Κυριακή, Σεπτεμβρίου 27

Η απουσία και η επίκληση της αιδούς


Προχώρησαν περισσότερο από τις προηγούμενες φορές. Η Άρτεμις είχε βάλει στοίχημα ότι θα κατανικήσει τις φοβίες της τώρα που δίπλα της είχε εκείνον που πάντα ονειρευόταν. Έσφιγγε τα χέρια της στη μέση του σαν να ήταν το τελευταίο στήριγμα που την κρατούσε στη ζωή. Και ήταν… όπως όλα έδειχναν.
Ο Άγης πάλι φαινόταν εντελώς χαλαρός, μέσα στο στοιχείο του . Είχε εκείνη την ομορφιά του ατημέλητου φρέσκου αγοριού που η έλλειψη τυπικότητας ταιριάζει με όλες τις εκφάνσεις του.
Τίποτε δεν ήταν πρωτόγνωρο για τα μάτια του, μόνο έπιανες στο σφυγμό του μια πελώρια ανυπομονησία.
- Πόσα χρόνια έχουμε να έρθουμε εδώ ;
- Από τότε ματάκια μου…

Από τότε είχαν περάσει τρία καλοκαίρια, τρεις χειμώνες και τώρα, πάνω στην τρίτη άνοιξη που πήγε να σπαταληθεί, μια υπόσχεση έγινε προτεραιότητα για τους δυο τους και τους ξανά ‘φερε στο βουνό τους.
Η Varadero καβάλησε χαλαρά τα τελευταία σαμαράκια και φάνηκε η αρχή του χωματόδρομου. Τα δυό μεγάλα παιδιά χρωματίστηκαν ξαφνικά όμορφα από το παιχνίδι του ήλιου με τις φυλλωσιές. Ήταν σαν να τους πασπάλιζε με θρύμματα φρέσκιας τρούφας ο Θεός, για να νοστιμίσει το πάντρεμα των ειδώλων τους καθώς κυλούσαν μπρος από ένα σύννεφο χαράς και σκόνης.
Ο μαντρότοιχος από το παλιό καλύβι δεν άργησε να φανεί απλώνοντας εμπρός στα μάτια τους ένα σκηνικό παράλογο . Για αυτούς ήταν σαν να στρίβει το πλοίο τους για πρώτη φορά σε ένα ηλιοβασίλεμα μέσα στην καλντέρα της Σαντορίνης. Ανώτερο ακόμα. Τέσσερις αιώνες τα στοιχειά του δάσους πάλευαν να καταλάβουν την τραχιά κατασκευή από πέτρα και χώμα και ακόμη, το μόνο που κατάφερναν ήταν να την ωριμάζουν υπέροχα.
Ο Άγης άραξε τη μηχανή και την πήρε στην αγκαλιά του σαν εύθραυστο μωρό που σηκώνουν τα χέρια της φρέσκιας μάνας.
Ήθελε να την οδηγήσει αυτός στον θησαυρό που ανακάλυψε βήμα βήμα και να απολαύσει τις εκφράσεις που θα πάρει το βλέμμα της. Δεν κοίταζε γύρω, ο κόσμος ήταν το πρόσωπό της και έπινε νέκταρ γουλιά γουλιά από την υγρή λάμψη των ματιών της.

- Έλα άσε με κάτω μωρό μου, θα με πνίξεις με τον πόθο σου.
- Θα σε αφήσω μόνο εκεί που νομίζω εγώ, όταν χορτάσω τη μυρωδιά σου και καταλαγιάσω το λαχάνιασμά σου.

Το πέτρινο σπίτι ήταν μια ζωγραφιά. Μικρές ατέλειες στο σχήμα του, σκαλιά που είχε σπάσει η άκρη τους, ατημέλητα χυμένα κλαδιά από αγιόκλημα να μπερδεύονται με κόγχες στην πέτρα που φιλοξενούσαν σκιές, σπασμένα πήλινα ένα γύρω με κείνη την άγρια αταξία στολισμένα, μια πανδαισία της όρασης.
Η Άρτεμις χύθηκε σαν ευτυχισμένο κουτάβι στο ζεστό πέτρινο πεζούλι και άρπαξε το πρόσωπό του στις παλάμες της. Ήθελε κάθε μόριό του να την κυριεύσει μέχρι τελικής πτώσης. Τραβήχτηκε από την αγκαλιά της και άρχισε ξαναμμένος να της δείχνει τα κατορθώματά του.
- Εδώ ήταν ένα μάτσο σπασμένα καδρόνια και από κάτω βρήκα αυτό το σιδερένιο τραπεζάκι, το ανάστησα, πήγα πήρα και αυτό το ροζ μάρμαρο που τα ύφος του δένει με την ξεπλυμένη ώχρα του τοίχου. Εδώ δεν υπήρχε η βρύση, κουβάλησα κοτρόνες από το φαράγγι και το ‘στησα ξερολιθιά, εδώ, εδώ εδώ….
- Άγη, μπορείς σε παρακαλώ να βγάλεις τα παπούτσια σου και να σηκώσεις τα μανίκια σου, είσαι σαν ….μικροαστός που δείχνει στο συμπέθερο το καινούργιο του αυθαίρετο.
Γέλασε με την ψυχή του. Αλλά της έκανε το χατίρι.
- Έτσι αγόρι μου, τώρα είσαι το αλάνι που θέλω να με πάει ταξίδια. Και τώρα κάτι δύσκολο, θαρραλέε μου ιππότη.. θα μου έκανες το κέφι να μείνεις μόνο με αυτό το ξεβαμμένο πουκάμισο και μάλιστα ελαφρώς ξεκούμπωτο ;
- Δε μου λες θα με αφήσεις να σου κάνω μια σοβαρή επίδειξη όσων για δυό χρόνια μαστορεύω έχοντας αυτήν την συγκεκριμένη στιγμή στο μυαλό μου ; Έχω λιώσει στη δουλειά εδώ μικρή μου.
- Περί αυτού πρόκειται αγόρι μου. Θέλω την επίδειξη όπως την ονειρευόμουνα τα δυό τελευταία χρόνια και γω… ακριβώς όπως την είχα ονειρευτεί, καταλαβαίνεις ;
Ο Άγης πήρε εκείνο το τάχα πειραγμένο ύφος του θύματος και με παιχνιδιάρικες κινήσεις πέταξε στα παρτέρια όλα τα ρούχα του μέχρι να αισθανθεί τη ζεστασιά της πέτρας να γίνεται η μόνη αναφορά του κορμιού του με το περιβάλλον. Ήταν τώρα κι αυτός ελαφρώς λαχανιασμένος, από την προσμονή, αλλά συνέχισε.
- Εδώ πάνω που οι πέτρες εξέχουν ατίθασα θα βάζουμε εκείνα τα παλιά κεριά τα βράδυα για να παίζουν οι σκιές των κλαδιών με τα κορμιά μας. Η πόρτα είναι σκεβρωμένη αλλά δεν νομίζω να την ανοιγοκλείνουμε και πολύ, ο μόνος γείτονας είναι η κυρία Αγλαϊα απέναντι με τον παππού Τζίμι, αν εμφανιστούν ξαφνικά θα πώ ότι μόλις βγήκα από το ντουζ ε; Και να σου πω, νομίζω ότι δε βλέπουν πιο μακριά από τη μύτη τους. Πάνω στη σκεπή έχει ανοίγματα και την άνοιξη γεμίζει ο τόπος τιτιβίσματα, κάτσε να σου κατεβάσω ένα δυό ξεχασμένα φτερά για απόδειξη…
Η Άρτεμις τον είδε να τεντώνεται και δάκρυσε από ευτυχία. Τα λακάκια στον πισινό του ήταν το αγαπημένο της σημείο, και είχε τόσο καιρό να τα χορτάσει. Τον άφησε να τρίβεται σχεδόν ολόγυμνος στο περβάζι και τις πέτρες, κι αυτός άργησε επίτηδες να κατέβει, ήξερε ότι ο χρόνος δουλεύει προς όφελος των ορμών τους. Όταν γύρισε είδε αυτό που ποθούσε. Η μικρή του είχε αφήσει το πουκάμισό της να πέσει δίπλα, είχε ανοίξει τα σκέλια της και με ανασηκωμένη την φούστα είχε αρχίσει να χαϊδεύει την κλειτορίδα της απαλά, κοιτώντας τον κατάματα, βαθειά, δυνατά με τρόπο που δήλωνε ότι είναι μόνοι τους σε όλο το πλανήτη.
- Θέλω να σε νιώσω να με χωρίζεις στα δυό αντράκι μου. Σε κορμί και σε μυαλό, και να κάνεις το μυαλό μου ολοκληρωτικά να υποταχθεί στο σώμα μου.
Ο Άγης πλησίασε και έσκυψε μέσα της. Την λάτρεψε και την τρύγησε μέχρι να αποθηκεύσει όσο περισσότερες πληροφορίες μπορούσε να χωρέσει ο νους του, κι ακόμη περισσότερες. Αύριο θα μπορούσε σαν μηρυκαστικό να ανακαλεί την γεύση και την μυρωδιά της και να γιατρεύει την απουσία.
Η Άρτεμις είχε παραδοθεί σε παραισθήσεις. Θάλασσα χάιδευε με χίλια χέρια τρυφερά κάθε της σημείο και τη σκόρπιζε ένα γύρω, σαν ένα σμάρι τρομαγμένων πεταλούδων ώσπου να μη γνωρίζει πιά, πιο είναι κάθε της μέλος και τι από αυτά ελέγχει.
Μέσα σε ένα αργόσυρτο χορό από πνιχτούς αναστεναγμούς άφησε το κορμί της να αποθέσει στη γλώσσα του όλα τα τεκμήρια της ευγνωμοσύνης μέχρι η βρύσες της να αδειάσουν από νέκταρ και η ψυχή της να στερέψει από λαχτάρες και πόθους μηνών. Νόμισε πως άφησε το όνομά του στην πέτρα, χαράζοντάς την με τη δύναμη που πάτησε τις παλάμες και τα δάκτυλα στη γη. Αλλά η πέτρα ήταν ανώτερη της θέλησής της, είχε μαγεία ξαναδεί.
Και τότε, μισανοίγοντας τα μάτια χαμογέλασε γαλήνια με το θέαμα. Δυό γάτες παίζανε εκεί δα, ένα βήμα παραπέρα, εντελώς ασυγκίνητες από το σκηνικό, κυνηγώντας ένα μικρό ανήμπορο ζουζούνι κι απορώντας με τους δυό ανθρώπους, που το κάνουν θέμα. Δεν ήταν επτάψυχες μάλλον, αλλά είχαν στα μάτια τους εκείνη τη σιγουριά που έχει όποιος μπορεί συχνότερα την ψυχή του από το κορμί να ταϊζει.. και είχαν υπέροχα μάτια…


Πίσω στο διαμέρισμα της Κυψέλης η αδελφή της Άρτεμης η Ελένη έτριβε με βιασύνη το κορμί της με μια ενυδατική κρέμα, ήξερε ότι ο Νίκος την περιμένει μετρώντας τα λεπτά για να την πάρει στα χέρια του. Σαββατόβραδο, χωρίς παιδιά, χωρίς κινητά και χωρίς ατζέντα για το άλλο πρωί μέχρι τις 10, ήταν η ώρα της εκδίκησης του αστού. Ο Νίκος είχε χωθεί στα σεντόνια με μια μικρή συστολή, πλυμένος άψογα, ιδιαίτερα εκεί, με μια βουβή προσμονή για κάτι ανώτερο αυτή τη φορά, και ρούφαγε τη κοιλιά του κάνοντας πρόβες για να δείξει αρρενωπός. Σηκώθηκε άλλες δυό φορές βιαστικά, μια για να πάρει πιο κοντά του ένα κουτί με προφυλακτικά, μια για να κλείσει το ένα πορτατίφ, κοιτούσε ένα γύρω με ανησυχία, κάτι, κάτι δεν ήτανε σωστά, αλλά δεν ήταν προφανές να το διορθώσει. Ακούστηκε το χερούλι της πόρτας και πήρε την τελευταία δυνατή ρουφηξιά αέρα για να δείξει πράος και τάχατες αδιάφορος με το γεγονός.
Η Ελένη είχε φορέσει τα εσώρουχα, τις πυτζάμες, ακόμη και τα καλτσάκια που ζεσταίνανε κάθε βραδιά τα παγωμένα της πόδια. Έκανε τις καθιερωμένες κινήσεις σαν να μην τρέχει τίποτε, έφερε δίπλα της όλα όσα χρειάζεται για έναν ασφαλή και οργανωμένο ύπνο, παριστάνοντας ότι δεν θα σηκωθεί ξανά. Με μια ξαφνική κίνηση έκλεισε και το δεύτερο πορτατίφ και κούρνιασε δίπλα του σαν γάτα. Έπεσε σιωπή.
- Αχ, ωραία είναι
- Έχεις κρύα χεράκια, χώστα λίγο στη πυτζάμα μου να ζεσταθούν.
- Όχι όχι, εντάξει είναι, πάντα κρύα είναι, το κυκλοφορικό μου, ξέρεις τώρα.
- Φόρεσες τις αγαπημένες μου πυτζάμες ;
- Εσύ όλες τις λες αγαπημένες άμα έχεις καιρό να…
- Όχι αυτές μου αρέσουν λίγο παραπάνω γιατί ξεκουμπώνουν εύκολα.
Γύρισε προς το μέρος του και τον φίλησε πεταχτά. Έπεσε σιωπή. Ξανά.
Τα χέρια του Νίκου κινήθηκαν απαλά, αθόρυβα σαν συνομώτες προς τα πόδια της. Ήταν σφιγμένη σαν παλιό ξύλο. Την χάϊδεψε απαλά στους μηρούς, γύρω από τα επίμαχα σημεία, να μην μπορείς να το πείς χάδι, σαν μια κίνηση αβροφροσύνης ένα πράγμα. Η Ελένη έβλεπε ότι πλησίαζε η ώρα. Έκανε μια κίνηση απότομη και του ξέφυγε. Με μια εξίσου βιαστική κίνηση έβγαλε τη μπυτζάμα με το μακώ της ταυτόχρονα, και αμέσως μετά μάζεψε τα πόδια και πήρε με τα δάκτυλα αμπάριζα τα υπόλοιπα ρούχα της, παντελόνι, σλιπάκι και κάλτσες σαν μια μπάλα άμορφη πέσανε δίπλα από το κρεβάτι. Κι έτσι ολόγυμνη έγειρε δεξιά προς το μοιραίο. Ο Νίκος ήταν ήδη τσίτσιδος. Είναι απίστευτη η ταχύτητα του αρσενικού σαν έλθει η ώρα. Κάνοντας λίγο σπαστικές κινήσεις έφερε τα σκέλια του κοντά στα χέρια της για να τον ακουμπήσει. Η Ελένη ρώτησε με ειλικρινή αφέλεια…
- Τι θέλει ο Νικολούκος μου ;
- ΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜΜ
Έπεσε σιωπή ξανά.
Για λίγο πάλεψαν να επιβάλλουν τους όρους στο παιχνίδι. Εκείνη του έδειχνε τυλίγοντας τα πόδια της γύρω του με δύναμη ότι τον ήθελε γρήγορα μέσα της, μια ψυχή που είναι να βγεί … Κι αυτός ο δύστυχος σαν φοβισμένο κουτάβι, πάλευε να πεί με μια ακατανόητη σειρά από απελπισμένες κινήσεις αυτό που δεν τολμούσε να ξεστομίσει. Ότι θέλει κάποια προκαταρτικά, ότι κι αυτός δικαιούται να του τον πάρει μια γυναίκα στο στόμα, να τον απογειώσει, να τον κάνει για λίγο αφέντη, να τον προετοιμάσει για μια παράσταση που μόνον εκείνος μπορούσε να της χαρίσει.
- Έλα, σε θέλω τώρα αμέσως.
Κάθε λάθρα σκέψη για διαστροφή πήγε περίπατο. Ο Νίκος αφέθηκε χαλαρός να τον οδηγήσει μέσα του. Με μια σειρά από επιδέξειες τακτικές, χρόνια δοκιμασμένες η Ελένη τον οδήγησε σε έναν λυτρωτικό για αυτήν πρόωρο οργασμό. Της πήρε 1 λεπτό. Ο Νίκος σηκώθηκε σχετικά αγχωμένος και προσέχοντας να μην στάξει τα καθαρά σεντόνια όρμησε στην τουαλέτα. Έκανε 1 λεπτό να σκουπιστεί και γύρισε αμέσως κοντά της.
Το κρεβάτι ήταν τέλεια σιγυρισμένο. Το χαλί ίσιο. Η Ελένη είχε φορέσει όλα της τα ρούχα, τα καλτσάκια και μια ζακέτα για να μην κρυώσει μετά. Θαρρείς και μπήκε σε μια άλλη κάμαρα, θαρρείς και ήταν παραίσθηση όλο αυτό ο Νίκος βυθίστηκε στο κρεβάτι των αμφιβολιών του. Δεν την ικανοποίησα πάλι. Έχει κι αυτή τα δίκια της. Το ίδιο πιάτο φαί μέρα νύχτα δέκα χρόνια.
Πέρασε το χέρι του εκεί που της έρεσε, ανάμεσα στα δικά της και το στήθος της, σε μια συμβολική θέση που υποδήλωνε την κυριότητα του ενός προς τον άλλον. Έσκυψε να μυρίσει κάποιο τεκμήριό του στον λαιμό της. Η αναπνοή της ήταν σταθερή.
Έπεσε σιωπή, πάλι….


Η Άρτεμις φώναξε με όλη της τη δύναμη.
- Άγη ; Θα αφήσεις τις γάτες ήσυχες να με πας σπίτι ;
Η τεράστια κούπα με τον καφέ είχε σχεδόν αδειάσει, τα πνευμόνια της θα έσκαγαν από καθαρό αέρα, οι φυλλωσιές του αμπελιού και του αγιοκλίματος παίζανε με τα αυτιά της και μερικά σάπια φύλλα είχαν μπερδευτεί μέσα στα ξυπόλυτα πόδια της. Ο Άγης την κούμπωσε φιλώντας για τελευταία φορά για σήμερα κάθε σημείο που με πόνο ψυχής ξανάκρυβε στα ρούχα. Τα μάτια τους κοιτιόντουσαν με μια λατρεία που μόνο στα όνειρα και στα έργα του cinema μπορούσες να συναντήσεις. Πληρότητα. Πληρότητα ήταν αυτό που έβγαζε η ματιά τους.
- Τι έχεις πάθει με τις γάτες άντρα μου ;
- Προσπαθώ να συγκρίνω τα μάτια τους με τα δικά σου. Υπερέχεις άστρο μου. Λάμπεις ασύγκριτα από την ευχαρίστηση. Είμαι τυχερός που μπορώ να σε δω σε αυτήν την άθλια κατάσταση με τα ρούχα σου ατημέλητα και ξυπόλυτη σαν ζητιάνα να έχεις τόσο λαμπερά μάτια. Τι έγινε χθες ; Ήπια πολύ και δε θυμάμαι…
Το χαστούκι της ήταν ένα από τα καλύτερα χάδια που θυμόταν να της έχει αποσπάσει. Την φίλησε και την έσφιξε μέχρι να ακούσει διαμαρτυρίες.
- Θα με πνίξεις, κι ύστερα θα πρέπει να πηδάς τις γάτες.

Κατέβηκαν σε μια ώρα στον πολιτισμό, χώθηκαν στο αστικό τοπίο, οι ανάσες τους πήραν το ρυθμό του άγχους της πόλης. Ο Άγης σταμάτησε κάτω από το σπίτι και χτύπησε στην Ελένη.
- Κατεβαίνω, καλώστους.
Η Ελένη ξεπρόβαλε τέλεια στυλιζαρισμένη και χάρισε ένα μάλλον διεκπεραιωτικό χαμόγελο στον Άγη.
- Αργήσατε, ανησύχησα , χτυπάτε κανένα τηλέφωνο.
Με επιδέξειες κινήσεις έσυρε το αναπηρικό καροτσάκι της Άρτεμης δίπλα στο αυτοκίνητο.
- Έλα καλή μου, και σταμάτα να χαμογελάς σαν Θεά. Θα μου τα πείς μόλις βράσει ο καφές. Όλα εντάξει μωρό μου έ;
- Όλα τέλεια Ελένη, όχι εν τάξει, αλλά τέλεια.
Έριξαν μια ματιά στον Άγη που έκανε πως φεύγει άνετος. Τα μάτια του είχαν γεμίσει δάκρυα. Δεν γύρισε να κοιτάξει. Κάθησε στο πεζούλι του δρόμου δέκα μέτρα παρακάτω και άφησε τον εαυτό του να λυθεί στα κλάματα. Εικόνες, το δάσος, η πόλη, ο έρωτας, το ατύχημα, τα νοσοκομεία, οι λαχτάρες, οι πόθοι, όλα ένας αχταρμάς. Και θλίψη για την αγαπημένη της ζωής του. Θα ‘δινε δέκα χρόνια να την δει να τρέχει μέσα στα δέντρα.
- Πάρε μικρέ να φας κάτι !
Δεν πρόλαβε να καταλάβει τι έγινε, ένας περαστικός του έριξε ένα 2ευρω και δεν πρόλαβε να δεί καν τα μάτια του, αν άξιζαν τον κόπο να τον αρπάξει. Ανασηκώθηκε. Μπόρεσε να μάσει τα συναισθήματά του και να τα πάρει μαζί του για αργότερα. Εκεί, στο βουνό, στο σπίτι που όλα μυρίζουν εκείνη, θα τα έβαζε σε τάξη. Αστεία είναι η ζωή. Τραγική και όμορφη ταυτόχρονα.


Πάνω στο σπίτι η πόρτα χτύπησε δεύτερη φορά και διέκοψε τα χαχανητά των αδελφών. Ο Νίκος μπήκε με την εφημερίδα και τα 3 cd κρατώντας με δυσκολία τη δυσφορία του.
- Κι άλλη άνοδος επιτοκίων. Και έχεις και τα πρεζόνια να κλαίνε τη μοίρα τους μέσα στα πόδια μας, εδώ και κει, κυλιούνται χάμω σαν ζώα.
- Έλα Νικόλα, ο καφές είναι ζεστός, σήμερα είμαστε χαλαροί Κυριακάτικα, μη μας τεντώνεις επιχειρηματία μου. Καλημέρα.
Πες μια κουβέντα στην καημένη την Άρτεμη, τώρα μπήκες.
Βυθίστηκε στην εφημερίδα. Γλύτωσε πολλά. Δεν είδε την έκφραση συμπόνιας της Άρτεμης προς αυτούς,τους ευτυχισμένους τακτοποιημένους και αρτιμελείς σαρραντάρηδες της πόλης. Δεν την είδε, δεν την ανέλυσε, δεν την αντιμετώπισε. Όλα καλά.
Έπεσε σιωπή.
Πάλι.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

εντυπώσεις ;