Σάββατο, Αυγούστου 27

τι να γράψει κανείς ;

      Τα γεγονότα που δίνουν σχήματα στην καρδιά μας είναι ταπεινά. Θυμάμαι μερικά.
      Θυμάμαι οκτάχρονο παιδί να με στριμώχνει ένας διαταραγμένος σε μια αλάνα και να μου χτυπάει, δυο φορές, το κεφάλι σε έναν τοίχο μιας λευκής πολυκατοικίας. Μετά να φεύγει όπως εμφανίστηκε. Ο τοίχος ήταν με εκείνο τον πεταχτό πρόχειρο σοβά που εγκαταλείπουν στους τοίχους οι εργολάβοι όταν πρόκειται για το πίσω μέρος μιας οικοδομής. Δεξιά μου καθώς εκείνος μου κρατούσε το κεφάλι από τα αυτιά, είχε μερικά παλιά πεταμένα τούβλα και κάτω ήταν χαλίκια με κοκκινόχωμα. Ο ουρανός ήταν μπλαβί, αρκετά φορτωμένος με σύννεφα ώστε να προβλέψεις κακοκαιρία. Δεν υπήρχαν άλλοι ήχοι, εκτός από τον ξερό κρότο του σοβά καθώς χάραζε το πίσω μέρος του κεφαλιού μου με λερωμένες, υπέθετα, γραμμές. Δεν θυμάμαι το πρόσωπό του, είχα αδυναμία να συγκροτηθώ και να το απομνημονεύσω και μεγάλο φόβο να αντιμετωπίσω τα μάτια του που ποιος ξέρει τι σπίθες θα έβγαζαν. Αν τα είχα κοιτάξει μπορεί να ήταν ήρεμα και όλο αυτό να είχε καταγραφεί με λιγότερο τραγικό τρόπο στη μνήμη μου. Θυμάμαι την αίσθηση των χεριών του, ποιο σκληρή από όσα χέρια μου είχανε τραβήξει τα αυτιά. Γιατί μας τραβούσανε πολύ τα αυτιά, εκείνα τα χρόνια. Θυμάμαι τα χαλίκια στις χούφτες μου όταν κάθισα χάμω να φύγει λίγο η ζαλάδα. Θυμάμαι τη μυρουδιά του χώματος σαν ανέβασα τις παλάμες να σκουπίσω τα μάτια. Δεν θυμάμαι αν έβρεξε. Απλώς καταχωρήθηκε σαν κακοκαιρία.
       Θυμάμαι τις ματιές που έριχνα στα ερημικά στενά, τα χωρίς πολύ κόσμο, πριν περάσω, εβδομάδες και μήνες μετά την εμπειρία εκείνη. Τα γεγονότα που δίνουν σχήματα στην καρδιά μας είναι ταπεινά. Από όλα τα πράγματα που μεταφέρει η ψυχή μας στον κάδο απορριφθέντων ποτέ δεν της ξεφεύγουν τούτα, τα πιο ταπεινά, τηρουμένων των αναλογιών, επεισόδια. Για να τα ανακαλούμε τόσο ζωντανά ωστόσο, πρέπει να διαδραμάτισαν μείζονα ρόλο στην εξέλιξή μας.
       Θυμάμαι μια κοκορομαχία στο δημοτικό σχολείο. Μέσα στη σάλα που γύρω της είχε πόρτες προς τις αίθουσες, κρεμαστάρια για τα χοντρά παλτά μας και ανάμεσά τους πορτραίτα των πρωταγωνιστών της επανάστασης του είκοσι ένα. Θυμάμαι να με γκρεμίζει ο Γιάννης με ένα αποφασιστικό σπρώξιμο πίσω στα σανίδια, εκείνα τα πολυκαιρισμένα σανίδια οξυάς με τις τρύπες στα σημεία που θα ήταν πρώτα οι ρόζοι του ξύλου, με τις στρογγυλεμένες ακμές από τα παπούτσια εκατό γενιών παιδιών, με το γκρί, χωματί γκρίζο χρώμα τους. Θυμάμαι που καθώς έπεσα πίσω ένιωσα ότι δεν πονάω πουθενά, θυμάμαι πως, μια αύρα μούχλας, πέρασε μέσα από το σχισμένο πάτωμα και μετέφερε δροσιά από το υπόγειο στο δεξιό μάγουλό μου, θυμάμαι πως μπόρεσα να σκεφτώ ότι με κοιτάζουν αρκετά από τα αγόρια και κορίτσια που η γνώμη τους για εμένα μετράει, θυμάμαι που κύκλωσα με τα πόδια μου το ένα πόδι του Γιάννη και το τράβηξα απότομα προς τα μένα, τον θυμάμαι να με κοιτάζει έκπληκτος για δεύτερα πριν πέσει πίσω ανάσκελα κι εκείνος, την θυμάμαι αυτή την ιδιότυπη ισοπαλία που εξελίχθηκε σε ήττα γιατί την άλλη μέρα ο συμμαθητής ήρθε με νάρθηκα στο αριστερό χέρι, με κοίταξε με λίγο μίσος και με λίγη χαιρεκακία, θυμάμαι τα κόκκινα πυρωμένα μάγουλά μου και τα μάτια μου να κατεβαίνουν στο πάτωμα, το ήξερα ότι ήταν παχύς και πως αν τον ρίξεις κάτω κάτι θα σπάσει, το ήξερα εκείνη την στιγμή που η αύρα της μούχλας βγήκε και πέρασε από το δεξιό μάγουλό μου, μα τον έριξα κάτω γιατί μας κοιτούσε η Αλίκη. Θυμάμαι για εβδομάδες να γυρίζω σπίτι με το στομάχι πέτρα, ώσπου ο νάρθηκας του Γιάννη βγήκε και ο θυμωμένος Γιάννης με ξαναχαστούκισε, ώσπου τα πράγματα να αποδοθούν στα πράγματα, αθώα, και να επιδιορθωθεί το οικοδόμημα της νεανικής μας δικαιοκρισίας.
       Τα γεγονότα που δίνουν σχήματα στην καρδιά μας είναι ταπεινά. Έχουν όμως μια δυό ιδιαιτερότητες. Είναι μοναδικά, προσωπικά, έχουν συμβεί σε καίριες στιγμές και έχουν κάποια αιχμή που δεν επιτρέπει στην ψυχή μας να τα χώσει στον κάδο απορριφθέντων με τίποτα.
        Στο πρώτο από τα γράμματά του προς έναν μαθητευόμενο ποιητή στην αρχή του περασμένου αιώνα , ο Rainer Maria Rilke γράφει :
«Ρωτάτε αν είναι καλοί οι στίχοι σας. Ρωτάτε εμέναν. Ρωτήσατε βέβαια κι άλλους πριν. Τους στέλνετε στα περιοδικά. Τους συγκρίνετε μ’ άλλα ποιήματα. Αναστατωνόσαστε αν κάποιοι αρχισυντάκτες σας γυρνάνε πίσω τα ποιητικά σας δοκίμια. Από εδώ και μπρός σας παρακαλώ να τα’ απαρνηθείτε όλα αυτά . Η ματιά σας είναι γυρισμένη προς τα έξω. Αυτό, προπάντων, δεν πρέπει να κάνετε τώρα πια. Βυθιστείτε στον εαυτό σας, αναζητήστε την αιτία που σας κάνει να γράφετε, δοκιμάστε αν οι ρίζες της φυτρώνουν απ’ τις πιο βαθιές γωνιές της καρδιάς σας. Αν ίσως η καθημερινότητά σας σας φαίνεται φτωχή, μην την καταφρονήσετε. Καταφρονήστε τον ίδιο τον εαυτό σας που δεν είναι αρκετά ποιητής και δεν μπορεί να καλέσει κοντά του τα πλούτη της…»
   ( μτφρ Μάριου Πλωρίτη, Γράμματα σ’ ένα νέο ποιητή, 1929. R.M.RILKE , εκδ. Ίκαρος ) .
       Τα γεγονότα που δίνουν σχήματα στην καρδιά μας είναι ταπεινά. Εάν από τη καρδιά μας τραβήξουμε με θάρρος, σαν από κακοπλεγμένο εργόχειρο, μερικές θηλιές, κλωστές, τις απλώσουμε σε χαρτιά να υπογραμμίσουνε τις λέξεις, έως να είναι αναγνωρίσιμες από έναν αναγνώστη, τότες θα έχουμε ελπίδα να γράψουμε ιστορίες, μια ή δυο, με αυτοβιογραφικές αναφορές και μύχια κίνητρα, ιστορίες που θα αξίζει να ειπωθούν και κάποτες να ξαπλώσουν μέσα σε ένα εξώφυλλο με ένα τίτλο και μια χρονολογία, και να μεταδοθούν. Νομίζω ότι είναι η πιο δίκαιη απάντηση στην ερώτηση … Τι να γράψει κανείς ;
       Έχω κάνει αποτυχημένες απόπειρες να γράψω κείμενα για έναν τίτλο που ορίζουν διαγωνισμοί, με καταληκτικές ημερομηνίες, με κίνητρο να δηλώσω παρών, ταλαντούχος, υποσχόμενος και διακεκριμένος. Πανωλεθρία. Νομίζω πως τίποτε δεν αξίζει να γράφεις, αν δεν τριγυρίζει γύρω από το προσωπικό σου βασικό «σκάσιμο», εκείνο που αν δεν ειπωθεί τώρα αμέσως, θα σε κάνει θηρίο. Πρέπει να γράψεις εκείνο που είσαι υποχρεωμένος να γράψεις. Τα κυριότερα από όσα απέτυχε ο χρόνος να εξουδετερώσει. Κι ας είναι ταπεινά.

Κυριακή, Αυγούστου 21

τα ράφια



  “Γιατί κάτι που υπήρξε ωραίο θρυμματίζεται στην ανασκόπηση ; Επειδή έκρυβε άσχημες αλήθειες ; Μερικές φορές η ανάμνηση κάνει απιστίες στην ευτυχία, κι αυτό συμβαίνει, όταν το τέλος υπήρξε οδυνηρό. Επειδή με πόνο τελειώνει μόνο κάτι που πονούσε πάντα, χωρίς όμως να το συνειδητοποιούμε και να το αντιλαμβανόμαστε. Επειδή η ευτυχία εκείνης της περιόδου δεν ήταν απόρροια της υπαρκτής κατάστασης αλλά ζούσε πάνω σε μια υπόσχεση που τελικά δεν τηρήθηκε .” (Διαβάζοντας στη Χάννα. Μπέρνχαρτ Σλινκ μτφρ Ιάκ. Κοπερτί 1998) 

   Πόσο δρόμο μπορείς να διανύσεις με όχημα μερικές υποσχέσεις ; Πολύ. Μπορείς να αποφασίσεις μοναχικότητα ή συντροφικότητα, τεκνοποίηση ή όχι ,τον τόπο της διαμονής σου, την κύρια και δευτερεύουσα δραστηριότητα, σημαντικές αλλαγές, προοδευτικότητα ή συντηρητισμό, εξέλιξη ή στάση αναμονής. Κι αυτές τις αποφάσεις να τις υπηρετήσεις για μεγάλο χρονικό διάστημα έχοντας πλήρη επίγνωση ότι στηρίχτηκαν σε …μερικές ηχηρές υποσχέσεις. Και έρχεται ένα ερώτημα, εδώ, αν οι αποφάσεις που λαμβάνουμε είναι προϊόν υπευθυνότητας. Υπάρχει πολύς κόσμος, συμπεριλαμβανομένου φυσικά του γράφοντος,  που ταλαιπωρείται ψυχικά για δεκαετίες για να αρχειοθετήσει τις σημαντικές προσωπικές αποφάσεις του με τρόπο που να είναι δίκαιος και θεραπευτικός. Δεν γίνεται. Δεν γίνεται ταυτόχρονα να είναι δίκαιος αλλά και θεραπευτικός. Επειδή το παρελθόν επιτίθεται διαρκώς στην ψυχή μας και κάθε φορά μεταμφιέζει τις εικόνες με φίλτρα που εκπορεύονται από την παρούσα μας κατάσταση.  Εξωραΐζει ή πετσοκόβει την πραγματικότητα κατά βούληση έτσι ώστε αν είχαμε την ψυχραιμία να δούμε, πώς παρουσιάζονται οι μνήμες μας κάθε φορά, θα κατανοούσαμε ότι πρόκειται για έναν επικό καρνάβαλο. Οι στιγμές που πέρασαν ήταν όλες μοναδικές και δεν θα επαναληφθούν. Ο μόνος τρόπος να προχωρήσεις είναι να τις αφήσεις στην ησυχία τους. Πρέπει να τις αφήσεις πάνω σε ένα βάθρο με μια πλήρη επίγνωση ότι όλες μα όλες ήταν προϊόντα υπευθυνότητας. Ότι τις υιοθέτησες και τις υπηρέτησες γιατί εκείνη την στιγμή ήταν το καλύτερο που είχες να κάνεις.  
    Πρέπει να το πάρουμε απόφαση ότι ποτέ δεν θα σταθεροποιηθούμε πλήρως συναισθηματικά. Ούτε για μια στιγμή. Θα είμαστε σε μια ανισορροπία δίκαιη και αυτονόητη και αυτό είναι κομμάτι του παιχνιδιού της ζωής. Η σταθεροποίηση αφορά μονάχα τους ευνουχισμένους χαρακτήρες και ας μην την ζηλεύουμε. Και αφού δεν θα σταθεροποιηθούμε ποτέ, καλύτερα να ανοίγουμε και να κλείνουμε κύκλους ζωής με την δίψα που μας διακρίνει μπροστά σε ένα κρύο ποτήρι νερό παρ’ όλο που το έχουμε στο παρελθόν ξαναπιεί. Το παρελθόν ας το αφήσουμε στη βιβλιοθήκη του διαδρόμου, ανακατεμένο, σκονισμένο και προσβάσιμο με κάθε ευκαιρία, αλλά όχι σαν ένα βιβλίο, πάνω στο γραφείο, μονίμως ανοιχτό.  
   Μια φορά κι έναν καιρό ήμουν είκοσι ένα. Αν δεν είχα αποφασίσει να… θα είχα αποφασίσει να… και δεν θα είχε καμία σημασία !!! Πως τολμάω να το λέω ; Με είναι τελικά αυτονόητο.  Είχα αποφασίσει με απόλυτη βεβαιότητα. Γιατί να είχα αποφασίσει αλλιώς ;  Η ιδεολογία μας και η μενταλιτέ μας είναι που μας κάνουν σε όλες τις ηλικίες να παίρνουμε τις σημαντικές αποφάσεις. Η έκβαση θα ήταν η ίδια όσες παρακάμψεις κι όσα πισωγυρίσματα και αν συμβαίνανε στο δρόμο μας. Σκέφτομαι ζευγάρια που κάνουν εννέα εξωσωματικές και όταν αποκτούν το παιδί χωρίζουν. Το ότι χωρίζουν σημαίνει ότι δεν έπρεπε να τεκνοποιήσουν ; Θέλω να πω, όπως και αν στο παρουσιάσει το μυαλό σου στο μέλλον, υπάρχει κάτι που μπορεί να απαξιώσει τις στιγμές της προσμονής και της αγωνίας που έζησες και αποθήκευσες μέχρι να ακούσεις το πρώτο κλάμα από ένα μωρό που είναι το μωρό σου κι εκείνης που κάποια στιγμή πόθησες ; Ξέρω επιχειρηματίες που πετυχαίνουν στην Πέμπτη τους διαφορετική απόπειρα και ξέρω αρκετούς κορυφαίους μουσικούς που πιάνουν το πρώτο τους όργανο στα είκοσι τρία. Η πρότερη ζωή, χωρίς το μωρό, χωρίς την ικανοποίηση της δικαίωσης μιας ιδέας, χωρίς τα ταξίδια της μουσικής, ήτανε όλη για πέταμα ; Ήταν μήπως προϊόν ανώριμων αποφάσεων ; Ποιος μπορεί να το ισχυριστεί με σοβαρότητα ;
    Πολύ. Πολύ δρόμο μπορείς να διανύσεις με όχημα μερικές υποσχέσεις. Αυτές που οι ειδικοί ονομάζουν «συμβάσεις». Όλος αυτός ο δρόμος θα είναι χρήσιμος και ακόμα πιο σημαντικό, μοναδικά πολύτιμος στο χτίσιμο της προσωπικότητάς σου και δεν πρέπει ποτέ να το απωθείς αυτό. Μάλιστα πρέπει να είναι το πλαίσιο, το σκηνικό, τα ράφια, υπέροχα, ξύλινα, σταθερά χοντρά ράφια πάνω στα οποία θα αραδιάζεις τις αναμνήσεις σου με αγάπη και αποφασιστικότητα ότι ποτέ δεν θα τις πετάξεις στην πυρά. Γιατί, ..διάολε, δεν σου αξίζει ένα τέτοιο μοιραίο ξήλωμα. Είμαστε το αποτέλεσμα μιας σειράς υπεύθυνων αποφάσεων. Και αυτό είναι αν δεν κάνω λάθος και το βασικό ιδεολόγημα του υπαρξισμού. 

Τι θλιβερή ιστορία, σκεφτόμουν χρόνια ολόκληρα. Όχι πως τώρα σκέφτομαι πως είναι μια ιστορία ευτυχίας. Αλλά σκέφτομαι πως είναι σωστή και το αν υπήρξε θλιβερή ή ευτυχισμένη δεν έχει καμία σημασία.” (Διαβάζοντας στη Χάννα, Μπέρνχαρντ Σλινκ, επίλογος)

Δευτέρα, Αυγούστου 8

σαν βγεις στον πηγαιμό για την...

     Ιθάκη   
 χάρτης

          Δεν έχει αεροδρόμιο στην Ιθάκη. Ούτε λιμάνι για κρουαζιερόπλοια. Ούτε δρόμους για επέλαση των πούλμαν. Δεν έχει ούτε ένα μεγάλο ξενοδοχείο. Ο μαζικός τουρισμός είναι μια άγνωστη λέξη. Δεν υπάρχει club και δεν υπάρχει ..Mickel. Κάτω από αυτές τις συνθήκες εδώ διατηρήθηκαν ψήγματα της επτανησιακής κουλτούρας και δείγματα ελληνικής φιλοξενίας που δε θα συναντήσεις πλέον στην Κέρκυρα και τη Λευκάδα. Κάτι χάνεις κάτι κερδίζεις.
         Ας αρχίσω με τα αρνητικά τους για να τελειώσω με τα θετικά τους. Στους ξενώνες των δώδεκα δωματίων το wi-fi  σέρνεται και ο ρεσεπσιονίστ-ιδιοκτήτης-μπάρμαν-λογιστής δεν μπορεί να αντιληφθεί, πώς ακριβώς πίνεις τον καφέ σου. Η δημοτική αστυνομία παραφυλά τις ξένες πινακίδες για να ενισχύσει τα ισχνά δημοτικά έσοδα. Οι ντόπιοι παρακολουθούν τα ροζ χαρτάκια στα μπαρμπρίζ με ένα σαρδόνιο χαμόγελο. Κανένας δεν κερνάει τίποτε σε κανέναν. Είναι μετρημένοι και σφιχτοί.  Ούτε σου χαϊδεύουν τα αυτιά. Ζουν τη ζωούλα τους και ασχολούνται και με τον τουρισμό. Αυτή η γενικευμένη έλλειψη επαγγελματισμού ή αν θέλεις η πολύ ερασιτεχνική προσέγγιση του τουρισμού έχει προκαλέσει τα ακόλουθα :
        Δεν υπάρχουν έξαλλοι αστοί και γενικώς τσιτωμένοι τουρίστες με πακέτα στη τσέπη πουθενά. Έρχονται να δουν, εκνευρίζονται  και φεύγουν αυτομάτως. Δεν μπορούν να κάνουν συμπυκνωμένες διακοπές ανακοινώσιμες στο fb.  Το χρήμα τους δεν εξαγοράζει το νταηλίκι τους. Δεν έρχονται Σλάβοι νεόπλουτοι ούτε Βρετανοί αλκοολικοί. Δεν υπάρχουν μεγάλες παρέες ούτε πολύτεκνες οικογένειες γιατί δεν υπάρχουν Λούνα Παρκ και οργανωμένες πλαζ με water activities. Δεν υπάρχουν επίσης ορδές εφήβων σε ένα …ντελίριο ενθουσιασμού. Πουθενά δεν παίζει στη διαπασών τίποτε. Ούτε ματς, ούτε beat ούτε καν lounge λούπες. Οι επισκέπτες μιλούν χαμηλόφωνα γιατί όποιος φωνασκεί ακούγεται από δυο χιλιόμετρα. Έτσι μένει στον αέρα χώρος ώστε να μεταδοθούν παφλασμοί, τζιτζίκια, κοκόρια, θροΐσματα και καλημέρες. Το γκαρσονάκι στην ταβέρνα-καφενείο είναι ντροπαλό και κουβαλάει τον δίσκο με μικρά αβέβαια βήματα. Το πιο …hot  καφέ της πόλης λέγεται «Τα δεντράκια» και προσφέρει στα δέκα τραπεζάκια του κάθε μέρα διαφορετικές γεύσεις, καμωμένες από τα χέρια της μαμάς του ιδιοκτήτη. Πορτοκαλόπιτες, κρεμμυδόπιτες, γλυκά κουταλιού, κουλουράκια και ντόπιες συνταγές. Υπάρχουν όρθιοι που περιμένουν τη σειρά τους μέρα νύχτα. Δεν έχει βγάλει άλλα δέκα τραπεζάκια απέναντι, τόσο προφταίνει τόσο δουλεύει. Το μαγικό τόσο-όσο.  
         Το προφίλ των τουριστών ταιριάζει με τις απόκρημνες και ερημικές παραδεισένιες παραλίες του νησιού. Ζευγαράκια παντού, νεαροί εναλλακτικοί, καθαρόαιμοι σπόρ τύποι, φυσιολάτρες κάθε είδους  και τέλος η μαζικότερη ομάδα επισκεπτών : Σκαφάτοι ! Μικροί, μεγαλύτεροι, πολύ μεγαλύτεροι, τεράστιοι και μερικοί …μεγιστάνες. Παραδοσιακά σκαριά νορβηγικού ύφους, αρχοντικά κλασσικά ή φουτουριστικά γιώτ, θαλαμηγοί, πολλές δεκάδες ιστιοφόρα, καταμαράν, φουσκωτά κάθε γούστου και ευτυχώς μετρημένα jet ski.
        Η Ελλάδα έτσι κι αλλιώς έχει μια ακτογραμμή 15.000 χιλιομέτρων, τη μισή ολόκληρης της Μεσογείου. Οι διαστάσεις της Ιθάκης ακολουθούν αυτό το χαρακτηριστικό.   Το μέγιστο μήκος είναι 29 χλμ, το μέγιστο πλάτος 6,5 χλμ. το ανάπτυγμα της ακτογραμμής 45 μίλια και οι προσβάσιμες με δρόμο παραλίες της λιγότερο από το 10%. Τις υπόλοιπες ωραίες με δύο τρόπους τις προσεγγίζει κανείς. Περπατώντας άλλοτε στο λιοπύρι κι άλλοτε μέσα σε πεύκα ή από τη θάλασσα…. Όσο για τα λευκοπράσινα νερά του Ιονίου είναι εδώ τόσο καθαρά που κολυμπάς στα πέντε και δέκα μέτρα βάθος και μετράς κάτω τα βοτσαλάκια. Και μια και μιλάμε για νερά, εκεί που κολυμπάς στα ζεστά Αυγουστιάτικα κάνεις μια απλωτή και μπαίνεις στον Λούρο ! Οι πλάκες των πετρωμάτων στους όρμους δεξιά και αριστερά είναι γεμάτες σχισμές και κουφάλες που υποδηλώνουν τεράστιες υπόγειες σπηλιές από τις οποίες εκβάλλουν με όρεξη πουντιασμένα ποταμάκια κρυστάλλινου νερού κι όποιον πάρει η τουρτούρα τον πήρε και τον σήκωσε.
          Ποια είναι τα δείγματα κουλτούρας που συνάντησα : Μικροί μεγάλοι μιλούν ξένες γλώσσες και οπωσδήποτε Αγγλικά και Ιταλικά. Δεν υπάρχει λαιμαργία στα μάτια κανενός. Ξέρουν ότι από τον τουρίστα δεν θα πλουτίσουν, θα συντηρηθούν. Σε καθησυχάζουν και σου κατεβάζουν τους ρυθμούς, ρωτώντας πρώτα από πού ήρθες, πόσο θα μείνεις και τι πρόλαβες να δεις. Σε προσέχουν λίγο από ενδιαφέρον και λίγο από εκείνο το γλυκό ντόπιο κουτσομπολιό του μικρού μέρους. Σε όλους τους καταλόγους (menu ) κυρίαρχη θέση έχει η ντόπια κουζίνα και οι πρώτες ύλες που ευδοκιμούν στο νησί. Δε θα φας μετά το δείπνο κρύο καρπούζι αλλά δεν πειράζει αφού θα βρεις παντού ραβανί, γλυκό κυδώνι, γλυκό κούμαρο, γλυκό αχλάδι . Ελιές, σταφίδες, μέλι και τσάϊ είναι όλα «Θειακά» και …θεϊκά. Και το βασικότερο. Τίποτε δεν προσβάλλει τα μάτια σου εδώ. Καμιά παράταιρη κατασκευή.
  Η Ιθάκη είναι ολάκερη ξανακτισμένη μετά τους σεισμούς του 1953. Όπως και η Ζάκυνθος και μεγάλο μέρος της Κεφαλονιάς καταστράφηκε ολοσχερώς ! Ο αριθμός των θυμάτων στα τρία νησιά ανήλθε σε 455 νεκρούς, 2.412 τραυματίες και 21 αγνοούμενους, ενώ μεγάλο μέρος του πληθυσμού τα εγκατέλειψε εξαιτίας του κακού. Θεωρούνται οι καταστροφικότεροι σεισμοί στην ιστορία της νεότερης Ελλάδας. Έτσι καθώς τριγυρνάς στο νησί συναντάς ακόμη Θειακούς που έχουν έλθει από όλα τα μέρη του κόσμου μόνο για το «καλοκαίρι στην πατρίδα».  Κομίζουν κουλτούρες από Αυστραλία, Αμερική, Γαλλία, Βέλγιο και Αθήνα όπου αναγκάστηκαν να αναζητήσουν μια επανεκκίνηση. Το πατρικό τους στο νησί τους περιμένει καθώς οι ηλικιωμένοι το διατηρούν προσεγμένο και φιλόξενο. Δεν παρεμβαίνουν στη ζωή των γοννιών τους, απλά ρουφούν γεύσεις και αέρα. Έτσι, το σημαντικότερο που έχει αποφύγει το νησί είναι να εισαχθούν άναρχα στοιχεία ξένης αρχιτεκτονικής κουλτούρας απλώς για εντυπωσιασμό. Όλα τα σπιτικά έχουν μια μασίφ σιδερένια περίτεχνη πόρτα στην αυλή, ξύλινα παντζούρια και παραθυρόφυλλα, ελληνικά κεραμίδια και παραδοσιακές πλακοστρωμένες αλέες. Τα χρώματα είναι όλα παστέλ από την παλέτα που έχει εγκρίνει η Ουνέσκο για την παλιά πόλη της Κέρκυρας. Σιέλ, βεραμάν, εκρού, ροζ, λιλά, κυπαρισσί και όλα τα γκρί του βότσαλου. Όχι βαθύ μπλε με λευκό, εδώ δεν είναι Κυκλάδες και δεν χρειάζεται όλη η Ελλάδα να δείχνει Κυκλαδίτικη. Ούτε ένα σπίτι δεν έχει τέντες με λαχούρια, ούτε ένα δεν έχει Ελισαβετιανά κολωνάκια, ούτε ένα δεν έχει δυό φθηνούς Ιωνικούς κίονες στην είσοδο, δεν υπάρχουν τσιμεντένια τερατουργήματα ούτε γυάλινα αίθρια. Τα σπίτια είναι ντυμένα πέτρα μέχρι το ένα μέτρο και από εκεί και πάνω βαμμένα παστέλ.  Όλα τα μπαλκονάκια έχουν προσανατολισμό για φυσική σκίαση και όχι προς τον δρόμο για να βλέπουν… Οι πεζούλες είναι καθαρές κι ασπρισμένες , η πάστρα αυτονόητη.  Πρόκειται για την λιτή νοικοκοιροσύνη που βλέπεις όταν επισκέπτεσαι ερημικά μοναστήρια. Γλάστρες και γάτες, …. πολλές γλάστρες και πολλές γάτες, συμπληρώνουν ένα σκηνικό που εκπέμπει παραδοσιακό Ελληνισμό. Τίποτε άλλο.