Πέμπτη, Ιουνίου 24

Τρία ή τέσσερα δευτερόλεπτα ευτυχίας...



- Χάρη, έλα να το δεις αυτό. Δεν έχω ξαναδεί τέτοιο αγριολούλουδο !
Η Ερατώ ήταν σκυμμένη με μητρική τρυφερότητα πάνω από ένα εύθραυστο λουλούδι με μωβ φυλλαράκια και κίτρινο μίσχο. Τα μακριά δάχτυλά της σα να το προστάτευαν από μια επερχόμενη θύελλα ή κάποια αφανή απειλή. Αυτό την έκανε να αισθάνεται πλήρης. Στις γυναίκες ελλοχεύει αυτό. Η διάθεση προστασίας προς τα αδύναμα πλάσματα και η μήνις προς τα ισχυρά. Είναι ενστικτώδες λένε.
Ο Χάρης έριξε μια ματιά στο μικρολούλουδο. Χαμογέλασε. Με τη θέα της κοπέλας. Είχε την όψη Παναγιάς. Όταν κοίταζε όμορφα πράγματα η Ερατώ είχε υπέροχο πρόσωπο. Ξέρετε, κάποιες κοπέλες έχουν ένα λευκό πρόσωπο χωρίς καθόλου σκιές… Τα χαρακτηριστικά της ήταν αρμονικά και θα ορκιζόσουν ότι από την αρχή, τριανταπέντε χρόνια τώρα, ο χρόνος το μόνο που πρόσθεσε σε αυτή τη παιδιάστικη μορφή ήταν μια νότα θεληματικότητας στη ματιά και ένα ίχνος δισταγμού στο χαμόγελο. Τίποτε άλλο.
Η Ερατώ ασχολήθηκε για ώρα με τα μικρά δημιουργήματα γύρω από το μονοπάτι. Ήταν ένα σχεδόν αχάρακτο μονοπάτι από εκείνα που ανακάλυπτε διαρκώς ο Χάρης. Επιδίωκε να περπατάει σε απάτητους δρόμους. Παρ’ όλα αυτά τον ηρεμούσε να διαπιστώνει ότι κι άλλοι έχουν προσπαθήσει να ανακαλύψουν που οδηγούν. Λίγοι και καλοί. Θα μπορούσες να τον περιγράψεις σαν ένα άτομο με εμμονές. Τον Χάρη εννοώ. Εμμονή δεν είναι να μη κοιτάζεις ποτέ χαμηλά ; Εμμονή δεν είναι να μη τσεκάρεις ποτέ ούτε πίσω ; Εμμονή δε λέμε να σχεδιάζεις ήδη την επόμενη διαδρομή ενώ πρέπει να ζήσεις αυτή που εκτυλίσσεται τώρα ; Και ο Χάρης είχε πολλές από δαύτες. Φθοροποιές εμμονές.
Μα η Ερατώ δεν καταλάβαινε τι συμβαίνει. Το χαβά της εκείνη. Ξανά.
- Χάρηηη μου, έχει πασχαλίτσες εδώ. Πιάσε μία. Είναι τόσο μικρούλες ! Η Ερατώ είχε γυρίσει σελίδα με αυτόν τον άντρα δίπλα της. Του φερόταν λιγάκι μητρικά, εντάξει, πάντα την γοήτευε το στοίχημα να ανασταίνει κάτι πληγωμένο. Διαχειριζόταν τη μοναξιά του σαν ένα πέπλο που μόνο αυτή κατάφερνε περιστασιακά να ανοίγει. Κοίταζε μέσα και όλο και συγκλονιζόταν από το περιεχόμενο. Πως έγινε αγρίμι ένας τέτοιος ωραίος άντρας ; Η Ερατώ ήταν βέβαιη ότι θα τον κάνει να ανθίσει.
Ο Χάρης πάλι σαν να έπαιζε ένα μουλωχτό παιχνίδι θράσους με τα όριά του. Ο χωρισμός με την Άννα με ένα τόσο εξευτελιστικό τρόπο τον είχε αφήσει εμβρόντητο σα πολική αρκούδα στη Σαχάρα. Αρχικά πήρε τα κομμάτια του που ήταν εκτεθειμένα σε συναισθήματα και τα έχωσε βαθειά σε ένα νοερό σεντούκι. Ύστερα δώρισε στον εαυτό του μια περίοδο λυτρωτικής μοναξιάς. Μα ήταν πολύ σκληρός για να αφεθεί. Στη ζωή εννοώ. Ήθελε πάντα να είναι στη θέση εκείνου που είχε προβλέψει τα πάντα. Ταπεινωμένος δεν άντεχε. Κύλησε προς το πηγάδι που καταπίνει όσους δεν έχουν αποθέματα, όσους τα έχουν δώσει όλα με μιας.
Ο άντρας και η γυναίκα κατηφόρισαν για ώρα μέχρι τα ριζά του βουνού και μετά έπιασαν να ανεβαίνουν. Σταματούσαν εδώ και εκεί για να ενώσουν το λαχάνιασμά τους με τη σιωπή των τζιτζικιών που τους συνόδευε. Ύστερα έπιαναν πάλι να ποδοπατούν ξερόφυλλα. Πίσω τους μένανε ίχνη από πατημασιές και έννοιες. Ωραία ήταν.
- Χάρη ; Θα ξανάρθουμε εδώ το φθινόπωρο ; Θα μου κάνεις το χατίρι ; Θέλω να περπατήσουμε εδώ τυλιγμένοι με κίτρινα κασκώλ και να βρέχει.
Η Ερατώ του ετοίμαζε πάντα τα πράγματα, όταν ήταν για εκδρομές. Αυτή ήταν που έβαζε χαρούμενες νότες στο ντύσιμό του. Λάτρευε να τα βγάζει την κατάλληλη ώρα και να τον μεταμορφώνει. Ήταν σχεδόν ένα παιχνίδι. Στις φωτογραφίες τους οι φίλοι πάντα της έλεγαν ότι μοιάζουν. Απ’ όξω.
Ο Χάρης δεν έβρισκε τίποτε από τον εαυτό του στην Ερατώ. Η Άννα ήταν αλλιώς. Η Άννα πάντα τον έπαιζε στο γήπεδό του. Ήταν απαιτητική με τα πράγματα και με τον εαυτό της. Ήταν στρατιώτης και διπλωμάτης σε ένα. Περπατούσε δίπλα του, όχι από πίσω ασθμαίνοντας.
Τα πρώτα πέτρινα τους καλοδέχτηκαν στις σκιερές τους φωλιές. Μέχρι να πλησιάσεις νόμιζες ότι δίπλα από κάθε σπίτι υπάρχει ένα τρίγωνο κενό. Το περγαλιό. Καλότυχη σκιά το λένε οι χωριάτες. Ένα κομμάτι γης που φυλάει ολημερίς τη νύχτα. Αν ζωγράφιζες, θα είχες ωραίες αντιθέσεις. Μπορούσες μετά να κάνεις υποθέσεις ή όνειρα. Τα σκοτεινά διαλλείματα και οι νύχτες σε εκλιπαρούν να πετάξεις.
Αλλά, καθώς πλησίαζες, όπως και όταν σκύψεις λιγάκι πάνω από τα πράγματα στη ζωή, καταλάβαινες ότι ανάμεσα στο λιόπυρο λευκό και το ολόμαυρο σκοτάδι χώνονταν τρυφερές αποχρώσεις δεκάδων διακριτικά φωτισμένων πραγμάτων. Σκιασμένες πλακουτσές κοτρώνες, δροσερά μισοφωτισμένα ξεχαρβαλωμένα ποδήλατα, ασβεστωμένοι τενεκέδες με νεκρές μπιγκόνιες, ξεχασμένες άσπρες ξερές μπατανόβουρτσες, και κουτσές ξύλινες καρέκλες από μαυρισμένο ξύλο. Όλα αυτά μαζί έκαναν τη μυρουδιά του πέτρινου πιο αυθεντική, αν μπορείς να χαρακτηρίσεις κάπως έτσι μια μυρουδιά.
- Χάρη έλα να δεις , εδώ έχει πεταμένο αργαλειό. Καιρό έχω να δω. Πως τα λένε αυτά τα χτένια που ανεβοκατεβαίνουν ; Θα με βγάλεις μία ;
Οι φωτογραφίες είχαν μεγάλη σημασία για την Ερατώ. Διάλεγε πάντα τεκμήρια ότι η ζωή της είναι καλύτερη απ’ ότι δείχνει με μια ματιά. Και έβρισκε στις φωτογραφίες ένα σύμμαχο. Τα όριά τους. Όταν εστιάζεις σε ένα κάδρο τη φορά τα πράγματα είναι απλούστερα να τα διαχειριστείς και αν δεν είσαι πολύπλοκος συναισθηματικά άνθρωπος μπορείς να σπρώξεις παρακάτω πηδώντας από κάδρο σε κάδρο. Έτσι απλά.
Τον εκνεύριζε η απλότητα εκείνον. Απαιτούσε να συναντάνε όλα τα μηνύματά του ένα υπόβαθρο συναισθηματικής νοημοσύνης. Ήταν πολλές φορές που αισθανόταν ότι συζούσε πλέον με ένα τοίχο. Όμορφο, με ρομαντική ταπετσαρία, αλλά τοίχο.
Πέρασε άλλη μια ώρα με χαζολόγημα στα μονοπάτια. Θα στοιχημάτιζες ότι τα δυό ζευγάρια μάτια ήταν χορτάτα. Μα δεν ήταν, όχι και τα δυό.
Λαχανιασμένα τα δυο πλάσματα ακούμπησαν στη θεόρατη ξύλινη πόρτα του υποστατικού. Ο Άρης έβγαλε κλειδιά και έπιασε το χαλκά. Ακούστηκε γέρικη δυσφορία και θρόισμα κισσού μαζί. Θαρρείς και μπήκαν περισσότεροι από δυο μες την αυλή, μεγάλος ήτανε ο ήχος. Κι έπειτα η Ερατώ έτρεξε στη βρύση. Πέταξε τα παπούτσια της κι άνοιξε το ξεθωριασμένο λερό λάστιχο να τρέξει. Το πρώτο το νερό ήταν καυτό. Η Ερατώ τσίριξε. Ύστερα έσκασε δυό φορές σα θυμωμένο το νερό με αέρα. Μετά εντάξει. Αφέθηκε.
- Άρη ; Για έλα προς τα εδώ μωρό μου !
H γυναίκα γύρισε το λάστιχο καταπάνω στον άντρα. Και μετά άρχισε να χοροπηδάει μουσκεύοντας τα πάντα. Ήταν παιδί… Δεν τον πείραζε. Χαμογελούσε. Η Ερατώ αφέθηκε στη δροσιά του. Έγινε παπί. Κόλλησαν τα ρούχα της στο κορμί και ομόρφυνε τελείως. Την ήπιε με τα μάτια. Το κατάλαβε. Οι γυναίκες πάντα το αντιλαμβάνονται, πότε είναι δυνατές.
Η Ερατώ με το παιδικό γέλιο έβγαλε αργά τα ρούχα της και έμεινε γυναίκα σκέτη . Τα μάτια της σοβάρεψαν και καρφώθηκαν στα δικά του. Ο Άντρας έμεινε ακίνητος. Σχεδόν. Αυτή πλησίασε και μπήκε γύρω του σαν αρπακτικό. Έκλαιγε ή στέγνωνε, είχε μια μελένια υγρασία. Εκείνος την κοιτούσε σοβαρός, μα η οχύρωσή του μάταια. Τυλίχτηκε μέσα της βαθειά και με σπασμούς γαλήνης της έδωσε αντίδωρο να το φυλάξει.
- Σ΄αγαπώ. Μείνε εδώ γύρω. Μη ξεμακραίνεις άλλο, άντρα ξένε. Θέλω να μου χαρίσεις κάτι από σένα. Θέλω ένα παιδί που να σου μοιάζει. Τι λες ;

Ο Χάρης την κοίταξε και αποσύρθηκε σ’ ένα από τα τρίγωνα με τη σκιά. Εκείνη έμεινε στο φως. Κόκκινη σα καρπούζι, άσπρη σαν κρίνο, μαβιά σαν ουρανός που ξαποστέλνει τη μέρα. Πλήρης. Η ζωή ήταν ωραία

Το μεσημέρι έφτασε στην ώρα του. Ο άντρας κι η γυναίκα ( του ) χωθήκανε στο πέτρινο με ανυπόμονες δρασκελιές. Είχε δροσιά. Το δωμάτιό τους είχε θερμό ξύλινο ταβάνι και πέτρινο παγωμένο πάτωμα. Η γυμνή Ερατώ τσαλάκωσε υπέροχα το ένα απ’ τα λευκά σεντόνια. Έβγαζε ήχους. Και το χωριό έβγαζε ήχους. Μα όχι σαν κι αυτούς. Της χορτάτης Ερατώς οι ήχοι ήταν μια μαγεία. Έστησαν αυτί. Ο Χάρης και οι πέτρες. Σε τέτοια σπίτια μοναχός αν κοιμηθείς ακούς αυτούς τους ήχους. Αρκεί να τους παρακαλέσεις να’ ρθουν. Τους έχουν αποθηκεύσει οι πέτρες, σα θυρίδες που κρύβουν απρόβλεπτες εκπλήξεις. Και θα ‘ρθούν. Οι ήχοι των προηγούμενων που μετάλαβαν αυτή τη συνομωσία. Μα ο Χάρης σαν να μην άκουγε καλά. Ίσως οι αισθήσεις του είχαν χάσει την οξυδέρκεια της νιότης τους. Πλησίασε το παράθυρο και αφοσιώθηκε στην θέα που έκοβε την ανάσα. Απ’ εδώ ψηλά ο κάμπος φαινόταν σαν από αεροπλάνο. Ή σαν από τα μάτια ενός πουλιού.




Τρείς ώρες νωρίτερα :

- Χάρη, έλα να δεις αυτό. Δεν έχω ξαναδεί τέτοιο αγριολούλουδο !
Η Ερατώ ήταν σκυμμένη με μητρική τρυφερότητα πάνω από ένα λεπτοκαμωμένο λουλούδι με μωβ φυλλαράκια και κίτρινο μίσχο. Τα μακριά δάχτυλά της σα να το προστάτευαν από μια υποτιθέμενη θύελλα ή κάποια αέναη απειλή. Χαμογέλασε με τη θέα της κοπέλας. Του έμοιαζε. Η Ερατώ του μικρολούλουδου. Ήταν το ίδιο αθώα και το ίδιο εύθραυστη, απλώς εκείνη δεν είχε πάνω της κάποιον σκυμμένο να την προστατεύσει. Προσωρινά. Ή και μόνιμα, πώς να το πεις ;
- Προχώρα μικρή μου. Δε χρειάζεται να τα ακουμπάς. Αυτά μπορείς απλά να τα μυρίζεις, πέφτει ο τόπος από τη μυρωδιά τους.
- Χαρη μου, έχει πασχαλίτσες εδώ. Πιάσε μία. Είναι τόσο ανίσχυρες !
Ο άντρας και η γυναίκα κατηφόρισαν για ώρα μέχρι τα ριζά του βουνού και μετά έπιασαν να ανεβαίνουν.
- Χάρη ; Θα ξανάρθουμε εδώ το φθινόπωρο ; Θα μου κάνεις το χατίρι ;
- Το φθινόπωρο ; Θες να τα δεις αλήθεια όλα αυτά χλωμά και ξεραμένα ;
- Θέλω να νιώσω εποχές να αλλάζουνε για καλά. Να αλλάζουν χλωμιάζοντας και κοκκινίζοντας ολοένα προδίνοντας ζωή. Αυτό ‘ναι όλο.
- Το Φθινόπωρο είναι τόσο μακριά…
- Ναι, αλλά πες μου ότι θα με ξαναφέρεις αντράκι μου. Υπόσχεση ;
Ο Χάρης της έκλεισε τα χείλη με το χέρι. Την κοίταξε με ένα γλυκό τρυφερό βλέμμα που δε διαβιβάστηκε ποτέ. Ο Χάρης είχε πρόβλημα με τα μάτια. Τα χρησιμοποιούσε εντελώς επιδερμικά. Διαχειριζόταν τις ματιές και τα νεύματα των ανθρώπων. Δεν ήταν σβηστά, όχι, είχαν πάνω τους μια δύναμη πρωτόγνωρη απλώς κοιτούσαν πιότερο προς τα μέσα. Αυτό είναι πρόβλημα όταν κάποιος θέλει να σε πλησιάσει. Και η Ερατώ το ένιωθε τον τελευταίο καιρό ολοένα και πιο οδυνηρά.

Τα πρώτα πέτρινα τους καλοδέχτηκαν στις σκιερές τους φωλιές.
- Χάρη έλα να δεις , εδώ έχει πεταμένο αργαλειό. Καιρό έχω να δω.
- Και γω, μικρή, ένα αργαλειό καιρό έχω να δω. Μα να δουλεύει. Όχι έτσι, ένα κουφάρι… Να δουλεύει. Και να πλέκει σχέδια ζωηρά. Έλα πάμε, έπιασε ήδη ζέστη.

Λαχανιασμένα τα δυό πλάσματα ακούμπησαν στη θεόρατη ξύλινη πόρτα του υποστατικού. Ο Χάρης έβγαλε κλειδιά και έπιασε το χαλκά. Ακούστηκε γέρικη δυσφορία και θρόϊσμα κισσού μαζί. Θαρρείς και μπήκαν περισσότεροι από δυό μες την αυλή, μεγάλος ήτανε ο ήχος. Κι έπειτα η Ερατώ έτρεξε στη βρύση. Πέταξε τα παπούτσια της κι άνοιξε το ξεθωριασμένο ζεστό λάστιχο να τρέξει.
- Χάρη ; Τι θα έλεγες για ένα δροσερό ντουζάκι ;
- Δεν είσαι σοβαρή… δε μπορεί… όχι… μηηηηηη
H γυναίκα γύρισε το λάστιχο καταπάνω στον άντρα. Και μετά άρχισε να χοροπηδάει μουσκεύοντας τα πάντα. Ήταν παιδί. Δεν τον πείραζε. Χαμογελούσε. Η Ερατώ αφέθηκε στη δροσιά του. Έγινε παπί. Κόλλησαν τα ρούχα της στο κορμί και ομόρφυνε τελείως. Την ήπιε με τα μάτια. Το κατάλαβε.
Η γυναίκα με το παιδικό γέλιο έβγαλε αργά τα ρούχα της και έμεινε γυναίκα σκέτη . Τα μάτια της σοβάρεψαν και καρφώθηκαν στα δικά του. Ο Άντρας έμεινε ακίνητος. Σχεδόν. Αυτή πλησίασε και μπήκε γύρω του σαν αρπακτικό. Έκλαιγε ή στέγνωνε, είχε μια μελένια υγρασία. Εκείνος την κοιτούσε σοβαρός, μα η οχύρωσή του μάταια. Τυλίχτηκε μέσα της βαθειά και με σπασμούς γαλήνης της έδωσε αντίδωρο να το φυλάξει.
- Σ΄αγαπώ. Μείνε εδώ γύρω. Μη ξεμακραίνεις άλλο, άντρα ξένε.
Τα μάτια του άντρα ήταν υγρά. Ταξίδευε αυτός. Ταξίδευε συνεχώς. Ούτε τα ένστικτα τα άγρια του θηρευτή μπορούσαν να τον φέρουν πίσω.
Ο Χάρης την κοίταξε και αποσύρθηκε σ’ ένα από τα τρίγωνα με τη σκιά. Εκείνη έμεινε στο φως. Κόκκινη σα καρπούζι, άσπρη σαν κρίνο, μαβιά σαν ουρανός που ξαποστέλνει τη μέρα. Πλήρης.

Το μεσημέρι έφτασε στην ώρα του. Ο άντρας κι η γυναίκα ( του ) χωθήκανε στο πέτρινο με βιαστικά πατήματα. Είχε δροσιά. Η γυμνή Ερατώ τσαλάκωσε υπέροχα το ένα απ’ τα λευκά σεντόνια. Έβγαζε ήχους. Και το χωριό έβγαζε ήχους. Όταν ήτανε εδώ η Άννα, θαρρούσε ο Χάρης πως όλα είχανε σιωπήσει για ..χάρη της. Ενώ τώρα, μια χάβρα.
Ο άντρας στάθηκε στο παράθυρο με δέος. Άγρια πέτρα κατηφόριζε ως τα βάθη του κάμπου. Μια καταχνιά απλωνόταν γύρω από την πόλη εκεί κάτω. Το ύψος έκανε δέος. Υπήρχαν όλα τα συστατικά για μια υπέρβαση. Υπήρχε ορίζοντας που υπόσχονταν, υπήρχαν μάρτυρες αυτοί που έχουν σημασία, οι πέτρες, το βουνό, τα τζιτζίκια. Όλα ήταν εδώ.
Ο Χάρης, έτσι τον έλεγαν, άπλωσε τα χέρια να αγκαλιάσει τη θέα. Μετά δοκίμασε να πετάξει. Πρώτα νοερά. Τα μάτια του γέμισαν δάκρυα. Και αφού ακόμη μια φορά δεν ένιωσε παρηγοριά, δοκίμασε να πετάξει. Στα αλήθεια. Δε θα μάθει κανείς που προσγειώθηκε.
Για μερικά δευτερόλεπτα, μόνο μερικά, ενώθηκαν σε μια συγκυρία δύο πληρότητες. Η Ερατώ μύριζε τη ζωή σα να’ τανε μπουμπούκι μιας ημέρας σε φρεσκοποτισμένη τριανταφυλλιά. Κι ο Χάρης πετούσε προς εκεί που πίστευε ότι θα βρεί ένα νόημα, ένα φως, έξω από το πηγάδι. Είναι τόσο σπάνιο να συναντηθούν δυό πλάσματα ταυτόχρονα σε μια κατάσταση απόλυτης πληρότητας. Ίσως λοιπόν και να άξιζε το κόπο !

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

εντυπώσεις ;