Κυριακή, Απριλίου 16

ο ήχος των πραγμάτων όταν σκάνε



    Ορεινούς δρόμους, με χαλίκια πέτρες ή και βράχια ολάκερα που ‘χουν μόλις σταματήσει να κατρακυλούν, διασχίζεις συχνά στη Χίο. Είναι ένα νησί ανάγλυφο. Βλέπεις τα μαντάτα των κατολισθήσεων, μα, ρίσκο δε τα θεωρείς. Έτσι δεν είναι ;  Ποντάρεις στην αναβολή, της επόμενης κατολίσθησης, έως ότου εσύ περάσεις. Ας πούμε ,την απεύχεσαι. Ακόμη πιο έντονα το δένεις κόμπο, εάν έχεις κάποτε παραβρεθεί, σε ένα τέτοιο βραχοκύλισμα. Μπορεί αυτό να σου συμβεί δυο φορές ; Και τρείς ;
    Όμως, μπορεί !

    Συνέβη στη Μαρκέλλα. Η Μαρκέλλα που λες, έχασε αφελώς στα είκοσι τρία τον πρώτο της μεγάλο έρωτα. Με κατεβασμένα χέρια. Μέχρι να δει τη μουρνταριά να έρχεται ο κανακάρης είχε κι άλλη νύφη γκαστρωμένη… Οι νεαρές γυναίκες του Αιγαίου γενικώς, δεν είναι διπλωμάτισσες.  Ετούτη εδώ τη Χιώτισσα ; ..την έλεγες αγροίκο. Αν είναι κάτι τις γερά φυτρωμένο, θα δέσει και θα δώσει, αλλιώς μη σώσει. Τα ‘λεγε η γιαγιά της : Έτσι δεν κάνει την επιλογή και η φύση ; Και η μικρή το ‘χε ρουφήξει το νόημα και το 'σπερνε στις κολλητές, ωσότου έγινε απόφθεγμα. Σκυψίματα θωρώ πολλά και από καρβέλι σπόρια… Εκείνες τάχατες γελούσανε, μα σκύβαν το κεφάλι. Θέλανε να ΄ναι πάντοτε ζευγαρωμένες, ήταν γιατρικό στου νησιού τον χειμωνιάτικο εγκλεισμό. Μέσα τους όλες ξέρανε… Είχανε φάει, λίγο ως πολύ, ούλες από μία κατολίσθηση.


    Η δεύτερή της Μαρκέλλας την βρήκε σε άλλη φάση. Στα τριάντα. Στην κοιλιά της μεγάλωνε τον σπόρο του Σιδέρη. Η σχέση εξάλλου φαίνουνταν γερή, με λίγα μελανά σημάδια, κι ασθενέστερα. Η Μαρκέλλα έσκυψε πάνω στο επερχόμενο γεγονός, τη γέννα της,  με την μονομανία που δείχνουν όλες οι Ελληνίδες. Ιδιαιτέρως εκείνες που το ρολόι τους έχει λιγάκι μείνει πίσω. Δεν την περίμενε όμως μια τέτοια αντίδραση, όχι από μέρους του άντρα κι όχι τόσο αμέσως. Ένταση απλώθηκε το σπίτι, σαν μαστίχα χυμένη στα πατώματα, μετά τον πρώτο υπέρηχο. Παρ' όλο που το έμβρυο φαινόταν υγειές ο άλλος τρελάθηκε. Γρήγορα αναγκάστηκε να κοιτά κρυφά το υλικό, σκιρτήματα ζωής της μπέμπας σε ταινία. Της άρεζε να ακούει το ξέφρενο ρυθμό των κτύπων της καρδούλας που στέριωνε μέσα της, προστατευμένη και μαγική, σα μεγάλο μυστικό στον πύργο μιας παλιάς καστροπολιτείας.  Δεν άκουσε λοιπόν εγκαίρως τ’ άλλα... τα παρατράγουδα .

    Ο Σιδέρης άρχισε να σέρνει έξω ως τα ξημερώματα, ολοένα και συχνότερα, με ολοένα και πιο άτσαλες δικαιολογίες. Και όταν φουσκώσαν τα νερά στο νού της, τα “είδε όλα” και φωτίστηκε :  

  - Μπορεί να γίνει κατολίσθηση και δυο φορές εμπρός στο ίδιο άτομο ;  Αμέέέ… Μπορεί, συμβαίνει τώρα εμπρός στα μάτια σου, καλή μου, απάντησε μονάχη. Μην τον είδατε !

     Μεγάλη Πέμπτη. Μέρα προσευχής. Εκείνος άφαντος. Τέσσερις η ώρα. Η Μαρκέλλα ένα θεριό… Να λείψει τώρα κι όλη νύχτα, πήγαινε πολύ. Από το απόγευμα τον παρατήραγε. Βγήκε στη γειτονιά τάχατις για μικροψώνια, σκάλισε το αμάξι και το μηχανάκι, έκανε νευρικές δουλειές, ωσότου εξαφανίστηκε. Δε πήρε ρούχα μόρτικα, αλλά είχε έναν οίστρο που η Μαρκέλλα, μήνες να τον δει. Και η Μαρκέλλα τώρα πλέον δεν είχε άλλο απόθεμα ηρεμίας.  

   Άρχισε λοιπόν ανάποδα να ανασύρει μέρες με τα γεγονότα. Τις ματιές που αντάλλαζε στην αγορά, την αφηρημάδα του, τις βιαστικές του απαντήσεις, τα τηλεφωνήματα έξω από το σπίτι, στην αυλή. Συνέχεια στην αυλή.

   - Είσαι ηλίθια… έβγαλε την ετυμηγορία…  Σήκω και κάνε κάτι. Φεύγει !

   Έψαξε στα ρούχα του τεκμήρια, δε βρήκε. Μπήκε στον κοινό τους υπολογιστή, έψαξε το ιστορικό, δυό τσόντες , σάχλες με τους φίλους του, τίποτες μεγάλο. Πήγε ξανά στα ρούχα, έπιασε και τα μύρισε , κυλώντας λίγο χαμηλότερα σε αυτοεκτίμηση, χωρίς να βγάλει άκρη. Δεν την ένοιαζε τώρα αν θα πέσει χαμηλά.

  - Είσαι ηλίθια…Μαρκέλλα, κάνε κάτι. Πήγε να ντυθεί, μετάνιωσε. Βγήκε, μπήκε.

    Πέρασε από τον καθρέφτη. Ούτε που κοιτάχτηκε. Εντάξει… Μια ματιά… Ένα σακί πατάτες θα ‘χε πιο καλή κορμοστασιά !  

     Τσαντίστηκε. Έπιασε πάλι να «σουλουπωθεί» για το μικρό ενδεχόμενο, ο καμαρωτός να σκάσει μύτη. Έφτιαξε ένα ουίσκι και το κατέβασε με μιάς. Πήγε προς το μπάνιο, ξαναγύρισε και κοίταξε το μπουκάλι. Είπε όχι στο …δεύτερο αλκοόλ. Ανέβηκε λίγο τώρα σε αυτοεκτίμηση. Στο ποτήρι μείνανε τα τρία παγάκια στο αρχικό τους σχήμα, μόνο ελαφρώς πιο ωχρά, εξαιτίας μιας σύντομης συνεύρεσης με το οινόπνεμα. Ότι απομένει από μια πάτα κιούτα αρπαχτή…  Ο άλλος γίνεται καπνός κι εσύ αλαφρώς πιο ωχρή.

  -  Ειδύλλια on the rocks. Ειδικότητα : Μαρκέλλα, χλεύασε...Γύρισε το ποτήρι και άφησε τους πάγους να κατολισθήσουν. Ακούστηκαν εκείνοι οι κροταλιστοί οι ήχοι. Η τρίτη μου, βραχοριξιά,  σκέφτηκε. Ποτέ μη λες ποτέ. Τα κοίταε… Τα παγάκια διέγραψαν τροχιές στο πάτωμα, αφήνοντας τα ίδια ίχνη με τα σαλιγκάρια, μονάχα, γρήγορες, πολύ πιο γρήγορες . Από κείνες που τις κυνηγάς χωρίς το χρόνο να αντιδράσεις. Σταμάτησαν στο πάτωμα, στις τρεις γωνίες. Να δούμε που θα σταματήσουμε του λόγου μας… είπε και δάκρυσε.

      - Είμαστε βότσαλα γαμώτο, φώναζε, βγάζοντας τα ρούχα της με βίαιες, άγαρμπες κινήσεις. Είμαστε μαύρα βόλια σε μία παραλία. Ονομαστή για τα μοναδικά της βότσαλα, αλλά απέραντη. Κόσμος, περαστικός ή μόνιμος, τα ψαχουλεύει και τα ξεδιαλέγει. Υπάρχουν βόλια που δεν είναι η πρώτη επιλογή. Μα την αλήθεια, μια χαρά βότσαλα είναι, αλλά δεν είν' ξεχωριστά. Δεν έχουν ολοστρόγγυλο το σχήμα, δεν έχουν κανέναν ειδικό συμβολισμό, στις σκιές και τις νευρώσεις, ούτε αλαβάστρινη θωριά, είναι απλώς βότσαλα μια χαρά. Κανένας κερατάς δε τα σηκώνει πρώτα πρώτα, γέλασε πικρά. Είναι στην κατηγορία AK “άτυχα κοινά”.

       Η Μαρκέλλα είχε πάντοτε επίγνωση ότι δεν είναι δα και το ομορφότερο το βότσαλο στην πιάτσα. Πίστευε όμως στις γλύκες τις μικρές και τις ιδιαίτερες που χάριζε η φύση. Είχε ακμές και ενθουσιασμό. Και δίνονταν. Ήταν καλό πακέτο, απολάμβανε εξάλλου αρκετές φιλοφρονήσεις από τους αρσενικούς ΑΚ.

    - Δίνεσαι γαμώτο σου, είπε. Κοιτάχτηκε γυμνή στην πόρτα της ντουζιέρας. Η κοιλιά της αποδείκνυε ότι δινόταν υπερβολικά. Δίνεσαι και να το αποτέλεσμα. Είσαι μια εύπιστη βλακέντια ομορφούλα ΑΚ. Και φουσκώνεις…

     - Λοιπόν. Δεσποινίς Μαυροκορδάτου, ΑΚ τέταρτης γενιάς, βελτιωμένης, θα γενείς η πρώτη στο περήφανο το σόϊ , που θα μεγαλώσει ένα μωράκι μοναχή της. Να πάρεις να τα πεις στη μάνα, να της φτιάξεις το Αθηναϊκό της το ΣΚ.  Η ΑΚ κόρη σου φουσκώνει μοναχή της. Δεν είχε χαλινάρι το βρακί της. Ένα ταράκουλο δε γίνεται, να το επάθει, μπορεί να χάσει κανά δυο παρτίδες και στο Μπριζ.  

     Άνοιξε το νερό και χώθηκε από κάτω.  Έβαλε στη σειρά τα γεγονότα. Μέτρησε τα κόζια. Κάτω από το νερό, τα χνώτα στα βυζιά της, άνοιξε η αναπνοή της, ξεμπλοκάρισε.  Έτσι όπως εξελίσσονταν τα πράγματα, του Ισίδωρου θα του ‘δινε απόψε αυτό το βράδυ και τέρμα. Από ότι έδειχνε το πράμα, αυτός της ξεσπιτώθηκε πρώτη του φορά ολονυχτίς. Το πρωί τα κλειδιά του δε πρέπει να ταιριάξουνε στη κλειδωνιά. Μια Μαρκέλλα Μαυροκορδάτου σηκώνει το γάντι με την πρώτη.  Δε θα τον έπαιρνε απόψε άλλο τηλέφωνο. Δε θα άλλαζε αύριο, ούτε την καθημερινότητά της. Έπρεπε να βγεί. Το πρωί θα πήγαινε στην εκκλησιά.  Μετά στα νοικιάρικα.

      Γέμισε τα χέρια σαμπουάν, έτριψε στην αρχή μαλλιά και σβέρκο με ευγένεια, μετά πιο δυνατά και τελικά με λύσσα. Έκλεισε τη βρύση, βγήκε μισοξεπλυμένη. Πήρε πάλι το ποτήρι με τα υπολείμματα, κρύο στο ζεστό της χέρι, κρύες καρδιές που ακουμπούν ζεστές,  το γύρισε στο στόμα, τίποτε. Το ΄ριξε με μανία απέναντι ,να μη τσιρίξει. Το γυάλινο θύμα χτύπησε σε κάτι κούκλες ξωτικά του τοίχου και βρέθηκε στην πολυθρόνα από κάτου.  

      Άθικτο !

   - Μαλάκα, ούτε ένα κρύσταλλο δεν είσαι για να σπάσεις. Άκακη !!! Κουκλίτσα… Είμαστε βόδια οι γυναίκες. Αρκεί μια καλοδουλεμένη ντρίπλα από ένα αξιοπρεπές αρσενικό για να γενούμε μαριονέτες. Μετά, αφού τη φάμε δυο και τρείς καλές, περνάμε απέναντι και είμαστε πλέον οι σκύλες. Από κουκλίτσες σκύλες. Μεσαίο καλντερίμι γιόκ !

     Χτύπησε τότες το τηλέφωνο. Το κοίταξε πανικόβλητη. Δεν είχε προετοιμάσει μια στάση. Γαμώτο. Έκανε δυο γυροβολιές σαν να χορεύει της απόγνωσης ζεϊμπεκιά. Πρόσμενε το βούϊσμα να σταματήσει. Είδε το ρολόϊ της κουζίνας. Πέντε η ώρα, πέντε κλήσεις, έξι, εφτά…το σήκωσε. Δε μπόραγε να κάνει αλλιώς. Η παρ’ ολίγον πεθερά”η μάνα του Σιδέρη.

   - Παρακαλώ….

   - ………….

 -  Μάνα, τι λες ;

 -  …..

 - Σε τι κατάσταση είναι ;

 - ….

 - Μάνα, τι λες , το χέρι ;

 - ……..

 - Επικοινωνεί ;

 - …….

 - Πάω, έλα μου , κλείσε. Ο Θεός μαζί μας.  

    Ντύθηκε ό,τι βρέθηκε μπροστά της. Μέσα στο κεφάλι της το χάος. Αυτομαστιγωνότανε, οργίστηκε με αυτή την τρικυμία εν ποτηρίω που είχε φτιάξει, ο Σιδέρης κόντευε να χάσει το ένα του χέρι, ξαναπήγε στις ρουκέτες το σκυλί, φούμαρα οι υποσχέσεις, βράδια τώρα, αυτά ετοιμάζανε, γαμώ τη Χίο μου μέσα γαμώ, την φάγαμε και ηρεμήσαμε και εμείς… 
  - Αχ, Σιδερή μου.
    Άλλη Μαρκέλλα, εντελλώς... Το μαύρο άσπρο !
    Κοιτάχτηκε στον καθρέφτη. Μια γυναίκα σε υπερένταση, έτοιμη να πιάσει τον ταύρο απ΄τα κέρατα, με το ηθικό της ακέραιο, με την καρδιά της να τραντάζει το στήθος, μια όμορφη σφριγιλή γυναίκα, μια Μπουμπουλίνα. Δεν ήταν κατολίσθηση, μαλάκα...


   - Όλα θα πάνε καλά... μουρμούραγε στο αμάξι. Δε με αφήνει. Μ' αγαπάει.


     Στην κλινική όρμησε σαν αλλαφιασμένη. Πρώτος εμπρός της ο αναισθησιολόγος, τώρα τον νάρκωσα, μη κάνεις έτσι, είναι γερό νταγλάρι, θα τη βγάλει. Μοναχά, να πω ; 
    - Πες, τι κάθεσαι ; Τι ; 
    - Τον κο Μιχάλη... φώναζε τον κύριο Μιχάλη,  ο μπαμπάς του δεν είναι ;  
    -  Τι τού 'λεγε, δηλαδή ; 
    - Είναι κορίτσι, πατέρα, το μωρό θα βγεί, κορίτσι. Δε πάει καλά ο μαχαλάς πατέρα, μας παίρνει από κάτω, τρίτη γεννιά Αγιομαρκούση μάστορα από το σόϊ μας πότε θα τον δει ; 
    - Εεεεε.... Παναγία μου... είναι πανίβλακας... να δεις τι θα του παίξω... 


    Ο πανίβλακας άνοιξε τα μάτια το άλλο το πρωί. Όλο το χέρι εργόχειρο... 
    - Μαρκέλλα μου ; πες μου τα νέα να μη πονώ...
    - Σιδερή μου, με αντάριασες, πήγα και το 'ριξα .... 
    - Τι ;   Τι  έκανες λολή ;   Τι πήγες κι έκανες  ;   
    -  Το ' ριξα άντράκι μου, εσύ  έριξες μαύρο βόλι , κι εγώ τι νά 'κανα, πήγα και το 'ριξα...
    -  Θα σε σφάξω στο γόνατο ! Έκανες έκτρωση από μοναχή ;
    - Όϊ καλέ τη μπέμπα, τι θωρείς ;  Το' ριξα... στα οινοπνεύματα. Ήπια τέσσερα ουϊσκυ, Σιδερή μου. Από μικρή έχω να κάνω τέτοιο εμετό. Μυρίζω ;
    - Αντε γαμήσου....   
    - Σςςςςς , μη, ακούει η κόρη σου, κοιμήσου εσύ κι εγώ εδώ σιμά θα ξεμεθύσω.
    - Αντε γαμήσου ρε μουρλή, τέτοια χωρατά να μη μου ματακάνεις.  
    - Καλά, εντάξει, πιάσε λίγο οδώ, μες στη κοιλιά, να της βουλώσεις τα αυτιά, και βρίζε ό,τι θες....
    - Η κοπελιά εδώ δίπλα, τι έχει ; 
    - Μια Παναγούσια κουζουλή είναι, τι να έχει ; Πέτυχε τρεις φορές καμπαναριό και έφαγε μία στο κεφάλι. Θα της πάει ο νους στον τόπο. 
    _ Και με 'βαλαν με Παναγούσιο στο ίδιο room to let ; Θα την εσφάξω. 
    - Μιχαέλα την ελένε και όπως τη βλέπω, παίζει να σε σφάξει πρώτη αυτή ! Υπαρχηγό τη λένε οι νοσοκόμοι, τρέλα μεγάλη στο κεφάλι θα 'χει, αγόρι ο μπάρμπας της δεν είχε, απόχτησε ! 
    - Μαρκέλα ξες τι λέω ;   Μιχαέλα να την βγάλουμε κι εμείς ; Μπορεί να την εμάθω...
    - Ότι, θες, σιγά μην την εβγάζαμε και Πέτρο.

     Περάσαν χρόνια, από τότες, κι ήχος των πραγμάτων στο νησί εξακολούθησε να ακούγεται τραχύς. Έξω από την καγκελόπορτα των Μαυροκορδαταίων, ο τοίχος μαγαρίστηκε από ένα λωλό μικρό κορίτσι με τα παρακάτω γράμματα...
 
  Από λίγο ως πολύ, όλοι οι Χιώτες είν' λωλοί
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

εντυπώσεις ;