Δευτέρα, Ιουνίου 24

τα πλάσματά της, εμείς



     Η σελήνη πάλι ωρύεται. Δε τη συνερίζομαι.
Τα μάτια μου καρφωμένα στο φάρο. Σε αυτό το ηρεμιστικό που παίρνουν για να μη φρικάρουν οι χαμένοι. Περιμένω με δέος. Νάτη …η δέσμη από κρύο φως. Σαρώνει την περιοχή μου κάθε δυο τέρμινα. Λάμπω και σβήνω. Σβήνω αλλά ξέρω πότε ακριβώς η λάμψη θα επιστρέψει. Κι έτσι μένω ήμερος. Εξημερωμένος, ναι. Αποχαυνωμένος λές εσύ ; Δε με ενδιαφέρεις. Εγώ είμαι βολικά...
      Η σελήνη πάλι ωρύεται. Εγώ, όχι .
Τα μάτια μου καρφωμένα στο σκοτάδι. Το σκοτάδι που κρατάει δυο τέρμινα και μετά γίνεται κρύο φως. Το σκοτάδι. Φέτες ηρεμίας. Τις καταναλώνω με βουλιμία, τις διαχειρίζομαι ακόμη καλά. Θέλω να πω, φέτα φέτα, όλα μπορώ να τα καταπιώ. Ακόμη και το φως που ακολουθεί. Να...
      Τώρα περνάει το φως του. Δε με τρομάζει. Θα φύγει . Είναι σαν αστέρι που πέφτει, μόνο τούτο δεν σε πιέζει να κάνεις ευχή. Την ευχή μπορείς να την απευθύνεις στο ενδιάμεσο σκοτάδι.  Θέλω να μην γίνω φάρος. Θέλω να μη γίνω σκότος. Θέλω να μην είμαι στέρεος. Θέλω να μη ξέρω τι είμαι, θέλω απλά να γίνω η ευχή μιας ψυχής. Εκείνη να ξέρει… Εγώ θέλω να μην δεσμευθώ. Θέλω να είμαι εφήμερος.
      Η σελήνη πάλι ωρύεται. Εγώ, περιμένω το επόμενο φως. Ή πάλι το επόμενο σκότος. Τα μάτια μου καρφωμένα στο φάρο. Θα σβήσεις γαμημένε.... πάλι. Να το. Το ήξερα. Μπορώ να βασίζομαι. Έτσι...

      Τότε, καθώς ανεβάζω σφυγμούς για να το υποδεχθώ, εκείνο το συγκεκριμένης διάρκειας και έντασης φως με παρακάμπτει ! Τρία, τέσσερα τέρμινα και η δέσμη του φάρου απούσα.
      Οι κόρες μου διαστέλλονται. Κάτι κόβει τα σωθικά μου και μαζεύω τα χέρια μου να συγκροτήσω ένα ολάκερο ον. Του κάκου. Αποδομούμαι. Καίγονται και εκείνες οι  λάμπες ;  Μετά ; Ποιός θα είναι εδώ για να με βοηθάει να μετρώ ; Καίγονται οι λάμπες των φάρων ; Δε νομίζω. Ξαναμετρώ. Δυο, τρία, τέσσερα τέρμινα και πάλι η δέσμη απούσα. Τώρα είμαι εκτεθειμένος στο φόβο. Το συνεχές φως της, δε το είχα υπολογίσει ως σκηνικό.  Τρέμω για τα καλά. Νομίζω, έρχεται ένα τέλος τραγικά άδοξο. Τρία τέσσερα, σε παρακαλώ, έλα, έλα… τίποτα !
      Η σελήνη με περιγελά. Εγώ πάλι όχι. Στρέφομαι πάνω της με μίσος. Τι έκανες πουτάνα στο φάρο ; Γιατί ; Μίλα μαλακισμένη ασθενική ύαινα. Βλέπω τα δόντια σου που έχουν χαλάσει από την άκριτη κατανάλωση ανθρώπινης σάρκας. Μη μου γελάς εμένα χαιρέκακα. Άμα θέλω σε σβήνω τώρα. Αρκεί να αρνηθώ μια από τις αισθήσεις μου. Τι νόμισες όρνιο ; Αρκεί να κλείσω τα μάτια. Τέλος.
      Δεν είμαι καλά. Περιμένω το φάρο να επιστρέψει. Σε ποιόν τηλεφωνείς άμα σε παραλείψει ο φάρος σου ; Τηλεφωνείς κάπου, έτσι δεν είναι ;
      Πρέπει να έχω ασπρίσει σαν εκείνο το φως. Αίμα ακίνητο σε κορμί καταψύχτη. Η ψυχή και το ψύχος ζευγάρι. Αχώριστοι. Τρία, τέσσερα, Τρίτη φορά που χάνεται. Οι βεβαιότητες συντρίβονται. Είναι εδώ, είναι κάπου εδώ οι ακρογωνιαίοι λίθοι μου, απλά και οι λίθοι στο σκότος οδεύουν στη λήθη. Μέσα μου κάτι τσιρίζει σα γατί που το ξεσκίζουν σκυλιά.
      Τότε, μέσα σε πλήρη πανικό, καταλαβαίνω τι γίνεται. Εκεί μπροστά στα μάτια μου εκτυλίσσεται η απάντηση. Ένα σουλούπι στυγερά μαύρο, ένα σαπιοκάραβο που έχει λυθεί, το φάντασμα μιας υπόστασης ξεχασμένης, ένα σκοτεινό κομμάτι λαμαρίνας, ζυγώνει κατά πάνω μου. Ένα κουφάρι πλοίου σέρνεται ανάμεσα σε μένα και το φάρο μου.  Έχει κρύψει τώρα εκτός από το βράχο και εκείνη. Είναι σιωπηλό. Στην πλώρη του φεγγοβολάνε υπολείμματα φωτεινής δέσμης. Ανάμεσα σε μένα και το φάρο, εκείνο. Ένα σαπιοκάραβο ολάκερο μαύρο. Δυο, τρία τέρμινα, τέσσερα, πέντε ακόμη, κι εκείνο ολοένα ζυγώνει. Η σκιά του είναι πιο δυνατή από το σκότος. Είναι μαύρο και άραχνο. Είναι μπροστά από τις δυό πηγές φωτός που καθορίζουν την ατζέντα μου. Μαύρη λαμαρίνα, μαύρα πλήκτρα, μαύρες σκέψεις, άφαντο φως. Σκοτάδι που δε ξέρει να μετράει, δυό τρία τέσσερα, τίποτε δε συμβαίνει. 
      Μια μαύρη τρύπα. Ο επανακαθορισμός των διαστάσεών μου. Η αναμέτρηση. Το δέος. Ο πνιγμός ;
      Πισωπατάω. Μεγαλώνω την διορία μου. Εκείνο το τέρας ζυγώνει στην ακτή. Η κοιλιά του αρχίζει να ξηλώνει τα μύδια. Στριγγλίζει απόκοσμα. Εγώ κοιτώ για τη δική μου σκιά. Την έχει καταπιεί ολάκερη το τέρας. Με ζυγώνει. Με ζυγιάζει. Με τοποθετεί στη βιτρίνα του με τα θηράματα. Με καταπίνει ;
      Όχι ! 
      Δεν με καταπίνει. Τινάζομαι και οπλίζω το κορμί μου να συγκρουστεί. Τρέχω με μανία προς τα πρώτα δέντρα. Πιάνομαι στο πιο γέρικο και σκαρφαλώνω ψηλά σκίζοντας δάχτυλα και παλάμες, σκαρφαλώνω δυό, τρία, τέσσερα κλαδιά, ψηλώνω τη θωριά μου μέχρι που φτάνω ίσος κι όμοιος με το φόβο.
     Μια δέσμη κρύο φως σαρώνει τα υπόλοιπα. Ο φάρος δουλεύει. Ο φάρος δουλεύει. Ο φάρος δουλεύει. Τρία, τέσσερα, φως, τρία τέσσερα φως. Τρία τέσσερα βαθειά αναπνοή. Τρία τέσσερα, αίμα που κυλά ξανά. Τρία τέσσερα, μάτια που ανοίγουν με όρεξη. Τρία τέσσερα, εγώ εδώ. Εγώ, εδώ. Φως και σκότος που εναλάσσεται πάλι. Το σκηνικό που με εξημερώνει.
     Το σαπιοκάραβο έχει σκάψει με όση απελπισία του απομένει, τρία τέσσερα μέτρα στέρεη γη. Ύστερα ο βράχος, παλιότερος, ισχυρότερος, κραταιός σα ψυχή το τσαλακώνει και το σταματά. Του βάζει το μέτρο. Μέχρι εδώ είναι ο τόπος για τα κουφάρια από μαύρη λαμαρίνα. Από εδώ και πέρα αρχίζει η γη των πλασμάτων της. Η γη των παιδιών της σελήνης.
     Εκείνη παίζει για λίγο καίγοντας τις άκρες της λαμαρίνας. Μετά ανατέλλει ξανά πίσω από τη τσιμινιέρα. Στην αρχή περιπαιχτικά, μετά αφοπλιστικά.  Με καταπίνει το ωχρό της. Πασχίζω να την αγνοήσω. Θέλω μονάχα εγώ και ο φάρος. Εκείνη γελάει με τόσο φθόνο που τρομάζουν οι γλάροι. Καρφώνω τα μάτια στο φάρο Μου. Καρφώνω τα λόγια μου στο φάρο Μου.         

 -   Είσαι το μόνο που χρειάζομαι,  τον βεβαιώνω. Δε μπορείς να χαλάσεις, ακούς ;
    Εκείνος νεύει, τρία τέσσερα, φως. 
-   Χρειάζομαι μονάχα τούτη τη βεβαιότητα που αναδίδεις, χρειάζομαι ένα μάρτυρα που αντιλαμβάνεται τον χρόνο με την βέβαιη θνητότητα μαζί. Καταλαβαίνεις ; Χρειάζομαι συμμάχους που δεν περιγελούν τις έννοιες της φθοράς, της ανυπομονησίας, της αγωνίας, χρειάζομαι συμμάχους που δεν θα παραμείνουν εδώ μετά από εμένα. Η λάμπα σου φθείρεται, έτσι ; Κάθε αναπνοή μου, κάθε άναμά σου, είναι ένα σπέρμα της κοινής μας φθοράς με το προβλέψιμο τέλος.
     Εκείνος νεύει λίγο πιο ασθενικά. Και εγώ το ίδιο. Θέλω να πω, κάθε φορά που κοιτώ κοιτά λίγο πιο αδύναμα. Είμαι πλάσμα του, όχι πλάσμα της.
     Εκείνη γελά φωναχτά. Οι γλάροι έχουν ξεσηκωθεί μέσα στα μαύρα μεσάνυχτα. Γελούν αναπαράγοντας τη φωνή της. Εκείνη με κοιτάζει κατάματα. Δεν υπάρχει φάρος, σα να μου λέει. Είναι που ανοιγοκλείνετε όλοι σας τα βλέφαρα από κάποιο ελάττωμα στη κατασκευή. Δεν υπάρχει φάρος. Μονάχα εγώ. Το ανεξίτηλο φως μου. Φωτίζω το φόβο σας. Κατασπαράζω τα κουτιά σας, δεν σας επιτρέπω να κλείνετε εκεί μέσα τίποτε. Ούτε βεβαιότητες, ούτε υποθήκες. Είστε πλάσματά μου όλοι σας. Σας καθορίζω. Είστε το αποτέλεσμα του φωτός μου. Είστε οι μαριονέτες μου. Είστε , τίποτε, φως ...
     Καθώς το βράδυ βαθαίνει γύρω, εκείνη πλησιάζει και περνάει πίσω από το φάρο. Θέλει να σφραγίσει την εξουσία της πανηγυρικά.  Σπεύδω να αλλάξω θέση. Δε γίνεται, δε γίνεται με πλάγια βήματα, με δρασκελιές, με φτερά, με πανικόβλητα πηδήματα, δε γίνεται να αλλάξεις τη θέση που διαλέγει η σελήνη. Μπαίνει πίσω από το φάρο και τον καταπίνει. Η κυριαρχία της επιβεβαιώνεται με τούτο το ευφάνταστο φινάλε.Το φως της καταπίνει το φως του. Το σβήσιμό του γίνεται αόρατο.
     Το σαπιοκάραβο επιβεβαιώνει με στριγκλή φωνή. Άκου, μικρέ.... Δεν υπάρχουν φάροι. Το κουφάρι του κινείται ελαφρά από ένα κύμα. Ο τριγμός του με ανατριχιάζει ολάκερο. Αν υπήρχαν φάροι μικρέ εγώ ακόμη θα ταξίδευα.  Πασχίζω να διακρίνω το δικό του φως, μέσα στο δικό της, εκείνη τη δέσμη, εκείνη την alla carte επίγνωση, ένα δυό τρία, τίποτε, φως, φως ανελέητο, διαρκές ξεσκίζει τις κρυψώνες μου. Ούτε μια στιγμή σκότους. Κανένας σύμμαχος.
     Μέτρημα τέλος. Στεγανά τέλος. Φάρος τέλος. Πρέπει τώρα να αναμετρηθώ με το μόνιμο φως. Δε μπορώ να αγνοήσω σκιερά μέρη του εαυτού μου. Δεν υπάρχουν. Εκείνη δεν το επιτρέπει. Πρέπει να περπατήσω ολόφωτος. Είναι οδυνηρό αλλά το συνηθίζεις. Να μη βασίζεσαι στα μικρά σκοτάδια. Να μην κοντοστέκεσαι εκεί που κανείς δε σε βλέπει. Να περπατάς ολόφωτος, συνεχώς. Για τούτο είναι ρυθμισμένα τα πλάσματά της. Να περπατούν ολόφωτα διαρκώς. 
     Πόσο μου αρέσουν τα νούμερα γαμώτο ! Να μετρήσω ξανά, να μετρήσω διάολε, τίποτε άλλο ...
     Πασχίζω να ξαναεπιβάλλω στο μυαλό μου τα νούμερα. Τρία τέσσερα κλαριά, τρία τέσσερα μέτρα άμμος, τρία τέσσερα να 'τη η δέσμη με το φως, τώρα θα φύγει, τρία τέσσερα ακόμη χρόνια, θα επαναστατήσω, τρία τέσσερα ακόμη λεπτά και θα τους κρυφτώ, τρία τέσσερα και εκείνη θα έλθει, τρία τέσσερα....  Πέντε έξι, τώρα θα φύγουν οι φόβοι μου, έξι εφτά, κάπιος θα κάνει τη βρώμικη δουλειά, άλλος, άλλος κάποιος... Οκτώ υπαναχωρήσεις αλλά όχι δέκα, Εννέα ανάσες ακόμη και βγαίνω...
     Εννέα, δέκα, ένδεκα… τι νόημα έχει ; Τι νόημα έχεις ; Τι νόημα έχεις ηλίθιε μετρονόμε ; 
    Πέντε, τέσσερα, τρία, δυο, ένα.  μηδεν.  Αυτό.  Μηδέν. Αρχίζω. Ζω. Πα να πει.... Είμαι στο φως ! 

        Και εσύ ;  Ναι εσύ... εσύ που έφτασες μέχρι τούτες τις λέξεις, πίσω από την οθόνη, πίσω από το σκοτάδι της, πίσω από το δάχτυλό σου...
    Εσύ ποιανού πλάσμα είσαι ;  Γιατί, να, πως να στο πω... σα να μου φαίνεται πλέον ότι με ενδιαφέρεις ...
     

Τρίτη, Ιουνίου 18

δε γυρίζει η ρόδα με έναν

Ανεβείτε, μη κρύβεστε !  Χωράμε ..
Εξάλλου...

Σα γεμίσουν οι ακτίνες κορμιά θα γίνει το δέντρο καρπερό κι ο κόσμος

όμορφος θα δείχνει .

Ανεβείτε σας λέω...

Κυριακή, Ιουνίου 16

ρηχοσπερμα




    Όλα είναι εκεί. Δε τα βλέπουμε με την πρώτη, αλλά δεν είναι όλο δικό τους το φταίξιμο.
       Η γυναίκα πάλευε να μαζέψει τα κομμάτια της. Το κορμί της μούλιαζε κάτω από ανελέητα καυτό νερό, είχε χάσει την αίσθηση του χρόνου. Ήταν καθισμένη στο δάπεδο της ντουζιέρας με τα χέρια τυλιγμένα γύρω από τα πόδια της, ένα μικρό κουβάρι που άχνιζε. Έκλαιγε. Κρυβόταν. Μισούσε. Ξέθαβε. Έκλαιγε.
       Έπρεπε να ζητήσει φυσιολογικό τοκετό, τι μαλακία. Για να έχει έναν πόνο ως μέτρο της αντοχής της. Έπρεπε να τον έχει καθαρίσει με τα χέρια της. Για να έχει ένα μέτρο της δικαιοσύνης. Έπρεπε να πηγαίνει τακτικότερα στα μνήματα. Για να έχει ένα στίγμα της προέλευσής της. Έπρεπε να εκτίθεται συχνότερα στον έρωτα. Για να έχει μια αναφορά στην παιδικότητά της.
       Το παιδί κυκλοφορούσε έξω από το μπάνιο ανυπόμονα. Μια διαίσθηση δεν το άφηνε να την διακόψει. Εκείνο έλπιζε να ανοίξει η πόρτα και να βγεί η σωστή. Να βγει τούτη τη φορά η σωστή μάνα του. Έπρεπε να της το πει κάποια μέρα δυνατά και κατάμουτρα, απλά, δεν είχε ακόμη συγκροτήσει λόγο ντουφέκι. Μικρό ήταν…
      Ο άντρας μπαινόβγαινε νευρικά στο σπίτι, τον άκουγε πως παρίστανε τον ενοχλημένο ο μανιακός. Κάθε φορά που έχανε το μαστίγιο γινόταν άγριο θηρίο. Μεγάλο πράγμα να μπορείς να απολαύσεις ένα άλογο χωρίς να το ζέψεις. Όμως όχι, το πρώτο που φαντάζεσαι μέσα σε κείνα τα δυό χέρια είναι χαλινάρια. Όχι καρπούς, όχι βυζάκια, όχι δάκρυα, όχι αγκάθια, μοναχά χαλινάρια. Γκέμια, ναι.
      Το νερό άρχισε να κρυώνει. Η γυναίκα έσφιξε τους πόρους της και έμεινε εκεί να προσαρμοστεί. Μπορούσε να προσαρμοστεί ακόμη και σε παγωμένο. Μόνο σε εκείνον δεν μπορούσε να προσαρμοστεί. Δεν ήταν η θερμοκρασία του. Ήταν που έτρεχε χλιαρά, αδύναμος να την ξεπλύνει από οτιδήποτε. Από την κούραση, από την καύλα, από τη μικρότητα, από τους φόβους, από τα σημάδια. Τίποτε δεν μπορεί να ξεπλύνει το χάδι ενός χλιαρού άντρα.
     Εκείνος τώρα τηλεφωνούσε με ένα βλέμμα δήθεν υπηρεσιακό. Τι ηλίθιος. Το πρόσωπό του ανοιχτό βιβλίο. Τα μάτια του δεν πρόδιδαν, όχι, αλλά ποιος νομίζει ότι τα μάτια είναι ο καθρέφτης του μυαλού ; Είχε χαλαρώσει όλες τις ρητίδες στο μέτωπο, είχε ένα πηγούνι που έτρεμε από στοργή και είχε ανακατέψει τα μαλλιά του με τα δάχτυλα τόσες φορές που καταλάβαινες ότι έκανε έρωτα με την φωνή της. Το παιδί τον είχε καταλάβει γιατί έκανε να του δείξει κάτι και ρίχνοντάς του μια ματιά από την πόρτα, έκανε μεταβολή. Δύσκολη Κυριακή για να είσαι γιος σε εκείνο το σπίτι. Δε τολμούσε να το πει σπίτι τους. Κανείς από τους τρεις.  
     Το νερό τώρα την έκοβε φέτες παγωτό. Ακόμη δεν είχε την πρόθεση να βγεί. Δεν ήταν μόνο η δοκιμασία της ψυχρολουσίας, ήταν μια αποκατάσταση των πραγμάτων. Μέσα της πάγος. Έξω της ρίγος. Δάκρυα κρύσταλλα που κόβουν. Η γυναίκα τώρα είχε το σώμα που αρμόζει σε ένα πτώμα. Όλα κανονικά. Τι λέξη !
     Μπήκε στο μπάνιο για να την ψάξει. Δεν της απευθύνθηκε αμέσως, έριξε ένα βλέμμα δουλεμένο, απαίτηση προσοχής, συγκαλυμμένη προσταγή. Το βλέμμα του πέρασε από το κορμί της και το απορρόφησαν τα βρεγμένα πλακάκια. Εκείνος έλαβε την επιστροφή. Ένα βλέμμα που επιστρέφει ολάκερο, έχει πέσει σε κρύα και σκληρή επιφάνεια. Είναι ενισχυμένο και αμείλιχτο και σε κάνει τρελό. Δεν της απευθύνθηκε καθόλου τελικά. Τι να πει ; Βγήκε τρελός. Βημάτισε τρελός. Πήρε τα κλειδιά και τα τσιγάρα του τρελός. Απόφυγε την αντιπαράθεση και αυτό είναι η αστραπή μιας επερχόμενης ανεξέλεγκτης τρέλας. Ή καταιγίδας.
     Τότε η γυναίκα αποφάσισε να επαναφέρει τις αισθήσεις της. Με το άκουσμα της πόρτας που έκλεινε πίσω του, πάντα αναγνώριζε τούτο το κλείσιμο, με το άκουσμα της φυγής του, αποκαθιστούσε το κορμί της ως σκεύος. Και το σκεύος άρχισε να τρέμει ολάκερο. Συγκλονιστική κραυγή για βοήθεια. Κάποιος να με τυλίξει με κάτι. Μια κουβέρτα από χάδι. Μια φωτιά από έγνοια. Με κάτι.
     Έτρεξε και χώθηκε στο κρεβάτι του παιδιού. Τα σκεπάσματα ήταν το κουτί της ευτυχίας. Μύριζαν καταφύγιο με αναμμένο τζάκι σε βουνοκορφή. Μύριζαν αυτό που γεννήθηκε από τα σπλάχνα της. Μύριζαν έτσι που κανένας άντρας δε θα μπορέσει ποτέ να αντιληφθεί, μύριζαν επιστροφή στο πεπρωμένο. Το παιδί είχε συνηθίσει τούτο το τελετουργικό που δε το αφορούσε κι όλας. Την άφησε ακριβώς όπως εκείνη ήθελε να την αφήνουν. Μόνη της με ό, τι επέλεγε να συνδιαλλαγεί. Μια επίφαση ελευθερίας της συνομοταξίας των παρ-ηττημένων.
     Τον φώναξε και τον άρπαξε στην αγκαλιά της. Εκείνος ο μπόμπιρας δεν έδειξε κατ’ αρχήν συνεργάσιμος, αλλά δεν είχε ακόμη αναπτυγμένο ένστιχτο διεκδίκησης ή αν θες, είχε περιθώρια να παραχωρεί χρόνο. Η γυναίκα άρχισε να μουρμουρίζει στην αρχή ακατάληπτες φράσεις που σιγά σιγά συγκροτούσαν μια ιστορία. Το πράγμα έγινε ενδιαφέρον γιατί το παιδί άρχισε να νιώθει τον σφυγμό της να δυναμώνει, ώσπου απόκτησε την βεβαιότητα ότι εκείνη επανήλθε. Είναι μια ανακούφιση για ένα παιδί όταν η μάνα επανέρχεται. Μπορεί να παραχωρήσει σημαντικά πράγματα για να το δει να συμβαίνει. Τώρα άρχισε να συλλέγει τις φράσεις της και να τις αραδιάζει με το δικό του κεφαλάκι σε μια μυθοπλασία.
        Να είσαι δυνατό αγόρι…. Κι εκείνο άπλωνε τον φλόκο και καργάριζε το κορδόνι στα ράουλα της πλώρης διώχνοντας με το πόδι τον μαύρο γλάρο. Να είσαι ο εαυτός σου, λεύθερος… Κι εκείνο σκάλιζε σε κελιά με το σουγιά έναν ήλιο με ολάκερες γραμμές να τον φωτίζουν. Να είσαι μαέστρος… Και κείνο άπλωνε τα χεράκια του και έδινε εντολές σε βιόλες και άρπες θεσπέσιες. Να είσαι άντρας. Και κείνο άπλωνε τα χέρι και χάϊδευε τις γοργόνες στα μαλλιά με μαεστρία απίστευτη.
      Όταν η γυναίκα ξύπνησε, έσπρωξε απαλά το παιδί στο πλάϊ και σηκώθηκε να αρχίσει τη μέρα της. Ήταν Κυριακή 11 το πρωί και ο ύπνος στο κρεβάτι του μωρού την είχε κάνει περδίκι. Βγήκε στο πίσω μπαλκόνι και κάθισε στο χαμηλό σκαμπώ κάτω από το ρηχόσπερμα. Ο καφές της άχνιζε. Τα δάχτυλα έστριβαν με τρέμουλο. Κοίταξε προς την γειτονιά του. Προς την κατεύθυνσή του. Έστειλε το σήμα. Χρειάζομαι επειγόντως το σπέρμα σου. Ο καλός της τινάχτηκε από την καρέκλα του σαν να τον χτύπησε κεραυνός. Ήταν μάγισσα η τύπισσα. Δεν υπήρχε καμία άλλη περίπτωση. Ήταν μάγισσα. Έπιασε το τηλέφωνο. Το ξανάφησε. Είχαν πλήρως συνεννοηθεί αφού. Γιατί να τηλεφωνήσει ; Ήξεραν το μέρος και την ώρα. Δεν ήξεραν τι θα πουν, τι κινήσεις θα κάνουν, τι δε θα φορούν, που θα πληγωθούν και τι θα πίνουν, αλλά ποιος ασχολείται με τέτοιες μαλακίες άμα προέχει το γαμήσι.
       Θυμόταν την πρώτη φορά που ο άλλος τη ρώτησε ευθέως. Γυναίκα ξενογαμιέσαι ; Και εκείνη τότε, εκείνη τη στιγμή ακριβώς είχε γυρίσει και του είχε απευθύνει το τελευταίο της ξεκάθαρο βλέμμα. Όπως με βλέπεις και σε βλέπω.
        Όλα είναι εκεί. Δε τα βλέπουμε με την πρώτη, αλλά δεν είναι όλο δικό τους το φταίξιμο.

Κυριακή, Ιουνίου 9

πρόκειται για γεύμα




- Δε θα χρειαστώ δεύτερη ζωή τελικά !
      - Ξεκόλλα …
- Ντάξει, τότε, θα ζητήσω να πάω κατευθείαν στην τρίτη .
      - Καλύτερα τώρα . Ως  …χμ ..μπεκρής ;
- Nop…Μοντέλο σε εργοστάσιο με κιβούρια .
      - Εγώ πάω για χέσιμο .
- Καλό βόλι .

   Έτσι, έφυγε ο τελευταίος μου φίλος. Είτε έριξε το μεγαλύτερο χέσιμο στον ντουνιά είτε μαύρη πέτρα, ένα και το αυτό.

   Το λοιπόν μοναχός είναι καλύτερα. Δε φοβάσαι μη σου φύγει ο άλλος. Δε σου αντιμιλάει κανείς. Δε σε ζηλεύουν. Δε μυρίζεις παρά τον ιδρώτα σου. Δε χρειάζεται να πίνεις βιαστικά το ποτό σου. Μπορείς να ξύσεις τα ‘ρχίδια σου άνετα. Τι άλλο ;
   Αααααα… ναι. Στρογγυλεύεις τις αναμνήσεις σου και σουλουπώνεις το παρελθόν σου με όλη σου την άνεση. Σα συγγραφέας που δε θα εκδοθεί.

   Αυτό το κείμενο κανονικά δεν έπρεπε να το διαβάζεις. Τι γιατί ; Γιατί έτσι … Γιατί είμαι μοναχός, μπουμπούνα !

   Λοιπόν φίλε μου, δεν υπάρχεις . - Ήσουν εφεύρημα. Πάντα ήσουν μια αυταπάτη . Το είδωλο μέσα στο νέφος μου. Κατασκεύασμα παραληρήματος. Αλλιώς θα απαντούσες στις ερωτήσεις που αιωρούνταν ανάμεσα στα ποτήρια μας . Αυτός είναι ο λόγος ηλίθιε που παραγγέλνω δυο δυο τα ποτά. Δεν είμαι λαίμαργος . Εσύ ;
Θα έπιανες τις λεπτές διαφοροποιήσεις του αέρα, μέσα στην τσιγαρίλλα και το οινόπνευμα και θα τις έκανες αφετηρίες για κουβέντα. Ακόμη κι αν δεν σου αρέσει που ζεις μέσα σε τούτες τις γαμημένες αναθυμιάσεις , αν έδειχνες λιγουλάκι διάθεση θα τραβούσες μια μυρωδιά αγριοτριαντάφυλλου από το νέφος. Μια μυρωδιά είναι μια αφετηρία. Πυροδοτεί  σκέψεις που πυροδοτούν ερωτήματα που απαιτούν απαντήσεις που απαιτούν ξεβόλεμα που απαιτεί ζωή. Θα με είχες σηκώσει από τούτο τα λερό σκαμπώ να πάω εκεί έξω με τους άλλους καριόληδες.

    Ενώ μοναχός δε χρειάζεται να ζήσω. Κανένας δε θα μου ζητήσει το λόγο, μέχρι να πιάσει εκείνη η μπόχα του πτώματος. Και τότε το πολύ πολύ να στείλουν δυό ρακοσυλλέκτες να με βάλουν στη σακούλα.

   Άκου τώρα τους λόγους που αρνούμαι να μπω στο παιχνίδι.
Μισό λεπτό… μια μύγα στο ποτήρι. Οκ…
   Άκου. Αν ήθελα φίλο δε θα κατέληγα να τα πίνω με σένα. Θα έπαιρνα ένα κουτί σοκολατάκια και θα πήγαινα σε ένα γηροκομείο. Εκεί τα τζόβενα μιλάνε έξω από τα δόντια. Είτε γιατί τα δόντια είναι στο ποτηράκι είτε γιατί δεν έχουν πολύ ζωή να προφυλάξουν. Και στα λένε ντόμπρα σταράτα κατάμουτρα όλα. Όλα όμως.
   Εγώ εσένα σε κατασκευάζω για να μου είσαι βολικός. Παιχνίδι θα κάμνω πάντα μονάχος μου. Ξέρεις τι μαλακία είναι να δώσεις εξουσίες ; Άντε μετά να μαζέψεις τη μπουγάδα. Γι αυτό κάνουν μπάχαλο οι ανθρώποι. Βρίσκονται μπόσικοι και παραχωρούν εξουσίες. Και μετά καθώς διστάζουν να τις ζητήσουν πίσω τραβάνε την περόνη και αρχίζουν από την αρχή.
    Οι σχέσεις σε ανακατεύουν φίλε μου. Κοιτάζεις στο καθρέφτη και είσαι άλλος, άλλη, όχι πάντως αυτός που έχεις προετοιμάσει ως αντιπρόσωπο. Θέλεις να είσαι τίγρης και δείχνεις γριά γάτα. Θέλεις να είσαι λαγός και δείχνεις χελώνα. Τρόμος.
    Έχεις δει αληθινή σχέση να κρατάει τρεις μέρες ; Όχι ε ; Μόνο συμβάσεις . Εμ… στο λέω εγώ.    
    Πάρε κασετόφωνο και  πήγαινε να καταγράψεις παρέα από τρεις κολλητές. Μια σειρά από δηλώσεις δήθεν συγκαλυμμένης αυταρέσκειας. Θωρακισμένες φρεγάτες σε άσκηση κοινής πλεύσης. Δε συναντιούνται ούτε τα απόνερα.
    Αμ σε τρεις κολλητούς ; Ασκήσεις απόσπασης της προσοχής. Προσοχή το ξύρισμα πρέπει να παίρνει μόνο τις πρωινές τρίχες. Δέρμα ευαίσθητο. Εξομολογήσεις στρογγυλεμένες,  παρέα balsam. Κοίτα μια φρεγάτα !


Όχι, όχι πιά. Όχι πια σχέσεις με άλλους.     
   Αρνούμαι να μπω σε κανονική σχέση. Έπαθα κι έμαθα. Κάθε φορά σου ζητάνε να αλλάξεις. Ξέρεις ποιος είναι ο συντομότερος δρόμος τους για τη καρδιά σου ; Σχίζοντας  το πουκάμισο με ένα μαχαίρι. Κανείς δεν ασχολείται να σου προξενήσει μικρές αμυχές. Όλοι θέλουν το τελειωτικό τραύμα. Θέλουν να δουν την καρδιά σου κομμένη στα δύο. Γιατί να καθυστερούνε ; Αφού στο τέλος τέλος, πρόκειται για γεύμα.
       Α… ναι. Εδώ θα διαφωνήσεις αλλά ξέρεις, εδώ που έφτασα, στα αρχίδια μου. Πρόκειται για γεύμα. Είναι η μόνη διαδικασία που ξέρουν οι άνθρωποι. Οι σχέσεις εννοώ, λέγονται έτσι για να μην προκαλούν τρόμο. Πρόκειται για γεύματα. Η μοναξιά είναι πείνα. Η ματιά είναι καραούλι. Το χάδι είναι το σερβίρισμα του κώνειου. Το φιλί είναι η πρώτη μπουκιά. Και μετά σε κατασπαράζουν. Ένα γεύμα στο οποίο δε φωνάζουν συντρόφους. Αν δε μπορέσουν να σε φάνε ολάκερο, πάνε και κρύβουν λίγες σάρκες στο χώμα. Υπάρχουν και δύσκολες μέρες.

    Θα σου πω γιατί δεν παίζω πια… Δε θέλω να αλλάζω. Και αφού δε θέλω να αλλάζω δε θέλω και κανέναν καριόλη να μου ζητάει το λόγο. Ο μόνος λόγος που σε σπρώχνουν οι άλλοι να αλλάξεις είναι για να δουν τι θα πάθεις εσύ μετά και να δικαιολογήσουν την ακινησία τους. Δε πιστεύω να διαφωνείς και σε αυτό, ε ; Έλα ρε μαλάκα, μεταξύ κατεργαρέων ειλικρίνεια.
    Μονάχος βρίσκεις καλύτερα το δρόμο σου. Έτσι κι αλλιώς δεν αλλάζεις παρά μόνο άμα πιαστεί ο κώλος σου. Μπορεί άλλος να καταλάβει πότε πιάνεται ο δικός σου ο κώλος ; όχι , ε ; Ε… για αυτό σου λέω.  

    - Θα πληρώσεις να φύγουμε ;
- Εδώ είσαι ακόμα ;
    - Δυσκοίλιος αλλά πιστός σα σκύλος . Τα τσάκισες ;
- Έκανα μερικές σκέψεις .
    - Το παρατραβάς !
-  Πλήρωσε εσύ, δεν έχω μία.
    - Το παρατραβάς, ακόμη περισσότερο.

    Έτσι εμφανίστηκε ξανά ο τελευταίος μου φίλος. Δεν είχα μία. Μου στάθηκε. Δε μπορείς και μόνος μόνος. Κάποιον θες.