Κυριακή, Νοεμβρίου 29

Δεν το φοβάμαι το άγνωστο !


Περισσότερο φοβάμαι το γνωστό..
Είναι πολλές φορές που χαμογελώ καθώς ακούω να λένε «φοβάμαι το άγνωστο» . Χαμογελώ γιατί οι ζημιές που μου έχει προξενήσει το άγνωστο είναι ασήμαντες. Η μεγάλες φθορές στο ηθικό και την διαμόρφωση του χαρακτήρα μου από αλλού ήρθαν.
Από αυτά που έπιασα με το θάρρος της εξοικείωσης σφιχτά στα χέρια μου, και με χάραξαν τόσο που ακόμη δεν μου έχουν φύγει τα σημάδια.
Το γνωστό, το οικείο, το αναμενόμενο είναι αυτό που θεωρούμε ψηλαφημένο και εκτιμημένο επαρκώς ώστε να μην το κρίνουμε. Το οικείο είναι που δεν ανατρέπεται...
Γνωστό είναι ότι καθώς γεννιέμαι, από τα δεκάδες δεδομένα γύρω μου είναι προδιαγεγραμμένο με ποια πράγματα δε πρέπει να παλέψω. Δεν πρέπει να αναμιχθώ στο σύστημα αξιών που θα συναντήσω. Δεν πρέπει να απειλήσω τα θεμέλια της σιωπηρής συμφωνίας που κρατάει όλο αυτό το κοινωνικό οικοδόμημα συμπαγές. Ανάμεσά τους και με τις ίδιες πρακτικές που στους προηγούμενους έχουν αποδώσει πρέπει να πιάσω μια γωνίτσα γης και να σπείρω, να ποτίσω, να θερίσω και να αποσυρθώ. Χωρίς ποτές να απλώσω υπερβολικά τις φτερούγες μου.
Γνωστό είναι το ανάστημά μου και η εμβέλεια της νοημοσύνης μου. Έχει αποφανθεί το αλάνθαστο εκπαιδευτικό μας σύστημα, έχουν συμφωνήσει μεταξύ τους οι γονείς μου με τις εμμονές που κουβαλούν και τις δυνατότητες που έχουν και , το χειρότερο για μένα είναι ότι δε μπορώ να καταλάβω πως το περιβάλλον μου αναγνωρίζει και τελικά δικαιώνει συγκεκριμένο τύπο ευφυϊας. Έτσι κάθε ένστασή μου καταπνίγεται παρασύροντας ευκαιρίες για να γνωρίσω , να αγαπήσω και να πιστέψω στον εαυτό μου. Με το ανάστημα και την εμβέλεια της νοημοσύνης δεδομένα ξεκινώ στα 10 μου χρόνια να επιλέξω τους πυλώνες της δημιουργίας μου που θα αποτελέσουν και την βάση της ψυχικής μου υγείας στο μέλλον.
Γνωστό είναι ότι όταν πλησιάσω τις πρώτες εντυπωσιακές μου κατακτήσεις θα είναι βέβαιες οτι διέπομαι από τα ίδια κίνητρα από τα οποία εμφορούνται όλα τα πλάσματα που κατουράνε με τον ίδιο τρόπο με μένα. Οι σύντροφοί μου θα περιμένουν τα γνωστά επιτεύγματα και κυρίως ποτέ να μην τους ξενίσω με τις συμπεριφορές μου. Οι παραβατικότητες θα καταπνιχθούν εγκαίρως πριν καταφέρουν να σχηματίσουν όμορφα χρώματα της διαφορετικότητας. Τελεσίδηκα θα τιμωρηθούν με εξωστρακισμό.
Γνωστό είναι αυτό το λαμπρό φώς που με περιβάλλει σε κάθε χώρο όπου διακρίνομαι. Και φωτίζει τα πάντα εξαντλητικά για να μην αφήσει υπονοούμενα. Τι περιμένουν από εμένα όλοι στο άμεσο περιβάλλον μου, γνωστό είναι. Να δικαιώσω τον τίτλο του φαβορί, κάθε φορά που παίζουν τα ρέστα τους στο μέλλον μου. Βέβαια. Περιμένουν να μην κάνω πίσω και διαταραχθούν οι σειρές. Και η σειρές των πραγμάτων γνωστές είναι. Τι ώρα πρέπει να φτάσεις ,τι μέρα πρέπει να ξεκινήσεις, πότε πρέπει να πάρεις μια ανάσα, πότε να κάνεις ένα βήμα πίσω… το οικείο περιβάλλον ξέρει, ξέρει τα πάντα. Ρώτα. Θα στα τρίψουν στη μούρη, με τέτοιο τρόπο εμφατικό θα στα ξεδιαλύνουν. Ακόμα και τον ιδανικό τρόπο να γιορτάσεις τις μικρές σου υπερβάσεις τις ξέρει.
Γνωστά είναι και τα όρια της επίδρασής μου στους ανθρώπους. Ξέρω ότι όσο ιδανικό πιάτο και να τους σερβίρω πάλι θα κάτσουν θα φάνε βιαστικά τρεις μπουκιές, άλλη μια από ευγένεια και θα γυρίσουν να φύγουν χωρίς να μαζέψουν τα πιάτα. Ξέρω ότι αν, αν ποτέ τα καταφέρω να υπερβώ το παραμύθι, να ξεπεράσω κάθε προσδοκία και να παρουσιαστώ υπέροχος, κανείς δε θα πιστέψει. Ξέρω, γνωστό είναι ότι όταν ξημερώνει δε περιμένουν να δούνε μεγάλο φωτεινό φεγγάρι. Και έτσι, δε σηκώνουν τα μάτια ψηλά.
Γνωστός είναι ο βιολογικός μου κύκλος. Υπάρχουν συνέδρια με δεκάδες ανακοινώσεις. Υπάρχουν στατιστικές. Υπάρχουν τόσοι απαράβατοι κανόνες που ορίζουν πότε δεν θα δικαιούμαι να ερωτεύομαι, πότε θα σταματήσω το σεξ, πότε θα είναι πιά αστείο να διεκδικώ συγκινήσεις, πότε θα γευτώ την πατρότητα και τη μητρότητα, πότε θα πρέπει να μετατραπώ σε νοσοκόμο που θα ξεσκατώνει γέρους, πότε θα με δέχονται και σε ποιους κύκλους πότε θα λέγομαι εργένης και πότε ραμολιμέντο , καθώς και πότε η δημιουργηκότητά μου θα μετατραπεί από αξιοθαύμαστη σε αξιομνημόνευτη.
Γνωστό είναι και το φινάλε μου.Η έκβαση όλων των πραγμάτων είναι γνωστή. Είμαι ένα φύλλο με υπέροχα χρώματα που ωστόσο με τον ίδιο τρόπο θα αποχωριστεί από το κλαδί, λίγο διαφορετικά θα πέσει, εκεί να καταλήξει, με όλους τους άλλους, στο χώμα, στην ασημαντότητα του ετοιμοθάνατου .
Είναι όλα αυτά και τόσα άλλα, γνωστά, οικεία, αξεπέραστα και νομοτελειακά που με έχουν πιάσει από το χέρι και με συνοδεύουν εκεί που πάω. Και όσο και αν προσπάθησα δεν κατάφερα να μην τα φοβάμαι. Τρέμει η ψυχούλα μου, ωχρή γίνεται η φύση των ανομολόγητων ονείρων μου και με καθορίζει.
Το άγνωστο ;
Το άγνωστο εγώ δε το φοβάμαι πιά. Έχω κάνει την υπέρβασή μου. Παρ’ όλες τις σχετικές παραινέσεις το άγνωστο είναι ο κρυφός μου φιλαράκος. Αλλά….
…μη το πείτε πουθενά.

Πέμπτη, Νοεμβρίου 19

Το ετοιμοθάνατο λικέρ


The procedure of a tear...

Στοργή απλώνεται και τα καλύπτει όλα. Πάθη, εμμονές, πόθους & απόπειρες. Στοργή ανεβαίνει σαν ανυπόμονος κισσός από τη γή. Ζεσταίνει τη κοιλιά σου σα πρωϊνό γάλα & κατόπιν το μυαλό σου σα μεσημεριανός υπνάκος. Σε ποτίζει καθυσηχαστικά στιγμιότυπα. Ρίχνει αστραπές ευπρόσδεκτες στο παχύ σκοτάδι κάθε ανασφάλειάς σου. Κι έτσι ζεστός αφήνεσαι, μέσα στη μάλλινη κουβέρτα της τα σκέλια σου να τα μπερδέψεις με εκείνη.
Στοργή εξαπολύεις. Με τον ανθρώπινο υπολογισμό οτι θά 'ρθει πίσω. Και έρχεται, πολλαπλασιασμένη με χάδια μητρικά και καλοψημμένες βεβαιότητες. Σηκώνεις τότε το γιακά και προχωράς, μεσα στο κρύο κουμπώνοντας όλα τα κουμπιά σου εως πάνω.. Ούτε δεξιά ούτε αριστερά να στρίψει το κεφάλι δε μπορεί. Μεταβολή ; Ούτε σκέψη...
Παιδιά κοιμούνται παραμέσα με ήσυχο ρυθμό. Πηγαίνεις κάθε τόσο και τα βλέπεις. Τα σώματα δουλεύουν και ζεσταίνουν. Γεμάτα με καυτό, μαύρο λερό νερό. Πατώματα από ξύλο και κανόνες όλα στέρεα. Δε τρίζουν. Κανένας πάνω δε χορεύει εξάλλου. Περπατούν.
Στοργή γυρεύεις όλη μέρα. Μέσα σε μπαούλα με παλιές φωτογραφίες, μέσα σε κάδους με μηνύματα ζεστά, τόσο παλιά,θαρρείς πως κιτρινίζουν στην οθόνη. Ώσπου να έρθει πάλι η θαλπωρή, λευκά να στρώσει εργόχειρα οικογενειακά ολούθε, και τις πόρτες να κλειδώσει δυό στροφές. Μυρίζει τότε τσάϊ και κονιάκ και κάστανα βρασμένα κι είναι εντάξει. Είναι εν τάξει.


Μα το κορμί σου ; Αυτό που κόκκινο αίμα όλο γεμίζει κι από κάθε του ακρωτήρι ένα σήμα sos γυρίζει, τι διάολο θέλει και στριφογυρνάει τις ώρες τις μικρές προς το βορρά ; Γιατί νωρίς ξυπνά και τίνος η ανάμνηση το κατατρέχει ; Ποιός διάολος είναι αυτός που σε παραφυλάει, έξω από τα τετριμμένα κι ασφαλή να σε πετάξει ;
Θυμάσαι πότε έπεσες έξω απ' τα σύνορα στερνή φορά ; Έξω απ' την τέλειά σου δίνη; Θυμάσαι το κτύπημα ή την πτώση ; Θυμάσαι το φόβο, ή την έξαψη πριν απ' το φόβο ; Τι θυμάσαι πιό καλά, το χώμα που σε αγκάλιασε ή τη πληγή που σου άφησε ; Τι θυμάσαι;

Λένε πως πιό πολύ θυμάσαι ένα δάκρυ. Το στερνό εκείνο της επίγνωσης το δάκρυ. Τη στιγμή που αποφαίνεται το σώμα σου ότι τόσα του στερούσες που κάλλιο πιά να μη το χρησιμοποιούσες, παρά έτσι διαρκώς να το κακοποιείς. Το δάκρυ της επίγνωσης οτι το πιό γλυκό λικέρ της νιότης σου έχει στερέψει, τόσο ανεπιστρεπτί, που θα μπορούσες να το πείς ετοιμοθάνατο. Ας λένε οτι το παλιό λικέρ είναι σαν νέκταρ. Εσύ κάποια στιγμή το ξέρεις. Όταν στο πάτο της μπουκάλας τόσο μείνει που δεν κυλά, ας είναι νέκταρ, ας είναι και θεός. Να σε κρατήσει ζωντανό δε θα προκάνει.

Κυριακή, Νοεμβρίου 15

Ένα κουταλάκι μέλι


-Είμαι ένας άκακος υπερεθνικιστής !
Εσείς τώρα λέτε ότι δεν υπάρχει τέτοιο πράγμα ; Υπάρχει …Δεν έχει να κάνει με την αποστροφή στη παγκοσμιοποίηση. Όχι καλέ. Καλώς να έλθουν όλοι. Εμείς θα είμαστε πάντοτε οι πιο, οι πιο, οι πιο….. πώς να το πώ με 1000 λέξεις…
Έχουμε μια τεράστια γλύκα εμείς οι Έλληνες. Από την διπλανή πιτσιρίκα στο θρανίο του νηπιαγωγείου μέχρι και ,πολύ πολύ αργότερα, τη διπλανή γιαγιά στο παγκάκι του πάρκου μοιράζουμε και μαζί απολαμβάνουμε χορταστικές μερίδες από το κόκκινο καρό τραπεζομάντιλο της παράξενης μεγάλης καρδιάς μας.
Κοιτάξτε τα πρόσωπα των Ελλήνων. Έχουν τη ζεστασιά ενός Αιγύπτιου μα πιο εκλεπτυσμένα χαρακτηριστικά, έχουν το πείσμα του Βρετανού, χωρίς το ανάπηρο πάνω χείλι, έχουν αισθητική Σκανδιναβού χωρίς να σχεδιάζουν σκαμπό από σπασμένες κρεμάστρες, έχουν την προνοητικότητα του Αμερικανού αλλά μονάχα για την τρέχουσα ημέρα, έχουν την επιθετικότητα του Μουσουλμάνου αλλά χωρίς την ηθική καχυποψία του, ακόμη έχουν την περηφάνεια του Ρώσου αλλά χωρίς να τους παίρνει από κάτω η προσωρινή υποχώρηση της αυταπάτης τους και τέλος έχουν την τρυφερή ψυχή του Αφρικανού χωρίς να τραγουδούν μοναχά τη δυστυχία. Δεν είναι ικανότητα. Είναι μια ευλογία.
Μυρίστε γύρω σας… Δεν υπάρχει ! Δεν υπάρχει τέτοιος τόπος που να έχει γύρω από τα πόδια του ένας άνθρωπος χοντρός 9 επιλογές από χόρτα που προκαλούν απίσχνανση (αδυνάτισμα) : σκόρδο, κάρδαμο, πράσο και σινάπι και πύρεθρο και μέντα και δυόσμο και φλισκούνι και θυμάρι. Ζούμε πάνω σε αυτόν τον τόπο που παράγει το πιο νόστιμο σιτάρι, γεμίζει αγόγγυστα κάθε πρωϊ το τραπέζι μας με μαρμελάδες φρέσκων φρούτων και φρυγανιές μοσχομυριστού χθεσινού ψωμιού και λαχανικά που μυρίζουν γη. Με την ελάχιστη εκλεκτικότητα και φροντίδα η καθημερινότητά μας γίνεται ανώτερη από των αυλικών του Μπάκινχαμ … Κανένας άλλος στο κόσμο δε φαντάζεται το ίδιο πράγμα αν ακούσει τη φράση « τυρί με καρπούζι» , μόνο εμείς.
Ακούστε γύρω σας ανθρώπους να χαιρετιούνται. Τι κάνεις ; - Σκατούλες ! -Πώς είσαι ; - Πώς να’μαι, απήδηχτη ! -Πως πάει ; ..μιώντας ! Οι απλές ερωτήσεις μόνο εδώ επιφέρουν αυτόματες εξομολογήσεις με την μεστή αυθάδικη ελαφρότητα του ελληνικού ταμπεραμέντου. Γι αυτό ελάχιστα πράγματα τελικά παραμένουν στοιβαγμένα στη ψυχούλα μας το βράδυ για μηρυκασμό .
Μιλάμε πολύ. Προσφερόμαστε να μιλήσουμε σε όποιον έχει έστω και μια ένδειξη πάνω του ότι δεν είναι κουφός. Και λέμεεεεεεε ! Λέμε τα εσώψυχά μας με μια αφέλεια που μας κάνει υπέροχους . Λέμε τα εσώψυχα του χθεσινού διπλανού στο λεωφορείο που μας τα εμπιστεύθηκε για να τα …προωθήσουμε ! Λέμε τις ανακρίβειές μας με τεράστια χαρά γιατί πάνω σε αυτές θα βασίσουμε την επόμενη μεγάλη μας εξομολόγηση. Και ξεστρατίζουμε τόσο που στο τέλος δε μένει χρόνος για την καθεαυτού εξομολόγηση οπότε τι έγινε ; Ξέρετε τι θα έγραφε ένας Αμερικάνος για μας ;
« δεν την καταλαβαίνω αυτή τη βλακώδη κουλτούρα του μπλα μπλα. Η ειλικρινής παράσταση είναι το πάν. Ειλικρινής και κενή, τελείως κενή. Ειλικρίνεια που είναι χειρότερη από τη ψευτιά, αθωότητα που είναι χειρότερη από την διαφθορά. Τι απληστία κρύβεται πίσω από αυτήν την πληθωρική ειλικρίνεια. Στην πράξη πιστεύουν όλοι ότι δικαιούνται τα πάντα ! Την …ξετσιπωσιά τους την αποκαλούν τρυφερότητα, την φθηνά καμουφλαρισμένη αναλγησία τους χαμένη αυτοεκτίμηση. Ζούν σε μια υπερβολή. Δραματοποιούν τα πιο ασήμαντα συναισθήματα. Σχέση ! Ω, να αποσαφηνίσω τη σχέση μου… Ανοίγουν το στόμα τους και σε πιάνει απελπισία. Αποσβολώνονται στη συμβατική αφήγηση. Δεν μπορούν να αποδεχθούν μια φράση που έχει αρχή μέση και τέλος. Και κάτω από αυτόν τον ύπουλο ακραίο ναρκισσισμό τους συνεχίζουν να πορεύονται
με μια ευτυχισμένη παρακμιακή μακαριότητα » (λόγια καθηγητή ήρωα του Philip Roth)
Ίσως να έχει δίκαιο. Κανένας άλλος λαός δεν έχει τέτοια ευχέρεια να ντύνεται συναισθήματα και να γδύνεται λέξεις επουλώνοντας τις πληγές της καθημερινής του κακομοιριάς. Όταν ξυπνάμε το πρωί , η χθεσινοβραδινή ματαιότητα σκεπάζεται από μια κρούστα ελπίδας αποδίδοντας μας φρέσκους στη βιοπάλη. Δεν μπορούν να καταλάβουν από πού αντλούμε τις αντοχές μας. Τρελαίνονται.
Εμείς ωστόσο ξέρουμε. Ξέρουμε ότι αυτή η χώρα μπορεί να μη φτιάχνεται ποτέ … αλλά επίσης δε χαλιέται και με τίποτε ! Πάνω της υπάρχει η θετική αύρα πολλών γενιών που αισθάνθηκαν πολύ τυχερές να την πατούν. Γύρω μας υπάρχουν σφιγμένα μάτια ζηλόφθονων ότι δεν γεννήθηκαν πάνω της. Και τα παιδιά μας γελάνε και κάνουν απολαυστικές παρατηρήσεις καθώς συχνά παρατηρούν τους ξένους. – Μαμά αυτή γιατί φοράει κάλτσες με τα πέδιλα ; Σιχαίνεται το χώμα ;
Τα παιδιά μας. Μεγαλώνουν σαν τα γυφτάκια σε ένα δυτικό αποστειρωμένο τεχνοκρατικό περιβάλλον. Είναι από μωρά ήδη υποψιασμένα για το εμβόλιο της γρίπης, για το πρωτάθλημα του Γαύρου, για τις υποσχέσεις των νεοεκλεγέντων, για τη ρεμούλα και τη διαφθορά που θα αντιμετωπίσουν αλλά παρακαλούνε να τα αφήσουμε να γευτούν τη ζωή σε αυτήν τη χώρα, λίγο ακόμα σαν μωρά, γιατί δε θέλουν να αποχωριστούν τη γλύκα της. Δε θέλουν να σταματήσουν τα πρωινά της Ελλάδας να τα υποδέχονται με ένα κουταλάκι μέλι.
Τα λυπητερά ‘ρωτόλογα του Ερωτόκριτου και οι ευχές από της Μάνης τις μανάδες δεν θα τ’ αφήνουνε να ξεχάσουν τι είναι αυτός ο τόπος. Είναι τόπος που τρώει τα παιδιά του αλλά κανένα δε θέλει αλλού να πάει να ζήσει. Θα ‘γναντεύουν το δειλινό, όπου κι αν είναι. Θα μετρούν τα άστρα εδώ που είναι εφικτό να τα μετράς όλο το χρόνο. Αφήστε να τα βγάλει από του καθημερινού την παγίδα ο αγέρας. Εδώ που ζούμε μπορούμε με προσδοκία για το μέλλον να χαμογελούμε. Εδώ μεγάλωσε η τρελή ροδιά του Ελύτη. Να σας θυμίσω ;
"Σ’ αυτές τις κάτασπρες αυλές όπου φυσά ο νοτιάς
Σφυρίζοντας σε θολωτές καμάρες, πέστε μου είναι η τρελή ροδιά Που σκιρτάει στο φως σκορπίζοντας το καρποφόρο γέλιο της
Μ’ ανέμου πείσματα και ψιθυρίσματα,
Πέστε μου είναι η τρελή ροδιά
Που σπαρταράει με φυλλωσιές νιογέννητες τον όρθρο
Ανοίγοντας όλα τα χρώματα ψηλά με ρίγος θριάμβου ;

Όταν στους κάμπους που ξυπνούν τα ολόγυμνα κορίτσια
Θερίζουνε με τα γυμνά τους χέρια τα τριφύλλια
Γυρίζοντας τα πέρατα των ύπνων τους,
Πέστε μου είναι η τρελή ροδιά
Που βάζει ανύποπτη μεσ’ τα χλωρά πανέρια τους τα φώτα ;
Που ξεχειλίζει από κελαϊδισμούς τα ονόματά τους
Πέστε μου……….
…………………………………………………..
….στο στήθος των βαθιών ονείρων μας, είναι η τρελή ροδιά ;"

Τετάρτη, Νοεμβρίου 11

Τα μαθηματικά της Πανδώρας


Εγώ εις το τετράγωνο
Δωμάτιο διάχυτο από καπνό και ένταση. Μυρωδιά ιδρώτα και κονιάκ. Ένας αλύπητα τσαλακωμένος καναπές. Πάνω του ένα κορμί σε αμυντική στάση. Χέρια τυλιγμένα γύρω από μαζεμένα πόδια. Μια μπάλα από σίδερο, μια μεγάλη ποσότητα εκδίκησης έτοιμη να εκτοξευτεί. Κι όποιον πάρει ο Χάρος. Όποιον πάρει… Γιατί είμαστε κατασκευασμένοι και για πόλεμο εμείς. Πολεμική μηχανή που κανείς δεν κατάφερε ποτέ να αντιμετωπίσει , ένας οργισμένος ενήλικας. Ένα βλέμμα που γίνεται μαχαίρι. Ένα σώμα που γίνεται όρνιο. Πρώην άγγελος με μάτια σφικτά, φλογισμένα. Καλύτερα να μην υπήρχαν αυτοί οι αδένες που παράγουν ένα τέτοιο πύρινο δηλητήριο. Αλλά υπάρχουν. Φορές, έχουν το πάνω χέρι. Φορές ελέγχουν, καθοδηγούν τις εξελίξεις και καθορίζουν ζωές. Όχι μια. Δύο τουλάχιστον. Πολλές φορές τρεις. Και κάποτε περισσότερες από αυτές. Λεπτομέρειες οι ζωές μπροστά στο σκηνικό της απόγνωσης ενός θυμωμένου ζώου. Να λοιπόν πως γίνεται πόνος. Ξεπετάγονται ολούθε και απορείς που ζήσανε κρυμμένες. Οι χειρότερες και συχνά αθεράπευτες μαύρες ασθένειες του μυαλού μας. Πράγματα με τα οποία οι γύρω μας αποφεύγουν να τα βάλουν. Συναισθήματα που μοιάζουν με εκείνα που λίγοι έχουν βιώσει : Οργή του άδικα έγκλειστου σε υγρό κελί, λύπη του πληγωμένου στον κρύο δρόμο σκύλου, θυμός ορφανού μικρού παιδιού, μένος ενός προδομένου από το παραμύθι του ιππότη. Όλα τόσο ανώτερα από τις δυνάμεις της απαίδευτης λογικής μας. Όλα μοιραία, σα μαχαίρια σε χέρια μεθυσμένων.

ΕΚΕΙΝΗ, η καταδίκη μου, περιφέρεται στητή σαν ψηλό ποτήρι φαρμακερής μνήμης με σημάδια από τα χείλη μου παντού. Εκείνη απέναντι είναι η υπαίτιος. Αυτή που άντλησε σε λίγα χρόνια το κορυφαίο και το ύστερο από όσα είχα να μοιραστώ. Και τώρα με κοιτάζει σαν ύαινα. Δεν έπρεπε να περιμένουμε ως εδώ . Φτάνει.
Είμαι έτοιμος για όλα. Όλα τώρα είναι πιο πάνω από τη λογική της συγκατάβασης. Όλα είναι πιο δυνατά από την αναβολή.
ΕΓΩ. Είναι ώρα πάλι για το εγώ. ΕΓΩ. Κάπως φθηνά πούλησα το τομάρι μου. Κάπως πιάστηκα απροετοίμαστος στη φάκα με τα θέλγητρά της. Έδωσα. Υποσχέθηκα. Δεσμεύτηκα. Αναλώθηκα. Εξαντλήθηκα. Άφησα να πατήσει παντού μέσα μου. Τίποτε δεν κράτησα για τον εαυτό μου. ΕΓΩ. Μοιράστηκα τη μερίδα μου για να χορτάσει μια αχόρταγη. Έτρεχα να προφτάνω ό,τι να την αλλοιώσει απειλούσε. Άσπιλη την ήθελα για να μου επιστρέψει την λατρεία μου. Σε ζεστές σαν κοιλιά μάνας ματιές. Σε φωτεινές αφιερωμένες στη λαγνεία μου νύχτες. Για να μου επιστρέψει τη δύναμη της αγάπης μου σε χιλιάδες σεντούκια συναισθημάτων. Κι αυτή πάντα έβαζε πάνω πάνω τις προτεραιότητές της.
ΕΚΕΙΝΗ, η κατάρα μου, κοιτάζει παγερά σιωπηλή. Ούτε μια στιγμή δεν έδειξε αμφιβολία για τη στάση της. Ένα κρύο κορμί, παγετώνας σωριασμένος επάνω στη γήϊνη σάρκα της ψυχής μου. Μου αφαίρεσε το φως ,την πρώτη ύλη της ελευθερίας μου. Με απόκοψε από τον ήλιο. Με έσυρε στο κατώγειο της αυτοεκτίμησης και με την πρώτη ευκαιρία έκανε την επανάστασή της. Δεν υπάρχει πια κανένας, κανένας λόγος να είμαστε μαζί.
EΓΩ, μια τελευταία ματιά. Μια ματιά αίμα, να μη ξεχάσει ποτέ. Εντολή. Περνάω πάνω της. Απαντά με το ίδιο νόμισμα. Ο σώζων εαυτόν σωθείτο… Ανοίγει ξανά τη βαλίτσα της και πετάει μέσα υπολείμματα. Δεν κοιτάζει αλλού. Είναι μέχρι την τελευταία στιγμή μια γελοία παράσταση επικράτησης όπου αποκλείεται να προκύψει νικητής. Την αποτελειώνω με τις κινήσεις μου. Βάζω επιδεικτικά το πιο κεφάτο μου CD. Ξαναγεμίζω κόκκινο από τη μπουκάλα. Και κάθομαι στο γραφείο. Για να μη ξαναστραφώ προς το μέρος της. Μέχρι να ακουστεί η πόρτα.Να μη ξαναστραφώ προς το μέρος της. Ποτέ πιά.
ΕΚΕΙΝΗ, η ήττα μου, η πιο μεγάλη παρτίδα που έχω χάσει, δραπετεύει από το φινάλε της, αφήνοντας την πόρτα ανοικτή. Δεν ακούγεται τίποτε, παρά φυγή. Κανένας γδούπος αναγγελίας. Απλώς φυγή. Τον επίλογο να τον βάλει η σιωπή. Δε σφάξανε !
ΕΓΩ σηκώνομαι, ΕΓΩ πιάνω το χερούλι της πόρτας, ΕΓΩ με όλη μου την δύναμη βροντάω το κουφάρι της στη κάσα με μια ευχή. Ο κρότος αυτός να είναι το βεγγαλικό της ελευθερίας μου. Να είναι το εξιτήριό μου. Να είναι η λύτρωση του εξαφανισμένου εγώ μου.Να είναι η λύση. Να είναι η μπόρα που θα πλύνει το αίμα και η φωτιά που θα που θα κάψει τις φωτογραφίες για να μείνει κενό.

Τετραγωνική ρίζα του εμείς
Κενό. Χαμηλά φώτα, ένα σαλόνι τακτοποιημένο στην εντέλεια. Πρόγραμμα οργανωμένο στην εντέλεια. Τεκμήρια ή αναφορές σε εκείνη εξαφανισμένα. Η προσπάθεια ενός δραπέτη έχει πολλές όψεις. Πρώτα σβήνει τα ίχνη. Μετά σκέφτεται προς τα που να τρέξει. Κι ύστερα στρέφει συνέχεια το κεφάλι πίσω, μάλλον για να βεβαιωθεί οτι κάποιος τον ακολουθεί αποτελεσματικά.
Κενό. Κανένας ήχος αν δεν τον προκαλέσω εγώ. Καμιά σκέψη αν δεν την ανασύρω μόνος μου. Θα έπρεπε να μοιάζει με κήπο....
Κενό. Χωρίς τα λουλούδια του ο κήπος μυρίζει σκέτο χώμα.
Από την πρώτη στιγμή το καταλαβαίνεις ότι έκανες ένα ολέθριο σφάλμα. Είναι εκείνο το καμπανάκι που δεν έχουν εντοπίσει οι γιατροί και κτυπά κατευθείαν στο στήθος. Μια εξαιρετικά σύντομη αρρυθμία που η λογική σπεύδει να την αποκαταστήσει πριν εκτεθείς... Αυτό ουδόλως αποτρέπει την σειρά των ειδικών καταστάσεων που έχεις να διαχειριστείς.
Σπρώχνω με όλη μου τη δύναμη για να αποδιώξω το κουτί της Πανδώρας. Ανάβω τα κεριά του εγωϊσμού μου να ξορκίσω κάθε φοβία. Τίποτε δεν γίνεται. Όλο μου το είναι ζητούσε πριν να της αποδώσω ευθύνες. Ότι κοίταζα, ότι ακουμπούσα, ότι συνέβαινε παρέπεμπε σε λάθη της. Τώρα ; Ότι κοιτάζω, ότι ακουμπώ, ότι συμβαίνει θα πρέπει να το κρίνω απαλλαγμένος από την εμμονή του θύματος. Πρέπει να δικαιώσει την απόφαση. Και το σπίτι δε βοηθάει. Είναι γεμάτο αναφορές σε στιγμές. Ό,τι δεν βρίσκω στο ντουλάπι, ότι δε βλέπω στο άδειο τραπέζι, η στραβή κορνίζα στο διάδρομο, η μυρωδιά της πετσέτας, η γεύση του ποτηριού μου. Αδύνατον να ξεφύγω από τη μνήμη της επίγευσης που άφηνε η παρουσία της. Αναμετριέμαι με λύσσα. Και χάνω ξανά τις μάχες κατά συρροή.
Εκείνη, κάπου πέρα στο νησί της δίνει τη δική της μάχη. Να ξεπεράσει τα γεγονότα και να σβήσει τα ίχνη μου. Δε με ένοιαξε όταν έφυγε τι θα βάλει στις αποσκευές. Ούτε που κοίταξα μέσα. Είχε κομμάτια μου που ήταν ζωτικής σημασίας. Ζωτικής. Δεν ήταν οι γαμημένοι οι δίσκοι. Ούτε τα βιβλία. Ούτε τα κεριά. Ήταν χιλιάδες στιγμές που τραβήχτηκαν βίαια από τη ψυχή μου και δεν μπορώ ούτε μια στιγμή να τις ξαναγγίξω. Σβήνουν αργά. Σε λίγο καιρό δε θα έχω ούτε μνήμες. Αντέχω χωρίς μνήμες εγώ ;
Είμαι ελεύθερος. Πρέπει να αντεπεξέλθω στην ελευθερία μου. Αυτό το θεριεμένο για χώρο αγρίμι ψάχνει τώρα νέα τροφή για να χορτάσει τη βουλιμία του. Είμαι ελεύθερος από κάγκελα αλλά και από θηράματα στεγνός. Το τελευταίο μου θύμα έχει φύγει... Που θα βρώ κουράγιο να ξανακτίσω τα πάντα από το μηδέν ; Τι αποθέματα λαχτάρας για ξένο κορμί μου έχουν απομείνει ; Πόσο μακριά θα πάει η επόμενη απόπειρα ; Και ποιά θα κοιτάξει ένα ράκος ; Ένα απομεινάρι εκείνου του συναισθηματικά πολύχρωμου ανθρώπου που πρέπει να ξαναβάλει τον πήχυ τόσο ψηλά. Πρέπει να φτιάξει εξαρχής κάτι τόσο λαμπρό που θα επισκιάσει την εικόνα Της.
Είμαι ελεύθερος να αναμετρηθώ με το παρελθόν μου. Είμαι ελεύθερος. Όσες φορές και να κοιταχθώ στον καθρέφτη είναι αδύνατον να συνδέσω την όψη μου με κάτι αισιόδοξο. Φενάκη η ελευθερία μου. Επιστροφή στη δυστυχία της απόλυτης μοναξιάς. Επιστροφή στη δυσπιστία προς τους πάντες. Επιστροφή σε έναν κόσμο χωρίς καταφυγή. Επιστροφή στην αγωνία για το μέλλον.
Είμαι ελεύθερος. Δυστυχώς δεν την θέλω την ελευθερία μου. Είναι ένα αγαθό για λίγους. Είναι για αυτούς που έχουν τα κότσια να αναμετρώνται νυχθημερόν με τους πάντες. Είναι κόλαση !
Είμαι ελεύθερος. Και αυτό πρέπει να διορθωθεί επειγόντως.

Απλή πρόσθεση
Μισοσκόταδο. Καταχνιά. Υγρασία που τρυπώνει αλήτικα. Ήχοι παφλασμών και μουρμουρητά ανυπόμονων επιβατών. Κι ένα αέρι γλυκερό . Τέτοια φθινοπωρινά δειλινά είναι καμωμένα από ύλες παράδοξες, θυμούς και φιλιά, πείσματα και νοσταλγίες.
Το φέρυ τώρα πλησιάζει στο νησί. Οι μηχανές του μουγκρίζουν αντιδρώντας στους ελιγμούς. Με τη μανούβρα του καπετάνιου έρχομαι σε απόσταση βολής, κι αρχίζουν τα στεγνά μάτια μου να τεντώνονται και να οργώνουν την παραλία. Σιλουέτες ακίνητων ανθρώπων μέσα σε χλωμές μπάλες φωτισμού από γερασμένες λάμπες. Και γύρω σκιές. Πόσο το θέλω να πηδήξω απέναντι ! Μερικές φορές τόσο απλό σου φαίνεται. Να πηδήξεις απέναντι, εννοώ, ναι . Εξαρτάται από το ποιος σε περιμένει.
Εκείνη, από διαίσθηση απαντώντας στην αγωνία μου, σηκώνει ψηλά την κόκκινη ομπρέλα. Με μια κίνηση θερίζει τη μαυρίλα σα ξυράφι. Εδώ είναι. Ήρθε.
Πως την άφησα να μου φύγει ; Ποτέ δεν ήμουνα μάστορας στις αντιπαραθέσεις. Αλλά και πάλι, πως υποτίμησα τόσο τραγικά την απουσία της ...παρουσίας της ; Ποτέ δεν υπήρξα δίκαιος με τις καταστάσεις. Σα μικρό παιδί στο μυαλό, σα μεγάλος άνθρωπος στο θυμό. Την τράβηξα από πάνω μου και την πέταξα μακριά. Και έμειναν παντού πάνω μου τα πιο πειστικά τεκμήριά της. Έμειναν πάνω μου ήχοι και αγγίγματα να με στοιχειώνουν αλύπητα.
Εκείνη, φαίνεται τώρα καθαρότερα. Φοράει κόκκινα γάντια και είναι ενοχλητικά τυλιγμένη στην άσπρη καμπαρτίνα της. Δε μπορώ να διακρίνω ματιά, διάθεση, θυμό, αγάπη, τίποτε. Με τρελαίνει η απόσταση, όσο μικραίνει τόσο πιο σκληρά μου φέρεται. Πλησιάζω. Κάτι πρέπει να κάνω από όσα σχεδίασα.
Μουδιάζουν τα πόδια μου, από το κρύο λέω, μα δε φυσάει. Ανοίγω τα χέρια μου με δισταγμό , όσο να βεβαιωθώ ότι με βλέπει. Τι ηλίθιος. Κατάλαβε ότι τα έχω χαμένα. Ας είναι. Τώρα τα δευτερόλεπτα μοιάζουν ώρες. Τρίβω τον αυχένα μου με λύσσα. Πονάω δυνατά εκεί που πονάς όταν έχεις ψύξεις ή τύψεις.
Εκείνη, στέκεται χωρίς προσχήματα μπροστά στο σκάσιμο των απόνερων και με μια αργόσυρτη κίνηση λύνει το χοντρό κασκόλ από το λαιμό. Ήμαστε απέναντι. Είναι υπέροχη. Είμαι πάγος. Μα δε προλαβαίνω να .... Χαμογελάει πικρά, αλλά τόσο καθοριστικά που χύνει μέσα μου καυτό νερό. Καλώς όρισες ... ηλίθιε.
Οι αλυσίδες τσιρίζουν, ο καταπέλτης σέρνεται τραχιά στα μουσκεμένα τσιμέντα, ο κόσμος με σπρώχνει βάναυσα, υπάρχουν φωνές και οι συνήθεις άσκοπες αντεγκλήσεις . Όλα, όλα περνούν χωρίς να με αγγίξουν. Απέναντι τώρα ! Κοιτιόμαστε με τόση δύναμη . Κοντοστέκομαι άβουλος ώσπου κάποιος από τους δύο μας να κουραστεί το βλέμμα. Του κάκου. Αποσβολωμένοι σ' αυτό το γεύμα τρυφερότητας που δεν αφήνει τα πόδια μας να σαλέψουν κοιτιόμαστε βαθιά. Και μετά, εκείνη...
Εκείνη, η μοίρα μου, πάλι πιο δυνατή , ανεβαίνει πρώτη στον καταπέλτη και ανοίγει την αγκαλιά της. Και πιάνει μυρωδιά, πιάνει ανατριχίλα, πιάνει γαλήνη. Πιάνει ασφάλεια και θαλπωρή απίστευτη. Αχ, να κρατήσει.
Σωπαίνουμε και οι δυο δυνατά. Και βολευόμαστε ο ένας στον κόρφο του άλλου. Σωπαίνουμε ηχηρά. Και αφήνουμε τη καταχνιά να διαλύσει τους όγκους, να αλλοιώσει τα σχήματα ένα γύρω, να παίξει με τις ευθείες γραμμές και τις βεβαιότητες, να θαμπώσει κάθε ανάγκη για δικαιολογίες. Βράδυ έρχεται. Θα είναι ωραία.
Ωραία που θα είναι...

Κυριακή, Νοεμβρίου 1

Βάλε το χέρι σου στη τσέπη μου...

"Αυτό που χρειαζόμαστε δεν είναι ένας νέος τόπος... μάλλον ένας νέος τρόπος να αναγνωρίζουμε τα πράγματα." Henry Miller
"Το παράδοξο στους καιρούς μας είναι ότι έχουμε όλο και φαρδύτερους δρόμους αλλά όλο και στενότερη αντίληψη, περισσότερη γνώση αλλά φτωχότερη κρίση, ακόμη περισσότερη πληροφορία αλλά πλημμελή ψυχική επικοινωνία. Ξέρουμε να κερδίζουμε τα προς το ζην αλλά αγνοούμε πως να φτιάξουμε τη ζωή μας." George Carlin

Έλαχε και συνάντησα ανθρώπους φρέσκους αυτές τις πρώτες κρύες μέρες του χειμώνα. Έλαχε και μπόρεσα να κάτσω χαλαρός και διάφορα να πούμε. Πόσο ωραία ήτανε ; Πόσο ωραία ήτανε που με κουλάντρισαν και με στριφογύρισαν ένα γύρω από τις αραχνιασμένες λογικές μου. Πόσο ωραία ήτανε να ακούω ξανά, αλλιώτικα… Σαν κάποιος να έχωσε το χέρι του στη τσέπη μου, και αυτός ο ξένος, να μου βρήκε μέσα πράγματα ξεχασμένα που έπρεπε στην επιφάνεια να βγούν πριν γίνουν σκόνη.
Σπάνια αφήνουμε το ξένο και το διαφορετικό να μας αγγίξει. Ασκούμαστε να αρκούμαστε στα οικεία. Κι ας ξέρουμε ότι μέσα μας φρεσκάδα ελοχεύει. Πόσο τις φοβόμαστε τις λογικές των διορθώσεων και των μικρών τακτικών αλλαγών. Ω, πόσο μας ξεβολεύουν…
Αυτό που μια ωραία νέα παρέα μπορεί να δώσει δεν είναι ταπεινό…μπορεί να συνεισφέρει στην ανεπάρκειά μας ένα φρέσκο εργαλείο λογικής. Ίσως ένα ανοιχτήρι. Οι περισσότερη ζωογόνος ενέργειά μας έχει ξαποστάσει ωμή μέσα σε κονσέρβες σε ψηλά σκονισμένα ράφια του μυαλού μας. Κονσέρβες επιλέγουμε σε όσα πρόκειται πολύ καιρό να φυλαχτούν. Για πότε ; Για πόσο αργότερα; Λειτουργούμε σαν λογιστές καθώς τρέχουμε παρακάτω τη (μία και μόνη) ζωή μας. Αν είχαμε την ευκαιρία να βάλουμε έναν αυτόματο οδηγό που θα μας στρίβει εκεί που μας περιμένει η μέγιστη ωφέλεια; Θα τον είχαμε βάλει από μικροί, χωρίς να σκεφτούμε αν & τι θα μας έλειπε στη διαδρομή. Πόσα σκοτώσαμε άραγε που μας φαίνονταν ότι μικρή ωφέλεια θα φέρουν ; Τι χάσαμε ; Κανείς δεν μπορεί να αποτιμήσει αυτά που αμέλησε να ζήσει.
Υπάρχει δίψα. Ο πλανήτης ξεραίνεται αλλά όχι όπως περιμένανε οι ακτιβιστές. Ξεραίνεται γρηγορότερα από μέσα προς τα έξω. Από τις ψυχές προς τις επιδερμίδες. Ξεραίνεται στα πρόσωπα των ανθρώπων. Ξεραίνεται τις ώρες της βροχής. Και εμείς, καθόμαστε και διψάμε. Συνήθως αμετανόητα μόνοι.
Είμαστε ένα σωρό ξένοι εδώ μέσα. Ας φαίνεται το διαδίκτυο σαν χάπι για τη μοναξιά μας…Δεν είναι. Και εκεί πιο έξω το ίδιο. Ένα σωρό ξένοι….Κάποτε μας ενώνουν μαγικά οι συγκυρίες. Άλλοτε μας δένουν δυνατά κοινές αναμνήσεις. Όμως εκείνο που μας φέρνει πιο κοντά είναι οι στιγμές που χώνουμε τα χέρια μας στη τσέπη του διπλανού μας. Είναι το γλυκόπικρο ταρακούνημα που μας προκαλούν οι λέξεις και οι ιδέες.
Από τους διπλανούς μας έρχονται οι ξαφνικές δυνατές σκουντηξιές ! Μας δανείζει ...αυτό το απροκάλυπτο αιχμηρό άγγιγμα. Μας δανείζει πρώτη ύλη, για να φτιάξουμε φαγητό για το μυαλό. Και εμείς ; Αν θεωρήσουμε οτι το θέλουμε, γιατί να το αφήσουμε στη τύχη ;
Είναι ώρα να επιδιώξουμε αυτά που ευχόμαστε η ζωή να ρίξει εμπρός μας. Δεν είναι ώρα για ύπνο, μάλλον. Ιδιαίτερα αν έχουμε ενδείξεις ότι ο δρόμος που έχουμε ακόμη να διανύσουμε είναι κοντύτερος από εκείνον που έχουμε διαβεί. Κι αυτό στον κάθε ένα κάποτε συμβαίνει.
Πρώτα ας κάνουμε μια ολική καθαριότητα στα μύχια. Ας αφήσουμε το βαρδάρη που μας θυμήθηκε στην ώρα του να μπεί και ας σαρώσει όλες τις σκοτεινές γωνιές μας. Ξέρουμε τι υπάρχει εκεί.. Υπάρχουν πολλά που θα μπορούσαμε να πετάξουμε. Υπάρχουν εμμονές, να τις παρασύρει. Υπάρχουν μικρές απογοητεύσεις, ίσως να τις αναποδογυρίσει. Υπάρχουν φαντάσματα που είναι ώρα να ξεφορτωθούμε. Υπάρχουν ασταθείς σχέσεις, θα τις δοκιμάσει αν αξίζει να ριζώσουν. Υπάρχουν ανούσιες επιδιώξεις, θα τις στείλει στο σύμπαν, να ανοίξει το μέρος. Την ετυμηγορία ενός κριτή σα το βαρδάρη τη φοβόμαστε... μα είναι ισχυρή. Χωρίς αμφισημίες και μισόλογα. Την χρειαζόμαστε που και που… ας γίνει.
Αμέσως μετά ώρα για να σκαλίσουμε το παρελθόν μας και να θυμηθούμε...πότε αισθανθήκαμε άγρια χαρά για μια απόφασή μας; Πότε ήτανε η τελευταία ρήξη με τα ήρεμα ; Πόση ικανοποίηση απέφερε και για πόσο καιρό φόρτισε την μπαταρία μας ; Την υπηρετήσαμε ως το τέλος ; Μήπως την εγκαταλείψαμε σαν αντιβίωση την πρώτη μέρα που έπεσε ο πυρετός ; Μήπως ρίξαμε την ευθύνη σε άλλους ; Αχ, αυτές οι επαναστάσεις μας οι ανάπηρες ! Όλο κάτι μας "αναγκάζει" να τις αφήσουμε στη μέση. Μα, σοβαρά, το λέμε σοβαρά ότι άλλοι δε μας άφησαν να προχωρήσουμε όσο πρέπει ; Ποιός διάολος νομίζουμε ότι θα ασχοληθεί με τη δική μας επανάσταση ; Ποιός ; Τη δική μας ρήξη κανείς δεν θα τη καταστείλει . Μόνοι μας πρέπει να τη σκοτώσουμε. Με τα γυμνά μας χέρια.
Ύστερα, αφού διαλέξουμε όσα θέλουμε κι όσα τους πρέπει να μην ξεχαστούν, ας τα στολίσουμε ξανά στη βιτρίνα της ψυχής μας, και θα’μαστε έτοιμοι να καλέσουμε μουσαφιραίους ! Μόνο από αυτούς μπορούμε να περιμένουμε μπουκέτα με λουλούδια άγνωστα στο νου και τη λογική μας. Πρέπει να τους καλούμε που και που να μπαίνουν μέσα…Να αφήνουνε πατημασιές, να ρίχνουν στις ντουλάπες μας ματιές, να βάζουν χέρι στα συρτάρια και τα ρούχα μας να ξεδιαλέγουν. Όχι , ε ; Δεν σας ακούγεται και τόσο ελκυστικό ; Καθόλου ;
Φοβόμαστε, φοβόμαστε τους ξένους. Είναι αξιόλογοι και μας κεντρίζει η φρεσκάδα της διαφορετικότητάς τους, ζηλεύουμε όσους τολμούν να τους καλούν μέσα. Μα σπάνια αισθανόμαστε ότι είμαστε έτοιμοι να ανοίξου- με το σπίτι το δικό μας.
Τι κάνει ένα ξένο χέρι στη τσέπη μας ; Μπαίνει με τη ποσότητα προσμονής που σε μας έχει στερέψει. Σκαλίζει στις γωνιές και ανακαλύπτει αυτά που η συνήθεια έχει κρυμμένα. Ότι βρίσκει το πασπατεύει και το μελετά.
Και τίποτε, όσο μικρό κι αν είναι δε το αφήνει ποτές ασχολίαστο. Πόσο καιρό έχεις να νιώσεις τη δόνηση του άγνωστου ; Δονήσεις ξέρεις, παράγουν μόνο οι λέξεις που συνήθως αποφεύγουμε να πούμε. Δονήσεις παράγουν οι ματιές που συνήθως αποφεύγουμε να στείλουμε. Δονήσεις παράγουν οι ξαφνικές εισβολές ιδεών στο χώρο μας. Μάθαμε να επιλέγουμε τις παρέες μας με κριτήριο όσα δεν θέλουμε να μας αναστατώσουν. Αποστειρωμένοι ζούμε. Και προσποιούμαστε κι ότι δε ξέρουμε τι φταίει.
Χρειαζόμαστε μια καινούργια σπορά ιδεών και το ξέρουμε. Δεν μπορούμε να την πετύχουμε χωρίς έστω και λίγο να εκτεθούμε στο βαρδάρη. Κι ας φυσήξει. Μέσα από αυτή την ανανεωτική διαδικασία θα έλθει μια τεράστια ικανοποίηση και θα μας τυλίξει στο κρύο. Σαν μια αφράτη μάλλινη καρό κουβέρτα, που την τραβήξαμε από το σεντούκι και τη ρίξαμε στα πόδια μας, τώρα, τώρα που αλλάζει η εποχή και φέρνει ψύχρα.