Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 28

δυστυχισμένος μια φορά, όϊ, δεν είμαι

   Τώρα δα, αυτή την στιγμή που με διαβάζεις, μια κοπέλα δυό ορόφους πάνω ή κάτω ακουμπάει τη κοιλιά της και το ακούει, μετρώντας τις μέρες για το θαύμα. Τώρα δα, ένα σκυλί ανασαίνει γρήγορα και η ουρά του πάει να τρελαθεί καθώς ο γείτονάς σου ανοίγει το σακούλι του με τις κροκέτες. Την ίδια ώρα τώρα που χαμογελάς, μια γιαγιά δακρύζει από μια θύμηση και χαϊδεύει μια φωτογραφία. Ύπνο δεν έχει. Μόνο επιθυμίες, εκατό χρονώ και ακόμη, μόνο επιθυμίες. Λίγο πιό κει, κάτω, ένας μανάβης δοκιμάζει τις σημερινές του ρώγες του μοσχάτου καθώς σταφύλλια κουβαλά με το κοφίνι. Μια μαύρη γάτα που περνά, τον κάμει και γελά. Μέσα από ένα φωτεινό βουβό κουτί πάνω στο ράφι, ένας, δυό πρόθυμοι δημοσιαογράφοι πασχίζουν να επηρρεάσουν τούτη μας τη μέρα. Δεν τους ακούει κανείς, μόνο κοσμούν με τη βουβή τους φλυαρία ένα ακόμη κάδρο του σπιτιού. Τα ξύλα περιμένουν να καούν σιγοτραγουδώντας θαλπωρή και τούτο το χειμώνα που άργησε να φύγει. Σε βάρος όλων των προβλέψεων τα πράγματα θα γίνουν με την ίδια τη σειρά. Οι γέννες, οι χαρές, οι αποχωρήσεις κι οι συγγνώμες, το πλύσιμο των μούτρων και τα πεταχτά φιλιά. Μια μαύρη γάτα που περνά μας βλέπει και γελά. Εκείνη ξέρει. Είμαστε σε τούτο εδώ τον τόπο διάφορα, μα ποτέ δυστυχισμένοι.

Κυριακή, Σεπτεμβρίου 16

νουβέλα



   «Τίποτε δεν υπάρχει πιο βαθύ και πιο ιερό από ένα σώμα που βασανίζεται»
                        Ηλίας Βενέζης.. σχολιάζοντας το βιβλίο του Το νούμερο 31328 (1931)



Μέρος πρώτο. Η άφιξη.

        Το φως. Πρώτα είδα το φως. Καθώς ο μεγάλος μου αδελφός έσπρωξε τη μαγκωμένη πόρτα του βαγονιού εγώ έβαλα τις παλάμες μου στα μάτια. Μπήκε ένα φως πορτοκαλί, επίμονο, υγρό, οικείο, που κάπως μου ζέσταινε τη ψυχή. Ήταν ίδιο με της Αλγερίας. Όταν προσαρμόστηκα ανασηκώθηκα να πλησιάσω την πόρτα. Τα πόδια μου με πέθαιναν. Κάθισα να τα τρίψω μήπως και ξεμουδιάσουν. Μέχρι να πάρω είδηση τι συμβαίνει βρέθηκα στην τεράστια  πλάτη του Μαχάτμπα που έτρεχε προς κάτι ψωραλέες θημωνιές για να καλυφθεί. Ένα μπουλούκι πεινασμένοι, μια ματιά να μας έριχνες στοιχημάτιζες τι θα απογίνουμε. Μα τότε δεν είχαμε επίγνωση. Καθόλου ! Με το βλέμμα αγριμιών και τα κορμιά ηττημένων πυγμάχων, όλοι γεννημένοι από μια μάνα σε μια γη που, έτσι όπως μας την παρέδωσαν εκείνοι που έχουν τη δύναμη να παίρνουν και να δίνουν πατρίδες, ήταν αδύνατον να μας θρέψει. Εφτά αδέλφια, όλα αγόρια, όλα με σκοτεινή καρδιά και δέρμα, ασορτί με τη μοίρα μας. Προορισμός η Ευρώπη. Προσωρινό καταφύγιο μια μάντρα γεμάτη τσουκνίδες. Λούφαξαν όλοι κάτω και έβγαλα κι εγώ το σκασμό. Πάλι θα παίζαμε κρυφτό. Ήταν ωραία. Με την έννοια ότι κάτι συνέβαινε. Όταν υπάρχουν γεγονότα για έναν Αφρικανό είναι είδηση, αρκεί να υπάρχουν, καλά, κακά, αρκεί να τσαλακώνουν τη μοίρα μας που γεννήθηκε άκαμπτη. Λοιπόν, ήταν ωραία.
       Ακούσαμε σφυρίγματα στην αποβάθρα. Ένας χορτάτος λευκός άντρας πλησίασε και με ένα φακό έριξε μια ματιά μέσα στο βαγόνι. Δεν ανέβηκε, απλά έκλεισε με θυμό την πόρτα και τη μύτη. Κατάλαβε μάλλον. Τσεκάρισε κι άλλα βαγόνια μέχρι το βάθος του συρμού. Μετά έσυρε τα βήματά του πίσω κοιτώντας βαριεστημένα πίνακες μέσα σε ένα λερωμένο χαρτόνι.  Βλαστημούσε, ή τραγουδούσε κάτι μέσα από τα δόντια του, πάντως δεν έριξε ούτε μια ματιά προς το μέρος μας. Είχε ένα πονηρό χαμόγελο, ή έτσι ήταν η έκφρασή του από κατασκευή. Η συμμορία των ελεεινών ήμασταν σιωπηλοί και  περιμέναμε. Το φως αδυνάτιζε. Ο ήλιος κατέβαινε γρήγορα παίρνοντας μαζί τη ζέστη, πράμα που μου προκάλεσε τις πρώτες ανατριχίλες. Δεν ήμουνα καλά. Καθόλου καλά. Για τα δεδομένα ενός τόσο σκληραγωγημένου αγοριού ο πυρετός και τα σχισμένα πόδια δεν ήταν το κύριο θέμα της δυσφορίας.  Ήμουν ψυχικά εντελώς αποκαμωμένος. Δεν ήξερα, κανείς δεν μου είχε δώσει ένα …σχέδιο για να μετράω μέρες, μια υπόσχεση ελπίδα για να με κρατά. Σφιγγόταν η ψυχούλα μου σα παλιό σφουγγάρι που το στρίβεις, το μόνο υγρό που έβγαζε ακόμη ήταν ένα ένστικτο επιβίωσης που είχα κληρονομήσει από μια γενιά δυνατών αντρών. Έμοιαζα του παππού. Το επόμενο τραίνο θα ήταν και το επόμενο σπίτι μου. Αυτό ήξερα. Και δε ρώταγα τίποτε άλλο. Οι μεγαλύτεροι ήξεραν. Υποτίθεται ότι οι μεγαλύτεροι ήξεραν. Σφίχτηκα στην αγκαλιά του Ομάρ. Με όλη μου την δύναμη. Ήμουν δώδεκα χρονώ και κρύωνα, τι να καμα;

      Κοιμόμουν.Όταν ακούστηκαν οι πρώτες σειρήνες τα αδέλφια μου σκόρπισαν τρέχοντας προς όλες τις κατευθύνσεις σαν ελάφια σε πιστολιά. Δεν μπορούσα να ακολουθήσω και χώθηκα μέσα σε ένα ξεχαρβαλωμένο σκυλόσπιτο. Μου φάνηκε καλή ιδέα. Μου ‘παν να τους περιμένω , να μη το κουνήσω ρούπι. Άκουσα διαπληκτισμούς, ανθρώπους να παλεύουν, δε ξεμύτησα, έτσι είχα υποσχεθεί στον Τζελούλ. Σαν ακούω σαματά να λουφάζω. Οι κραυγές και οι κρότοι πέρασαν, μια, δυό, τρεις φορές, έφυγαν, κι όταν πια σταμάτησαν τα μπλέ και κόκκινα φώτα να τρυπάνε τα μάτια μου, αποκοιμήθηκα. Πετάχτηκα πολλές φορές ψελλίζοντας ονόματα που ήλπιζα να έλθουν να με πάρουν, μετά ένας καρδαμωμένος καφετί σκύλος ήρθε και μου ‘γλυψε τα πόδια και αφού τα γρυλίσματά του δεν πτόησαν το ηθικό μου, ο κοπρίτης επιδεικνύοντας ένα πρωτάκουστο ένστικτο φιλοξενίας αποφάσισε να σωριαστεί για ύπνο απ’ έξω. Με ησύχασε. Το αγρίμι λέω, με ημέρεψε. Μέχρι να ξημερώσει ακούγονταν μικρά επεισόδια εδώ κι εκεί. Κανείς από τα αδέλφια δε φάνηκε. Εγώ κοιμήθηκα δυο τρεις φορές από ένα τέταρτο παραληρώντας. Ύστερα ο σκύλος πρέπει να κρύωσε γιατί με έπιασε από το μπατζάκι και μου έδωσε τα παπούτσια στο χέρι. Η φιλοξενία, ακόμη και στην Ελλάδα, είχε τα όριά της. Ανασκουμπώθηκα, κοίταξα με απελπισία τα πόδια μου και μετά έστριψα γύρω το κεφάλι. Όσο έφτανε το μάτι χτίρια και μάντρες,  ψηλά με διάφορα χρώματα, όχι της λάσπης, χρώματα παρδαλά, κτίσματα μεγάλα, και πιο μεγάλα, και φάμπρικες, παρατημένα φορτηγά εδώ και εκεί, σαν αυτά που ονειρευόταν να πάρει ο μπαμπάς στο χωριό και να τα διορθώνει, βαγόνια, βαγόνια, βαγόνια που ο αριθμός τους ήταν ασύλληπτος για τα μάτια μου, μυρωδιά καμένου λαδιού και σκόνης, ανακατωμένης με ένα παράξενο δυνατό μυρωδικό. Αυτά ήταν το καλωσόρισες της Θεσσαλονίκης .Ρίγανη, ήλιος και σαματάς. Έσκυψα να ακουμπήσω το χώμα που πατούσα. Έκαμα μια βιαστική προσευχή. Το άγγιξα, πήρα μια πέτρα από την “αυλή” του σκύλου, τη φίλησα και την έβαλα στη τσέπη. Αργότερα θα τη κρεμούσα στο στήθος μου με το φυλαχτό μου. Τώρα έπρεπε να βρω φαγί. Και για να βρω φαγί έπρεπε να περπατήσω προς το θόρυβο. Τον κόσμο. Την πόλη. Άφησα το φουλάρι μου δεμένο στο σκυλόσπιτο, σημάδι ότι εδώ θα βρεθούμε, αν βρεθούμε, έτσι είχαμε σχεδιάσει. Πήρα το χαλάκι κι ότι προμήθεια μου ‘μεινε και βγήκα στο δρόμο δισταχτικά. Τα φώτα της ξένης πόλης τρεμοπαίζανε μέσα σε μια γνώριμη δροσερή και υγρή καταχνιά. Δυό λάμπες, πιο δυνατές, σινιάλα σε ένα πύργο, αναβόσβηναν αργά κάπου μακριά, μετρούσαν τα λεπτά με σοβαρότητα. Γύρω από την πόλη, σα γιρλάντες στη βιτρίνα καφενείου, είχε κολιέδες κίτρινους με λάμπες. Ήμουν ισχνός, οι πρώτες ηλιαχτίδες δεν μπόρεσαν να φτιάξουν μια σκιά της προκοπής. Δε πειράζει. Τούτος που δεν αφήνει σκιά είναι λεύτερος έλεγε ο παππούς μου. Έτσι θα ήταν.   

     Το μεγαλύτερο αστικό κέντρο που ‘χα δει στη ζωή μου ήταν το Αλγέρι. Κι αυτό περνώντας με το τραίνο στα κλεφτά. Τούτη εδώ η πόλη ήταν πιο ήσυχη. Στην αρχή άφησα τη μύτη να με οδηγήσει. Σε τούτη τη μεριά τα χαμόσπιτα ήταν πολλά. Δεν είχε κόσμο εκείνη την ώρα. Τόσο το καλύτερο. Τα μάτια μου σάρωναν τα αυτοσχέδια σπιτάκια των φτωχικών συνοικιών. Μπουγάδες, ποδήλατα, γατιά, πεταμένες λαμαρίνες. Όλα οικεία. Γιατί στο καλό εδώ να λέγεται παράδεισος ; Γιατί δε μέναμε με τη μάνα μας στο Τιγκζέρτ ; Ε ; Με τα μάτια μου υγρά από το κρύο ή το παράπονο χώθηκα σε μια αυλή που φαινόταν ήσυχη. Γδύθηκα και πλύθηκα σιωπηλά, ολάκερος, με ένα λάστιχο που πρέπει να έφερνε το νερό από κάποιο ψυγείο. Μπρρ.
     Τότε την είδα. Ήταν μια μπάμπω που με κοίταζε σα να είχε καιρό να δει τέτοιο πράμα. Με μια μαντήλα να κρύβει τα λευκά μαλλιά και ένα φόρεμα μαύρο με άσπρες βούλες. Η γραία μου έκανε νόημα να πάω μέσα. Δεν είχα τίποτε να χάσω, έκανα μερικά βήματα καλύπτοντας τη γύμνια μου με τα δυό μου χέρια. Να το βάλω στα πόδια έτσι, ούτε συζήτηση. Η γραία μου έκανε πάλι νόημα συλλαβίζοντας κάτι ακατάληπτες λέξεις και μου ‘δειξε ένα σαπούνι και μια πετσέτα. Μετά έσυρε τα πόδια μέχρι τη κουζίνα της. Πάνω σε μια μασίνα έβραζε ένας τέντζερης και εκείνη έπιασε να ρίχνει κάτι μπάλες από κρέας ανοικτόχρωμο. Πέρασε πίσω της, μοσχοβολούσε κάτι, εγώ πήγα να αποτελειώσω το μπάνιο. Η μπάμπω με κρυφοκοίταζε. Υπήρχε μια ατμόσφαιρα χαλαρής συνωμοτικότητας που δεν με απωθούσε. Ήταν σχεδόν σα θαλπωρή. Το ένστικτό μου, μου ‘λεγε πως είμαι ευπρόσδεκτος. Ντύθηκα και κάθισα απέναντί της. Έπιασα την πέτρα μου και έκανα πως δε με νοιάζει τι είναι μέσα στο τσουκάλι. Ήμουν κακός ηθοποιός, μάλλον. Η γιαγιά πλησίασε, με κοίταξε με κατανόηση, μου ανακάτεψε τα μαύρα λουσμένα μαλλιά και μου χάρισε το ποιο γλυκό χωρίς δόντια χαμόγελο που θυμόμουν. Εκείνη τη στιγμή, καθώς ένα απαλό φως έμπαινε από τις κεντημένες κουρτίνες του χαμόσπιτου γεννήθηκε μια ακόμη αλλόκοτη φιλία από αυτές που μένουν μυστικές και ανθεκτικές. Εγώ έγινα φίλος με τη μπάμπω, με το σπίτι της, με την συνοικία της. Έτσι έγινε.
     - Μαρίκα… έκανε η μπάμπω.  
            – Γιασίν.. απάντησα.
      Μετά σωπάσαμε. Τετάρτη, μια Τετάρτη του Σεπτέμβρη του ‘12, εγώ, ο Γιασίν γνώρισα τα κεφτεδάκια με σάλτσα ντομάτας. Ήταν δώδεκα το μεσημέρι και χαράχτηκε στη μνήμη μου σαν άλλη μια προσωπική γιορτή. Δεν είχα και πολλές. Όχι τόσες που να κινδυνεύω να τις μπερδέψω, όχι, όχι… Καθώς εκείνες οι καυτές μάζες έλιωναν ζεσταίνοντας τη γλώσσα μου και σκορπώντας στον ουρανίσκο μου γνώριμα μυρωδικά σε άγνωστες αναλογίες, άφησα ένα δυό δάκρυα να κυλήσουν στα τριμμένα μάγουλα. Ίσως εδώ να ήταν ο παράδεισος τελικά. 
     Μόλις κόπασε η βουλιμία μου σκέφτηκα ότι εκείνη δεν έτρωγε ! Έδειξα τον τέντζερη και μετά το άδειο πιάτο απέναντί μου στο τραπέζι. Μου έκανε μια γκριμάτσα ανορεξίας. Δεν ήταν ακριβώς ανορεξίας, για φαγητό, ήταν μάλλον ανορεξίας για ζωή. Κατάλαβα πάντως.     
     Η γιαγιά βημάτιζε αμήχανα πειράζοντας φωτογραφίες που τάχατες ήθελαν διόρθωμα, δε φαινόταν σημάδια κανενός που να τις ανακατεύει. Έτσι συμπέρανα πως ήταν σε μια μορφή διαλόγου με τα πρόσωπα στις εικόνες. Οι παντόφλες της ήταν σκληρές και σκάλιζαν κάτου το μουσαμά βγάζοντας ήχους από κοτέτσι. Της έκανα ένα νεύμα απορίας. Ήταν σα να τη ρώτησα εκατό ζουμερές ερωτήσεις γιατί άρχισε αμέσως να μου δείχνει και να μου εξιστορεί πράματα που αν ήξερα τη γλώσσα της θα ήταν και θάματα.  Μα δεν ήταν. Ήταν η ιστορία της ζωής των ανθρώπων έτσι πως φτιάχνεται σε ούλα τα μέρη της γης. Γιός στη ξενητειά, εγγόνια με ξενικά ρούχα, κόρη μαυροφορεμένη, εγγονός από τη κόρη με πιο απλό ντύσιμο, κι άλλες του εγγονού του αγαπημένου, και κάδρα με κάτι χαρτιά με βούλες, του εγγονού κατορθώματα
Και στο τέλος ένα δάκρυ. Πήρε τη φωτογραφία με την κόρη της και τον επίλεκτο εγγονό και μου έκανε νόημα δείχνοντας τον μικρό με τα έξυπνα ομολογουμένως μάτια…
- Φεύγει κι αυτός… δουλειά, μακριά, μακριά, πολύ μακριά…κάτι τέτοιο.
      Τινάχτηκα, έτσι ήμουν εγώ, τιναζόμουνα εύκολα, σαν άνοιξε η πόρτα και μπήκε από την αυλή μια όμορφη γυναίκα, μαυρομάλλα. Η κόρη της, αυτή θα ήταν. Με κοίταξε έντρομη και μετά τη μάνα της με μια κατηγόρια. Πρέπει να την μάλωνε γιατί η μπάμπω πήρε να βουρκώνει, εγώ πάντως έμεινα έκθαμβος από τα παπούτσια της κοπέλας και δεν άκουσα τίποτα. Η γραία έβαλε το κεφάλι κάτω και πήγε μέσα. Γύρισε γρήγορα για την ηλικία της, σα τσατισμένο μουλάρι, μου έδωσε ένα ρούχο αστείο και μια και η άλλη ήταν ανένδοτη μου ‘δειξε την πόρτα. Της φίλησα το χέρι, δάκρυσε, το τράβηξε βίαια, γύρισε κοιτώντας δολοφονικά τη κόρη, μετά δεν είδα, έκαμα υπόσχεση μέσα μου να περάσω πάλι, να τη δω, έφυγα σα το κλέφτη και πήγα. Ο ήλιος τώρα ήταν ψηλά. Και ‘γω χορτάτος. 

    Μέρος δεύτερο. Η πόλη.

     ... συνεχίζεται

Κυριακή, Σεπτεμβρίου 2

Ερωτόκριτος ..μια άλλη μουσική ερμηνεία

Αρετούσα Ερωτόκριτος

       Ο Ερωτόκριτος είναι μία έμμετρη μυθιστορία που συντέθηκε από τον Βιτσέντσο Κορνάρο στην Κρήτη τον 17ο αιώνα. Αποτελείται από 10.012 (οι τελευταίοι δώδεκα αναφέρονται στον ποιητή) ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους, ομοιοκατάληκτους στίχους στην Κρητική διάλλεκτο. Κεντρικό θέμα του είναι ο έρωτας ανάμεσα σε δύο νέους, τον Ερωτόκριτο (που στο έργο αναφέρεται μόνο ως Ρωτόκριτος ή Ρώκριτος) και την Αρετούσα, και γύρω από αυτό περιστρέφονται και άλλα θέματα όπως η τιμή, η φιλία, η γενναιότητα και το κουράγιο. Μαζί με την Ερωφύλη του Γεώργιου Χορτάτση είναι τα σημαντικότερα έργα της Κρητικής Λογοτεχνίας. Ο Ερωτόκριτος πέρασε στην λαϊκή παράδοση και παραμένει δημοφιλές κλασικό έργο, χάρη και στη μουσική με την οποία έχει μελοποιηθεί.


Αυτή είναι μια προσπάθεια εικαστικής απόδοσης τμήματος του έργου από καταξιωμένους μας καλλιτέχνες με φόντο εικόνες της σύγχρονης Αθήνας.
Η ανάμειξη του σύγχρονου με την παράδοση είναι ένας τρόπος αναμετάδοσης της τέχνης δια μέσου των γεννεών που με βρίσκει σύμφωνο. 
Εσάς ;  Γράψτε σχόλια...
Κάντε ένα κλικ στον ανωτέρω σύνδεσμο και...
Καλή ακρόαση