Κυριακή, Απριλίου 14

To τίμημα .



  Τρίτη φορά έσκιζε τις ίδιες φωτογραφίες. Κάθε φορά που άνοιγε το κουτί ήταν σίγουρος πως θα τις έβρισκε σε μικρότερα κομματάκια. Κι εκείνες, ολόκληρες, και πάντα σε μια σημασιολογικά εκκωφαντική σειρά τον περίμεναν να τον νουθετήσουν.

             Έβγαλε ένα πάκο κι έπιασε να τις αραδιάζει στο πάτωμα. Στην πρώτη που απίθωσε έπιασε με το αυτί του τιτιβίσματα στην αυλή, στη δεύτερη ένιωσε μια ζέστη ανάμεσα στα σκέλια, με την Τρίτη ακουστήκαν από μακριά καμπάνες εκκλησιάς, στην τέταρτη από το δίπλα σπίτι κλάματα μωρού. Συνέβαινε αυτό συχνά, η ακοή του επέλεγε υπόκρουση για τις αναμνήσεις του. Σήκωσε το κεφάλι στο παράθυρο. Ένα ισχυρό πουλί πετούσε με δύναμη και παλμό νότια, το ακολούθησε μέχρι που έγινε κουκίδα. Είχε να δει πέταγμα τόσο αποφασιστικό από τον καιρό που έκανε πρόταση στη Λίλλιαν.

             Τις μάζεψε. Έκλεισε το κουτί και πήγε προς το τζάκι. Έβαλε δυο κομμάτια δαδί πάνω στην παγωμένη πυροστιά και έστριψε τσιγαράκι. Με το ίδιο σπίρτο άναψε και τις δυο φωτιές. Το τσιγάρο κράτησε μερικά δεύτερα τσιτσιρίζοντας με θράσος μια σιωπή. Τα δαδιά πάλι σβούρισαν μια φλόγα και την άφησαν να παραιτηθεί.

             Ο Αλκίνοος ήταν αποφασισμένος. Άρπαξε τον αναπτήρα και άναψε το δαδί με υπομονή, μέχρι να καεί το δάχτυλό του από το πυρωμένο λαμαρινάκι του bic ..τίμημα 1.

Με το που πήρε λίγο το δαδί έπιασε την πρώτη. Η φλόγα την αγκάλιασε. Είδε το πρώτο τεκμήριο επάρκειας, μια φωτογραφία νεανικής ανεμελιάς, αθωότητας,  να γίνεται καπνός, μαυρίζοντας , σουρώνοντας, κλαίγοντας γοερά, μικραίνοντας, μέχρι που αναγκάστηκε από το κάψιμο να την αφήσει πάνω στα δαδιά για να εξαϋλωθεί. Είχε αποφασίσει να τις κοιτάζει κατάματα μέχρι να μην ξεχωρίζει τίποτε πάνω τους παρά αποκαΐδια. Πήρε την δεύτερη, τεκμήριο ενηλικιωμένου πόθου, αυτή τη φορά δεν ήθελε να την αφήσει από τα δάχτυλα ούτε στο τέλος, άφησε τη φωτιά να του καψαλίσει το νύχι και με ένα εσωτερικό βογκητό υπέμενε τη φλόγα ως να τελειώσει το φαί της… τίμημα 2. Άρπαξε λίγο εξαγριωμένος την τρίτη, εκείνη με την εκκλησιά. Την έσκισε με δύναμη, το μάτι του γυάλιζε, έβαλε ένα ένα τα κομμάτια της στην πυρά και τα παρακολούθησε να ζαρώνουν μέχρι τέλους.

            - Δε θα καταφέρεις και τίποτα, να το ξέρεις ! του είπε η Ερατώ.

            Δεν γύρισε το κεφάλι να την αντικρύσει. Ήξερε την άποψή της, καθώς όλων οι απόψεις χρόνια τώρα είχαν σχηματίσει ένα ρούχο τόσο ασφυκτικό που ούρλιαζε πάνω του. Πόσο μάλλον την άποψή της, την άποψη της μούσας του.

            - Καλά θα κάνεις να με πάρεις στα σοβαρά, είπε εκείνη προειδοποιώντας.

            Πάλι δε γύρισε το κεφάλι. Μονάχα, μαζεύοντας τις δυνάμεις του ανέσυρε τις φωτογραφίες από την πυρά και τις ξανάβαλε μια μια στο κουτί, σχεδόν στοργικά, καθώς ο θυμός έβγαινε υγρός από τις άκρες των ματιών του. Κοίταξε τα καπνισμένα δάχτυλά του και έγλυψε λίγο το έγκαυμα.

            - Είναι ώρα. Να πηγαίνουμε ;

            Τώρα γύρισε το κεφάλι. Την κοίταξε κατάματα, εκείνη δεν είχε μάτια, εκείνος δεν είχε κοίταγμα, εν πάσει περιπτώσει αλληλεπίδρασαν τόσο , όσο. Σηκώθηκε και έφυγε κλείνοντας απαλά την πόρτα, θέλω να πω, όχι θυμωμένα, φυσιολογικά .

            Τίμημα 3.

            Όταν έφτασαν στον τόπο, εκείνη τον έδεσε σε ένα γέρικο δέντρο. Του φάνηκε ανάρμοστο και την κοίταξε απορρημένος αλλά τον πρόλαβε με ένα κατηγορηματικό φιλί. Μείνε. Οι πρώτες μέρες απαιτούν αλυσίδες. Δεν θέλω τώρα να λακίσεις. Έχουμε να κάνουμε ...πράγματα. 
            Μετά εκείνη εξαφανίστηκε . Δεν πέρασε παρα μια βδομάδα.  Ήταν όμως σίγουρος ότι την έχασε για πάντα. Άρχισε να τραβάει τα σχοινιά του με λύσσα. Τον έκοβαν ώσπου το αίμα του λέκιαζε τις ρίζες. Καθώς όμως η άλλη φούσκωνε και έστελνε νερό κι αλάτι, όλα έπαιρναν ξανά και ξανά την αρχική τους μορφή. Οι πληγές έκλειναν και το αίμα ξεπλένονταν. Κατάλαβε γιατί η μούσα του τον είχε δέσει δίπλα της. Δίπλα στη θάλασσα.
          Ώσπου ένα πρωί άνοιξε τα μάτια και την είδε μπροστά του. Η Ερατώ ήταν έτοιμη, γυμνή, όπως την γέννησε ο Δίας, αποφασισμένη όπως την γέννησε ο πόθος του, δυνατή όπως απαιτούσαν οι περιστάσεις, κατηγορηματική όπως έλυνε τα δεσμά. 
          Ο Αλκίνοος σηκώθηκε. Ήταν εκατό κιλά ελαφρύτερος, όχι από τις κακουχίες, όχι, από τα ιμάτια που είχε εδώ και εκεί πετάξει. Ένα κορμί, σκέτο. Ενα κορμί σκέτο. 

        Αργότερα, καθώς τα πράγματα πήραν τροπές, δεν θυμόταν πια αν κάθησε μια εβδομάδα ή τρία χρόνια δεμένος στον κορμό. Δεν θυμόταν ποια από τις κόρες του Δία τον είχε ζώσει. Δεν θυμόταν ούτε τον λόγο που τον έφερε εκεί δίπλα στη θάλασσα. Το μόνο που θυμόταν ήταν ότι κάποτε φοβόταν να αντιμετωπίσει αυτό το μικρό τίμημα 4. 
Τι σαχλαμάρα.