Δευτέρα, Ιουλίου 23

τα χθεσινά


Μάτια λάθρα, μισάνοιχτα, μελετούν τη σκιά σου στο όριο, στον τοίχο πες εσύ, αφού σου αρέσει τόσο η αργκό της πόλης. Κάθε πρωί που ανοίγω, πρώτα βλέπω την πλάτη σου, συνήθισα, δε μου κάνει εντύπωση. Ένα λυσσασμένο ψηφιακό ρολόι με τσιτώνει, έχω λίγη ώρα, για τα δέοντα. Σε ενοχλώ για να γυρίσεις, όχι να με δεις, αλλά να ξεπιαστείς από την εμμονή σου να αμύνεσαι στην ύλη μου που χύνεται σαν άμμος τις νύχτες. Το σώμα μου, αυτό το πλαδαρό σκεύος, δεν ενοχλεί το μυαλό μου σε τούτη τη στάση. Αισθάνομαι κάπως ελαφρύς. Δεν υπάρχουν αποσπάσεις γενικώς. Κάτω από το σφραγισμένο κούφωμα η πόλη ήδη ωρύεται. Είναι απ’ όξω. Μπορώ και ακούω τις εκπνοές σου. Η μυρουδιά τους έχει μια αποφορά δυσαρέσκειας για ότι συνέβη πριν σε πάρει ο ύπνος. Για αυτό πλένουμε τα δόντια το πρωί , έτσι δεν είναι ; Μια ηλίθια ελπίδα ότι σήμερα το βράδυ όλα θα μυρίζουν αλλιώς. Ποιος νοιάζεται για την υγιεινή, είναι τόσο μακροπρόθεσμη η επιβράβευση μιας τέτοιας πρόβλεψης.  Γυρίζω κι εγώ την πλάτη για να αποκαταστήσω την δικαιοσύνη στη σχέση μας. Τώρα υπάρχει ισορροπία. Μια ησυχία ανάμεσά μας που εξηγεί τις αιτίες. Κάπως σε μισώ.
       Γιατί κοιμάσαι δίπλα μου ; Ξύπνα. Χρειάζεσαι κάποιον που θα σε περιμένει με ένα χαμόγελο κόκκινο σα τριαντάφυλλο. Αυτή δεν ήταν η συμφωνία σου με τη ζωή ; Ξύπνα κι άπλωσε τα χέρια, να τα κάμεις φτερά, μήπως σε πάρει ο αέρας της αυγής, ο μόνος που ξεφυσάει ευχάριστα τελευταία, να σε πάρει και σένα και το κουτί με τις ανεκπλήρωτες δεσμεύσεις σου και να ενωθείτε με τα χελιδόνια που φεύγουν όταν πιάνει τέτοιο κρύο. Έχει κρύο έτσι δεν είναι ; Θες να φύγεις , έτσι δεν είναι ; Αισθάνεσαι μια αδιόρατη συγγένεια με τα χελιδόνια, έτσι δεν είναι ; ε, άμε.. ! Θα σε περιμένω την άλλη άνοιξη, όταν το ημερολόγιό Σου κλείσει κύκλο. Κάπως θα σε ποθώ.
      Σαλεύεις, κρατώ την ανάσα μου. Δε θέλω να με δεις τώρα. Όχι έτσι. Θέλω πρώτα να ανασύρω όσα μας ενώνουν. Χρειάζεται μια προετοιμασία και έχω ελάχιστο χρόνο. Πιέζω το μυαλό μου. Μας θυμάμαι να βουτάμε στο όνειρο, μια θάλασσα εικόνες γενετήσιας ορμής ενδεδυμένης καλούς τρόπους και κλισέ που αποθεώνουν οι προηγούμενοι. Κι εγώ έχω αυτήν την ετυμηγορία που δε μ’ αφήνει να χαλαρώσω. Ξέρω πώς να μη πεθαίνει στα χέρια σου μια σχέση. Τη σκοτώνεις όταν βρωμίσει σαν χθεσινή πεπονόφλουδα στο νεροχύτη. Ή την ταριχεύεις όσο ακόμη έχει τους χυμούς της. Όσοι χαμογελούν στις εκκλησιές μπορούν να σου δώσουν οδηγίες. Δε ξέρω να ταριχεύω εγώ, κάπως το ξέχασα.
       Σέρνομαι έξω. Πετώ τις χθεσινές φλούδες και βράζω δυο γαλλικούς χωρίς γάλα, πικρούς όπως τους γέννησε η μάνα τους. Βράζω. Και το ζουμί μου δεν είναι νεροζούμι. Ανοίγω  παράθυρα στη σάλα. Περπατώ και κάνω θορύβους με τα μέλη μου. Τα κόκαλά μου ακούγονται σα παπούτσια γεμάτα χαλίκια. Η σκύλα με αντιλαμβάνεται. Ως ευκαιρία... Τινάζεται σχετικώς ενθουσιασμένη και εκβιάζει την προσοχή μου. Σέρνει, με χαμόγελο που είναι αυθόρμητο, σπάνιο πράγμα, δικαιολογεί όλη την σχιζοφρένεια που συνοδεύει την συμβίωση με ένα δυστυχισμένο αγρίμι. Αγαπιόμαστε. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία. Οι ανάγκες μας, έτσι όπως έχουν μεταλλαχθεί , συγκλίνουν. Εγώ θέλω την μητρότητά της και εκείνη ένα κουτάβι. Κάπως ταιριάζουμε.
      Αρχίζω να προξενώ θορύβους. Είναι η συμφωνία μας να μη φεύγω μουλωχτός το πρωί. Δεν είναι πρέπον. Σαλεύεις με στρογγυλευμένη δυσαρέσκεια. Πλησιάζω στην πόρτα σου για να δω. Είσαι έτοιμη. Γλιστράω στο στρώμα και χώνομαι να ταιριάξω στο κορμί σου που καίει. Σου μυρίζει καφές, ακούς τον σκύλο να πλησιάζει, πιάνεις το χέρι μου και το τυλίγεις γύρω να γίνει στοργή. Όλα, κάπως, βαίνουν καλώς .   
      Γυρίζεις μαλακά και με αφήνεις να μυρίσω τον κόρφο σου. Είναι λιμάνι σαν τότε. Για μια στιγμή με πιάνει. Ξεχνάω εύκολα. Ανασαίνω και μετά βγάζω ένα μούγκρισμα που είναι γεμάτο σκέψεις. Αδειάζω. Είμαι έτοιμος να παραδοθώ στη μέρα. Είμαι έτοιμος σα φρέσκια σελίδα σε ταλαιπωρημένη γραφομηχανή. Δεν έχει σημασία που οι άκρες μου είναι λίγο τσακισμένες. Σημασία έχει που είμαι λευκός. Είμαι διαθέσιμος και αθώος, είμαι παρθένος, είμαι διατεθειμένος , είμαι ώριμος καρπός, χώμα οργωμένο και πρόθυμο να δοκιμάσει ξανά. Κάπως σε λατρεύω.
      - Καλημέρα μωρό μου .
- Καλημέρα.
     - Τέλειωσε το ψωμί του τοστ.
-  Έχει στην κατάψυξη.
     - Αφήνω ανοιχτά στο σκύλο.
- Τι φόρεσες ;
     - Τα … χθεσινά
       Μερικά βήματα με το μυαλό σεισμική ζώνη. Είναι η ρωγμές της προσαρμογής. Για μερικά βήματα οι κινήσεις των μελών είναι ασύμβατες με τις ορμές. Δε θέλω να φύγω. Θέλω να πέσω πάνω σου. Να τυλιχθούμε. Να μυρίσω με όλο μου το κορμί τον κόρφο σου το ζωογόνο, να ταξιδέψω τα ακροδάχτυλα στο σχήμα σου, στους γοφούς σου και το τρίχωμά σου που έχει μια γεύση Αιγαίου, να σου ψιθυρίσω μια συνομωσία πίσω από το δεξί αυτί, ανασηκώνοντας το μαλλί σου και σπέρνοντας ρίγος στο χνούδι μας. Κάπως το καταπνίγω. 
      Τα χθεσινά μου φέρνουν μια υπόνοια μπαγιατίλας. Τη συγχωρώ. Πάλι. Είναι θέμα προσαρμογής. Με συνεφέρνουν. Διεκπεραιώνω λοιπόν τις υπόλοιπες κινήσεις και απομακρύνομαι από το καταφύγιο. Είναι εδώ μια μέρα που πρέπει να κυλήσει. Το ασανσέρ δε διαμαρτύρεται. Ο κουλουράς δεν βλαστημάει. Ένας ισχνός στωικός συμβασιούχος σαρώνει τις διαβάσεις για να περάσω αλώβητος. Ποιος είμαι εγώ που θα επαναστατήσω ; Κάπως ανασυγκροτούμαι.
       Στρίβω για τη στάση του πέντε. Το λαμαρινένιο κουτί φρενάρει γεμάτο . Οι υποψήφιοι συρρέουν σα χελιδόνια στη φωλιά τους, κοιτώντας τα ρολόγια τους με έντρομο ύφος. Μέσα σε μια θάλασσα υπερβολικά αρωματισμένων κορμιών ακούω μουρμουρητά , υποσχέσεις να απευθύνονται σε μικροσκοπικές συσκευές. Μια ανάρμοστη ησυχία αν σκεφτείς ότι δεκάδες ψυχές προσπαθούν να τσιρίξουν. Με δυσκολία ξεχωρίζω ένα δυο που φαίνεται να έχουν τον έλεγχο.  Oι σελίδες γυρίζουν στην πόλη, χωρίς τάξη, σαν ενός περιοδικού ξεχασμένου στην άμμο. Το μόνο που λήγει σε τρεις μέρες είναι το γάλα. Τα μεγάλα σχέδια και τα συναισθήματα είναι παστεριωμένα. Μπορούν να περιμένουν, θέλουν μια ελαφριά ψύξη και μια αδιόρατη υπόσχεση. Την ίδια υπόσχεση που σου ψελλίζει ένα μπουμπούκι στην κατάψυξη. Ότι αν το ξαναβάλεις στο χώμα και πιει βροχή και αναπνεύσει αέρα θα μεταμορφωθεί. Σε ένα κορμί που μπορεί να μην ευωδιάζει αλλά σίγουρα, κάπως, θα θυμίζει τριαντάφυλλο.
        
     
     

2 σχόλια:

  1. για το διαγωνισμό διηγήματος : γράψε 1000 λέξεις περιλαμβάνοντας τις εξης ένδεκα ..κουτί, χελιδόνι, ρολόϊ, θάλασσα, ησυχία, σελίδα, άμμος, γάλα, χώμα, αέρας, τριαντάφυλλο.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Κάπως έτσι τα Σάββατα, Δευτέρες μοιάζουν... Μου άρεσε η σκληρή αντίφαση ανάμεσα στη μυρωδιά της επιθυμίας και την έλλειψη του τοστ. Οι κινήσεις από το υπνοδωμάτιο στην κουζίνα, η μπαγιατίλα της βραδιάς που πέρασε, η ανάσα της πόλης που ξυπνάει. Ζωντανές, σκληρές και τρυφερές εικόνες ταυτόχρονα. Σύμβαση και μικρά όνειρα μπλεγμένα. Ένας αστός που ασφυκτιά και αποδέχεται. Περικλής νηφάλιος και πικρός. Ωραία πρόταση για μια μικρή αναμέτρηση σε λευκές σελίδες

    ΑπάντησηΔιαγραφή

εντυπώσεις ;