Κυριακή, Ιουνίου 16

ρηχοσπερμα




    Όλα είναι εκεί. Δε τα βλέπουμε με την πρώτη, αλλά δεν είναι όλο δικό τους το φταίξιμο.
       Η γυναίκα πάλευε να μαζέψει τα κομμάτια της. Το κορμί της μούλιαζε κάτω από ανελέητα καυτό νερό, είχε χάσει την αίσθηση του χρόνου. Ήταν καθισμένη στο δάπεδο της ντουζιέρας με τα χέρια τυλιγμένα γύρω από τα πόδια της, ένα μικρό κουβάρι που άχνιζε. Έκλαιγε. Κρυβόταν. Μισούσε. Ξέθαβε. Έκλαιγε.
       Έπρεπε να ζητήσει φυσιολογικό τοκετό, τι μαλακία. Για να έχει έναν πόνο ως μέτρο της αντοχής της. Έπρεπε να τον έχει καθαρίσει με τα χέρια της. Για να έχει ένα μέτρο της δικαιοσύνης. Έπρεπε να πηγαίνει τακτικότερα στα μνήματα. Για να έχει ένα στίγμα της προέλευσής της. Έπρεπε να εκτίθεται συχνότερα στον έρωτα. Για να έχει μια αναφορά στην παιδικότητά της.
       Το παιδί κυκλοφορούσε έξω από το μπάνιο ανυπόμονα. Μια διαίσθηση δεν το άφηνε να την διακόψει. Εκείνο έλπιζε να ανοίξει η πόρτα και να βγεί η σωστή. Να βγει τούτη τη φορά η σωστή μάνα του. Έπρεπε να της το πει κάποια μέρα δυνατά και κατάμουτρα, απλά, δεν είχε ακόμη συγκροτήσει λόγο ντουφέκι. Μικρό ήταν…
      Ο άντρας μπαινόβγαινε νευρικά στο σπίτι, τον άκουγε πως παρίστανε τον ενοχλημένο ο μανιακός. Κάθε φορά που έχανε το μαστίγιο γινόταν άγριο θηρίο. Μεγάλο πράγμα να μπορείς να απολαύσεις ένα άλογο χωρίς να το ζέψεις. Όμως όχι, το πρώτο που φαντάζεσαι μέσα σε κείνα τα δυό χέρια είναι χαλινάρια. Όχι καρπούς, όχι βυζάκια, όχι δάκρυα, όχι αγκάθια, μοναχά χαλινάρια. Γκέμια, ναι.
      Το νερό άρχισε να κρυώνει. Η γυναίκα έσφιξε τους πόρους της και έμεινε εκεί να προσαρμοστεί. Μπορούσε να προσαρμοστεί ακόμη και σε παγωμένο. Μόνο σε εκείνον δεν μπορούσε να προσαρμοστεί. Δεν ήταν η θερμοκρασία του. Ήταν που έτρεχε χλιαρά, αδύναμος να την ξεπλύνει από οτιδήποτε. Από την κούραση, από την καύλα, από τη μικρότητα, από τους φόβους, από τα σημάδια. Τίποτε δεν μπορεί να ξεπλύνει το χάδι ενός χλιαρού άντρα.
     Εκείνος τώρα τηλεφωνούσε με ένα βλέμμα δήθεν υπηρεσιακό. Τι ηλίθιος. Το πρόσωπό του ανοιχτό βιβλίο. Τα μάτια του δεν πρόδιδαν, όχι, αλλά ποιος νομίζει ότι τα μάτια είναι ο καθρέφτης του μυαλού ; Είχε χαλαρώσει όλες τις ρητίδες στο μέτωπο, είχε ένα πηγούνι που έτρεμε από στοργή και είχε ανακατέψει τα μαλλιά του με τα δάχτυλα τόσες φορές που καταλάβαινες ότι έκανε έρωτα με την φωνή της. Το παιδί τον είχε καταλάβει γιατί έκανε να του δείξει κάτι και ρίχνοντάς του μια ματιά από την πόρτα, έκανε μεταβολή. Δύσκολη Κυριακή για να είσαι γιος σε εκείνο το σπίτι. Δε τολμούσε να το πει σπίτι τους. Κανείς από τους τρεις.  
     Το νερό τώρα την έκοβε φέτες παγωτό. Ακόμη δεν είχε την πρόθεση να βγεί. Δεν ήταν μόνο η δοκιμασία της ψυχρολουσίας, ήταν μια αποκατάσταση των πραγμάτων. Μέσα της πάγος. Έξω της ρίγος. Δάκρυα κρύσταλλα που κόβουν. Η γυναίκα τώρα είχε το σώμα που αρμόζει σε ένα πτώμα. Όλα κανονικά. Τι λέξη !
     Μπήκε στο μπάνιο για να την ψάξει. Δεν της απευθύνθηκε αμέσως, έριξε ένα βλέμμα δουλεμένο, απαίτηση προσοχής, συγκαλυμμένη προσταγή. Το βλέμμα του πέρασε από το κορμί της και το απορρόφησαν τα βρεγμένα πλακάκια. Εκείνος έλαβε την επιστροφή. Ένα βλέμμα που επιστρέφει ολάκερο, έχει πέσει σε κρύα και σκληρή επιφάνεια. Είναι ενισχυμένο και αμείλιχτο και σε κάνει τρελό. Δεν της απευθύνθηκε καθόλου τελικά. Τι να πει ; Βγήκε τρελός. Βημάτισε τρελός. Πήρε τα κλειδιά και τα τσιγάρα του τρελός. Απόφυγε την αντιπαράθεση και αυτό είναι η αστραπή μιας επερχόμενης ανεξέλεγκτης τρέλας. Ή καταιγίδας.
     Τότε η γυναίκα αποφάσισε να επαναφέρει τις αισθήσεις της. Με το άκουσμα της πόρτας που έκλεινε πίσω του, πάντα αναγνώριζε τούτο το κλείσιμο, με το άκουσμα της φυγής του, αποκαθιστούσε το κορμί της ως σκεύος. Και το σκεύος άρχισε να τρέμει ολάκερο. Συγκλονιστική κραυγή για βοήθεια. Κάποιος να με τυλίξει με κάτι. Μια κουβέρτα από χάδι. Μια φωτιά από έγνοια. Με κάτι.
     Έτρεξε και χώθηκε στο κρεβάτι του παιδιού. Τα σκεπάσματα ήταν το κουτί της ευτυχίας. Μύριζαν καταφύγιο με αναμμένο τζάκι σε βουνοκορφή. Μύριζαν αυτό που γεννήθηκε από τα σπλάχνα της. Μύριζαν έτσι που κανένας άντρας δε θα μπορέσει ποτέ να αντιληφθεί, μύριζαν επιστροφή στο πεπρωμένο. Το παιδί είχε συνηθίσει τούτο το τελετουργικό που δε το αφορούσε κι όλας. Την άφησε ακριβώς όπως εκείνη ήθελε να την αφήνουν. Μόνη της με ό, τι επέλεγε να συνδιαλλαγεί. Μια επίφαση ελευθερίας της συνομοταξίας των παρ-ηττημένων.
     Τον φώναξε και τον άρπαξε στην αγκαλιά της. Εκείνος ο μπόμπιρας δεν έδειξε κατ’ αρχήν συνεργάσιμος, αλλά δεν είχε ακόμη αναπτυγμένο ένστιχτο διεκδίκησης ή αν θες, είχε περιθώρια να παραχωρεί χρόνο. Η γυναίκα άρχισε να μουρμουρίζει στην αρχή ακατάληπτες φράσεις που σιγά σιγά συγκροτούσαν μια ιστορία. Το πράγμα έγινε ενδιαφέρον γιατί το παιδί άρχισε να νιώθει τον σφυγμό της να δυναμώνει, ώσπου απόκτησε την βεβαιότητα ότι εκείνη επανήλθε. Είναι μια ανακούφιση για ένα παιδί όταν η μάνα επανέρχεται. Μπορεί να παραχωρήσει σημαντικά πράγματα για να το δει να συμβαίνει. Τώρα άρχισε να συλλέγει τις φράσεις της και να τις αραδιάζει με το δικό του κεφαλάκι σε μια μυθοπλασία.
        Να είσαι δυνατό αγόρι…. Κι εκείνο άπλωνε τον φλόκο και καργάριζε το κορδόνι στα ράουλα της πλώρης διώχνοντας με το πόδι τον μαύρο γλάρο. Να είσαι ο εαυτός σου, λεύθερος… Κι εκείνο σκάλιζε σε κελιά με το σουγιά έναν ήλιο με ολάκερες γραμμές να τον φωτίζουν. Να είσαι μαέστρος… Και κείνο άπλωνε τα χεράκια του και έδινε εντολές σε βιόλες και άρπες θεσπέσιες. Να είσαι άντρας. Και κείνο άπλωνε τα χέρι και χάϊδευε τις γοργόνες στα μαλλιά με μαεστρία απίστευτη.
      Όταν η γυναίκα ξύπνησε, έσπρωξε απαλά το παιδί στο πλάϊ και σηκώθηκε να αρχίσει τη μέρα της. Ήταν Κυριακή 11 το πρωί και ο ύπνος στο κρεβάτι του μωρού την είχε κάνει περδίκι. Βγήκε στο πίσω μπαλκόνι και κάθισε στο χαμηλό σκαμπώ κάτω από το ρηχόσπερμα. Ο καφές της άχνιζε. Τα δάχτυλα έστριβαν με τρέμουλο. Κοίταξε προς την γειτονιά του. Προς την κατεύθυνσή του. Έστειλε το σήμα. Χρειάζομαι επειγόντως το σπέρμα σου. Ο καλός της τινάχτηκε από την καρέκλα του σαν να τον χτύπησε κεραυνός. Ήταν μάγισσα η τύπισσα. Δεν υπήρχε καμία άλλη περίπτωση. Ήταν μάγισσα. Έπιασε το τηλέφωνο. Το ξανάφησε. Είχαν πλήρως συνεννοηθεί αφού. Γιατί να τηλεφωνήσει ; Ήξεραν το μέρος και την ώρα. Δεν ήξεραν τι θα πουν, τι κινήσεις θα κάνουν, τι δε θα φορούν, που θα πληγωθούν και τι θα πίνουν, αλλά ποιος ασχολείται με τέτοιες μαλακίες άμα προέχει το γαμήσι.
       Θυμόταν την πρώτη φορά που ο άλλος τη ρώτησε ευθέως. Γυναίκα ξενογαμιέσαι ; Και εκείνη τότε, εκείνη τη στιγμή ακριβώς είχε γυρίσει και του είχε απευθύνει το τελευταίο της ξεκάθαρο βλέμμα. Όπως με βλέπεις και σε βλέπω.
        Όλα είναι εκεί. Δε τα βλέπουμε με την πρώτη, αλλά δεν είναι όλο δικό τους το φταίξιμο.

2 σχόλια:

  1. Με άβυσσο μας καλημερίζεις φίλε.
    Η άβυσσος δε μπαλώνεται με ρηχό(σπερμα)Καλό της ταξίδι όπου κι αν βρίσκεται, καλή της συντριβή

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. καλή μας συν τριβή, συν ομώτες , συν τετριμμένοι και καθ αγιασμένοι εραστές του αδυνάτου, καλή μας συν τριβή

    ΑπάντησηΔιαγραφή

εντυπώσεις ;