Τρίτη, Αυγούστου 28

φεγγαρόφως


φεγγαρόφως
το
φως
μεταλλικό . -
για μας  ;
σεσημασμένη
η νιότη .
για κείνους  ;
λερωμένες
νύχτες ,
ιδρωμένοι
oι μύστες ,
ευωδιά .

λες
κι οι
λευκές
λεπίδες
σεληνόλουδα
σκορπίσαν .

ο
έρως ;
ειδεχθής !

που σαν οι
εραστές
ολιγαρκείς ,   ________
αυτός πεθαίνει !

και κείνη,
μια...συνθήκη ακόμη ;
βαίνει επαχθής
...να πάρει ο διάολος

το μυστικό
που έχει μπλεχτεί
στο φεγγαρόφως
κάποιος να εξηγήσει, ή
ας έλθει "εκείνος" να το λύσει .
 ______________

περί...κλέους
31-8-2012

Δευτέρα, Αυγούστου 20

sex in the fuckin' city


      
       Κεφάλαιο 1. Το θήραμα.

       Απόγευμα με πνιγερή ζέστη στη δουλειά, εγώ βγήκα για να πάρω ανάσα, εκείνη με προσπέρασε και μπήκε για να ζητήσει πληροφορίες. Μύριζε υγρασία, είχαμε ιδρώτα πάνω μας έτσι κι αλλιώς. Ο ήλιος χαμηλά, γέμιζε με ωχρές πινελιές την άσφαλτο, ξαναφώτιζε κάτι απελπιστικά ξερακιανά δεντράκια, απάλυνε την ασχήμια στους στραβούς κάδους και σκίαζε τα άναρχα παρκαρισμένα αυτοκίνητα. Όμορφα ήταν ! Μερικές μάνες ούρλιαζαν ονόματα με υποκοριστικά. Χελιδόνια της πόλης τσίριζαν ψάχνοντας κι αυτά τα παιδιά τους. Έπαιζαν λάμψεις από κρεμασμένα cd, διώχναν τα περιστέρια, έπαιζαν λάμψεις στις άκρες των μαλλιών της, αυτές οι δεύτερες ήταν, ήταν.. αναπάντεχες. Μύρισα το πέρασμά της. Γύρισα από πίσω της και την παρ..ακολούθησα . Ο τρόπος που περπατούσε ; ενός πολύ ..ευχαριστημένου αιλουροειδούς ! Πολύ κοντή, πολύ καστανή, φορούσε σώπατα σανδάλια και σορτσάκι ισοπεδώνοντας με την αυτοπεποίθησή της κάθε θρύλο για τις ψηλές. Το σπαστό μαλλί της χυνόταν ατημέλητο μέχρι το ύψος που ξεκινούσαν τα πόδια της. Ήταν το πιο πλούσιο μαλλί που έχω δει. Ήταν τα πιο σφριγηλά πόδια τριαντάρας που έχω θαυμάσει. Γύρισε και μου ζήτησε κάποια συμβουλή κοιτώντας με στα μάτια με θάρρος. Μου άρεσε που μου ζήτησε κάτι. Εγώ τώρα έπρεπε να της το απαντήσω και ότι συνέβη θα αφορούσε πλέον εμένα και αυτήν, αποκλειστικά. Είχαμε συναντηθεί. Κανονικά. Όχι φευγαλέα. Οι ευκαιρίες που δίνει η πόλη στον έρωτα είναι στιγμιαίες, ακαριαίες, πολλές φορές μοναδικές. Πρέπει να είσαι έτοιμος να χτυπήσεις, μόνο που ποτέ δεν έχεις χρόνο να ορίσεις το θήραμα με απόλυτη βεβαιότητα. Είναι κάπως τραγικό. Αλλά έτσι είναι. Διασταυρώνεσαι ανεβαίνοντας ή κατεβαίνοντας από λεωφορεία, μπαίνοντας ή βγαίνοντας από ασανσέρ, περνώντας βιαστικά τις διαβάσεις, εκείνη μιλάει συνήθως στο κινητό, εσύ έχεις κάτι στο μυαλό σου, κάτι που μοιάζει με ένα δάσος γεμάτο τζιτζίκια.
       Με τσάκωσε να εξετάζω τα μαλλιά της. Τα δυο της χέρια τα μάζεψαν πίσω και ψηλά, ένα χείμαρρο, τα έκαναν μια βόλτα σκηνοθετικά αριστοτεχνική, μετά τα άφησαν να ξεχυθούν μπροστά από το αριστερό της στήθος, έτσι, όλα στη μια πλευρά κι ήταν μια κίνηση ματ, που έφερε πόνο στα μάτια μου και πίσω από αυτά. Επίδειξη στήθους, λαιμού, μασχάλης και θηλυκότητας σε ένα δεύτερο. Οι κουφάλες… Μετά ο πόνος άρχισε να κατεβαίνει προς το δικό μου στήθος. Το πρόσωπό της είχε μια ατέλεια στο χείλος, εκεί επάνω οδήγησε τον όγκο των μαλλιών με μια ασήμαντη αλλά ορατή κίνηση συστολής. Μίλησε καθαρά και ήταν βραχνή, τόσο, όσο… Με άφησε άφωνο, ανήμπορο να επιλέξω τακτική, ανήμπορο να εκφράσω ό,τι ήταν αυτό που με μέθυσε.  
        Η πόλη.
        Ο έρωτας.
        Εγώ.
        Εκείνη.
        Έφυγε πριν συγκροτηθώ. Δεν υπήρχε μονοπάτι  για να την βλέπω να μακραίνει, ούτε ορίζοντας για να αποστηθίσω τις κινήσεις της. Έστριψε στην πρώτη  γωνιά και χάθηκε, σε τρία δεύτερα, έτσι όπως χάνεται στην πόλη η μια σιλουέτα στις μύριες, αφήνοντας πίσω την ελάχιστη πιθανότητα να την ξαναβρείς. Την βάφτισα Μαντώ. Πάντα ονοματίζω τις αχτίδες μου, βοηθάει που περιορίζω τις πιθανότητες, είναι κάτι σαν την ελπίδα για τον λήγοντα… μια στις δέκα, καλύτερα από μια στις εκατό, μια στις εκατό και πάλι πιο καλά από μια στο ένα εκατομμύριο. Μαντώ. Κοφτό, δυναμικό, ένα χάπι της ευτυχίας που με γέμισε με τις επίμονες ορμόνες της προσμονής. Να ξανά ’ρθει, ας γίνει να ξανά ‘ρθει…
      
       Πέρασαν μέρες πολλές. Έτσι μου φάνηκε.  Άψυχες μέρες, υγρές, χωρίς αρκετό αέρα για τις απαιτήσεις ενός ερωτοχτυπημένου ενήλικου αρσενικού.  Υπέφερα σιωπηλά τη νύχτα, κάθε νύχτα που ερχόταν να διακόψει την βεβαιότητα ότι θα την ξαναδώ. Πάλευα να την φέρω στα όνειρα... Μάταια. Τα πρωινά αναπτερωνόταν οι αδικαίωτες ελπίδες. Την ποθούσα με μια εμμονή που ήταν εντελώς ανεξέλεγκτη. Ήμουν ναρκωμένος. Ήμουν ποτάμι μπροστά σε φράγμα. Ήμουν διαβάτης στην έρημο. Ήμουν ένα βήμα πριν την παράδοση. Αυτά ήμουν !
     Την στιγμή που μπήκε πάντως …ήμουν σκυμμένος και αράδιαζα πράμα στα ράφια. Ο συνάδελφος που την εξυπηρέτησε ήταν λιτός και αποτελεσματικός γιατί εκείνη γύρισε να φύγει σε δυο λεπτά. Ήμουν ήδη στην πόρτα και την εμπόδισα να βγει.
     - Μπορώ να σας διαβάσω τις οδηγίες για αυτό που ψωνίσατε .
- Νομίζω πως θα το καταφέρω, ευχαριστώ … χαμογέλασε ο ήλιος…
    -  Μπορώ να σας  δ ι α β ά ζ ω  αυτές τις οδηγίες μέχρι ο ήλιος να πάψει να καίει τα κανελί  μάγουλά σας… την κοίταξα αποφασισμένος.
- Ε ; Δεν θα τις βαρεθώ ; έκανε παιχνιδιάρικα…
    - Μπορώ να σας διαβάζω εφημερίδες, συνταγές, e-mails, αφίσες, υπότιτλους ταινιών και συστατικά από υγιεινά γιαούρτια μέχρι να αχρηστεύσουν τα γηρατειά τα έκπληκτα μάτια μου.
- Είστε λίγο βλαμένος, αλλά με έναν …χμ…ενδιαφέροντα τρόπο.
     - Μπορώ να κάνω χιλιάδες τέτοια άσχετα πράγματα μέχρι να έλθει η ώρα. Μπορώ να είμαι υπέροχα βλαμένος ώσπου να έλθει η ώρα. Μπορώ…
- Να μην τολμήσω να ρωτήσω ποια ώρα ;

   Γονάτισα αφήνοντας σύξυλη την γυναίκα και οι συνάδελφοι στο μαγαζί πισωπάτησαν να εξαφανισθούν… πάντα απολάμβανα να γίνομαι θέαμα, είναι θέμα διαστροφής… όχι, δεν της ζήτησα το χέρι, όχι, ακούμπησα θεατρικά το δικό μου στη καρδιά μου και  :

     - Η ώρα που οι ψίθυροί μου θα χωθούν σε αυτό το δάσος των μαλλιών για να ψάξουν τον λοβό του αυτιού σας. Η ώρα που τα δάχτυλά μου θα χαράξουν με τα νύχια ιδεογράμματα λατρείας ή μαγείας στην πλάτη σας, μικρές γρατζουνιές που θα φύγουν αφού στείλουν το μήνυμα στο μυαλό σας. Η ώρα που οι ουλές σας, οι ελιές σας και ότι άλλο κάνει το δέρμα σας μοναδικό θα με καθοδηγήσουν στο μονοπάτι σας, μέχρι το καταφύγιο του Οδυσσέα. Η ώρα που θα με κοιτάξετε στα μάτια και θα πείτε μια λέξη πάθους. Η πρώτη λέξη του πάθους είναι πάντα  η σημαντικότερη. Δεν νομίζετε ;
- Νννννομίζωωωω… ότι πρέπει να κάνω μερικά βήματα μέχρι έξω. Ύστερα θα σκεφθώ αν θα τρέξω μακριά, αν θα γυρίσω να σας χαστουκίσω, αν θα πάρω τηλέφωνο το 100 ή τις κολλητές μου να τους πω τα νέα. Μμμμου δίνετε ένα λεπτό, έ ;      

     Η γυναίκα βγήκε έξω και εγώ έμεινα γονατιστός με μια ευχή. Την κοίταξα με όση επιθετική πειστικότητα μπορεί να κοιτάξει ένας ονειροπόλος  πειρατής του είδους μου. Γύρισε και με κοίταξε πολύ σοβαρή και μετά έβαλε τα χέρια της στο πρόσωπο. Είδα ένα σημάδι χαμόγελου. Ήξερα. Μέσα σε ένα πανζουρλισμό ήχων από ανυπόμονα αυτοκίνητα και κοπρόσκυλα που αλυχτούσαν , μέσα σε μια  δυσωδία υγρασίας και σκόνης, μέσα σε ένα τσιμεντένιο έλος η ζωγραφιά της έφτιαξε μια ευκαιρία. Κι εγώ την άδραξα. Θα γεννούσαμε γεγονότα.
    Η πόλη.
    Ο έρωτας.
    Εμείς οι δυο.  

       Κεφάλαιο 2. Τα γεγονότα.   

   Από μια άποψη η πόλη επιβάλλει στα πάντα μια ένταση. Και στο αντάμωμα επίσης. Φύγαμε από το μαγαζί περπατώντας προς την ώχρα της παραλίας, του μόνου μέρους που μπορούσες να ατενίσεις θάλασσα και ήλιο χωρίς παρεμβολές. Καθίσαμε στο πρώτο άδειο παγκάκι και την τράβηξα στα πόδια μου αμέσως. Με καβάλησε σα να ‘μουν το ποδήλατό της και με τύλιξε με τα μαλλιά της. Και μέσα σε εκείνον τον ιδιότυπο κισσό άνθισαν φιλιά και κάρπισε πόθος.
    - Με λένε Μαντώ.
- Το ξέρω γλυκιά μου!  Πέφτω μέσα σ’ αυτά. Με τα μούτρα.
   - Δε σου φαινότανε εκεί, στο μαγαζί, πριν βουτήξεις στο γκρεμό. Λίγοι το κάνουν σήμερα καλέ μου. Οι περισσότεροι αρνούνται να αντιμετωπίσουν τις λέξεις και τους πόθους.
- Με λένε Άρη. Σαν Εκείνον. Κάτι έχω πάρει.
   - Ήλπιζα Οδυσσέα.
- Είναι ισχυρότερος. Ο Άρης. Και λιγότερο υπομονετικός. Εποχές που είναι τώρα… ποιος θέλει να μπαίνει σε τούνελ ; Και να σου πω και κάτι ; Κατάντησε κερατάς…
   - Εμένα θα με σκοτώσεις δύσκολα μεγάλε Άρη. Είμαι μια οπλαρχηγός του έρωτα. Να το θυμάσαι. Σε δοκιμάζω…
- Δώσε μου ερωτήματα να σου χτίσω απαντήσεις.
   - Είσαι ετοιμόλογο ζώο. Γράφεις ;
- Κτίζω κείμενα. Μερικές φορές.
  - Σήμερα πάντως έγραψες. Πάμε σπίτι μου. Σε θέλω. Σε γουστάρω. Η πρώτη λέξη μου είναι τούτη. Σε γουστάρω. Δώσε μου ότι έχεις, αν έχεις, αν μπορείς ;
    Και πήγαμε.

    Δε με αφήνει να την ξεντύσω… δε με αφήνει να την ετοιμάσω… δε με αφήνει να την κοιτάξω… δε με αφήνει να τη περιεργαστώ.. δε με αφήνει γενικώς. Μετά από μισή ώρα κάποιας μορφής κτηνωδίας νιώθω την ανάγκη να πέσω ανάσκελα. Πονάω χωρίς να νιώθω χορτάτος. Είμαι βαρύς, ιδρωμένος, ελαφρώς δαρμένος.    
    Ανοίγω τα μάτια και λείπει. Είναι κάπου απέναντί μου, θολώνω, ξεθολώνω, τη βλέπω στη πολυθρόνα με το κινητό στο χέρι. Τα κουμπάκια στο αθόρυβο. Η απουσία της παταγώδης.
- Γιατί δεν είσαι πάνω μου ; Μαντώ ; Μαντώ ;
    - Ε ; sorry……Έχει ζέστη.
- Σου αρέσει το κρύο ;
   - Μην παίζεις τώρα μαζί μου. Game over.  
- Πριν σου άρεσε. To παιχνίδι εννοώ.
  - Είμαι παράξενο έντομο. Αλλάζω χρώματα και διαθέσεις. Άσε με λίγο.
- Κολλητές ; Αναφορά ;
  - Πολλά λες.
- Όρνια ;
  - Έφυγες.
- Καλά , κάνε ότι γουστάρεις.
  - Έλα Μύριαμ. Περίμενε, περίμενε βγαίνω στη βεράντα… μισό. Τι λέει ; … Έχω επεισόδιο.. κάτσε

    Κουρτίνα που σαλεύει. Ήχος από φρεναρίσματα λεωφορείων. Ασθενοφόρο που μακραίνει. Λίβας καίει τη σάρκα μου. Τσιγαρίλα χθεσινή. Περιοδικά άναρχα σκισμένα. Μπάχαλο από πεταμένα παπούτσια. Κιτρινίλα από υγρασία στο ταβάνι. Τσαλακωμένο σεντόνι. Θάλασσα από εμπριμέ ιδρωμένο βαμβακερό και γω ξέμπαρκος πάνω. Έχω εξωκοίλει . Ψάχνω τα ρούχα μου. Τα δικά της μυρίζουν ξένα. Δε θέλω να πάρω τίποτε. Εκείνη από εδώ μέσα μόνο. Αλλά αυτό είναι μάλλον εκτός της ατζέντας. Τα κορίτσια της πόλης έχουν βαριά άγκυρα.

    - Είσαι ακόμη εδώ.
- Όχι όχι, έφευγα.
    - Μην παραγνωριστούμε κι όλας, ναι ; Ξέρω που να σε βρω, καλέ μου. Τώρα θέλω χώρο. Είναι ένα τεστ. Μη μείνεις από τώρα ανεξεταστέος. Έχει ταξίδι το πράμα Οδυσσέα μου. Ή και όχι. Κάτι χτύπησες. Κίρκη ή Πηνελόπη ;  Άσε να παίξει μυστήριο. ΟΚ ;   

     Τα μαζεύω σαν να μη συνέβη. Θα κάνω καιρό να τα μαζέψω όλα, αλλά στα βασικά είμαι συνηθισμένος. Σώβρακο, παπούτσια, κινητό, ένα ενθύμιο στα κλεφτά. Στην πόρτα ένα βλέμμα. Pro - μελετημένο.  Άσκοπο… Δεν υπάρχει παραλήπτης. Το κλείσιμο της πόρτας αξιοπρεπές, απαλό. Ούτε Κίρκη ούτε Πηνελόπη.  Ένα αλογάκι του Διαβόλου. Άει…
     Γυρίζω και βλέπω το νούμερο. Τέσσερα, Ιπποκράτους τέσσερα. Στα θυροτηλέφωνα δεν υπάρχει Μαντώ. Ίσως να μην υπήρξε ούτε γυναίκα. Μάθε να επιβιώνεις ηλίθιε. Μάθημα πρώτο. Μη γράφεις θεατρικό για την τηλεόραση.

         Κεφάλαιο 3.  Η αναμέτρηση.

      Νύχτα. Σιωπή. Μόνος. Το στομάχι σφαδάζει. Ο αυχένας πέτρα. Ταχυπαλμία. Οι κρόταφοί μου ταμπούρλα. Κόβεται η αναπνοή. Τινάζομαι κάθιδρος. Το σκηνικό είναι ακόμη εδώ. Θέλω να το κατεδαφίσω. Ανασύρω υλικά από το πήδημα. Ανεπαρκή. Σαθρά. Ένας τόνος άμμου.

       Νύχτα. Σιωπή. Μόνος. Τα μαλλιά, εκείνα τα μαλλιά απόντα. Σχοινιά που βυθίζονται σε μαύρο νερό. Δε φαίνεται ο πάτος. Τα μάτια της, διάφανες μέδουσες. Οι θηλές της λερωμένες σημαδούρες σε νερό που οι γλάροι σιχαίνονται να ακουμπήσουν. Κροάζουν. Κραυγές δικές τους, κραυγές δικές μου. Αγωνία. Δεν υπάρχει όνειρο, ούτε μνήμη, σωσίβια τρύπια, κρύα νερά και εγώ ανάσκελα στο στρώμα που ξεφουσκώνει. Πρόκειται να πνιγώ. Πρόκειται να πνιγώ.

      Νύχτα. Σιωπή. Μόνος. Τινάζομαι πάνω και ανασαίνω να επανέλθω στη ζωή. Τέσσερις και πέντε αγχωμένες βαθιές αναπνοές. Μετά γυρίζω το κορμί από την άλλη, τη δήθεν δροσερή πλευρά και ανοίγω με απόφαση τα μάτια. Να ξημερώσω. Με κόπο συγκρατώ μια τσιρίδα.
        Ένα αλογάκι της Παναγιάς με εξετάζει με διαπεραστικά μάτια σπρώχνοντας το ύφασμα του μαξιλαριού μου με το ένα μπροστινό του πόδι. Βλέπω το είδωλο του προσώπου μου στο μάτι του, τόσο κοντά μου έχει κάτσει. Γουρλώνω τα μάτια μου. Δεν κινούμαι για να μη το τρομάξω. Ένα αλογάκι της Παναγιάς ή του Διαβόλου, ανάλογα τα κέφια του, σκέφτεται να καταπιεί το αριστερό μου μάτι. Είναι σαρκοβόρο. Σαλεύει παίρνοντας θέση επίθεσης. Κινείται με αυτοπεποίθηση, αργά και μελετημένα. Μαζεύει τώρα τα δυο του πόδια και ετοιμάζει το θανατηφόρο άλμα του.
        Στο κομοδίνο, πίσω του, προλαβαίνω να δω έναν παλιό μαύρο δερματόδετο τόμο και ένα ρουμπινί μικρό βιβλίο με χρυσό σταυρό. Το Kεφάλαιο του Μαρξ τόμος Γ και η Καινή Διαθήκη τόμος Α και μοναδικός. Ένα ζευγάρι βιβλίων που μπορούν να συνθλίψουν οποιονδήποτε τα βάλει μαζί τους, πόσο μάλλον ένα αλογάκι αν βρεθεί ανάμεσα στο διασταυρούμενο ειδικό βάρος τους. Όμως, τα λυπάμαι. Λυπάμαι να λερώσω και το ένα και το άλλο με τον πολτό αυτού του πράσινου ανατριχιαστικού πλάσματος που τα κορίτσια θαυμάζουν. Υπάρχει λόγος που το θαυμάζουν, είναι ο ίδιος λόγος που εγώ το σιχαίνομαι.
        Το αλογάκι της Παναγιάς έχει τα διαβολικά ένστικτά του. Κάθε φορά που  ζευγαρώνει διαπράττει μια ανίερη ανδροκτονία. Με μια μελετημένη ακαριαία κίνηση αποκόβει και καταβροχθίζει το κεφάλι του αρσενικού καθώς εκείνο επιμένει να ολοκληρώσει την ερωτική του ελεγεία. Άραγε τώρα με βλέπει σαν αρσενικό ή σαν άνθρωπο; Του φαίνομαι το ίδιο πρόσφορος.
       Και επιτίθεται. Για κλάσματα του δευτερολέπτου η αγαθή φυσιογνωμία του μεταμφιέζεται σε τερατώδη, τα τριχωτά πόδια τινάζονται μπροστά, το στόμα του ανοίγει και τα μάτια του αποτραβιούνται πίσω σε ένα ενσταντανέ βγαλμένο από τις παραισθήσεις ενός λιωμένου από τη βότκα Λανς Φον Τρίερ.  
       Την τελευταία στιγμή, πριν κάνω την ενστικτώδη κίνηση προς τα πίσω, αντιλαμβάνομαι τα τοιχώματα του μπουκαλιού που μας χωρίζουν. Το έντομο υποχωρεί απελπιστικά ηττημένο. Δεν μπορεί να εξηγήσει τι κάνει το αριστερό μου μάτι τόσο σκληρό. Δεν μπορεί να εξηγήσει τι με κάνει τόσο αήττητο. Εδώ, στην πόλη, το αλογάκι της Παναγιάς είναι έξω από τα νερά του, μέσα σε ένα γυάλινο μπουκάλι μαρμελάδας και μοιάζει με τα κορίτσια. Είναι επιθετικό, εγκλωβισμένο και έτοιμο να διαπράξει οποιαδήποτε ανδροκτονία προκειμένου να θυμηθεί πως μοιάζει η γενετήσια ηδονή. Αναμετριόμαστε με τα μάτια και παίρνω σταδιακά το πάνω χέρι. Εγώ είμαι ο κυνηγός. Εγώ είμαι ο κυνικός. Εγώ είμαι ο κληρικός μιας θρησκείας που όμοιά της παλιά δεν υπήρχε. Όχι πριν φτιαχτούν αυτές οι πόλεις. Εγώ είμαι ο άτρωτος, έτσι επιβιώνεις σε έναν κόσμο αστικά πλασμένο, έναν κόσμο για ανθεκτικούς αρσενικούς και ξανθές κατσαρίδες.
       Η πόλη.
       H θρησκεία της.
       Εγώ.
       Σέρνομαι μέχρι την κουζίνα και αφήνω την βρύση να ξεπλύνει άσκοπα τον ήδη καθαρό νεροχύτη. Από εκείνη την τρύπα που την παρακολουθώ, μέχρι να δροσίσει κάπως το νερό, ξαποστέλνω τις φοβίες αυτής την ατελείωτης νύχτας. Ακούω που ουρλιάζουν χαμηλόφωνα καθώς κατεβαίνουν τους μαύρους σκοτεινούς σωλήνες. Στην άβυσσο. Στο διάολο. Πρέπει να μην αισθάνομαι οικειότητα. Πρέπει να είμαι σκληρός με τις φοβίες. Εκείνες θέλουν να με βλάψουν. Εγώ γιατί να τις συναναστρέφομαι; Το νερό είναι τώρα δροσερό. Γεμίζω μια γαβάθα και πίνω το καταπέτασμα. Είμαι ξύπνιος και δροσερός από μέσα προς τα έξω. Υπάρχει θετική προοπτική. Κατηγορία BB + . . .ελάτε,  όλοι τώρα ξέρετε από αξιολογήσεις.
        Βαδίζω προς το λουτρό. Κοιτάζω με απέχθεια τη λεκάνη. Κάθε πρωί σιχαίνομαι τα αποφάγια μου περισσότερο. Σαπουνίζω τα χέρια με μανία.  Η οδοντόπαστά μου είναι με χαμομήλι και βότανα. Το πρωϊνό που θα φάω υγιεινό βιομηχανικό. Η εφημερίδα μου από ανακυκλώσιμο χαρτί. Το μπαλκόνι μου πάλι είναι με πλακάκια γρανίτη.  Η θέα μου είναι με τσιμέντο και σύρματα της ΔΕΗ. Η οδοντόβουρτσά μου είναι σκληρή σα συρματόβουρτσα. Έτσι έχουν τα πράγματα. Πλένω με βία τα δόντια μου από την μέσα μεριά, μέχρι να νιώσω αίμα στο λαρύγγι. Μου θυμίζει τη πραγματική φύση μου. Θυμάμαι. Επιβεβαιώνω ότι είμαι το ίδιο πρόσωπο. Αρσενικό. Το αίμα μου έχει γεύση ενθαρρυντική.  Καταπίνω. Εντάξει. Είμαι ικανός να κυνηγήσω. Είμαι επαρκής. Είμαι πολεμιστής. Μπορώ να πονέσω. Μπορώ να καταπιώ. Μπορώ…πολεμιστής. Όχι θήραμα. Όχι έτσι όπως… Ένας που θέλει να πάψει να σιχαίνεται όλο αυτό που αναδύει… ένας ήρωας… πρέπει να αναλάβει τις ευθύνες του. Ποτέ ξανά φενάκες… Ποτέ ξανά θηλυκά που τρώνε τις σάρκες μου. Εγώ πρέπει να τρώω. Εγώ.
    
     Κεφάλαιο 4. Η  παρ_έμβαση .
    
     Πηγαίνω στο γραφείο. Ο υπολογιστής είναι σε αναμονή. Τσεκάρω το fb και ρίχνω φόλα. Ανεβάζω τριαντάφυλλο με αγκάθια, γράφω όποιος κόβει ματώνει και ποστάρω Carlos και Gary Moore. Το στήσιμο είναι grand μοιραίου αρσενικού. Χρειάζονται λίγα δεύτερα για να τσιμπήσει ψάρι. Πέφτουν ατάκες. Με δυο τρία σχόλια η δουλειά έχει γίνει. Οι πάντες γνωρίζουν ότι χθες βράδυ κουτούπωσα μωρό. Ανανεωμένος πηγαίνω στο κομοδίνο. Άλλο πράμα η κοινοποίηση… Για ένα πρόσωπο ζούμε. Εικονική πραγματικότητα. Εικονική ικανοποίηση. Εικονική ερωτική ζωή. Δε βαριέσαι…
     Εγώ.
     Η ηλεκτρονική μου πόλη.
     Οι followers ΜΟΥ.
     Η ζωή μου είναι δυα-δική ΜΟΥ.
     Όλα καλά.
     Μια έλλειψη κίνησης τραβάει την προσοχή μου. Το έντομο ; Δε σαλεύει τίποτε. Μετά λίγο σαλεύει. Το αλογάκι της Παναγιάς είναι ανάσκελα στο βάζο.  Το ταρακουνώ μήπως ξυπνήσει. Φαίνεται ακρωτηριασμένο. Έχει φάει το ένα του πόδι. Οι τροφές του κείτονται ανέπαφες στην άκρη της γυάλας. Σκέφτομαι να δώσω ένα τέλος στο μαρτύριό μας. Βγαίνω και ψάχνω έναν ιστό αράχνης. Δε βρίσκω. Ανοίγω το βάζο και αμολάω το περιεχόμενο στο κενό. Μετά πετάω το βάζο στην ανακύκλωση και το σκεπάζω με εφημερίδες. Δε κοιτάζω αν το πράμα πέταξε ή αν σωριάστηκε. Έχω μάθει να ποντάρω στο κακό σενάριο. Ούτε θέλω να σκέφτομαι τούτη την εντομοκτονία, αυτό το ατυχές μακάβριο περιστατικό. Τέλος το αλογάκι, τέλος η Παναγιά I suppose. Ήθελε να με φάει. Δε χρειάζεται να το ψειρίζω. Ο θάνατός του, η ζωή μου. To μυαλό μου ακόμη γυρίζει στην γυναίκα. Κάνει εκείνες τις επαίσχυντες στροφές και αλλοιώνει τα πράγματα. Ίσως και να μην ήταν τόσο άσχημα. Ίσως να έχει εκείνη δίκαιο, τι έπρεπε να κάνει δηλαδή στο πρώτο πήδημα ; Ίσως αυτό το κεφάλαιο να μην έχει κλείσει. Αύριο, μεθαύριο μπορεί να περάσει να πει ένα γειά. Θα περιμένω με έτοιμη ατάκα. Είμαι εγώ ένας… Όμως τώρα ανασυγκρότηση. Κλείνω το fb και χτυπάω στο google αλογάκι της παναγιάς. Τι περίεργο ! Το λατινικό του όνομα είναι Mantodea. Mantis religiosa. Η Μαντώ, η Μαντώ… ήταν ένα σαρκοβόρο θηλυκό. Η γυάλα, η πόλη, η ώχρα, η κοπέλα, το αριστερό μου μάτι… όλα ήταν μια σκηνή ενός αλλόκοτου θεατρικού. Ίσως να μην υπήρξε και ποτέ αλογάκι. Ίσως να μην υπήρξε Μαντωdea. Μαντώ=dead. The End.
      Αποφασίζω να σηκωθώ. Εννοώ για τα καλά. Να ξεκουνηθώ. Διαλέγω ένα άλλο ζευγάρι παπούτσια για σήμερα. Πάνω σε αυτά θα περπατήσω τη μέρα. Πάνω σε αυτά στήνω ένα casual ντύσιμο. Είναι Κυριακή. Μέρα που αλλάζω ρουτίνα. Παίρνω το metro από τη Δελφών και κατεβαίνω Αρετσού.  Παίρνω το καραβάκι και κατεβαίνω Περαία. Παίρνω την Καίτη και δε το σηκώνει. Παίρνω ένα βάζο από τους ψαράδες και παραμονεύω. Αυτή τη φορά θα φυλακίσω ένα άλλο ζουζούνι. Αυτή τη φορά θα καμακώσω μια ογκώδη γυναίκα φτιάχνοντας ένα μικροσκοπικό συναισθηματικά σενάριο. Ζητάω καφέ με cookies και ανοίγω εφημερίδα. Αφήνω ένα μπισκοτάκι με μαρμελάδα στην άκρη του τραπεζιού. Το μάτι μου είναι σαν του αετού. Το πρωϊνό θα είναι μακρύ. Στο τέλος θα έχουμε ξανά πρώτη ύλη.

Σάββατο, Αυγούστου 18

στο Μυστρά

   Δεσποτάτο του Μορέος.
   Μυστράς. Καστροπολιτεία...
μια ιστορία εξουσίας που ξεκινάει το 1249 και διαρκεί δυο αιώνες. Φράγκος Γουλιέλμος Βιλεαρδουίνος... κατακτητής Βυζαντινός αυτοκράτωρ Μιχαήλ Η' Παλαιολόγος, Μανουήλ Καντακουζηνός, Θεόδωρος Β' Παλαιολόγος, Κωνσταντίνος Β' Παλαιολόγος, ο τελευταίος αυτοκράτωρ του Βυζαντίου... 
    Μυστράς... μια ιστορία αναγεννήσεως γραμμάτων και τεχνών, Γεώργιος Γεμιστός ή Πλήθων, ο τελευταίος σε μια σειρά νεοπλατωνικών, πρόδρομος του ευρωπαίκού διαφωτισμού καθώς μετά από μια σπουδαία πορεία διδασκαλίας και συγγραφικής στον τόπο αυτό , μεταβαίνει & ιδρύει με τον Κόζιμο και τον Βησσαρίωνα την ακαδημία της Τοσκάνης στα πρότυπα της Πλατωνικής Ακαδημίας το 1446 . Αγιογραφίες και τοιχογραφίες με ιδιαίτερη καθαρότητα και λάμψη, της περίφημης ζωγραφικής σχολής του Μιστρά.
      Μυζηθράς... μια ιστορία αρχιτεκτονικής...  Περίφημο δίκτυο ύδρευσης στα πρότυπα της Πόλης, και Βυζαντινές εκκλησιές που καθώς σωστά αναστηλώνονται, λίγο λίγο ανασταίνουν την ιστορία. Οι πέντε τρούλοι και ο μικτός ρυθμός χαρακτηριστικός του Μυστρά. Βαδίζεις από σκιά σε σκιά μέσα στις μυρωδιές βοτάνων και ελιάς αρχίζεις να ενσωματώνεσαι στο σκηνικό.
     Και καταλήγεις σε αυτή την πλάκα την ανάγλυφη μαρμάρινη αναπαράσταση του συμβόλου της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας πάνω στην οποία, λεν, ορκίστηκε πριν ξεκινήσει για την Πόλη ο τελευταίος , ο μοιραίος της αυτοκράτωρ.
  Για ανθρώπους που αγαπούν 
την ιστορία, είναι ένα ζωντανό βιβλίο. Για περιηγητές αυτός ο τόπος είναι μια πρόκληση. Για παιδιά είναι ένα σκηνικό για ένδοξα όνειρα και ζωηρά παραμύθια. Για τους Μανιάτες... είναι απλά ο τόπος των προγόνων τους. Και αν από το λόφο κάτω κοιτάξεις...Είναι η Τοσκάνη της Ελλάδας. Ή αλλιώς αν στην Τοσκάνη βρεθείς... το βλέπεις.. είναι ο Μυστράς της Ιταλίας. 
 

Τετάρτη, Αυγούστου 15

στη Μονεμβασιά

Μονοβασιά...
 ..ο βράχος. Η πάνοπλη θάλασσα. Χρόνος βαθύς, πληρωμένος. Ταλαιπωρημένη δόξα. Ο βράχος στο βράχο...  τα σιωπηλότερα λόγια. Οι βουβές συναντήσεις αντίκρυ στη θάλασσα ή μέσα στο φεγγάρι. Εδώ, που διακρίνεις τα αδιάψευστα όρια, όλων των χωρισμών και των αιώνων. Ξεχασμένες γωνιές, μισοτελειωμένες μνήμες, έρωτες, το κλεισμένο πηγάδι. Εδω, η νύχτα, η πιό μεγάλη, η αγιασμένη απ' τ' άστρα. Πέτρα αφομιωμένη απ΄το σκοτάδι.
Ο κώδικας της πέτρας, το πέτρινο καράβι, η Μονοβασιά, κι ο έρωτας... το άλλο πέτρινο καράβι , το αταξίδευτο, το χιλιοταξιδεμένο στους ψηλότερους πόντους...
 σκόρπιες ρίμες του Ρίτσου σε υποδέχονται εδώ... στον τόπο που έζησε και εκοιμήθη ο ποιητής. 
    Πέτρες  οκτώ χιλιάδων χρόνων,  πόσων πατημασιών ; Ο θάνατος δεν είναι παρά ένα φύλλο που έπεσε για να θρέψει ένα φύλλο που ανεβαίνει,  έτσι γράφει έξω από το σπίτι του ποιητή. Ο Ελκόμενος Χριστός, Η Παναγιά η Μυρτιδιώτισσα, η Κρητικιά, η άλλη η Παναγιά η Χρυσαφίτισσα ποιός ξέρει από ποιόν νουνό εβαφτισμένη... ο Αη Νικόλας στον αφρό του Αιγαίου, η Αγία Άννη, σαρράντα εκκλησιές άλλες ορθές και άλλες σωριασμένες, από την ανελέητη αντίσταση στον αέρα του πελάγου. Και πάνω πάνω , μέσα στο κάστρο της ακρόπολης, η Αγια Σοφιά, κίτρινη, φωτολουσμένη απ΄το ηλιοβασίλεμα του Αυγούστου, ζεστή και κρύα μαζί, να μην ξέρεις πως να αγγίξεις...
Μονεμβασιά. Η μόνη έμβασις, μια πύλη, μια στενή λωρίδα πέτρες και ο βράχος σε προσέχει βλοσσυρός. Σαν μπεις, μιλάς σιγά, κι αθόρυβα βαδίζεις. Λίγοι διαβάτες, σε πέτρες που γλυστρούν, πατημασιά, πατημασιά, κερδίζεις μέτρα και εισχωρείς στο σκηνικό και αφομιώνεσαι, αν είσαι ακόμη άνθρωπος, μα δε μπορείς αλλιώς .  Σε καθηλώνει. Μικρά καφέ με κλασσική μουσική, δυό τρεις γκαλερίστες και τα λίγα μαγαζάκια αναμνηστικών , στο χώρο ενταγμένα με ύφος και ήσυχες βιτρίνες. Ούτε μπλουζάκια, ούτε γκλίτσες, ούτε τσολιάδες, ούτε γύψινα ομοιώματα. Πολιτισμός που λάμπει δια της λιτής του παρουσίας. Μερικά χειροποίητα αντικείμενα και ντόπιο μέλι και κρασί, προϊόντα ελιάς σωστά συσκευασμένα, κοσμήματα και ελαιογραφίες. Καθόλου Άγγλοι, καθόλου Γερμανοί καθόλου αφηνιασμένοι για αλκοόλ γενικώς.

Γάλλοι, Ιάπωνες, Ιταλοί, Έλληνες, Ολλανδοί, Σκανδιναβοί... που όλοι ερωτευμένοι δείχνουν ... γιατί εδώ δεν έχει μαζικό τουρισμό, δεν έχει πλήθος που ζητά φθηνό πιοτό και πλαστική ξαπλώστρα, ούτε να ζήσει τη ζωή που ξέχασε να αγγίξει. Κόσμος ήρεμος, αργές κινήσεις, λαχάνιασμα και μάγουλο κόκκινο από τον ανήφορο και κλεφτά φιλιά.

Malvasia ...Μονεμβασιά , λιαστό σταφύλλι, ροζ κρασί, γλυκό, κόκκορας με χυλοπίτες, σαλάτες από ζωντανή ντομάτα και πιπεριά που σπάζει στα δόντια με ένα κρακ... τυρί σκληρό και λάδι Μάνης...

Το κάστρο στέκεται και παρακολουθεί πανιά να μπαίνουν και να βγαίνουν στο απέναντι λιμάνι. Ο ήχος είναι ο αγέρας, η μυρωδιά είναι η συκιά, το φως είναι ο ήλιος και το όνειρο είναι παλιό, χιλιοτραγουδισμένο αλλά δικό σου.

Όμορφη είναι η Ελλάς.

Τρίτη, Αυγούστου 7

όλα κι όλα


  Είναι τρεις τη νύχτα , εγώ κι άλλοι δυο. Αλλάζουμε βάρδιες στα φώτα μας για να 'χει γούστο, αυτό το πηχτό σκότος .Εγώ είμαι ο Σώτος. Μένω πρώτο εμπρός. Ανάβω πορτατίφ και σβήνω τα μεγάλα. Η Κάντις τότε ανάβει τηλεόραση και σβήνει το πορτατίφ της. Είναι από Γερμανία. Όχι η ΤV , ούτε το πορτατίφ, η κοπέλα. Ο Μπάκ παίζει κιθάρα. Τη παίζει με αναμμένα κεριά. Έχει και στο μπάνιο ανοιχτό ένα σποτ γιατί πίνει μπύρες συνεχώς και συνεπώς κατουριέται. Αλλά σιχαίνεται να σβήνει το φως αμέσως μετά το κατούρημα. Σκέφτεται ότι τον πιάνει και πριν πάει να φάει , τον ίδιο διακόπτη που σβήνει το φως στο μπάνιο. Ο Μπακ δεν είναι Μπάκ. Είναι παρατσούκλι από το Μπάμπης και το black, δικό μου, γιατί είναι τύπος της νύχτας και μένει στο πίσω στον ακάλυπτο. Μπακ... έχω ταλέντο στα λογοπαίγνια, ε ; Η Κάντις πάλι είναι η Κάντις. Δε συμφωνώ με αυτά τα ονόματα αλλά γείτονες στην πόλη δε διαλέγεις. Όλα κι όλα.  
      Τρεις κι ο κούκος. Πότε καθιερώθηκε αυτό το πράμα ως εξυπνάδα δε ξέρω αλλά στη πρασιά της πολυκατοικίας μας έχει αράξει κι ένας κούκος. Εμένα δε μου κάνει κούκου με τη Κάντις αλλά την παρακολουθώ διακριτικά από "αντρική" διαστροφή. Τι, να μου βγάλει κανά όνομα ; Όλα κι όλα. Ο κούκος αρχίζει το πρωί , τέτοια ώρα το κούκισμα, όπως ονομάζεται η εμμονή να φέρεις την άνοιξη. Ο Μπάκ πάλι όμως τρελαίνεται. Πετάει φιστίκια, κουτάκια από μπύρα, μπωλ,  άλλα πράματα που δε φαίνονται τι είναι, για να τον ανακόψει. Μερικές φορές πιάνει το κόλπο, άλλες όχι. Πάντως κανείς δε μαζεύει αυτά τα αυτά από κάτω την άλλη μέρα. Πρέπει να είναι ένας από τους λόγους που ο ακάλυπτος έχει γίνει Χ.Υ.Τ.Α. από πέρσι. Αλλά στην πόλη τα σκουπίδια που σκουντάς δε τα διαλέγεις. Όλα κι όλα.    
     Η Κάντις. Γιατί είναι εδώ ; Γερμανίδα. Έχει μια χαρά χώρα για να ζήσει και μια χαρά νησιά να πάει μια εβδομάδα για μπάνιο και εμετό. Στις 40 εκκλησιές τι γυρεύει ; Θεολόγα είναι ; τσουκ. Αρχαιολόγα ; ούτε. Μοντέλλα, δε την παίρνει.  Εμένα μου κάνει για χύμα κουλτούρα άτομο που έπρεπε να ζει στο Βερολίνο, ανατολικά με γκρί καναπέ και σπαράγγι στο παράθυρο να μη θέλει ούτε φως ούτε νερό. Εδώ τι γυρεύει να ψήνεται το καλοκαίρι και να τρέμει το χειμώνα είναι μυστήριο. Φέτος δεν θα ανάψουμε καλοριφέρ γιατί χρωστάμε το περυσινό. Εγώ βέβαια χρωστάω μόνο τρία. Ο από πάνω τέσσερα. Αλλά θα κρυώνουμε εξ αιτίας του όλοι. Αυτά είναι. Στη πόλη τη θερμοκρασία στο σπίτι σου δε τη διαλέγεις.; Όλα κι όλα.
     Άρα, τι κάνει αυτή η τσιμπλιάρα εδώ ; Έχει αερόθερμο ; Έχει κανέναν να τη ζεσταίνει ; .. αν το πιάνετε το υπονοούμενο μου...αν είχε δε θα άκουγα και ήχους ;
Το βράδυ χθες πηδιόντουσαν κάτω δυό τρεις, τέσσερις γάτες. Δε ξέρω με τι τρόπους. Μαύρες ήσαν. Αυτές, που λές, έχουν αρχίσει να πηδιούνται μουλωχτά γιατί εντάξει... ποιός θέλει να φάει το τασάκι του Μπάμπη στο κεφάλι την ώρα που χύνει. Παρ΄όλα αυτά τις ακούς... πως δεν τις ακούς. Ενω την Κάντις δε την ακούς ποτέ. Γερμανικό σύστημα, θα σε γελάσω... να σε πηδάνε και να μη κάνεις κιχ.... Εγω λέω, αν την πηδούσαν και της άρεζε αλλά και αν την πηδούσαν και πονούσε, σε κάθε περίπτωση κάτι θα άκουγα. Τώρα βέβαια περνάνε και αεροπλάνα. Υπάρχουν αποσπάσεις. Δε μπορείς να συγκεντρωθείς να ακούσεις αυτό που θες... στη πόλη τους ήχους δε τους διαλέγεις.Όλα κι όλα.
     Απόψε πάλι ιδρώνω. Τώρα τελευταία όλο το καλοκαίρι φυσάει λίβας, σα να έχεις αερόθερμο ξεχασμένο απ' το Γενάρη ένα πράμα. Αλλά είναι Αύγουστος. Δε κοιμάμαι όλη νύχτα, δεν έχει καμιά μπάλα ή καμιά τσόντα της προκοπής, το της προκοπής το αναφέρω ως σχόλιο για το σύγχρονο ελληνικό ποδόσφαιρο, στις τσόντες ότι να 'χει το βλέπω. Αλλά να την παίρνει ο Καραγκούνης και να σκύβει και να χτυπιέται και να βογκάει και να μην τον σώζει κανείς, αυτή η τσόντα δε βλέπεται ούτε από άρρωστο. Μια και δεν έχει λοιπόν τίποτες η TV καταλήγω να τα πίνω στο μπαλκόνι μέχρι να γίνομαι ένα ιδρωμένο υποκείμενο χειρότερο από τον Μπάκ. Αυτός τουλάχιστον είναι μουσικός. Εγώ ως φιλόλογος, δε δικαιολογούμαι. Ιστορικό ψυχολογικό. Μάλιστα. Από τόσες σπουδές αντικειμενικά μου έχει μείνει ότι έχει να κάνει με τη δεύτερη λέξη. Έχω τικ στο αριστερό μάτι, με πιάνει φοβία στο ασανσέρ, έχω απέχθεια για τους γύφτους με το ένα πόδι μισό σε λερωμένο επίδεσμο και γενικά αδυναμία να ανταποκριθώ στην διέλευση αστικού τοπίου, αν το περιγράφω σωστά. Είμαι επίσης τελειομανής, ...μανής γενικότερα δηλαδή και αυτοκαταστροφικός. Ένας ιδρωμένος με τα παραπάνω χαρακτηριστικά και με δυό μέρες απλυσιά από τις διακοπές νερού δε διαφέρει από serial killer του Γαλλικού Κινηματόγραφου. Αλλά από ότι φαίνεται αυτό το πακέτο δεν ενοχλεί τους φίλους μου. Τον Ιβάν τον περιπτερά, το Ναπολέων τον υδραυλικές εργασίες-αποφράξεις, τη Σουζάνα στη γωνιά με τα λουκάνικα και όλους αυτούς που μου κάνουν πίστωση. Θα μου πεις, είναι φίλοι αυτοί ; Ε... καλά. Φίλοι είναι αυτοί που καταφεύγεις για να ζητήσεις δανεικά και παρηγοριά, άρα.. φίλοι είναι και αν θες να ξες... στην τελική , στην πόλη τους φίλους σου δε τους διαλέγεις. Όλα κι όλα.
     Καθώς ξημερώνει αργά, βασανιστικά, ακούω το καζανάκι να γεμίζει μέσα, πράμα που εδώ είναι η ένδειξη ότι ήρθε το νερό. Ορμάμε όλοι μαζί προς τα μπάνια μας, η Κάντις, εγώ, ο Μπάμπης χωρίς να καταλαβαίνει πολύ το λόγο, οι γάτες, είναι ένας μαζικός συναγερμός που συμβαίνει με εντολή της ΕΥΑΘ τα ξημερώματα στη πόλη. Πλενόμαστε με ότι τρέχει, όσο ακόμη τρέχει, και πέφτουμε για μια ωρίτσα ύπνο μέχρι την άφιξη της σκουπιδιάρας Νο 47. Αυτό το τάνκερ κάνει αρκετό θόρυβο για να σου γίνει ανυπόφορη η παραμονή στο κρεβάτι στις 6.25 κάθε πρωί. Είναι το ομαδικό μας 
εμβατήριο, το κάλεσμα της νέας μέρας. Και την αγαπάμε κατά βάθος αυτή τη σακάτικη σκουπιδιάρα γιατί χωρίς αυτή θα είχαμε φάει πόδι από τη δουλειά όλοι μας. Θα μου πεις τι δουλειά... φιλόλογος τηλεφωνητής στις πληροφορίες του ΟΤΕ ... ε, το μεροκάματο να βγαίνει. Άκου. Είναι δύσκολα χρόνια. Στην πόλη τη δουλειά δε τη διαλέγεις. Όλα κι όλα. 

      Aύριο βράδυ είναι πανσέληνος. Δε θα κάτσω σπίτι, είναι Αυγουστιάτικο φεγγάρι και θα έχει πολύ κόσμο κάτω στην παραλία, στο λιμάνι, στον πύργο, στο Φάληρο, στα κάστρα, ακόμη και στη Ναυαρίνου θα μπορείς να την δεις να κλαίει μαζί σου αυτή την θλιμμένη σελήνη. Να κλαίει και να σε ζητά ξανά να της γράψεις, ένα στίχο, ένα ραβασάκι, ένα τραγούδι και να της το πας. Θα διαλέξω ένα απόμερο στέκι και θα κάτσω να της γράψω το όνειρό μου για εμένα και .. εκείνη. Όλοι έχουμε ένα όνειρο. Και όλοι έχουμε μια διεύθυνση για να το απευθύνουμε. Η μοίρα κάνει τα λοιπά, διεξοδικά, παστρικά και ανεξέλεγκτα. Δεν είναι για να σκας. Το μόνο που έχει σημασία εδώ, όταν έχει φεγγαράδα, είναι που έχεις το δικαίωμα να οργανώσεις ένα σκηνικό, αποκλειστικό, ιδιαίτερο, στα μέτρα σου και να κάτσεις να κοιτάξεις. Γιατί στην πόλη, από που θα δεις τη σελήνη, το διαλέγεις. Όλα κι όλα. Το διαλέγεις. Δικαίωμα.
        Αυτά. 

Κυριακή, Αυγούστου 5

ακούς ; όχι ; πως να ακούσεις


  Τα πλήκτρα είναι άσπρα εκτός από μερικά που είναι μαύρα. Είναι όλα κρύα. Εκείνο που τα κάνει ξεχωριστά είναι το αποτέλεσμά τους σαν πιεσθούν. Τα άσπρα βγάζουν μπλέ ήχους και τα μαύρα κόκκινους. Κατάλαβες ; Όχι ; Που να καταλάβεις…

  Καθώς ξεπροβοδίζω αυτές τις λέξεις μετρώ την επίδραση που θα ‘χουν πάνω σου από το βάρος τους, το βάρος που φεύγει από πάνω μου. Σαν και τις νότες οι λέξεις. Και η ανάγνωσή σου, η ακρόασή σου, μια συγκομιδή. Εγώ το δέντρο και συ ο διαβάτης. Υπόδικος και πρωταγωνιστής μια πείνα. Πεινάς απόψε ; όχι ; Που να πεινάσεις…

  Παραπατώ με τα χέρια. Είναι αφύσικο που πρέπει όλο αυτό να περάσει από τα ακροδάχτυλα. Οι νότες για να ακουστούν και οι λέξεις για να σταλούν. Θα έπρεπε να μεταδίδονται με τα μάτια. Έτσι και μπορούσαν να μεταδοθούν με τα μάτια θα γλυτώναμε τόνους σφαλμάτων. Τα παραπατήματα δεν γίνονται λόγω οινοπνεύματος. Είναι που παίζουμε ακόμη το ίδιο παιχνίδι. Σπασμένο τηλέφωνο. Ακούς ; Όχι ; Που να ακούσεις…

   Είσαι μέσα. Τώρα είσαι μέσα και με βλέπεις. Εγώ στην ουσία δεν είμαι τώρα μέσα. Όταν ήμουν εγώ εσύ ήσουνα έξω. Αν χρειαστείς μια διευκρίνιση μπορείς να ρωτήσεις. Αρκεί να μην περιμένεις απάντηση. Όταν θα λάβεις απάντηση οι υποθέσεις θα έχουν κάνει τριπλή ζημιά από την ουσία. Στην ουσία δεν είμαστε μέσα. Διαδικτυωνόμαστε αλλά δεν ενωνόμαστε, έτσι δεν είναι ; Με νιώθεις ; Όχι ; Που να με νιώσεις…

  Εγώ λοιπόν λέω να τα κλείσουμε αυτά τα μάτια. Τα μάτια δεν έπρεπε να είναι τετράγωνα. Έπρεπε να παραμείνουν οβάλ, σχιστά, με βλέφαρα και χρώματα. Όλα τα μάτια έπρεπε να είναι μπλέ. Εκτός από μερικά που έπρεπε να είναι καστανοπράσινα. Όλα έπρεπε να είναι ζεστά. Εκείνο που τα κάνει ξεχωριστά έπρεπε να είναι ακόμη το αποτέλεσμά τους σαν διασταυρωθούν. Αυτό πως καταφέραμε και το χάσαμε ; Με καταλαβαίνεις ; Ναι. Πώς να μη με καταλάβεις. Έχεις καρφωμένα τα μάτια σου σε ένα τετράγωνο λευκό και εκείνα κρυώνουν. Πώς να μην κρυώνουν. Ε ; Μάτια μου ; Πώς να μην κρυώνουν ;

    Τώρα έχουν οι περισσότεροι κλείσει τα μάτια. Άλλοι για πάντα και άλλοι για να ετοιμαστούν για αύριο. Εσύ είσαι κάπου μακριά. Άλλα όχι και τόσο μακριά ; Ε; Πώς να το πεις μακριά αυτό ; Αφού σχεδόν με θέλεις. Υπάρχει σκοτάδι γενικώς αλλά αν κοιτάξεις δεν είναι σκοτάδι τελικώς. Στέλνω νότες από ένα σακατεμένο παράθυρο και οι νότες φέρνουν αχτίδες ώχρας μέχρι το παντζούρι σου. Κλείνεις τα παντζούρια σου νωρίς ; Ε… πώς να μην τα κλείνεις.

    Άνοιξε. Κοίτα κάτω. Όχι εκεί. Πιο αριστερά. Βλέπεις που είναι η πηγή του ήχου ; Ακούς την ώχρα που σκαρφαλώνει ; Έχεις πείνα ; Έχω αγωνία. Έχεις αγωνία ; Έχω δίψα να σε καλμάρω, μωρό μου. Αν δεν έχεις κοιμηθεί, πάρε ένα σφυρί και σπάσε το παντζούρι σου. Και μετά σκύψε. Για να ακούσεις ή για να πέσεις. Ότι και να επιλέξεις κερδισμένη θα βγείς. Πώς να μη βγείς ;