Δευτέρα, Ιουλίου 23

τα χθεσινά


Μάτια λάθρα, μισάνοιχτα, μελετούν τη σκιά σου στο όριο, στον τοίχο πες εσύ, αφού σου αρέσει τόσο η αργκό της πόλης. Κάθε πρωί που ανοίγω, πρώτα βλέπω την πλάτη σου, συνήθισα, δε μου κάνει εντύπωση. Ένα λυσσασμένο ψηφιακό ρολόι με τσιτώνει, έχω λίγη ώρα, για τα δέοντα. Σε ενοχλώ για να γυρίσεις, όχι να με δεις, αλλά να ξεπιαστείς από την εμμονή σου να αμύνεσαι στην ύλη μου που χύνεται σαν άμμος τις νύχτες. Το σώμα μου, αυτό το πλαδαρό σκεύος, δεν ενοχλεί το μυαλό μου σε τούτη τη στάση. Αισθάνομαι κάπως ελαφρύς. Δεν υπάρχουν αποσπάσεις γενικώς. Κάτω από το σφραγισμένο κούφωμα η πόλη ήδη ωρύεται. Είναι απ’ όξω. Μπορώ και ακούω τις εκπνοές σου. Η μυρουδιά τους έχει μια αποφορά δυσαρέσκειας για ότι συνέβη πριν σε πάρει ο ύπνος. Για αυτό πλένουμε τα δόντια το πρωί , έτσι δεν είναι ; Μια ηλίθια ελπίδα ότι σήμερα το βράδυ όλα θα μυρίζουν αλλιώς. Ποιος νοιάζεται για την υγιεινή, είναι τόσο μακροπρόθεσμη η επιβράβευση μιας τέτοιας πρόβλεψης.  Γυρίζω κι εγώ την πλάτη για να αποκαταστήσω την δικαιοσύνη στη σχέση μας. Τώρα υπάρχει ισορροπία. Μια ησυχία ανάμεσά μας που εξηγεί τις αιτίες. Κάπως σε μισώ.
       Γιατί κοιμάσαι δίπλα μου ; Ξύπνα. Χρειάζεσαι κάποιον που θα σε περιμένει με ένα χαμόγελο κόκκινο σα τριαντάφυλλο. Αυτή δεν ήταν η συμφωνία σου με τη ζωή ; Ξύπνα κι άπλωσε τα χέρια, να τα κάμεις φτερά, μήπως σε πάρει ο αέρας της αυγής, ο μόνος που ξεφυσάει ευχάριστα τελευταία, να σε πάρει και σένα και το κουτί με τις ανεκπλήρωτες δεσμεύσεις σου και να ενωθείτε με τα χελιδόνια που φεύγουν όταν πιάνει τέτοιο κρύο. Έχει κρύο έτσι δεν είναι ; Θες να φύγεις , έτσι δεν είναι ; Αισθάνεσαι μια αδιόρατη συγγένεια με τα χελιδόνια, έτσι δεν είναι ; ε, άμε.. ! Θα σε περιμένω την άλλη άνοιξη, όταν το ημερολόγιό Σου κλείσει κύκλο. Κάπως θα σε ποθώ.
      Σαλεύεις, κρατώ την ανάσα μου. Δε θέλω να με δεις τώρα. Όχι έτσι. Θέλω πρώτα να ανασύρω όσα μας ενώνουν. Χρειάζεται μια προετοιμασία και έχω ελάχιστο χρόνο. Πιέζω το μυαλό μου. Μας θυμάμαι να βουτάμε στο όνειρο, μια θάλασσα εικόνες γενετήσιας ορμής ενδεδυμένης καλούς τρόπους και κλισέ που αποθεώνουν οι προηγούμενοι. Κι εγώ έχω αυτήν την ετυμηγορία που δε μ’ αφήνει να χαλαρώσω. Ξέρω πώς να μη πεθαίνει στα χέρια σου μια σχέση. Τη σκοτώνεις όταν βρωμίσει σαν χθεσινή πεπονόφλουδα στο νεροχύτη. Ή την ταριχεύεις όσο ακόμη έχει τους χυμούς της. Όσοι χαμογελούν στις εκκλησιές μπορούν να σου δώσουν οδηγίες. Δε ξέρω να ταριχεύω εγώ, κάπως το ξέχασα.
       Σέρνομαι έξω. Πετώ τις χθεσινές φλούδες και βράζω δυο γαλλικούς χωρίς γάλα, πικρούς όπως τους γέννησε η μάνα τους. Βράζω. Και το ζουμί μου δεν είναι νεροζούμι. Ανοίγω  παράθυρα στη σάλα. Περπατώ και κάνω θορύβους με τα μέλη μου. Τα κόκαλά μου ακούγονται σα παπούτσια γεμάτα χαλίκια. Η σκύλα με αντιλαμβάνεται. Ως ευκαιρία... Τινάζεται σχετικώς ενθουσιασμένη και εκβιάζει την προσοχή μου. Σέρνει, με χαμόγελο που είναι αυθόρμητο, σπάνιο πράγμα, δικαιολογεί όλη την σχιζοφρένεια που συνοδεύει την συμβίωση με ένα δυστυχισμένο αγρίμι. Αγαπιόμαστε. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία. Οι ανάγκες μας, έτσι όπως έχουν μεταλλαχθεί , συγκλίνουν. Εγώ θέλω την μητρότητά της και εκείνη ένα κουτάβι. Κάπως ταιριάζουμε.
      Αρχίζω να προξενώ θορύβους. Είναι η συμφωνία μας να μη φεύγω μουλωχτός το πρωί. Δεν είναι πρέπον. Σαλεύεις με στρογγυλευμένη δυσαρέσκεια. Πλησιάζω στην πόρτα σου για να δω. Είσαι έτοιμη. Γλιστράω στο στρώμα και χώνομαι να ταιριάξω στο κορμί σου που καίει. Σου μυρίζει καφές, ακούς τον σκύλο να πλησιάζει, πιάνεις το χέρι μου και το τυλίγεις γύρω να γίνει στοργή. Όλα, κάπως, βαίνουν καλώς .   
      Γυρίζεις μαλακά και με αφήνεις να μυρίσω τον κόρφο σου. Είναι λιμάνι σαν τότε. Για μια στιγμή με πιάνει. Ξεχνάω εύκολα. Ανασαίνω και μετά βγάζω ένα μούγκρισμα που είναι γεμάτο σκέψεις. Αδειάζω. Είμαι έτοιμος να παραδοθώ στη μέρα. Είμαι έτοιμος σα φρέσκια σελίδα σε ταλαιπωρημένη γραφομηχανή. Δεν έχει σημασία που οι άκρες μου είναι λίγο τσακισμένες. Σημασία έχει που είμαι λευκός. Είμαι διαθέσιμος και αθώος, είμαι παρθένος, είμαι διατεθειμένος , είμαι ώριμος καρπός, χώμα οργωμένο και πρόθυμο να δοκιμάσει ξανά. Κάπως σε λατρεύω.
      - Καλημέρα μωρό μου .
- Καλημέρα.
     - Τέλειωσε το ψωμί του τοστ.
-  Έχει στην κατάψυξη.
     - Αφήνω ανοιχτά στο σκύλο.
- Τι φόρεσες ;
     - Τα … χθεσινά
       Μερικά βήματα με το μυαλό σεισμική ζώνη. Είναι η ρωγμές της προσαρμογής. Για μερικά βήματα οι κινήσεις των μελών είναι ασύμβατες με τις ορμές. Δε θέλω να φύγω. Θέλω να πέσω πάνω σου. Να τυλιχθούμε. Να μυρίσω με όλο μου το κορμί τον κόρφο σου το ζωογόνο, να ταξιδέψω τα ακροδάχτυλα στο σχήμα σου, στους γοφούς σου και το τρίχωμά σου που έχει μια γεύση Αιγαίου, να σου ψιθυρίσω μια συνομωσία πίσω από το δεξί αυτί, ανασηκώνοντας το μαλλί σου και σπέρνοντας ρίγος στο χνούδι μας. Κάπως το καταπνίγω. 
      Τα χθεσινά μου φέρνουν μια υπόνοια μπαγιατίλας. Τη συγχωρώ. Πάλι. Είναι θέμα προσαρμογής. Με συνεφέρνουν. Διεκπεραιώνω λοιπόν τις υπόλοιπες κινήσεις και απομακρύνομαι από το καταφύγιο. Είναι εδώ μια μέρα που πρέπει να κυλήσει. Το ασανσέρ δε διαμαρτύρεται. Ο κουλουράς δεν βλαστημάει. Ένας ισχνός στωικός συμβασιούχος σαρώνει τις διαβάσεις για να περάσω αλώβητος. Ποιος είμαι εγώ που θα επαναστατήσω ; Κάπως ανασυγκροτούμαι.
       Στρίβω για τη στάση του πέντε. Το λαμαρινένιο κουτί φρενάρει γεμάτο . Οι υποψήφιοι συρρέουν σα χελιδόνια στη φωλιά τους, κοιτώντας τα ρολόγια τους με έντρομο ύφος. Μέσα σε μια θάλασσα υπερβολικά αρωματισμένων κορμιών ακούω μουρμουρητά , υποσχέσεις να απευθύνονται σε μικροσκοπικές συσκευές. Μια ανάρμοστη ησυχία αν σκεφτείς ότι δεκάδες ψυχές προσπαθούν να τσιρίξουν. Με δυσκολία ξεχωρίζω ένα δυο που φαίνεται να έχουν τον έλεγχο.  Oι σελίδες γυρίζουν στην πόλη, χωρίς τάξη, σαν ενός περιοδικού ξεχασμένου στην άμμο. Το μόνο που λήγει σε τρεις μέρες είναι το γάλα. Τα μεγάλα σχέδια και τα συναισθήματα είναι παστεριωμένα. Μπορούν να περιμένουν, θέλουν μια ελαφριά ψύξη και μια αδιόρατη υπόσχεση. Την ίδια υπόσχεση που σου ψελλίζει ένα μπουμπούκι στην κατάψυξη. Ότι αν το ξαναβάλεις στο χώμα και πιει βροχή και αναπνεύσει αέρα θα μεταμορφωθεί. Σε ένα κορμί που μπορεί να μην ευωδιάζει αλλά σίγουρα, κάπως, θα θυμίζει τριαντάφυλλο.
        
     
     

Παρασκευή, Ιουλίου 13

φήμες

 
   Ένας λόφος δίχως δέντρα, μια αλμύρα δίχως ιδρώτα, ένα μελτέμι χωρίς θάλασσα, ένα πουλί, όχι γλάρος, κάτω μια πρόχειρη κατασκευή από ξύλα, ψηλή σαν Δούρειος Ίππος , εφήμερη σα σχεδία, κι εγώ, κι εγώ εφήμερος θέλω να πω, κάτοχος του πουλιού και ξαπλωμένος επάνω ανάσκελα, γυμνός και ανίκητος, ακίνητος σαν τα φύκια στην άμπωτη, δίπλα μια ισχνή σα φύκι κοπέλα, πόσο κάτωχρα όμορφη, σκυμμένη επάνω μου, να μου ακουμπάει τρυφερά ένα νόμισμα σε κάθε μάτι για το βαρκάρη του ονείρου, και να με φιλά, απαλά σα να με ξαποστέλνει, ανήσυχη για τη δική της τύχη, ανήμπορη να ρίξει τείχη . Το στήθος της σχεδόν να αγγίζει το δικό μου, οι φλόγες (μας) κοντεύουν να ανάψουν , αλλά εκείνη κρατιέται. Κυριολεκτικά. Εκείνο από το οποίο κρατιέται καταρρίπτει μια σύγχρονη φήμη. Οι Έλληνες τον έχουν μικρό.
        Το ένα μου μάτι κάτω από το τάλαρο κρυφά στοχεύει στο περίγραμμα του γυναικείου κορμιού, ακολουθεί τη γυναικεία πλάτη μέχρι κάτω, ώσπου ο υπέροχος σφιχτός δίδυμος λόφος, αυτός ο πισινός του ονείρου, διαλύει με το ανάστημά του μια όψιμη φήμη. Οι Ελληνίδες τον έχουν χαμηλό και πλαδαρό.  
        Η ιέρεια σκύβει και αφιερώνεται. Μαλάσει και καθοδηγεί, με λόγια μυστηρίου το πουλί για να του δώσει τέλεια μορφή, εκείνη που αρμόζει στο κορμί της. Oι δυνατότητες αποδεικνύομται πεπερασμένες. Το αντρικό όργανο είναι υποδεέστερο σε πλαστικότητα από τις φήμες. Υπομονή η κοπέλλα ωστόσο διαθέτει πλέρια, είναι θετικό άτομο κι ανασκευάζει με τούτη την προσήλωση μια φήμη περιχέουσα για ένα λαό που ιδρώτες ατελείωτους χύνει. Οι Έλληνες, τούτος ο κοντός λαός με έμβλημα την πρόχειρη κατασκευή, με σημαία τη σχεδία, ό,τι κάνουν το αφήνουν στη μέση.   
       Η όμορφη κόρη, παίρνει τότε ένα υπέροχο πορφυρό στα μάγουλα τα δυό χρώμα, και μέσα απ’ τις πτυχές της χλαμύδας της τραβά ένα εργαλείο πανάρχαιο, ένα μικρό μπουκάλι λάδι. Στάζει και απλώνει με τα χέρια της αυτό το φίλτρο του έρωτα πάνω στο διψασμένο δέρμα μου, με στοργή θαρρείς αλλά και κάποια προσμονή, με όμορφο δέος. Το σώμα λαμπυρίζει απ’ του Αττικού ουρανού το άγριο φως, αναδύονται υποσχέσεις, διαλύονται κι άλλες φήμες, που λένε για τους Έλληνες οι άσχετοι, ότι το λάδωμα είναι μόνο για να σπρώχνει τις δουλειές και να προωθεί ειδικές φιλίες.

       Έτσι είναι τα πράγματα στα όνειρα, έτσι και στην πράξη... 
       Οι φήμες στήνουν με επιμέλεια σκηνικά για να παιχτούνε παραστάσεις. Φήμες για οκνηρούς, φήμες για διεφθαρμένους, φήμες για πολυμήχανους, φήμες για επιούσιους, φήμες για ευλογημένους και κυνηγημένους, για ανάδελφους και για παγκόσμιους, για θαυματοποιούς και αχρηστεμένους. Φήμες για ευνουχισμένους. Φήμες για αγάδες και φήμες για τσολιάδες.
       Όσο απαγορεύεται μια αυτοψία, τόσο αναγορεύεται η φήμη σε τσολιά της αλήθειας. Η φήμη είναι βαριά. . Παρόλο που δεν είναι χοντρή, παρόλο που της αρκούν είκοσι λέξεις, ή μέχρι 140 χαρακτήρες, παρόλο που είναι τσάμπα σαν tweet. Είναι πολύ βαριά, η φήμη, βαριά σαν του τσολιά τη φουστανέλα. Εύκολα πολύ απλώνεται, ένας αέρας είναι αρκετός και δύσκολα ξαναμαζεύεται.... Αυτοί που ανασκευάζουν φήμες γκρί , λευκές φουστανέλες και γαλάζιες βεβαιότητες δικαίως αμείβονται αδρά.  Έχουν τεχνογνωσία να τις στήνουν και είναι ειδικοί να τις ξεστήνουν. Πολλοί νομίζουν ότι στο θέατρο τη δουλειά την κάνει η ντίβα. Μα είναι και το σκηνικό. Είναι βεβαίως και το σκηνικό σημαντικό. Ανελέητο. Καθοριστικό. Βαρύ και καταιγιστικό. Η ντίβα είναι ψηφίδα εμπρός του.
      Τώρα θα ρθούν ξανά τρόϊκες. Mε επίθετα τριών γραμμάτων. Με αγαπημένο νούμερο το τρία. Μα δε θα πάνε ούτε στα σκολειά ούτε στα ναυπηγεία. Δε θα πάνε στα νησιά, ούτε στα όρη επάνω, να δούνε τα χωριά και τους ανθρώπους. Δε θα μιλήσουνε με κόσμο απλό, δε θα ψωνίσουν από μαγαζιά της γειτονιάς, δε θα καθίσουν για ένα ούζο σε τραπέζια ξύλινα. Μόνο θα ανοίξουν δέκα i-pod γύρω από ξύλινα αναψυκτικά, θα γράψουν και θα σβήσουν νούμερα με πλήκτρα. Τα νούμερα που τους ενδιαφέρουν υπαγορεύονται από τις φήμες με τις οποίες είναι ποτισμένοι απ' τη κορφή ως τα νύχια. Θα τα ταιριάξουν τα νούμερα στις φήμες, κι αυτό είναι εφικτό , η στατιστική είναι μαγική τέχνη. Θα γράψουν για μεσοπρόθεσμες βεβαιότητες. Κάθε τους κλικ θα είναι πιστολιά σε μια οικογένεια. Κάθε τους enter θα είναι όπλο μαζικής καταστροφής. Κάθε τους save θα είναι άλλη μια σπαρμένη φήμη. Μα όταν πάρουν εκείνο που ζητούν, μια σύμβαση του γούστου τους, οι φήμες όλες θα ανακατασκευαστούν και τα πάντα θα επανεκκινήσουν. Τότε θα τους είναι βολικό ένα κλίμα ανάπτυξης. Παγκόσμια.
      Έρχονται λοιπόν...Σε τρεις ημέρες θα έχουν στήσει ένα σκηνικό για να παιχτούν οι τραγωδίες. Τι ειρωνεία. Οι τραγωδίες γράφτηκαν πρώτη φορά εδώ, κι αυτό δεν είναι μια φήμη.

Κυριακή, Ιουλίου 1

Cogito ergo sum


       Ένα τελευταίο λιμάρισμα ήθελε. Είκοσι τέσσερα κλειδιά για την κυρία Μαριγώ που έγινε διαχειρίστρια απέναντι. Είκοσι τέσσερα αντικλείδια για ανθρώπους διαφορετικούς που θα περάσουν εκατοντάδες φορές από το ίδιο κατώφλι, έχοντας άλλη ατζέντα, άλλο κούρεμα, άλλη κοσμοθεωρία αλλά όχι και άλλο σπίτι. Πολυκατοικία της οδού Αρτέμιδος στο 23. Τσινάρι. Πέρασα τα κλειδιά ένα ένα από τη βούρτσα και τα αράδιασα στο πάγκο. Το μάτι μου πήρε μια ατέλεια, σήκωσα το τρίτο από δεξιά και κοίταξα με επιφύλαξη τις χαράξεις του. Το σήκωσα κόντρα στο φως. Δεν αντιστάθηκα να βάλω τη μικρή τρύπα μπροστά στο δεξί μου μάτι και να στοχεύσω απέναντι τον τοίχο με τις φωτογραφίες. Εστίασα εκεί που αγαπούσα να εστιάζω. Στην πιο ξεθωριασμένη. Ξεμάκρυνα το κλειδί και καδράρισα στην Αγλαΐα. Τα μάτια μου θάμπωσαν και το μυαλό μου έφυγε πάλι με δύναμη πίσω στα αθώα χρόνια. Μια εικόνα, ένα ταξίδι. Στο Τσινάρι του 2003…δέκα χρόνια πριν.
       
       Έσπρωχνα με όλη τη δύναμη των εννιάχρονων χεριών μου. Η χαραμάδα μεγάλωσε. Έχωσα το κεφάλι. Η Αγλαΐα πέρα μετρούσε γοργά :
       - Εξήντα, ξηνταπέντε, βδομήντα, μήντα πέντε, ογδόντα ..
     
Έπεσα με τον ώμο πάνω στο βαρύ σίδερο, μου πόνεσε… έχωσα το ποδάρι, πέρασα τη κοιλιά και μπήκα στην αυλή.
      – Ενενήντα πέντε, εκατό. Φτου και βγαίνωωωωω. Κι όποιον βρίσκω φτύνω. Ένας Μήτσος στο δέντρο !
      - Αει στο διάάάολο ! πληρωμένη απάντηση του Τζημάκου. 
        Εγώ είχα σωριαστεί πίσω, στη βαθειά χλιαρή σκιά της καγκελόπορτας αποκαμωμένος. Λούφαξα και περίμενα με τα μάτια κλειστά, κρατώντας την ανάσα μου. Πέρασαν βιαστικά βήματα, μια ξοβέργα χτυπούσε δεξιά αριστερά τους πέτρινους τοίχους. Η Αγλαϊτσα που με έψαχνε.
      - Μανώλης, Μανώώώλης, ο πιό χαζός της πόόόόλης…
      - Θα σε φτιάξω εγώ.. όταν νικήσω.
    - Μια Άννα κάτω από το φράχτηηηη ! … φτού 
      - Να μη με βασκάνεις, χαζοβιόλα …
     Τα τρία παιδιά κουτσομπόλεψαν για λίγο, έγιναν μια συμμορία για να χάσω και χύμιξαν στο κατόπι μου. Μάκραιναν και ζύγωναν, βασανιστικά τα τσικ τσικ των ποδιώ τους. Μετά ησυχίες. Καρτερούσα εγώ. Και μετά η βίτσα της χτύπησε τη μαντεμένια πόρτα από έξω. Άνοιξα διάπλατα τα μάτια χωρίς να σαλέψω.. Ταμπούρλο το στήθος.  Ζαλίστηκα ξαναέκλεισα τα βλέφαρα  γιατί ένα λουτρό χρυσού φωτός πόνεσε το μυαλό μου. Έβαλα τις παλάμες στα μούτρα, σε ‘κείνη τη στάση «ώ συμφορά μου» και μισάνοιξα πάλι δισταχτικά τα βλέφαρα. Πρώτα το δεξί και μετά και τ’ άλλο. Μέσα από τις ροζέ χαραμάδες το φως μαλάκωσε…μα  μου πήρε ώρα να συμμαζέψω το μυαλό. Τι ένταση ! Ο ήλιος ήταν χαμηλά, έκοβε στο ρεντέ το φως και το έχωνε όπου έβρισκε ευκαιρία. Εξοικειώθηκα και κάθησα να κοιτάω. Τι λουτρό !
          Τότε ήταν που αποφάσισα - πως θα τη πω . Χρυσή αυλή. Χρυσή αυλή, ναι. Έμεινα να παρατηρώ αποσβολωμένος σαν και τότε που πέτυχε το κόλπο με την Αννούλα, το μάτι και την κλειδαρότρυπα. Ήταν κάτι απρόσμενο και πολύπλοκο για τις αισθήσεις μου. Και τότε και τώρα. Το ίδιο ένιωσα, ένα συναρπαστικό πανικό. Τον πανικό που παθαίνει το νήπιο σα του ρίχνεις μπροστά του ένα κουβά παιχνίδια. Έκανα μια και χώθηκα μες σε κείνη τη καρτ ποστάλ ξεχνώντας εντελώς την Αγλαΐτσα και τους άλλους. Τι μέρος ήταν τούτο, τόσο καιρό μες τα πόδια μας,  και πως δεν το ‘χαμε ανακαλύψει ;    
      Ένα βουνό κίτρινα τριαντάφυλλα με κόκκινες φλέβες με σκέπαζε ολάκερο.  Μύριζε διακριτικά αλλά χωνόταν στη μύτη μου αποφασισμένο . Θαρρείς με ξεκούμπωνε... Άφησα θυμάμαι τα πόδια μου να λυθούν και τέντωσα τα χέρια να πάρω μια βαθειά ανάσα. Και μέθυσα ! Έκλεισα πάλι τα μάτια, και αυτή τη φορά οι εικόνες δε φύγανε.. Τα ακροδάκτυλά μου γύρεψαν κάτω τη γη και γράπωσα πράματα που ήταν χάρμα η αίσθηση. Ροδοπέταλα με χαλίκια και ξερόφυλλα έφτιαχναν μια αμμουδιά ήχους. Απο κάτω, δροσιά από τραχιές πέτρες, ευχαριστημένες. Μπόρεσα τότε να σηκώσω τα μάτια αυθάδικα  προς το φώς. Ήταν πολλές δυνατές λωρίδες, πιέτες, χρυσαφιές πινελιές ,που σπάθιζαν μια υπερήλικη κληματαριά καρπερή σα νύφη. Άναρχα σχήματα από ρώγες, αμπελόφυλλα και απείθαρχα κοτσανάκια ανάμεσα και, που και που, μες στα τσαμπιά, βουητά, ζουζουνίσματα κι αυτά χρυσά, έτσι μου φάνηκε, σα να ‘χε ο ήχος αυτό το χρώμα... μισοέκλεισα τα βλέφαρα όπως κάνεις σα θες να πειράξεις τις γραμμές των πραγμάτων, κι ήταν ξανά γιορτή. Θαμπώνανε τα σχήματα κι έμενε μόνο το κίτρινο φως, να πλημμυρίζει ολούθε και να μου ψιθυρίζει τα ζήτω του. Με διάκοψε η Αγλαϊα μετά αλλά εγώ δεν ξέχασα ποτέ. 

       Θυμάμαι ακόμη πράματα από κείνη τη γιορτή των αισθήσεων όπως θυμάμαι κι όλα τα γεγονότα που με καθόρισαν. Τίποτα δεν είναι άμοιρο των εξελίξεων τελικά…Οι παρέες που διαλέγεις, ο τρόπος που μαθαίνεις το παιχνίδι, την ήττα ο τρόπος που τη κουβαλάς, όλα…  Μα θέλω να συνεχίσω… να ‘μαι εκεί.

      Γύρω από τα χλωμά ρόδα οι γραμμές του μαντρότοιχου και των πεζουλιών είχαν εκείνο το πείραγμα από το πέρασμα του χρόνου, ευθείες πάντως δεν έβλεπες πουθενά. Μια σιδερένια πολυθρόνα εποχής με τρία πόδια κορόϊδευε την αυλή με χίλιους τρόπους. Υπήρχε κίνηση, αλλά αλλιώς. Στις αδρές σκιές σάλευαν μικρά πλάσματα, διεκδικούσαν ή ενοχλούνταν δω και κει, κι όλα αυτά τα μικροεπεισόδια θέριευαν καθώς έρχονταν σε αντίθεση με μια γαλήνη, σαν εκείνη που μόνο νωρίς, πριν τα ξημερώματα συμβαίνει στις πολύβουες γειτονιές. Κι τότε ήταν προχωρημένη μέρα, βαριά μεσημέρι. Τάφος σιωπή.
      Μέσα σε τούτη την αρμονία έσκασε σαν οβίδα η γύφτικη ντουντούκα !
      - Μαχαίρια ακονίζω, φέρτε μαχαίρια, ψαλίδια, κλαδευτήρια, εργαλεία, ο Κίτσος στη γειτονιάάά ! Ακονίζω λέμε, ακονίζω δε τους τη χαρίζω...
     Σχεδόν τινάχτηκα όρθιος καθώς ο Κίτσος μου θύμησε ότι η Αγλαία έψαχνε να με βρεί. Δεν φαινόταν, πρέπει να είχε στρίψει στον καφενέ η χαζή. Τεντώθηκα στις μύτες δειλά κοιτώντας μέσα από τα στριφογυριστά κάγκελα. Μάλλον ήταν ώρα να τα φτύσω. Παιχνίδι να γίνεται. Έβαλα το ένα χέρι στο μαντέμι και έκανα να περάσω το κεφάλι έξω για να δω…
     - Φτου ένας Μανιός …ακούστηκε η σκρόφα !
     Γύρισα ράθυμος , σα γέρος που χάνει τρίτη Κυριακή στη σειρά στο τάβλι από πρωτάρη, παίζοντας στα δάκτυλα ένα κέρμα που σήκωσα απ’ την αυλή. Ήταν λερό και μικρό, μου φάνηκε πως διάβασα τη λέξη ΔΡΑΧΜΑΙ. Δε φαινότανε το νούμερο. Το έχωσα στη τσέπη. Εκείνο έπεσε και κύλισε στο ρείθρο. Δε το πρόλαβα. Η Αγλαΐα είχε ύφος Καίσαρα. Ο Καίσαρας δε μάθαμε ποτέ αν ήξερε κρυφτό.

    Γενικά δε την πρόλαβα τη δραχμή. Λένε πως ήταν νόμισμα με κάποιαν αξία. Με μια από δαύτη έπαιρνες ψωμί και Μπλέκ. Έπεσε…  Πάει καιρός που φορούσα αυτό το πανταλόνι , το κοντό για την αυλή έλεγε η μαμά, οι τσέπες τριμμένες, οι μικροί θησαυροί έκθετοι σα και τα μικρά πονηρά του σχέδια. Αυτό το πανταλόνι πάντως, αυτό και ακόμη δυό τρία που τα φύλαγε η μάνα μου για τη βόλτα ήταν αγορασμένα με ευρώ. Εξέλιξη που ήταν για το καλό μας, όπως έλεγαν όλοι.. Κυρίως η μαμά. Ήταν όπως διατείνονταν "Ευροπέα" .

      - Μανιόόόόό ;   ακούστηκε η στριγγιά φωνή της.  
        - Γειά έκανα στη παρέα και κίνησα το πλακόστρωτο ανηφόρι. Στα δέκα βήματα άκουσα πίσω απορία.  Σούσουρα και μισόλογα ενόχλησης....Γύρισα και τους έκανα το σύνθημα. Δώσαμε ραντεβού για το απόγευμα με ένα νεύμα , ήξεραν όλοι, καταλαβαινόμασταν, και πήγα για το τουρλού της κερα Θοδώρας.
       Το μεσημέρι πέρασε βασανιστικά αργόσυρτα. Ήθελα να τους πάω όλους στη χρυσή αυλή. Μ’ έκαιγαν οι πατούσες. Και ήρθε τελικά ,εκείνο το δείλι με σκοτίδα, ήρθε και το σούρουπο με αγέρι και βροχή. Η μάνα δε με άφησε ούτε να ξεμυτίσω, θυμάμαι. Έπεσα σκασμένος στο κρεβάτι από τις 8 να μην μιλάω για άσχετα. Κατάστρωνα σχέδια σα ναύαρχος. Και ήμουν ! Ήξερα από τώρα όλο το πλήρωμα για το ταξίδι. Αργοναύτες του ανεκπλήρωτου. Λίγοι και καλοί. Οι τέσσερίς μας. Η παρέα μου. Μούτσος η Αγλαΐα.

         Χτύπησε το τηλέφωνο δίπλα μου και με τίναξε. Δεν ήταν τίποτα,  μια αξιοθαύμαστης επιμονής ασφαλίστρια. Της το 'κλεισα. Έπιασα ένα άλλο κλειδί που μου φάνηκε τραχύ στο μάτι. Το πέρασα στη βούρτσα και το σήκωσα κι αυτό. Μια από τα ίδια… η φωτογραφία, ο Μήτσος, η Άννα, η Αγλ… πάλι η Άννα… το ξεμάκρυνα λίγο και έμεινε μόνη εκείνη. Η Άννα μου. Ήταν όμορφη...

       Εκείνο το πρωί, θαρρώ Πέμπτη, τους μάζεψα και πήγαμε στη πόρτα. Η Αγλαϊτσα και η Αννούλα χώρεσαν αμέσως. Ο Τζίμης έμεινε να κοιτάει αποκαρδιωμένος το στενό άνοιγμα. Δεν ήταν αυτό που θα ‘λεγες κομψός !  Έτρωγε ένα τενεκέ πτι μπερ στη καθισιά. Πιάσαμε μαζί και σπρώξαμε μια και δεύτερη και τρίτη.. Τίποτα.  Μαγκωμένη σα Βούδας. Ο  χοντρούλης φιλαράκος έπρεπε να σκαρφαλώσει. Κοίταξε απάνω τις λόγχες, του φάνηκαν σουβλερές, πήρε φόρα και έδωσε άλλη μια την πόρτα. Τσίριξε κάτω το τσιμέντο απ’ το γδάρσιμο. Τώρα χωρούσαμε όλοι. Και μπήκαμε. Μπήκαμε…στη χρυσή αυλή.
     Ψήλωσα θαρρείς εκείνη τη μέρα δυό μέτρα από καμάρι. Ήταν δική μου ανακάλυψη, άρχισα να τους ξεναγώ χωρίς να έχω και μεγάλη ιδέα τι τους δείχνω. Έφτιαχνα αυτοσχέδιες ιστορίες, για την καρέκλα είπα πως καθόταν ένας ανάπηρος ναυτικός και πήρε το ένα πόδι για μπαστούνι, για τη συκιά στο βάθος ότι είχε φυτευτεί μια μέρα που βρήκανε ένα φίδι, για να ξορκίσει τα κακά.. τέτοια τερατολογήματα είπα. Η στέρνα στο βάθος ήταν μια πρύμνη, τα σίδερα απ’ το κλήμα ήταν κατάρτια και οι ασβεστωμένοι τοίχοι ο δικός μας ορίζοντας. Ήμασταν το πλήρωμα.  Άπλωναν τα χέρια τα παιδιά και άρπαζαν ρώγες ξινές και χτυπημένες από τους σπουργίτες. Δεν τους ένοιαζε τίποτε, μόνο να χορτάσουν οι αισθήσεις. Ήταν ένα βασίλειο κι είχε δροσιά. Και γω πανευτυχής οικοδεσπότης σε κατασχεμένο όνειρο. Τι χάρμα…ντυμένη ήταν !
     Μια μαύρη γάτα, θυμάμαι τώρα, έγλυψε την πατούσα του αριστερού ποδιού και μας έριξε μια ματιά ανήσυχη, προειδοποιητική. Ύστερα πήδηξε πίσω από το πεζούλι και χάθηκε. Ο Τζίμης πλησίασε τα σκαλιά ενός δίπατου που λες και είχε βγεί από κέντημα, σε χειροποίητο ταπί της Πόλης. Το σπίτι ήταν σε αποτρόπαιη εγκατάλειψη. Λέγανε στη γειτονιά θρύλους αλλά δε ξέραμε για ποιό. Μετά μάθαμε.. Είχε την ίδια θωριά σε όλες του τις όψεις. Μάρμαρα στρογγυλευμένα, ραγισμένα, κάγκελα σε αποχρώσεις της σκουριάς, ξεχαρβαλωμένα και έωλα, καρφιά με άκρες από σύρματα για άπλωμα, ξεφτισμένα και στραβά, ένα πήλινο μισό γλαστρί κι όλα αυτά να καταλήγουν στο κορμί ενός ερείπιου, ενός σπιτιού που δεν είχε νιώσει ανθρώπου  χάϊδεμα για πόσο… πάντως για πάρα πολύ καιρό. Τα παραθύρια ασφαλισμένα με παντζούρια τάχατες, γιατί έλειπαν οι γρίλιες οι μισές. Έριξαν τα κορίτσια  μέσα δυο ματιές και στρώθηκαν στις σκάλες. Άρχισαν να ρωτούν με όρεξη ερωτήματα που κάνουν τα παιδιά.
    - Λες να έμενε εδώ ο Τρέβλας ο μουγγός ;
- Μην ήτανε των Γερμανών αρχηγείο , τότες που λέει η γιαγιά ;
   - Η γάτα λες να γέννησε στο υπόγειο ;
- Που να κρύβαν το κλειδί οι νοικοκυραίοι ;
  - Λες να ‘χει κανά πιθάρι με ευρώ ;
Ο Τζίμης έριξε μια ανάστροφη στην Άννα. Δραχμές βλαμμένη !
-Βλαμμένη είναι η μάνα σου, κοθώνι .
    Εκεί, τότε, τα δυό παιδιά βρέθηκαν ένα κουβάρι με τα αμπελόφυλλα και τη γη και σήκωσαν σμάρι από σκόνη και ζουζούνια. Ο Τζίμης έβαλε κάτω την Αγλαία σε μια στάση που μας φάνηκε ανάρμοστη γιατί κοκκινίσαμε ούλοι.  Μια σαύρα τότε, αλλαφιασμένη χώθηκε στο πανταλόνι μου και σπαρτάρησε από φόβο. Και γω καθώς πήδηξα απάνω να ξεφύγω έπιασα το χέρι της Άννας και την παρέσυρα όλη τη σκάλα με το κώλο. Φτιάξαμε ένα πανδαιμόνιο και μετά φτιάξαμε μυρωδιές ιδρώτα κι έρωτα που ανομολόγητος καθώς ήταν, μπορούσες ότι θέλεις να τον κάνεις.  Όλα ήταν όμορφα, κατά πως πρέπει σε παιδιά. Τα μαλλιά της γύρω μου, φωνές τάχατες θυμωμένες, αγγίγματα από κείνα που θυμάσαι και ιδρώτες αρώματα. Μείναμε οι τέσσερις ανάσκελα μέσα στη βρωμιά και το φως ανέλαβε να μας εξιλεώσει.  
   Και τότε ο Τζίμης έπιασε τη δύσκολη κουβέντα.
   - Τι θα γίνεις άμα μεγαλώσεις ; Μήπως μηχανικός να φτιάσεις τα σπίτια τούτα τα παλιά να στέκονται γερά  με κόσμο μέσα ; Τι λες Μανιό για αυτή τη δούλεψη ; Αντέχεις να πας πανεπιστήμιο ;
       - Δε το έχω σκεφτεί, μάλλον όχι, είπα κοφτά… ενοχλημένος γιατί δε χόρτασα σκανδαλιές.
      - Άννα εσύ ; επέμεινε ο Μητσάρας.
       - Όχι, δε νομίζω για τόσο βαριά βιβλία, νομίζω πως θα γίνω δασκάλα. Καλύτερα, νηπιαγωγός. Αφού μου αρέσουν τα μωρά. Και οι κιμωλίες.
     - Εγώ θα γίνω κλειδαράς, είπα απότομα.
        Η Άννα με κάρφωσε με ένα επιτιμητικό και αυτάρεσκο μαζί χαμόγελο. Πάντα ξέρεις τι εννοεί ένα αγόρι σα το μυαλό του πάει στις κλειδωνιές. Δεν είπε τίποτε. Μα ήξερα. Κατάλαβα. Ξέραμε τώρα κι οι δυό ότι ..ξέραμε κι οι δυό ! Το χαμόγελό της έγινε τρυφερό. Της άπλωσα το χέρι. Πήγε να το πιάσει, δίστασε, ανήσυχη μη μας βγεί κι όνομα ή μάτι, τίναξε από τη μπλούζα μου ένα κοτσανάκι, με άγγιξε και είπε…
    - Κι άλλη σαύρα νόμισα. Το μάγουλο ήτανε κεράσι.
     Η Αγλαϊτσα τράβηξε προς τη γούρνα και δοκίμασε τη κάνουλα. Δε βγήκε νερό. Ούτε σταγόνα. - Εγώ λέω να γίνω αθλήτρια στο ύψος.
   - Ναι… γουστάρω χοντρά στρώματα. Θα ‘ρχομαι να σε …Μηηηη  ο Μήτσος έφαγε το τσίμπιμά του κι έσκασε στα γέλια. Γελούσε σα γουρουνάκι.
       Κι τότες είπε ξάφνου το όνειρό του.
    - Εγώ θα γίνω τρομοκράτης.
      Έπεσε σιωπή….
    - Αμέ, αυτό θα γίνω. Θα τους τινάξω όλα τα περιπολικά στον αέρα, θα τους κάψω όλα τα δικαστήρια και όλες τις τράπεζες. Δε θα αφήσω τίποτες όρθιο. Τελευταία θα πάω στη βουλή, θα μάσω κι άλλους θυμωμένους και θα χτίσουμε ένα ντουβάρι γύρω γύρω, θα βάλουμε κάγκελα πιο σουβλερά από τούτα, ψηλά, να μείνουν εκεί μέσα ούλοι τους, βουλευτάδες και ψευτρόνια για πάντα. Εκεί να μείνουν να τρώνε τα ρούχα τους και τα καπέλα τους οι τσόγλανοι.
     Ακούστηκε μεγαλύτερος από τα 12 του χρόνια ο Μητσάρας. Δεν κατάλαβα πολύ τότε … μα σκύλιασα. Μ’ έπιασε μια τεράστια ζήλια… τα δυό κορίτσια είχαν κρεμαστεί απ’ τα χείλια του χοντρού.
    - Ίσως να μην εγίνω κλειδαράς, αεροπόρος είναι το άλλο μου… αμόλησα το πυροτέχνημα !
     Η Άννα έκανε δυό σκουντησιές πιο κει και με άφησε μόνο. Ήταν φανερά ενοχλημένη. Σα να την επρόδωσα.
    - Αυτό είστε τα αγόρια… καραγκιόζηδες… πρώτα έχετε ένα όνειρο και σε δυό λεπτά ένα άλλο. Σούφρωσε τα χείλια. Όμορφη ήτανε η άτιμη. 

       Να 'νοίξει η γη να με καταπιεί... την είχα κάνει τη γκάφα. Ποτέ δε ξέρεις τι είναι αυτό που θα στραβώσει ένα θηλυκό και αν σε ενδιαφέρει να μην συμβεί, καλύτερα να σκέφτεσαι τις ατάκες σου. Τα κορίτσια θέλουν πόθο, υπομονή και πιστότητα. Μάθαινα ακόμη. Τώρα ξέρω… Τα κορίτσια μισούν την στροφή, την ταχύτητα και την τραχύτητα. Τρελαίνονται με τη διαδικασία της ήρεμης εμπέδωσης. Πρέπει να τους εκφράζεις τον πόθο σου σε μερίδες, πρέπει να τα περιμένεις να ανταποκριθούν όταν ωριμάσουν, να τα φιλάς μακρόσυρτα, να τα ταξιδεύεις με ρέμπελο στυλ, να τα περπατάς παντού με νηφάλια βήματα χωρίς την πρεμούρα να φτάσεις, να τους μιλάς με υπομονή και να τα πηδάς βίαια. Όλα τα προκαταρτικά στην γυναίκα αφορούν στη ζωή. Στο sex θέλουν σαν φτάσουν να γευθούν το αρσενικό μέσα τους, γρήγορα, απλά, δυνατά και ολοκληρωτικά. Σύντροφος ψυχαναλυτής, εραστής εμπρηστής.

   - Τρο – μο – κρά- της … επέμεινε ο Τζημάκος. Δεν πάει άλλο. Ο μπαμπάς θα μας πεθάνει από στενοχώρια έτσι που τα πάνε τα πράματα. Χάνουμε λέει το σπίτι. Το παίρνουν οι τράπεζες. Και δεν μπορούμε τίποτε να κάνουμε. Είναι και τα δικαστήρια λέει μιλημένα. Αυτό. Τρο – μο – κρά – της.
   - Έχει και σκολειό για δαύτο ; έκανε περιπαικτικά η Αγλαΐτσα.
      - Σκολειό έχει μαθές για όλα. Ακόμη και τις κλειδαρότρυπες  ! είπε η ‘Αννα.
   - Πάμε , έπιασε ζέστη, είπα γω. Η Άννα γέλασε περιπαιχτικά. Κοίταξα καθώς σηκωνόμουν την πόρτα του παλιού σπιτιού και ζύγωσα μια τελευταία φορά με ύφος επιστήμονα. Έσκυψα και μελέτησα τη κλειδωνιά. Η Αννούλα ήρθε κι έγινε : ξανά τρυφερή. Της άρεσε …Οι υποσχέσεις πρέπει να τηρούνται. Δε πειράζει πόσα χρόνια θα περάσουν , πρέπει να τηρούνται. Έσκυψε δίπλα μου και μουρμούρισε με νάζι…
       - Κλειδαράς θα γένεις, και καλός. Θέλω να με ξαναφέρεις εδώ χωρίς τους άλλους. Όταν ανοίξεις αυτή την πόρτα, θέλω να είμαι μπροστά. Ακούς ;

     Την θυμάμαι, σα τώρα, εκείνη να τινάζεται και να τρέχει προς την πόρτα, αφήνοντας πίσω της μια ουρά αρώματα από υποσχέσεις που μου έφτασαν να τραφώ για έξι χρόνια, μέχρι που δοκίμασα τη γεύση της. Μέχρι το 2009. Μέχρι τα δεκάξι μου. Μέχρι τα δεκαπέντε της. Μέχρι την πόρτα του ονείρου. Μέχρι το κλειδί μου να ταιριάξει σε κείνη την πολύτιμη κλειδωνιά. Το κορμί της που ψηλάφισα, που έσφιξα στα δάκτυλα και το αντίδωρο, την ψίχα που δοκίμασα, το μεδούλι της Αννούλας. Ήταν έξι ωραία χρόνια, για να ζεις και να προσμένεις. Νομίζω πως ήταν τα καλύτερα.  
     Τα κλειδιά ήταν εκεί μπροστά μου. Τα αναμέτρησα με το μάτι . Πολλά κλειδιά ζητούν σήμερα οι άνθρωποι. Θέλουν ένα και φτιάχνουν τρία και τέσσερα. Το κλειδί έγινε σημάδι ιδιοκτησίας. Η ιδιοκτησία έγινε σημάδι ισχύος. Η ισχύς έγινε φάρμακο στην απελπισία της μοναξιάς. Η γιαγιάδες μόνες, αλλά σε δικό τους σπίτι. Ο φοιτητής καθένας μόνος του, σε δικό του σπίτι. Τα αυτοκίνητα να περνάνε με έναν μέσα, μόνο του αλλά στο δικό του αμάξι. Οι χωρισμένοι μόνοι τους, άσχημα χωρισμένοι αλλά με μια τραχιά χαρά…ένα μικρό υποτιθέμενο θρίαμβο, την ώρα που ζητήσανε το κλειδί τους πίσω, την θυμούνται. Είναι μια πύρρειος νίκη. Αλλά νίκη. Οι άνθρωποι τώρα δεν επιστρέφουν βέρες. Μόνο παραγγέλνουν άλλα κλειδιά. Η δουλειά πάει καλά, πολύ καλά, αφού οι σχέσεις ολοένα δυσκολεύουν.
      Μάζεψα τα πράματα στο εργαστήρι και κοίταξα το ρολόι. Απόγεμα. Έκανα να κουνηθώ προς το σακάκι και θυμήθηκα το σακατιλίκι μου. Τα τσιγάρα μου ήταν στη μέσα τσέπη. Πήρα το γάντζο και έφτασα το ρούχο. Τράβηξα όξω ένα άφιλτρο και με την πρώτη ρουφηξιά ξανάνιωσα. Έφτυσα νικοτίνη προς την πόρτα. Μολυβένιος ουρανός όξω και τα ποδάρια μου με πέθαιναν. Ας είναι. Όλα γίνονται για κάποιο σκοπό. Απλώθηκα στο καρότσι μου και έπιασα να φτάχνω σχέδια με το γκρι καπνό. Και το μάτι μου έπεσε στη παρτιτούρα.

      Το 2009 μύριζε στην Ελλάς μπαρούτι. Ο κόσμος θυμωμένος και η μαμά ακόμη πιο μπαρουτιασμένη. Ο πατέρας στις απεργίες ρημαγμένος και δεν έβγαζες άκρη αν είναι για καλό. Εγώ στα δεκάξι με το μυαλό στα σκέλια και τα σκέλια χωρίς μυαλό πήγαινα τις παραγγελιές του μαστρο Κώστα του « κλειδιά – χαράξεις στο πι και φι» και τσιμπούσα χαρτζιλίκι για την Αννούλα και τη Μαφάλντα. Ήταν Σαββάτο, που την είδα να μιλάει με έναν μαντραχαλά και θόλωσα. Πέρασα με το ποδήλατο ξυστά και αυτός ο λιμοκοντόρος τρόμαξε, εγώ γέλασα τάχατες και την κοίταξα δολοφονικά. Πήγα φουριόζος τις ταμπέλλες στη κερα Νίκη και το κοψα για την αυλή. Θα την περίμενα για να δω αν μετράει. Αν δεν ερχόταν μέχρι να νυχτώσει… αν δεν… δε ξέρω τι θα έκανα, θα την εκδικούμανα, θα την … μάλλον θα την περίμενα μέχρι να ‘ρθει ! Ξέρω γω ;
      Εκείνη τη μέρα, μέσα στη θολούρα μου ξέκανα την κλειδωνιά του παλιού σπιτιού και έσπρωξα την πόρτα. Το είχαμε δοκιμάσει με τα παιδιά πολλές φορές αλλά ήτανε γραφτό να μπω τότες μόνος. Ήτανε και η υπόσχεση..  Το σαλόνι ήταν γεμάτο έπιπλα σκεπασμένα με σεντόνια και κουρέλια. Μύριζε μούχλα. Πολύ δυνατά. Έκανα λεπτά να συνηθίσω τη σιχαμάρα. Από το φως απάνω κρέμονταν αράχνες που τελειώνανε στο τραπέζι. Μια ομπρελοθήκη χωρίς λόγο, ένας καλόγερος με σπασμένα μπράτσα, ένα κουτί κι ένα μπαούλο σα ξεχασμένα. Μια κάσα άδειες μπύρες. Μια σκούπα δίπλα στην πόρτα. Μερικά βιβλία κίτρινα και λερά. Το πάτωμα σκούρο, σανιδωμένο με εκείνες τις φαρδιές σανίδες, σα τα μαδέρια των καλουπατζήδων. Και είχε ένα αταίριαστο στην ησυχία μαύρο μεγάλο πιάνο. Πλησίασα και δοκίμασα το καπάκι . Με κοίταξαν εκείνα τα πλήκτρα γεμάτα κιτρινίλα και σκόνη, σαν ένα σμάρι πρόσφυγες που ανοίγεις το κοντέϊνερ και φαίνονται κουρασμένοι και ωχροί. Πλησίασα το χέρι με ένα μεγάλο κράτημα. Πάτησα ένα φα, θυμάμαι, ήταν ένα φα που έκανε γεγονότα. Ένα κάτι μικρό πίσω μου έτρεξε να χωθεί και τινάχτηκα, δεν έκαμα έρευνα, ήμουν και λίγο χέστης. Ήταν ένα φα που σήκωσε ένα σμάρι σκόνης και το έμπλεξε με το χρυσό φως που έμπαινε από το σπασμένο παντζούρι. Πετούσαν για ώρα εκεί μπροστά στα έκπληκτα μάτια μου κόκκοι από χώμα, όνειρα και φως και γω ανακάθησα κάτω στα σανίδια να τα παρατηρώ. Αιωρούνταν σαν ένας γαλαξίας με απορίες. Τα κοίταξα σαν εικόνισμα, με προσμονή και δέος, εκείνα τα μαγικά σωματίδια, την αστρόσκονη της χρυσής αυλής, και τα παρακάλεσα να πάνε να μου τη φέρουν. Την Άννα.  Και αυτά επήγανε.

     Είναι μερικές φορές που τα πάντα γύρω είναι σωστά κι εσύ δεν έχεις το χρόνο και το δικαίωμα να λακίσεις. Η στιγμή υπερβαίνει τις αντιστάσεις και η ψυχή σου αναλαμβάνει . Δεν είναι πολλές, αλλά είναι πολύ δυνατές. Σαν τις θυμάσαι και δεν έχεις κοντά μια ρακή ή ένα δυνατό τσιγάρο, τίποτες δε κάμεις. Σα δε κοντοστέκεσαι να τις ξαναβιώσεις με τη καρδιά, κι αφήνεις να σβήσουν, ύστερα η ζωή σου γίνεται ασπρόμαυρη και ο ύπνος σου περιττός.

      Στο άνοιγμα της ξύλινης εξώπορτας το άσπρο της φουστάνι έγινε τούλι από το φως, έγινε τούλι χρυσό που τύλιγε κουφέτα όλα της τα κομμάτια που είχα ονειρευθεί, όλα της τα κομμάτια, δροσιές που ανάπνεα τις νύχτες μου έξι χρόνια. Αποσβολώθηκα. Το φως την ξέντυσε και μου την παρέδωσε αθώα. Αποσβολώθηκε κι εκείνη. Με τα μάτια μου που είδε. Νομίζω ειλικρινά ότι γύρω μας αποσβολώθηκε και το σπίτι. Οι ήχοι απόξω χαμηλώσαν, τα πέντε της βήματα έγιναν αργά με δυνατά τριξίματα των σανιδιών να σιγοντάρουν. Φορούσε στα πόδια της κάτι λαμέ γοβάκια, δεν κατάλαβα ποτές πως φτιάξανε τέτοια τριξίματα τούτα τα ανύπαρκτα υποδήματα σε κείνα τα τραχιά αιωνόβια σανίδια. Πρέπει να ήταν που άκουγα με δύναμη εγώ. Σηκώθηκα και έκανα πως τη κοίταξα αυστηρά. Θιγμένος… Γέλασε. Με ακούμπησε στο μάγουλο και μου άφησε σημάδι. Ακόμη όταν καίγομαι στον ήλιο πρώτα πρώτα κοκκινίζω εκεί.  Δεν θυμάμαι να ειπώθηκαν πράματα. Δεν θυμάμαι να ανέλαβα πρωτοβουλίες. Ούτε και εκείνη θυμόταν μετά. Θυμάμαι ζέστη και πόνο στα σκέλια μου, θυμάμαι ακροδάκτυλα κοριτσίστικα στο σβέρκο μου που ριγούσε, θυμάμαι μια γεύση, μια γεύση ναι, ήταν κάτι σαν καραμέλα o-mamy κεράσι, αλλά πιο μαλακή, λιωμένη σε όλο της το στόμα που έσταζε πόθο, θυμάμαι το άγγιγμα στη ρώγα της, το άγγιγμα που με έκανε χαρούμενο σαν κουτάβι, θυμάμαι να απολογούμαι γιατί γέμισα το παντελόνι μου σπέρμα που δεν άντεχε να περιμένει την ώρα του, θυμάμαι πολύ μεγάλη ντροπή, θυμάμαι που μου έπιασε το κεφάλι με τα δυό χέρια και με τράβηξε να κουρνιάσω μέσα στο λαιμό της, μέσα στα λουσμένα με χαμομήλι μαλλιά της, εκείνο το καταφύγιο ασφάλειας και θαλπωρής που ορκίστηκα τότες να το κάνω ιδιοκτησία. Θυμάμαι σηκώθηκα και πήγα να της φέρω μια αγκαλιά πέταλα από ρόδα. Δε το είχα σχεδιασμένο, τα πέταξα ψηλά να δω που θα σωριαστούν και ένα δυό από κείνα τα άτιμα καθήσανε πάνω στο ροζ της στήθος, σε κείνη τη μεριά που την είχα φιλήσει σα Παναγιά. Τα υπόλοιπα πέσανε στα πλήκτρα του πιάνου κι έγινε μια εικόνα που της ταίριαζε, όλα της ταιριάζανε εκείνη τη μέρα της Άννας, πανάθεμα το χρόνο που δε ξέρει να κοντοστέκεται όσο παρακάλι κι ότι τάμα να του κάνεις. Πανάθεμα. Ιδιοκτησία η Αννούλα δεν έγινε ποτές κανενός. Το μόνο που κατάφερα να αποκτήσω ήταν οι στιγμές, αλώβητες, στο χρόνο και την επεξεργασία της λογικής μου, αλώβητες στο μεγαλείο τους. Η μόνη μου ιδιοκτησία ήταν τα χάδια που της χάρισα και οι ματιές που βύθισα στο κορμί της. Ήμουν μικρός, ευτυχώς.    

       Από εκείνη τη χρονιά άρχισε η επίθεση στην ιδιοκτησία των Ελλήνων της μεσαίας τάξης. Έτσι έλεγε ο πατέρας και από το ύφος του καταλάβαινα ότι δεν μιλάει στον αέρα. Εμείς την βγάλαμε καθαρή μένοντας στο σπιτάκι της γιαγιάς στο Τσινάρι. Του Τζίμη ο πατέρας μετά το σπίτι έβαλε υποθήκη και το μαγαζί με τα μάλλινα. Σε δυό χρόνια ήταν στο δρόμο. Έφυγε θυμωμένος για τη Λειψία να πιάσει δουλειά με κάτι συγγενείς που είχανε προηγηθεί. Δεν ματάκουσα νέα του. Η μάνα του Τζίμη αφέθηκε να ρημάξει. Δε την είδα να γελά σα τις κότες, ήταν το αγαπημένο μου γέλιο στη γειτονιά. Ο δικός μου ο μπαμπάς παράτησε να πληρώνει το ΤΕΒΕ του και έκανε μικρά μεροκάματα στη ζούλα. Τις δουλειές τις κάνανε κοψοχρονιά οι αλλοδαποί. Μεγάλωνε πιο γρήγορα. Γερνούσε ραγδαία. Μάλλον έτσι γίνεται όταν δεν έχεις προκοπή και ελπίδα. Του έφταιγαν όλα, οι Ρωσοπόντιοι που γονάτιζαν στις πεζούλες μας με μια amstel για πρωινό, οι Αρβανίτες που δεν είχαν μάθει να λένε δυο λέξεις ελληνικά τόσα χρόνια, οι γύφτοι, οι Κινέζοι… ήταν έτοιμος να χιμήξει σε όποιον άνοιγε μια κουβέντα για τα φράγκα και την πιάτσα. Ένα αγρίμι σωστό. Πρέπει να πήρα πολλά από αυτά τοις μετρητοίς τότες, η αλλαγή μέσα μου έγινε ύπουλα και μέχρι να πεις κύμινο βολεύτηκα στα στέκια του μετώπου νεολαίας χρυσής αυγής. Εκείνος το πήρε περήφανα, μου έκλεινε πονηρά το μάτι, πρώτη φορά μου έκλεινε συνομωτικά ο μπαμπάς το μάτι, η μάνα μου με έβλεπε συνεχώς θυμωμένο, έβαλα και κάτι σημαίες στο σπίτι, δε μίλησε. Θα πρέπει να την έτρωγε κάτι αλλά προτίμησε να μη σκαλίσει τη φωτιά.

        Πρόσεξα ξάφνου τη στάχτη ένα γύρω στο γραφείο, στο εργαστήρι. Πόση ώρα πέρασε πάλι ; Γιατί χάνομαι έτσι ; Η κάφτρα έφτασε στο χέρι. Έσβησα και φύσηξα να καθαρίσω. Σήκωσα το τηλέφωνο και σχημάτισα το νούμερο του Τζίμη. Έπρεπε να ‘ρθει κάποιος να με κατεβάσει τα σκαλιά, το υπόλοιπο μέχρι το σπίτι της μάνας μου το κατάφερνα. Τα χέρια μου όλο και δυναμώναν.    
      -Έλα , αδελφέ. Το μεροκάματο over. Θα με ξεκουνήσεις ή να κοιμηθώ στο όχημα ;
     - Έρχομαι Μανώλη. Κάνε ένα τσιγάρο, πέντε λεπτά.
     Έπιασα τον αναπτήρα και όπως τον άναψα στο σούρουπο μια εικόνα όρμισε στο κεφάλι μου σα βιαστής. Ένα μπουκάλι, ένα βρεμένο στουπί στο λαιμό, ένας σβηστός αναπτήρας, μια αναμμένη οργή…

     Φλεβάρης 2012. Ο Μαστροκώστας με είχε σχολάσει, είχε περιμαζέψει έναν Αλβανό και ήτανε λέει πιο ήσυχος. Εγώ λύσαξα. Πήγα στη πορεία με τα νταγλάρια.  Σούρουπο στην Αγγελάκη, σκοτάδι και καπνός που πονάει μέχρι την ψυχή.  Κραυγές. 12 του μήνα στην άσφαλτο και παντού στη χώρα ο κοσμάκης σε αναβρασμό. Οι αγωνιστές γύρω μου φορτωμένοι λοστούς και πέτρες. Φώναζα σαν αγρίμι. Έξω οι ξένοι απ’ την Ελλάδα. Αλήτες προδότες πολιτικοί. Φάγαμε μια γιούχα από ένα τσούρμο, κάποιος φώναξε φωτιά στους Κνιτες και ορμήσαμε, μπουλούκι άναρχο, κλωτσούσα με λύσσα ότι κείτονταν κάτω, κλαίγαμε σα νιάνιαρα απ’ τα καπνογόνα,  μετά μια φωτιά, χάθηκε το φως, εγώ τραβολογούσα ένα χοντρό που ήταν με κόκκινο φουλάρι, τον εστρίμωξα και τον σαπίσαμε στο ξύλο, σα μοσχάρι που το έσφαζαν τσίριζε, δεν κοίταζα πίσω, περάσαν ζητάδες, έξι μοτοσυκλέτες μαζί, πέσανε πέτρες βροχή, μια μηχανή σωριάστηκε, μια στιγμή, ένας αιώνας, σερνόταν κατά πάνω μας, άσφαλτος βρωμερή από λάδια βενζίνες και αίμα, μετά ένας γδούπος, πριν κλείσω πρόλαβα να δω, τα δυό μου πόδια τσακισμένα στο πεζούλι και το μπάτσο να σκώνεται, το παιδί  που δέρναμε , μια μάζα αίμα, του βγάλανε την κάσκα και ήταν νομίζω γνωστός, με φώναξε με μια φωνή ξέπνοη, μαλάκα Μανιό, γαμώ τη φάρα σου ρε φασίστα, γαμώ την φάρα σου μη κουνιέσαι φίλε, θα φέρουν βοήθεια, με κράτησε καθώς λιποθυμούσα και έσπρωχνε τους άλλους Κνίτες που ερχόταν με άγριες διαθέσεις, αδελφός, αδελφός, αλάργα, ο Τζιμάκος, με ένα δόντι κι ένα μάτι κομμάτια, κόκκινο το φουλάρι, κόκκινο το πουκάμισο, κόκκινο παντού, μετά μαύρο.

     - Έλα φασιστόμουτρο, ώρα για τουρισμό. Πως πάει το πόδι ; με ξύπνησε ο Τζίμης. 
- Καλώς τον Τρότσκι. Θα με πάρεις από εδώ καμιά ώρα ;
    -  Στράτα, στρατούλα... είσαι για καμιά πορεία ; Έχουμε ανάγκη από ασπίδες για τους μπάτσους. Ένας χρυσαυγίτης ασπίδα για έναν χρυσαυλίτη. Πως τα φέρνει η πουτάνα...
- Άντε ρε πηδήξου. Πως πήγε χθες το μάθημα ;
    -  Έγραψα. Ότι έγραψα. Τέσσερα ξενύχτια για 4 εκατομμύρια αστεροειδείς.
- Δε πουλάς κανά κουλούρι λέω εγώ... να μάσεις λεφτά για καμιά μπομπονιέρα ;
    -  Μέχρι να της μιλήσεις εσύ ρε μαλάκα θα είμαι στη NASA. Κότα... έ κότα.
- Αφού περιμένω να σηκωθώ όρθιος. Με τον πόνο μου παίζεις ; Ένα εξαμηνάκι φυσιοθεραπείες και τέλος. Πρώτα ο θεός, δηλαδής.
    - Τις γυναίκες που αξίζουν τις ζητάς καθιστός. Και της ζητάς στην ώρα τους.
 - Έλα σκάσε και πάρε τσιγάρο. Άναψέ το μόνος σου. Εγώ με τη φωτιά δε ξαναπαίζω.
 
    .. υπάρχω , εικοσάρης, φυτό, υπάρχω με έναν ιδιότυπο τρόπο, επειδή ακόμη σκέφτομαι, σκέφτομαι το μέλλον που θα αδράξω, σκέφτομαι ότι θα μπορέσω να ξεχάσω, σκέφτομαι ότι άλλες στιγμές θα γίνουν μνήμες για έναν μελλοντικό Μανώλη, την Άννα, τη χρυσή αυλή, το Τζίμη και την Αγλαϊα, κάθε αναθεματισμένη λεπτομέρεια που με οδήγησε εδώ, καθηλωμένο σε αυτή τη ρημαδιασμένη σιδερένια καρέκλα τερατούργημα και με τα χέρια μου μες τη λίγδα από τον τόρνο και τις κλειδωνιές, σκέφτομαι… είχαμε μια αυτοκτονική τάση σα λαός από τότε, δεν ξέραμε που να τραβήξουμε μια γραμμή. Εκείνη τη γραμμή που πάντα ξεχνάει ο Έλληνας, την ως εδώ και μη παρέκει. Το μάτι μου προσπάθησε να μη πέσει στο βιβλίο που με κορόϊδευε κάθε πρωί απέναντι στο ράφι. «Είναι ο καπιταλισμός ηλίθιε …». Ένα εικοσάευρω ήταν κρεμασμένο σα πτώμα απέναντι να το θυμάμαι και να το μουτζώνω. Αύριο θα πληρωθώ σε δραχμές τα 60 κλειδιά της πολυκατοικίας και θα κάνω τα κουμάντα μου. Θα πάρω ένα δακτυλίδι και θα μαζέψω δύναμη να της μιλήσω. 
     Σκεφτομαι να της μιλήσω, άρα υπάρχω.