Δευτέρα, Σεπτεμβρίου 28

Μην ξεχνάτε το κοινό μας ιστολόγιο !

www.writers-in-the-egg-2008-2009.blogspot.com

Ενα διαδυκτιακό τετράδιο που έφτιαξε ο Πάνος για όλους μας.
Διαχειριστής : panos.j.k@gmail.com

Ενα μπαούλο στην άμμο...
























Άφησα το σαράβαλο αναμμένο πάνω στο δρόμο και σαν πιωμένος από μια ακαθόριστη θλίψη κατέβηκα τα βραχάκια ως τη θάλασσα. Ήθελα να ανάψω ένα τσιγάρο στον καθαρό αέρα.
Έσπρωξα πολλή ώρα την αμμουδιά, μια με το ένα πόδι μια με το άλλο, σκανάροντας τα θρύψαλά της με τις γυμνές πατούσες. Ανέ- βηκε το κρύο από τα γόνατα στη κοιλιά … το μούγκρισμα του κύματος στη λύσσα του να φάει τη γή συνόδευε κι έφτιαχνε δέος.
Τι κάνω εδώ ; Μόνο τα αγρίμια τριγυρνούν στην ερημιά μες στη κακοκαιρία κι η ψυχή τους αλλιώτικη… μια λεία τη φορά είν’ αρκετή…. Η δική μου η ψυχή, όταν ποτέ ξεπεζέψει, συνδυασμούς τροφής πολύπλοκους γυρεύει, η πουτάνα !

Σκόνταψα, ήταν κάτι βαρύ. Μες το σκοτάδι στα γόνατα έπεσα για να το ψηλαφίσω. Ήταν χεριών ανθρώπου κατασκεύασμα, ένα μεγάλο ξύλινο σεντούκι ! Το καπάκι ολόκληρο, σχεδόν ατόφιο, το ένα πλαϊνό χωμένο τελείως στη γη, στραβό ραγισμένο ολούθε και μικρά συντρίμμια από το σώμα του ένα γύρω σκόρπια. Σαν από ευχή πρόβαλλε στιγμιαία η σελήνη και μαζί με το μαβί της φως μια ανατριχίλα με διαπέρασε.
Το ήξερα αυτό το μπαούλο, υπήρξε και δικό μου !

Άφησα λίγα δάκρυα να κυλήσουν χωρίς να σκουπιστώ, ζέσταναν στο πέρασμα τα χείλια μου, παρέσυραν την μαζεμένη σκληράδα και την έσπρωξαν να κρυφτεί στο χοντρό κασκόλ .. Ψηλάφισαν οι παλάμες το ξύλο να μετρήσουν το χρόνο στη φθορά… διάφανο γυμνό σα δέρμα το’χε κάνει η ηλικία. Μισολιωμένα αυτοκόλλητα από λιμάνια , στάμπες και χαρακιές διάβασαν τα δάκτυλά μου παντού. Κι οι μεντεσέδες, μια νότα παγου στο ζεστό κορμί.
Από τις υγρές παλάμες άρχισε να διαπερνά ένας καταρράκτης συναισθημάτων όλο το είναι μου, κι άρχισε ένα ταξίδι του νου : ελεγείες σε αγάπες που μαράθηκαν πριν ανθίσουν, μνημόσυνα σε πόνους που καταχώνιασα πριν με διδάξουν, νοσταλγία για ευκαιρίες που πέρασαν κι εγώ κοίταζα αλλού, στον θόρυβο… Και ακόμη μετάνοια για τις ανάσες που δεν κοντοστάθηκα να πάρω, τις πλάνες που αποδέχτηκα γλυκά να με κοιμίσουν, τις ορμές που αφόρισα και οι άλλοι με προλάβαν.
« Δεν θα σε ξεχάσω μικρέ…» ψέλλισα ασυνείδητα

Τα χέρια σταμάτησαν τελικά στο λουκέτο. Βαρύ, πειστικό αλλά αχρείαστο πλέον, οι κρίκοι που έδενε ξεχαρβαλωμένοι… Μπόρεσα και ανασήκωσα μια πιθαμή το καπάκι όσο να χωθώ.
Χύθηκε σαν φουσκωμένος καφές λίγο χώμα και μαζί οι υπόλοιπες μνήμες ασυγκράτητες… Ήμουν δυνατός μικρούλης κάποτε , ολάκερος στρατός μόνος μου ! Προκάλυψη, ανιχνευτής και εφεδρείες όλα στο μυαλό αχταρμάς. Προσηλωμένος στο ταξίδι με το μπαούλο σε τάξη όλα στη τρίχα. Να , έχωσα τα χέρια κι άρχισα να πιάνω τα όπλα μου.. την πίστη και την αμετροέπεια, τη βιασύνη και την τρυφερότητα, τη δύναμη και τις φοβίες, την αφέλεια και την καθαρή ματιά, ματιά σπαθί. Και σαν σώθηκαν τα όπλα έπεσε στα χέρια μου το μικρό φαρμακείο… τι δεν είχε.. Υποσχέσεις για τις ανεπάρκειες, στοργή για τα λάθη, κρέμα λήθης για τις πληγές, αμμωνία για τις αναβολές, χάπια κανέλας για τα πείσματα… και ούτε μια ασπιρίνη, ούτε μια ασπιρίνη… Καθόλου χώρος για αυτόν τον εχθρό της επίγνωσης.
«Δε θα σε ξεχάσω μικρέ…» ξανάπα..

Σκάλισα παραπέρα και ακούμπησα σκόρπιες ξυλομπογιές με σπασμένες μύτες και χαρτιά τσαλακωμένα τεκμήρια της βιάσης.
Κι έπιασα φωτογραφίες γυμνές, δεν ήξερα από πότε, και κάδρα πεταμένα σκαλιστά που τα ένιωσα οικεία και θυμήθηκα… ξανά :
Χαμόγελα ανεξήγητα πλατειά, κορμιά που δεν ευτύχησαν από τότε πάλι να αγγιχτούν, προσευχές και απολογισμούς επετείων. Και έπιασα συμβόλαια μάταια και αγωνιώδεις προϋπολογισμούς, εισιτήρια διαφυγών αχρησιμοποίητα και αρκετά κλειδιά.. Μεγάλα βαρύγδουπα κλειδιά που ανοίξαν τιποτένιες πόρτες και άλλα μικροσκοπικά που ανοίξαν το κουτί και είχε μέσα γράμματα και ονείρου χαρμόσυνες ειδήσεις. Γείτονες η χαρά κι ο πόνος.
«Δε θα σε ξεχάσω μικρέ…» μουρμούρισα και σηκώθηκα πάνω.

Αργά αργά έβγαλα μες την παγωνιά όλα τα ρούχα.
Έπιασα την κρέμα της λήθης, κι άλειψα, άλειψα παντού σαν νάταν σήμερα όλες οι πληγές, στο μέτωπο, στο στήθος, στα μπράτσα.. Κι όπως γυμνός και γιατρεμένος αισθάνθηκα πήρα την απόφαση να μην αναβάλλω τίποτε πια. Και έκανα τα βήματα, έχωσα τα πόδια στο νερό, μετά τα γόνατα, μετά το υπόλοιπο κορμί, αλαφρύ και ξαναμμένο σαν να ‘χα μια ολόσωμη στύση.

Επιασα να κολυμπώ προς τα μέσα, μ’ ενθουσιασμό, γοργά.

Για λίγα λεπτά με καθήλωσε το κρύο, έφερε χρώματα μοναξιάς και πάλεψα ανάμεσα στην εγκατάλειψη και το πείσμα… κι όπως σε κάθε άνθρωπο συμβαίνει πάντα, νίκησε το πείσμα. Άρχισε το μυαλό να κτίζει πίστη στο μετά, τα κύματα σταμάτησαν να ακούγονται άγρια, το κρύο με ξέχασε και το κολύμπι μου έγινε βαθμιαία αρμονικό , σαν τον υπνάκο κάτω από μεσημεριάτικο ήλιο σε αιώρα. Οι σωστές αισθήσεις ανέκτησαν τον έλεγχο, και ως δια μαγείας, καμιά κλεφτή ματιά για πίσω δεν ήθελα να ρίξω.
Ήμασταν τώρα οι δυο μας με το μέλλον, σύνδρομα τέλος.
«Δεν σε ξέχασα μικρέ ονειροπόλε, εξερευνητή…»

Και τότε έγινε το άξαφνο ! άρχισε να φέρνει η θάλασσα μουρμουρητά πλασμάτων και μακρινούς ρυθμικούς παφλασμούς. Κάποιοι άλλοι κολυμπούσαν δίπλα μου, εδώ και κει κουκίδες στο λυκόφως, κι όλο και συνέκλιναν… σύντροφοι στην απόγνωση, στην απόφαση αδελφοί, συγκάτοικοι στη φούρια για το μέρος…
Το μέρος που οι κηπουροί είναι υπεράριθμοι και οι εισαγγελείς
τελειώσαν. Το μέρος που οι συμφορές περνούν κι ο πόνος γίνεται λαφρύς καθώς όλοι πάνω του σκύβουν με συμπόνια… Το μέρος που οι άνθρωποι, αγέλες αλόγων λες και γίνανε, όμορφα περήφανα προχωρούν, μπροστάρη έχουν τον πιο λεβέντη κάθε μέρα κι άμα λακίσει τον αφήνουν δίπλα τους να ξαποστάσει.. και βάνουν άλλον , και τα μωρά μαζεύουν μες τη μέση, όχι συνεχώς, μα σαν αγρίμι εμφανιστεί… Και τρώνε όχι να σκάσουν, μα μέχρι η πείνα λίγο σβήσει και τότε αφήνουν τα γερόντια να κοπιάσουν, ήρεμα να γευθούν. Έννοιες μακρινές στο νου τους δεν μαζεύουν.
Που είναι λεύτεροι, την κρίση τους να αλλάζουν σαν οι καιροί αλλιώς γυρνούν, σπίτι αλλού να κτίζουν και όνειρο καινούργιο.
Το μέρος όπου οι ειδήσεις φτάνουν στόμα στόμα, μόνο σαν άξιες να φτάσουν θα κριθούν και η δημόσια εικόνα σου πανάκεια δεν είναι. Το μέρος που όσα κτίσανε όλοι καμαρώνουν, κι όταν χαλάσματα βρεθούν οι κτίστες όλοι με χαρά σηκώνουν τα μανίκια… Το μέρος που πατρίδα αποκαλείς και ανάσα παίρνεις φρέσκια από τη περηφάνια.
Έσκασε φως σιγά σιγά παντού, φάνηκε ο όγκος του νησιού και όλοι αναθαρρήσαν. Κι εγώ μαζί , ανάμεσα σε κόσμο με σχεδίες από καλάμια πίστης καμωμένες τέντωσα την ματιά μου μπρός. Είχαμε όλοι ίδια μάτια, όχι στο χρώμα μα στον πόθο. Σαν του μικρού που ο γέρος με την καφέ τραγιάσκα μαλλί της γριάς στο ξυλαράκι του τυλίγει, αργά και βασανιστικά αλλά εγκαίρως στο χεράκι του το δίνει, πριν από την όρεξη κάτω σωριαστεί…

Κάποιοι που φτάσανε πρώτοι άρχισαν νοήματα να κάνουν. Ελάτε, κουράγιο, είναι η χώρα μας εδώ και περιμένει.. Έχει για όλους χώρο και για όλες τις αισθήσεις μας τροφή. Σχεδόν σαν ξύλο απ’ το κρύο το κορμί σωριάστηκε στην νέα πατρίδα. Λίγο πριν κλείσουν τα μάτια και αφεθώ, πρόλαβα πλάσματα να δώ να με κοιτούν μ’ αγάπη. Τα κατάφερες μικρέ…
Μικρέ, άργησες αλλά τα κατάφερες…
Καλώς ήλθες.

Της λαγνείας η σπορά , ο θερισμός που θα'ρθει..


Κάτι ονειρεύτηκα τόσο ζωντανό, τόσο δυνατό…οδηγούσα σε δρόμο έρημο μακρύ, σκόνη πίσω μου αδιάφορη πετούσα, κι άξαφνα δίπλα στην τεράστια ευθεία ,κοντά στο χαντάκι με τους γκρίζους θάμνους ένα παιδί με έδειχνε. Ένα μικρό γυμνό όμορφο παιδί είχε τεντώσει το χεράκι του και νόμισα πως γέλασε μαζί μου. Έμοιαζε εκείνα τα παιδιά του Μποτιτσέλι τα χοντρά γεμάτα υγεία, αυτά που θα έβαζες να ρίξουν ένα βέλος του έρωτα αν τότε ζούσες και ζωγράφιζες και ήσουν και λιγάκι ονειροπαρμένος…
Δεν πέρασε ένα χιλιόμετρο του δρόμου και ξανά εκεί δίπλα το παιδί, το ίδιο πάλι, το χέρι του να δείχνει και να κρυφογελά. Και πάλι παρακάτω, το ίδιο, τι διάολο, παιδιά παντού σαν τα τηλεγραφόξυλα του περασμένου αιώνα ; Τι θέλουν από μένα ;
Κι ούτε δέντρα, ούτε πουλιά, ούτε κολώνες, ούτε οχήματα άλλα να με ακολουθούν ώστε να δείχνουν ότι κάπου όλοι πάμε.. Ένα τρελό αστείο, παράλογο όνειρο, τόσα μικρά τσουτσούνια !
Δεν είχε λογική, κάποτε ίσως να μην ήταν ξάφνιασμα αυτό.
Μα τώρα ήταν άλλες οι περιστάσεις, άλλη η συγκυρία να το πω καθώς παιδί γυμνό να στέκει μες στο δρόμο δεν τυχαίνει, κι αν σταθεί ποτέ και δείξει με το χέρι αγένεια θα είναι. Και ακόμη πιο τρελό.. με τίποτε δε γίνεται να οδηγείς πλέον σε δρόμο μοναχός & ονειροπαρμένος κι αν ποτέ το καταφέρεις δε θα ανεχτείς ένα παιδί να σε κοιτά χωρίς δικαιολογία. Γι αυτό ως φαίνεται τινάχτηκα και ξύπνησα απότομα να το αποδιώξω.
Και το απόδιωξα , το ανήθικο γυμνό θρασύ χοντρό μωρό..

ΤΙΚ ΤΑΚ , ΤΙΚ ΤΑΚ, ΤΙΚ ΤΑΚ, ΤΙΚ ΤΑΚ, ΤΙΚ ΤΑΚ..ΤΙΚ ΤΑΚ
Ξύπνημα βαρύ και ιδρωμένο, το συνηθισμένο μου ξύπνημα. Μα
γιατί πονάω παντού ψυχή μου ; Μικραίνει το κορμί και όλο μου το στήθος το πιέζει παραμέσα, και γω ξεχνώ ο ηλίθιος βαθιά αναπνοή να πάρω να φουσκώσω. Κι αυτό ολοένα και μικραίνει μέχρι που η ανάσα η βαθειά δε είναι εφικτή. Και ολοένα από τη καρδιά μου φεύγει πιο ορμητικά το αίμα, όπως καταλαβαίνω, γιατί οι κρόταφοι πιέζουν τόσο ανοίκεια για πρωί, εμβατήρια παίζουν σα να τυμπανίζουν δυνατά μια δυσφορία.. Ζεσταίνονται οι παλάμες μου, τα δάκτυλα πυρώνουν και αυθόρμητα τεντώνονται δροσιά να ψάξουν στο σεντόνι , σα δύο διψασμένα άγρια θεριά. Πονάω παντού, γιατί πονώ καρδιά μου; Γιατί πονώ ; Τα πόδια μου δυό ξύλα, παγωμένα, ξυπόλητα από έρωτα, και πιάνουν να μαζεύουν την κοιλιά μου, σαν ακορντεόν που κλείνει γιατί σώθηκαν οι νότες, με σφίγγει ακόμα πιο πολύ, πατάει τις στενοχώριες και τις έννοιες παραπάνω, κι αυτές απλώνονται παντού στο σώμα, στο κεφάλι και γεμίζουν κάθε χώρο, ώσπου πονάει ακόμα πιο πολύ το σκεύος, δε χωρεί.

Ακόμα δεν σε έχω καν σκεφτεί…

ΤΙΚ ΤΑΚ, ΤΙΚ ΤΑΚ, ΤΙΚ ΤΑΚ, ΤΙΚ ΤΑΚ ΤΙΚ ΤΑΚ
Να ξεχειλίσω δε μπορώ, καπάκι έχω βάλει, να αρνηθώ μπορώ ότι είναι πρωϊνό μα πάλι, στιγμή εμβατηρίων είναι αυτή και δε μπορείς να μην ακούσεις, άλλη μια μέρα.. Μια μέρα από αυτές που θες να προσπεράσουν, γιατί από σένα προσδοκούν με χρώμα να τις ντύσεις, τις άχαρες, να τις διορθώσεις και ίσως να τις αναδείξεις, τις μοναχές, εν τέλει να τις εξυπηρετήσεις αν έχεις την ανάγκη να είσαι επαρκής, όχι για άλλο λόγο, αφού ξες, σαν σκοτεινιάσει με ένα φάσκελο αντίο θα σου πουν… Ζεσταίνομαι, θα σκάσω, είναι μια ζέστη δύσκολη, δυσφορική, μοιάζει με αυτή που νιώθεις αν σε βράχο μεσημέρι αφεθείς γυμνός ο ήλιος να σε σκάψει, να σε λυμαίνεται να σε παλιώνει να σε ξεραίνει μέχρι την ψυχή, σαν ξεχασμένο στην αλμύρα ξύλινο σκαρί, παρατημένο, που δεν μπορεί να περηφανευτεί αντίκα σπάνια ότι είναι, γιατί αισθάνεται άθλια, και δεν μπορεί παρά τον χρόνο να μετράει δυστυχισμένο….

Ακόμα δεν σε έχω καν σκεφτεί…

ΤΙΚ ΤΑΚ, ΤΙΚ ΤΑΚ, ΤΙΚ ΤΑΚ, ΤΙΚ ΤΑΚ, ΤΙΚ ΤΑΚ
Και τότε λίγο, λίγο πριν λυγίσω, κλείνω τα μάτια για να βρώ μια αφορμή να συνεχίσω. Και γίνεται το θαύμα και σε θυμάμαι… Θυμάμαι που με κοίταξες στα μάτια με φωτιές, ανάσα πήρες, κι έστειλες το μήνυμα: -Εγώ είμαι εδώ, σε περιμένω, μη με ξεχάσεις, μην αργήσεις για να ξαναρθείς, κάτι θα βρούμε για να ονειρευτούμε. Κάτι θα βρούμε οι δυό μας , θα σωθούμε.

Σπάζω σα φράγμα ποταμιού και χύνεσαι, χύνεσαι μέσα μου και ανάσα με γεμίζεις, δροσιά, όχι λάβα, και ορμάς ολούθε…
Ανασηκώνονται οι ρίζες των μαλλιών να σε αγγίξουν, τα άκρα μου τεντώνονται και τρέμουν δυνατά, απλώνεσαι παντού, παντού και με πληρώνεις, ζω, αγναντεύω νοερά τον ήλιο σαν τεράστιο λουλούδι πάλι, όπως μου πρέπει κάθε πρωινό, φωτίζεις και λειαίνεις τις γωνιές τις γκρίζες κι όλα ομορφαίνουν αγάπη μου, όλα ξεκινούν. Αντάξιά σου. Αντάξιά μου. Πάλι.. Και η δροσιά σου διαπερνά τα δάκτυλα, τη σάρκα, με γεμίζει ολάκερο ζωή και με σηκώνει, απ’ της πικρής αυγής το στρώμα.

Κι ακόμα δεν σε έχω δεί…μα είσαι εκεί.

Δεν είσαι πλέον ένας πόθος ήρεμος που στέργει μια χαρά να αρπάξει λάθρα. Δεν είσαι ερεθισμός που στέλνει ένα τακούνι , ένα γόνατο γυμνό, ένα άρωμα ή ένας λόγος τολμηρός. Δεν είσαι καν στοργή που τη γεννά ένα δάκρυ, ένα σφιχτό αγκάλιασμα ή μια εξομολόγηση απ’ τα φύλλα της καρδιάς. Δεν είσαι στιγμιαία ανατριχίλα που φέρνει η ξαφνική χαρά, το αντάμωμα αυτών που λείπουν, το απρόοπτο μήνυμα ή η ματιά του αποχωρισμού. Είσαι φωτιά που οι λέξεις δεν τολμούν να ζωγραφίσουν ψυχή μου. Είσαι του Αιόλου το σεντούκι, άνεμοι δαιμονισμένοι, για χρόνια στριμωγμένοι μέσα, αδύνατον ακόμη ένα λεπτό να αντέξουν. Ανατινάζουν όλες τις πλευρές της φυλακής, καπάκι πάτο και οροφή και έξω ορμάνε, σε τροχιά για το φεγγάρι.

Κι ακόμα ούτε σε έχω δεί…αχ να σε δω !

Έχεις ακούσει ένα λιοντάρι να βρυχάται σε φαράγγι ; Το παίρνουνε οι άνεμοι το μήνυμά του και το ταξιδεύουν μακριά, με μια βεβαιότητα ότι είναι το καλύτερο που έχουνε να κάνουν.
Βρίσκουν στο δρόμο αιώνες ριζωμένα δέντρα, σαν αντιλήψεις και τα κάνουν να λυγούνε και να προσκυνούν. Βρίσκουν και πέτρινες προκυμαίες, κυματοθραύστες της φρεσκάδας, φόβους που τους συνεπαίρνουν και τους ξεπερνούν. Βρίσκουν καρδιές ολόγιομες μα κρύες, κατεψυγμένες, λαξεύουν τις γωνιές τους και τις κάνουν να κυλούν ώσπου τη θαλπερή φωτιά να συναντήσουν, προς τον προορισμό τους να κυλήσουν και να αναγεννηθούν. Πόσα βαρίδια θα μπορούσαν χάμω να τις δέσουν ; Θα σε γελάσω, καμιά φορά ο βράχος γίνεται φτερό και ο άνθρωπος πετάει προς τα εκεί, μα ξέρεις που, φωτιά μου.

Κι ακόμα δεν σε έχω καν αγγίξει… ψυχή μου

Σαν έλθει του έρωτα η σπορά, η άγια ώρα που απάνω σου θα σκύψω, θα ‘ναι ο καρπός σοφά γιγάντιος και μικροσκοπικός, το ξέρω. Θα ‘ναι σαν μνήμη που μαζί σου πάντα κουβαλάς χωρίς να το φροντίσεις, που αποζητάς σε όλους να τη δείξεις σαν τρελός κι όμως διστάζεις, τι να καταλάβουν, και εκεί μέσα τη φυλάς, μη θέλοντας τη φλόγα να μοιράσεις σε μικρές μερίδες να χωρέσει. Μόνο συχνά να απλώνεις το μυαλό και πάλι να την ακουμπάς. Αυτό σου φτάνει, παρακάτω ολόρθος να’γναντέψεις.
Θα ‘ναι λυγμοί οι αναστεναγμοί μας κι οι κραυγές μας, καθένας από αυτούς θα φέρνει έξω ένα ταξίδι, ένα χαμένο όνειρο κι ένα σωρό χαρά ατόφια, κι άλλη χαρά, κι άλλη γαλήνη, κι άλλο πόθο, ώσπου να πάψεις να μετράς και να το μάθεις, πως στης ψυχής το απόθεμα όριο δεν υπάρχει μήτε απολογισμός μα μόνο αγάπη, για το σώμα σου, για τον προορισμό του να ομορφαίνει και να ανθίζει κάθε άνοιξη τρελά , να παρασέρνει.

Ακόμα μέσα σου δεν έχω μπεί ….κορμί ζεστό.

Γιατί επιμένεις τόσες μέρες,το πρωί να μου ζητάς να δρέψω, με το σύμπαν να συμφιλιωθώ, να πάψω να λακίζω απ’ τη χαρά, να
ξημερώσω την μουγκή τη νύχτα που ‘χω μέσα, να συμμαζέψω τα άστεγα τα μύχια, τα πολλά που μου φωνάζουν τόσα χρόνια, και από τη δίψα για ασφάλεια εγώ τα έχω φυλακίσει. Γιατί χωρίς να είσαι εδώ, είσαι αφορμή να με καλώ σε ένα συμπόσιο της χαράς, εσύ με σώζεις, απ’ τη ζωή που έμαθα, συνήθισα να ζω τη σκέτη. Μου βάζεις θέματα που ξέχασα να λύνω, με προκαλείς ακόμα πιο επιδέξιος να γίνω, με σπρώχνεις στο παράθυρο να σκύψω για να δώ όσα κάτω μου περνούν και δε τα αγγίζω, με θέλεις και με κάνεις να σκεφτώ πόσο αξίζω. Πόσο αξίζω ακόμα.

Όταν μέσα σου θα μπώ, αγάπη μου , όταν θα με αφήσεις, να αρπάξω το κορμί σου και να το ζεστάνω απ’ άκρη σ’ άκρη, να σε γευτώ και να χαρώ τις μυρωδιές σου και όλη την ανατριχίλα, τους ήχους σου και τους χυμούς σου τους ζωώδεις θα έλθει μια στιγμή που θα δακρύσω. Μη μου τρομάξεις. Θα ‘ναι αρμονία των ματιών με τη ψυχή αυτό που θα ‘ρθει. Δεν έπρεπε να λείπει απ’ τη ζωή μας η αγάπη, τόσο πολύ, τόσο σκληρά και τόσο επίμονα να σφίγγεται η καρδιά μας. Δεν της το συγχωρώ. Όποια δύναμη είναι αυτή που έτσι μας έβαλε να ζούμε, έτσι πως ζούμε, κάτι έσφαλε θαρρώ. Κάτι βαρέθηκε να συμπληρώσει σ’ όλο αυτό το σκηνικό. Αγαθοί δημιουργοί κι εργάτες γίναμε όλοι, ολοένα αγαπάμε, προστατεύουμε και συγχωρνάμε όλους τους άλλους… Χτίζουμε σαν μυρμήγκια γι αύριο….προβλέπουμε, φοβόμαστε
και συνεχίζουμε με το κεφάλι κάτω την πορεία. Προς τα πού ;
Γιατί όχι εμάς ; Γιατί όχι και μας ; Για πες μου. Εμάς γιατί δεν το μπορούμε να σχωρνάμε ; Τι ξέχασαν απ’ όλα τα καλά να μας διδάξουν ; Μήπως μερίδα στη χαρά να αναζητάμε ; Και τότε…
Οι καρποί του έρωτα για ποιόν γεννιούνται ; Ο θερισμός ποιους αφορά ; Αυτός ο μαγικός ο θερισμός των λαμπερών καρπών ;

Ακόμα δεν σε έχω σφίξει γύρω μου, μα ζω για τότε…

Ζω για τότε που θα σταματήσει το ρολόι μου να μετρά ΤΙΚ ΤΑΚ και θα σε πιώ γουλιά γουλιά να σε χορτάσω. Θέλω να βλέπω τη χαρά στο πρόσωπό σου, να μου γελάς, να μου γελάς και πάλι να παρακαλάς να μη σε αφήσω να ησυχάσεις. Να βλέπω με τα μάτια μου, να ακούω με τα αυτιά μου και να το ψηλαφώ ότι θα μείνεις εκεί δα μέχρι να το χορτάσεις, αναπνοή μου, να το χορτάσεις όλο αυτό που άξαφνα μας ήλθε, απ’ το πουθενά μα κι από μέσα μας βαθειά, που ήταν θαμμένο. Για δες,
Εκείνης της λαγνείας η σπορά, ψιχάλισε λιγάκι η ψυχή κι έχει φυτρώσει. Εχει φυτρώσει, έχει φουντώσει, έχει απλώσει ένα γύρω μυρωδιές και έχει να δώσει…..καρδιά μου, έχει να δώσει.

Ο αρχηγός των σκύλων

O zak ούρλιαζε τώρα με όλη του τη δύναμη και αν δεν υπήρχαν εκεί οι ψυχραιμότεροι να τον τραβήξουν θα είχαμε το ηλίθιο θέαμα ενός σκυλοκαυγά στο πιο trenty εμπορικό του Παρισιού. Περπάτησε με τον Μπρούνο δυό φορές το τετράγωνο τρέμοντας από νεύρα. Ο πιο καλός ο φίλος του μουρμούριζε επιχειρήματα και τον φούντωνε χειρότερα…
- Ακου Ζακ, για όλες τις καταστάσεις υπάρχουν τρείς τρόποι ανάγνωσης. 1. συνωμοσία εναντίον μας, 2. ευκαιρία για αναθεωρήσεις ή 3. η πιο ψύχραιμη, απλώς ζωή που συμβαίνει…
- Χέσε με ρε Σατρ !
- Φιλαράκι, ευχαρίστως, αλλά δεν είμαι εδώ για αυτήν την απόλαυση, νιώθω τον ρόλο μου πιο πολύπλοκο..
- Καλή σταδιοδρομία..
- Κατ’ αρχήν κατούρησες την αφίσα του αρχηγού τους μέρα μεσημέρι επιδεικτικά.
- Τότε μου ‘ρθαν !
- Και μετά σκόρπισες όλο το προεκλογικό υλικό στον πεζόδρομο κάνοντας σαν μεθυσμένος καρνάβαλος.
- Για σκόρπισμα τα είχανε ρε, διευκόλυνα τη κατάσταση.
- Και μετά την έπεσες και στην γκόμενα του μεγάλου με άθλια υπονοούμενα και ελεεινό στυλ. Μπροστά στους φίλους του.
- ΩΩΩΩΩΩΩχ, ένα αστειάκι κάναμε, οκ, λίγο χοντρό..
- Με βάση το ιστορικό σου, ήξεραν ότι με ένα μόνο τρόπο θα αποχωρήσεις. Αν σε πάρει η παρέα σηκωτό. Και στο λέω για τελευταία φορά ρε κοκορόμυαλε. Υπάρχουν πράγματα που δεν είναι για τα κυβικά μας. Εμείς χτυπάμε μόνο οργανωμένα, όταν οι συνθήκες το επιτρέπουν. Τις υπόλοιπες μέρες ήρεμα…

Άραξαν στη γωνιά Λορμπαίν και Μπομπιντού με τον Ζακ να κατεβάζει τις πλερέζες απαξιώνοντας ένα υπέροχο δειλινό.
- Μπρούνο ; Βαρέθηκα. Δεν είμαι λεύθερος. Δυό γουλιές για να ξεδιψώ, μια σκιά και κανένα πείραγμα στις γκόμενες, αυτά ήθελα από μικρός. Πολύ πολύπλοκα γίνανε τα πράγματα πλέον. Να ενταχθώ στη σωστή ανερχόμενη ομάδα, να σέβομαι κάποιες αδιόρατες ιεραρχίες, να μασώ τα λόγια μου, να ελέγχω τις ορμές μου πέρα από τη φύση μου, να ετοιμάζομαι για την μεγάλη ευκαιρία, να κρύβω ενέργεια για το μέλλον, να επιζώ χάριν της υστεροφημίας μου λειτουργώντας εις βάρος της προσωπικότητάς μου. Βαρέθηκα δεύτερος. Σας παρακολουθώ. Δεύτερος είναι καλά να τερματίζεις αν δε σου λένε πόσοι τρέξανε σήμερα. Εγώ θέλω να ελπίζω στη πρωτιά.
- Μου το τρίβεις συνέχεια στη μούρη αυτό το δεύτερος.. Για να βγείς κάτι, δεύτερος, τρίτος, όγδοος πρώτα βάζεις τα παπούτσια σου και λιώνεις στο τρέξιμο. Μετά κάνεις απολογισμό. Από την πλαγιά σε παρακολουθούν εκατό τεμπέληδες χρησιμοποιώντας το άλλοθί σου με αυταρέσκεια. Για μένα είναι σκουπίδια.
- Μπρούνο ; Δεν είναι σκουπίδια. Όποιος εγκαταλείπει επίσης στην πλαγιά κάθεται, να σκεφτεί σε τι άθλημα να στρέψει τις υπόλοιπες δυνάμεις του. Όποιος χτυπήσει από την ανισότητα του αγώνα, από τα ανεπίτρεπτα σπρωξίματα, από την αργοπορημένη εκκίνηση & ότι άλλο βάλει ο νούς σου, εκεί φίλε, στη πλαγιά θα κάτσει να τα βρεί με έναν καινούργιο πιο κοντινό Θεό, που ίσως δε θυμίζει τον δικό σου. Με ευκολία περισσή χαρακτηρίζεις όλους τους καθισμένους ρεμάλια , τσογλαναρά μου Μπρούνο.
- Κι όμως, οι αδύνατοι δε φτάνουν για να καλύψουν την ζημιά που φέρνουν οι αδιάφοροι. Οι αδιάφοροι είναι υπόλογοι. Προξενούν μια παθογένεια που φέρνει σε όλους μας αρρώστια. Φέρνει μια ηττοπάθεια και μια συλλογική κατάθλιψη άτρωτη, Ζακ, άτρωτη. Και συ, σημαιοφόρος του κυνισμού μη κρύβεσαι ανάμεσα σε ριπές απαξίωσης & εκρήξεις κουλτουριάρικου ωχαδελφισμού. Χρησιμοποίησε τα προσόντα σου για να παράγεις κάτι. Χαρά, ζωή, αισιοδοξία, όνειρα, όνειρα μαλάκα μου.
- Αρχηγέ μου, όνειρα ; Βλέπεις νομίζεις καλύτερα από μένα ; Και οι ανταγωνιστές μας ; Αυτοί που τερματίζουν πάντα πρώτοι τι νομίζεις ότι βλέπουν το βράδυ ; Νούμερα Μπρούνο. Νούμερα.

Περπάτησαν σιωπηλοί άλλα δυό τετράγωνα να χορτάσουν τη τσίκνα των παλιών τσιμέντων. Ο Ζακ είχε ηρεμίσει τελείως. Μέσα στα μάτια του έβλεπες το παιδί να ξαναζωντανεύει…
- Μα την είδες την πουτάνα πως πέρασε μπροστά μου: τους γοφούς λικνίζοντας και το τσουλούφι διορθώνοντας, αυτάρεσκα. Ξέρω ακριβώς τι ήθελε. Να αναλογιστώ τι δεν θα πάρω ποτέ με τη συναίνεσή της. Και ξέρω τι σκέφτηκα. Ότι εγώ θα το πάρω & χωρίς όλου του κόσμου την ευλογία. Κοντεύει η ώρα του Ζακ.
- Μια ιδέα.. ..μια ιδέα μπορεί να σε τραβήξει εσένα εκτός τροχιάς ρε σκατόπαιδο. Θα σε κλαίμε. Την έχεις δεί ρε αυτήν το πρωϊ ; Την έχεις δεί απεριποίητη; Τη έχεις δει ηττημένη ;
- Όχι, αλλά έχω δεί εσένα πολλές φορές να τη κοιτάς σαν ξερολούκουμο όταν νομίζεις ότι δε σε κοιτάζει κανείς δικός σου. Και έχεις μια πείνα ρε τακτοποιημένε, μια πείνααααααααα
- Ζακ, βρέξε τα μούτρα σου ή μάλλον βούτα ολόκληρος στο συντριβάνι. Εγώ άλλο δε σ’ αντέχω. Την κάνω για την κυρά Ιζαμπέλα , κοπιάζει σα νυχτώνει και θα χάσω τις προσφορές.
- Αααα, ναι. Έχεις να προσκυνήσεις τον χορηγό, ξέχασα !
- Ζακ ; Γαμήσου ! Εγώ δεν είμαι μόνος. Πέντε στόματα θα με περιμένουν το βράδυ άνετε μαλάκα. Και θα γουργουρίζουν οι κοιλιές τους σαν κροκόδειλοι που τους έριξες σπόρια. Πέντε στόματα είναι δέκα πόδια, αρβύλες πάνω από τις επιλογές & τις ελευθερίες μου. Την συμφωνία δεν την έκλεισα και τόσο καλά αλλά η υπογραφή από κάτω είναι δική μου…
- Τρέξε, δικέ μου, τότε, μη κάθεσαι. Σε συμπονώ ρε φίλε. Εξ’ άλλου όλοι χρειαζόμαστε έναν φερέγγυο για να ζητάμε δανεικά στην στραβή. Και ξέρω ότι εσύ δε θα ξεμείνεις. Ούτε από κόκκαλα ούτε από φράγκα.
- …… *** ΖΑΚ !
- Έλα,έλα τράβα, δε πεινάω εγώ, θα τα πούμε μετά το event…

Ο Μπρούνο έσυρε τα πόδια του προς τη σωστή κατεύθυνση, μάλλον, κοιτώντας με αγανάκτηση τον κολλητό του, μάλλον, μη μπορώντας να κάνει και τίποτε άλλο, μάλλον.
Η κυρία Ιζαμπέλα εμφανίστηκε στην ώρα της. Η στιγμή της επιβεβαίωσης ήταν πάλι εδώ. Κρατώντας ένα ταψί με λιγδερά υπολείμματα, σαν προεκλογικά τάματα ένα πράγμα, περπάτησε ανάμεσα στους θαυμαστές υποτελείς της χαμογελώντας με έπαρση.
- Ελάτε μωρά μου. Ελάτε κοντά στη μαμά. Εδώ να δείτε τι σας έχω σήμερα. Μούρλια μεζέδες.
Οι ψηφοφόροι συνωστίστηκαν όσο πιο κοντά στην ελπίδα χωρούσαν. Οι ευέλικτοι μπροστά, οι αργοκίνητοι πιο πίσω. Για τον Ζακ ήταν η στιγμή της δικαίωσης της θεωρίας του. Πάει κάθε ίχνος αυτοεκτίμησης και εγκράτειας για τους δύστυχους. Την ώρα της μοιρασιάς, όποιος κουνήσει καλύτερα την ουρά, ψηλά, με ρυθμό, στους ήχους του κομματικού ταμπούρλου, αυτός θα τσιμπήσει το μεγαλύτερο κόκαλο. Και με το μεγάλο κόκαλο στο στόμα θα εξασφαλίσει και την εύνοια της κλασάτης γκόμενας, και την αποδοχή των ανταγωνιστών και την ηρεμία της επόμενης ημέρας, όταν θα πρέπει να κάνει απολογισμό. Η επόμενη μέρα είναι πολύ μακριά, ώρες ώρες ξεχνιέται τελείως.
Πρόλαβε να δεί τον Μπρούνο να ξεσκίζεται με ένα μεγάλο αρσενικό για το κόκαλο σαν να είχε προκυρηχθεί ΑΣΕΠ με 1 θέση επιτυχόντος. Γελώντας, σηκώνοντας τους ώμους, έστριψε στη γωνιά και ατενίζοντας τα άστρα σήκωσε ψηλά το πίσω του ποδάρι και ξανακατούρησε την αφίσα του αρχηγού. Πηχτά, γλειώδη και ανεξίτηλα σα μούντζες ούρα. Αναστέναξε, τεντώθηκε, έριξε μια ματιά για κανένα ξέμπαρκο θηλυκό,
σωριάστηκε δυό βήματα παραπέρα και κοιμήθηκε σα πουλάκι. Αυτός, τουλάχιστον, κοιμήθηκε σα πουλάκι.
Ο αρχηγός ;



- Ποιος είναι ρε παιδιά ο αρχηγός ;

Κυριακή, Σεπτεμβρίου 27

Κάηκε όρθια η ροζαλέα...

Η ροζαλέα η μουριά, η κουτσομπόλα της πελοποννησιακής νύχτας των παιδικών μας καλοκαιριών, ήθελε να με ξαναδεί, να με προειδοποιήσει…. Θυμάμαι τώρα….
Οι ρίζες της σάλευαν στα σκοτεινά γυρεύοντας νερό να πιουν, οι φλούδα του κορμού της ξύνονταν και τρίβονταν να στείλει τους χυμούς στο τελευταίο φύλλο στην εσχατιά του ψηλότερου μικρού κλαδιού, τυφλά σκουλήκια αγωνίζονταν έρημα ολονυχτίς σιμά στις ρίζες, να αρπάξουν από την περίσσια ύλη το μεδούλι της, και αυτούς τους ήχους που βγάζαν μυρωδιά, μόνο εμείς, τα παιδιά, τα σκαρφαλωμένα στο δεντρόσπιτο της, τους αφουγκραζόμασταν, μπαίνοντας πρωταγωνιστές μικροί εμείς στην τεράστια σπηλιά του ονείρου, της Ιωνικής παραληρηματικής έκστασης του Ηλία Βενέζη στην Αιολική Γη του 1944, αλλά και στην Ψίχα εκείνων των Καλοκαιριών του δικού μας του Ισίδωρου Ζουργου του 2006. Η έκσταση της ησυχίας της ελληνικής γής, αυτή η προετοιμασία για τη συναυλία των τζιτζικιών, του ήπιου ανέμου, ήταν εκεί.
Η μουριά μας ήταν το κέντρο της γής. Στέλναμε χαιρετίσματα απο το γήπεδο κάτω από τη μουριά, από το σπίτι του συμπέθερου 200 μέτρα πριν από τη μουριά, και μας καταλάβαιναν όλοι αμέσως, δεν χρειάζονταν ονόματα και ταμπέλες , θα μπεις στον χωματόδρομο και το πρώτο σπίτι κάτω από τη μουριά είναι ο παππούς ο Κώστας…
Ο πρώτος μου εξάδελφος , ο πρωτότοκος από το σόϊ ολάκερο, ο Κωστάκης… δεν μπόρεσε να βγει απ την επιρροή της ποτέ… εκεί σχεδίασε τη ζωή του από το 1960, όταν το θρόισμα των φύλλων της πάνω απο το σκιερό μεσημεριανό ύπνο στο δεντρόσπιτό μας του γέμισε την ψυχή με αισιοδοξία και του πήρε τον πλεονασμό… εκεί πήγε να δείξει το πρώτο του πτυχίο Ιατρικής με άριστα, και θυμωμένη τον ρώτησε αν έμαθε το νόημα του κόσμου, σε αυτήν ξομολογήθηκε ότι ποτέ του δεν θα γίνει άνδρας, δεν θα παντρευτεί, δεν θα σπείρει, παρά μόνο θα ξεχυθεί να βοηθήσει όσο μπορεί τα χιλιάδες παιδιά τα άτυχα, τους σπόρους άλλων, και γράφτηκε στην θεολογία να πάει για ιεραπόστολος, εκεί της έδειξε το 2ο πτυχίο του με βιάση, και δεν ήξερε να απαντήσει ακόμα για το νόημα του κόσμου κι ας είχε εξαντλήσει όλες του κόσμου τις θεολογικές σπουδές, εκεί υποσχέθηκε να γίνει φυσικός, αστρονόμος, ότι χρειαζόταν για να πλησιάσει το νόημα ! και εκεί αποτραβήχτηκε απο τους εμβρόντητους συγγενείς του ο Κωστάκης, με τα τρία πτυχία του και το παλιό του πιάνο, να διδάσκει σε ένα ταπεινό τεχνικό γυμνάσιο και να συμμετέχει στην αυθεντική δωρική ζωή της Ζαχάρως της Ολυμπίας, αυτού του τόπου που τον ρούφηξε σαν μυστήρια ερωμένη ακαταμάχητη, κι έχτισε ένα δικό του καλύβι κάτω από τη μουριά , εκεί να μείνει για πάντα, γιατί όπου και να γύρισε της ταλαιπωρίας ζωή αντίκρισε, και σε αυτά τα λίγα που είχε εκεί ….το βρήκε το νόημα της ζωής αυτός ο μέγας κουλτουριάρης ξάδελφος….στο καφενεδάκι που όλοι θυμούνταν τον παππού τον Κώστα και ..ολοι θέλανε να τους διαβάσει κανά γράμμα από το παιδί από το Καναδά.
Αλλά η μουριά ήθελε όλα τα παιδιά να μας βλέπει, να μας επηρεάζει, να μας εκλογικεύει, και μεις κάναμε χρόνια να περάσουμε να μυρίσουμε να προσκυνήσουμε.

Κι έτσι, βγήκε στην τηλεόραση, η μοντέρνα πια μουριά, με …πολυκατοικίες απο πίσω, σαν σε φόντο της κόλασης του Δάντη και σαν σε μάνα τραγική σε πίνακα για την καταστροφή της Χίου και της μικρασιατικής καταστροφής, κατάφερε να τραβήξει τα βλέμματά μας μιλώντας με το κόκκινο φόρεμα της φωτιάς, σε πανεθνικό δίκτυο σε ένα μύχιο διάγγελμα που όμοιό του δεν είχαμε φαντασθεί… να μας μιλήσει για το νόημα της ζωής την στιγμή που χάνεται… για τα σημαντικά και τα ασήμαντα… για την πραγματική τραγικότητα και την ανίερη μεμψιμοιρία μας… για το ανάστημά της… για το ανάστημά μας το πενιχρό και την αναβολή που πήρε η ανάσταση του ανθρώπου.

Τα τράβηξε τα βλέμματα η φωνακλού, τσιρίζοντας απαίσια για τελευταία φορά τον επιθανάτιο ρόγχο της, των παιδιών μας την επόμενη κατάρα…εδώ ας ζήσετε τώρα επίορκοι του μπετόν και του πάρκου κεραιών της κινητής τηλεφωνίας, εδώ με την τελευταία χωματερή, την πατρίδα σας…. Θερίστε,,,θερίστε μαλάκες ό,τι σπείρατε…

(Από τιη φωτιά στην Ηλεία πριν 2 χρόνια)

Όταν έκλασε ο Νίτσε


Μετά τον οδοντίατρο ο γαστρεντερολόγος του φάνηκε piece of cake. Ντάξει μπορεί να του ζήτησε να σκύψει κάποια στιγμή και να χαλαρώσει φορώντας ένα ανησυχητικό γάντι αλλά ο ανθρωπάκος τα είπε όλα χωρίς ..θα δούμε πως θα πάμε και ξαναέλα κλπ… Δεν υπάρχει στο γαστρικό σου και στο …αποχετευτικό σου κάτι που να είναι ασυνήθιστο για την ηλικία σου. Είσαι νευρικός τελευταία ως φαίνεται και όλα όσα συμβαίνουν μέσα στο στομάχι σου είναι αποτέλεσμα όσων συμβαίνουν μέσα στο κεφάλι σου. Θα έβαζα στοίχημα ότι δεν έχεις ούτε σκέψη να πιάσεις μια Ρω 26… γκομενίτσα, ε μικρέ ; Του καθήκοντος κι εσύ ε; Θα στρώσεις…

Ο Ιεροκλής κοκκίνησε ολόκληρος από το κακό του ή από ντροπή, και αφού ανέβασε τα πανταλόνια του μάζεψε την οργή του και πλήρωσε τον ξερόλα. Σαν τους Αλβανούς έχουν γίνει σκέφτηκε. Και βάφω και φώτα ξέρω και σκεπή διορθώσει αφεντικό. Κοίταξε την απόδειξη με καχυποψία, του φάνηκε νόμιμη, πήρε το ασανσέρ και κατέβηκε πάλι στις σκέψεις του.

Ήταν καιρός που τις Τετάρτες αντί για το στέκι του για το Champions Leage επισκεπτόταν διάφορες ειδικότητες γιατρών για να βγάλει μια άκρη για τα συμπτώματά του. Κοίταξε την ατζέντα του, την άλλη Τετάρτη ψυχίατρος, σήμερα προετοιμασία για τα λογότυπα και το meeting της Πέμπτης και το βράδυ δείπνο με την Αγλαϊα, γεννέθλια της μικρής αύριο.

Πέρασε μια βδομάδα βασανιστική, ακόμη μια, και με βαριά βήματα, πιο βαριά από ότι είχε προβλέψει πλησίασε την πόρτα του dr de mourlon στον 7ο όροφο μιας κεντρικής σινιέ οικοδομής γραφείων της πόλης. Η ταμπέλλα του πρέπει να κόστισε περισσότερο από το γραφείο μου, σκέφτηκε και χτύπησε το κουδούνι. Για λίγα λεπτά φλερτάρισε με την ιδέα να την κάνει γιατί είχε και την εντύπωση ότι τον κοιτούσαν από το ματάκι τουλάχιστον 3 διαμερισμάτων του ορόφου. Άντεξε, μπήκε, μελέτησε τις φωτογραφίες του γιατρού με διάφορες στάσεις εμπρός από πανιά που φούσκωνε ο άνεμος, ξεφύλλισε νευρικά δύο τρεις ναυτικές επιθεωρήσεις και ένα κατάλογο yacht 2000 καβαλήστε το όνειρο, μύρισε ένα μετάλλιο που κρεμόταν δίπλα στην βιβλιοθήκη και του φάνηκε σικέ, και ετοιμαζόταν να το γυρίσει ανάποδα όταν ακούστηκε το ηχειάκι και του έκοψε τα ήπατα. ΠΕΡΑΣΤΕ !

O λιμοκοντόρος με τι φιλικό αλλά κάπως μακάβριο ύφος ήταν όρθιος πίσω από την πόρτα και του έτεινε το χέρι για μια αποστειρωμένη χειραψία, πριν του δείξει μια πολυθρόνα με ένα κομψό νεύμα. ΚΑΘΙΣΤΕ !

Αυτός στρογγυλοκάθισε στην τεράστια διευθυντική του πολυθρόνα και αφού τον μέτρησε με τα μάτια πάνω κάτω, απέναντι, στο χαμηλότερο κάθισμα, να φαίνεται ποιος είναι ανώτερος, πάτησε με ύφος πεπειραμένου σκακιστή το κουμπάκι στο χρονόμετρο της συνεδρίας. Τσικ τσικ τσικ τσικ.. ακουγόταν τόσο δυνατά που δε χρειαζόταν να μιλήσει κανένας . Για λίγα δευτερόλεπτα ο Ιεροκλής παρατήρησε τον γιατρό…
Είχε εξαιρετικά μυτερό πηγούνι, αστεία μικρά πεταχτά αυτιά και εμπρός από όλα εκείνα τα καδραρισμένα σε μαόνι πτυχία τα οποία δεν μπορούσε να ελέγξει αλλά ήταν βέβαιος ότι θα κόστισαν αρκετά οικόπεδα στον τάχα δύστυχο Χαλκιδικιώτη μπαμπά του, του έμοιασε στιγμιαία με τη μορφή του Νίτσε. Δεν ήθελε να μιλήσει σ’ αυτόν τον καραγκιόζη, αλλά κατευθείαν στον ίδιο τον Νίτσε. Έτσι αισθανόταν και με τις εξομολογήσεις. Ο παπάς του φαινόταν τόσο λίγος για να εκπροσωπεί τον «τα πάντα Βλέπει πρόσεχε» αλλά όσες φορές τα είχε πει με το ίδιο το Αφεντικό κοιτώντας ψηλά δεν είχε αποσπάσει ούτε ένα fuckin χαμόγελο συμπάθειας. Και αυτός εδώ ο καραγκιόζης στη ψηλή πολυθρόνα είχε ένα τέλειο χαμόγελο συμπάθειας. Σαν εκείνο το μπλαζέ υφάκι που παίρνει το τρομερό πουλί, ο roadrunner καθώς ξανά & ξανά παρακολουθεί το κογιότ να ετοιμάζει το στρόγγυλο βράχο που θα πέσει την κατάλληλη στιγμή από το γκρεμό στη χαράδρα για να το συνθλίψει….

- Λοιπόν ; έκανε ο πτυχιούχος παίρνοντας στα χέρια του την κατάσταση καθώς και μια παλιά καφέ πίπα χωρίς καπνό.
- Λοιπόν…. δεν ξέρω γιατί δεν μπορώ να το ελέγξω αλλά …νομίζω ότι σύντομα κάτι θα πάθω, σοβαρό εννοώ, λοιπόν…με τρομάζουν ή καλύτερα με τρομοκρατούν πράγματα που ήταν αστεία για μένα.
Με τρομάζουν οι κλειστοί αυτοκινητόδρομοι όπου όταν μποτιλιαριστείς δεν έχεις την επιλογή να μετανιώσεις, να στρίψεις και να γυρίσεις πίσω.
Καταπιέζομαι σε τεράστια mal υπερμάρκετ κλπ όπου η πορεία των πεζών είναι οριοθετημένη και για να βγεις πρέπει να διασχίσεις όλα τα stand.
Πανικοβάλλομαι στον ήχο των ασθενοφόρων και φυσικά αν συναντήσω περιστατικό σε εξέλιξη, τροχαίο ή τραγικό περιστατικό πρώτων βοηθειών μου είναι αδύνατον να συμβάλλω και μουδιάζω ολόκληρος.
Μερικές φορές αισθάνομαι άσχημα και στον κινηματογράφο και θέλω να βγω για πέντε λεπτά να πάρω αέρα.
Αισθάνομαι μια κλιμακούμενη δυσφορία όταν το κορμί μου συμμετέχει σε φιλικές συγκεντρώσεις ανούσιες και αναγκάζομαι να συναναστραφώ τον τύπο ανθρώπων που θεωρώ περιττούς στην ανθρωπότητα.
Και τώρα τελευταία έχω λιγοθυμιές καθώς περπατάω προς τις δυο τράπεζες από τις οποίες έχω πάρει το στεγαστικό μου δάνειο και το κεφάλαιο κίνησης για το μαγαζάκι μου.
Ψάχνω να βρω τι μου φταίει, αν τα προκαλώ εγώ, από την άλλη ρε παιδί μου είμαι μια χαρά πετυχημένος κατά τα λεγόμενα των γύρω μου…
Ο Ιεροκλής είχε πάρει φόρα. Είχε μια αφελή βεβαιότητα ότι όλα αυτά θα ακουστούν αρκετά δραματικά στον γιό του Χαλκιδικιώτη αλλά αυτός έκανε μόνο κάτι ήχους …α χα, χμμμμ, οκ, και για να πούμε του …στραβού το δίκιο μάλλον πρέπει να τα είχε ακούσει ξανά την ίδια μέρα κανά τρεις τέσσερις φορές. Ωστόσο έκανε τον κόπο να θορυβηθεί και να αλλάξει ύφος
και με μια αποφασιστική κίνηση προς το μέρος του άρχισε την ανάκριση.

- Πείτε μου για τη μητέρα σας ;
- Τι για τη μητέρα μου, δεν μπορούμε να την αφήσουμε με τον πατέρα μου αυτήν ;
- Τι ανακαλείτε από εικόνες στο πατρικό σπίτι, το μεγάλωμά σας…
Ο κομπογιαννίτης αυτός ρε ήταν καλός. Το ‘πιασε αμέσως το πρόβλημα. Ο Ιεροκλής θυμήθηκε ότι από τα 14, εγκαίρως ήξερε ότι είναι φτιαγμένος για να σταδιοδρομήσει στο χώρο του θεάματος, με μια rock progressive death metal μπάντα, κι εκείνη η καριόλα η μάνα του ποτέ δεν τον ενθάρρυνε.
- Άκουσε γιατρέ… είσαι καλός. Θα στα πω όλα. Αρκεί να θες να ακούσεις.
Ο γιατρός μάλλον πνίγηκε γιατί ξερόβηξε ,αλλά τον κοίταξε αρκετά αποφασισμένος και ετοίμασε μια κόλλα χαρτί. Οι πένα πήρε φωτιά. Ο doctor de frikaren γέμισε 2 σελίδες ακατανόητες σημειώσεις, για μια στιγμή του ‘μοιασαν του Ιεροκλή με λίστα για ψώνια, δεν έδωσε συνέχεια, άλλη μια φορά ο πτυχιούχος σηκώθηκε για να ξεφυλλίσει με ατημέλητα προβληματισμένο ύφος ένα χοντρό βιβλίο, σταμάτησε σε δυό σημεία κουνώντας το κεφάλι σα σκύλος σε μπαρπμρίζ, πήρε ξανά το τσιμπούκι στο χέρι και άρχισε να το δαγκώνει σαν να σκέφτεται που να κρύψει λεφτά.
Ντριιιιννννν. Δεν είχαν περάσει ούτε 35 λεπτά αλλά το ρολόι του μάλλον έτρεχε…Σηκώθηκε σαν τρομαγμένος από το κάθισμα, χαμογέλασε και είπε…
- Θα σε κάνω εγώ να τα καταπίνεις όλα αυτά σαν καραμέλες, βράχο θα σε κάνω. Θα αισθανθείς την βεβαιότητα ότι μπορείς να διαχειριστείς αυτά και άλλα τόσα. Μείνε ήσυχος. Θα τα πούμε την άλλη εβδομάδα.

Αν σκεφτείς αυτήν την πρόταση, εκτός από το σκέλος που σήμαινε «σήκω και φύγε τώρα από εδώ» η υπόλοιπη μάλλον ήταν εντελώς ανάρμοστη για ψυχολόγο.

Υποτίθεται ότι ένας ψυχολόγος είναι εκεί για να εντοπίζει τις βαθύτερες αιτίες συμπτωμάτων και να ορθώνει επιχειρήματα-αναχώματα και να οργανώνει τακτικές που θα βοηθούν τον ασθενή να τα αναστείλει. Ήταν σαν μια σιωπηλή παραδοχή ότι τα συμπτώματα έχουν μη αναστρέψιμες αιτίες και αποστολή μας είναι να μάθουμε να συγκατοικούμε ή χειρότερα, να τα βιώνουμε χωρίς το μήνυμα που ενέχουν, την προειδοποίηση που στέλνουν, εκπέμπουν, ψελλίζουν, ή κραυγάζουν ανάλογα με την έντασή τους κάθε φορά. Σαν να έπρεπε ο Ιεροκλής να παραδεχθεί ότι κάτι έτρεχε στραβό με το μυαλό και την κρίση του που τα είχε πάρει τελευταία στο κρανίο. Αυτή ήταν η θεωρία της Αγλαϊας, γιαυτό τριγυρνούσε κρυφά στους γιατρούς. Γιατί η γυναίκα του θύμωνε πολύ με όλα αυτά. Και δε θέλετε να δείτε την Αγλαία θυμωμένη, δεν υπάρχει λόγος για μια τέτοια εμπειρία…
Αnyway…

Ο γιός του Χαλκιδικιώτη κράτησε το λόγο του. Μετά από μια σειρά μεστών χειρουργικών φαρμακευτικών παρεμβάσεων τον έκανε βράχο. Αν σκεφτείς ότι έβαλε 24 κιλά και μετακινούνταν απείρως δυσκολότερα ! Κατά τα άλλα απολάμβανε ένα καινούργιο θάρρος προς τη ζωή. Ένα θράσος ! Γράφτηκε μάλιστα εθελοντής στην Ε.Π.Μ. αυτήν την εταιρεία που τα μέλη της τρέχουν στα τροχαία και μαζεύουν εθελοντικά σε νάυλον (ανακυκλώσιμες) σακούλες τα κομμάτια των διαμελισμένων από τραίνα, αυτοκίνητα, μπράβους και…ξέρετε τώρα ότι τέλος πάντων σιχαμερό συμβαίνει καθημερινά στις μεγάλες πόλεις και κάνουμε πως δε το βλέπουμε. Όχι πια, ο Iεροκλής δεν απέστρεφε τα μάτια στα ασθενοφόρα. Ήταν καλά.

Πέρασε ένα μικρό διάστημα ευτυχισμένης καλοζωίας με ότι κανείς ορίζει γενικώς καλοζωϊα, ύπνους σαν τούβλο, μπύρες και ποδόσφαιρο αλλά την πρώτη φορά που σφήνωσε βγαίνοντας από τη ντουζιέρα αποφάσισε ή να ζυγιστεί ή να αλλάξει τα χάπια του. Έπαθε σοκ. Όλη αυτή η ηρεμία στο μυαλό του μάλλον προέρχονταν από το γεγονός ότι το νευρικό του σύστημα βαριόταν να στέλνει ενδείξεις χιλιόμετρα μακριά. Είχε γίνει ένα τεράστιο παχύδερμο. Έσκυβε και δε μπορούσε να δει το πουλί του.
Διάβασε προσεκτικά όλες τις ετικέτες και τις παρενέργειες και δεν έγραφε πουθενά ότι θα γίνει το πουλί σας αόρατο σε τέσσερις εβδομάδες. Κάτι είχε πάει λάθος στην περίπτωσή του. Ο Ιεροκλής είχε ακούσει για την εταιρεία που έβγαζε το παρασκεύασμα κουτσομπολιά… στα 200 κουτάκια συνταγογράφησης ο γιατρός πήγαινε τζάμπα συνέδρια στο Balli και χωρίς την γυναίκα του μάλιστα. Αλλά τόσο χασάπης, να τα βάλει με το πουλί του Ιεροκλή, δε φαντάστηκε ότι θα γινόταν !
Εντόπισε την ημερομηνία της πρώτης του επίσκεψης στον καραγκιόζη και προσπάθησε να θυμηθεί αξιοπρόσεκτες στιγμές έντασης, συγκίνησης, ταχυπαλμίας, ερωτικής έξαρσης ή ανησυχίας για το αύριο… Δεν υπήρχε τίποτε. Για δεκαοκτώ μήνες είχε καταφέρει να διαχειριστεί μόνο ότι έπεφτε με κρότο στα πόδια του και δεν μπορούσε λόγω όγκου να το σπρώξει παραπέρα.
Άρχισε να ανακαλεί το καθημερινό του πρόγραμμα για όσο διάστημα xαπακωνόταν… μπορεί να μην του έδωσαν προαγωγή ή κάποιο βραβείο αλλά ένα ήταν βέβαιο, η εξαιρετική παραγωγικότητά του στις καθημερινές ανάγκες του περιβάλλοντος , του στενού του περιβάλλοντος, ξέρετε τώρα γυναίκας, συνεργατών, πελατών… Υπήρξε μια αλλαγή στάσης όλων. Ήταν γοητευμένοι με τον καινούργιο Ιεροκλή. Ούτε φοβίες, ούτε ανησυχίες, ούτε αμφιβολίες, ΟΚ λίγο αποκρουστικός 100 κιλά και ιδρωμένος, αλλά μια χαρά χαρούλα όλες τις ώρες, ο ιδανικός σύντροφος για μια μακροημέρευση της συζυγικής σχέσης, για μια ανθεκτική συμπεριφορά στην υπερένταση των καθημερινών τριβών, για μια υποχωρητικότητα στις απαιτήσεις της συμβίωσης στους περισσότερο ή λιγότερο υποχρεωτικούς χρήσιμους χώρους.
Η δε αποδοχή της πεθεράς του ήταν πέραν κάθε προσδοκίας. Ευτυχισμένη τριγυρνούσε στα σπίτια των συναδελ(ο)φιςών της και τους έτριβε με λάγνα ικανοποίηση στα μούτρα τις εντυπώσεις της από το χαρούμενο σπιτικό της κόρης της. Ο Ιεροκλής, τόσο οργανωμένος, τόσο επαρκής, και την κοιτάει και στα μάτια. Πριν τα πεί την προλαβαίνει. Τυχερή η Αγλαίτσα μου.

Ουπς…
Εδώ ήταν το μοιραίο !
Για κάθε άνθρωπο χτυπάει μια καμπάνα.
Η δική του κόντεψε να σπάσει μόλις είδε την πεθερά του τόσο χαρωπή…
ΝΤΑΝ !!!!!!!!!

Έπρεπε να το προσέξουν. Δεν έπρεπε να δείχνουν μπροστά του τι αισθάνονται. Έπρεπε να τον έχουν στο μαστίγιο και το καρότο.


Ο Ιεροκλής μάζεψε τα μυαλά του και άρχισε δίαιτα και γυμναστήριο..
Σιγά σιγά, μειώνοντας τα χάπια άρχισε να ξανα αποκτά μια μικρή συναίσθηση κάποιων πραγμάτων που την είχε εντελώς απολέσει.

Αντιλήφθηκε ότι ξανάνιωθε τους μήνες και τις μέρες να περνούν και να αφήνουν πίσω τους ένα αίσθημα απατημένης προσδοκίας. Ότι ποθούσε μια διαφορετική έκβαση των μικρών πραγμάτων που τον κάνουν να γελά…
Πήρε είδηση ότι υπήρξε μια φραγή εισερχομένων κρίσιμων σκέψεων στο πιο σημαντικό κομμάτι του εγκεφάλου του που αφορά τις επιλογές και την κριτική ικανότητά του. Τώρα μετάνιωνε για επιλογές, σκεφτόταν και απέρριπτε πάλι πράγματα ως κατώτερα των περιστάσεων…
Τώρα ξανασήκωνε τις προσβολές, όσο συγκαλυμμένες και να ήταν και τις πετούσε προς εκείνους που τις εκστόμιζαν. Το μυαλό του τον βοηθούσε ξανά με μια σπιρτάδα που τον άφηνε εμβρόντητο.
Και φοβόταν πάλι κάποια πράγματα. Πόσο του είχε λείψει το συναίσθημα της λαχτάρας και του τρομάγματος…


Βέβαια, τον χάσανε απο την Εταιρεία Περισυλλογής (κομμένων) Μελλών γιατί δεν…. Αλλά στο δελτίο τους στο star και τον alter παρατηρούσε μια ευμάρεια και κατάλαβε ότι δεν θα έχουν πρόβλημα εγγραφών νέων μελών. Ανοίξτε στις 8.20 να δείτε, δίκιο είχε.

Δυόμισι χρόνια μετά, συνάντησε τυχαία τον καραγκιόζη στο δρόμο. Ήταν εμφανώς αδυνατισμένος και χλωμός και του φάνηκε λίγο χάλια αλλά δεν άντεξε να μην ρωτήσει λίγο σαδιστικά δεικτικά…
- Πως πάνε οι δουλειές ;
Τον κοίταξε με δολοφονικό ύφος, του φάνηκε πολύ υγιής, και απάντησε :
- Όπως πάντα, σε κάθε πανσέληνο δε προλαβαίνουμε, ξέρεις τώρα είναι τόσα που δεν μπορεί ο κόσμος να αντιμετωπίσει… Και γώ δεν είμαι ο παλιός μου εαυτός, κουράζομαι, να έχω μια βδομάδα που γύρισα από το Μπαλλί και ακόμα κοιμάμαι σαν χαπακωμένος !
- Πάντα καλά, πάντα καλά, άρρωστοι να υπάρχουν, θα επιβιώσεις…
Ο γιατρός γύρισε και έγνεψε τα λέμε, αργά ή γρήγορα, περπάτησε προς το αυτοκίνητό του σαν παιδί που πλησιάζει τη νοσοκόμα για εμβόλιο και σωριάστηκε στο βαθύ δερμάτινο κάθισμα της Jaguar. Χάλια φαινόταν.

Ο Ιεροκλής πέρασε το πεζοδρόμιο και μπήκε στο στενό μαγαζάκι που έγραφε Feng Sui. Στο βάθος είχε μια δεύτερη πόρτα και σαν στο σπίτι του χώθηκε στο άδυτο της κας Περσεφόνης .
- Καλώς τον, καλώς τον, πάρε ένα ξύλο και δώστον…
- Πως είσαι καλή μου ; Σε κούρασε κανείς σήμερα ;
- Είχα έναν παππού που ξέχασε να ταϊσει την γελάδα του και έκλαιγε. Η γελάδα πεθεμένη από τον πόλεμο, ξέρεις τώρα, ου γαρ έρχεται μόνον…
- Θα μας μιλήσει ο Νίτσε σήμερα ;

Η Περσεφόνη σοβάρεψε και του είπε να καθήσει ήσυχα κάτω στο σκαμνί. Για μερικά λεπτά χάθηκε και τα μάτια της πήραν ένα απόκοσμο ύφος. Μετά άρχισε να παραμιλάει μπροστά στην κρυστάλλινη σφαίρα της και η φωνή της σου έδειχνε ότι δεν μπορείς να εκφέρεις αντιρήσεις.
-Ήσουν εγκλωβισμένος σε ένα δωμάτιο, σε μια σχέση, σε μια δουλειά που πήρε άλλο δρόμο από αυτόν που ονειρευόσουνα και σε τρόμαζαν οι κλειστοί αυτοκινητόδρομοι που δεν μπορείς να αλλάξεις πορεία παρά μόνον όταν τελειώσουν, σε 35 χιλιόμετρα ή σε 35 χρόνια ή κάποτε…
- Ήσουν νέος σαρράντα χρονών, αλλά με τις πρώτες σκέψεις φθοράς, τα πρώτα τεκμήρια της περατότητας του χρόνου στο κορμί σου, στα μαλλιά σου, στους μυς σου, και σε τρόμαζαν τα ασθενοφόρα και τα περιστατικά κρίσεων που έβλεπες να συμβαίνουν σε νέους ανθρώπους.
- Ήσουν καταχρεωμένος με τα δάνεια να σκαρφαλώνουν και σε έπιανε ζαλάδα καθώς βάδιζες προς τις τράπεζες για να πληρώσεις τη δόση.
- Ήσουν μέσα σε ένα τρελό λεωφορείο χωρίς φρένα και τιμόνι και η ευθεία τελείωνε σε λίγα μέτρα, και συ φώναζες….κάποιος να το στρίψει ρε..
- Ιεροκλή, ο Νίτσε λέει ότι τα έκανες λίγο σκατά με τις αποφάσεις σου ως τώρα, αλλά έρχεται ένα χέρι να σε προειδοποιήσει , να σε τρομάξει, να σε σκουντήσει για να κάνεις αλλαγές… Ιεροκλή, πρόσεξε, πρέπει να πιάσεις και να ικανοποιήσεις αυτό το χέρι… Πρόσεξε Ιεροκλή.

Η χοντρούλα άπλωσε το χέρι της και ο Ιεροκλής σαν υπνωτισμένος πήγε να της το πάρει στα χέρια του και να το φιλήσει …
- Όχι αυτό το χέρι μαλάκα, εδώ δίνεις κάτι να ζεστάνεις τη σφαίρα.

Σηκώθηκε, βιαστικός και θεριεμένος, έβαλε ένα πενηντάρικο στη χοντρή χούφτα και βγήκε στο δρόμο αποφασισμένος. Του φάνηκε πως ήταν πολύ καθαρός ο αέρας. Μάλλον ήταν πολύ βαρύς μέσα στο μέντιουμ.
Και δεν μπορούσε να καθορίσει τι τον ενοχλούσε στο κλειστό δωμάτιο, ώσπου θυμήθηκε αυτή την μυρωδιά, έμοιαζε με βραδυνή Αγλαϊα στο κρεβάτι, κάτω από τα κολαριστά σκεπάσματα, δεν ήταν εντελώς βέβαιος.
Μάλλον, αθέλητα, ο Νίτσε τους είχε ρίξει και μια πορδή. Συμβαίνουν αυτά.

Η ματαιότητα ως πρώτη ύλη...




Καθώς το χιόνι φλυαρεί αυτάρεσκα στο φως της πανσέληνου, λέξεις σκονισμένες διεκδικούν την προσοχή του παιδιού που κρύβουμε μέσα μας.
Οι νιφάδες είναι νεοφερμένες ευχές. Ο σαγηνευτικός χορός τους γονιμοποιεί κάθε μας ιδέα για τη ζωή και την αρμονία, για την αγάπη και την πληρότητα, για ένα ξημέρωμα που αξίζει να το ζήσεις.
Οι σκιές ένα γύρω είναι επίκτητοι φόβοι. Η βαριά τους ακινησία και τα βλοσυρά τους σχήματα παλεύουν να καθηλώσουν τη αστείρευτη θετική ενέργειά μας. Κάποτε το καταφέρνουν, κάποτε όχι.
Όπως οι χιονονιφάδες, έτσι και εμείς… αν μας κοιτάξεις προσεκτικά είμαστε τέλεια δημιουργήματα. Ο καθένας μας ξεχωριστός στην μοναδικότητά του.
Στο τέλος, όπως οι νιφάδες, λιώνουμε στη θέρμη που ακολουθεί τη παγωνιά, επιστρέφοντας στην πηγή του ταξιδιού μας.
Το νερό ακροβατεί, αγκαλιάζοντας τα φυσικά εμπόδια, μέχρι να γίνει όλον.
Και εμείς πλέουμε σε μια θάλασσα σκέψεων αισθήσεων και πεποιθήσεων. Άλλων γόνιμων και άλλων καταστροφικών.
Μόνο όταν τολμήσουμε να ρίξουμε τις προφάσεις, να ακουμπήσουμε και να ακουμπηθούμε, τότε αποκαλύπτεται το αυτονόητο. Το προφανές.

Είμαστε κατά 95% ίδιοι. Είμαστε ένα, Θρύψαλα από το ίδιο κρύσταλλο..
Είμαστε ένας ΠΟΘΟΣ. Είμαστε μία ΑΓΑΠΗ. Είμαστε ένα ΑΣΤΡΟ, ένωση εκατομμυρίων πυγολαμπίδων που φεγγοβολούν η καθεμιά την παρτιτούρα της για να φτιάξουν αυτόν τον υπέροχο μουσικό ήλιο…. ΑΥΤΟΦΩΤΟΙ ναι.. Είμαστε μια ψυχή, ένωση χιλιάδων ευχών, είμαστε ΣΥΝΑΙΣΘΗΜΑΤΙΚΑ ΑΥΤΑΡΚΕΙΣ. Πανίσχυροι και εύθραυστοι με ένα σοφό τρόπο, μυστηριώδη.

Πάνω σε αυτό το σανίδι, το φθαρμένο πάλκο που ποτίστηκε αιώνες με απαγγελίες παραμυθιών και άοκνες σπονδές, πάνω στην τραχειά ζεστή γη την χορτάτη από ιδρώτα, αίμα, σπέρμα, κρασί και αστρόσκονη, παίζουμε τους μικρούς μας μονόλογους σε υποθετικά πολυπληθή ακροατήρια. Τα φώτα μας τυφλώνουν, οι κεραυνοί μπερδεύονται με τα χειροκροτήματα και τις κραυγές απόγνωσης, δεν ξέρουμε αν το κοινό μας παρακολουθεί, δεν ξέρουμε καν αν υπάρχει. Λίγο αν συναισθανόμασταν την ματαιότητα της μοναχικής μας παράστασης, λίγο αν απλώναμε τα χέρια και χαμηλώναμε τους προβολείς, θα τους βλέπαμε όλους ! Είναι εκεί . Μια ολόκληρη ορχήστρα υπέροχων εκτελεστών, ο καθένας με προορισμό να συμβάλλει το κομμάτι του στην παγκόσμια συναυλία. Μαέστρος εκείνη η πρωτόγονη αίσθηση του μέτρου και της αρμονίας που σε όλους ελοχεύει. Κρουστά το πείσμα μας και η θέλησή μας, τρομπόνια οι αισθήσεις μας και πρώτο βιολί οι υπέροχες του καθενός μας δεξιότητες. Μα δεν συμβαίνει !
Εμείς θαρρείς καταραμένοι, θαρρείς μαγεμένοι, ανήμποροι ,από όλα τα συστατικά που η γη μας ταΐζει, αφήνουμε στα χείλια τη γεύση της λαμπερής εκείνης παραπλανητικής αστρόσκονης. Και παραμυθιαζόμαστε….
Λες και είναι η μόνη που θα μπορούσε να μας υιοθετήσει, να μας αντέξει.
Να μας δαιμονίσει, να μας κρατήσει ζωντανούς, να μας ενεργοποιεί και να μας κατευθύνει. Και αυτή στο τέλος ανώδυνα αλλά τελεσίδικα θα μας αποκοιμίσει παραδίνοντάς μας ξανά στον δημιουργό, στο όλον… Μάταιους.

#

(Αυτό το κείμενο είναι μια "πειραγμένη" αντιγραφή editorial της δασκάλας μας Μαρίας Γούσιου)

Στο μαγαζάκι της Γεωργίας


Τρεις σειρές πέτρες άτακτα στρωμένες, μια σειρά κάθετα σε γραμμή, ένα σκαλί, τρεις πέτρες άτακτα ριγμένες, μια σειρά και πάλι στη γραμμή, πάλι σκαλί. Κι όσο να στείλεις τη ματιά, όσο πιο πέρα, το ίδιο υλικό, η ίδια πέτρα αρμονία χρωμάτων και υφής με το άγριο βουνό από πάνω.
Έπαψα να μετράω, πρόσεχα μόνο μη σκοντάψει το ακατάλληλο σινιέ μποτάκι μου στο καλντερίμι. Ποτέ δεν πάω στο βουνό με αθλητικά, πάντα ντυμένος με σικ σπορ να φαίνομαι από πού ήρθα, κι ότι θα γυρίσω πίσω.
Αναζητούσε το μυαλό μονάχα αυτούς τους ήχους που γνωρίζει. Μοτέρια από κούρσες που παλεύουν στον ανήφορο μέχρι τη καρδιά του χωριού τον κόσμο να τον φτάσουν, μέχρι τον πλάτανο από κάτω, μη φάνε σόλες. Ίδιοι.
Πέρασε μια γυναίκα , Αθηναία. Εκείνη η αφήγηση σειράς ατυχιών που μοιάζει με άγριο πολυβόλο, ρατατατα, ρατατατα, τατατα, ρατ ρατατατα ΟΚ και ενός δυό δευτερολέπτων ανακωχή και ρατατα ξανά. Χωρίς τατζούμ, ούτε μια δόση αμφιβολίας στο θυμό, μονάχα βιάση για καταγγελία... Το κινητό μας έφερε αιώνες μπρός. Καταγγέλλεις όπου θες, και όποιον θες.
Κατέβηκε παρέα άλλη, ξανά πρωτευουσιάνοι, ξανά τα κινητά, Ναι ; Το
Πέτρινο εκεί ; Έχουμε κάνει κράτηση για 5 ,Ιωαννίδου, ερχόμαστε, είμαστε πέντε δέκα λεπτά πίσω, μας το κρατάτε ε; Τι ; Δεν έχει άλλη παρέα ; Α, ΟΚ , είπα να πάρω μην χαθεί το reserve, οκ όπου να ‘ναι. Τσάο…..-Μπράβο ρε Νίτσα, όλα τα σκέφτεσαι στην εντέλεια, μπράβο…είπες να βάλει κανά τρία Σπεντζοφάϊα στη μπάντα; Οργανωτικιά μου εσύ. (Οπου να ‘ναι θα σπάσεις)
Το καλντερίμι σιγά σιγά με ρούφηξε. Χάθηκα, τέλειωσε ο πέτρινος ο δρόμος κι άρχισαν τα χώματα και οι μαργαρίτες μες τα χόρτα οι πονηρά κρυμμένες. Πεζούλες να κρατούν τα γκρέμια, ίχνη από οπλές, κι άλλα ίχνη από μουλάρια, από εκείνα που μυρίζουν χωριό αλλά δεν πειράζει , σπίτια αιώνων περασμένων, στέκουν δε στέκουν οι σκεπές με τις καλαμωτές και τα σκεβρωμένα τα δοκάρια, ξεχυμένα υλικά από κουφάρια περήφανων διόροφων υποστατικών και άλλα από σταύλους και κοτέτσια άδεια, δεν μπορείς να μην χαθείς, παλεύεις να περάσεις κι όλο στέκεσαι.
Υπάρχει μια δύναμη σε αυτό το μονόχρωμο σταχτόγκριζο μωσαϊκό που σε υποβάλλει σε ερωτήσεις δύσκολες, δεν μπορεί κανείς να προσπεράσει.
Αν δε κουραζόμουν ο αμάθητος, ίσως να μην καθόμουν. Αλλά κάθησα. Σε πέτρα που έλουζε ο ήλιος του Μαρτίου, και ήταν κάτω από Μυγδαλιά, και κάθησα, και μισοξάπλωσα, ΟΚ δε πόνεσα, ύστερα χύθηκα εντελώς, ανάσκελα και αποφάσισα να κλείσω μια σταλιά τα μάτια.
Λαμπύρισαν αστράκια μες τα σφιγμένα βλέφαρα, βούϊξαν λίγο τα υπολείμματα ήχων που’χα μαζί μου φέρει και σιγά σιγά απλώθηκε η σιγή.

Φύσημα, μικρό ψιθυριστό βουϊτό , όχι, όχι σαν το ventilator του laptop, πιο σεμνό & επίμονο, με μικρές παραλλαγές στο φφφφφφφφφφφφφφφφ του σαν να ορέγεται να σβήσει τα κεράκια του, αλλά πολλά κεράκια έχει εκεί η τούρτα αυτού του ανέμου, που από όταν φτιάχτηκε η χαράδρα του άρχισε την πέτρα να λαξεύει. ΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦουουουουουουουουουου Σςςςςςςς. Είναι σαν να σου ψιθυρίζει ο ίδιος Σους, να κάτσεις ξέπνοος δυό λεπτά να τον ακούσεις. ΦΦΦΦΦουουουουου. Και να που άρχισε να παίζει ο βράχος με τα αυτιά μου. ΒΒΒΒΒζζζζζζζ, ντουπ. Σφήκα βιαστική και απρόσεκτη. Τιτιτιτι, κουτσομπολιό στα διπλανά θαμνάκια απ’ τα σπουργίτια, Φιουίτ Φιουίτ, ο μάστορας ο αρσενικός ο Σπίνος στα μωράκια, φλατ φλατ φλατατα , ΟΚ, αλλάξαμε κλαδί, να μας προσέξουν. Και πάλι σκέτο φου και πάλι ζζζζζζζζζζζνούπ. Αγέρι και ζουζούνια και πουλιά και σαύρες όλα παντού ένα γύρω, κοντά αλλά και μακρινά πολύ, από όποια έχω συνηθίσει για να ακούω και να εξηγώ. Η ζέστη της πέτρας πέρασε απ’ τα ρούχα μου και χώθηκε. Ευεργετικό το χάδι του ήλιου τέτοιο που καμιά γυναίκα , απ’ όσες ξέρω δεν μπορεί να το πετύχει. Θεραπευτικός, χύθηκε μέσα μου και ακούμπησε όσα πονεμένα μέρη είχα, ώσπου άρχισε το μέτωπό μου να πυρώνει.
Τινάχτηκα πάνω, η ώρα οκ, το κινητό έχει σήμα, ξέρω στην εντέλεια το πρόγραμμα, τι θα κάνω σε 10 λεπτά, σε 45, σε μια ώρα στις τρείς και δέκα, πότε θα ξεκινήσω για πίσω, από πού θα γλυτώσω κίνηση, όλα εν τάξει.
Άφησα πάλι τον εαυτό μου να περπατήσει, πιο ήρεμα αυτή τη φορά ένεκα του ζεσταμένου από τις ηλιαχτίδες ηθικού μου, κατέβηκα και πάλι μέχρι το χωριό, στα πρώτα άτομα, στον πολιτισμό. Και το είδα.
Το εργαστήρι της Γεωργίας, ένα μικρό ροζ μαγαζάκι με το ύφος των παραμυθιών του Άντερσεν, με ένα ρολόϊ σταθμού τραίνου απο έξω να κρέμεται σταματημένο στις 9, με ροζ ξύλινες πόρτες, βαριές από τις κρεμασμένες στα καφασωτά της μαριονέτες, με μικρά παραθυράκια γεμάτα ασημένια κοσμήματα, και μέσα σε ένα ετοιμόρροπο ράφι ένας καινούργιος για τα μάτια μου παραμυθότοπος. Μινιατούρες από λαμαρίνα και μικροσκοπικά εξαρτήματα, γραναζάκια και καρφίτσες στη σειρά, προπέλες και πεταλούδες από σύρμα, βίδες με στραβιά κορμιά και μικρά κουμπιά, και όλα αυτά να φτιάχνουν ένα σκηνικό παράλογο, υπέροχο :
Ατμομηχανές, ρολόγια πύργων, παλιές σακαράκες και μικρές τράτες, και ποδήλατα της πρώτης τους εποχής, και φανάρια από πάρκα του Άμστερνταμ και παγκάκια του Παρισιού, και δέντρα πονεμένα και γυρτά και φιγούρες πιερότων, και άλλα αυτοκίνητα, και άμαξες, και αεροπλάνα από τα πρώτα με προπέλες, από τα πρώτα βήματα του ανθρώπου στον πόθο να πετάξει για αλλού. Σαν παιδί χάρηκα. Πέταξα.
Άρχισα να τα ακουμπάω, παγωμένα μέταλλα βαμένα με πατίνες και καμμένα σε φλόγιστρα, παλιά να δείξουν. Πέταξα ναι.
Κάθε ματιά και ένα ταξίδι. Ήθελα εκεί να μείνω, και να φύγω μόνο αν πάλι ξεκινούσε απ’ έξω το ρολόϊ να μετρά. Και δε ξεκίνησε….

Έπιασα στα χέρια μου ένα μικρό καφέ αυτοκίνητο του περασμένου αιώνα. Ήθελα πίσω να φορτώσω μόνο τετράδια και μολύβια, παλιές φωτογραφίες και μια ξύλινη κουνιστή πολυθρόνα που ‘χω με τα χέρια μου αναστήσει και να πάρω το δρομί για το νησί. Μόνος.
Έπιασα ένα μικροσκοπικό μπαουλάκι, κλείδωνε κι όλας, με μικρό κλειδί, μπορούσες μέσα μπόλικα να κρύψεις. Όχι λεφτά, όχι βραχιόλια αλλά πόθους αρκετούς για μια ζωή, από αυτούς που έντρομοι συνήθως αποδιώχνουμε να μη μας μαρτυρήσουν, ότι είμαστε σάρκα αδύνατη και σώματα από θέλω. Ότι για αλλού κινήσαμε και πάντα κάτι θα ρωτάμε.
Είπα να το πάρω κι αυτό, σε μια μου φίλη να το δώσω, με έναν όρο και ευχή. Κάθε δυό τέρμινα, να ανοίγει να μυρίσει. Μέσα να δεί. Κάθε δυό.
Ακούμπησα το σώμα από ένα καϊκι κι σαλπάρισα. Ταξίδι, θάλασσα, μποφόρ, ζωή να κρέμεται από νήμα, ζωή να έχει επίγνωση της επιπόλαιης σειράς απο συμπτώσεις που την κάνουν παρακάτω να πλέει. Τιμόνι που το δένεις στις 137 τις μοίρες, αλλά ο αέρας όπου θέλει σε κινεί, τριάντα πάνω σαρράντα κάτω, και κάνεις για το ίδιο αγώγι άλλη φορά ένα μήνα κι άλλη δυό. Και κάποτε ποτέ δε φτάνεις.
Και ένα ρολόϊ. Απίστευτα όμορφο ρολόϊ. Σαν μια μικρή απομίμηση του τεράστιου μηχανισμού που κρύβει πίσω του η αυτού εξοχότης το Big Ben. Ρώτησα πόσο κάνει. Η κόρη της Γεωργίας είπε δέκα ευρώ. Φθηνό μου φάνηκε. Είναι που χάνουν, εξηγεί η μικρή, τα βάλαμε στο κόστος γιατί πάνε αργά. Αν είστε τυχερός, αυτό μπορεί κανονικά και να μετράει. Και γέλασα, γέλασα μέσα μου πολύ. Ήταν λυτρωτικό το γέλιο.
Έψαχνα ένα ρολόϊ να χάνει. Θα έδινα όσο όσο. Θα έδινα και όλα μου τα φράγκα να είχα να δωρίσω σε όλους τους δικούς και αγαπημένους από ένα ρολόϊ που θα χάνει, ένα λεπτό την ώρα, μια εβδομάδα το χρόνο, δυό χρόνια τη ζωή. Θα πλήρωνα όσο όσο, να έχουμε όλοι μια ακόμη ευκαιρία λίγο πιο αργά να αγαπάμε, λίγο πιο βαθειά να κοιτιόμαστε, λίγο πιο ήρεμα να παρατηρούμε και με πιότερη άνεση να αφουγκραζόμαστε, αυτά που μας δείχνουν οι απέναντι και όσα έμεσα μας λένε να ψυχανεμιζόμαστε, χωρίς εκείνο τον τρόμο ότι θα μας πάρει ο χρόνος, ο καιρός από κάτω.
-Τα έχουμε στο κόστος, χάνουν, είπε πάλι η μικρή, τυλίγοντας το τέλειο ρολόϊ, το πιο τέλειο δώρο για έναν εκκολαπτόμενο σοφιστή.
Καθώς περπάτησα ανάποδα το καλντερίμι σκεφτόμουνα τον χρόνο. Πόσο ξόδεψα, πόσο πέταξα, πόσο ακόμη έχω και πόσο θα χρειαστώ για να βρεθώ εκεί που ονειρεύομαι. Και είναι και οι τέσσερις χρόνοι επαρκείς. Είναι μεγάλες, χορταστικές μερίδες χρόνου. Δόξα το Θεό. Ιδιαίτερα τώρα που βρήκα από πού θα αγοράζουμε όλοι μας ρολόγια.
Και είπα να σας το πω. Έχει νομίζω αρκετά. Και αν τελειώσουν, κάπου θα ‘χει κι άλλα. Είναι η εποχή της αφθονίας των ελαττωματικών. Αρκεί να ξέρεις τι ψάχνεις. Αρκεί να ξέρεις τι ψάχνεις….

Η απουσία και η επίκληση της αιδούς


Προχώρησαν περισσότερο από τις προηγούμενες φορές. Η Άρτεμις είχε βάλει στοίχημα ότι θα κατανικήσει τις φοβίες της τώρα που δίπλα της είχε εκείνον που πάντα ονειρευόταν. Έσφιγγε τα χέρια της στη μέση του σαν να ήταν το τελευταίο στήριγμα που την κρατούσε στη ζωή. Και ήταν… όπως όλα έδειχναν.
Ο Άγης πάλι φαινόταν εντελώς χαλαρός, μέσα στο στοιχείο του . Είχε εκείνη την ομορφιά του ατημέλητου φρέσκου αγοριού που η έλλειψη τυπικότητας ταιριάζει με όλες τις εκφάνσεις του.
Τίποτε δεν ήταν πρωτόγνωρο για τα μάτια του, μόνο έπιανες στο σφυγμό του μια πελώρια ανυπομονησία.
- Πόσα χρόνια έχουμε να έρθουμε εδώ ;
- Από τότε ματάκια μου…

Από τότε είχαν περάσει τρία καλοκαίρια, τρεις χειμώνες και τώρα, πάνω στην τρίτη άνοιξη που πήγε να σπαταληθεί, μια υπόσχεση έγινε προτεραιότητα για τους δυο τους και τους ξανά ‘φερε στο βουνό τους.
Η Varadero καβάλησε χαλαρά τα τελευταία σαμαράκια και φάνηκε η αρχή του χωματόδρομου. Τα δυό μεγάλα παιδιά χρωματίστηκαν ξαφνικά όμορφα από το παιχνίδι του ήλιου με τις φυλλωσιές. Ήταν σαν να τους πασπάλιζε με θρύμματα φρέσκιας τρούφας ο Θεός, για να νοστιμίσει το πάντρεμα των ειδώλων τους καθώς κυλούσαν μπρος από ένα σύννεφο χαράς και σκόνης.
Ο μαντρότοιχος από το παλιό καλύβι δεν άργησε να φανεί απλώνοντας εμπρός στα μάτια τους ένα σκηνικό παράλογο . Για αυτούς ήταν σαν να στρίβει το πλοίο τους για πρώτη φορά σε ένα ηλιοβασίλεμα μέσα στην καλντέρα της Σαντορίνης. Ανώτερο ακόμα. Τέσσερις αιώνες τα στοιχειά του δάσους πάλευαν να καταλάβουν την τραχιά κατασκευή από πέτρα και χώμα και ακόμη, το μόνο που κατάφερναν ήταν να την ωριμάζουν υπέροχα.
Ο Άγης άραξε τη μηχανή και την πήρε στην αγκαλιά του σαν εύθραυστο μωρό που σηκώνουν τα χέρια της φρέσκιας μάνας.
Ήθελε να την οδηγήσει αυτός στον θησαυρό που ανακάλυψε βήμα βήμα και να απολαύσει τις εκφράσεις που θα πάρει το βλέμμα της. Δεν κοίταζε γύρω, ο κόσμος ήταν το πρόσωπό της και έπινε νέκταρ γουλιά γουλιά από την υγρή λάμψη των ματιών της.

- Έλα άσε με κάτω μωρό μου, θα με πνίξεις με τον πόθο σου.
- Θα σε αφήσω μόνο εκεί που νομίζω εγώ, όταν χορτάσω τη μυρωδιά σου και καταλαγιάσω το λαχάνιασμά σου.

Το πέτρινο σπίτι ήταν μια ζωγραφιά. Μικρές ατέλειες στο σχήμα του, σκαλιά που είχε σπάσει η άκρη τους, ατημέλητα χυμένα κλαδιά από αγιόκλημα να μπερδεύονται με κόγχες στην πέτρα που φιλοξενούσαν σκιές, σπασμένα πήλινα ένα γύρω με κείνη την άγρια αταξία στολισμένα, μια πανδαισία της όρασης.
Η Άρτεμις χύθηκε σαν ευτυχισμένο κουτάβι στο ζεστό πέτρινο πεζούλι και άρπαξε το πρόσωπό του στις παλάμες της. Ήθελε κάθε μόριό του να την κυριεύσει μέχρι τελικής πτώσης. Τραβήχτηκε από την αγκαλιά της και άρχισε ξαναμμένος να της δείχνει τα κατορθώματά του.
- Εδώ ήταν ένα μάτσο σπασμένα καδρόνια και από κάτω βρήκα αυτό το σιδερένιο τραπεζάκι, το ανάστησα, πήγα πήρα και αυτό το ροζ μάρμαρο που τα ύφος του δένει με την ξεπλυμένη ώχρα του τοίχου. Εδώ δεν υπήρχε η βρύση, κουβάλησα κοτρόνες από το φαράγγι και το ‘στησα ξερολιθιά, εδώ, εδώ εδώ….
- Άγη, μπορείς σε παρακαλώ να βγάλεις τα παπούτσια σου και να σηκώσεις τα μανίκια σου, είσαι σαν ….μικροαστός που δείχνει στο συμπέθερο το καινούργιο του αυθαίρετο.
Γέλασε με την ψυχή του. Αλλά της έκανε το χατίρι.
- Έτσι αγόρι μου, τώρα είσαι το αλάνι που θέλω να με πάει ταξίδια. Και τώρα κάτι δύσκολο, θαρραλέε μου ιππότη.. θα μου έκανες το κέφι να μείνεις μόνο με αυτό το ξεβαμμένο πουκάμισο και μάλιστα ελαφρώς ξεκούμπωτο ;
- Δε μου λες θα με αφήσεις να σου κάνω μια σοβαρή επίδειξη όσων για δυό χρόνια μαστορεύω έχοντας αυτήν την συγκεκριμένη στιγμή στο μυαλό μου ; Έχω λιώσει στη δουλειά εδώ μικρή μου.
- Περί αυτού πρόκειται αγόρι μου. Θέλω την επίδειξη όπως την ονειρευόμουνα τα δυό τελευταία χρόνια και γω… ακριβώς όπως την είχα ονειρευτεί, καταλαβαίνεις ;
Ο Άγης πήρε εκείνο το τάχα πειραγμένο ύφος του θύματος και με παιχνιδιάρικες κινήσεις πέταξε στα παρτέρια όλα τα ρούχα του μέχρι να αισθανθεί τη ζεστασιά της πέτρας να γίνεται η μόνη αναφορά του κορμιού του με το περιβάλλον. Ήταν τώρα κι αυτός ελαφρώς λαχανιασμένος, από την προσμονή, αλλά συνέχισε.
- Εδώ πάνω που οι πέτρες εξέχουν ατίθασα θα βάζουμε εκείνα τα παλιά κεριά τα βράδυα για να παίζουν οι σκιές των κλαδιών με τα κορμιά μας. Η πόρτα είναι σκεβρωμένη αλλά δεν νομίζω να την ανοιγοκλείνουμε και πολύ, ο μόνος γείτονας είναι η κυρία Αγλαϊα απέναντι με τον παππού Τζίμι, αν εμφανιστούν ξαφνικά θα πώ ότι μόλις βγήκα από το ντουζ ε; Και να σου πω, νομίζω ότι δε βλέπουν πιο μακριά από τη μύτη τους. Πάνω στη σκεπή έχει ανοίγματα και την άνοιξη γεμίζει ο τόπος τιτιβίσματα, κάτσε να σου κατεβάσω ένα δυό ξεχασμένα φτερά για απόδειξη…
Η Άρτεμις τον είδε να τεντώνεται και δάκρυσε από ευτυχία. Τα λακάκια στον πισινό του ήταν το αγαπημένο της σημείο, και είχε τόσο καιρό να τα χορτάσει. Τον άφησε να τρίβεται σχεδόν ολόγυμνος στο περβάζι και τις πέτρες, κι αυτός άργησε επίτηδες να κατέβει, ήξερε ότι ο χρόνος δουλεύει προς όφελος των ορμών τους. Όταν γύρισε είδε αυτό που ποθούσε. Η μικρή του είχε αφήσει το πουκάμισό της να πέσει δίπλα, είχε ανοίξει τα σκέλια της και με ανασηκωμένη την φούστα είχε αρχίσει να χαϊδεύει την κλειτορίδα της απαλά, κοιτώντας τον κατάματα, βαθειά, δυνατά με τρόπο που δήλωνε ότι είναι μόνοι τους σε όλο το πλανήτη.
- Θέλω να σε νιώσω να με χωρίζεις στα δυό αντράκι μου. Σε κορμί και σε μυαλό, και να κάνεις το μυαλό μου ολοκληρωτικά να υποταχθεί στο σώμα μου.
Ο Άγης πλησίασε και έσκυψε μέσα της. Την λάτρεψε και την τρύγησε μέχρι να αποθηκεύσει όσο περισσότερες πληροφορίες μπορούσε να χωρέσει ο νους του, κι ακόμη περισσότερες. Αύριο θα μπορούσε σαν μηρυκαστικό να ανακαλεί την γεύση και την μυρωδιά της και να γιατρεύει την απουσία.
Η Άρτεμις είχε παραδοθεί σε παραισθήσεις. Θάλασσα χάιδευε με χίλια χέρια τρυφερά κάθε της σημείο και τη σκόρπιζε ένα γύρω, σαν ένα σμάρι τρομαγμένων πεταλούδων ώσπου να μη γνωρίζει πιά, πιο είναι κάθε της μέλος και τι από αυτά ελέγχει.
Μέσα σε ένα αργόσυρτο χορό από πνιχτούς αναστεναγμούς άφησε το κορμί της να αποθέσει στη γλώσσα του όλα τα τεκμήρια της ευγνωμοσύνης μέχρι η βρύσες της να αδειάσουν από νέκταρ και η ψυχή της να στερέψει από λαχτάρες και πόθους μηνών. Νόμισε πως άφησε το όνομά του στην πέτρα, χαράζοντάς την με τη δύναμη που πάτησε τις παλάμες και τα δάκτυλα στη γη. Αλλά η πέτρα ήταν ανώτερη της θέλησής της, είχε μαγεία ξαναδεί.
Και τότε, μισανοίγοντας τα μάτια χαμογέλασε γαλήνια με το θέαμα. Δυό γάτες παίζανε εκεί δα, ένα βήμα παραπέρα, εντελώς ασυγκίνητες από το σκηνικό, κυνηγώντας ένα μικρό ανήμπορο ζουζούνι κι απορώντας με τους δυό ανθρώπους, που το κάνουν θέμα. Δεν ήταν επτάψυχες μάλλον, αλλά είχαν στα μάτια τους εκείνη τη σιγουριά που έχει όποιος μπορεί συχνότερα την ψυχή του από το κορμί να ταϊζει.. και είχαν υπέροχα μάτια…


Πίσω στο διαμέρισμα της Κυψέλης η αδελφή της Άρτεμης η Ελένη έτριβε με βιασύνη το κορμί της με μια ενυδατική κρέμα, ήξερε ότι ο Νίκος την περιμένει μετρώντας τα λεπτά για να την πάρει στα χέρια του. Σαββατόβραδο, χωρίς παιδιά, χωρίς κινητά και χωρίς ατζέντα για το άλλο πρωί μέχρι τις 10, ήταν η ώρα της εκδίκησης του αστού. Ο Νίκος είχε χωθεί στα σεντόνια με μια μικρή συστολή, πλυμένος άψογα, ιδιαίτερα εκεί, με μια βουβή προσμονή για κάτι ανώτερο αυτή τη φορά, και ρούφαγε τη κοιλιά του κάνοντας πρόβες για να δείξει αρρενωπός. Σηκώθηκε άλλες δυό φορές βιαστικά, μια για να πάρει πιο κοντά του ένα κουτί με προφυλακτικά, μια για να κλείσει το ένα πορτατίφ, κοιτούσε ένα γύρω με ανησυχία, κάτι, κάτι δεν ήτανε σωστά, αλλά δεν ήταν προφανές να το διορθώσει. Ακούστηκε το χερούλι της πόρτας και πήρε την τελευταία δυνατή ρουφηξιά αέρα για να δείξει πράος και τάχατες αδιάφορος με το γεγονός.
Η Ελένη είχε φορέσει τα εσώρουχα, τις πυτζάμες, ακόμη και τα καλτσάκια που ζεσταίνανε κάθε βραδιά τα παγωμένα της πόδια. Έκανε τις καθιερωμένες κινήσεις σαν να μην τρέχει τίποτε, έφερε δίπλα της όλα όσα χρειάζεται για έναν ασφαλή και οργανωμένο ύπνο, παριστάνοντας ότι δεν θα σηκωθεί ξανά. Με μια ξαφνική κίνηση έκλεισε και το δεύτερο πορτατίφ και κούρνιασε δίπλα του σαν γάτα. Έπεσε σιωπή.
- Αχ, ωραία είναι
- Έχεις κρύα χεράκια, χώστα λίγο στη πυτζάμα μου να ζεσταθούν.
- Όχι όχι, εντάξει είναι, πάντα κρύα είναι, το κυκλοφορικό μου, ξέρεις τώρα.
- Φόρεσες τις αγαπημένες μου πυτζάμες ;
- Εσύ όλες τις λες αγαπημένες άμα έχεις καιρό να…
- Όχι αυτές μου αρέσουν λίγο παραπάνω γιατί ξεκουμπώνουν εύκολα.
Γύρισε προς το μέρος του και τον φίλησε πεταχτά. Έπεσε σιωπή. Ξανά.
Τα χέρια του Νίκου κινήθηκαν απαλά, αθόρυβα σαν συνομώτες προς τα πόδια της. Ήταν σφιγμένη σαν παλιό ξύλο. Την χάϊδεψε απαλά στους μηρούς, γύρω από τα επίμαχα σημεία, να μην μπορείς να το πείς χάδι, σαν μια κίνηση αβροφροσύνης ένα πράγμα. Η Ελένη έβλεπε ότι πλησίαζε η ώρα. Έκανε μια κίνηση απότομη και του ξέφυγε. Με μια εξίσου βιαστική κίνηση έβγαλε τη μπυτζάμα με το μακώ της ταυτόχρονα, και αμέσως μετά μάζεψε τα πόδια και πήρε με τα δάκτυλα αμπάριζα τα υπόλοιπα ρούχα της, παντελόνι, σλιπάκι και κάλτσες σαν μια μπάλα άμορφη πέσανε δίπλα από το κρεβάτι. Κι έτσι ολόγυμνη έγειρε δεξιά προς το μοιραίο. Ο Νίκος ήταν ήδη τσίτσιδος. Είναι απίστευτη η ταχύτητα του αρσενικού σαν έλθει η ώρα. Κάνοντας λίγο σπαστικές κινήσεις έφερε τα σκέλια του κοντά στα χέρια της για να τον ακουμπήσει. Η Ελένη ρώτησε με ειλικρινή αφέλεια…
- Τι θέλει ο Νικολούκος μου ;
- ΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜ
Έπεσε σιωπή ξανά.
Για λίγο πάλεψαν να επιβάλλουν τους όρους στο παιχνίδι. Εκείνη του έδειχνε τυλίγοντας τα πόδια της γύρω του με δύναμη ότι τον ήθελε γρήγορα μέσα της, μια ψυχή που είναι να βγεί … Κι αυτός ο δύστυχος σαν φοβισμένο κουτάβι, πάλευε να πεί με μια ακατανόητη σειρά από απελπισμένες κινήσεις αυτό που δεν τολμούσε να ξεστομίσει. Ότι θέλει κάποια προκαταρτικά, ότι κι αυτός δικαιούται να του τον πάρει μια γυναίκα στο στόμα, να τον απογειώσει, να τον κάνει για λίγο αφέντη, να τον προετοιμάσει για μια παράσταση που μόνον εκείνος μπορούσε να της χαρίσει.
- Έλα, σε θέλω τώρα αμέσως.
Κάθε λάθρα σκέψη για διαστροφή πήγε περίπατο. Ο Νίκος αφέθηκε χαλαρός να τον οδηγήσει μέσα του. Με μια σειρά από επιδέξειες τακτικές, χρόνια δοκιμασμένες η Ελένη τον οδήγησε σε έναν λυτρωτικό για αυτήν πρόωρο οργασμό. Της πήρε 1 λεπτό. Ο Νίκος σηκώθηκε σχετικά αγχωμένος και προσέχοντας να μην στάξει τα καθαρά σεντόνια όρμησε στην τουαλέτα. Έκανε 1 λεπτό να σκουπιστεί και γύρισε αμέσως κοντά της.
Το κρεβάτι ήταν τέλεια σιγυρισμένο. Το χαλί ίσιο. Η Ελένη είχε φορέσει όλα της τα ρούχα, τα καλτσάκια και μια ζακέτα για να μην κρυώσει μετά. Θαρρείς και μπήκε σε μια άλλη κάμαρα, θαρρείς και ήταν παραίσθηση όλο αυτό ο Νίκος βυθίστηκε στο κρεβάτι των αμφιβολιών του. Δεν την ικανοποίησα πάλι. Έχει κι αυτή τα δίκια της. Το ίδιο πιάτο φαί μέρα νύχτα δέκα χρόνια.
Πέρασε το χέρι του εκεί που της έρεσε, ανάμεσα στα δικά της και το στήθος της, σε μια συμβολική θέση που υποδήλωνε την κυριότητα του ενός προς τον άλλον. Έσκυψε να μυρίσει κάποιο τεκμήριό του στον λαιμό της. Η αναπνοή της ήταν σταθερή.
Έπεσε σιωπή, πάλι….


Η Άρτεμις φώναξε με όλη της τη δύναμη.
- Άγη ; Θα αφήσεις τις γάτες ήσυχες να με πας σπίτι ;
Η τεράστια κούπα με τον καφέ είχε σχεδόν αδειάσει, τα πνευμόνια της θα έσκαγαν από καθαρό αέρα, οι φυλλωσιές του αμπελιού και του αγιοκλίματος παίζανε με τα αυτιά της και μερικά σάπια φύλλα είχαν μπερδευτεί μέσα στα ξυπόλυτα πόδια της. Ο Άγης την κούμπωσε φιλώντας για τελευταία φορά για σήμερα κάθε σημείο που με πόνο ψυχής ξανάκρυβε στα ρούχα. Τα μάτια τους κοιτιόντουσαν με μια λατρεία που μόνο στα όνειρα και στα έργα του cinema μπορούσες να συναντήσεις. Πληρότητα. Πληρότητα ήταν αυτό που έβγαζε η ματιά τους.
- Τι έχεις πάθει με τις γάτες άντρα μου ;
- Προσπαθώ να συγκρίνω τα μάτια τους με τα δικά σου. Υπερέχεις άστρο μου. Λάμπεις ασύγκριτα από την ευχαρίστηση. Είμαι τυχερός που μπορώ να σε δω σε αυτήν την άθλια κατάσταση με τα ρούχα σου ατημέλητα και ξυπόλυτη σαν ζητιάνα να έχεις τόσο λαμπερά μάτια. Τι έγινε χθες ; Ήπια πολύ και δε θυμάμαι…
Το χαστούκι της ήταν ένα από τα καλύτερα χάδια που θυμόταν να της έχει αποσπάσει. Την φίλησε και την έσφιξε μέχρι να ακούσει διαμαρτυρίες.
- Θα με πνίξεις, κι ύστερα θα πρέπει να πηδάς τις γάτες.

Κατέβηκαν σε μια ώρα στον πολιτισμό, χώθηκαν στο αστικό τοπίο, οι ανάσες τους πήραν το ρυθμό του άγχους της πόλης. Ο Άγης σταμάτησε κάτω από το σπίτι και χτύπησε στην Ελένη.
- Κατεβαίνω, καλώστους.
Η Ελένη ξεπρόβαλε τέλεια στυλιζαρισμένη και χάρισε ένα μάλλον διεκπεραιωτικό χαμόγελο στον Άγη.
- Αργήσατε, ανησύχησα , χτυπάτε κανένα τηλέφωνο.
Με επιδέξειες κινήσεις έσυρε το αναπηρικό καροτσάκι της Άρτεμης δίπλα στο αυτοκίνητο.
- Έλα καλή μου, και σταμάτα να χαμογελάς σαν Θεά. Θα μου τα πείς μόλις βράσει ο καφές. Όλα εντάξει μωρό μου έ;
- Όλα τέλεια Ελένη, όχι εν τάξει, αλλά τέλεια.
Έριξαν μια ματιά στον Άγη που έκανε πως φεύγει άνετος. Τα μάτια του είχαν γεμίσει δάκρυα. Δεν γύρισε να κοιτάξει. Κάθησε στο πεζούλι του δρόμου δέκα μέτρα παρακάτω και άφησε τον εαυτό του να λυθεί στα κλάματα. Εικόνες, το δάσος, η πόλη, ο έρωτας, το ατύχημα, τα νοσοκομεία, οι λαχτάρες, οι πόθοι, όλα ένας αχταρμάς. Και θλίψη για την αγαπημένη της ζωής του. Θα ‘δινε δέκα χρόνια να την δει να τρέχει μέσα στα δέντρα.
- Πάρε μικρέ να φας κάτι !
Δεν πρόλαβε να καταλάβει τι έγινε, ένας περαστικός του έριξε ένα 2ευρω και δεν πρόλαβε να δεί καν τα μάτια του, αν άξιζαν τον κόπο να τον αρπάξει. Ανασηκώθηκε. Μπόρεσε να μάσει τα συναισθήματά του και να τα πάρει μαζί του για αργότερα. Εκεί, στο βουνό, στο σπίτι που όλα μυρίζουν εκείνη, θα τα έβαζε σε τάξη. Αστεία είναι η ζωή. Τραγική και όμορφη ταυτόχρονα.


Πάνω στο σπίτι η πόρτα χτύπησε δεύτερη φορά και διέκοψε τα χαχανητά των αδελφών. Ο Νίκος μπήκε με την εφημερίδα και τα 3 cd κρατώντας με δυσκολία τη δυσφορία του.
- Κι άλλη άνοδος επιτοκίων. Και έχεις και τα πρεζόνια να κλαίνε τη μοίρα τους μέσα στα πόδια μας, εδώ και κει, κυλιούνται χάμω σαν ζώα.
- Έλα Νικόλα, ο καφές είναι ζεστός, σήμερα είμαστε χαλαροί Κυριακάτικα, μη μας τεντώνεις επιχειρηματία μου. Καλημέρα.
Πες μια κουβέντα στην καημένη την Άρτεμη, τώρα μπήκες.
Βυθίστηκε στην εφημερίδα. Γλύτωσε πολλά. Δεν είδε την έκφραση συμπόνιας της Άρτεμης προς αυτούς,τους ευτυχισμένους τακτοποιημένους και αρτιμελείς σαρραντάρηδες της πόλης. Δεν την είδε, δεν την ανέλυσε, δεν την αντιμετώπισε. Όλα καλά.
Έπεσε σιωπή.
Πάλι.

Ο ποπός της γειτόνισσας

Βγαίνοντας από την πυλωτή εκνευρισμένος από την γειτόνισσα που ο κώλος της εξέχει (έχει τζιπ) τρομάζεις έναν διερχόμενο με μηχανάκι. Αυτός για να σε μουντζώσει με προσήλωση χάνει ένα επόμενο κόκκινο φανάρι, αναγκάζοντας τον ταξιτζή να φρενάρει για να μην τον σκοτώσει και ο καφές του ταξιτζή πέφτει φυσικά στο κουστούμι του αγουροξυπνημένου τραπεζικού. Εκείνος λοιπόν επιστρέφει στο σπίτι για άλλαγμα και βρίσκει όλα τα sexy εσώρουχα της γυναίκας του απλωμένα στο κρεβάτι και αυτήν να τραγουδάει στο ντούζ μετά από πολύ καιρό. Φεύγει να προσλάβει ντετέκτιβ και αμελεί να διεκπεραιώσει ένα αίτημα δανείου για μια σημαντικότατη επένδυση πάρκου με ηλιακούς συλλέκτες. Σε δυό μέρες ξαφνικά προκηρύσσονται εκλογές και τα πάντα ..όλα παγώνουν. Έτσι μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα ότι σε μια τουλάχιστον περίπτωση ο κώλος της γειτόνισσας ανέτρεψε το σχεδιασμό για πράσινη ανάπτυξη αυτής της χώρας.
Ο δύστυχος νεαρός πολιτικός μηχανικός που έλιωσε (τη μάνα) για να πάρει πτυχίο είναι βέβαιος ότι με την υλοποίηση δυό τριών ενεργειακών πάρκων θα φέρει τα πρώτα χαμόγελα (φράγκα) στο σπίτι και κοιμάται ήρεμος μέχρι τις 12 αγνοώντας την ροή των πραγμάτων κάτω στο δρόμο. Η μάνα ίσως να τον χαρακτηρίσει άχρηστο και έτσι σε μια τουλάχιστον περίπτωση μπορούμε να πούμε ότι ο κώλος της γειτόνισσας ευθύνεται για το χάσμα των γενεών.
Πίσω στο σπίτι, η τζουτζούκα βγαίνει από το μπάνιο και για κακή της τύχη βλέπει απλωμένο πάνω από τα εσώρουχά της ένα λεκιασμένο στα επίμαχα σημεία παντελόνι και ένα σημείωμα που γράφει " άντε, καλή διασκέδαση..." Παρορμητικά παίρνει τον έτσι τηλέφωνο και του ακυρώνει το ραντεβουδάκι. Ο έτσι πρόκειται να χειρουργήσει άλλους δυό μέχρι τις 10 αλλά συγχυσμένος αφήνει τα πάντα.. όλα στους βοηθούς και πηγαίνει για μπύρες. Ένα τόσο δα μικρό νυστέρι ξεχνιέται από το άγχος εντός του δύστυχου που πλήρωσε χοντρά από πάνω και από κάτω για να έχει, πως το λένε ..high treatment και από εδώ και πέρα θα λέει σε κάθε γνωστό να φύγει και να χειρουργηθεί στην Αγγλία. Έτσι μπορούμε να πούμε οτι σε μια τουλάχιστον περίπτωση ο κώλος της γειτόνισσας απέτρεψε την εμπέδωση εμπιστοσύνης στο Εθνικό μας Σύστημα Υγείας.
Ο απλήρωτος και υβρισμένος ταξιτζής για να ηρεμήσει τραβάει στο αεροδρόμιο για καφέ. Μισή ώρα μετά παίρνει έναν Σουηδό που πηγαίνει στο Hayatt απέναντι και εντελώς συγχυσμένος λέει στο συνάδελφο στο σιμπι ένα γαμώ το Μακεδονία μου γαμώτο. Ο Σουηδός είναι επίτροπος στον OHE σε θέματα διακρίσεων και εν γένει ρατσιστικών συμπεριφορών. Ετσι μπορούμε να πούμε οτι σε μιά τουλάχιστον περίπτωση ο κώλος της γειτόνισσας ευθύνεται για την αποτυχία της εξωτερικής μας πολιτικής στην εμπέδωση φιλοελληνικού κλίματος στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών.
Δεν νομίζω να θεωρείτε υπερβολικούς τους ισχυρισμούς μου...
Και εγώ δε θέλω να σας κουράσω με άλλες αναγωγές.

Αν ρωτήσετε τον απερχόμενο πρωθυπουργό ποιος φταίει για την πλημμελή πραγματοποίηση των οραμάτων του, εσείς τώρα ξέρετε ε... ; Ξέρετε σίγουρα ποιος φταίει σε μια τουλάχιστον περίπτωση.
Και ποιό είναι το μυστικό της επιτυχίας για τον επόμενο ; Να μάθει τους Έλληνες από μικρή ηλικία, αντί να βρίζουν τον κώλο της γειτόνισσας με σφιγμένα δόντια, να τον ορέγονται και να τον ονειρεύονται καθώς ξυπνούν για τη δουλειά.
Σας φαίνεται ο επερχόμενος να μπορεί να διδάξει στον Έλληνα να ζεί απελευθερωμένος συναισθηματικά και σεξουαλικά; Σ'αυτή την (μία τουλάχιστον) περίπτωση έχετε ένα ευοίωνο μέλλον...

Καλημέρα είπαμε;

Ελληνική μυθοπλασία... Μpamies

Η Νανά γέννησε με φυσιολογικό τοκετό χάρις στην εμμονή του γυναικολόγου κατά της καισαρικής. Το χοντρό αγοράκι έσκασε μύτη ανύποπτο και ρίχνοντας μια μπλαζέ ματιά στον κόσμο έριξε το πρώτο του κατούρημα πάνω στο προσωπικό. Η απαστράπτουσα κλινική ήταν το ιδανικό περιβάλλον για τις πρώτες ημέρες του μωρού. Δεν άρπαξε ουρολοίμωξη και δεν ξεχάστηκε στη θερμοκοιτίδα. Το ταμείο κάλυψε τα πάντα και το ζευγάρι αποχώρησε προς το πρώτο περιβάλλον του μικρού γεμάτο ευγνωμοσύνη για όλους.
Οι δυό παππούδες επ' ουδενί δεν επέμειναν να φορτώσουν στο μικρό τα ονόματα Κορνήλιος και Επαμεινώνδας και έτσι ο μικρός συνάντησε τους πρώτους φίλους του κάτω από το σεπτό Μάκιας.
Ο Μάκης δε γράφτηκε 4 χρονών σε μουσική προπαιδεία, ούτε 6 χρονών σε εντατικά Αγγλικών και τελικά δε πήρε Lower στα 12.
Το κορμάκι του αναπτύχθηκε μαζί με το μυαλουδάκι του όμορφα παίζοντας στα χώματα και παλεύοντας με κοπρόσκυλα μέχρι να κουραστεί και να γυρίσει μόνος του το σούρουπο σπίτι για να πλυθεί και να ξεραθεί στον ύπνο χωρίς να πλακωθεί στα σνακς.
Η Νανά από την πρώτη χρονιά άρχισε να ταλαιπωρείται από μια ζήλια γιατί ο Πασχάλης (ο άντρας της) αποσπάστηκε τελείως από τις φροντίδες του μωρού και παραμελούσε τα συζυγικά του καθήκοντα. Σταδιακά άρχισε να αποτραβιέται από το γάμο και βρήκε καταφύγιο σε γυναικεία club και περιστασιακούς γκο- μενίτσους. Φυσικά οι καυγάδες τους κρατήθηκαν μακριά από τα τρυφερά αυτάκια του Μάκια... τον έκλειναν στο μπάνιο.
Οι δυό γιατροί γονείς πρόσεξαν ιδιαίτερα τις κλίσεις που το μικρό ανέπτυξε και δεν έπεσαν στο κλισέ να προδιαγράψουν με λεπτές επεμβάσεις τις επιλογές του. Γρήγορα ο Μάκης επέλεξε μόνος του τον δρόμο του.Πέρασε αυτοβούλως στην Οδοντιατρική της πόλης που ζούσαν οι γονείς του.
Μετά από τρείς υπέροχες φοιτητικές εκδρομές της σχολής του σε βορειοευρωπαϊκές χώρες ο Michael δε γκάστρωσε ούτε μια Ολλανδέζα με αποτέλεσμα να γνωρίσει ανώδυνα και τρυφερά τις λειτουργίες του κορμιού του που θα χάραζαν ανεξίτηλλα όλο το συναισθηματικό του μέλλον. Αφού εντρύφησε στις ιδιαιτερότητες του απέναντι φύλλου, όμορφα, ρομαντικά απέσπασε την αποδοχή της βυζαρούς βοηθού ιατρείου του μπαμπά του και ο γάμος τους δεν συνδιάστηκε με μια λαμπρή βάπτιση.
Ο Michael ζούσε σε μια μονοκατοικία ανάμεσα σε δέντρα, στις παρυφές της υπέροχης παραθαλάσσιας πόλης του. Κατέβαινε σε 10 λεπτά με το τραμ στο ιατρείο του και διάβαζε ήρεμος κάθε πρωϊ στις εφημερίδες τις εξελίξεις μιας νέας ανερχόμενης ημι αστικής κουλτούρας διαβίωσης των Ευρωπαίων. Παθιάστηκε με τις δυνατότητες της πολιτικής και γρήγορα μπήκε μπροστάρης στην γειτονιά του οργανώνοντας τις 35 μονοκατοικίες γύρω του σε ένα μικρό οικογενειακό δίκτυο δράσεων. Επέλεξαν κοινό χώρο για τα μεγάλα ανακυκλώσιμα υλικά τους, αντάλασσαν συσκευές που δεν τους ήταν πιά χρήσιμες, παιδικά παιχνίδια όταν άλλαζαν ηλικίες τα μωρά τους, ψώνιζαν πολλά από τα πάγια είδη τους μαζί σαν ένας μικρός συνεταιρισμός και φρίντιζαν εναλλάξ για την εμφάνιση της γειτονιάς τους διαλέγοντας να κάνουν ο καθένας μια εβδομάδα του χρόνου την λεγόμενη υπηρεσία προσφοράς στην κοινότητα. Μέσα από αυτή τη συναδέλφωση όλες οι συνηθισμένες τριβές μεταξύ γειτόνων λύνονταν εν τη γεννέσει..
Ο Michael και η βυζαρού φώναζαν συχνά τους παππούδες για ένα απόγευμα γύρω από την ψησταριά και τους επέστρεφαν στο σπίτι με στοργή για να μην οδηγήσουν πιωμένοι. Μέσα απο το εκλεκτό κρασί και τα χαμογελαστά πρόσωπα εμπεδώθηκε σωστά μια υγειής σχέση πεθερικών και νέων όπου ο καθένας κρατούσε τα άσχημα νέα για τον εαυτό του και το σπίτι του και όλοι είχαν ένα καλό λόγο (χωρίς βαθύ νόημα) να προσθέσουν στις προπόσεις.
Στα 38 του ο Michael επέλεξε την θρησκεία που ταίριαζε στην ψυχή του και αφιέρωνε ένα τριήμερο κάθε έξι μήνες για να αποτραβιέται σε μιά ορεινή τοποθεσία και να ηρεμεί από τα πάντα διαβάζοντας και προσευχόμενος για την πορεία των ανθρώπων...
Μέχρι τα 55 του άλλαξε τρείς φορές επάγγελμα καθώς το απολύτως απλό και ασφαλές οικονομικό και ασφαλιστικό πλαίσιο που κάλυπτε τους επαγγελματίες του έδινε αυτή την ευελιξία.
Σήμερα ο Μιχάλης ζεί στην Μονεμβασιά ζωγραφίζοντας, γράφοντας και καλλιεργώντας βότανα, νόμιμα και λιγότερο νόμιμα για ιδιωτική κατανάλωση. Στο παραδοσιακό καφενείο του μαζεύονται αρκετοί ταλαντούχοι άνθρωποι της περιοχής με λυμένα τα ζωτικά τους θέματα και ασχολούνται με τον σχεδιασμό της αειφόρου ανάπτυξης της περιοχής τους προωθώντας με πλάνο νέους ανθρώπους και ικανούς στην τοπική αυτοδιοίκηση. Μέσα στην ψυχή του κυριαρχούν δυό πράγματα. Ηρεμία στην προσμονή των τελυταίων του χρόνων σε αυτή την γεμάτη ζωή και δικαίωση για την επιλογή του να μείνει και να αγωνιστεί πάνω στις αρχές και τα όνειρα που του παρέδωσαν οι προηγούμενοι Έλληνες.

Δεν είναι ένας υπέροχος τόπος για να ζεις, η πατρίδα μας ;

Ψιχαλίζει, ήρθε πάλι


Ως πέρα μακριά, ως εκεί που πιάνει το μάτι γκρι χρώματα.
Το φθινόπωρο είναι εδώ…

Δεν μας φταίει σε τίποτε το φουκαριάρικο… μια χαρά είναι. Εμείς από παιδιά το συνδέσαμε με το πρώτο ζόρι, να ξυπνήσεις και να φας με το ζόρι, να συρθείς στο μπάνιο με το ζόρι, να σε χτενίσει άτσαλα η μάνα με το ζόρι, να σε φτιάξει όπως πρέπει με το ζόρι ώσπου να κλείσεις την πόρτα πίσω σου και να ξεχυθείς στην αγκαλιά των συμμαθητών και στις απέραντες σκανταλιές ,στη Hakuna Matata του σκολειού των πρώιμων χρόνων μας.

Από τότε το Φθινόπωρο συμβολίζει την επιστροφή στο υποχρεωτικό. Kai εμείς δε σταματάμε ποτέ να υπηρετούμε αυτά που στοχοθετήσαμε στα πρώιμα χρόνια της ωριμότητάς μας. Έτσι άδικα , το έχουμε βάλει απέναντι. Χειμώνα και καλοκαίρι, στην άδεια και στη δουλειά, ακόμα και κατά τις απρόοπτες αποδράσεις μας κουβαλάμε τα στοιχήματά μας στοιβαγμένα στο χωλομένο το μυαλό μας διαρκώς. Πρωτοχρονιά με τη σαμπάνια ή το κόκκινο κρασί στο χέρι στοιχειώνουμε τις ανεπάρκειές μας ανεβάζοντας τον πήχη. Ανάσταση, με το πιρούνι πάνω από το ψητό κακοκαρδίζουμε το Θεό ζητώντας μάταιη συγχώρεση για τις προδοσίες προς τις αξίες μας(τους). Αύγουστο κάτω από τη πανσέληνο και υποσχόμαστε να φύγουμε κι όχι να διορθώσουμε. Απρίλη, με τα ρουθούνια ξεχειλισμένα γύρη και πάλι περιμένουμε στην ουρά για να βγάλουμε δάνειο.
Ελάτε τώρα. Δε μας φταίει το Φθινόπωρο. Ελάτε να το αγαπήσουμε φέτος. Ελάτε να το συνδέσουμε με την διάθεση για συναντήσεις αγαπημένων προσώπων. Ελάτε να το κολλήσουμε στη αγάπη που κρύβουμε για μερικές από τις ρουτίνες μας. Να βάλουμε στις ανίες μας λίγο φαρδύτερα ρούχα και να κρύψουμε τα παχάκια τους. Ελάτε να συγχωρήσουμε στον εαυτό μας μερικά αργοπορημένα ξυπνήματα κι ας βουλιάξει η χώρα. Ας κοντοσταθούμε να μυρίσουμε τις βροχές στο χώμα. Ελάτε να φωτογραφήσουμε θάμνους ! Ξέρετε… είναι στα καλύτερά τους με τα πρωτοβρόχια. Απόψε θα βάλουμε παλιά παπούτσια και θα βγούμε να βρούμε λακκούβες με νερό… Πλατς , πλατς, πλάτσα θα ‘χει…
Ξέρω, ξέρω καλοί μου… Κι εγώ μισώ να μαζεύω τα καλοκαιρινά. Τα καλοκαιρινά πάντα έξω θέλω να’ναι…
Σήμερα θα κάνω μια ανατροπή. Θα διαλέξω μερικά από τα καλοκαιρινά μου και θα τα αφήσω έξω για όλο το χειμώνα. Θα τα ταιριάξω σα να’ναι να τα βάλω αύριο, πρωί πρωί ! Και θα κάτσω απέναντι να τους δώσω υποσχέσεις. Να τους ρίχνω μια ματιά καθώς ξυπνάω, κάθε πρωί. Δίπλα στο καθρέφτη του μπάνιου θα τα κρεμάσω. Τα δημιουργικά μου πείσματα, τα παιδιάστικα παραπονάκια μου, το μίσος μου για την ήττα, την αφοσίωσή μου στη ζαβολιά, την αγάπη μου για τις ατέλειές μου και την ανάγκη μου για συγγνώμες. Ας έχω και μια κρεμάστρα με όλα τα έντονα χρώματα εκεί, κίτρινα, φωσφοριζέ πράσινα, καρπουζί και εκκωφαντικά μπλέ αχταρμά. Γιορτή.
Ως εκεί που πάει το μάτι γκρι χρώματα… Ως εκεί που πάει η ψυχή γιορτή.
Μ’ αρέσει το Φθινόπωρο. Μ’ αρέσει που θα σε δω με τις μουτράκλες μέχρι κάτω το πρωϊ να ψοφάς μέσα σου για το τσακ, το απρόσμενο, το μικρό που θα σε κάνει να σκάσεις στα γέλια.
Μ’ αρέσει που το βράδυ θα μεγεθύνεις τις νίκες σου σαν να επιτεύχθηκαν επί ανώτερων αντιπάλων. Μ’ αρέσει η φάτσα σου που λέει μη μου μιλάτε. Είσαι πρόσκληση για πείραγμα. Κι εγώ ο αγαπημένος σου προβοκάτορας συναγωνιστής και φίλος, θα σου αλλάζω τη διάθεση με μια τεράστια ικανοποίηση.
Τι νόημα έχει να πλέεις ανάμεσα σε ευχαριστημένα ψάρια; Η ανατροπή δικαιώνει την ελπίδα. Η μοναξιά κάνει την συνάντηση να θριαμβεύσει. Το πέσιμο κάνει γλυκιά τη στιγμή που θα ξανασηκωθείς. Η συννεφιά φέρνει στο προσκήνιο τη μαγεία του ήλιου. Και όλα χορεύουν σε μια υπέροχη οπερέτα που κάνει τον ηθοποιό, εσένα κι εμένα, να λατρεύει αυτό το γαμημένο σανίδι.
Καλημέρα, ψυχές υπέροχες. Ήρθε το Φθινόπωρο. Πάνω στην ώρα που μας την είχε δώσει στα νεύρα η ζέστη. Βάλτε καφέ.
Αρχίζει…