Τετάρτη, Νοεμβρίου 8

τις πιο έντιμες αποσκευές τις ετοιμάζει το μυαλό σου

    Διάνυσες τα τελευταία μέτρα λαχανιασμένη, πάνω σε ανάρμοστα για τόσο πλατανόφυλλο παπούτσια, ήθελες η πρώτη εικόνα που θα δω να σε κολακεύει, πάντα χαίρομαι που το κάνεις αυτό.
    Σου κράτησα το χέρι στου βαγονιού τα σκαλιά που δεν ανακαλώ από τι υλικό ήταν, κοίταξα μόνο τα πόδια σου.
    Πίσω σου πέρασε ένα σύννεφο ατμού. Έντυσε με τη δέουσα αγάπη τη λαχτάρα σου να φύγεις. Ύστερα μέριασε γιατί τα χρώματα νικάνε το λευκό όταν το ευχηθείς με την ψυχή σου.
    Έκανα στο πλάι να διαλέξεις κουπέ. Διάλεξες παράθυρο στο διάδρομο. Έστριψες τσιγάρο με τη διαίσθηση των δαχτύλων σου γιατί δε πήρες τα μάτια σου από τα δικά μου.
    Κουνηθήκαμε εμπρός και πίσω απότομα, αυτή τη φορά έφταιγε το βαγόνι, γέλασες, κατάλαβα.
     Το Φθινόπωρο γέμισε τις μύτες μας, οι τολίπες της εκπνοής σου μύριζαν πόθο με τζούρες ενοχής, καταδικασμένες να εκπέσουν στα αζήτητα.
     Σου ξεκούμπωσα μονάχα ένα κουμπί. Ένιωσα όλο το δέος εκείνου που αντικρύζει ολόγυμνη μια γυναίκα. Πήρα το μερτικό μου για ένα δευτερόλεπτο, τι γιγαντιαίο χρονικό διάστημμα !
     Κοκκινάδι ανέβηκε από το μάγουλό σου προς τα μάτια σου, δάκρυσες από τον αέρα και η αλμύρα ροζ.
     Τα χείλη σου εκλιπαρούσαν.
     Πέρασε ένας ηλικιωμένος ταξιδιώτης με όλη την διακριτικότητα που του πρότεινε η στιγμή. Σε φίλησα πίσω από την πλάτη του, πίσω από την πλάτη των πραγμάτων. Δε μπορούσα τίποτες άλλο να πράξω. Δίπλα σου γίνομαι το αδύναμο φύλο.
     Σου έδωσα μιαν υπόσχεση. Να σε φιλήσω σε κοινή θέα. Τότες έσπασαν όλα σε θρύψαλλα. Ήταν από εκείνες τις προσγειωτικές καταιγίδες που δεν ειδοποιούν.
     Κατάλαβα ότι δε θα υπάρξει άλλο τέτοιο τραίνο.
     Δεν ήξερε κανείς από τους δυό μας τι πρέπει να πει. Η μηχανή τσίριξε, τινάχτηκες. Κούμπωσες εκείνο το κουμπί. Αυτό ήταν.
     Δεν ομολογήσαμε τίποτα.
     Κατέβηκα, πήρα τις δυό σου σακ βουαγιάζ και ανέβηκα να σε τακτοποιήσω πριν φύγω. Τις δικές μου αποσκευές τις είχα ετοιμάσει μόνο στο μυαλό μου. Έβαλα στο ράφι τις δικές σου. Τις διόρθωσα να δείχνουν ευχαριστημένες. Τι ανόητος. Πολλές φορές έχουμε μια ψευδαίσθηση, ότι ο άλλος άνθρωπος είναι ταυτόχρονα και ατσάλινος και λαστιχένιος. Κοίταξα έξω επικαλούμενος ένα θαύμα. Να δω ξαφνικά τις δικές μου αποσκευές, ανυπόμονες. Τα χέρια μου έκαιγαν. Δεν είχα φέρει τίποτε. Τίποτε. 
     Με κοίταξες καθώς το βαγόνι άρχισε να σαλεύει. Έπρεπε να βιαστώ. Το βλέμμα σου δεν ήταν ραντεβού. Ήταν κατακραυγή.
     Δε μπόρεσα να αντι κοιτάξω. Εκατό κιλά βλέφαρα. Είχα υποτιμήσει τα πράγματα. Δεν έφευγε το εσύ αλλά το εμείς.
     Με φίλησες βάναυσα.
     Κατέβηκα γενικώς.
     Ούτε που κοίταξα στο βαγόνι.
     Όλος ο αποχαιρετισμός είχε ξαφνικά επιτελεστεί.
     Άραγε με θυμάσαι ; 


     
 
     
   
   

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

εντυπώσεις ;