Σάββατο, Νοεμβρίου 18

ο Πάρις, ο "φιλόζωος"

-Δε δαγκώνει, πλησίασε, φιλί ;
- Πήρες κι εσύ σκυλί, ε ;
- Τον περιμέζεψα και γίναμε αχώριστοι, πες μου ρε Τζένη ...δεν είναι κούκλος ;
-Πάρη μου, αναλογίστηκες την ευθύνη ;
-Να σου πω, έχω ασχοληθεί και παλιότερα με την ένοια της ευθύνης.
-Τι εννοείς ;
-Έχω φορτωθεί ευθύνες ανθρώπων, έτσι, γιατί εγώ θεώρησα ότι ήμουν καλά και είχα περιθώρια για να προσφέρω.
-Και έφαγες ήττα, ε ;
-Έφαγα ξυνίλα. Τώρα αυτή η ευθύνη μου φαίνεται πιο κολοδεχούμενη ! Πιο πρόσχαρη ...
-Ξυνίλα ;
-Έχεις ταίσει σκύλο Τζένη ;
-Όχι. Δε θυμάμαι..
-Δεν ξέρει με τι τρόπους να σε ευχαριστήσει. Εαν καθήσεις στο πάτωμα μπορεί να σε χαϊδεύει και να σου τρίβεται ως το απόγευμα.
-Οι άνθρωποι δεν είναι σκυλιά.
-Ναι αλλά οι άνθρωποι έχουν γίνει ανεπαρκείς συναισθηματικά, για να μη πω ψυχρόαιμα ζώα και κάνεις συνειρμούς.
-Δεν γίναμε και φίδια, κοίτα γύρω σου και θα βρεις καλοσύνη.
-Ελεημοσύνη.
-Καλοσύνη.
-Επίδειξη φιλανθρωπικής ανωτερότητας.
-Όχι όχι, δε σε ακολουθώ... είσαι φορτισμένος. Με τα παιδιά σου τά 'χεις ;
-Εγώ ένα ξέρω... σιγά σιγά όλοι επιλέγουν την παρέα ενός σκυλιού. Και η δικαιολογία κρύβει παστρικά την απόγνωση, μια εδραιωμένη παραίτηση από τις ζεστές σχέσεις με άλλους ανθρώπους. Τις υγιείς σχέσεις ο μέσος ενήλικας τις έχει ξεγράψει...
-Δουλεύω στο γραφείο με μια κοπέλλα που η συναισθηματική της αμεσότητα είναι αφοπλιστική. Γελάει, αγκαλιάζει και θυμώνει σαν παιδί. Το έχω λατρέψει. Να στη γνωρίσω εντελλώς τυχαία ; Είναι σαρράντα και μου θυμίζει τον εαυτό μας στα δέκα !
-Για καλό το λες ;
-Γιατί στρίγγλος ήσουν ;
-Να μου κάνεις τη χάρη, εγώ είμουνα γλυκό παιδί.
-Μωρέ σα να σε βλέπω οχτώ χρονών... με σφιγμένο στόμα να χτυπάς τα νυχάκια σου νευρικά στο θρανίο, άσε τώρα....
-Εμένα Τζένη μου η θείες μου με λέγανε σερμπέτι αγόρι !!!! 
-Υπήρχανε από τότε υποκατάστατα ζάχαρης ;
-Τζένη ; Δε πας απ' εκεί να δεις αν έρχομαι ;
-Έλα σε φιλώ. Γκόμενα να βρεις και θα στο κρατάω εγώ το ζώο για να α...γαπιέστε...
-Δουλειά σου εσύ... τράβα. Τα λέμε, ναι ;
-Φιλιά Πάρη μου. Το νου σου. Δώσε και θα πάρεις, μη το βάζεις κάτω απ' τα πενήντα, ναι ;
-Άμα βρω κανένα αδέσποτο, θες ;
-Τζους... ρε μαλάκα.

Τετάρτη, Νοεμβρίου 8

τις πιο έντιμες αποσκευές τις ετοιμάζει το μυαλό σου

    Διάνυσες τα τελευταία μέτρα λαχανιασμένη, πάνω σε ανάρμοστα για τόσο πλατανόφυλλο παπούτσια, ήθελες η πρώτη εικόνα που θα δω να σε κολακεύει, πάντα χαίρομαι που το κάνεις αυτό.
    Σου κράτησα το χέρι στου βαγονιού τα σκαλιά που δεν ανακαλώ από τι υλικό ήταν, κοίταξα μόνο τα πόδια σου.
    Πίσω σου πέρασε ένα σύννεφο ατμού. Έντυσε με τη δέουσα αγάπη τη λαχτάρα σου να φύγεις. Ύστερα μέριασε γιατί τα χρώματα νικάνε το λευκό όταν το ευχηθείς με την ψυχή σου.
    Έκανα στο πλάι να διαλέξεις κουπέ. Διάλεξες παράθυρο στο διάδρομο. Έστριψες τσιγάρο με τη διαίσθηση των δαχτύλων σου γιατί δε πήρες τα μάτια σου από τα δικά μου.
    Κουνηθήκαμε εμπρός και πίσω απότομα, αυτή τη φορά έφταιγε το βαγόνι, γέλασες, κατάλαβα.
     Το Φθινόπωρο γέμισε τις μύτες μας, οι τολίπες της εκπνοής σου μύριζαν πόθο με τζούρες ενοχής, καταδικασμένες να εκπέσουν στα αζήτητα.
     Σου ξεκούμπωσα μονάχα ένα κουμπί. Ένιωσα όλο το δέος εκείνου που αντικρύζει ολόγυμνη μια γυναίκα. Πήρα το μερτικό μου για ένα δευτερόλεπτο, τι γιγαντιαίο χρονικό διάστημμα !
     Κοκκινάδι ανέβηκε από το μάγουλό σου προς τα μάτια σου, δάκρυσες από τον αέρα και η αλμύρα ροζ.
     Τα χείλη σου εκλιπαρούσαν.
     Πέρασε ένας ηλικιωμένος ταξιδιώτης με όλη την διακριτικότητα που του πρότεινε η στιγμή. Σε φίλησα πίσω από την πλάτη του, πίσω από την πλάτη των πραγμάτων. Δε μπορούσα τίποτες άλλο να πράξω. Δίπλα σου γίνομαι το αδύναμο φύλο.
     Σου έδωσα μιαν υπόσχεση. Να σε φιλήσω σε κοινή θέα. Τότες έσπασαν όλα σε θρύψαλλα. Ήταν από εκείνες τις προσγειωτικές καταιγίδες που δεν ειδοποιούν.
     Κατάλαβα ότι δε θα υπάρξει άλλο τέτοιο τραίνο.
     Δεν ήξερε κανείς από τους δυό μας τι πρέπει να πει. Η μηχανή τσίριξε, τινάχτηκες. Κούμπωσες εκείνο το κουμπί. Αυτό ήταν.
     Δεν ομολογήσαμε τίποτα.
     Κατέβηκα, πήρα τις δυό σου σακ βουαγιάζ και ανέβηκα να σε τακτοποιήσω πριν φύγω. Τις δικές μου αποσκευές τις είχα ετοιμάσει μόνο στο μυαλό μου. Έβαλα στο ράφι τις δικές σου. Τις διόρθωσα να δείχνουν ευχαριστημένες. Τι ανόητος. Πολλές φορές έχουμε μια ψευδαίσθηση, ότι ο άλλος άνθρωπος είναι ταυτόχρονα και ατσάλινος και λαστιχένιος. Κοίταξα έξω επικαλούμενος ένα θαύμα. Να δω ξαφνικά τις δικές μου αποσκευές, ανυπόμονες. Τα χέρια μου έκαιγαν. Δεν είχα φέρει τίποτε. Τίποτε. 
     Με κοίταξες καθώς το βαγόνι άρχισε να σαλεύει. Έπρεπε να βιαστώ. Το βλέμμα σου δεν ήταν ραντεβού. Ήταν κατακραυγή.
     Δε μπόρεσα να αντι κοιτάξω. Εκατό κιλά βλέφαρα. Είχα υποτιμήσει τα πράγματα. Δεν έφευγε το εσύ αλλά το εμείς.
     Με φίλησες βάναυσα.
     Κατέβηκα γενικώς.
     Ούτε που κοίταξα στο βαγόνι.
     Όλος ο αποχαιρετισμός είχε ξαφνικά επιτελεστεί.
     Άραγε με θυμάσαι ;