρσανά μου αμολιέται, είναι καλοτάξιδος. Αυτό το υπογράφω. Τι νομίζεις ; Έρχονται τα νέα. Καθώς ένα σκαρί μακραίνει, τα νερά χαράσσουνται, δεν τα 'χεις άλλωστε κοιτάξει πως χαράσσουνται ; Ε ! Μέσα απ' αυτά τα αυλάκια του νερού έρχονται πίσω και τα νέα τους. Ο καλοτάξιδος ο έρωτας κάνει βαθύ αυλάκι, απ' όπου κι αν περάσει. Κρατάει μια επαφή ο καλοτάξιδος.
    Αποτυχίες ; Είχα. Αμ πως να γίνει να μην έχω ; Θέλω να πω, αμόλισα σκαρί και ούτε άκουσα ποτές τον φλοίσβο απ' την καρίνα του. Ούτε ένα τσικ. Κάτι θα έκανα με λάθος σχέδιο σε αυτές τις περιπτώσεις. Στο καλό τους. Μα....
    σαν έρχονται τα νέα τους, άϊ τι χαρά... Μου λένε για αβαρίες και ξέρω ακριβώς τι μου μιλάνε, οι έρωτές μου πάσχουνε με τρόπο που διορθώνεται, δεν έχουνε κακοτεχνία μόνιμη κι απάλευτη ποτές. Με λίγη αγάπη από μάστορα καλό γίνονται μούρλια. Προσεύχομαι τότες κι εγώ, σαν το μαντάτο για τη βλάβη φτάσει, μάστορας καλός να τους επιάσει.
    Μερικοί φέρνουν τις βλάβες τους στον ίδιο ναυπηγό. Εγώ ποτές δεν τις επιάνω. Τις δικές μου βάρκες που αμόλισα στη θάλασσα και κτύπησα παλάμες κι έβγαλα από τα νύχια τα βερνίκια και κατέβασα μανίκια, να τις εκαμαρώσω, να τις επροσευχηθώ, μα μη μου πεις να τις διορθώσω. Το θεωρώ κατάρα. Χειρότερα θα τις εκάμω. Ας τις πιάσει άλλος.  
   Οι έρωτες είναι για να ποντίζονται. Και μετά να πιάνεις άλλους. Σηκώνουνε βελτίωσες πολλές. Όϊ ότι δεν σηκώνουνε. Μα μπαγιατεύουν κι όλα μες στον ταρσανά. Το βλέπεις στην καρίνα τους, αυτό το ξύλο που πρώτο το διαλέγεις γιατί θα τρώει όλο το ζόρι, κάθε φορά σε αμμουδιές να σούρνεται για να αράξει... Το βλέπεις στην καρίνα τους που είναι σκέτο στραβόξυλο, σα να σου λέει... εμένα πας να δαμάσεις ; Σηκώνουνε βελτίωσες οι έρωτες κι όλο νομίζεις πως δεν ήρθε η ώρα. Εδώ είναι όμως όλη η μαστοριά, ως φαίνεται αν δε θες, μπαγιάτικο σκαρί να κάθεσαι να τρίβεις. Το κυριότερο, είναι να ξέρεις πότε πρέπει αλυσίδες και σχοινιά να αμολήσεις. Όχι όταν δεν σηκώνουν ούτε πινελιά. Μισοέτοιμους πρέπει να τους αφήνεις. Μισοέτοιμους κατά την άποψή σου. Εδώ είναι όλη η μαστοριά.
    Έχεις ξαπλώσει δίπλα σε μισοέτοιμο σκαρί ; Βρυχάται στο νερό να πέσει. Είναι στη φύση του... έτσι είναι φτιαγμένο, κι ούτε είχε στην προετοιμασία του καμιά συμμετοχή. Γιατί εσύ είχες ; Βρυχάται στο νερό να πέσει και το αποζητάει πριν την ώρα του, κατά την άποψη του ναυπηγού αν θες να ξές. Και τότες τι θα κάμεις ; Λύστο.
    Ο ταρσανάς δικός σου είναι μαθές, κι όϊ τα σκαριά που σκάρωσες, ποτές . 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

εντυπώσεις ;