Κυριακή, Μαΐου 22

Έρχεσαι ;


Σε σκέφτομαι.
Ντάξει , δε με ξέρεις, ούτε ξέρεις ότι σε σκέφτομαι, αλλά διάολε αυτό δεν αλλάζει τη δική μου διάθεση, σωστά ;
Σε σκέφτομαι με όλη μου τη δύναμη.
Νομίζω ότι σου κάνω μάγια τώρα. Πάρε αναπνοή, βαθειά, πάρε ακόμη μια και κλείσε τα μάτια. Με βλέπεις ; Είμαι η υποψία μιας κηλίδας μέσα από το βλέφαρό σου που νομίζεις ότι είναι τυχαία.
Νιώθεις κάτι ;
Νιώθεις εκείνη τη βεβαιότητα ότι θα είχαμε άλλη τύχη αν είχαμε συναντηθεί ;
Βέβαια, άλλη τύχη. Είναι απολύτως βέβαιο.
Τώρα θα βλέπαμε μαζί φωτογραφίες του γιου μας όταν ήταν δυο χρόνων και θα είχε τα μάτια σου και τα χείλη μου. Θα μου έλεγες ότι αγαπάς τα χείλη μου, θα σου έλεγα ότι αγαπώ τα , τα, τα, δε ξέρω τι θα μου έρχονταν να πω, εντάξει, θα ‘βρισκα κάτι.
Μετά θα σου έκανα καφέ με ρούμι που γουστάρεις και συ θα μου έπλενες το GTI μου φορώντας ένα καυτό σορτς και ξυπόλυτη.
Ωραία θα ήταν, αλλά μετά θα έπιανε ψιχάλα με σκόνη από την Αφρική και θα μούτρωνα που λερώθηκε πάλι και εσύ θα μου έλεγες καμιά εξυπνάδα για την εμμονή μου με το αμάξι και μετά θα γινόμασταν φώλος. Όχι, όχι, τελικά όχι !
Καλύτερα που δε συναντηθήκαμε.
Αλλά πάλι όλα έχουν μονάχα μια ευκαιρία ; όλα ; Αν..
Αν σε είχα συναντήσει στην αίθουσα αναμονής ενός γιατρού, ας πούμε οδοντίατρου που έχουν και ωραίες πολυθρόνες για να περιμένεις το μοιραίο ; Εσύ θα πονούσες και εγώ θα σου έπιανα την κουβέντα για να ξεχάσεις τον πόνο σου και μετά θα έλεγες ότι έχουμε βγάλει ίδια σχολή, και αν θυμάμαι τη Βίκυ από το τρίτο έτος που την είχες ξεμαλλιάσει γιατί έτσι, εγώ θα τη θυμόμουνα τη Βίκυ και φεύγοντας με το σφράγισμα φρέσκο θα την έψαχνα να τη βρώ και θα ξαναέφτιαχνα τη ζωή μου μαζί της. Έτσι εσύ θα γινόσουν ένας καταλύτης στη ζωή μου χωρίς να χρειαστεί να μου πλύνεις και το καταλυτικό το Golf. Ωραία θα ήταν.
Η Βίκυ εννοώ.  Ζωή δεν ορκίζομαι κι όλας… Όχι όχι.  Όχι.
Σε σκέφτομαι. Είναι παράξενο σήμερα το πρωϊνό μου. Γάλα με σκέψεις.
Μου αρέσουν τα πειράματα εμένα. Και οι ζαριές.
Σκέφτομαι να σου κάνω μια πρόταση, άκου.
Να γυρίσουμε προς τα πίσω το χρόνο και να βάλουμε το δάκτυλο σε ένα σημείο όπως πέφτει το μπαλάκι της ρουλέτας. Τυχαία. Και τότε να συνεχίσουμε μαζί τη ζωή, από εκείνο το σημείο.
Μούρλια θα είναι.
Θα αρχίσουμε από ένα τυχαίο σημείο, μια τυχαία ακολουθία γεγονότων και θα αποφασίζουμε κάθε επιλογή μας με μια τυχαία παρόρμηση ώστε να μην πέσουμε στη παγίδα που πέφτουν όλοι.
Αυτονόητα δε θα υπάρχουν.
Τι λες να απογίνουμε ;
Δε θα εκμυστηρευτούμε λεπτομέρειες από το παρελθόν μας αλλά θα πει ο καθένας μόνο από ένα τυχαίο μυστικό του.
Θα νοικιάσουμε το πρώτο σπίτι που θα είναι κάτω δεξιά, τρίτο από το τέλος των αγγελιών της πρώτης αριστερά κρεμασμένης στο περίπτερο εφημερίδας.
Μετά ο καθένας θα κάνει κάθε μέρα ότι του περάσει δεύτερο από το μυαλό. Έτσι δε θα σε πιέζω και για σεξ.
Εσύ, που δε σε ξέρω ακόμη, λέω να κάνεις ότι σου περνάει ως τέταρτη σκέψη, για να μη πέσεις έξω και οικονομικά.
Σε λίγο καιρό οι εκπλήξεις των εξελίξεων θα γίνουν μια πλημμυρίδα και δεν θα υπάρχει χώρος για λογικές ακολουθίες σκέψεων και γεγονότων. Θα γίνουμε το νέο ελληνικό πρόβλημα.
Σε σκέφτομαι.
Νομίζω ότι είναι καλή ιδέα να έλθω και να σε αρπάξω με ένα τυχαίο μέσο, ένα μουλάρι, ένα πατίνι, δε ξέρω τι θα βρεθεί μπροστά μου.
Εμεις δε θα κάνουμε σκέψεις για το μέλλον. Ούτε για την επόμενη μέρα σκέψεις θα κάνουμε.Οι σκέψεις θα γίνονται γεγονότα και θα έρχονται να μας βρούν.
Μα την αλήθεια.... περισσότερες ευκαιρίες για ευτυχία θα έχουμε.
Έρχεσαι ;

Παρασκευή, Μαΐου 6

ένας άντρας για τη σύγχρονη γυναίκα


 
Ήταν καθισμένη σταυροπόδι σε ένα σκαμπό δίπλα στον αποροφητήρα της κουζίνας και κάπνιζε. Ρουφούσε τον καπνό δυνατά και φυσούσε έξω με μεγάλα ουφ, να φύγουν όσα κομμάτια σκασίλας μπορούσε να παρασύρει ένα μεγάλο ουφ. Δε φεύγανε τα περισσότερα. Μένανε σφηνωμένα μέσα στο στήθος σα βρωμερά στουπιά.
         Ο Κλέαρχος πέρασε από το διάδρομο και έπιασε το σκηνικό με τη μύτη πρώτα και μετά με το αυτί. Δε χρειάστηκε να κοιτάξει. Αυτή ήταν η κανονική στάση της Αφροδίτης κάθε φορά που δεν είχε κάτι να απασχολεί τα χέρια της και, κυρίως, το μυαλό της. Δεν τη ρώτησε τίποτε. Κοντοστάθηκε να δεί αν θα κάνει κάποια κίνηση εκείνη. Εκείνη δεν έκανε. Ούτε νεύμα. Τα μάτια της ήταν καρφωμένα στο ντουλάπι και δεν είχαν πείνα για ερεθίσματα.
        Κάτω από το δρόμο έφταναν οι ήχοι της πόλης που ζούσε. Ακούγονταν παιδιά. Δυό από αυτά, γερά και χαρούμενα ήταν τα δικά τους. Ακούγονταν αυτοκίνητα. Και από αυτά δυό καινούργια ήταν δικά τους. Ακούγονταν σκυλάκια που δοκίμαζαν τη δύναμή τους γαυγίζοντας το ένα στο άλλο. Μια στιγμιαία επιβολή είναι σημαντικό πράγμα για τα τετράποδα. Ένα από τούτα, τα σκυλιά της πόλης ήταν το δικό τους, μια υπέροχη αφορμή χαράς.
      - Θέλεις να ..  ψέλισσε ο Κλέαρχος
   - Άσε με λίγα λεπτά .. δεν έχεις κάτι να κάνεις ;
      - Θα πάω για περπάτημα στο…
   - Πάρε το σκύλο, έχει γανιάσει εδώ μέσα.
      - πάω …
   - Φέρε μου τσιγάρα από απέναντι , όχι τα slim που πήρες τις άλλες, κοίτα το πακέτο καλά.
   - I know, λατρεία μου, μια φορά έκανα λάθος, πέρασαν και βδομάδες, παραγράφονται και σημαντικότερα από τούτο.

       Ο Κλέαρχος έβαλε τα πάνινα και σφύριξε στη σκύλα. Αυτή που είχε γανιάσει εδώ μέσα. Η σκύλα έπιανε τα υπονοούμενα και ακολούθησε χωρίς ιδιαίτερα πανηγύρια, ήξερε ότι σήμερα δεν θα είναι μια χαρούμενη βόλτα. Το είχε δει το έργο το ζωάκι.
       Έκλεισε την εξώπορτα πίσω του με αρκετή μαεστρία. Όχι πολύ απαλά για να μην εκπέμψει νηφαλιότητα. Ούτε τραγικά δυνατά για να μην προκαλέσει μάταιους διαξιφισμούς. Την τράβηξε με ένα ελεγχόμενο βρόντηγμα ώστε να δηλώσει ότι το δικό του ξέσπασμα δεν αργεί πολύ ακόμα. Δεν ευχαριστήθηκε όμως. Βηματίζοντας προς το ασανσέρ αισθάνθηκε μαλάκας. Γύρισε, άνοιξε, έκανε πως ξέχασε να πάρει σακουλάκια για του σκύλου τα κουραδάκια, και βγήκε κοπανώντας την δυνατότερα. Τώρα του φάνηκε πως η δήλωση ήταν crystal clear.
       Η άλλη σκύλα άκουσε την πόρτα να κλείνει και ξεφύσησε με ανακούφιση την τελευταία τζούρα. Πήρε το τηλέφωνο και πήρε την όμοιά της, της απέναντι πολυκατοικίας.
     - Μόνη είμαι, έλα.

      Έβαλε δυνατό χαρμάνι στην καφετιέρα και άναψε το επόμενο.
Απέναντι, πάνω στο ντουλάπι της κουζίνας άρχισαν να περνάνε τα θέματά της σαν τίτλοι του cinema. Όπου να’ ναι θα τα βροντήξω. Έχω βάλει εκείνα τα τρία κιλά εδώ πάλι γαμώτο μου. Η κάρτα δεν ήλθε ακόμη, να δω με τι φράγκα θα την πληρώσω. Κι εκείνος ο αμίλητος του τρίτου ορόφου σα χαφιές να μπαινοβγαίνει στο γραφείο συνέχεια, δε παθαίνει και τίποτε ο μαύρος ο σκύλος, αβίωτη έχει γίνει η εταιρία. Πρέπει να πλύνω τη χύτρα. Ένα βουνό σίδερο μαζεύτηκε πάλι. Άει στα κομμάτια… Άει στα…
      - Όχι εσύ καλέ, μουρμουρίζω μόνη μου, έλα μέσα.
     Η Τζένη μπήκε με τα φρύδια ανασηκωμένα και άνοιξε το ντουλάπι να διαλέξει κούπα. Τα χέρι της έτρεμε ελαφριά από το τσίτωμα. Η καφετιέρα γουργούριζε, το στομάχι της την πέθαινε και ο καφές έσταζε αδυσώπητα αργά σαν την ελπίδα.
        - Απολύθηκα. Σήμερα. Μαζί με άλλους τέσσερις. Δώσε ένα.
   - Ο Νίκος τι λέει ;
        - Ίσως είναι για καλό λέει ο μαλάκας, άστον από δω πέρα. Θα πάρει το Μήτσο και θα πάει στο καφενείο, παίζει ο ΠΑΟΚ  λέει, αυτό λέει. Ποιος τον γαμεί.
   - Κάποιος θα τον γαμεί, ή κάποια, εσύ πάντως δε σε βλέπω.
        - Από μένα χαρά δε θα δεί. Τελειώσαν αυτά. Τα γούστα είναι για τα τζόβενα. Ας πάει στη μάνα του για ρυζόγαλο. Να της πει και τα παράπονά του, να κλάψει στον κόρφο της και να πάνε οι δυό τους στο διάολο αγκαζέ. Λέγε, λέγε τώρα. Τα δικά μας.
   - Κάτι μου ετοιμάζει αυτός.
         - Ο Κλέαρχος ;
   - Μμμμμ. Έγνεψε καταφατικά ανάβοντας το τελευταίο της.
         - Άπλα τον έχεις, κάντου κανένα σκηνικό να μαζευτεί.
   - Δε τον θέλω και στα πόδια μου. Γίνεται αφόρητος. Που τη βρίσκουν την όρεξη ; Που τη βρίσκουν μου λες ;
         - Κάντου κανένα κρασάρισμα, να σε τρέξει και σε δυό νοσοκομεία, να κλάσει λίγες μέντες, θα μαζευτεί. Όσο τα βρίσκει όλα στην εντέλεια το μυαλό του ψάχνει που θα τη χώσει.
   - Δε με βλέπεις ρε Τζένη, κρασάρισμα είμαι ολόκληρη. Τι να κάνει κι αυτός. Τελειωμό δεν έχουμε εδώ μέσα. Τέσσερα φέρνει πέντε χρειάζονται. Πέντε να φέρει έξι θέμε. Θα μας σιχτιρίσει τελικά όλους. Αυτό τον μήνα του ζήτησα και για τη δόση. Ένα φροντιστήριο της μεγάλης πληρώνω και αυτό με το ζόρι. Όλα τα άλλα έχουν πέσει πάνω του. Το βράδυ τινάζεται 5 η ώρα και πηγαίνει στο μαγαζί. Θα τον πάρει ο ύπνος στο τιμόνι κανένα πρωίνό και θα έχω άλλα.
         - Εσύ τουλάχιστον τον αρμέγεις. Ο Νίκος ακόμη ψάχνει δεύτερη δουλειά. Τους έκοψαν όλα τα μπόνους φέτος και τον Απρίλιο θα τον πάρει μαζί με το Μάη, λέμε τώρα. Τρώμε τις σάρκες μας. Μας βλέπω να ξεπουλάμε το εξοχικό και να δω που θα μαζέψω τα παιδιά φέτος το καλοκαίρι. Καλά την βγάζαμε.
    - Κάτι θα γίνει, έλα γειά μας, κάτι θα γίνει.

    Το κλειδί στην πόρτα σήμανε συναγερμό. Ήρθαν τα παιδιά, να βάλω την τοστιέρα στη μπρίζα, Μπουμπούκα μου πεινάς ;
    - Μπουμπούκος ! Έφερα το σκύλο. Πάω μια γύρα. Γειά Τζένη.
        -  Έφερες τσιγάρα ;
    - Έτσι θα σας άφηνα ; είπε αυτός, βυθίζοντας ένα βλέμμα με χίλια νοήματα στα μάτια της Τζένης.
        - Αδυνάτισες Κλέαρχε, γυμνάζεσαι ; Σου πήγε.
      Καργιόλα ( σκέφτηκε η Αφροδίτη ) …
        - Σωστά τσιγάρα σήμερα το παληκάρι μου… ( μη χέσω )
     - Κορίτσια σας αφήνω να τα πείτε, πάω για τρέξιμο.
        - Έβγαλαν και τρέξιμο για Nintendo ;
      Ο Κλέαρχος δεν άκουσε. Έριξε την μαύρη πετσέτα στους ώμους, ρούφηξε τη κοιλιά, πέταξε έξω τους ώμους και πέρασε από την κουζίνα καμαρωτός για ένα φιλί. Στη Τζένη φυσικά.
        - Ωραία κολώνια , μουρμούρισε η Τζένη.
     - Του μπαμπά του του μακαρίτη . Δήλωσε η σκύλα.   

      Εκείνο το καλοκαίρι ο Κλέαρχος έφερε για τελευταία φορά τσιγάρα με λάθος πάχος. Ένα βράδυ, ήσυχα, χωρίς δια-δηλώσεις έπαθε έμφραγμα και έφυγε από τον θίασο. Σαρράντα οκτώ χρονών. Η ζωή κύλησε πάνω από τα ίχνη του σα φαγάνα.
      Εκείνο το Φθινόπωρο ο Τρύφωνας βρήκε το θάρρος να πλησιάσει την Αφροδίτη. Η ιδέα του ήταν απλή, τετράγωνη, εφαρμόσιμη. Θα ενώνανε τις ανάγκες τους και τις ρουτίνες τους για να τα βγάλουνε πέρα. Ο Τρύφωνας τη γούσταρε την Αφροδίτη. Μπορούσε να την κυκλοφορεί και να αισθάνεται επαρκής. Έχει σημασία να κυκλοφορείς και να αισθάνεσαι επαρκής. Δεν θα της στερούσε τίποτε. Για έρωτες στα εξηνταπέντε ούτε λόγος. Για γούστα όμως, πρώτος και καλύτερος. Και σκαφάτες διακοπές και αστεράτα ξενοδοχεία και πισίνα στο σπίτι. Εκεί στη πισίνα βρήκε την Αφροδίτη η Τζένη. Ήταν μια ηλιόλουστη Σεπτεμβριανή Κυριακή. Ο Τρύφωνας ετοίμαζε κοκταίηλ περιμένοντας σαν σαλιάρης να ξεντυθεί η φίλη της Αφροδίτης. Ήταν χαρούμενος που δεν βολόδερνε ποια σα μπακούρι στις ναυτικές λέσχες. Ότι ήθελε ήταν μπροστά στα μάτια του. Σε αποδεκτή τιμή.
     - Τι χαμπάρια Τζενάκι ;
- Σκατά. Τι ρωτάς ; Πουλήσαμε κοψοχρονιά το ρημάδι και ούτε για τρείς μήνες δε θα τη βγάλουμε. Ο Παοκτζής τρέχει δεξιά και αριστερά για δάνειο. Έχει φάει τόση πόρτα που θα χέζει πόμολα.
     - Σκάσε βλαμμένη, θα με πνίξεις.. που τα βρίσκεις.
- Tα βρίσκω μπαστούνια , εκεί τα βρίσκω. Έχω τον να κλαίγεται σα νηστικό σκυλί με την ανέχεια που τον βρήκε, δε γίνεται λέει με δυό πτυχία να μην τον θέλουνε πουθενά ούτε με 700 ευρώ, κυκλοφοράει όλη νύχτα στο σπίτι και άμα τον ρωτήσω τι έπαθε μου λέει που να στα εξηγώ εσένα, εμένα την ηλίθια εννοεί που δεν καταλαβαίνω ότι άντρας που δε φέρνει χρήμα αισθάνεται γυναίκα και χειρότερα στο ίδιο του το σπίτι. Και μετά τον παραμονεύω να τον δώ τι μουρμουρίζει και βρίζει τον Μουσλίμοβιτς και τον Ίβιτς που σέρνονται και άκρη δε βγάζω. Ηλίθια πρέπει να είμαι, όντως. Σαν ηλίθια αισθάνομαι που τον τρέφω και τον πλένω και τον ανέχομαι ταυτόχρονα. Χίλιες φορές καλύτερα να ήμουν μοναχή.
      - Δεν τα ‘λεγες αυτά πέρυσι στην παραλία που κάναμε τσιγάρο και χαζεύαμε τα τεκνά και εκείνος ψήνονταν στην πόλη όλον τον Αύγουστο, άλλαξες γρήγορα μου φαίνεται κασέτα, αλλά καταλαβαίνω και δε μιλώ, γιατί εκ του ασφαλούς δε θέλω…
- Εσύ φιλενάδα τον βρήκες τον τρόπο, τι να λέμε, είναι να σου κάτσει..
     - Για να σου κάτσει πρέπει να του κάτσεις.
- Μωρέ να του κάτσεις, να του κάτσεις λέω στον εαυτό μου κάθε βράδυ.
     - Και ναι και όχι.
- Γιατί και όχι ;
     - Δε θέλεις να τον δεις γυμνό…κάθε επιλογή έχει την ουρά της Τζένηηηηηη
- Δε θέλω ούτε ντυμένο, αλλά το κοκταίηλ θα το πιώ, έκανε και ρίχνοντας μια ματιά να δει την ποσότητα της πείνας του Τρύφωνα έσκυψε και άρχισε να λύνει τα πέδιλα. Ύστερα ρούφηξε τη κοιλιά και τράβηξε με μια κίνηση επάνω την πουκαμίσα. Άφησε το ρούχο να πέσει και τεντώθηκε τάχατες φτιάχνοντας τον κότσο της με μια επιμονή που έδωσε στα στήθη της το χρόνο να επιδράσουν. Του δύστυχου ευτυχισμένου τα κοκταίηλ παρ’ ολίγο να χυθούν.
Και οι ελάχιστοι χυμοί του επίσης.
      Ήταν όλοι καλά. Εκείνος ο χειμώνας θα ήταν καλύτερος. Υπήρχε μια βεβαιότητα ότι εκείνος ο χειμώνας θα ήταν καλός. Tα παιδιά είχαν αρχίσει να επιστρέφουν από τις κατασκηνώσεις τους και τα θέρετρα. Τα σχολειά τους ήταν  εγκαίρως τακτοποιημένα. Άγχος δε φαινόταν να πλησιάζει από καμιά γωνία. Υπήρχε μονάχα μια δημιουργική ανάγκη για αναννέωση. Η Αφροδίτη είχε αρχίσει να σχεδιάζει το μέλλον. Απέναντι , εκεί που τα σατεν υφάσματα λικνίζονταν από την αύρα εξασφαλίζοντας την ιδιωτικότητα του χώρου με την πισίνα, εκεί άρχισαν να τρέχουν τα θέματά της σαν τίτλοι του cinema. Πρέπει να φέρω τη μάνα μου εδώ, ένα βράδυ, να δει που έφτασα και να καταπιεί τις γκρίνιες της σαν ελιές με το κουκούτσι. Ο Τρύφωνας θέλει λίγα ρουχαλάκια διαλεγμένα από το χεράκι μου. Σα σκατό ντύνεται. Λίγα και σωστά ρουχαλάκια και ένα καλό κουρέα, δε μπορώ να τον τριγυρίζω έξω έτσι. Από τη Τζένη πάλι ώρα να ξεκόβω. Έχει μια κακία που δε την περίμενα η καργιόλα. Έχει κάτι το μάτι της. Θα με φάει .. Να πάρω τα παιδιά. 
- Τρύφωνα πιάσε το i-pod μου και τα τσιγάρα αγάπη μου. Έτοιμα τα κοκταίηλ ; Τι θα κάναμε χωρίς εσένα ; Τι θα κάναμε.

    Ο Τρύφωνας κατεύθασε με τα κοκταίηλ και τα άφησε αργά αργά στα τραπεζάκια μέχρι να χορτάσει το μάτι του από όλες τις καμπύλες που διψούσε το μυαλό του. Ύστερα αποσύρθηκε στο γραφείο του να κανονίσει παρέα για το ταξίδι στη Πράγα, εκείνο το δήθεν επαγγελματικό που ξέρουμε όλοι και κανένας δε το μαρτυράει. Και αφού τα έφτιαξε με το μυαλό του όλα παστρικά, έκανε μια κλήση στην κόρη του την Αθηνά. Εκείνη δε το σήκωσε. Ούτε το τηλέφωνο ούτε καν το μάτι. Πόσο μάλλον το γάντι. Ήξερε ότι είναι άλλο ένα τροπάριο, ο μπαμπάς την ήθελε πλέον στην εταιρεία να αρχίσει να μπαίνει στο νόημα, να αρχίσει να κωλοπετσώνεται, έτσι έλεγε αυτός, να αρχίσει να μπαίνει στα παπούτσια του, 43 νούμερα με στραβούς πάτους και πολύ κακό ιδρώτα.
     Η Αθηνά ξέχασε γρήγορα τον ήχο της κλήσης. Πάνω της και μέσα της είχε το αγόρι της και γύρω γύρω τίποτε άλλο. Έκανε έρωτα συχνότερα τώρα τελευταία με μια ορμή που δεν μπορούσε να εξηγήσει, τώρα στα τριάντα πέντε της , δεν την θυμόταν ετούτη την ορμή πριν δέκα χρόνια. Ο Νικόλας την τρυγούσε όμορφα, την έκανε να φωνάζει δυνατά, χωρίς να νοιάζεται αν ακούνε κι άλλοι, αυτό ήταν το πολύ αλλιώτικο, εφώναζε χωρίς να νοιάζεται αν ακούνε άλλοι. Εκείνος δεν ήτανε κανένα κελεπούρι, απλά με μια ματιά στο βλέμμα του τον καταλάβαινε ότι δε ζητούσε από εκείνη τίποτε ως αντάλλαγμα, μονάχα να είναι γυναίκα. Όταν ήτανε μαζί, αυτό της έλεγε, το μόνο που ζητούσε αυτός ήταν αυτό το αυτονόητο, να είναι απλώς γυναίκα. Η Αθηνά είχε χορτάσει από άντρες που σχεδιάζανε το μέλλον. Με τέτοιον μπαμπά μεγάλωσε, που έστρωνε τα πούλια στην εντέλεια και σε στρίμωχνε με μαεστρία στο πλακωτό και δε σου άφηνε παρά μονάχα τις πεντάρες για ανάσα. Και ύστερα, καθώς εσύ η ηλίθια, έριχνες κάποτες πεντάρες, έκρηξη γινότανε οργής και σκότος στο μυαλό του, για να το εξηγήσει γιατί η μοίρα τιμωρεί τους ικανούς με τόσο μίσος.
    Έ, αυτός, ο Νικόλας δηλαδή, ο άσημος και ατημέλητος Νικόλας της, δεν έστρωνε κανένα πούλι, γιατί είχε μια ματιά στα πράγματα και μια εμπιστοσύνη στη ζαριά που σκότωνε όλες τις δυσκολίες. Ζούσε μαζί της γιατί την ήθελε κι όχι για να τη δείχνει, κοιμόταν μαζί της για να τη μυρίζει και όχι από φόβο να κοιμηθεί μοναχός. Δεν της έκανε δώρα, της έκανε εκπλήξεις. Δεν ήθελε παιδιά, δεν ήθελε γονείς, δεν ήθελε κουμπάρους, δεν ήθελε επετείους, ήθελε εκείνην και την κάθε μέρα χωριστά. Και η Αθηνά είχε επίγνωση τι ήθελε από αυτόν. Ήθελε έναν άντρα για να της θυμίζει ότι ήτανε γυναίκα, αυτή με το λυμένο οικονομικό, με την καριέρα εξασφαλισμένη, με τα υπαρξιακά της στο ζενίθ και τις παρεκτροπές της στο ναδίρ, αυτή η γυναίκα άντρας, το νέο ισχυρό φύλλο, ήθελε έναν άντρα γυναίκα δίπλα της. Να ξυπνάει το πρωί και χορτάτη από έρωτα, με γαληνεμένη την ψυχή της να ορμάει εκεί έξω στην αρένα για να σκοτώσει όσους περισσότερους μπορεί. Όσο περισσότερους μπορεί. Κι εκείνος, αν γίνεται, ανάμεσα στις δουλειές και τα νταλαβέρια του, ανάμεσα στα αντρικά του τα ξεσπάσματα και τα νεύρα της δικής του της ζωής, να βρίσκει χρόνο να της φέρνει ένα καφέ το πρωϊνό στο κρεβάτι τους, το κρεβάτι ΤΟΥΣ , αυτό το τέλειο θεραπευτήριο και η ματιά του να είναι το τριαντάφυλλο στο δίσκο. Αυτός ήταν ο τέλειός της.
Ένας άντρας για τη σύγχρονη γυναίκα, αυτός. Ο Νικόλας ο άσημος.

Κυριακή, Μαΐου 1

παραμύθι για τον έλληνα εργαζόμενο


     Τον Θανασάκη η οικογένειά του δεν μπορούσε να τον θρέψει. Έτσι τον έστειλε για δουλειά στα κτήματα του γείτονα τσιφλικά μέχρι να μπορεί να πατήσει στα πόδια του. Εξάλλου η καλύβα που του παραχώρησε ο κύριος Όθωνας ήταν εφάμιλλη με ότι ο μπαμπάς του Θανασάκη αποκαλούσε «το τσαρδί μου».
    Ο Θανασάκης έβλεπε και μάθαινε γρήγορα. Παρατηρούσε και τα καλά και τα στραβά που συνέβαιναν στο μεγάλο υποστατικό της οδού Ευρώπης. Ο Όθων ήταν ένας ακριβοδίκαιος μπονβιβέρ σπουδαγμένος Δυτικότροπα και προσαρμοσμένος Ελληνότροπα. Φρόντιζε να μη του βάζουν χέρι οι πλιατσικολόγοι και όταν ερχόταν η ώρα να βάλει χέρι αυτός, χρησιμοποιούσε τρίτους, ανθρώπους χωρίς πολλούς ενδοιασμούς με μια ικανή ποσότητα λαιμαργίας. Τους έδινε ποσοστά και τους έκλεινε το στόμα.
     Τα πρώτα χρόνια ο Θανασάκης αισθανόταν αηδία για αυτούς, τους αποκαλούσε τα μακριά χέρια του αφεντικού. Ήταν ο Χαφιέ, η Ιρλάνζ, ο Σύλβιο, αυτοί σίγουρα αλλά και άλλοι προφανώς που δεν άφηναν ευδιάκριτα ίχνη για τις βρομοδουλειές τους.
    Πέντε δέκα φορές είπε να ψάξει για άλλο υποστατικό ο μικρός, του πέρασε ιδέα να γυρίσει στο τσαρδί και να το φτιάξει από τα θεμέλια όπως ήθελε αυτός, να σκάψει τους κήπους, να βάλει κοτόπουλα και κουνέλια από πίσω, να βάλει και κατσίκα. Μα του έμοιαζε μαραθώνιος ετούτος ο δρόμος.
    Στου αφεντικού το υποστατικό έμπαινε και έβγαινε κόσμος. Ο Θανασάκης ήταν εκεί γύρω επίτηδες, έπαιρνε από τα χέρια των υπηρετριών τους καφέδες και τους πήγαινε στα αφεντικά. Μια μέρα που βγήκανε φωτογραφία όλοι οι μεγαλοτσιφλικάδες στο σαλόνι με τα μεγάλα παράθυρα της οδού Ευρώπης ο μικρός είχε μόλις ακουμπήσει τα ουίσκια και τον πήρε η κάμερα στην άκρη καμαρωτό να στέκεται με την βράκα του την Κυριακάτικη.
    Σιγά σιγά έμαθε να λέει μικρές εξυπνάδες και οι τσιφλικάνοι τον αγάπησαν, του χτυπούσαν την πλάτη και από το χαμόγελό τους ο Θανασάκης έβγαινε ενισχυμένος συναισθηματικά.
    Ο μικρός ήταν καλός. Ανέβασε το μισθό του κάνοντας ακριβώς ότι τεμενάδες χρειαζόταν στον Όθωνα, πήρε και κανά δυό τρείς, εξήντα τρεις φορές μπαξίσια και δανεικά, ντύθηκε, ξουρίστηκε σουλουπώθηκε και έγινε εξ απορρήτων , έτσι το έθετε αυτός.
Που και που γύριζε στην κυρία Αγλαία και τον Περικλή και κρεμούσε μια αρμαθιά λουκάνικα Μονάχου στο πλυσταριό για να τους κάνει το κομμάτι του. Τους μιλούσε με τις ώρες για τα μεγάλα κεφάλια και τις παστρικές μπίσνες με τους εγκάθετους του τσιφλικά, τα μάτια του ποτές δεν ήταν τόσο ζωντανά.
    Μια μέρα ο Θανασάκης είδε τον μπαμπά του να μπαίνει στου Όθωνα. Κρύφτηκε στους θάμνους από σαστιμάρα. Πριν περάσει μια ώρα ο πατέρας του βγήκε με κόκκινο από έξαψη πρόσωπο και έτρεξε προς το τσαρδί. Ο Περικλής φαινόταν διαφορετικός. Και αυτό επιβεβαιώθηκε το βράδυ που πέρασε και πήρε το παιδί του σπίτι, όπου τους περίμενε μια υπερήφανη μάνα, με ένα τραπέζι γεμάτο γεμιστή κότα, λαχανικά και τρομερή τούρτα σοκολάτα. Οι δυό γονείς του Θανασάκη κοιτιόντουσαν με θριαμβευτικό ύφος και παρ΄ολίγο να τον διώξουν πριν την ώρα του με εκείνο το εμφανές ρίγος που έχουν δυό που θέλουν να αποσυρθούν μόνοι στην κρεβατοκάμαρη. Το τσαρδί στέναξε εκείνο το βράδυ.
   Το πρωί πέρασαν οι αστυφυλάκοι και πήραν τον μπαμπά του Θανασάκη, τον Περικλή, στο τμήμα ασφαλείας Ευρώπης 17. Με συνοπτικές διαδικασίες αποκαλύφθηκε ότι ήταν ο υπαίτιος για δεκάδες υπεξαιρέσεις τα τελευταία εκατό χρόνια. Το αστείο για τον Περικλή ήταν ότι πάτησε μόνο μια φορά το πόδι του στο μεγάλο υποστατικό. Τον πέταξαν στα κάτεργα και του πήραν το τσαρδί για στάβλο των αλόγων τους.
   Ο Θανασάκης αποσβολωμένος πήγε έναν περιποιημένο καφέ στον κύριο όθωνα και τον κοίταξε με ένα τεράστιο παράπονο.
- Ο κύριος Περικλής είναι ο μπαμπάς μου.
- Σσσσσσς. Ωραίος καφές, μπράβο ρε μικρέ. Ο κύριος περικλής είναι απρόσεκτος. Δεν έπρεπε να σε αφήσει από την αρχή να ξεπορτίσεις. Τώρα μου χρωστάει τα έντερα και θα πρέπει εμείς να βρούμε μια λύση. Θα δουλεύεις λίγο παραπάνω για μερικά χρόνια και εγώ θα σε προσέχω να μη πάθεις κακό. Ο μισθός σου θα είναι η επιστροφή των χρεών σας. Θα τρώς εδώ. Εδώ θα κοιμάσαι, εδώ θα ονειρεύεσαι, εδώ θα αναπνέεις, αέρα της οδού Ευρώπης. Και εγώ θα σε φροντίζω, ότι και αν χρειαστείς. Ντάξει μικρέ ;