Τετάρτη, Νοεμβρίου 11

Τα μαθηματικά της Πανδώρας


Εγώ εις το τετράγωνο
Δωμάτιο διάχυτο από καπνό και ένταση. Μυρωδιά ιδρώτα και κονιάκ. Ένας αλύπητα τσαλακωμένος καναπές. Πάνω του ένα κορμί σε αμυντική στάση. Χέρια τυλιγμένα γύρω από μαζεμένα πόδια. Μια μπάλα από σίδερο, μια μεγάλη ποσότητα εκδίκησης έτοιμη να εκτοξευτεί. Κι όποιον πάρει ο Χάρος. Όποιον πάρει… Γιατί είμαστε κατασκευασμένοι και για πόλεμο εμείς. Πολεμική μηχανή που κανείς δεν κατάφερε ποτέ να αντιμετωπίσει , ένας οργισμένος ενήλικας. Ένα βλέμμα που γίνεται μαχαίρι. Ένα σώμα που γίνεται όρνιο. Πρώην άγγελος με μάτια σφικτά, φλογισμένα. Καλύτερα να μην υπήρχαν αυτοί οι αδένες που παράγουν ένα τέτοιο πύρινο δηλητήριο. Αλλά υπάρχουν. Φορές, έχουν το πάνω χέρι. Φορές ελέγχουν, καθοδηγούν τις εξελίξεις και καθορίζουν ζωές. Όχι μια. Δύο τουλάχιστον. Πολλές φορές τρεις. Και κάποτε περισσότερες από αυτές. Λεπτομέρειες οι ζωές μπροστά στο σκηνικό της απόγνωσης ενός θυμωμένου ζώου. Να λοιπόν πως γίνεται πόνος. Ξεπετάγονται ολούθε και απορείς που ζήσανε κρυμμένες. Οι χειρότερες και συχνά αθεράπευτες μαύρες ασθένειες του μυαλού μας. Πράγματα με τα οποία οι γύρω μας αποφεύγουν να τα βάλουν. Συναισθήματα που μοιάζουν με εκείνα που λίγοι έχουν βιώσει : Οργή του άδικα έγκλειστου σε υγρό κελί, λύπη του πληγωμένου στον κρύο δρόμο σκύλου, θυμός ορφανού μικρού παιδιού, μένος ενός προδομένου από το παραμύθι του ιππότη. Όλα τόσο ανώτερα από τις δυνάμεις της απαίδευτης λογικής μας. Όλα μοιραία, σα μαχαίρια σε χέρια μεθυσμένων.

ΕΚΕΙΝΗ, η καταδίκη μου, περιφέρεται στητή σαν ψηλό ποτήρι φαρμακερής μνήμης με σημάδια από τα χείλη μου παντού. Εκείνη απέναντι είναι η υπαίτιος. Αυτή που άντλησε σε λίγα χρόνια το κορυφαίο και το ύστερο από όσα είχα να μοιραστώ. Και τώρα με κοιτάζει σαν ύαινα. Δεν έπρεπε να περιμένουμε ως εδώ . Φτάνει.
Είμαι έτοιμος για όλα. Όλα τώρα είναι πιο πάνω από τη λογική της συγκατάβασης. Όλα είναι πιο δυνατά από την αναβολή.
ΕΓΩ. Είναι ώρα πάλι για το εγώ. ΕΓΩ. Κάπως φθηνά πούλησα το τομάρι μου. Κάπως πιάστηκα απροετοίμαστος στη φάκα με τα θέλγητρά της. Έδωσα. Υποσχέθηκα. Δεσμεύτηκα. Αναλώθηκα. Εξαντλήθηκα. Άφησα να πατήσει παντού μέσα μου. Τίποτε δεν κράτησα για τον εαυτό μου. ΕΓΩ. Μοιράστηκα τη μερίδα μου για να χορτάσει μια αχόρταγη. Έτρεχα να προφτάνω ό,τι να την αλλοιώσει απειλούσε. Άσπιλη την ήθελα για να μου επιστρέψει την λατρεία μου. Σε ζεστές σαν κοιλιά μάνας ματιές. Σε φωτεινές αφιερωμένες στη λαγνεία μου νύχτες. Για να μου επιστρέψει τη δύναμη της αγάπης μου σε χιλιάδες σεντούκια συναισθημάτων. Κι αυτή πάντα έβαζε πάνω πάνω τις προτεραιότητές της.
ΕΚΕΙΝΗ, η κατάρα μου, κοιτάζει παγερά σιωπηλή. Ούτε μια στιγμή δεν έδειξε αμφιβολία για τη στάση της. Ένα κρύο κορμί, παγετώνας σωριασμένος επάνω στη γήϊνη σάρκα της ψυχής μου. Μου αφαίρεσε το φως ,την πρώτη ύλη της ελευθερίας μου. Με απόκοψε από τον ήλιο. Με έσυρε στο κατώγειο της αυτοεκτίμησης και με την πρώτη ευκαιρία έκανε την επανάστασή της. Δεν υπάρχει πια κανένας, κανένας λόγος να είμαστε μαζί.
EΓΩ, μια τελευταία ματιά. Μια ματιά αίμα, να μη ξεχάσει ποτέ. Εντολή. Περνάω πάνω της. Απαντά με το ίδιο νόμισμα. Ο σώζων εαυτόν σωθείτο… Ανοίγει ξανά τη βαλίτσα της και πετάει μέσα υπολείμματα. Δεν κοιτάζει αλλού. Είναι μέχρι την τελευταία στιγμή μια γελοία παράσταση επικράτησης όπου αποκλείεται να προκύψει νικητής. Την αποτελειώνω με τις κινήσεις μου. Βάζω επιδεικτικά το πιο κεφάτο μου CD. Ξαναγεμίζω κόκκινο από τη μπουκάλα. Και κάθομαι στο γραφείο. Για να μη ξαναστραφώ προς το μέρος της. Μέχρι να ακουστεί η πόρτα.Να μη ξαναστραφώ προς το μέρος της. Ποτέ πιά.
ΕΚΕΙΝΗ, η ήττα μου, η πιο μεγάλη παρτίδα που έχω χάσει, δραπετεύει από το φινάλε της, αφήνοντας την πόρτα ανοικτή. Δεν ακούγεται τίποτε, παρά φυγή. Κανένας γδούπος αναγγελίας. Απλώς φυγή. Τον επίλογο να τον βάλει η σιωπή. Δε σφάξανε !
ΕΓΩ σηκώνομαι, ΕΓΩ πιάνω το χερούλι της πόρτας, ΕΓΩ με όλη μου την δύναμη βροντάω το κουφάρι της στη κάσα με μια ευχή. Ο κρότος αυτός να είναι το βεγγαλικό της ελευθερίας μου. Να είναι το εξιτήριό μου. Να είναι η λύτρωση του εξαφανισμένου εγώ μου.Να είναι η λύση. Να είναι η μπόρα που θα πλύνει το αίμα και η φωτιά που θα που θα κάψει τις φωτογραφίες για να μείνει κενό.

Τετραγωνική ρίζα του εμείς
Κενό. Χαμηλά φώτα, ένα σαλόνι τακτοποιημένο στην εντέλεια. Πρόγραμμα οργανωμένο στην εντέλεια. Τεκμήρια ή αναφορές σε εκείνη εξαφανισμένα. Η προσπάθεια ενός δραπέτη έχει πολλές όψεις. Πρώτα σβήνει τα ίχνη. Μετά σκέφτεται προς τα που να τρέξει. Κι ύστερα στρέφει συνέχεια το κεφάλι πίσω, μάλλον για να βεβαιωθεί οτι κάποιος τον ακολουθεί αποτελεσματικά.
Κενό. Κανένας ήχος αν δεν τον προκαλέσω εγώ. Καμιά σκέψη αν δεν την ανασύρω μόνος μου. Θα έπρεπε να μοιάζει με κήπο....
Κενό. Χωρίς τα λουλούδια του ο κήπος μυρίζει σκέτο χώμα.
Από την πρώτη στιγμή το καταλαβαίνεις ότι έκανες ένα ολέθριο σφάλμα. Είναι εκείνο το καμπανάκι που δεν έχουν εντοπίσει οι γιατροί και κτυπά κατευθείαν στο στήθος. Μια εξαιρετικά σύντομη αρρυθμία που η λογική σπεύδει να την αποκαταστήσει πριν εκτεθείς... Αυτό ουδόλως αποτρέπει την σειρά των ειδικών καταστάσεων που έχεις να διαχειριστείς.
Σπρώχνω με όλη μου τη δύναμη για να αποδιώξω το κουτί της Πανδώρας. Ανάβω τα κεριά του εγωϊσμού μου να ξορκίσω κάθε φοβία. Τίποτε δεν γίνεται. Όλο μου το είναι ζητούσε πριν να της αποδώσω ευθύνες. Ότι κοίταζα, ότι ακουμπούσα, ότι συνέβαινε παρέπεμπε σε λάθη της. Τώρα ; Ότι κοιτάζω, ότι ακουμπώ, ότι συμβαίνει θα πρέπει να το κρίνω απαλλαγμένος από την εμμονή του θύματος. Πρέπει να δικαιώσει την απόφαση. Και το σπίτι δε βοηθάει. Είναι γεμάτο αναφορές σε στιγμές. Ό,τι δεν βρίσκω στο ντουλάπι, ότι δε βλέπω στο άδειο τραπέζι, η στραβή κορνίζα στο διάδρομο, η μυρωδιά της πετσέτας, η γεύση του ποτηριού μου. Αδύνατον να ξεφύγω από τη μνήμη της επίγευσης που άφηνε η παρουσία της. Αναμετριέμαι με λύσσα. Και χάνω ξανά τις μάχες κατά συρροή.
Εκείνη, κάπου πέρα στο νησί της δίνει τη δική της μάχη. Να ξεπεράσει τα γεγονότα και να σβήσει τα ίχνη μου. Δε με ένοιαξε όταν έφυγε τι θα βάλει στις αποσκευές. Ούτε που κοίταξα μέσα. Είχε κομμάτια μου που ήταν ζωτικής σημασίας. Ζωτικής. Δεν ήταν οι γαμημένοι οι δίσκοι. Ούτε τα βιβλία. Ούτε τα κεριά. Ήταν χιλιάδες στιγμές που τραβήχτηκαν βίαια από τη ψυχή μου και δεν μπορώ ούτε μια στιγμή να τις ξαναγγίξω. Σβήνουν αργά. Σε λίγο καιρό δε θα έχω ούτε μνήμες. Αντέχω χωρίς μνήμες εγώ ;
Είμαι ελεύθερος. Πρέπει να αντεπεξέλθω στην ελευθερία μου. Αυτό το θεριεμένο για χώρο αγρίμι ψάχνει τώρα νέα τροφή για να χορτάσει τη βουλιμία του. Είμαι ελεύθερος από κάγκελα αλλά και από θηράματα στεγνός. Το τελευταίο μου θύμα έχει φύγει... Που θα βρώ κουράγιο να ξανακτίσω τα πάντα από το μηδέν ; Τι αποθέματα λαχτάρας για ξένο κορμί μου έχουν απομείνει ; Πόσο μακριά θα πάει η επόμενη απόπειρα ; Και ποιά θα κοιτάξει ένα ράκος ; Ένα απομεινάρι εκείνου του συναισθηματικά πολύχρωμου ανθρώπου που πρέπει να ξαναβάλει τον πήχυ τόσο ψηλά. Πρέπει να φτιάξει εξαρχής κάτι τόσο λαμπρό που θα επισκιάσει την εικόνα Της.
Είμαι ελεύθερος να αναμετρηθώ με το παρελθόν μου. Είμαι ελεύθερος. Όσες φορές και να κοιταχθώ στον καθρέφτη είναι αδύνατον να συνδέσω την όψη μου με κάτι αισιόδοξο. Φενάκη η ελευθερία μου. Επιστροφή στη δυστυχία της απόλυτης μοναξιάς. Επιστροφή στη δυσπιστία προς τους πάντες. Επιστροφή σε έναν κόσμο χωρίς καταφυγή. Επιστροφή στην αγωνία για το μέλλον.
Είμαι ελεύθερος. Δυστυχώς δεν την θέλω την ελευθερία μου. Είναι ένα αγαθό για λίγους. Είναι για αυτούς που έχουν τα κότσια να αναμετρώνται νυχθημερόν με τους πάντες. Είναι κόλαση !
Είμαι ελεύθερος. Και αυτό πρέπει να διορθωθεί επειγόντως.

Απλή πρόσθεση
Μισοσκόταδο. Καταχνιά. Υγρασία που τρυπώνει αλήτικα. Ήχοι παφλασμών και μουρμουρητά ανυπόμονων επιβατών. Κι ένα αέρι γλυκερό . Τέτοια φθινοπωρινά δειλινά είναι καμωμένα από ύλες παράδοξες, θυμούς και φιλιά, πείσματα και νοσταλγίες.
Το φέρυ τώρα πλησιάζει στο νησί. Οι μηχανές του μουγκρίζουν αντιδρώντας στους ελιγμούς. Με τη μανούβρα του καπετάνιου έρχομαι σε απόσταση βολής, κι αρχίζουν τα στεγνά μάτια μου να τεντώνονται και να οργώνουν την παραλία. Σιλουέτες ακίνητων ανθρώπων μέσα σε χλωμές μπάλες φωτισμού από γερασμένες λάμπες. Και γύρω σκιές. Πόσο το θέλω να πηδήξω απέναντι ! Μερικές φορές τόσο απλό σου φαίνεται. Να πηδήξεις απέναντι, εννοώ, ναι . Εξαρτάται από το ποιος σε περιμένει.
Εκείνη, από διαίσθηση απαντώντας στην αγωνία μου, σηκώνει ψηλά την κόκκινη ομπρέλα. Με μια κίνηση θερίζει τη μαυρίλα σα ξυράφι. Εδώ είναι. Ήρθε.
Πως την άφησα να μου φύγει ; Ποτέ δεν ήμουνα μάστορας στις αντιπαραθέσεις. Αλλά και πάλι, πως υποτίμησα τόσο τραγικά την απουσία της ...παρουσίας της ; Ποτέ δεν υπήρξα δίκαιος με τις καταστάσεις. Σα μικρό παιδί στο μυαλό, σα μεγάλος άνθρωπος στο θυμό. Την τράβηξα από πάνω μου και την πέταξα μακριά. Και έμειναν παντού πάνω μου τα πιο πειστικά τεκμήριά της. Έμειναν πάνω μου ήχοι και αγγίγματα να με στοιχειώνουν αλύπητα.
Εκείνη, φαίνεται τώρα καθαρότερα. Φοράει κόκκινα γάντια και είναι ενοχλητικά τυλιγμένη στην άσπρη καμπαρτίνα της. Δε μπορώ να διακρίνω ματιά, διάθεση, θυμό, αγάπη, τίποτε. Με τρελαίνει η απόσταση, όσο μικραίνει τόσο πιο σκληρά μου φέρεται. Πλησιάζω. Κάτι πρέπει να κάνω από όσα σχεδίασα.
Μουδιάζουν τα πόδια μου, από το κρύο λέω, μα δε φυσάει. Ανοίγω τα χέρια μου με δισταγμό , όσο να βεβαιωθώ ότι με βλέπει. Τι ηλίθιος. Κατάλαβε ότι τα έχω χαμένα. Ας είναι. Τώρα τα δευτερόλεπτα μοιάζουν ώρες. Τρίβω τον αυχένα μου με λύσσα. Πονάω δυνατά εκεί που πονάς όταν έχεις ψύξεις ή τύψεις.
Εκείνη, στέκεται χωρίς προσχήματα μπροστά στο σκάσιμο των απόνερων και με μια αργόσυρτη κίνηση λύνει το χοντρό κασκόλ από το λαιμό. Ήμαστε απέναντι. Είναι υπέροχη. Είμαι πάγος. Μα δε προλαβαίνω να .... Χαμογελάει πικρά, αλλά τόσο καθοριστικά που χύνει μέσα μου καυτό νερό. Καλώς όρισες ... ηλίθιε.
Οι αλυσίδες τσιρίζουν, ο καταπέλτης σέρνεται τραχιά στα μουσκεμένα τσιμέντα, ο κόσμος με σπρώχνει βάναυσα, υπάρχουν φωνές και οι συνήθεις άσκοπες αντεγκλήσεις . Όλα, όλα περνούν χωρίς να με αγγίξουν. Απέναντι τώρα ! Κοιτιόμαστε με τόση δύναμη . Κοντοστέκομαι άβουλος ώσπου κάποιος από τους δύο μας να κουραστεί το βλέμμα. Του κάκου. Αποσβολωμένοι σ' αυτό το γεύμα τρυφερότητας που δεν αφήνει τα πόδια μας να σαλέψουν κοιτιόμαστε βαθιά. Και μετά, εκείνη...
Εκείνη, η μοίρα μου, πάλι πιο δυνατή , ανεβαίνει πρώτη στον καταπέλτη και ανοίγει την αγκαλιά της. Και πιάνει μυρωδιά, πιάνει ανατριχίλα, πιάνει γαλήνη. Πιάνει ασφάλεια και θαλπωρή απίστευτη. Αχ, να κρατήσει.
Σωπαίνουμε και οι δυο δυνατά. Και βολευόμαστε ο ένας στον κόρφο του άλλου. Σωπαίνουμε ηχηρά. Και αφήνουμε τη καταχνιά να διαλύσει τους όγκους, να αλλοιώσει τα σχήματα ένα γύρω, να παίξει με τις ευθείες γραμμές και τις βεβαιότητες, να θαμπώσει κάθε ανάγκη για δικαιολογίες. Βράδυ έρχεται. Θα είναι ωραία.
Ωραία που θα είναι...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

εντυπώσεις ;