Τρίτη, Ιουνίου 29

Μη ξεχάσεις το λαμπατέρ



Αγάπη μου. Ακόμη δεν έμαθες τι κάνουν με τους άντρες ! Και δεν είσαι και οχτώ χρονών.

Τι να κάνεις και συ. Μπλεγμένη από τα lifestyle περιοδικά που δείχνουν υπέροχα λερωμένα με άμμο και γόπες, μέσα σε τόνους άχρηστων υποχρεωτικών σκέψεων, για CDS, τσόκαρα, πάνες, δίδακτρα, ενοχές, λίστες απορρυπαντικών, σουξεδάκια, συμπλέγματα και υποδόριες μαχαιριές κολλητών φιλενάδων.
Τι να κάνεις και συ. Κυνηγημένη από τη κοσμοθεωρία σου και τον υποτιθέμενο προορισμό σου, κυνηγημένη και από τις υποσχέσεις σου προς το εγώ σου, κρυμμένη μέσα στη φωλιά σου, άσπρη, χλωμή, σχεδόν άσπιλη συναισθηματικά, με όσο συμφορά μπορεί να γίνει το να ζήσεις άσπιλος, μόνος.
Τι να κάνεις και συ. Γιατί να δοκιμάσεις ; Τόσα ποτά σε πότισαν οι προηγούμενοι, με υποσχέσεις για ευδαιμονία, μα ξύπναγες με στόμα στυφό, σα να ‘χουν φτύσει οχτροί σου με-σα κι έπειτα, έπειτα έβριζες με βίαιο τρόπο στο καθρέφτη.
Τι να κάνεις και συ. Γιατί διάολε να ξοδευτείς για δαύτον, που ούτε να τον επιδείξεις δε θα το καταδεχτείς, εκεί που πρέπει να τον επιδείξεις, που είναι λιγουλάκι πιο φτωχός, όχι σε τρόπους, λιγουλάκι πιο κοντός, όχι σε ύψος, που είναι λιγουλάκι πιο ρηχός, όχι σε μέλλον, λιγουλάκι πιο απλός μα όχι σε θάρρος, από εκείνον που έχεις στο νου σου ζωγραφίσει.
Τι να κάνεις και συ. Λουσμένη στις Revlonες, παραχωμένη βιολογικά ελιξίρια, φτιασιδωμένη σα μουρλή με μαλακίες, για να κατατροπώσεις έστω και μια στο απέναντι γραφείο, για να νικήσεις έστω μια μέρα έστω μια νεαρή που σε πληγώνει η καργιόλα, για να διαψεύσεις έστω μια σκιά στο ηθικό σου, ξεχνάς να εξηγήσεις τη φαγούρα που σου στέλνουνε τα μέλη του κορμιού σου.
Τι να κάνεις και συ. Που βγαίνεις για περίπατο στον ήλιο και σφίγγεις τις γροθιές σου, διορθώνοντας τα τείχη, μη ποτέ συμβεί και σε κοιτάξουν παραμέσα, μη ποτέ συμβεί και σε λερώσουν με ερωτήματα που δε ξέρεις να απαντήσεις, και μη ποτέ αφήσεις κανά ερώτημα επάνω στο τραπέζι στο σαλόνι, το σκουπισμένο αλύπητα, κάθε πρωί νωρίς πριν κοιμηθείς.
Τι να κάνεις και συ. Που έμαθες συρτάρια παστρικά να τα ανοίγεις, μια δυό φορές το χρόνο, βιαστικά, μόνο για να το δεις μη πάλιωσε η ναφθαλίνη, μόνο για να βεβαιωθείς ότι κανείς δεν έβαλε το χέρι, όχι για να πάρει, μα για να δει, να ακουμπήσει και ακόμη πιο τρομερό, για να μυρίσει !
Τι να κάνεις και συ. Που ούτε σου περνάει απ’ το μυαλό πως όταν βγείς, αν βγεις, εκεί όξω για κυνήγι, άντρας να γίνεις, πάλι δε θα μπορέσεις το απλό, το φυσιολογικό να το διαχειριστείς, γιατί δεν έμαθες. Δεν έμαθες ότι όλες οι πετονιές δε πιάνουν ψάρια, κάθε μέρα, δεν έμαθες να γυρίζεις στο σπιτικό σου τις μισές φορές χωρίς πραμάτεια, δεν έμαθες εσύ γυναίκα, πως, για να προκαλέσεις μια αναμέτρηση πρέπει να μη σε νοιάζει κι αν φορές θα χάσεις.
Κι ύστερα κτίζεις γύρω σου όλα αυτά, με τις βεβαιότητες θρησκείας, ανάγκα πείθοντας τον εαυτό σου ότι δε θα βρεθεί άλλο νόημα από τις διαπιστώσεις ότι δε θα βρεθεί άλλο νόημα από την εν κατακλείδι αποδοχή ότι δε θα βρεθεί άλλο νόημα στο γεγονός ότι τα μάτια σου συναντιούνται ενίοτε με κάποια άλλα μάτια, χωρίς να μπορούν να εξηγήσουν τον ηλεκτρισμό.
Τι να κάνεις και συ. Τι να κάνεις για να θυμηθείς ότι το έζησες μια στάλα, παλιά, πολύ παλιά, όταν τα πράγματα ήταν απλά, όταν δεν ήταν η μαμά στο σπίτι, ούτε ο μεγάλος σου ο αδελφός, όταν τον έφερνες κρυφά τον ατζαμή το φιλαράκο για να δείτε γραμματόσημα και φυτολόγια στο κρεβάτι, όταν του διόρθωνες τις τούφες το μαλλί που απ’ τον ιδρώτα και το πόθο γίνονταν στραβές σα ζωντανές φτερούγες και σας ταξίδευαν ψηλά, απ’ όπου όλα φαίνονταν απλά και στοιχειώδη.


Καληνύχτα κι απόψε αγάπη μου. Μη ξεχάσεις να κλείσεις το λαμπατέρ.

Πέμπτη, Ιουνίου 24

Τρία ή τέσσερα δευτερόλεπτα ευτυχίας...



- Χάρη, έλα να το δεις αυτό. Δεν έχω ξαναδεί τέτοιο αγριολούλουδο !
Η Ερατώ ήταν σκυμμένη με μητρική τρυφερότητα πάνω από ένα εύθραυστο λουλούδι με μωβ φυλλαράκια και κίτρινο μίσχο. Τα μακριά δάχτυλά της σα να το προστάτευαν από μια επερχόμενη θύελλα ή κάποια αφανή απειλή. Αυτό την έκανε να αισθάνεται πλήρης. Στις γυναίκες ελλοχεύει αυτό. Η διάθεση προστασίας προς τα αδύναμα πλάσματα και η μήνις προς τα ισχυρά. Είναι ενστικτώδες λένε.
Ο Χάρης έριξε μια ματιά στο μικρολούλουδο. Χαμογέλασε. Με τη θέα της κοπέλας. Είχε την όψη Παναγιάς. Όταν κοίταζε όμορφα πράγματα η Ερατώ είχε υπέροχο πρόσωπο. Ξέρετε, κάποιες κοπέλες έχουν ένα λευκό πρόσωπο χωρίς καθόλου σκιές… Τα χαρακτηριστικά της ήταν αρμονικά και θα ορκιζόσουν ότι από την αρχή, τριανταπέντε χρόνια τώρα, ο χρόνος το μόνο που πρόσθεσε σε αυτή τη παιδιάστικη μορφή ήταν μια νότα θεληματικότητας στη ματιά και ένα ίχνος δισταγμού στο χαμόγελο. Τίποτε άλλο.
Η Ερατώ ασχολήθηκε για ώρα με τα μικρά δημιουργήματα γύρω από το μονοπάτι. Ήταν ένα σχεδόν αχάρακτο μονοπάτι από εκείνα που ανακάλυπτε διαρκώς ο Χάρης. Επιδίωκε να περπατάει σε απάτητους δρόμους. Παρ’ όλα αυτά τον ηρεμούσε να διαπιστώνει ότι κι άλλοι έχουν προσπαθήσει να ανακαλύψουν που οδηγούν. Λίγοι και καλοί. Θα μπορούσες να τον περιγράψεις σαν ένα άτομο με εμμονές. Τον Χάρη εννοώ. Εμμονή δεν είναι να μη κοιτάζεις ποτέ χαμηλά ; Εμμονή δεν είναι να μη τσεκάρεις ποτέ ούτε πίσω ; Εμμονή δε λέμε να σχεδιάζεις ήδη την επόμενη διαδρομή ενώ πρέπει να ζήσεις αυτή που εκτυλίσσεται τώρα ; Και ο Χάρης είχε πολλές από δαύτες. Φθοροποιές εμμονές.
Μα η Ερατώ δεν καταλάβαινε τι συμβαίνει. Το χαβά της εκείνη. Ξανά.
- Χάρηηη μου, έχει πασχαλίτσες εδώ. Πιάσε μία. Είναι τόσο μικρούλες ! Η Ερατώ είχε γυρίσει σελίδα με αυτόν τον άντρα δίπλα της. Του φερόταν λιγάκι μητρικά, εντάξει, πάντα την γοήτευε το στοίχημα να ανασταίνει κάτι πληγωμένο. Διαχειριζόταν τη μοναξιά του σαν ένα πέπλο που μόνο αυτή κατάφερνε περιστασιακά να ανοίγει. Κοίταζε μέσα και όλο και συγκλονιζόταν από το περιεχόμενο. Πως έγινε αγρίμι ένας τέτοιος ωραίος άντρας ; Η Ερατώ ήταν βέβαιη ότι θα τον κάνει να ανθίσει.
Ο Χάρης πάλι σαν να έπαιζε ένα μουλωχτό παιχνίδι θράσους με τα όριά του. Ο χωρισμός με την Άννα με ένα τόσο εξευτελιστικό τρόπο τον είχε αφήσει εμβρόντητο σα πολική αρκούδα στη Σαχάρα. Αρχικά πήρε τα κομμάτια του που ήταν εκτεθειμένα σε συναισθήματα και τα έχωσε βαθειά σε ένα νοερό σεντούκι. Ύστερα δώρισε στον εαυτό του μια περίοδο λυτρωτικής μοναξιάς. Μα ήταν πολύ σκληρός για να αφεθεί. Στη ζωή εννοώ. Ήθελε πάντα να είναι στη θέση εκείνου που είχε προβλέψει τα πάντα. Ταπεινωμένος δεν άντεχε. Κύλησε προς το πηγάδι που καταπίνει όσους δεν έχουν αποθέματα, όσους τα έχουν δώσει όλα με μιας.
Ο άντρας και η γυναίκα κατηφόρισαν για ώρα μέχρι τα ριζά του βουνού και μετά έπιασαν να ανεβαίνουν. Σταματούσαν εδώ και εκεί για να ενώσουν το λαχάνιασμά τους με τη σιωπή των τζιτζικιών που τους συνόδευε. Ύστερα έπιαναν πάλι να ποδοπατούν ξερόφυλλα. Πίσω τους μένανε ίχνη από πατημασιές και έννοιες. Ωραία ήταν.
- Χάρη ; Θα ξανάρθουμε εδώ το φθινόπωρο ; Θα μου κάνεις το χατίρι ; Θέλω να περπατήσουμε εδώ τυλιγμένοι με κίτρινα κασκώλ και να βρέχει.
Η Ερατώ του ετοίμαζε πάντα τα πράγματα, όταν ήταν για εκδρομές. Αυτή ήταν που έβαζε χαρούμενες νότες στο ντύσιμό του. Λάτρευε να τα βγάζει την κατάλληλη ώρα και να τον μεταμορφώνει. Ήταν σχεδόν ένα παιχνίδι. Στις φωτογραφίες τους οι φίλοι πάντα της έλεγαν ότι μοιάζουν. Απ’ όξω.
Ο Χάρης δεν έβρισκε τίποτε από τον εαυτό του στην Ερατώ. Η Άννα ήταν αλλιώς. Η Άννα πάντα τον έπαιζε στο γήπεδό του. Ήταν απαιτητική με τα πράγματα και με τον εαυτό της. Ήταν στρατιώτης και διπλωμάτης σε ένα. Περπατούσε δίπλα του, όχι από πίσω ασθμαίνοντας.
Τα πρώτα πέτρινα τους καλοδέχτηκαν στις σκιερές τους φωλιές. Μέχρι να πλησιάσεις νόμιζες ότι δίπλα από κάθε σπίτι υπάρχει ένα τρίγωνο κενό. Το περγαλιό. Καλότυχη σκιά το λένε οι χωριάτες. Ένα κομμάτι γης που φυλάει ολημερίς τη νύχτα. Αν ζωγράφιζες, θα είχες ωραίες αντιθέσεις. Μπορούσες μετά να κάνεις υποθέσεις ή όνειρα. Τα σκοτεινά διαλλείματα και οι νύχτες σε εκλιπαρούν να πετάξεις.
Αλλά, καθώς πλησίαζες, όπως και όταν σκύψεις λιγάκι πάνω από τα πράγματα στη ζωή, καταλάβαινες ότι ανάμεσα στο λιόπυρο λευκό και το ολόμαυρο σκοτάδι χώνονταν τρυφερές αποχρώσεις δεκάδων διακριτικά φωτισμένων πραγμάτων. Σκιασμένες πλακουτσές κοτρώνες, δροσερά μισοφωτισμένα ξεχαρβαλωμένα ποδήλατα, ασβεστωμένοι τενεκέδες με νεκρές μπιγκόνιες, ξεχασμένες άσπρες ξερές μπατανόβουρτσες, και κουτσές ξύλινες καρέκλες από μαυρισμένο ξύλο. Όλα αυτά μαζί έκαναν τη μυρουδιά του πέτρινου πιο αυθεντική, αν μπορείς να χαρακτηρίσεις κάπως έτσι μια μυρουδιά.
- Χάρη έλα να δεις , εδώ έχει πεταμένο αργαλειό. Καιρό έχω να δω. Πως τα λένε αυτά τα χτένια που ανεβοκατεβαίνουν ; Θα με βγάλεις μία ;
Οι φωτογραφίες είχαν μεγάλη σημασία για την Ερατώ. Διάλεγε πάντα τεκμήρια ότι η ζωή της είναι καλύτερη απ’ ότι δείχνει με μια ματιά. Και έβρισκε στις φωτογραφίες ένα σύμμαχο. Τα όριά τους. Όταν εστιάζεις σε ένα κάδρο τη φορά τα πράγματα είναι απλούστερα να τα διαχειριστείς και αν δεν είσαι πολύπλοκος συναισθηματικά άνθρωπος μπορείς να σπρώξεις παρακάτω πηδώντας από κάδρο σε κάδρο. Έτσι απλά.
Τον εκνεύριζε η απλότητα εκείνον. Απαιτούσε να συναντάνε όλα τα μηνύματά του ένα υπόβαθρο συναισθηματικής νοημοσύνης. Ήταν πολλές φορές που αισθανόταν ότι συζούσε πλέον με ένα τοίχο. Όμορφο, με ρομαντική ταπετσαρία, αλλά τοίχο.
Πέρασε άλλη μια ώρα με χαζολόγημα στα μονοπάτια. Θα στοιχημάτιζες ότι τα δυό ζευγάρια μάτια ήταν χορτάτα. Μα δεν ήταν, όχι και τα δυό.
Λαχανιασμένα τα δυο πλάσματα ακούμπησαν στη θεόρατη ξύλινη πόρτα του υποστατικού. Ο Άρης έβγαλε κλειδιά και έπιασε το χαλκά. Ακούστηκε γέρικη δυσφορία και θρόισμα κισσού μαζί. Θαρρείς και μπήκαν περισσότεροι από δυο μες την αυλή, μεγάλος ήτανε ο ήχος. Κι έπειτα η Ερατώ έτρεξε στη βρύση. Πέταξε τα παπούτσια της κι άνοιξε το ξεθωριασμένο λερό λάστιχο να τρέξει. Το πρώτο το νερό ήταν καυτό. Η Ερατώ τσίριξε. Ύστερα έσκασε δυό φορές σα θυμωμένο το νερό με αέρα. Μετά εντάξει. Αφέθηκε.
- Άρη ; Για έλα προς τα εδώ μωρό μου !
H γυναίκα γύρισε το λάστιχο καταπάνω στον άντρα. Και μετά άρχισε να χοροπηδάει μουσκεύοντας τα πάντα. Ήταν παιδί… Δεν τον πείραζε. Χαμογελούσε. Η Ερατώ αφέθηκε στη δροσιά του. Έγινε παπί. Κόλλησαν τα ρούχα της στο κορμί και ομόρφυνε τελείως. Την ήπιε με τα μάτια. Το κατάλαβε. Οι γυναίκες πάντα το αντιλαμβάνονται, πότε είναι δυνατές.
Η Ερατώ με το παιδικό γέλιο έβγαλε αργά τα ρούχα της και έμεινε γυναίκα σκέτη . Τα μάτια της σοβάρεψαν και καρφώθηκαν στα δικά του. Ο Άντρας έμεινε ακίνητος. Σχεδόν. Αυτή πλησίασε και μπήκε γύρω του σαν αρπακτικό. Έκλαιγε ή στέγνωνε, είχε μια μελένια υγρασία. Εκείνος την κοιτούσε σοβαρός, μα η οχύρωσή του μάταια. Τυλίχτηκε μέσα της βαθειά και με σπασμούς γαλήνης της έδωσε αντίδωρο να το φυλάξει.
- Σ΄αγαπώ. Μείνε εδώ γύρω. Μη ξεμακραίνεις άλλο, άντρα ξένε. Θέλω να μου χαρίσεις κάτι από σένα. Θέλω ένα παιδί που να σου μοιάζει. Τι λες ;

Ο Χάρης την κοίταξε και αποσύρθηκε σ’ ένα από τα τρίγωνα με τη σκιά. Εκείνη έμεινε στο φως. Κόκκινη σα καρπούζι, άσπρη σαν κρίνο, μαβιά σαν ουρανός που ξαποστέλνει τη μέρα. Πλήρης. Η ζωή ήταν ωραία

Το μεσημέρι έφτασε στην ώρα του. Ο άντρας κι η γυναίκα ( του ) χωθήκανε στο πέτρινο με ανυπόμονες δρασκελιές. Είχε δροσιά. Το δωμάτιό τους είχε θερμό ξύλινο ταβάνι και πέτρινο παγωμένο πάτωμα. Η γυμνή Ερατώ τσαλάκωσε υπέροχα το ένα απ’ τα λευκά σεντόνια. Έβγαζε ήχους. Και το χωριό έβγαζε ήχους. Μα όχι σαν κι αυτούς. Της χορτάτης Ερατώς οι ήχοι ήταν μια μαγεία. Έστησαν αυτί. Ο Χάρης και οι πέτρες. Σε τέτοια σπίτια μοναχός αν κοιμηθείς ακούς αυτούς τους ήχους. Αρκεί να τους παρακαλέσεις να’ ρθουν. Τους έχουν αποθηκεύσει οι πέτρες, σα θυρίδες που κρύβουν απρόβλεπτες εκπλήξεις. Και θα ‘ρθούν. Οι ήχοι των προηγούμενων που μετάλαβαν αυτή τη συνομωσία. Μα ο Χάρης σαν να μην άκουγε καλά. Ίσως οι αισθήσεις του είχαν χάσει την οξυδέρκεια της νιότης τους. Πλησίασε το παράθυρο και αφοσιώθηκε στην θέα που έκοβε την ανάσα. Απ’ εδώ ψηλά ο κάμπος φαινόταν σαν από αεροπλάνο. Ή σαν από τα μάτια ενός πουλιού.




Τρείς ώρες νωρίτερα :

- Χάρη, έλα να δεις αυτό. Δεν έχω ξαναδεί τέτοιο αγριολούλουδο !
Η Ερατώ ήταν σκυμμένη με μητρική τρυφερότητα πάνω από ένα λεπτοκαμωμένο λουλούδι με μωβ φυλλαράκια και κίτρινο μίσχο. Τα μακριά δάχτυλά της σα να το προστάτευαν από μια υποτιθέμενη θύελλα ή κάποια αέναη απειλή. Χαμογέλασε με τη θέα της κοπέλας. Του έμοιαζε. Η Ερατώ του μικρολούλουδου. Ήταν το ίδιο αθώα και το ίδιο εύθραυστη, απλώς εκείνη δεν είχε πάνω της κάποιον σκυμμένο να την προστατεύσει. Προσωρινά. Ή και μόνιμα, πώς να το πεις ;
- Προχώρα μικρή μου. Δε χρειάζεται να τα ακουμπάς. Αυτά μπορείς απλά να τα μυρίζεις, πέφτει ο τόπος από τη μυρωδιά τους.
- Χαρη μου, έχει πασχαλίτσες εδώ. Πιάσε μία. Είναι τόσο ανίσχυρες !
Ο άντρας και η γυναίκα κατηφόρισαν για ώρα μέχρι τα ριζά του βουνού και μετά έπιασαν να ανεβαίνουν.
- Χάρη ; Θα ξανάρθουμε εδώ το φθινόπωρο ; Θα μου κάνεις το χατίρι ;
- Το φθινόπωρο ; Θες να τα δεις αλήθεια όλα αυτά χλωμά και ξεραμένα ;
- Θέλω να νιώσω εποχές να αλλάζουνε για καλά. Να αλλάζουν χλωμιάζοντας και κοκκινίζοντας ολοένα προδίνοντας ζωή. Αυτό ‘ναι όλο.
- Το Φθινόπωρο είναι τόσο μακριά…
- Ναι, αλλά πες μου ότι θα με ξαναφέρεις αντράκι μου. Υπόσχεση ;
Ο Χάρης της έκλεισε τα χείλη με το χέρι. Την κοίταξε με ένα γλυκό τρυφερό βλέμμα που δε διαβιβάστηκε ποτέ. Ο Χάρης είχε πρόβλημα με τα μάτια. Τα χρησιμοποιούσε εντελώς επιδερμικά. Διαχειριζόταν τις ματιές και τα νεύματα των ανθρώπων. Δεν ήταν σβηστά, όχι, είχαν πάνω τους μια δύναμη πρωτόγνωρη απλώς κοιτούσαν πιότερο προς τα μέσα. Αυτό είναι πρόβλημα όταν κάποιος θέλει να σε πλησιάσει. Και η Ερατώ το ένιωθε τον τελευταίο καιρό ολοένα και πιο οδυνηρά.

Τα πρώτα πέτρινα τους καλοδέχτηκαν στις σκιερές τους φωλιές.
- Χάρη έλα να δεις , εδώ έχει πεταμένο αργαλειό. Καιρό έχω να δω.
- Και γω, μικρή, ένα αργαλειό καιρό έχω να δω. Μα να δουλεύει. Όχι έτσι, ένα κουφάρι… Να δουλεύει. Και να πλέκει σχέδια ζωηρά. Έλα πάμε, έπιασε ήδη ζέστη.

Λαχανιασμένα τα δυό πλάσματα ακούμπησαν στη θεόρατη ξύλινη πόρτα του υποστατικού. Ο Χάρης έβγαλε κλειδιά και έπιασε το χαλκά. Ακούστηκε γέρικη δυσφορία και θρόϊσμα κισσού μαζί. Θαρρείς και μπήκαν περισσότεροι από δυό μες την αυλή, μεγάλος ήτανε ο ήχος. Κι έπειτα η Ερατώ έτρεξε στη βρύση. Πέταξε τα παπούτσια της κι άνοιξε το ξεθωριασμένο ζεστό λάστιχο να τρέξει.
- Χάρη ; Τι θα έλεγες για ένα δροσερό ντουζάκι ;
- Δεν είσαι σοβαρή… δε μπορεί… όχι… μηηηηηη
H γυναίκα γύρισε το λάστιχο καταπάνω στον άντρα. Και μετά άρχισε να χοροπηδάει μουσκεύοντας τα πάντα. Ήταν παιδί. Δεν τον πείραζε. Χαμογελούσε. Η Ερατώ αφέθηκε στη δροσιά του. Έγινε παπί. Κόλλησαν τα ρούχα της στο κορμί και ομόρφυνε τελείως. Την ήπιε με τα μάτια. Το κατάλαβε.
Η γυναίκα με το παιδικό γέλιο έβγαλε αργά τα ρούχα της και έμεινε γυναίκα σκέτη . Τα μάτια της σοβάρεψαν και καρφώθηκαν στα δικά του. Ο Άντρας έμεινε ακίνητος. Σχεδόν. Αυτή πλησίασε και μπήκε γύρω του σαν αρπακτικό. Έκλαιγε ή στέγνωνε, είχε μια μελένια υγρασία. Εκείνος την κοιτούσε σοβαρός, μα η οχύρωσή του μάταια. Τυλίχτηκε μέσα της βαθειά και με σπασμούς γαλήνης της έδωσε αντίδωρο να το φυλάξει.
- Σ΄αγαπώ. Μείνε εδώ γύρω. Μη ξεμακραίνεις άλλο, άντρα ξένε.
Τα μάτια του άντρα ήταν υγρά. Ταξίδευε αυτός. Ταξίδευε συνεχώς. Ούτε τα ένστικτα τα άγρια του θηρευτή μπορούσαν να τον φέρουν πίσω.
Ο Χάρης την κοίταξε και αποσύρθηκε σ’ ένα από τα τρίγωνα με τη σκιά. Εκείνη έμεινε στο φως. Κόκκινη σα καρπούζι, άσπρη σαν κρίνο, μαβιά σαν ουρανός που ξαποστέλνει τη μέρα. Πλήρης.

Το μεσημέρι έφτασε στην ώρα του. Ο άντρας κι η γυναίκα ( του ) χωθήκανε στο πέτρινο με βιαστικά πατήματα. Είχε δροσιά. Η γυμνή Ερατώ τσαλάκωσε υπέροχα το ένα απ’ τα λευκά σεντόνια. Έβγαζε ήχους. Και το χωριό έβγαζε ήχους. Όταν ήτανε εδώ η Άννα, θαρρούσε ο Χάρης πως όλα είχανε σιωπήσει για ..χάρη της. Ενώ τώρα, μια χάβρα.
Ο άντρας στάθηκε στο παράθυρο με δέος. Άγρια πέτρα κατηφόριζε ως τα βάθη του κάμπου. Μια καταχνιά απλωνόταν γύρω από την πόλη εκεί κάτω. Το ύψος έκανε δέος. Υπήρχαν όλα τα συστατικά για μια υπέρβαση. Υπήρχε ορίζοντας που υπόσχονταν, υπήρχαν μάρτυρες αυτοί που έχουν σημασία, οι πέτρες, το βουνό, τα τζιτζίκια. Όλα ήταν εδώ.
Ο Χάρης, έτσι τον έλεγαν, άπλωσε τα χέρια να αγκαλιάσει τη θέα. Μετά δοκίμασε να πετάξει. Πρώτα νοερά. Τα μάτια του γέμισαν δάκρυα. Και αφού ακόμη μια φορά δεν ένιωσε παρηγοριά, δοκίμασε να πετάξει. Στα αλήθεια. Δε θα μάθει κανείς που προσγειώθηκε.
Για μερικά δευτερόλεπτα, μόνο μερικά, ενώθηκαν σε μια συγκυρία δύο πληρότητες. Η Ερατώ μύριζε τη ζωή σα να’ τανε μπουμπούκι μιας ημέρας σε φρεσκοποτισμένη τριανταφυλλιά. Κι ο Χάρης πετούσε προς εκεί που πίστευε ότι θα βρεί ένα νόημα, ένα φως, έξω από το πηγάδι. Είναι τόσο σπάνιο να συναντηθούν δυό πλάσματα ταυτόχρονα σε μια κατάσταση απόλυτης πληρότητας. Ίσως λοιπόν και να άξιζε το κόπο !

Πέμπτη, Ιουνίου 10

Επισκέπτες...



Η βελούδινη κουρτίνα σάλεψε βαριεστημένα αψηφώντας το βάρος της. Ύστερα «εκείνος» την άφησε πάλι να ηρεμήσει. Έκανε κρύο.
Στο ψηλοτάβανο διαμέρισμα έλειπαν γενικώς οι ενδιάμεσοι τοίχοι και τα αντικείμενα χαράς. Η κάμαρα με το διπλό σιδερένιο κρεβάτι είχε φαρδιά φθαρμένα γύψινα διαχωριστικά στους τοίχους και μια απόπειρα ξέθωρου αναγεννησιακού τοπίου στο ταβάνι. Η σιφονιέρα στη γωνιά ήταν γεμάτη πεταμένα φθηνά κοσμήματα και τον ρόλο των κομοδίνων έπαιζαν δυο δίσκοι διακοσμημένοι με γεωμετρικές πατίνες. Πάνω στις χλωμές πατίνες ξεκουράζονταν τεράστια λαμαρινένια τασάκια που θα έλεγες ότι χωρούνε τις γόπες μιας ολάκερης κούτας Goiluaze. Αν ήσουν παρατηρητικός θα έβλεπες ότι τα περιοδικά στο πάτωμα ήταν κίτρινα αλλά ατσαλάκωτα και επίσης ότι το μπουκάλι της βότκας ήταν πιο άδειο και από τα κρατικά ταμεία.

- Ρεβέκκα κοιμάσαι ;
- Νικόλα ; Από πού ήρθες ;
- Αυτό ρωτάς πρώτα ;
- Χρειάζομαι μια κατηγορηματική επιβεβαίωση.
- Κρύωνες πάλι. Το ίδιο και εγώ.
- Τυχερέ !
- Τυχερός που κρύωνα ;
- Όχι, τυχερός που μπορείς κάπου να επιστρέφεις, ακριβώς όποτε θες.
- Και λοιπόν ; Τι σε κρατάει εσένα και δεν … ;
- Εγώ είμαι άλλο. Εγώ, πρέπει πρώτα να τελειώσω.
- Πρέπει να τελειώσεις ; Έχεις εκκρεμότητες ;
- Όχι, όχι αυτή τη λέξη.
- Εμμονές ; Στοιχήματα ; Πείσμα ; Τι ;
- Να τελειώσω. Ακόμη ανασύρω ενέργεια για ξόδεμα. Να τελειώσω. Όσο βρίσκω δυνάμεις λειτουργεί ο τρόμος της αλλαγής, καταλαβαίνεις ; Έμαθα να συνεχίζω. Έμαθα να δίνομαι μέχρι τελικής πτώσης.
- Δεν θα κρατήσεις πολύ. Κοντεύεις να…

Η Ρεβέκκα του γύρισε την πλάτη και σηκώθηκε απότομα. Απόθεσε τα ρούχα της σε διάφορες παράλογες θέσεις στο πάτωμα. Περπάτησε προς το μπάνιο αφήνοντας με τις πατούσες της θερμά αποτυπώματα στα κρύα πλακάκια. Πριν κρυώσουν οι κόκκινες πατημασιές έβρεξε τα χέρια και έτριψε το μέτωπο και τους κροτάφους της. Μετά κατάφερε να πάρει δύο ή τρεις ολόκληρες βαθιές εισπνοές. Πόσο καιρό είχε να πάρει δύο ή τρεις ολόκληρες βαθιές εισπνοές ; Περπάτησε ανάποδα τις πατούσες της για να γυρίσει στο ίδιο σημείο. Η ζέστη κάτω ήταν ολοφάνερη. Για τις επιστροφές ενδείκνυται ο ίδιος δρόμος. Το μαθαίνεις αργά ή γρήγορα.

- Δε θα κρατήσεις πολύ, έτσι.
- Υποτίθεται ότι δε πρέπει να μου μιλάς.
- Υποτίθεται ότι δε πρέπει να με ακούς.
Τον κοίταξε, ξαπλωμένο ανάσκελα στο δικό της μέρος ενός κρεβατιού ανοίκεια ξοδεμένου, δίπλα στον άντρα της που κοιμόταν μπρούμυτα και ροχάλιζε σαν αγρίμι. Κάθισε πάνω του και τον έσφιξε στα χέρια της. Ήταν μυώδης και ζεστός. Αναλόγως…Και το στήθος του ήταν φουσκωμένο από θαλπωρή. Μόνο τα μάτια του την απωθούσαν. Σκέτο λευκό, χωρίς κόρες, ασπράδι που δεν καταλάβαινες τι κοιτάζει. Μάτια λίμνες με όχθες λερές, μοναχά η καταχνιά θα ταίριαζε για να φτιάξει δύο φρύδια. Από έξω κροτάλισε μια ψιχάλα. Μα δεν την έβλεπε, τα παράθυρα ήταν πνιγερά κλειστά με βαριά βελούδινα πέπλα.

- Να θυμηθώ να ανοίξω τη κουρτίνα. Τέσσερα χρόνια μαγκωμένη, δε πρόκανα να ανέβω στη καρέκλα να την λύσω. Τι να γίνεται από έξω ;
- Με κάνεις και βαριέμαι. Τι σκέφτεσαι να πράξεις, εννοώ μ’ αυτόν ; Δεν είναι ώρα;
- Ακόμη μια φορά να μιλήσεις και θα σε στείλω πίσω, τ’ ακούς ;
- Νομίζεις. Δε με ελέγχεις πια . Έχω την πρωτοβουλία πλέον. Είμαι νεκρός, εγώ.
- Αρκεί να χτυπήσω τη παντόφλα μου σε οποιοδήποτε σημείο στο τοίχο.
- Θα τον ξυπνήσεις. Και θα τον υποστείς. Αφού το ξέρω…με προτιμάς.
- Αυτή η παντόφλα ήταν πάντα ανάρμοστη. Έπρεπε να κινούμαι παντού ξυπόλυτη. Οι πατούσες σου που λατρεύω…υπάρχουν ακόμη παντού. Τα πόδια μου τις ανιχνεύουν. Σκύβω και σε μυρίζω …
- Και τι σκέφτεσαι να κάνεις λοιπόν ; Δεν υπάρχουν αδιέξοδα ξέρεις, μονάχα σαν περάσεις απέναντι, σαν περάσεις απέναντι, όλα γίνονται οριστικά και αμετάκλητα. Μήπως να τον στείλεις να τον ξεναγήσουμε λίγο ; Δυό χαπάκια υπόθεση…
- Φύγε. Φύγε αμέσως τώρα. Ακούς ; Αει στα κομμάτια βλαμμένε.
- Θα φύγω. Μα άσε με λίγο να σε νιώσω πρώτα. Δεν ήρθα για καυγά μωρό μου..

Η Ρεβέκκα έβαλε το ένα χέρι στην ήβη της και το άλλο στο στήθος της. Ψαχούλεψε λίγο για σημεία ανακούφισης. Τίποτα. Μετά άρπαξε με τα δόντια τον αντίχειρά της και τον δάγκωσε μέχρι να τον λιώσει. Τίποτα. Σηκώθηκε και πήγε στο ντουζ. Άνοιξε παγωμένο το νερό για να νιώσει κάτι. Τίποτα. Μάλλον γινόταν κι αυτή μια από δαύτους. Γύρισε να τον αγκαλιάσει σφιχτά. Στο κρεβάτι της που ήταν μούσκεμα δεν υπήρχε πλέον εκείνος. Υπήρχε μονάχα υγρή αγωνία. Στριφογύρισε με απόγνωση. Και τότε έπεσε από το στρώμα στα πλακάκια. Από παιδί είχε να πέσει έτσι.
Άνοιξε τα μάτια και τινάχτηκε πίσω.
Ο Μάρκος την κοίταζε με ένα σαρδόνιο χαμόγελο. Ήταν ήδη ξυρισμένος και χτενισμένος άψογα σαν νεοσύλλεκτος.
- Όλη σου η δραστηριότητα κατευθύνεται προς το ακαταλόγιστο !
- Εσύ, με ξέντυσες έτσι; Δε θυμάμαι. Νομίζω πως είχα γίνει στουπί.
- Φεύγω. Κοιμήθηκες άθλια. Και γω επίσης, δεν είχα επιλογή.
- Στο καλό να πας, στο καλό.. Με συγχωρείς για χθες. Ήμουν πτώμα.. Το βράδυ θα επανορθώσω. Θέλεις να ανοίξω ένα κόκκινο ;
- Άνοιξε ότι νομίζεις. Αρκεί κάτι να ανοίξεις κι εσύ αυτή τη φορά…γυναίκα.
Ο Μάρκος έσυρε τα βήματά του μέχρι τα παπούτσια του. Στα πλακάκια οι βηματησιές του δεν αποτυπώθηκαν. Ήταν δυό πόδια παγωμένα. Ο πάγος δε χαράζει τον πάγο. Τις περισσότερες φορές, φυσικά.
- Πάρε ομπρέλα καλέ μου. Δε θέλω να βραχείτε , ψιχαλίζει.
- Εμένα λες ; Εμένα λες να μη βραχώ ; Χα, ο βρεγμένος…
Θα βγάλει ήλιο έξω. Εδώ μέσα όμως, εδώ μέσα κορίτσι μου χιονίζει διαρκώς.
Με άτσαλες κινήσεις φόρεσε τη καμπαρντίνα του. Της έδειξε την κλειστή ομπρέλα σαν απειλή και την ξανακρέμασε στο γάντζο, πίσω από την ανώφελη πόρτα. Βγήκε και περπάτησε προς το ασανσέρ.


Τα ασανσέρ της πόλης έχουν καθρέπτες. Τα περισσότερα, βεβαίως.
Ήταν εκεί πάλι ! Ένας άλλος Μάρκος ήταν εκεί πίσω από το ακάθαρτο κρύσταλλο. Οι κόρες του διασταλμένες και εκρηκτικά κόκκινες. Η οργή έκανε τις φλέβες του λαιμού του τραχιά τεντωμένες σαν τις χορδές ενός κοντραμπάσου. Είχε χοντρό λαιμό και το ύφος πορτιέρη λέσχης για χαρτοπαιξίες σε κακόφημη γειτονιά. Κοιτάχθηκαν με ματιές μαχαίρια.
- Ηλίθιε. Παραιτημένε. Θύμα.
- Άσε με, δεν ήρθε η ώρα. Θα την παρατήσω.
- Ηλίθιε. Τι περιμένεις. Η γυναίκα είναι ήδη φευγάτη. Όρνιο είναι. Θα σε σκίσει.
- Άσε με σου λέω να πιάσω μια μόνο μέρα τη φορά. Τόσο αντέχω. Τόσο σηκώνει η κράση μου. Δε με βλέπεις ; ( ανάπνευσε) Θα έλθει η ώρα.
- Ηλίθιε. Αν μπορούσα θα ανατίναζα το καθρέφτη να σου χώσω τζάμια σε όλο το αρωματισμένο σου πρόσωπο, αηδιαστικέ.
- Άσε με. Έχω αποθέματα ακόμη. Πρέπει πρώτα να τελειώσω.
- Να τελειώσεις ; Τι να τελειώσεις εσύ, τελειωμένε ;
- Εκκρεμότητες. Στοιχήματα. Που να ξέρεις, τι σου λέω τώρα. Δρόμο !
Ο Μάρκος γύρισε βίαια προς την πόρτα. Απέστρεψε τα μάτια του από τον άλλον. Μα για λίγα βήματα τον πήρε μαζί του, σαν αυτόχειρας με σάκο στη πλάτη γεμάτο χειροβομβίδες. Μπήκε στο βρώμικο από τη ψιχάλα αμάξι. Πάλι τσάμπα το πλύσιμο. Έκλεισε τη πόρτα με δύναμη, να τη συνθλίψει. Ο άλλος τρόμαξε και γύρισε να κρυφτεί. Θριαμβευτής… Ο Μάρκος ξεκίνησε για το γραφείο σαν αφιονισμένος. Λίγο έλειψε να σωριάσει την καγκελόπορτα με τον προφυλαχτήρα του. Ακούστηκε μια πνιχτή τσιρίδα.


- Μπαμπά, πονάει η κοιλιά μου. Γιατί τρέχεις σαν τρελός μπαμπά ;
- Ax.. τι διάολο ! Ναταλί μωρό μου ;
Του κόπηκαν τα ύπατα. Κοίταξε από το καθρεφτάκι το παιδί στο πίσω κάθισμα. Για πρώτη φορά το αντιλήφθηκε σήμερα. Κι όμως, του είχε φτιάξει τα σάντουιτς με κάθε επιμέλεια, το είχε βοηθήσει να δέσει τα παπούτσια του. Δε θυμόταν τίποτα. Έκοψε λίγο ταχύτητα και προσπάθησε να επικοινωνήσει.
- Τι έχεις πρώτη ώρα Ναταλί ;
- Πατριδογνωσία. Ήμουν και προχθές διαβασμ..

Ο Μάρκος γέλασε τρανταχτά με όλο του το μέσα. Δεν άφησε το κέλυφός του να προδώσει τίποτε. Του κώλου την ηθική στην σερβίρουν εγκαίρως. Αρχές, οράματα, κώδικες προσαρμογής, κοινωνικά φρονήματα.. Μετά σε ρίχνουν στους λύκους πασπαλισμένο με το αίμα των προηγούμενων…
- …. και δεν μου έδωσε άλλη ευκαιρία. Ήταν άδικος μπαμπά. Σήκωνα το χέρι σε κάθε ερώτηση. Νομίζω ότι κάτι έχει αυτός μαζί μου.
- Τι ; Τι ερώτηση ; Ποιος, Τι να έχει, δε νομίζω..
- Δεν με άκουγες πάλι ; Αχ, ρε μπαμπά. Εσύ, έ χ ε ι ς κ ά τ ι μαζί μου ;
- Τι ήταν άδικο ; Πες. Συγγνώμη, οδηγάω…
- Άσε. Ασε…Φτάσαμε. Κατεβαίνω. Σε αφήνω στα σημαντικά σου. Γειά.
- Γειά σου μωρό μου. Να φας το σάντουιτς. Έβαλα μπριζόλα καπνιστή..

Το αμάξι του Μάρκου σταμάτησε μπροστά σε ένα τεράστιο περίβολο όπου οι στραβοκοκουρεμένοι σε άναρχα σχήματα φυσικοί φράχτες έδιναν διασκεδαστικές νότες. Ακούγονταν περισσότερα πουλιά από όσα θα στοιχημάτιζες ότι αντέχουν εδώ. Όλες οι κούνιες της αυλής ήταν άδειες. Ακίνητες. Πίσω το σχολείο ήταν μάλλον η απόδειξη μιας κακής περιόδου ανοικοδόμησης της τσιμεντούπολης. Ένα ψηλό τετράγωνο κουτί από γυαλί και νίκελ. Οι περισσότερες περσίδες στα μεγάλα τζάμια ήταν μαγκωμένες σε στραβές θέσεις, ανήμπορες να ανταποκριθούν στο ρόλο τους.
Η μικρή βρόντηξε την πόρτα να την συνθλίψει. Έσυρε τα βήματα προς το σκονισμένο αδιάφορο κτίριο. Μαζί με άλλα κοντά πλάσματα. Μαζί με άλλα βουβά κοντά πλάσματα. Κανένα δεν είχε όρεξη για αστεία. Είχαν ένα ύφος κάποιου που παίρνει στα σοβαρά τα πράγματα. Από τα δέκα. Το τελευταίο σχολικό σταμάτησε μπροστά στον χωμάτινο αυλόγυρο. Έξι παράθυρα με πρόσωπα. Αφη(ρη)μένα. Κοτσίδες ανόρεχτες. Μούτρα μέσα σε παλάμες σκεφτικά. Η μικρή δεν κοίταξε πίσω. Τέντωσε μόνο το αυτί.
Το αμάξι του μπαμπά ξεκίνησε. Μόλις επιτρεπόταν η μικρή γύρισε να δει. Πάλι δεν του έσπασε το τζάμι. Αύριο πιο δυνατά. Μα όχι, μουρμούρησε..
Μη του χτυπάς την πόρτα. Την άλλη φορά άστην ανοιχτή να σκυλιάσει. Τούρκος θα γίνει, να βγει, να κάνει το γύρο, να βρίσει, να τη κλείσει.
- Μη χτυπάς τη πόρτα του μάταια είπε το άλλο. Την κατάλληλη στιγμή θα του ανατινάξουμε το αμάξι. Ίσως τότε ξεβουλώσουν τα αυτιά του. Τι κρετίνος. Θα έπρεπε να τους κάνουν στείρωση εγκαίρως.
- Άσε με και συ. Όταν σε παρακαλώ το βράδυ να έλθεις να με κρατήσεις αγκαλιά που φοβάμαι , εξαφανίζεσαι.
Το άλλο μωρό χαμογέλασε πικρά με τα κίτρινα δόντια του. Ήταν τελείως φαλακρό αλλά σχεδόν τρυφερά ελκυστικό. Είχε ατημέλητα μαύρα νύχια. Έμοιαζε καταπληκτικά στα μάτια τη Ναταλί, αλλά πρέπει να ήταν αγόρι.
- Κανείς δεν ξέρει ότι φοβάσαι. Πρέπει να τους το πεις. Να σου κάνουν παρέα. Να σου πούνε κανένα παραμύθι να σε παίρνει ο ύπνος. Να σου πάρουν αρκούδια..
- Αυτά είναι για τα μωρά. Εγώ φοβάμαι τι θα απογίνω. Μαλώνουνε σα τα σκυλιά μόλις νομίσουν ότι αποκοιμήθηκα. Κι εγώ σε χρειάζομαι τότε να με πάρεις αγκαλιά, σαν μωρό. Μωρό έπρεπε να είμαι ακόμη. Γιατί με βιάζετε να μεγαλώσω ; Γιατί έφυγες ; Ήταν αλλιώς με σένα, αλλιώς, αδελφάκι.
- Κανείς δε σε βιάζει να μεγαλώσεις. Πρέπει να κοντοσταθείς. Παίζεις το παιχνίδι τους. Μερικές φορές αυτοί είναι τα μωρά, δε τους βλέπεις ; Τράβα στο σκολειό…
Εσύ δεν χρειάζεται να λείπεις. Τράβα, μικρή.

Το αυτοκίνητο κυλούσε τώρα τον νωπό επαρχιακό δρόμο αφήνοντας ροδιές σαν στεγνές παράλληλες κορδέλλες. Η υγρασία υποχωρούσε.
- Μη κτυπάς τη πόρτα γαμώ τη μάνα σου, μαλακισμένο. Είπε ο άλλος Μάρκος έξαλλος.. μέσα στο στενό καθρέπτη.
- Μη χτυπάς τη πόρτα μωρό μου είπε ο Μάρκος. Μη χτυπάς μια πόρτα που θα αναγκαστείς να ξανανοίξεις. Μη τη χτυπάς. Άκου και μένα…
Μια ακόμη φορά αισθάνθηκε άθλιος. Για λίγο. Μέχρι την 5η στροφή. Οδήγησε μέχρι τη θέση του στο πεντακάθαρο πάρκιγκ της ετειρίας και μετά έσπρωξε το κορμί του στο γραφείο 234 μέσα από αποστειρωμένους διαδρόμους. Η γραμματέας του ορόφου μίλησε μέσα από τέλεια ολόλευκα σφιγμένα δόντια.
- Σας περιμένει. Ο κος τμηματάρχης, είναι στις μαύρες του… Επάνω. Τώρα.
Τα δικά της νύχια ήταν η αποθέωση της ευφάνταστης φροντίδας.
- Επάνωωωω. Μάλιστα. Ανεβαίνω αμέσως. Τι ευδόκιμο ξεκίνημα ημέρας…
Πλησίασε φθονώντας την σκοπίμως βαριά διευθυντική πόρτα. Αυτές είναι πόρτες… ΣΤΕΦΑΝΟΣ Γ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ PGF DEPARTMENT. Μάλιστα.
- Περάστε, και κλείστε, απαλά παρακαλώ τη πόρτα πίσω σας. Κύριε χμ Μαρκόπουλε , Μάρκο ;
- Μάρκος , ναι.
- Κάθισε, πήρες καφέ ;
- Είμαι οκ, ευχαριστώ πολύ. Σας ακούω κύριε Νικολάου.
- Κύριε Μαρκόπουλε τα νούμερά μας είναι τα χειρότερα που έχω αντικρύσει. Σας απασχολεί κάτι;
- Γιατί να με απασχολεί κάτι. Είναι ένας ονειρεμένος κόσμος….
- Χα, πρωϊνό χιούμορ. Το καλύτερο του είδους. Κάτι συγκεκριμένο ; Κύριε χμ, κύριε..Μακρόπουλε σας κάλεσα για να σας συμβουλευτώ (sic) ... Μπορείτε να τα πείτε ανοικτά.
- Με απασχολεί ότι και του χρόνου θα έχουμε συρρίκνωση στο κλάδο. 15% λένε τα πιο αισιόδοξα νούμερα. Μα εσείς, έχετε εδώ όλα τα νούμερα.
- Ο κλάδος είναι κάτι ομιχλώδες κύριε ..Μπρακόπουλε. Η φίρμα είναι κάτι με ύλη και την κρατάμε με τα χέρια μας δεμένη στο λιμάνι. Οι ανεπάρκειές μας είναι οι άγκυρές της. Αλλά δεν μου αρέσουν τα κατηχητικά..
- Αν νομίζετε ότι αποτελώ κι εγώ βαρίδιο να σας διευκολύνω με κάτι ;
- Δεν είμαι εδώ για να νομίζω. Είμαι εδώ για να προτείνω. Χρειάζεστε κάποιο , πώς να το θέσω, νέο κίνητρο για να σηκώσετε τα μανίκια σας ;
- Χρειάζομαι νέα μανίκια. Τα παλιά έχουν χωθεί στις μασχάλες. Αν μου επιτρέπετε, θεωρώ ότι οι περικοπές πρέπει να αρχίσουν από τα έξοδα παραστάσεων της διοίκησης. Και από τη γραφειοκρατία μας. Είμαστε σαν δημόσια επιχείρηση σε κομουνιστική χώρα. Μια πυραμίδα που επιβλέπει και ρουφιανεύει τους λιγοστούς που εργάζονται κάτω, στο πραγματικό εργοτάξιο.
- Κύριε Μαρκόπουλε, αρκετά. Ας μείνει ο καθείς στις αρμοδιότητές του.
Θα το θεωρήσω ως την υπογραφή σας στα σημερινά μας πρακτικά. Δεν υπήρξατε πρωτότυπος. Οι περισσότεροι στις κρίσεις δείχνουν απέναντι. Καλή σας μέρα και απαλά παρακαλώ την πόρτα.


Ο χοντρός τμηματάρχης παρακολούθησε τον Μάρκο να απομακρύνεται με τεντωμένα νεύρα και κυρτό σώμα. Όλοι είχαν από πίσω την ίδια όψη. Όλοι τώρα τελευταία, όσοι έφευγαν από το γραφείο του επάνω ορόφου. Σηκώθηκε και έβαλε καυτό καφέ χωρίς ζάχαρη και γάλα. Ήταν η ποινή που όριζε στον εαυτό του κάθε φορά που έπαιζε το καθίκι. Ένας πικρός. Πάτησε το πλήκτρο 1 στο απίστευτα ακριβό τηλέφωνο και πήρε μια προκαταβολική ανάσα. Τα μάτια του πρόλαβαν να σκανάρουν τις φωτογραφίες γύρω στους μπεζ τοίχους. Στιγμές απίστευτης υποκρισίας, χειραψίες και βλέμματα ανθρώπων που οι γραβάτες τους είναι τέλεια σφιγμένες στους λαιμούς. Και διαγράμματα. Όλα ζωηρόχρωμα και όλα ανοδικά. Ήταν η σειρά για το δικό του κρύο ντουζ… Μια βαριά φωνή του είπε καλημέρα.
- Κύριε διευθυντά είδα έναν έναν όλους τους σημαντικούς. Υπήρξαν ενδιαφέρουσες απόψεις. Ήταν ένα ξάφνιασμα από την ύφεση. Μένω με την βεβαιότητα ότι πάμε σε μια δυναμική χρονιά. Το προσωπικό είναι ικανό και αποφασισμένο. Μπορείτε να είστε βέβαιος. Είμαι και εγώ πραγματικά αισιόδοξος. Θα είμαστε μια εξαίρεση στο κλάδο.
- Θέλω να διώξεις ακόμη ένα 5% φέτος. Μπορείτε εκεί κάτω. Και δε θα ξεχάσω να σε ανταμείψω για αυτό το λεπτό χειρισμό. Ξεκίνα Στέφανε..
- Ευχαριστώ, ευχαριστώ. Δεν μου είναι βάρος. Υποχρέωσή μου. Καλή σας μέρα. Καλή σας μέρα. Χαιρετισμούς στην κυρία Μιράντα.
- Θα τους διαβιβάσω. Στέφανε, ελπίζω να μη βρεθώ προδομένος. Σε πιστεύω, αλλά είμαστε όλοι στη βροχή χωρίς ομπρέλα. Το πιάνεις ;

Ο Στέφανος ρούφηξε αρκετό καφέ για να καυτηριάσει τη συνείδησή του. Οι φωνές δεν έλεγαν να ησυχάσουν. Βούιζε όλο το μυαλό του σαν σταθμός του metro σε ώρα αιχμής. Και μύριζε εκείνο το συνονθύλευμα σκόνης, καμμένων λαδιών, υγρασίας και κάτουρου. Δε μπορούσε να το αποδιώξει. Σηκώθηκε και έβαλε κολόνια στα δάχτυλα. Τα έχωσε στη μύτη του. Για λίγο νόμισε πως άλλαξε την ατζέντα. Μετά την αναγνώρισε πάλι με φρίκη. Αρωματισμένα κάτουρα. Θα προτιμούσε να είναι ένα φάντασμα. Κοίταξε το είδωλό του στη σβηστή οθόνη. Έσπευσε να την ανοίξει πριν εμφανιστούν μα η πρώτη φωνή πρόλαβε.
- Νομίζω ότι θα χρειαστείς εκείνο το γαμημένο ρούμι.
- Όχι. Όχι πάλι. Άσε με. Αφήστε με όλοι σας.
- Μάλιστα. Ξεροσφύρι θα τη βγάλουμε σήμερα…;
- Φύγε. Πήγαινε σε ένα μπαρ και άσε με να δουλέψω δικέ μου.
- Βάλε λίγο στον καφέ ! Και χύσε λίγο κάτω. Έχουμε… χμ ψυχούλα και μεις !
Ο Στέφανος έριξε μια δολοφονική ματιά στο μπουκάλι. Έγραφε με δήθεν διακριτικά γράμματα «Εταιρικό δώρο υψηλόβαθμων» . Έριξε λίγο στο καφέ και πολύ στο γραφείο. Έτρεμε. Χρειάστηκαν μόλις δύο γουλιές για να γεμίσει το δωμάτιο και το κεφάλι του με ανεξέλεγκτες φωνές…
- Εμένα Στέφανε ; Εμένα πετάτε πρώτον έξω ; Είμαι αχρείαστος τώρα;
- Δεν πειράζει κύριε Μαρκόπουλε. Κάτι θα βρεθεί. Είμαι νέα ακόμη.
- Είναι τελεσίδικο αφεντικό; Θα με χωρίσει η άλλη μετά από αυτό.
- Το ξέρετε ότι έχω τρία παιδιά κύριε τμηματάρχη ; Τι θα απογίνω ;
- Δεν χρειάζεται να μου το πείτε κατάμουτρα. Κατεβαίνω να μαζέψω. Να πάτε να γαμηθείτε και σεις και η φίρμα σας.
- Τι να γίνει… ήρθε η σειρά μου. Σας εύχομαι εσάς καλύτερη τύχη.
Σας εύχομαι καλύτερη.. Θα με χωρίσει...Καλύτερη τύχη. Καλύτερη…εσάς..φίρμα σας εύχομαι.. να πάτε να γαμηθείτε…
Σωριάστηκε στη καρέκλα. Αισθανόταν ότι κουβαλούσε μια άφθαρτη μωβ συντριβή, ότι θα ζούσε αιώνια ειδικά αυτός από όλους για να την υπομένει ώσπου να μη νιώθει τίποτε πιά. Ούτε χαρά ούτε θλίψη. Πάνω που έσφιξε τα αυτιά του με λύσσα για να σταματήσει τις φωνές χτύπησε το τηλέφωνο.
_Ναι, έλα Νίκη. Προσπαθώ... Πες μου. Ναι. Θα είναι την Τετάρτη στην αντιπροσωπεία οπότε προλαβαίνουμε. 10 μέρες από το γάμο. Ξέρω , τις μετρούσες στον ύπνο σου. Ναι καλή μου. Καμπριολέ. Αν και διαφωνώ. .. Είπαμε θα γίνουν όλα όπως τα φαντάστηκες. ΟΚ…στηκε. Καλά. Όπως τα φαντάστηκε η κορούλα μας. ΟΚ. Μια την έχουμε. (Γαμώ) Τι ; Γαμάτο κόκκινο λέω, ναι. Αφού στα έχω πει, άσε με να δουλέψω. Έλα… Ξέρεις, καμπριολέ δεν είναι το καλύτερο για τα μέρη μας. Ψιχαλίζει επίμονα κάθε δυό ώρες. ΟΚ. Δε ξαναμιλάω, έλα σε αφήνω. Καλημέρα.
Ο Στέφανος έκλεισε το τηλέφωνο και τα μάτια του με τις ιδρωμένες παλάμες του. Το μυαλό του πήγε κατευθείαν στο ρούμι.

Η Νίκη έκλεισε το τηλέφωνο και αφοσιώθηκε στο παράθυρο. Οι ψιχάλες ήταν πράγματι επίμονες. Ειδικά από αυτή τη μεριά του σπιτιού όπου ήταν κρεμασμένη η φωτογραφία. Η μάνα της δε πρόφτασε να ζήσει χαρά από κόρη. Ίσως αυτή να προλάβει. Δέκα μέρες. Δέκα μέρες ακόμη. Αν δεν αλλάξει γνώμη το σκατοκόριτσο. Το σπίτι ένα γύρω έλαμπε από φροντίδα. Η Νίκη αναστέναξε ανακουφισμένη καμαρώνοντας τις ολοκαίνουργιες καρώ ταπετσαρίες στις μπερζέρες μπροστά στο θεόρατο τζάκι. Οι απλίκες έριχναν όσο ακριβώς φώς απαιτούσαν οι περιστάσεις. Πλησίαζε γάμος.
- Δεν ήταν ανάγκη αυτό, ε ; πετάχθηκε η μάνα της από το κάδρο.
- Εεε ; Αυτό, ποιο ; Με τρόμαξες ρε μάνα !
- Να τη πεις σκατοκόριτσο. Ξέρεις, μου μοιάζει.
- Ναι, πήρε όλα τα χούγια σου. Κελεπούρι. Αχ ρε μάνα.
- Ακούς τις ψιχάλες ;
- Δε χρειάζεται, πονάνε τα κόκαλά μου.
- Οι ψιχάλες είναι ο οδυρμός των αδικοχαμένων. Δε πρόλαβα… ούτε μία χαρά.
- Μάνα σκάσε θα ανοίξω τηλεόραση.
- Αν δεν ήσουν σουρλουλού θα είχα δεί ένα δυό εγγονάκια. Μα με την τρέλα σου κατάφερες και έμεινες στο ράφι ώσπου να με τελειώσεις. Τι κατάλαβες ;
- Ανυπόμονη ήσουν. Αυτό είναι όλο. Και με γάνιασες. Ορίστε. Όλα θα γίνουν τέλεια. Και θα σε μνημονεύσουμε στα πρώτα μας βαφτίσια.
- Κάνε ότι θες. Εσύ είχες όλες τις επιλογές. Για τον εαυτό σου… ; Ότι θες.
Μονάχα να ξέρεις. Αυτά που δίνουμε μας γυρνάνε πίσω. Δανεικ….
- Γειά, μαμάκα !

Click.
Ο Γιούρι Γκέλερ απόψε σε κάτι μοναδικό. Στις δέκα η ώρα ακριβώς θα ακούσετε τον Αβραάμ Λίνκολν να λογομαχεί με τον Τζων Μπούθ για τις ενστάσεις του με τα βίαια κινήματα αντίδρασης στο Νότο. Μήπως υπάρχουν στα αλήθεια φαντάσματα ; Μείνετε μαζί…μόνο στο DieT.V…Μείνετε εδώ, ξανά μαζί μετά από ένα μικρό μπρέικ…
Click.


- Ρε άμε στο διάολο και σεις. Ας γράψω τις προσκλήσεις.
Η Νίκη βολεύτηκε στο πανάκριβο σεκρετέρ σαν παγώνι που βρέθηκε μπροστά σε εξήντα θηλυκές. Πήρε την επίχρυση πένα και αναστέναξε.
- Λοιπόν…
Προς τον κύριο Αθανασάκο, Χαράλαμπο… ωχ. Πέθανε αυτός. Χριτςτςτςτς..
Θεός συγχωρέστον. Στον κάδο..
-Πάμε παρακάτω.
Προς οικογένεια Μάρκου και Ρεβέκκας χμ..Μπρακοπούλου, ενταύθα.
Θα μας τιμήσετε ιδιαίτερα… στις στιγμές ευτυχίας των παιδιών μας…
-Και τις δικές μας, βεβαίως, και τις δικές μας… ασφαλώς.





________________________________________________________

Οι ρόλοι...

Ρεβέκκα : πρόκειται για μια ανένταχτη ή αν θέλετε εσείς ανισόρροπη που τυπικά συζεί με τον άντρα και το παιδί της αλλά συνδιαλέγεται με το παρελθόν της. Θα συνεχίσει τη συναισθηματική της αυτοχειρία…

Μάρκος :
Πρόκειται για έναν καθηλωμένο ή αν θέλετε εσείς ενταγμένο στο σύστημα που ως τάχατες θύμα των περιστάσεων διστάζει να αλλάξει κάτι προσμένοντας το τίποτα. Κουνάει τα πόδια του σαν κρεμασμένος.

Ναταλί : Πρόκειται για ένα τυπικό ράκος ή αν θέλετε εσείς παιδί μιας άσκοπης αστικής οικογένειας. Οι ανισορροπίες των γονιών του θα το συνοδέψουν μέχρι την ενηλικίωση. Η πληγές της τραγικής απώλειας του αδελφού της θα μείνουν ανοιχτές.Θα γίνει οργισμένη έφηβη και αυτοκαταστροφική γυναίκα από τα 25 της.

Στέφανος : Πρόκειται για έναν πρωταγωνιστή ή αν θέλετε εσείς για ένα γρανάζι του συστήματος. Θα πεθάνει χωρίς να δημιουργηθεί κανένας ιδιαίτερος ντόρος. Είναι ένας από την πλειοψηφία.

Νίκη : Πρόκειται για μια γυναίκα ή αν θέλετε εσείς για ένα είδος γυναίκας. Οι κληρονομιές των γενεών συντάσσονται με το μητρικό καθήκον και το μικροαστικό όνειρο για να παράγουν μιά θριαμβική τριπλή ουτοπία. Είναι ο κανόνας.


Αν εξελίσσαμε την ιστορία από ποιόν να περιμένουμε την πρώτη ρήξη ; Ποιος θα ανακάτευε πρώτος τη γλυκερή σούπα της ζωής του ;
Μήπως το μωρό ;

Κυριακή, Ιουνίου 6

Χρη πράττειν τα καίρια



Σας βλέπω στενοχωρημένους τα μάλα ! Μα δε σας βλέπω αποφασισμένους. Εσείς πως σας βλέπετε ; Μπερδεμένους ; Συνένοχους ; Καθηλωμένους ;
Ήρθε το αυγό στη λάθος θέση ; Ε, και ; Πρώτη φορά είναι ; Ή μήπως είμαστε εκείνοι με τη χειρότερη μοίρα στον πλανήτη ολάκερο ;
Μη κλαίγεστε πια , αμάν ! Πάρτε την κατάσταση στα χέρια σας και επιστρέψτε τους την κρίση. Διαλέξτε ένα κινητό της …συλλογής σας και ακυρώστε τώρα το συμβόλαιό του. 15 εκατομμύρια συμβόλαια είναι ενεργά στη χώρα. Κάθε ένας που χρειάζεται να ταξιδέψει ας παίρνει τη μια συσκευή που θα μείνει σε κάθε σπίτι. Επιστρέψτε μια πιστωτική για να την βάλουν εκεί που ξέρουνε. Κλείστε όλα τα συμβόλαια σε ασφαλιστικές εταιρίες, όλα ανεξαιρέτως. Στο τέλος θα πάρετε και σεις τα αρχ.. σας και όχι τις παροχές που σας έχουνε υποσχεθεί. Μην ανοίγετε τηλεόραση πριν ανοίξετε τα μάτια σας, βάλτε ένα ραδιόφωνο να παίζει και απλώστε πάνω στο έπιπλο με τα τηλεκοντρόλ όλα τα ενθύμια από τις διαφυγές σας, χειροτεχνήματα, ζωγραφιές, πετρώματα και φωτογραφίες από την ελληνική γη. Διορθώστε το ποδήλατό σας αύριο το πρωί και βγάλτε ένα πάκο εισιτήρια λεωφορείου. Φουσκώστε μόνοι σας το καφεδάκι σας αφού ο καφετζής το θέλει 1,5 € . Φτιάξτε σαντουϊτσάκια από το σπίτι για τις 11 που η κοιλιά σας θα γουργουρίζει. Κοντοσταθείτε σε μια στάση και πάρτε έναν συνεπιβάτη προς το κέντρο. Ρωτήστε κάθε μέρα την παρέα ποιος θα πάρει σήμερα αμάξι. Μην μεταγγίζετε άλλη ενέργεια σε μακροπρόθεσμους σχεδιασμούς αφού κάποιοι δεν θέλουν να’ χουμε αύριο. Κρατήστε όλη την ενέργειά σας για διαλεχτές παρέες. Συναντηθείτε και μιλήστε για την Ελλάδα που αγαπήσαμε μεταπολεμικά, με τις μικρές χαρές της, με τις παραμυθογιαγιές της, με τους νεαρούς συντροφοναύτες της, με τους αξύριστους τους μάγκες που προλάβαιναν και να σφυρίξουν στο μανούλι που περνάει. Βγέστε από τα σπίτια σας ώρες πολλές. Κάντε περιπάτους και μιλήστε σε αγνώστους, για το σκυλάκι τους, για το παιδάκι τους, για τα ρευματικά τους, για τα νοστιμότερα στραγάλια που έχετε φάει ποτέ.
Επιστρέψτε τους την κρίση. Αυτοί θα κάνουν τη δουλειά τους παστρικά. Θα πλουτίζουν για να βάλουν τα λεφτά στον κώλο τους. Θα παραγγέλνουν όπλα, θα μεταφέρουν χρήματα και θα διολισθαίνουν ολοένα και βαθύτερα στο βούρκο. Θα δυστυχούν γιατί δεν πρόλαβαν όλες τις ευκαιρίες. Θα είναι ξύπνιοι όλη νύχτα όσο υπάρχει ένας πιο δυνατός ή ένας πιο πλούσιος από το σαρκίο τους στον κόσμο. Θα πληρώνουν τα χρήματα τα δύσοσμα σε γιατρούς και κάθε λογής ουσίες για να καταλαγιάσουν τις φωνές στο κεφάλι τους. Για αυτούς η κόλαση δεν είναι στο μέλλον…
Ξεχάστε το, ότι μπορείτε να τους καταλάβετε και να τους αποτρέψετε. Συγκεντρωθείτε στο σαρκίο σας. Μην αγοράζετε monopoly στο βαφτισιμιό σας, στείλτε του τουβλάκια. Και μετά καθίστε μια ώρα τη βδομάδα στο πάτωμα μαζί του για να φτιάξετε ωραία σπίτια, μονώροφα, πριν την αντιπαροχή.
Πάρτε τους δρόμους της πόλης τους άγνωστους, εκεί που γράφτηκαν ελληνικά τραγούδια θα μυρίζει ακόμη γιασεμί. Στο τσινάρι και τα κάστρα, τα σοκάκια περιμένουν ευγενείς…
Και γίνετε ξανά πολίτες. Τίποτε μην αφήνετε ασχολίαστο απ’ όσα μας φθηναίνουν. Ασπρίστε πέτρες, μαζέψτε ρύπους κάθε λογής, τηλεφωνείστε τους για να συλλέξουν την ασχήμια από κάθε γειτονιά, κοιτάξτε λίγο έξω από την πόρτα σας. Έξω από την αυλή σας, αν είστε τυχεροί και έχετε αυλή. Κάποιος αυτή την ώρα γύρω σας διαπράττει ακόμη μια αυθαιρεσία. Ανοίγει ακόμη μια πληγή στη γειτονιά σας. Καταγγείλτε τον. Σθεναρά, επώνυμα και με στεντόρεια φωνή. Θα βρείτε αμέσως σύμμαχους τριγύρω. Έλεος πια. Βγέστε και χειροκροτείστε ειρωνικά τον ΕΛΛΗΝΑΡΑ που περνάει από τη γειτονιά με τα παράθυρα ανοιχτά και τα λαϊκά στη διαπασών. Κολλήστε αυτοκόλλητα σε όσους κλείνουν διαβάσεις αναπήρων. Πάρτε με το έτσι θέλω αποδείξεις από όλους τους εμπόρους και τους τυχοδιώκτες δώστε τους από ένα χαρτάκι που να λέει « με λένε Ελένη και δεν θα ξαναπατήσω στο μαγαζί σου ». Σταματήστε στο δρόμο πολιτικούς και ρωτήστε τους, « πως κατάντησες έτσι, άσχημος θέλω να πω, εσύ ‘σουν φρεσκαδούρα » .
Μην αγοράζετε εφημερίδες των 3,5 € , μην αγοράζετε φερέφωνα περιοδικά, απλώς γιατί δωρίζουνε παντόφλες, κλείνετε τα αυτιά σας σε όσους αναμεταδίδουν όλη μέρα ..Αυτιάδες. Κλείστε τους επιτέλους το στόμα. Μπορείτε να φωνάξετε, μη φοβάστε. Όταν ο απέναντι αρχίσει το τροπάρι της κινδυνολογίας εσείς βάλτε το δάκτυλο στο στόμα και φωνάξτε.. ΣΚΑΣΕ ! Και μετά χαμογελάστε του και ρωτήστε. Τι θα κάνεις με τη μέρα σου ; Σήμερα ; Τι θα κάνεις για να αξίζει να τη ζήσεις ;
Επιστρέψτε τους την κρίση, αυτό να κάνετε. Ακούτε ; Αυτό να κάνουμε όλοι. Και μέσα από την ηρεμία μας, μέσα από την καινούργια μας θωριά, μετά την μετανάστευση των λογικών που μας οδήγησαν εδώ, θα βρούμε μια άκρη. Θα βρούμε…