Σάββατο, Απριλίου 22

η αναβολή της χαράς

   πάρε το ηλιοβασίλεμα σπίτι σου για να το βλέπεις με την ησυχία σου, αποθήκευσε το αγαπημένο σου πρόγραμμα τώρα, με τη βοήθεια της εφαρμογής joydelay.com , κράτησε τα χαρούμενά σου σερβίτσια στο ντουλάπι για ένα επίσημο τραπέζι, μη τηλεφωνάς στον αδελφό σου αν δεν είναι η γιορτή του.
    Ψάξε το κινητό σου, πέφτει ένα αστέρι. Μην επιστρέφεις ένα βλέμμα φλέρτ, πήγαινε πρώτα να το σκεφτείς, μην απαντάς στις προσβολές, πήγαινε πρώτα να τις χωνέψεις.
    Να κρατιέσαι στο σεξ, δε λέει να δείξεις την απόλαυσή σου, τόσο γρήγορα, μη τρως το παγωτό σου πριν να στρίψεις στο στενό, δε κάνει να σε βλέπουνε πασαλειμένο, μη βγάζεις τα παπούτσια σου στην παραλία, μη φιλιέσαι δημόσια, περίμενε.
    Ότι μπορείς να αναβάλεις σήμερα μη το αφήνεις να ο αναβάλεις αύριο. Γίνε master της αναβολής. Έτσι θα ταιριάξεις με το μότο της εξέλιξης. Πρόσφερε τώρα και περίμενε να απολαύσεις στο φινάλε.
Όλο το εργασιακό, ασφαλιστικό και κοινωνικό μοντέλο εδράζεται στους υπομονετικούς ανθρώπους
    Μην αφήνεις το παιδί σου να παίξει, πρέπει να γίνει ο πρώτος των πρώτων. Μην παρκάρεις εδώ & τώρα, μπορεί να έχει κάτω από το σπίτι σου, μην αγοράζεις το τέλειο φουλάρι, μπορεί να πετύχεις ένα τελειοτελειότερο. Και παρατήρησε τον κόσμο στη φωτογραφία. Κοίτα μια αφελέστατη γιαγιάκα...
    Κράτησε το καλύτερο για το τέλος. Κράτησε το καλύτερο για έπειτα... Όταν θα έλθει η ώρα , ποιός τη χάρη σου. Πάτησε πάνω στον σύνδεσμο joydelay.com για να εισπράξεις.

    ΠΡΟΒΛΗΜΑ ΣΕΛΙΔΑΣ, ΔΕ ΒΡΕΘΗΚΕ Ο ΔΙΑΚΟΜΙΣΤΗΣ ΤΗΣ ΧΑΡΑΣ

Παρασκευή, Απριλίου 21

το σύνδρομο του κρεμοσάπουνου

  Σου έχει τύχει ;  Πατάς κανονικά τη βιλανόβα σου, τραβάς το κάτω χέρι, η σταγόνα το σαπούνι παραμένει ελάχιστο χρόνο κρεμασμένη χωρίς να πέσει και μόλις αποτραβιέσαι ... πέφτει στο νεροχύτη... γαμώτι !
   Αυτό εγώ το αποκαλώ, το σύνδρομο του κρεμοσάπουνου. Είναι τραγικό πόσες φορές χάνουμε ένα θρίαμβο, επειδή αρνηθήκαμε λίγη ακόμη, ελάχιστη επιμονή στο στόχο μας.
Μιλάμε για μερικά δεύτερα, όχι τίποτας μακρύ...

   Πες ότι κυνηγάς μια γυναίκα. Τρως απο βραδύς μια ήττα, ένα ξενέρωμα και από τσατίλα αποτραβιέσαι. Με βάση τη θεωρία του κρεμοσάπουνου, την επόμενη μέρα, πρωί πρωί θα έπεφτε στην αγκαλιά σου. Άσε στο κρεβάτι... σταματάς να κρατιέσαι, αφήνεσαι, ενώ η άλλη ήταν έτοιμη σε δυό δεύτερα να προσποιηθεί οργασμό.
   Πες ότι διαπραγματεύεσαι με την τεχνική του "ποιός θα κολώσει πρώτος". Εσύ λες θα την κάνω όλη την ΟΝΕ λαμπόγυαλο και αυτοί λένε θα σε πετάξουμε όξω. Τελευταίο βράδυ, δεκαεφτά ώρες κλεισμένος σε ένα δωμάτιο που σε προσβάλλουν, κολώνεις και υπογράφεις μνημόνιο. Με βάση τη θεωρία του κρεμοσάπουνου την άλλη μέρα το πρωί θα έπαιρνες διαγραφή του χρέους. Τώρα θα δεις τον Μελανσόν. Αλλά και στα καθημερινά...
   Πες ότι θέλεις να μάθεις το γιό σου να συμμαζεύει το αχούρι του. Μπαίνεις την τρίτη μέρα και το δωμάτιο ζέχνει. Κάθεσαι και μαζεύεις κάλτσες με το κιλό και μετά τρως τραχανά και κάτι σου 'ρχεται αναγούλα. Με βάση τη θεωρία του κρεμοσάπουνου την άλλη μέρα το πρωί θα έβρισκες το δωμάτιο μπουτίκ, γιατί εκείνος, ο λεβέντης σου, ο τσολιάς σου,  λειτουργεί καλύτερα τη νύχτα.
   Και δες τώρα : 
   Πες ότι ήσουνε η μάνα του Αλέξη και ότι του τα είχες μάθει όλα αυτά από μικρός... Ο Τσίπρας θα συμμάζευε το δωμάτιό του και μη έχοντας αυτή τη γοητεία του "μποέμ" με τη βρόμικη κάλτσα, θα έριχνε μια γκόμενα του Αρσάκειου οπότε θα ήτανε αρχηγός της ΝΔ σήμερα, γιατί χαμένο δε θα πήγαινε τέτοιο παληκάρι και όλο αυτό το μπάχαλο θα ήταν πιο αξιοπρεπές. Πάλι μπάχαλο, αλλά στο πιο σουλουπωμένο.
   Βασικά : 
   Δεν υπάρχει σύνδρομο του κρεμοσάπουνου, αυτά τα γράφω έτσι, όταν, που και πού πλένομαι με σκέτο νερό, σιγοβρίζοντας το βαρύθυμο σαπούνι και καθαρίζω το νεροχύτη με χαρτί υγείας. Βρίζω και γω, τι να κάνω...
   Της μάνας του, που λες, του Αλέξη, τα λαθάκια, πρώτα πρώτα μου 'ρχονται στο νου.   

Κυριακή, Απριλίου 16

ο ήχος των πραγμάτων όταν σκάνε



    Ορεινούς δρόμους, με χαλίκια πέτρες ή και βράχια ολάκερα που ‘χουν μόλις σταματήσει να κατρακυλούν, διασχίζεις συχνά στη Χίο. Είναι ένα νησί ανάγλυφο. Βλέπεις τα μαντάτα των κατολισθήσεων, μα, ρίσκο δε τα θεωρείς. Έτσι δεν είναι ;  Ποντάρεις στην αναβολή, της επόμενης κατολίσθησης, έως ότου εσύ περάσεις. Ας πούμε ,την απεύχεσαι. Ακόμη πιο έντονα το δένεις κόμπο, εάν έχεις κάποτε παραβρεθεί, σε ένα τέτοιο βραχοκύλισμα. Μπορεί αυτό να σου συμβεί δυο φορές ; Και τρείς ;
    Όμως, μπορεί !

    Συνέβη στη Μαρκέλλα. Η Μαρκέλλα που λες, έχασε αφελώς στα είκοσι τρία τον πρώτο της μεγάλο έρωτα. Με κατεβασμένα χέρια. Μέχρι να δει τη μουρνταριά να έρχεται ο κανακάρης είχε κι άλλη νύφη γκαστρωμένη… Οι νεαρές γυναίκες του Αιγαίου γενικώς, δεν είναι διπλωμάτισσες.  Ετούτη εδώ τη Χιώτισσα ; ..την έλεγες αγροίκο. Αν είναι κάτι τις γερά φυτρωμένο, θα δέσει και θα δώσει, αλλιώς μη σώσει. Τα ‘λεγε η γιαγιά της : Έτσι δεν κάνει την επιλογή και η φύση ; Και η μικρή το ‘χε ρουφήξει το νόημα και το 'σπερνε στις κολλητές, ωσότου έγινε απόφθεγμα. Σκυψίματα θωρώ πολλά και από καρβέλι σπόρια… Εκείνες τάχατες γελούσανε, μα σκύβαν το κεφάλι. Θέλανε να ΄ναι πάντοτε ζευγαρωμένες, ήταν γιατρικό στου νησιού τον χειμωνιάτικο εγκλεισμό. Μέσα τους όλες ξέρανε… Είχανε φάει, λίγο ως πολύ, ούλες από μία κατολίσθηση.


    Η δεύτερή της Μαρκέλλας την βρήκε σε άλλη φάση. Στα τριάντα. Στην κοιλιά της μεγάλωνε τον σπόρο του Σιδέρη. Η σχέση εξάλλου φαίνουνταν γερή, με λίγα μελανά σημάδια, κι ασθενέστερα. Η Μαρκέλλα έσκυψε πάνω στο επερχόμενο γεγονός, τη γέννα της,  με την μονομανία που δείχνουν όλες οι Ελληνίδες. Ιδιαιτέρως εκείνες που το ρολόι τους έχει λιγάκι μείνει πίσω. Δεν την περίμενε όμως μια τέτοια αντίδραση, όχι από μέρους του άντρα κι όχι τόσο αμέσως. Ένταση απλώθηκε το σπίτι, σαν μαστίχα χυμένη στα πατώματα, μετά τον πρώτο υπέρηχο. Παρ' όλο που το έμβρυο φαινόταν υγειές ο άλλος τρελάθηκε. Γρήγορα αναγκάστηκε να κοιτά κρυφά το υλικό, σκιρτήματα ζωής της μπέμπας σε ταινία. Της άρεζε να ακούει το ξέφρενο ρυθμό των κτύπων της καρδούλας που στέριωνε μέσα της, προστατευμένη και μαγική, σα μεγάλο μυστικό στον πύργο μιας παλιάς καστροπολιτείας.  Δεν άκουσε λοιπόν εγκαίρως τ’ άλλα... τα παρατράγουδα .

    Ο Σιδέρης άρχισε να σέρνει έξω ως τα ξημερώματα, ολοένα και συχνότερα, με ολοένα και πιο άτσαλες δικαιολογίες. Και όταν φουσκώσαν τα νερά στο νού της, τα “είδε όλα” και φωτίστηκε :  

  - Μπορεί να γίνει κατολίσθηση και δυο φορές εμπρός στο ίδιο άτομο ;  Αμέέέ… Μπορεί, συμβαίνει τώρα εμπρός στα μάτια σου, καλή μου, απάντησε μονάχη. Μην τον είδατε !

     Μεγάλη Πέμπτη. Μέρα προσευχής. Εκείνος άφαντος. Τέσσερις η ώρα. Η Μαρκέλλα ένα θεριό… Να λείψει τώρα κι όλη νύχτα, πήγαινε πολύ. Από το απόγευμα τον παρατήραγε. Βγήκε στη γειτονιά τάχατις για μικροψώνια, σκάλισε το αμάξι και το μηχανάκι, έκανε νευρικές δουλειές, ωσότου εξαφανίστηκε. Δε πήρε ρούχα μόρτικα, αλλά είχε έναν οίστρο που η Μαρκέλλα, μήνες να τον δει. Και η Μαρκέλλα τώρα πλέον δεν είχε άλλο απόθεμα ηρεμίας.  

   Άρχισε λοιπόν ανάποδα να ανασύρει μέρες με τα γεγονότα. Τις ματιές που αντάλλαζε στην αγορά, την αφηρημάδα του, τις βιαστικές του απαντήσεις, τα τηλεφωνήματα έξω από το σπίτι, στην αυλή. Συνέχεια στην αυλή.

   - Είσαι ηλίθια… έβγαλε την ετυμηγορία…  Σήκω και κάνε κάτι. Φεύγει !

   Έψαξε στα ρούχα του τεκμήρια, δε βρήκε. Μπήκε στον κοινό τους υπολογιστή, έψαξε το ιστορικό, δυό τσόντες , σάχλες με τους φίλους του, τίποτες μεγάλο. Πήγε ξανά στα ρούχα, έπιασε και τα μύρισε , κυλώντας λίγο χαμηλότερα σε αυτοεκτίμηση, χωρίς να βγάλει άκρη. Δεν την ένοιαζε τώρα αν θα πέσει χαμηλά.

  - Είσαι ηλίθια…Μαρκέλλα, κάνε κάτι. Πήγε να ντυθεί, μετάνιωσε. Βγήκε, μπήκε.

    Πέρασε από τον καθρέφτη. Ούτε που κοιτάχτηκε. Εντάξει… Μια ματιά… Ένα σακί πατάτες θα ‘χε πιο καλή κορμοστασιά !  

     Τσαντίστηκε. Έπιασε πάλι να «σουλουπωθεί» για το μικρό ενδεχόμενο, ο καμαρωτός να σκάσει μύτη. Έφτιαξε ένα ουίσκι και το κατέβασε με μιάς. Πήγε προς το μπάνιο, ξαναγύρισε και κοίταξε το μπουκάλι. Είπε όχι στο …δεύτερο αλκοόλ. Ανέβηκε λίγο τώρα σε αυτοεκτίμηση. Στο ποτήρι μείνανε τα τρία παγάκια στο αρχικό τους σχήμα, μόνο ελαφρώς πιο ωχρά, εξαιτίας μιας σύντομης συνεύρεσης με το οινόπνεμα. Ότι απομένει από μια πάτα κιούτα αρπαχτή…  Ο άλλος γίνεται καπνός κι εσύ αλαφρώς πιο ωχρή.

  -  Ειδύλλια on the rocks. Ειδικότητα : Μαρκέλλα, χλεύασε...Γύρισε το ποτήρι και άφησε τους πάγους να κατολισθήσουν. Ακούστηκαν εκείνοι οι κροταλιστοί οι ήχοι. Η τρίτη μου, βραχοριξιά,  σκέφτηκε. Ποτέ μη λες ποτέ. Τα κοίταε… Τα παγάκια διέγραψαν τροχιές στο πάτωμα, αφήνοντας τα ίδια ίχνη με τα σαλιγκάρια, μονάχα, γρήγορες, πολύ πιο γρήγορες . Από κείνες που τις κυνηγάς χωρίς το χρόνο να αντιδράσεις. Σταμάτησαν στο πάτωμα, στις τρεις γωνίες. Να δούμε που θα σταματήσουμε του λόγου μας… είπε και δάκρυσε.

      - Είμαστε βότσαλα γαμώτο, φώναζε, βγάζοντας τα ρούχα της με βίαιες, άγαρμπες κινήσεις. Είμαστε μαύρα βόλια σε μία παραλία. Ονομαστή για τα μοναδικά της βότσαλα, αλλά απέραντη. Κόσμος, περαστικός ή μόνιμος, τα ψαχουλεύει και τα ξεδιαλέγει. Υπάρχουν βόλια που δεν είναι η πρώτη επιλογή. Μα την αλήθεια, μια χαρά βότσαλα είναι, αλλά δεν είν' ξεχωριστά. Δεν έχουν ολοστρόγγυλο το σχήμα, δεν έχουν κανέναν ειδικό συμβολισμό, στις σκιές και τις νευρώσεις, ούτε αλαβάστρινη θωριά, είναι απλώς βότσαλα μια χαρά. Κανένας κερατάς δε τα σηκώνει πρώτα πρώτα, γέλασε πικρά. Είναι στην κατηγορία AK “άτυχα κοινά”.

       Η Μαρκέλλα είχε πάντοτε επίγνωση ότι δεν είναι δα και το ομορφότερο το βότσαλο στην πιάτσα. Πίστευε όμως στις γλύκες τις μικρές και τις ιδιαίτερες που χάριζε η φύση. Είχε ακμές και ενθουσιασμό. Και δίνονταν. Ήταν καλό πακέτο, απολάμβανε εξάλλου αρκετές φιλοφρονήσεις από τους αρσενικούς ΑΚ.

    - Δίνεσαι γαμώτο σου, είπε. Κοιτάχτηκε γυμνή στην πόρτα της ντουζιέρας. Η κοιλιά της αποδείκνυε ότι δινόταν υπερβολικά. Δίνεσαι και να το αποτέλεσμα. Είσαι μια εύπιστη βλακέντια ομορφούλα ΑΚ. Και φουσκώνεις…

     - Λοιπόν. Δεσποινίς Μαυροκορδάτου, ΑΚ τέταρτης γενιάς, βελτιωμένης, θα γενείς η πρώτη στο περήφανο το σόϊ , που θα μεγαλώσει ένα μωράκι μοναχή της. Να πάρεις να τα πεις στη μάνα, να της φτιάξεις το Αθηναϊκό της το ΣΚ.  Η ΑΚ κόρη σου φουσκώνει μοναχή της. Δεν είχε χαλινάρι το βρακί της. Ένα ταράκουλο δε γίνεται, να το επάθει, μπορεί να χάσει κανά δυο παρτίδες και στο Μπριζ.  

     Άνοιξε το νερό και χώθηκε από κάτω.  Έβαλε στη σειρά τα γεγονότα. Μέτρησε τα κόζια. Κάτω από το νερό, τα χνώτα στα βυζιά της, άνοιξε η αναπνοή της, ξεμπλοκάρισε.  Έτσι όπως εξελίσσονταν τα πράγματα, του Ισίδωρου θα του ‘δινε απόψε αυτό το βράδυ και τέρμα. Από ότι έδειχνε το πράμα, αυτός της ξεσπιτώθηκε πρώτη του φορά ολονυχτίς. Το πρωί τα κλειδιά του δε πρέπει να ταιριάξουνε στη κλειδωνιά. Μια Μαρκέλλα Μαυροκορδάτου σηκώνει το γάντι με την πρώτη.  Δε θα τον έπαιρνε απόψε άλλο τηλέφωνο. Δε θα άλλαζε αύριο, ούτε την καθημερινότητά της. Έπρεπε να βγεί. Το πρωί θα πήγαινε στην εκκλησιά.  Μετά στα νοικιάρικα.

      Γέμισε τα χέρια σαμπουάν, έτριψε στην αρχή μαλλιά και σβέρκο με ευγένεια, μετά πιο δυνατά και τελικά με λύσσα. Έκλεισε τη βρύση, βγήκε μισοξεπλυμένη. Πήρε πάλι το ποτήρι με τα υπολείμματα, κρύο στο ζεστό της χέρι, κρύες καρδιές που ακουμπούν ζεστές,  το γύρισε στο στόμα, τίποτε. Το ΄ριξε με μανία απέναντι ,να μη τσιρίξει. Το γυάλινο θύμα χτύπησε σε κάτι κούκλες ξωτικά του τοίχου και βρέθηκε στην πολυθρόνα από κάτου.  

      Άθικτο !

   - Μαλάκα, ούτε ένα κρύσταλλο δεν είσαι για να σπάσεις. Άκακη !!! Κουκλίτσα… Είμαστε βόδια οι γυναίκες. Αρκεί μια καλοδουλεμένη ντρίπλα από ένα αξιοπρεπές αρσενικό για να γενούμε μαριονέτες. Μετά, αφού τη φάμε δυο και τρείς καλές, περνάμε απέναντι και είμαστε πλέον οι σκύλες. Από κουκλίτσες σκύλες. Μεσαίο καλντερίμι γιόκ !

     Χτύπησε τότες το τηλέφωνο. Το κοίταξε πανικόβλητη. Δεν είχε προετοιμάσει μια στάση. Γαμώτο. Έκανε δυο γυροβολιές σαν να χορεύει της απόγνωσης ζεϊμπεκιά. Πρόσμενε το βούϊσμα να σταματήσει. Είδε το ρολόϊ της κουζίνας. Πέντε η ώρα, πέντε κλήσεις, έξι, εφτά…το σήκωσε. Δε μπόραγε να κάνει αλλιώς. Η παρ’ ολίγον πεθερά”η μάνα του Σιδέρη.

   - Παρακαλώ….

   - ………….

 -  Μάνα, τι λες ;

 -  …..

 - Σε τι κατάσταση είναι ;

 - ….

 - Μάνα, τι λες , το χέρι ;

 - ……..

 - Επικοινωνεί ;

 - …….

 - Πάω, έλα μου , κλείσε. Ο Θεός μαζί μας.  

    Ντύθηκε ό,τι βρέθηκε μπροστά της. Μέσα στο κεφάλι της το χάος. Αυτομαστιγωνότανε, οργίστηκε με αυτή την τρικυμία εν ποτηρίω που είχε φτιάξει, ο Σιδέρης κόντευε να χάσει το ένα του χέρι, ξαναπήγε στις ρουκέτες το σκυλί, φούμαρα οι υποσχέσεις, βράδια τώρα, αυτά ετοιμάζανε, γαμώ τη Χίο μου μέσα γαμώ, την φάγαμε και ηρεμήσαμε και εμείς… 
  - Αχ, Σιδερή μου.
    Άλλη Μαρκέλλα, εντελλώς... Το μαύρο άσπρο !
    Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Μια γυναίκα σε υπερένταση, έτοιμη να πιάσει τον ταύρο απ΄τα κέρατα, με το ηθικό της ακέραιο, με την καρδιά της να τραντάζει το στήθος, μια όμορφη σφριγιλή γυναίκα, μια Μπουμπουλίνα. Δεν ήταν κατολίσθηση, μαλάκα...


   - Όλα θα πάνε καλά... μουρμούραγε στο αμάξι. Δε με αφήνει. Μ' αγαπάει.


     Στην κλινική όρμησε σαν αλλαφιασμένη. Πρώτος εμπρός της ο αναισθησιολόγος, τώρα τον νάρκωσα, μη κάνεις έτσι, είναι γερό νταγλάρι, θα τη βγάλει. Μοναχά, να πω ; 
    - Πες, τι κάθεσαι ; Τι ; 
    - Τον κο Μιχάλη... φώναζε τον κύριο Μιχάλη,  ο μπαμπάς του δεν είναι ;  
    -  Τι τού 'λεγε, δηλαδή ; 
    - Είναι κορίτσι, πατέρα, το μωρό θα βγεί, κορίτσι. Δε πάει καλά ο μαχαλάς πατέρα, μας παίρνει από κάτω, τρίτη γεννιά Αγιομαρκούση μάστορα από το σόϊ μας πότε θα τον δει ; 
    - Εεεεε.... Παναγία μου... είναι πανίβλακας... να δεις τι θα του παίξω... 


    Ο πανίβλακας άνοιξε τα μάτια το άλλο το πρωί. Όλο το χέρι εργόχειρο... 
    - Μαρκέλλα μου ; πες μου τα νέα να μη πονώ...
    - Σιδερή μου, με αντάριασες, πήγα και το 'ριξα .... 
    - Τι ;   Τι  έκανες λολή ;   Τι πήγες κι έκανες  ;   
    -  Το ' ριξα άντράκι μου, εσύ  έριξες μαύρο βόλι , κι εγώ τι νά 'κανα, πήγα και το 'ριξα...
    -  Θα σε σφάξω στο γόνατο ! Έκανες έκτρωση από μοναχή ;
    - Όϊ καλέ τη μπέμπα, τι θωρείς ;  Το' ριξα... στα οινοπνεύματα. Ήπια τέσσερα ουϊσκυ, Σιδερή μου. Από μικρή έχω να κάνω τέτοιο εμετό. Μυρίζω ;
    - Αντε γαμήσου....   
    - Σςςςςς , μη, ακούει η κόρη σου, κοιμήσου εσύ κι εγώ εδώ σιμά θα ξεμεθύσω.
    - Αντε γαμήσου ρε μουρλή, τέτοια χωρατά να μη μου ματακάνεις.  
    - Καλά, εντάξει, πιάσε λίγο οδώ, μες στη κοιλιά, να της βουλώσεις τα αυτιά, και βρίζε ό,τι θες....
    - Η κοπελιά εδώ δίπλα, τι έχει ; 
    - Μια Παναγούσια κουζουλή είναι, τι να έχει ; Πέτυχε τρεις φορές καμπαναριό και έφαγε μία στο κεφάλι. Θα της πάει ο νους στον τόπο. 
    _ Και με 'βαλαν με Παναγούσιο στο ίδιο room to let ; Θα την εσφάξω. 
    - Μιχαέλα την ελένε και όπως τη βλέπω, παίζει να σε σφάξει πρώτη αυτή ! Υπαρχηγό τη λένε οι νοσοκόμοι, τρέλα μεγάλη στο κεφάλι θα 'χει, αγόρι ο μπάρμπας της δεν είχε, απόχτησε ! 
    - Μαρκέλα ξες τι λέω ;   Μιχαέλα να την βγάλουμε κι εμείς ; Μπορεί να την εμάθω...
    - Ότι, θες, σιγά μην την εβγάζαμε και Πέτρο.

     Περάσαν χρόνια, από τότες, κι ήχος των πραγμάτων στο νησί εξακολούθησε να ακούγεται τραχύς. Έξω από την καγκελόπορτα των Μαυροκορδαταίων, ο τοίχος μαγαρίστηκε από ένα λωλό μικρό κορίτσι με τα παρακάτω γράμματα...
 
  Από λίγο ως πολύ, όλοι οι Χιώτες είν' λωλοί
 

Τρίτη, Απριλίου 11

πόσο να εκτίθεσαι ;

...δεν είναι για όλους. Θέλω να πω, όταν μερικές σχέσεις ανεβαίνουν επίπεδα, οι παρέες γίνονται φιλίες με στέρεες βάσεις. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον ενθαρρύνονται άτομα μεταξύ τους να εκμυστηρεύονται, να εξομολογούνται και μερικές φορές να ονειρεύονται φωναχτά. Οι δοκιμασμένες παρέες είναι τα θερμοκήπια των εξημερωμένων.
   Πόσο να εκτίθεσαι ; Δεν υπάρχει κανόνας. Τόσο όσο μπορείς να το διαχειριστείς. Οι πληγές γιάνουν αργά αν τις τυλίξεις γάζες. Όμως πάλι γιάνουν. Η αποστείρωση για άλλους από εμάς είναι ευαγγέλιο και για άλλους μια μικρή υπερβολή.
   Ένα είναι βέβαιο. Όταν οι σχέσεις των ανθρώπων ανεβούν δυό τρία επίπεδα, η εκμυστήρευση γίνεται μια φυσική διαδικασία, γιατί τα περισσότερα έχουν ήδη ειπωθεί. Αυτομάτως. Με μια ματιά, με μια αγκαλιά, με ένα σταύρωμα χεριών, με την απάντηση σε μια άσχετη ερώτηση, εξαιτίας της υψηλής διαισθαντικότητας οι παλιοί φίλοι ξέρουν ποιός πατάει καλά και ποιός με πόνο. Και στρέφουν προς εκείνον που υποφέρει αυτομάτως όλη τους τη θαλπωρή και τη σκέψη με τρόπους που είναι δύσκολο να καταδειχτούν γιατί περιλαμβάνουν την διακριτικότητα της στοργής. Είναι κριτήριο λοιπόν, στο πόσο να εκτίθεσαι, το πόσο εκλεπτυσμένοι συναισθηματικά είναι εκείνοι στους οποίους πρόκειται να εκμυστηρευθείς, πρόκειται για αλληλεπίδραση με μια λεπτή μαγική ισορροπία. Αυτή που μετατρέπει το μπουλούκι σε ομήγυρη.
    Στην ομήγυρη, οι ειδήσεις βγαίνουν πριν τα στόματα ανοίξουν. Είναι μια μικρή παρέα στην οποία τα κεφάλια είναι πιο κοντά από τα καθίσματα. Τυχεροί, νομίζω οι εκάστοτε μυσταγωγοί . 

Κυριακή, Απριλίου 9

το λούσιμο



      Ο Αντώνης έβαλε την κάρτα στο τραπεζικό μηχάνημα έχοντας στο νου το διπλοπαρκαρισμένο του clio. Πέρασε το pin και ζήτησε κατάθεση χωρίς φάκελλο. Τα χαρτονομίσματα ήταν τακτοποιημένα από χθες χωρίς τσακίσματα. Καθώς τα έβγαλε με σιγουριά από τη μέσα τσέπη άκουσε ένα κορνάρισμα, γύρισε, είδε ότι δεν τον αφορούσε και έσπρωξε τη δεσμίδα στη θυρίδα του ΑΤΜ. Ακούστηκαν μερικά γρανάζια και η δεσμίδα γύρισε έξω άθικτη. Για τεχνικούς λόγους δεν είναι δυνατή η ολοκλήρωση της συναλλαγής σας, διάβασε. Με αρκετή δυσφορία, πήρε μια ανάσα και σκέφτηκε εναλλακτικές. Η επιταγή θα τραβιότανε σήμερα, κοντινό υποκατάστημα δεν είχε η περιοχή του, γύρισε στο αυτοκίνητο με την απόφαση να ασχοληθεί με την εκκρεμότητα μετά τον πρωϊνό καφέ. Ήτανε εφτά και δέκα.
     Καθισμένος στο γραφείο του, άνοιξε πρώτα το καρνέ και το αρχείο με τις εκκρεμότητες. Τηλεφώνησε στην αποθήκη που τον προμηθεύει αναλώσιμα. Βγήκε fax. Ξανακοίταξε το νούμερο με την βεβαιότητα ότι πληκτρολόγησε λάθος. Ρούφηξε μια γουλιά από το αγαπημένο ρόφημα, πήρε μια ανάσα, ξανατηλεφώνησε. Ο τόνος που ακούστηκε ήταν και πάλι ο ίδιος, αναμονή για fax. Δεν ξεκινάμε πάλι καλά, σκέφτηκε. 
    Σηκώθηκε ενοχλημένος και με την κούπα στο χέρι αποφάσισε να ασχοληθεί με τιμολόγηση. Άνοιξε μια σειρά μικροδέματα. Κοίταξε το περιεχόμενο για να τα στρώσει κατά σειρά επείγοντος. Δε βρήκε τις 9βολτες, ανάτρεξε στο τιμολόγιο για να δει αν μπήκανε. Δεν είχανε τιμολογήσει 9βολτες. Οι προμηθευτές του είχανε βάλει τα πάντα εκτός από αυτές.  Ήτανε ο λόγος που έδωσε το σύνολο της παραγγελίας, κυρίως για να μη ξεμείνει από αυτές τις μπαταρίες. Σκέφτηκε να επιστρέψει τα πάντα με ένα ξέχεσμα αλλά το κατάπιε γιατί σύντομα θα τους χρειαζότανε για άλλους λόγους.
     Παράτησε με αποστροφή τα ξεκοιλιασμένα χαρτοκούτια και γύρισε προς το γραφείο. Τότε άνοιξε η πόρτα. Γύρισε τα μάτια του με προσδοκία και απεύθυνε μια ορεξάτη καλημέρα. Η πελάτισσα δεν ανταπόδωσε. Ήταν «φορτωμένη». Θα τραβήξετε το φορτηγό που με κλείνει γιατί βιάζομαι ; είπε εκείνη. Δεν έχω έξω φορτηγό απάντησε αυτός. Είστε το μόνο ανοιχτό μαγαζί εδώ, επέμεινε εκείνη. Ναι αλλά έχω παρκάρει σωστά, της απολογήθηκε με μια ανακούφιση. Δεν αφήνουν ούτε ένα σημείωμα τα γουρούνια, είπε εκείνη κοιτώντας τον με δύσπιστο βλέμμα. Ούτε ξέρετε ποιανού είναι ; Ο Αντώνης έκανε μερικά βήματα, είδε από τα τζάμια ένα γκρι Ford και ένευσε αρνητικά. Η γνωστή γαϊδουριά, φώναξε η άλλη και βρόντηξε την πόρτα του μαγαζιού μασώντας μερικές βρισιές στα δόντια. Δε ζήτησε συγγνώμη. Φυσικά.
     Γύρισε με μια μπουκιά τύψεις προς τον καφέ του και δεν ήξερε το λόγο που αδυνατεί να γειώσει προβλήματα που δεν τον αφορούν. Ο καφές ήταν ήδη χλιαρός. Σκέφτηκε για λίγο να κάνει μια βόλτα, να πάρει μερικές αναπνοές, δίσταζε, είχε βγάλει εμπόρευμα έξω και φοβήθηκε κλεφτρόνια. Άνοιξε το ραδιόφωνο και έπιασε να στέλνει τις σημερινές λίστες με τις ηλεκτρονικές παραγγελίες. Σιγοτραγουδούσε κι όλας, όλα καλά. Δεν πέρασε ένα πεντέλεπτο και το ραδιόφωνο γύρισε σε ζώνη διαφημιστικών μηνυμάτων. Έπιασε τον εαυτό του να τραγουδάει το ηλίθιο στιχάκι του jumbo, του κολλούσε κάθε φορά όλη μέρα και για να προλάβει τη χαζομάρα έκλεισε το ράδιο με θυμό. Έμεινε στα μουλωχτά.
    Τότε χτύπησε το κινητό. Το πήρε με το ένα χέρι και την κούπα του καφέ με το άλλο. Από την Πειραιώς. Η Ναυσικά. Κύριε Αντώνη έχετε μια επιταγή σήμερα, το ξέρω, το ξέρω, το μηχάνημά σας δεν δεχότανε … δουλεύει το μηχάνημά μας, μπορείτε να τα φέρετε σε μετρητά, δεν έχω ποιόν να αφήσω τώρα στο μαγαζί, στις εννιάμιση, κε Αντώνη χρεώθηκαν και πάλι τα 40 ευρώ έξοδα επαναδιεκπεραίωσης και δε θα μπορέσω να τα σβήσω, μην με ξεχάσετε, μα τα είχα στη τσέπη από το πρωί σας λέω, δεν είναι δική μου ευθύνη, ούτε δική μου κε Αντώνη, ελπίζω να μη γίνει άλλη φορά, είναι κρίμα να χρεώνεστε. Κλικ.
    Αυτή τη φορά έκλεισε το κινητό και χτύπησε τα δυό χέρια στο γραφείο με δύναμη. Η κούπα με τον καφέ χοχοπήδησε και όλο το υπόλοιπο χλιαρό ρόφημα απλώθηκε σε αφηρημένα καφέ μοτίβα πάνω στις στοίβες με τους τιμοκατάλογους που είχε εκτυπώσει με μεράκι χθες.Ήδη μια καούρα απλωνότανε στην κοιλιά του.
    Πέταξε τα περισσότερα χαρτιά. Κράτησε μονάχα τον πίνακα με τα αποτελέσματα χρήσης του τριμήνου. Κοίταξε το νούμερο κάτω. Ήτανε λιγάκι μέσα, δυόμισυ χιλιάρικα, όχι τραγικά, θα μπορούσε να το ρυθμίσει με τις ροές, θα αδικούσε λιγάκι το ράφι αλλά προς τις τράπεζες θα κατάφερνε να δείξει οριακή κερδοφορία εξαμήνου προϋπόθεση για επαναξιολόγηση της ρύθμισης για τους τόκους.  
    Η μέρα κύλησε σαν τις άλλες. Με τα έτσι και τα αλλιώς. 
    Πέρασαν, πέντα έξι ώρες. Κλείδωσε το μαγαζί με πείσμα. Δε θα τα παρατούσε ούτε φέτος. Γύρισε και το κοίταξε. Ένα μαγαζί στην τρίχα. Φροντισμένο, φιλόξενο, με κορυφαία εμπορεύματα και με δυναμική όψη. Θα τα κατάφερνε. Η μαγκιά δεν είναι να κονομάς, η μαγκιά είναι να στέκεσαι όρθιος από τους τελευταίους στο πεδίο της μάχης. Περπάτησε με αυτή τη σκέψη προς το κομμωτήριο, σε δέκα λεπτά ήταν η σειρά του για καθάρισμα σβέρκου.Τον πονούσανε τα μάτια και τα πόδια, τα δυό άκρα σκέφτηκε με χιούμορ. Θα μπορούσε να κρατήσει σε φόρμα ολάκερο το ανάμεσα.
    Η Μίνα του χαμογέλασε, στην ώρα σας κύριε Αντώνη, καθίστε στη δεύτερη να σας λούσω. Έπιασε το σβέρκο του περνώντας την πετσέτα. Είστε ένα κομμάτι πέτρας εδώ πίσω, στον αυχένα, διαπίστωσε. Δεν απάντησε, πού να της εξηγήσει. Και για ποιό λόγο ;  Τότε η κοπέλα άρχισε να απλώνει το σαμπουάν με το ζεστό νερό. Και για πρώτη φορά τόσους μήνες επέμεινε λιγάκι να μαλάζει τους κροτάφους και το τριχωτό μέρος του αυχένα με μια στοργή που ήταν πέραν του επαγγελματικού. Ο Αντώνης την πείραξε. Πας για μπουρμπουάρ σήμερα. Αντώνη, του είπε, μου το έκανε η Άντζι πριν, με έλουσε γιατί είχαμε κενό και με μερικές μαλάξεις με έκανε μωρό. Άραξε τώρα κι απόλαυσε, και μη μιλάς, αυτό που μπορώ να σου προσφέρω, θα στο κάνω δώρο. Με πέτυχες στα καλά μου. Εντάξει ;
   Ακολούθησαν δυό τρία λεπτά επιδέξιου μασάζ στο κεφάλι, μια  μυσταγωγία, κανένας δε μιλούσε. Ο Αντώνης άρχισε να αναστενάζει σε βαθμό παρεξήγησης, η Μίνα έβγαζε κάτι επιδοκιμαστικά «αχάααα» και «έτσιιιιι» και όταν τελείωσε του είπε. Πάμε. Μη σε πάρει ο ύπνος. Με την ώρα χρεώνεσαι.Δεν ακουγότανε τίποτε άλλο παρά εκείνο το ξύσιμο από τα λεπτά της δάχτυλα πάνω στις κουρασμένες τρίχες με τη σαπουνάδα.
    Άνοιξε τα μάτια του. Τα δάκρυα που ξεχύθηκαν τρέξανε αλμυρά μέχρι το λαιμό του. Η Μίνα δεν κατάλαβε, τύλιγε δυό πετσέτες με την πλάτη στη καρέκλα. Χρησιμοποίησε τα μανίκια του για να εξαφανίσει τα τεκμήρια. Σηκώθηκε και μέχρι να αλλάξει καρέκλα τα μάγουλά του ήταν πάλι μούσκεμα. Έκλαιγε σαν μικρό παιδί. Η Μίνα κάτι ψιλιάστηκε. Πήρε την κούπα να τη γεμίσει Γαλλικό και φώναξε από το βάθος. Μόνο γύρω γύρω ή να διορθώσω και τα πάνω ;
    Δε χρειάζεται να διορθώσεις τίποτε άλλο, καρδούλα μου. Της είπε ο Αντώνης. Ευχαριστώ. Λέω να μείνω εδώ να κοιμηθώ. Όλοι γέλασαν ένα γύρω, ο Αντώνης πρόσεξε τη διπλανή πελάτισσα και το νεαρό αγόρι στο ταμείο. Μιλούσαν ζωηρά για το survivor. Πως έγινε και εκείνος δεν είχε ακούσει λέξη ; Τόση ώρα ;
    Είναι κάποιες φορές που και οι άντρες λυγίζουν, χρησιμοποιούν τότες μια δικαιολογία, ότι…άφησαν τον εαυτό τους να λυγίσει. Το ζήτημα είναι ότι ο Αντώνης δεν θυμότανε πότε έκλαψε τελευταία φορά. Και για να μη θυμότανε, πήγαινε καιρός που είχε να κλάψει.     

Σάββατο, Απριλίου 8

Όσα δε φτάνει η αλεπού τα κάνει αλαινντεμποτονάρια.




   Χθες το πρωί ξύπνησα ορεξάτος. Έστυψα τα καρότα και τα ακτινίδια στον αποχυμωτή, φόρεσα το καρπουζί πουλόβερ μου και έπιασα τη νέα παραλία από το μέγαρο προς τον λευκό πύργο. Το μπλοκάκι μου σήμερα θα πάρει φωτιά σκέφτηκα, ξεμουδιάζοντας τα δάχτυλά μου με ένα καλό στρέτσιγκ. Με λένε Αλαίν και είμαι γερμανοελβετοβρετανοεβραίος. Δε πήγανε χαμένα ούτε τα φράγκα του μπαμπά ούτε τα έγκλειστα στα ιδρύματα της Οξφόρδης χρόνια. Έχω έξι πτυχία.... Άτσαααα… 
    Που λές.... 
   Το πρώτο ζευγάρι που συνάντησα ήταν μια ηλικιωμένη με ένα νεαρό τεριέ. Του μιλούσε διαρκώς κι εκείνο γύριζε και την κοίταζε προσπαθώντας να καταλάβει κάθε φορά εάν ήταν έτοιμη να του πετάξει την επόμενη λιχουδιά. Χαμογέλασα και κάθισα στο ίδιο παγκάκι. Έγραψα στο μπλοκάκι μου :
    « Κυρία Τεριέδου, είναι αμφίβολο αν σας καταλαβαίνει όταν του λέτε ότι έχει πιαστεί ο αυχένας σας. Προφανώς κάνετε μια ανώριμη μεταβίβαση εδώ, επειδή ο μπαμπάς σας ήταν ορθοπεδικός και μπουχτισμένος από παθήσεις, δεν μπόρεσε ως παιδί να σας πάρει ποτέ σοβαρά που ξυπνούσατε συνεχώς με ένα στραβολαίμιασμα . Ούτε φυσικά να σας αγοράσει ένα πιο μαλακό μαξιλάρι. Εσείς τώρα, κουβαλώντας αυτό το παράπονο, κρατάτε στη τσέπη λιχουδιές και εξηγείτε στο κακόμοιρο σκυλάκι κάθε σας πιάσιμο στο σβέρκο,με τη βεβαιότητα ότι εκείνο σας κοιτάζει στα μάτια. Και οι δύο ξέρουμε ότι το σκυλί περιμένει το μπισκοτάκι. Πρέπει να δείτε τη ζωή πιο ώριμα. Εγώ θα ξέθαβα τον πατέρα μου, θα τον έστηνα σε μια κρεμάστρα όπως οι ορθοπεδικοί κρεμάνε ένα σκελετό για εποπτικούς λόγους και θα τον υποχρέωνα να ακούει ακριβώς ό,τι στραβό μου συμβαίνει, όλη τη μέρα, μη σας πω και όλη τη νύχτα. Η εκδίκηση είναι ένα πιάτο που εξελίξαμε οι άνθρωποι για να μην κυλήσουμε στην μνησικακία. Όσο για το ζώο. Λυτρώστε το, βάλτε ένα σακί λιχουδιές σε ένα κουβά, αφήστε το να πάθει γαστρορραγία. Θα σταματήσει αυτό το γάνιασμα να σας ζητάει όλη μέρα κι άλλο. Για κάθε πρόβλημα υπάρχει μια ρεαλιστική λύση»
     Έσπρωξα το χαρτάκι μου στη τσέπη της μαύρης τρεσκότ της γιαγιάς και ένα βάρος έφυγε από πάνω μου. Μισώ να βλέπω τους ανθρώπους να διαιωνίζουν άκαρπες προσδοκίες ενώ υπάρχουν τετράγωνες κρυσταλλωδώς καθαρές λύσεις για πάτα κιούτα ίαση των ζητημάτων που τους ταλανίζουν. 

    Το δεύτερο ζευγάρι που συνάντησα ήταν ένας ζωντοχήρος που κρατούσε μια πιτριρίκα αγκαλιά και μετρούσανε τα πανιά από τα optimist του ιστιοπλοϊκού μέσα στο γαλάζιο. Είχανε εκείνη την παιδαριώδη ηλίθια έκφραση επειδή ο ήλιος έπαιζε με τα σύννεφα και είχε ζωγραφίσει τα νερά σε λωρίδες μαύρου και γαλάζιου.
  « Συμπαθεστάτη πιτσιρίκα, της έγραψα, ο σαρραντάρης έχει στήσει την τέλεια μηχανή εξαπάτησης. Έχει χτυπηθεί για έξι μήνες στα γυμναστήρια για να παραλλάξει το κρεμασμένο στομάχι του και μόλις σε βάλει στο λούκι, θα γίνει ένας χοντρομπαλλάς που θα πίνει μπύρες όλο το απόγευμα βρίζοντας τον Ολυμπιακό. Εσύ, που εντωμεταξύ θα κουβαλάς στη κοιλιά σου έναν σπόρο αναπαραγωγής των χοντρομπαλλάδων που ζουν για τον ΠΑΟΚ, δε θα τολμήσεις να τον αφήσεις για να μη σε πρήξει η μάνα σου που θα μεγαλώσεις ένα μούλικο μόνη σου. Έτσι, τα ρουθούνια σου θα εθιστούν σιγά σιγά στη μυρωδιά της μασχάλης του και της κάλτσας του που ζέχνει και των λερωμένων κινέζικων σπορτέξ του και είναι ίσως η τελευταία σου ευκαιρία να μυρίσεις θάλασσα κι αλμύρα. Σήκω και φύγε τρέχοντας. Αυτό που ζεις, είναι η υποχθόνια β’ φάση του σχεδίου ενός απελπισμένου πονηρού φαλλοκράτη να φορτώσει τις αγγαρείες του σε μια ανύποπτη ηλίθια γυναίκα. Εσύ εξελίσσεις απλώς μια απώθηση επειδή η μάνα σου έμεινε μπακούρα από αναποφασιστικότητα ή δειλία. Άκουσέ με κορίτσι μου... Την Τρίτη φάση, καλύτερα να τη γλυτώσεις. Για κάθε πρόβλημα υπάρχει μια ρεαλιστική λύση»
    Έσπρωξα το σημείωμα στο σακίδιο της πλάτης της νεαράς.

   Το τρίτο ζευγάρι που συνάντησα ήταν μια κοπέλλα με άσχημο γενικώς κορμί και πρόσωπο γεμάτο ουλές. Έσπρωχνε με δήθεν καλή διάθεση το αγόρι της που ήτανε καθηλωμένο σε αναπηρικό αμαξίδιο. Γελούσανε με κόπο με κάτι αστεία που είμαι σίγουρος ότι τα λένε κάθε μέρα. Τους λυπήθηκα. Κάθισα στις πλάκες και βιαστικά έγραψα.
   « Νεαρέ μου, δε φτάνει η ατυχία σου, έχεις χτίσει και έναν πύργο στην άμμο. Η κοπέλα σου αυτή τη στιγμή αισθάνεται ότι κανένας άλλος δε θα μπορούσε να την βγάλει από τη μιζέρια της αγαμίας της.  Είμαι σίγουρος ότι υπερβάλλεις στο κρεβάτι για να καλύψεις την κακοφορμία των κάτω άκρων σου. Αυτό γενικώς τώρα μπορεί να λειτουργεί. Αλλά δεν είναι έρωτας. Είναι ένας μηχανισμός βολικός σε δυό αδιάθετες ιδιοσυγκρασίες που μόλις αισθανθούν πληρότητα θα τον εγκαταλήψουν για κάτι ανώτερο. Η κοπέλα θα βρεί τρόπο να διορθώσει τις ουλές της και θα χτυπήσει ένα καλύτερο στόχο. Κι εσύ θα ανακαλύψεις από τις μικρές της αντιδράσεις ότι δε την καλύπτεις απόλυτα παρ’ όλη την υπερπροσπάθεια. Η ζωή είναι μια άδικη σκύλα. Είναι καλύτερα να προσλάβεις μια Βουλγάρα που θα σου παίρνει πίπες για δέκα ευρώ τη μέρα. Θα γιατρευτείτε και εσύ και η σταβοκάνα. Δε μπορεί να στήσει ένας αρτιμελής ένα γάμο με έναν καθηλωμένο. Θα είναι σε λάθος βάση. Αυτό θα το έβλεπε και ένα παιδί, πόσο μάλλον εγώ που το έχω σπουδαγμένο. Πρόκειται για την γνωστή στην επιστήμη προβολή μιας ιδεώδους εικόνας από τον κινηματογράφο στην καθημερινότητα. Διώξτηνε πριν σε πληγώσει. Για κάθε πρόβλημα υπάρχει μια πρακτική λύση»
    Έσπρωξα το σημείωμα στη τσέπη του αμαξίδιου με τα νερά. 

    Άφτασα μέχρι τις ομπρέλλες και πήρα την διαδρομή προς τα πίσω. Αργά. Ξανασυνάντησα τα τρία ζευγάρια. Άκουσα τρεις φράσεις που με ξενέρωσαν λιγάκι.Εντάξει, ίσως έβγαλα κανά δυό βιαστικά συμπεράσματα. Αλλά υπήρξα χρήσιμος πιστεύω, αν και όχι 100%. Άκουσα λοιπόν να λένε τα παρακάτω :
     Τον νεαρό στο καρότσι να λέει στην αδελφή του, πρέπει να πιέσουμε και τη μαμά να κάνει αυτή τη βόλτα μαζί μας απόψε.Έχει καθαρό ορίζοντα.
     Τον σαραντάρη να λέει στην κόρη του , μη σκας, θα βρείς εκατό καλύτερους από το τσογλάνι, κι εξάλλου, είναι καλύτερα να μετράς τα πανιά με το μπαμπά καμιά φορά στις τόσες.
    Και την ηλικιωμένη να σπρώχνει το τεριέ στο χόρτο, λέγοντας, πήγαινε τώρα να στριμώξεις την ασπρούλα κι άμα την πιάσεις γκόμενα θα σου μαγειρέψω κότσι να καρδαμώσεις.
     Μου πέρασε κάποια στιγμή από το μυαλό, μήπως έχω καμιά μικρή διαστροφή που χώνω σημειώματα αυτογνωσίας σε κάθε τυχόντα άσχετο, μετά σκέφτηκα ότι η μάνα μου δε θα με παράταγε έξι χρονών αν κάποιος ψυχολόγος την παρακολουθούσε πριν τα γαμήσει όλα, και αναθάρρησα. Δυό στο μήνα να πετύχω να τους ανοίξω τα μάτια, θα είναι καλό ποσοστό. Οι υπόλοιποι, ας πετάξουν απλώς τα χαρτάκια.  Και γύρισα σπίτι μου, πλήρης. Είναι καλό να ζεις με τα λεφτά του μπαμπά. Ο οποίος έχει τύψεις που σε μεγάλωσε με συνομίληκή σου μητριά. Έχεις χρόνο να βοηθάς και τον κόσμο. Το μότο μου, αξάλλου δεν είναι και κανένα του ποδαριού... είναι βασισμένο σε αδιαμφισβήτητα λαμπρές σπουδές.
    Για κάθε λύση, υπάρχει ένα πρόβλημα.