Κυριακή, Απριλίου 2

άντε, ντε



    Ανανέωναν όρκους τριάντα χρόνια μετά. Τα παιδιά τους μεγάλοι. Πέντε φίλοι όλοι κι όλοι αλλά της προκοπής. Για λίγο, εκείνος χάθηκε. Έκλεισε τα μάτια σφιχτά. Άκουγε μέσα του φωνές από πέρα. Εκείνη μύριζε υπέροχα δίπλα του. Πήρε μια βαθειά αναπνοή, κυρίως από τον ξαναμμένο της κόρφο. Δεν ήθελε να ανοίξει τα μάτια του. Είχε ένα δάκρυ, στην άκρη.
    Τότε ο παπάς τον ...σκούντηξε δυνατά :
- Άντε.
 Έπεσε μια σιωπή, κι εκείνος έψαξε το χαρτί. Εκείνη χαμογέλασε αμήχανα, έτριψε λίγο τη μύτη της, έριξε μια συνωμοτική ματιά στη κουμπάρα της και του ένευσε με το φρύδι :
   -Άντε…
    Εκείνος δε το βρήκε το χαρτί. Είδε το φρύδι της και θυμήθηκε τα πάντα.  Έβαλε τα χέρια στις τσέπες και την κοίταξε με κτητική λατρεία, το μόνο είδος λατρείας. Ο παπάς και οι άλλοι, ξεθώριασαν σα σε φωτό που το χρώμα της σβήνει και απομένει μοναχά σε ένα αντικείμενο του πόθου. Είπε τους όρκους σαν ένα ποίημα, στο σχολειό :  
  -Ανάμεσα στην αγωνία σου τι θα απογίνει με το survivor και την αγωνία σου τι θα απογίνει με τα λεφτά, διαλέγω την πρώτη γιατί είσαι η μούρλια  survivor της καρδιάς μου.
  -Ανάμεσα στην αφηρημάδα σου όταν χάνεις τα κλειδιά και την αφηρημάδα σου όταν χάνεις τα αυγά και τα πασχάλια, εγώ διαλέγω την πρώτη γιατί είσαι η μούρλια ασορτί μου ήρωας.
 -Ανάμεσα στη σιωπή σου όταν με παρατηρείς και τη σιωπή σου όταν κλείνεσαι στο καβούκι σου διαλέγω την πρώτη, γιατί είσαι η μούρλια μάρτυρας στα τόσα που περάσαν τώρα τελευταία από πάνω μου.
 - Ανάμεσα στα δάκρυα από παράπονα και τα δάκρυα από τα κρεμμύδια, διαλέγω τα πρώτα γιατί με φτιάχνεις μούρλια που μπορείς και κλαις δίπλα μου.
  -Ανάμεσα στο δε γαμιέται σου και το βόηθα Παναγιά σου, εγώ διαλέγω το πρώτο σου γιατί αφού απέτυχα να γίνω ο γκουρού σου, γουστάρω που είμαι η κουρού σου.   ( γύρισε και είδε τον παπά να δαγκώνει τη γλώσσα του ). Την ξανακοίταξε και της έπιασε το χέρι. Της πέρασε ένα δαχτυλίδι από στρείδι.  
  - Δάγκωνέ με , μάσα με καλά και μη με φτύνεις, να με καταπίνεις. Τι στο διάολο θα ήμουν, αν δεν ήμουνα εδώ για σένα ; Δε χρειάζεται να είμαι ο θεός σου, αρκεί που είμαι ο βοηθός σου. Το ΄πιασες ;
      Ο παπάς σκούπισε το μέτωπό του με το πετραχήλι. Τον κοίταξε δολοφονικά, έσκυψε  και του ψιθύρισε :  Και τώρα ο γαμπρός μπορεί να απαυτώσει τη νύφη. Κάπου όξω από την εκκλησιά μου, αν γίνεται.  
    Χρώματα γέμισαν όλη τη φωτό όπως στις ταινίες που τις ξανα επεξεργάζεσαι ύστερα από …τριάντα χρόνια παραδείγματος χάριν.
    Βγήκε από το ξωκλήσι τραβώντας την από το αριστερό χέρι.  Τους κλείδωσε μέσα. Την ξάπλωσε στα χόρτα και την έφαγε επί τόπου.  Εκείνη κυρίως γέλαγε. Εκείνος κυρίως μούγκριζε. Καμία συνεννόηση.  
   - Εντάξει, εκεί μέσα, τα έσπασες, είπε αυτή.
      Μετά τους θυμήθηκε και τους άνοιξε να ξεχυθούν έξω. Ήταν λόγο θυμωμένοι και λίγο φτιαγμένοι. Ήταν οι δικοί τους, έτσι κι αλλιώς.
     Πριν φύγει έψαξε με το ένα μάτι τον παπά. Έκοβε ξύλα με βοή και με μανία. Σαν τον Αντριάνο Τσελεντάνο όταν φιλοξένησε την Ορνέλλα Μούτι. Πριν την καταφέρει να του δείξει μπούτι.  
( 1989-2019  hopefully , να’ μαστε γεροί)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

εντυπώσεις ;