Σάββατο, Οκτωβρίου 29

..κι εγώ εις την πόλιν όταν ο λύκος...


    Χιονάτη στο κεφάλι, κουκουβάγια στα μάτια η κερά της πόλης μου είναι η πιο σημαντική αυτόπτης μάρτυρας της γειτονιάς μου. Καταγράφει τις εξελίξεις σαν παλιάς τεχνολογίας κομπιούτερ, έναν αιώνα. Έχει ονειρευτεί όλα αυτά τα ραμολί του διπλανού καφενείου γυμνά, όταν τα δικά μου κακά τα μάζευαν από το κωλί μου τα χέρια της μάνας. Μερικά ραμολιμέντα λένε ιστορίες με μπόλικη μέντα για την κερά Ευτυχία. Πολλές θα ήθελαν να είναι αλήθεια.
Είναι μια στραβοπόδαρη κοτσανάτη γιαγιά που το πρωϊ αργοπερπατάει το σοκάκι μας έχοντας το αριστερό της χέρι μισοανασηκωμένο. Δεν έχει αγκύλωση. Θέλει να είναι σε θέση να ακουμπήσει κάπου, να στηριχθεί σε κάτι, αν χάσει την ισορροπία της. Παρ’ όλο που αισθάνεται κοτσανάτη. Αυτή τουλάχιστον ξέρει σε τι χρησιμεύουν τα χέρια. Εγώ πάλι όχι.
   Είμαι ο Μαθιός. Είμαι κρυωνιάρης, φοβάμαι τις σαύρες, πιάνω ακρίδες με τα χέρια και ακούω ροκ του ’60. Οικονομολόγος. Τι άλλο ; Θελω να πω, θα γινόμουν κάτι άλλο αν δεν …
   Το χειρότερό μου είναι να μπω με ξένο στο ασανσέρ. Το πιο καλό μου είναι να μπω μετά από γυναίκα μόνος. Μυρίζετε οι γυναίκες. Κάτι άλλο από εκείνο που φροντίζετε να μυρίζετε.  
   Το άλλο μου καλύτερο είναι ότι έχει μέσα μελιτζάνες. Σούπερ ! Παπουτσάκι, μουσακάς, μοσχάρι με πουρέ μελιτζάνας, σαλάτες, τουρλού, κάδοι, δεν έχει να κάνει. Η μελιτζάνα κάτι μου κάνει.
   Επίσης με πιάνουν νευρικά γέλια, σε λάθος ώρες, στην εκκλησιά και στα σεμινάρια μακροοικονομικής, στα ΔΣ του εργοστασίου και την ώρα που χύνω στη Καίτη. Problem. Ε;
   Η κερά πέρασε σήμερα με τουλμπάνι, είχε κίτρινες πιτσιλιές που με κάνουν να πιστεύω ότι βάζει αυγό στο μαλλί. Εγώ δε θέλω ούτε να δω αυγό. Πάντα σπάζει, γι αυτό. Και πάντα λεκιάζει. Και έχω ιδιαίτερες ανησυχίες ότι ως έθνος ραγίσαμε το αυγό του φιδιού. Γι αυτό σας λέω. Βάζει αυγά για να μη τα χάσει.
   Εγώ δε φοβάμαι μη τα χάσω. Έχω εναλλακτικές. Συγνώμη τώρα, νομίζετε ότι έχω ρίξει όλες τις ζαριές μου από τα 45 . Χα… Χα. Χα. δε σφάξανε. Έχω πάγκο, δικαίωμα για τρεις αλλαγές και ο αγώνας είναι ημίχρονο.
    Μηδέν – ένδεκα χάνουμε βέβαια, αλλά δεν έχει να κάνει. 
Είμαι παντρεμένος δεκατρία χρόνια, περίπου, δεν θέλουμε παιδιά. Θα δούμε.
    Η ζωή μου με την Καιτούλα καλή, καλή, καλή, τσουλάμε. Δε μου τη σπάει πολύ, ίσως γιατί πολλές φορές δεν με αντιλαμβάνεται, αντιλαμβάνεσθε τι λέω ε ; Είναι ψιλοχοντροφρικαρισμένο άτομο αλλά κι εγώ τι είμαι, τέρας ισορροπίας ; Ε ;
    Δεν είναι εύκολο να συζήσεις με τους ανθρώπους σήμερα. Ούτε να συζητήσεις, τι να συζήσεις. Γι αυτό αν κυλήσεις, όλα καλά.
    Ένα λεπτό ρε παιδιά.. κρακ, κρααακκ, έκανα λίγο το κεφάλι μου δεξιά αριστερά, με πεθαίνει ο αυχένας μου όταν έχει υγρασία, καλοκαιρία, βροχή και μέσες θερμοκρασίες.
    Τέρας ισορροπίας ; Δε νομίζω. Τυχαίο ; Τυχαίο ρε !  Έχω κι εγώ τα προβληματάκια μου. Τέλειος θα ήμανα ; Μου κολλάνε παραδείγματος χάριν στο μυαλό διαφημιστικά μπιτάκια. Όχι αμέσως αλλά άμα τα ακούσω πάνω από 67 φορές μετά ξυπνάω την άλλη μέρα, μπαίνω βγαίνω, δουλεύω, τρώω, ρεύομαι και από μέσα στο κεφάλι μου αυτά παίζουνε. Από εκεί πρέπει να βγήκε η φράση παίζω με τα νεύρα σας, λίγο μετά την έκρηξη της αγοράς της διαφήμισης.
    Για να γλυτώσω κάνω μμμμμμμμμμμμμμμμμμμμμμμμμμμμ και βάζω δάκτυλα στα αυτιά μου οπότε με δείχνουν αυτές οι μουρλές με τα καρότσια στα μωρά τους. Με πειράζει να με δείχνουν. 
    Πάσχω από μια εμμονή για την εικόνα που αφήνω στους γύρω μου.  Κάνω ανωμαλίες συνεχώς. Κάνω πως κοιτάω φωτογραφίες στο κινητό μέσα στο λεωφορείο ενώ έχει μόνο πέντε, τις τρείς μάλιστα το ψυγείο γιατί δοκίμαζα κάτι.  Γιατί κάνω πως κοιτάω  συνεχώς φωτογραφίες ;  Κρατάω το εισιτήριο με το χέρι τόσο εμφανώς λες και στο λεωφορείο είναι μέσα 65 ελεγκτές και ο οδηγός. Νομίζω ότι με κοιτάζουν επίμονα και ελέγχω το φερμουάρ μου κάθε φορά που κατεβαίνω.  Αααα το άλλο, αυτό είναι καλό. Δεν ξέρω τι να κάνω τα χέρια μου και καμιά φορά χαιρετάω ξένους. Μετά χαμογελάω αυτάρεσκα που με ξέρουν στη πόλη. Και παίρνω πόζες. Όταν έχει αστυνομία αγαθές με δόσεις αυτοπεποίθησης και χωρίς νευρικά ανοιγοκλεισίματα ματιών, όταν έχει νεολαία φάτσα Ρηγά αδικημένου σε πρόοδο από φασίστα καθηγητή ενώ τελείωσα τη σχολή πριν δεκαεννιά χρόνια, όταν έχει γυναίκες  ονειροπόλου με ένα ανασήκωμα φρυδιού του στυλ διαβάζω εκείνη την ταμπέλλα στη Βενιζέλου από την Αριστοτέλους.  Ρουφάω τη κοιλιά μου όταν στρίβω στις γωνίες μην ανταμώσω καμιά μικρούλα, τόσο πολλές γωνίες έχει η γειτονιά που έχω αποκτήσει άσμα. Χοντραίνω τη φωνή μου στο τηλέφωνο αν έχει κοντά μου καμιά κουνιστή, φοράω το hands free χωρίς να ξέρω που είναι το κινητό μου, ανάβω τσιγάρο και μετά σκέφτομαι τι είναι αυτό ανάμεσα στα δάκτυλά μου, δε ξέρω εσείς, εμένα υπάρχουν ήχοι που με κάνουν να ανάψω τσιγάρο. Επίσης κάνω τον….
     Σας κουράζω τώρα ε ;
     Γενικά νομίζω ότι μεγάλο μέρος της δραστηριότητάς μου ορίζεται από την εντύπωση που πρέπει να αφήνω στο διάβα μου χωρίς να υπάρχουν ενδείξεις ότι θα ξανασυναντήσω κάποιον άνθρωπο που να με θυμάται αργότερα. Problem . Ε ;
    
    Κινούμενος στην πόλη και συναντώντας τους αναγκαίους ανθρώπους για να συνδιαλλαγώ,  προσαρμόζω την ομιλία μου ανάλογα με τον συνομιλητή. Αν είναι Αλβανός λέω όλες τις λέξεις ουδέτερα, ένα καρέκλα ας πούμε, αν είναι γριά φωνάζω αργά με έντονες κινήσεις των χειλιών, στους κοσμικούς χρησιμοποιώ λέξεις ιντελέκτσουελ για τα πιο κοινά, λεκάνη πορσελάνης ας πούμε για τη χέστρα, και στους λαϊκούς εντέχνως εκχυδαϊζω το λόγο μου παίρνοντας ένα μπλαζέ δε γαμώ ψηλά καπέλα υφάκι. Η επικοινωνία μου είναι αποτελεσματική οπότε το δουλεύω ολοένα και περισσότερο σε σημείο να θεωρούμαι homo πολύγλωσσους μουνόγλωσσους.  

    Η μόνη περίπτωση που είμαι ο εαυτός μου είναι όταν με πιάνει από το μανίκι στο σοκάκι μου η κερά Ευτυχία και με τραβάει μέσα να μου κάνει καφέ. Μετά, παίρνει ένα ύφος ανυπόμονο και τρίβει έτσι τις δυο παλάμες της στη ποδιά, σαν να αδημονεί, γελάει στραβά μέσα από τα μουστάκια της, το εννοώ αυτό, περιμένει να ρωτήσω, κάθε φορά το ίδιο. Κι εγώ κάνω πως αργώ γιατί εκεί μέσα στης κερά Ευτυχίας κάτι με πιάνει και με θεραπεύει από κάθε νόσο είναι που δεν πιάνει κινητό στο χαμόσπιτο, είναι που έχει μόνο ένα ράδιο η κερά, κάνω πως αργώ. Όταν την πιάσουν τα γέλια, όταν μετρήσω τα ελάχιστα δόντια της και φχαριστηθώ με την ψυχή μου τον καφέ μου, τη ρωτάω με περισπούδαστο ύφος την ερώτηση.
    - Είχες σουξέ αυτή την εβδομάδα στο καφνέ , σε μιλάνε κουκλάρα μου…
            - μπα που να σκάσεις, σκανδαλιάρη, άσε με ήσυχη στα γερατιά μου , σουξέ η ξέδοντη γένετε ;
    – Μελιτζάνες μυρίζω ; Έλα, μολόγα.
          - όϊ  μαρέ , ιδέα σου…. Μα πάλι, για να πάω να ιδώ…
Και μετά πάντα με εκείνη την παιδιάστικη αφέλεια πάει προς το ντουλάπι της και βγάζει ένα πιάτο. Γελάνε τα μουστάκια της τόσο υπέροχα. Τόσο υπέροχα. Αχ…. 

Πιριτιτιτ πα πα !!!
     Συγνώμη, με καλεί ο Νικόλας , just a minute ,
-Έλα, κλείσε έχω κοινό, αγορεύω, θα σε πάρω. Sorry.
Είναι ο τέταρτος αδελφός μου, μεταξύ μας ο τρελός της οικογένειας αλλά τον αγαπάω. Κάτι οικείο μου φέρνει. Το ήξερα τώρα ότι είναι ο Νικόλας πριν μιλήσω. Καλόόόό  ;;;;
   Έχω βάλει διαφορετικούς ήχους για καθέναν. Κλήσης εννοώ. Αλλά μπερδεύομαι, μπερδεύω κι άλλους, σηκώνουμε όλοι τα κινητά και μέχρι την Τρίτη φράση λέμε όλοι τα ίδια, μετά λέμε δε μπορεί, κοιτιόμαστε, μερικοί το κλείνουν και γίνεται η δουλειά. Μου φαίνονται απλώς λίγο υπερβολικά αυτά μέσα σε ένα τόσο δα σαλονάκι αναμονής ψυχοθεραπευτή.
    Ουπς….

Παρασκευή, Οκτωβρίου 28

περπατώ εις την πόλιν όταν ο λύκος δεν είναι εδώ

    
Σταμάτησε να μετράει πλακάκια. Δε πρόφταινε. Ασυναίσθητα τα βήματά της είχαν επιταχύνει τόσο που έπρεπε να προσέχει μη σωριαστεί. Οι παλμοί ανέβηκαν. Οι κρόταφοί της φούσκωσαν από μέσα ενοχλητικά, σαν άτσαλο αντικείμενο σε μικρή τσέπη που το νιώθεις ότι σε ενοχλεί αλλά δεν έχεις που αλλού να το χώσεις.
-Τι χρειάζονται οι κρόταφοι ; Κανείς δε μου έχει πει τι ωραίους κροτάφους που έχεις.
     Αχ, δε σας την σύστησα. Είναι η Νάντια. Ζει στη Μαρτίου. Όλους τους μήνες, όχι μόνο το Μάρτη. Παλιότερα ζούσε στην Ανθέων, κουράστηκε να κλωτσάει πέταλα λουλουδιών, πήρε τα μάτια της και μετακόμισε .Θα σας την περιγράψω σε μια πιο αρμόζουσα στιγμή, τώρα ξεμαλλιασμένη και με διασταλμένα μάτια, όχι καλύτερα.
     13, 15, χωρίς νούμερο, 19. Είσοδος από γκρι μάρμαρο , λάμπες καμένες, θυροτηλέφωνο μπαταρισμένο, ονόματα σε λευκοπλάστ, πατάκι απόν, σημάδι από πατάκι παρόν, έφτασε. Το χέρι τρέμει αλλά το κλειδί πάντα τελικά μπαίνει. Μια δυό αριστερά, πιάνει τελικά ο μύλος να γυρνάει, βγαίνει από τη τρύπα πάλι με λίγη πάλη, βήματα μέχρι το διακόπτη για τα φώτα του διαδρόμου, κλακ πίσω η πόρτα, μια κλεφτή ματιά, κανείς δεν ακολουθεί. ΟΚ.
- Το ασανσέρ λείπει, κατ/μένος, κι οι σκάλες στενές. Ακούγονται φωνές που κατεβαίνουν μες τον αποπνικτικό θάλαμο για δυό, αυτόν που γράφει μέγιστο 4 άτομα, το κουτί προσεγγίζει, η λωρίδα του θαμπού τζαμιού φωτίζεται με εκείνο το κάτι σα ξέπνοο φως, ακούγονται δεικτικές κουβέντες,  είναι μέσα η κυρία Πολυξένη , ας το αποφύγει σήμερα εκείνο το κοίταγμα. Με δυό άλματα τους προλαβαίνει, έχει στρίψει στη σκάλα την ώρα που βγαίνουν από τον θάλαμο, καλεί το ασανσέρ από τον πρώτο, την πάει στο 5 και τώρα αρχίζει να επανέρχεται η ζεστασιά. Μια φευγαλέα τελευταία ανησυχία, το κλειδί μπήκε η δική της μυρουδιά όρμισε, ανοίγει τα ρουθούνια και κλείνει τα μάτια. Είναι στο σπίτι.
       - Τηλέμαχε ;
-  …
       - Τηλέμαχε ;
- …
    Η Νάντια αποθέτει δυο χαρτοσακούλες ψώνια στο τραπέζι της κουζίνας και ρίχνει μια ματιά στη μπαλκονόπορτα. Η Σούζι την κοιτάζει απ’ έξω με το ένα πόδι σηκωμένο και η ουρά της πάει να σπάσει από χαρά. Τρέχει και ανοίγει στο μωρό. Γίνονται ένα κουβάρι στο μικρό χαλάκι και με μιας τα νεύρα της γειώνονται. Της αλλάζει το νερό στο τσίγκινο κύπελλο, και χαϊδεύοντας την υγρή μουσούδα τη ρωτάει πως πέρασε. Το σκυλί νεύει με συγκατάβαση «καλά» ή κάτι τέτοιο. Για ανταπόδοση παίρνει την άκρη από τη μπαγκέτα και την κάνει δυό χαψιές. Άξιζε το ψέμα.
     Η Νάντια κάνει τις καθιερωμένες κινήσεις μηχανικά. Ανοίγει το laptop, ανάβει θερμοσίφωνο, ρίχνει στην κατάψυξη τον αρακά, πετάει τα παπούτσια στο χώλ, απωθεί το σκυλί που θέλει παιχνίδι, ανάβει την TV στο χθεσινό κανάλι, τσεκάρει το τηλέφωνο για αναπάντητες, πετάει το πουλόβερ από πάνω της κατευθείαν στο ψάθινο με τα άπλυτα, αποφεύγει τους καθρέφτες, τακτοποιεί με δεξιοτεχνική χορογραφία ότι συναντά στο διάβα της, περιοδικά, τασάκια, τηλεκοντρόλ, παντόφλες, την κουβέρτα της τηλεόρασης. Δε σκέφτεται. Μπαίνει στην τουαλέτα, διάολε, ξαναβγαίνει με δυσφορία, πάει στα ψώνια και παίρνει ένα χαρτί, γυρίζει και σπρώχνει την πόρτα ελαφριά, δε βλέπω τι κάνει ακριβώς, αλλά διστάζω και να κρυφακούσω, βγαίνει σύντομα, εξάγω τα πρώτα συμπεράσματα, και με ξεκούμπωτη φούστα μισοκάθεται στη πολυθρόνα μπροστά στο skype.
      - Βούλα ;
- Άνθρακες ο θησαυρός αδελφή.
      - Τι,  δε βρήκες ;
- Δεν είχε νούμερο.
     - Ασχολίαστο..
- Πήγα και στο ZARA. Μακριά ζακέτα κρύβει κώλο, θυμάσαι ;
     - Είχε μαύρη ;
- Του κώλου, 45 ευρώ, να μαδήσει σε 10 μέρες.
     - Οπότε ;
- Είπαμε…
     - Έκανες ντουλάπα ;
- όχι, άπλωσα δυό πλυντήρια όμως.
     -   Έχω γεμίσει ρούχα ντεμί σεζόν, πρέπει να πετάξω πράμα.
- Πες κάτι καινούργιο ;
     -    Κάτι καινούργιο !
- Κατάλαβα, κλικ και φύγαμε, μπάϊ.
     -    Κάτσε κάτσε, τι πήρες του μπαμπά ;
- Μια ζακέτα lacoste.
     -   Ωραία, τα λέμε. Φιλιά.

      Η Νάντια περπάτησε ξυπόλυτη προς την κρεβατοκάμαρα σπρώχνοντας την φούστα να πέσει στο πάτωμα. Με ένα τέντωμα έβγαλε το κοντομάνικο και έμεινε με τα εσώρουχα. Ήταν μια νοστιμούλα , μα δε θα την περιγράψω ούτε τώρα, γεμίσαμε από ματάκηδες που το παίζουν συγγραφείς. Σωριάστηκε ανάσκελα στο κρεβάτι και έκλεισε τα μάτια. Σε χρόνο dt άκουσε την ανάσα της σκυλίτσας στο αυτί της και της έκανε νόημα. Γίνανε κουβάρι ξανά, αυτή τη φορά σαν μάνα και κόρη και το σκυλί βολεύτηκε με κάποια δυσφορία από την απραξία της γυναίκας. Αναστέναξαν βαθειά, ταυτόχρονα. Η Νάντια χαμογέλασε. Το σκυλί έγλειψε το μικρό δάκτυλο του χεριού της τρείς φορές. Ύστερα ησύχασε.
     Αφουγκράστηκαν την πόλη. Ασθενοφόρο απομακρύνεται, λεωφορείο φρενάρει, γύφτος πλησιάζει, σκυλιά που ουρλιάζουν, ένα πανικόβλητο φρενάρισμα με κόρνα που δηλώνει μούτζα, ένας ακαθόριστος βόμβος, το βουητό του κόσμου που σπεύδει, το βουητό του κόσμου που αντιδικεί, το βουητό του κόσμου που πασχίζει να ακουστεί, το βουητό του κόσμου που αναπνέει. Η πόλη είναι από έξω. Αυτό το συνονθύλευμα υλικών που δεν μπορεί να αναμιχθεί αρκετά ώστε τα συστατικά του να χαθούν στο σύνολο.
      Ακούστηκε το ασανσέρ στον όροφο, βήματα πλησίασαν, το κλειδί μπήκε στην διπλανή πόρτα. Ο Τάσος. Πρόβλημα ο Τάσος. Έκλεισε τα δάκτυλα των ποδιών με δύναμη μέχρι να ακουστούν εκείνα τα μικρά πιτ πιτ, αγκάλιασε τα γόνατα και ανατρίχιασε από το κρύο πάπλωμα κάτω της. Ο Τάσος είναι ενδεικτική περίπτωση. Είναι ο κύριος τσίτωμα στο τετράγωνο. Αξιόλογος αλλά σπαστικός με κάθε λεπτομέρεια. Α, μπα μπα, μακριά. Να ανοίξεις τα μάτια το πρωί και να σε κοιτάει σα γκόλντεν ριτρίβερ στο πιο αναγούλικο. –
-Ήταν και για σένα όμορφα ; ίσως να μην είναι καλή ιδέα σε αυτόν τον χώρο, θέλω να πω, ξέρεις, πάντως ήσουνα υπέροχη, όπως και την προηγούμενη φορά βέβαια, δεν έφταιγες εσύ τότε, όχι εσύ…
- Βγάλε το σκασμό και φύγε ! Τώρα.
Η Σούζη τινάχθηκε και πήδηξε κάτω με την ουρά στα σκέλια.
- Σούζη όχι εσύ μωρό μου, τι τρελέγκω έχω γίνει, έλα κοπέλλα μου στη μαμά, έλα μάτια μου, συγγνώμη. Φωνάζω μοναχή μου θέ μου.
Το σκυλί κάθησε ξεκρέμαστο στη πόρτα, ένα δυό δευτερόλεπτα και μετά από μια γρήγορη σκέψη γύρισε νωχελικά και απρόθυμα και εξαφανίστηκε προς το σαλόνι. Συγχωρούσε, αλλά έκρινε ότι δεν χρειάζεται να μπλέξει περαιτέρω, είχε αυτήν ακριβώς τη ματιά.
     Υπολόγισε ότι το θερμοσίφωνο έχει κάνει τη δουλειά του και τραβώντας μια γαριασμένη πετσέτα από τα ασιδέρωτα χώθηκε στο λουτρό. Τα εσώρουχά της έπεσαν με τη σιγουριά κάποιου που έχει τελειώσει τη μέρα του. Η Νάντια πάλι ; Αυτή όχι.  Μπήκε στη ντουζιέρα με μια αίσθηση ότι έχει αναγκαστεί να αφήσει ένα τραγούδι που αγαπά στη μέση για να σηκώσει το τηλέφωνο. Μαζεμένες έννοιες χύθηκαν παντού στο κεφάλι της, ακόμη και σε σημεία που έπρεπε να μη χωρούν. Όλες οι δουλειές της ημέρες είχαν δημιουργήσει επιπλοκές, αναβολές, πρόσθετες έννοιες, επαναπρογραμματισμούς και έξτρα κοστολόγια. Αυτός που είχε σκεφθεί τη Λερναία Ύδρα, πολύ μπροστά ο τύπος. Το νερό όρμηξε πάνω στο κορμί μαζί με ατμούς και έναν τέλειο, τέλειο ήχο. Η Νάντια τράβηξε τα μαλλιά της προς τα πίσω μέχρι να νιώσει εκείνη την μάζα που βαραίνει και ρέει ζέστη στην πλάτη. Ήταν η στιγμή της , κάθε μέρα αυτή ήταν η στιγμή της. Μόνωση από το θόρυβο, μόνωση από τους ανθρώπους, απόσπαση από το στρες, ένα καυτό καθαρτήριο της ψυχής της. Νόμισε ότι άκουσε βήματα, ίσως..
- Τηλέμαχε ;
    - …
Το σκυλί γαύγισε εκεί στο μπαλκόνι, είχε ενέργεια ακόμη.
   Η Νάντια σαπούνισε το κοντό κορμί της σπιθαμή προς σπιθαμή. Ήταν μια ημιτελής γυναίκα, ποια δε νιώθει έτσι ; Σταμάτησε να ψηλώνει λίγα χρόνια νωρίτερα από ότι θα ήθελε, Είχε ένα στήθος δυο νούμερα μεγαλύτερο από ότι θα ευχόταν, η μύτη της δεν είχε προλάβει να προσαρμοστεί με την Ευρώπη δυό γενιές μετά την Σμύρνη, το κατάμαυρο μαλλί της ήταν σπαστό και ζητούσε τοστιέρα δυο φορές τη μέρα για να της κάνει τύπο. Αυτή ήταν η Νάντια. Όταν ήταν χαρούμενη ήταν μια λαμπερή νέα κοπέλα να την πιεις στο ποτήρι. Όταν γύριζε από τη δουλειά ήταν σχεδόν αποκρουστική. Τις υπόλοιπες ώρες, ήταν μια Ελληνίδα. Λυπούμαι που εσείς βαρεθήκατε να τις βλέπετε, για τους Αιγύπτιους αποτελούν την φαντασίωση της Κυριακής. Όλοι κοιτάζουν βόρεια στο σεξ και νότια στο κλίμα. Έτσι είμαστε οι άνθρωποι.
    Όμως η Νάντια είχε και αυτή το ξεχωριστό της σημείο. Ήταν μια ελίτσα δίπλα στο χείλος, δυό μυτερά ζυγωματικά και ένα σούφρωμα σε όλο το στόμα που την έκανε πολύ αξιοφίλητη. Το χαμόγελό της φώτιζε τους τυχερούς που το προκαλούσαν και αυτό της ήταν για την ώρα αρκετό. Ο Τηλέμαχος είχε αποφασίσει να μετακομίσει μαζί της μόλις κατάφερε να την κάνει να χαμογελά συχνά. Ήταν δυό χρόνια μικρότερος, κάτι καθόλου φανερό στην όψη αλλά αρκετό για να τους χωρίζει μια γεννιά στο μυαλό. Η Νάντια σήκωσε το αριστερό πόδι στη σαπουνοθήκη και έπιασε το ξυραφάκι. Ήθελε επειγόντως πεντικιούρ. Γλύκας ήταν ο Τηλέμαχος αλλά από παιδί βιολί. Ηλεκτρισμένος σα κεραυνός μόνο σε μια περίπτωση. Όχι αν του έθιγες τη μάνα, όχι αν του κατηγορούσες τον αδελφό, όχι αν τον απειλούσαν με απόλυση. Μια περίπτωση. Αν έχαναν από τον ΠΑΟΚ. Εικοσιοκτώ χρόνων μαντράχαλος, ταμίας στη Citibank, με τα κουστούμια στη τσίτα και τις λεζάντες στο φουλ, μη του τσαλακώσεις τα Αρειανά ιδεώδη. Η Νάντια σήκωσε το άλλο πόδι τρίβοντας με μανία ένα μικρό κόψιμο κοντά στη φτέρνα. Η ντουζιέρα έγινε ροζ. Μετά εντάξει.
     Είχαν ελπίδες με τον Τηλέμαχο. Είχαν ελπίδες να αποκτήσει ο ένας για τον άλλον μια αδελφή ψυχή, έναν αυτόπτη μάρτυρα για την καθημερινότητά τους που ήταν ,πώς να το πει τώρα, σχετικά ακανθώδης. Το ωράριό της σπαστικά ρευστό, τα μπουρμπουάρ όλο και λιγόστευαν, ρεπό μόνο μεσοβδόμαδα, και η δουλειά κεφάτη αλλά απαιτητική, ένας μικρός κλόουν αλλά με την βαβούρα ενός θηριοδαμαστή, η ζωή της γκαρσόνας στα Fridays. Πάλι καλά.
     Τράβηξε την πετσέτα από το νιπτήρα κλείνοντας το ντουζ. Απλώθηκε σιωπή. Το σκυλί έκλαιγε έξω από τη μπαλκονόπορτα και η Νάντια σκέφτηκε πότε το είχε κλείσει απ’ όξω. Μέχρι να ανοίξει την πόρτα και να αντικρύσει το σαλόνι.
    Η τσιρίδα της ακούστηκε μέχρι την παραλία. Το σπίτι ήταν ένα αχούρι. Με μια ματιά μέτρησε απώλειες, τσάντα, laptop, το κουτί με τα μπιζού, ένα i-pod του Τηλέμαχου, ύστερα αντιλήφθηκε, ή συνειδητοποίησε άξαφνα τη θέση της. Ήταν μισοτυλιγμένη με μια πετσέτα μπροστά στην ανοιχτή εξώπορτα, μικροσκοπική σαν μια κουκίδα στον ουρανό, με δυό πόδια από ατόφιο μολύβι, το μυαλό να κάνει εκρήξεις και τα χέρια παραλυμένα από πανικό.  
    Πισωπάτησε και άρπαξε ένα μπουρνούζι του Τηλέμαχου, άνοιξε την πόρτα της κουζίνας και άρπαξε στην αγκαλιά τον λυσσασμένο σκύλο. Έκανε να πάει στο τηλέφωνο, αφουγκράστηκε το σπίτι και σε μια έκλαμψη θάρρους που δεν κατάλαβε από πού την ανέσυρε έτρεξε και χτύπησε την πόρτα του Τάσου.

     Δυο ώρες αργότερα ήταν στον καναπέ με τα πόδια μαζεμένα. Έπρεπε να κοιτάζει κάπου, αλλά απλώς είχε ανοιχτά τα μάτια. Ο Τηλέμαχος πηγαινοερχόταν σαν το λύκο στο κλουβί και κάθε του λέξη, κάθε του πρόταση είχε μια κρούστα μομφής. Τα κλειδιά σου ήταν στο πάτωμα, πως βρέθηκαν εκεί, πόση ώρα έκανες στο μπάνιο, καλά δεν άκουσες το σκυλί, είσαι σίγουρη ότι το άλλο σου πορτοφόλι έχει μέσα τις κάρτες σου, σήκω και κοίταξέ τα όλα άλλη μια φορά, τις προάλλες πάλι έψαχνες δυό μέρες, θυμάσαι που κοιμηθήκαμε με το κλειδί απ’ έξω.. ο Τάσος γιατί ήταν εδώ ; Σου έχω πει να μη δίνουμε κλειδιά στη καθαρίστρια…
     Η Νάντια είχε χαμηλώσει την ακοή της, το κάνουμε καμιά φορά αυτό, μέσα σε ένα κοκτέϊλ κούρασης και απέχθειας έπαιρνε με έναν αθόρυβο τρόπο αποφάσεις. Θα τον σχολούσε τον βάναυσο. Δε πα να της έκανε χίλιες μετάνοιες. Κωλόπαιδο είναι, στην πρώτη δυσκολία θα γινόμαστε κόλαση. Είναι τόσο τσιτωμένος. Συνεχώς.
Καλύτερα οι δυό μας. Εγώ και ο σκύλος. Εγώ και ο σκύλος. 
     Με έναν αδυσώπητο τρόπο, η πόλη νίκησε μια σχέση που είχε τύχη. Δεν έκανε κάτι πιο καθοριστικό από μια πινελιά. Έβαλε απλώς λάθος χρώματα. Στην πόλη οι άνθρωποι προσεγγίζουν με αλλοιωμένα κίνητρα. Αγωνιούν στη μοναξιά της πολυκοσμίας. Αισθάνονται κουκίδες. Ο Τηλέμαχος ήταν ερωτευμένος με την Νάντια. Η Νάντια χρειαζόταν ένα λιμάνι. Εκείνη την κρίσιμη στιγμή που ο Τηλέμαχος βρέθηκε εκτός εαυτού, η Νάντια κοντοστάθηκε στην πόρτα μιας σχέσης μετέωρη. Συγχωρούσε αλλά έκρινε ότι δε χρειάζεται να μπλέξει περαιτέρω. Είχε εκείνη ακριβώς τη ματιά. Σηκώθηκε, γύρισε και εξαφανίστηκε προς την κρεβατοκάμαρη. Αύριο θα του ζητούσε να κάνει βαλίτσα.
       

Κυριακή, Οκτωβρίου 16

αυγά π Ο.Σ.Ε.



Είμαι ένα απλό γκαρσόν αλλά είμαι σε καλά χέρια εγώ.
   Το αφεντικό μου ο Βαγγέλης είναι αυτοκράτορας. Δε ( θες να ) ξέρεις πως χειρίζεται τη σάλα του ΕΛΛΑ Τ ΝΑ ΦΑΤ.

   Μόνο δυό λεπτά να τον ακούσεις… άκου :
ΑΚΟΥ !
    Μήτσο, Μήτσο… έλα δω. Πρόσεξέ με καλά, πρόσεξέ με.


Στο τραπέζι 3, περιμένουν
     Μεσιέ ε ματμαζέλ ντε Κροισί
Θα ξεκινήσουν με Ταχ.Ταμ. ψιλοκομμένο σε θρύμματα
Πήγαινέ τους μια ΔΕΘ ελαφρά κτυπημένη καλά τεμαχισμένη
και βάλε να ψήνεται στη θράκηα το,  
   κυρίως πιάτο σπάλα θρακικού ουρανίου

 Στον ΤρώτεΜαν και την ανηψιά του τη Μαντλίν θα στείλλεις ένα πιάτο ΕΛΛΗΝΙΚΟΝ και προϊόντα ΕΛΑΙΩΝΑ, τα καλύτερα της αττικής γης, είναι φυτοΦΑΓΟΙ και τσιμεντοσπάρτες

  Δίπλα τους ο Ελ Σαρίκ λατρεύει τα βουνά με νιφάδες σοκολάτας ας του ετοιμάσουμε ένα Άγιο Αθανάσιο με ΚΑΪΜΑΚι και μόλις του ανοίξει η όρεξη σαλάτα με ΡΟΔΟ και ΠΡΑΣΣΟνήσι

Χέρ Όρνιοουστ
Τρώει ήδη και ΣΚΑΪ αλλά κάτι του πάει στραβά.
Πλήττει με τον Μπάμπη δίπλα του, για να τον αφήσει να φάει εσύ
στείλε γρήγορα στον Παπαδημητρίου δυό απειλές ημέρας με μπόλικο τρόμο.
Μόλις ετοιμαστεί το δεύτερο πιάτο ΜΕΤΡΟ κεφάλια και βάλε 10 χρόνια αφορολόγητο με μπόλικη εργατική υποΤΕΛΕΙΑ

Στο βάθος στρώσε σερβίτσια έχει κράτηση για το βράδυ ο Σπούτιν θα τον ξεκινήσεις με κριτσίνια και δροσερό ανθρακούχο νερό, θα προσέξεις τα bubbles μόνο φυσικού αερίου, μετά ότι ζητήσει.

      Σερ Μακ Φράγκαν θέλει το τσάϊ του και αυγά π Ο.Σ.Ε.

Και που ‘σαι, διώξε τα ρεμάλια από το σαλόνι , ένωσε δυό τραπέζια , δε τηλεφώνησε ακόμη αλλά όπου να ‘ ναι … όπου να ναι , αυτοί δε λείπουν ποτέ, ετοίμασε καλού κακού ένα 8άρι και βάλε πάνω σημαιάκια, θέλω τραπέζι που να κάνει οΜΠΑΜ

Τετάρτη, Οκτωβρίου 12

εγώ είμαι απλώς η καθαρίστρια

   και ξαφνικά, Πέμπτη πρωί, χωρίς να υπάρχει απ' έξω αφίσα, άνοιξε η αυλαία, οι προβολείς έπεσαν όλοι πάνω μου, εκεί στη μέση της σκηνής. Ο Μιχάλης πήδηξε πίσω από το μπαούλο, ο Σωκράτης έπεσε κάτω να κάνει το πεθαμένο, στο θέατρο υπήρχε μια ηχηρή σιωπή, όλοι κρατούσαν την αναπνοή τους για την πρώτη ατάκα αυτού του μοναδικού θιάσου κι εγώ, μην έχοντας τελειώσει εγκαίρως τις πρόβες μου, άρπαξα ένα σεμέν, το έδεσα μαντήλα, περπάτησα προς τη σκούπα και φώναξα με πειθώ δικαστή...
- εγώ είμαι απλώς η καθαρίστρια
Για μερικά λεπτά η σιγή ηλεκτρίστηκε, ξέρετε πως είναι μια ηλεκτρισμένη σιγή, είναι ίδια με εκείνη που απλώνεται όταν σε κοιταξει στα μάτια η αγαπημένη σου που την απάτησες με μια τσούλα, αμέσως μετά κάποιος έβγαλε ένα γελάκι και η παράσταση τελείωσε πριν καν αρχίσει μέσα σε τρανταχτά γέλια.
Ήταν η κωμωδία της χρονιάς. Στην Ελλάς.

Κυριακή, Οκτωβρίου 9

το κλάσμα


10 Οκτώβρη 2020.. οδός Δασκαλογιάννη, Σπλάντζια.
Ακούγονται οι γείτονες να μαλώνουν παιχνιδιάρικα..
- εσύ κλείσε !
- όχι εσύ κλείσε !
- εσύύύύύ...
Πότε θα το σταματήσουν αυτό ;
Έχω μαζέψει τα πόδια μου στο ντιβάνι και διαβάζω τις διορθώσεις του Ιονάθαν.  Με τρελαίνουν τα 57χρονα πόδια μου, θα βρέξει πάλι, βρέχει κάθε πρωϊ στα Χανιά, σαλιγκάρια περπατάνε πάνω στα τζάμια, στα βάζα και στα ποτήρια του νερού μου. Νομίζω πως ένα περπατάει μέσα μου. Έχω καούρες. Εκείνο επιμένει.
Λαδώνει τα χαρτιά με τις προβλέψεις μου, θολώνει τις παρατηρήσεις και τα sos μου . Χαρτιά που ζαρώνουν και μουλιάζουν σε σάλιο σαλιγκαριού, πολύ μου τη δίνουν.
Σιχαίνομαι τις σαλιωμένες βαρύγδουπες σημειώσεις.  
Και πάλι ;
Όλες οι προβλέψεις μου ήταν για τα σκουπίδια. Κι εγώ βάσισα τις ρίξεις μου σε εκείνες τις προβλέψεις.

Τώρα πρέπει να γράψω τις διορθώσεις του 2021. Και πρέπει να πετάξω πράγματα .  Πόσο μισώ να πετάω πράγματα γαμώτο. 

Ένα δέμα με φρεσκοτυπωμένα βιβλία μου είναι δίπλα στην εξώπορτα. Κλειστό. Το πρώτο βιβλίο μου λέγεται «οι πτωχευμένοι». Ήμουν ανάμεσα σε μια νουβέλα και αυτό το τραγικό κοινωνικό μανιφέστο… Δεν έγραψα τη νουβέλα που θα με ξεφόρτωνε και συναισθηματικά , έγραψα αυτό το μανιφέστο για να γίνει best seller την επόμενη της ελληνικής χρεοκοπίας και ακόμη περιμένω… Τη χρεοκοπία ντε. Δε θυμάμαι πόσα χρόνια.
Πολλά χρόνια πριν φαινόμουν ικανός να προβλέπω τα πράματα…
Εντάξει, ήταν πριν από την καταστροφή της Γερμανίας από μετεωρίτη, πριν την δεύτερη Γαλλική επανάσταση, πριν βγουν τα i-hash , πριν την επικράτηση των ηλεκτρονικών συνόρων. Υπήρχε τότε μετανάστευση μεταξύ των ηπείρων με βάρκες, γαϊδούρια και με τα πόδια, δε μπορώ να πω ότι πρόβλεψα την επί τόπου εξόντωση των λαθρομεταναστών με δορυφορικά μέσα αλλά για τη Γαλλία θυμάμαι το λέγαμε και τη Γερμανία την είχε ευχαριστήσει για τη βοήθεια η Ντόρα, όλα ήταν σχετικώς αναμενόμενα. Εγώ ;
 Τότε το μόνο που ήθελα είναι να μη με πεθαίνουν τα πόδια μου κάθε πρωί. Τώρα θέλω κι άλλα για να είμαι χαρούμενος. Θέλω να τελειώνει αυτή η παραφιλολογία για επικείμενη πτώχευση, θέλω να ρωτάω τι κάνεις και να ακούω ξανά απαντήσεις θετικές, θέλω κάποιον να βάλει χέρι σε αυτή τη χώρα γιατί δε θα πάει μακριά έτσι. Δε θα πάει… 2020 … και πολύ άντεξε… Aς την αφήσουμε να πεθάνει, δεν είναι παρά μια μικρή και ασήμαντη χώρα, η μόνη που επιμένει στο ευρώ, τελευταία ! Κωλονόμισμα ! Το Σημίτη μου…
Βγαίνω Ιταλία και δε τα παίρνει κανείς.
Τι κάνω Ιταλία ; Εγώ ; Σκοτώνω την βαρεμάρα μου. Επιβιώνω. Βάζω το μυαλό μου να δουλέψει ξανά. Τι κάνω στη Κρήτη εγώ ;
Νιώθω τόσο μόνος. Εκείνη έφυγε πριν να νιώσει πλήξη.
Τα μάτια μου πέφτουν στη φωτογραφία της. Στάθηκε αντάξια η καλή μου. Είναι εκεί στο μέτωπο, μπροστά σε ένα λερό αντίσκηνο με το fredo και ένα χακί μαντήλι στο κεφάλι και με κοιτάζει με τα ονειροπολικά της μάτια. Θυμάμαι το τελευταίο της mail. Αύριο μπουκάρουμε και ότι θέλει ας γίνει. Απέναντι το φρούριο του zara έμοιαζε απόρθητο. Κι αυτή , χωρίς πιστωτικές, με ένα σουγιά του παππού της στο χέρι ήταν έτοιμη για όλα. Μπήκανε 28 Μαρτίου του 2013. Από την πόρτα του προσωπικού. Ήταν παγίδα. Αυτό που έμοιαζε θρίαμβος έγινε ολοκαύτωμα. Πάνω από 360 μικροαστές σκοτώθηκαν εκείνη την ημέρα στο πολυκατάστημα. Και δεν είχε τίποτα στο νούμερό της. Τίποτα. Τι ξεφτιλισμένο τέλος. Έμεινα μονάχος, με ένα τρόπο που δεν είχα υπολογίσει,  να εκτρέφω τα δυό μου ενήλικα και να περιμένω το τίποτα. Να περιμένω το τίποτα.
ΟΚ. Περιμένω κάποια για σεξ αλλά τι να το κάνεις… Δεν είναι το σεξ που μου λείπει, είναι η συντροφικότητα, είναι να έχεις πρωϊ βράδυ έναν αυτόπτη μάρτυρα για όσα κάνεις, είναι οι ματιές, άλλες καλές, άλλες κατανόησης, άλλες επιτιμητικές  αλλά πάντα ματιές ενός ανθρώπου που είναι ο δικός σου άνθρωπος. Εγώ ;
Τώρα τα λέω αυτά… τότε πρόβλεπα ότι ο γάμος θα με σκοτώσει.
Και έψαχνα τρόπους να τον ανατινάξω χωρίς να ανάψω σπίρτο.
Πάντα ήθελα να μείνω μόνος αλλά όχι να φύγει αυτή, έτσι... Σαν και τους άλλους ανθρώπους ! Να με πιάσει στα πράσα με τη καθαρίστρια, να μαλώνουμε για δυο χρόνια, να χρησιμοποιούμε δικηγόρους τους οποίους να παραπληροφορούμε και να μην πληρώνουμε, να τρομοκρατούμε τη μάνα της ότι θα χωρίσουμε όχι μόνο εμείς αλλά και όλα τα αδέλφια μας, να στέλνει θείες και παπάδες από το σπίτι να μας μιλήσουν,  τέτοια γούστα.
Κι εκείνη πήγε και έπεσε με τα στήθια της γυμνά πάνω στο καλύτερα οχυρωμένο κτίσμα του πλανήτη. Και με άφησε. Μου την πήρε το σύστημα ασφαλείας ενός πολυκαταστήματος. Φρίκη.
Εγώ ;
Εγώ ήθελα να την αφήσω. Θυμάμαι που παίζαμε. Αχ, θυμάμαι…
-Εσύ φύγε
- όχι, όχι, εσύ φύγε
- Εσύ φύγε ζουζούνι μου
- όχι εσύ
- εσύ
Άλλες εποχές…..
Τι ανατροπές έχει η ζωή.
Σκουπίζω ένα δάκρυ να μη μουλιάσει το βιβλίο του Φράντζεν. Το απιθώνω, σηκώνομαι και αποφασίζω να αψηφήσω τη βροχή.
Διαλέγω ομπρέλα, γαλότσες και βγαίνω για περπάτημα.
Τα Χανιά… αχ τα Χανιά… αν δεν τα είχα ονειρευτεί τόσο θα έφευγα. Είμαι εδώ κολλημένος για να δικαιώσω εκείνο το όνειρο.
Περπατώ στα Χανιά, στητός και καμαρωτός. Συλλέγω βλέμματα αποδοχής και χαιρετώ απαιτώντας ανταπόδωση. Αποφεύγω να κοιτάξω κάποιους στα μάτια. Περπατώ βαριά, κουνώ στο αριστερό ένα μπεγλέρι και αισθάνομαι ενταγμένος, επαρκής. Οι άντρες περνούν μπροστά μου, κρυφά τους διαβάζω… καίλας, αδελφή, τσατισμένος, κακοπληρωμένος, απήδηκτος, αντιρησίας, πότης, θύμα, τσόγλανος, χύμας, σπασικλάκι, αδελφές, κνίτης, γάβρος… πρέπει να το σταματήσω αυτό, θα με πάρουν χαμπάρι.
Πάντως τέτοιο ποσοστό από δαύτες στη Κρήτη δε θα το’ λεγα…
Βυθίζομαι πάλι στις διορθώσεις μου…. Η καούρα δυναμώνει…
Κολλημένος στα Χανιά… δε γίνεται να χρησιμοποιώ αυτή τη λέξη. Απλά, να, όχι ολοκληρωτικά ευτυχισμένος από την έκβαση. Σε πολλά είμαι ευτυχισμένος, δε λέω, αυτό εδώ το ντιβάνι είναι πιο άνετο από την πολυθρόνα που είχα στη Θεσσαλονίκη, και δε παύω να καμαρώνω τη ντουλάπα μου γεμάτη μαύρα πουκάμισα και κασκόλ αλλά πάλι, αυτά μπορούσα να τα έχω οπουδήποτε. Ακόμη και στη Γερμανία ! Θέλω να πω, έχει τέτοιες ευκαιρίες για φθηνή γη στην ηλιόλουστη κατεστραμένη Γερμανία, οι ντόπιοι δουλεύουν για μια κούπα λάδι, εκεί… εκεί… στο νέο Ελντοράντο,  αλλά εγώ εδώ. Να δικαιώσω την εμμονή μου να βρεθώ στα Χανιά.
Είναι να μη σου μπει η ιδέα τελικά. Και με φαγουρίζει και αυτό το μουστάκι και φταρνίζομαι πάνω στον κουραμπιέ της κυρα Νίτσας και λερώνω τα σεμέν της αδικοχαμένης και επιμένω. Σα μουλάρι. Καθαρόαιμος !
Κρητικός θέλω να πω…
Κάποτε ήθελα να γίνω κριτικός τέχνης.
Μετά παραγωγός τέχνης.
Μετά συλλέκτης.
Μετά έστω μεταπωλητής.
Ε, μέσα έπεσα. Κρητικός, ονείρων μεταπωλητής και ρέκτης.
Είμαι και στακάτος ακόμη, για την ηλικία μου. ( Τι φράση ).
Και σχεδιάζω. Ποτέ δε θα σταματήσω να σχεδιάζω εγώ. Σε εμένα κανείς δε θα ξαναπεί ότι έριξα όλες μου τις ζαριές. Φευγάτος. Μόνο τώρα τα σχέδιά μου δεν είναι τόσο μακροπρόθεσμα. Είναι πιο εντυπωσιακά και λιγότερο σύνθετα. Απλοποιημένα είναι.
Φτιάχνω σιγά σιγά το τέλειο σκηνικό για να φύγω ηρωϊκά .
Πάντα με απασχολούσε η έξοδος , θέλω να πω, όχι απλά η φυγή, μια έξοδος αξιομνημόνευτη, αν το αξιομνημόνευτος δεν απαιτεί ένα υποκείμενο υποδοχής της μνήμης, ένα φινάλε αντάξιο στον τελευταίο ρομαντικό με κυνική ιδιοσυγκρασία και συμπεριφορά νεορεαλιστή.
Ότι είχα τις ατυχίες μου τις είχα… Δεν τα έκανα και όλα λάθος ; Εγώ ; Εγώ ;
Όσο προχωράω ξυνίζω και ακριβαίνω σαν το κόκκινο κρασί.
Η ματαιοδοξία μου δουλεύει ακόμη, κάτι σαν mac αποδείχθηκε η ματαιοδοξία μου, στις μάχες με την αυτεπίγνωση βγαίνει πάντα άσσος. Το είχε γράψει ο Τολστόϊ για τους Σκορπιούς…
- Σαν κλάσμα είστε. Αριθμητής το σαρκίο σας και παρανομαστής αυτός που πιστεύετε ότι θα μπορούσατε να είστε. Ανεξάρτητα από την τιμή του αριθμητή η τάση του παρανομαστή σε σας είναι το άπειρο, άρα η τάση του κλάσματος το μηδέν. Όσο περνάνε τα χρόνια υποκύπτετε στα μαθηματικά σας… υπερφίαλα όντα !
Σωστός…. Ένας αλλά λέων.
Η βροχή δυναμώνει. Η καούρα υποχωρεί. Το Johny Walker έρχεται…

To be…. continued

Σάββατο, Αυγούστου 6

Στο μαγαζάκι της Γεωργίας



Τρεις σειρές πέτρες άτακτα στρωμένες, μια σειρά κάθετα σε γραμμή, ένα σκαλί, τρεις πέτρες άτακτα ριγμένες, μια σειρά και πάλι στη γραμμή, πάλι σκαλί. Κι όσο να στείλεις τη ματιά, όσο πιο πέρα, το ίδιο υλικό, η ίδια πέτρα αρμονία χρωμάτων και υφής με το άγριο βουνό από πάνω.
Έπαψα να μετράω, πρόσεχα μόνο μη σκοντάψει το ακατάλληλο σινιέ μποτάκι μου στο καλντερίμι. Ποτέ δεν πάω στο βουνό με αθλητικά, πάντα ντυμένος με σικ σπορ να φαίνομαι από πού ήρθα, κι ότι θα γυρίσω πίσω.
Αναζητούσε το μυαλό μονάχα αυτούς τους ήχους που γνωρίζει. Μοτέρια από κούρσες που παλεύουν στον ανήφορο μέχρι τη καρδιά του χωριού τον κόσμο να τον φτάσουν, μέχρι τον πλάτανο από κάτω, μη φάνε σόλες. Ίδιοι.
Πέρασε μια γυναίκα , Αθηναία. Εκείνη η αφήγηση σειράς ατυχιών που μοιάζει με άγριο πολυβόλο, ρατατατα, ρατατατα, τατατα, ρατ ρατατατα ΟΚ και ενός δυό δευτερολέπτων ανακωχή και ρατατα ξανά. Χωρίς τατζούμ, ούτε μια δόση αμφιβολίας στο θυμό, μονάχα βιάση για καταγγελία... Το κινητό μας έφερε αιώνες μπρός. Καταγγέλλεις όπου θες, και όποιον θες.
Κατέβηκε παρέα άλλη, ξανά πρωτευουσιάνοι, ξανά τα κινητά, Ναι ; Το
Πέτρινο εκεί ; Έχουμε κάνει κράτηση για 5 ,Ιωαννίδου, ερχόμαστε, είμαστε πέντε δέκα λεπτά πίσω, μας το κρατάτε ε; Τι ; Δεν έχει άλλη παρέα ; Α, ΟΚ , είπα να πάρω μην χαθεί το reserve, οκ όπου να ‘ναι. Τσάο…..-Μπράβο ρε Νίτσα, όλα τα σκέφτεσαι στην εντέλεια, μπράβο…είπες να βάλει κανά τρία Σπεντζοφάϊα στη μπάντα; Οργανωτικιά μου εσύ. (Οπου να ‘ναι θα σπάσεις)
Το καλντερίμι σιγά σιγά με ρούφηξε. Χάθηκα, τέλειωσε ο πέτρινος ο δρόμος κι άρχισαν τα χώματα και οι μαργαρίτες μες τα χόρτα οι πονηρά κρυμμένες. Πεζούλες να κρατούν τα γκρέμια, ίχνη από οπλές, κι άλλα ίχνη από μουλάρια, από εκείνα που μυρίζουν χωριό αλλά δεν πειράζει , σπίτια αιώνων περασμένων, στέκουν δε στέκουν οι σκεπές με τις καλαμωτές και τα σκεβρωμένα τα δοκάρια, ξεχυμένα υλικά από κουφάρια περήφανων διόροφων υποστατικών και άλλα από σταύλους και κοτέτσια άδεια, δεν μπορείς να μην χαθείς, παλεύεις να περάσεις κι όλο στέκεσαι.
Υπάρχει μια δύναμη σε αυτό το μονόχρωμο σταχτόγκριζο μωσαϊκό που σε υποβάλλει σε ερωτήσεις δύσκολες, δεν μπορεί κανείς να προσπεράσει.
Αν δε κουραζόμουν ο αμάθητος, ίσως να μην καθόμουν. Αλλά κάθησα. Σε πέτρα που έλουζε ο ήλιος του Μαρτίου, και ήταν κάτω από Μυγδαλιά, και κάθησα, και μισοξάπλωσα, ΟΚ δε πόνεσα, ύστερα χύθηκα εντελώς, ανάσκελα και αποφάσισα να κλείσω μια σταλιά τα μάτια.
Λαμπύρισαν αστράκια μες τα σφιγμένα βλέφαρα, βούϊξαν λίγο τα υπολείμματα ήχων που’χα μαζί μου φέρει και σιγά σιγά απλώθηκε η σιγή.

Φύσημα, μικρό ψιθυριστό βουϊτό , όχι, όχι σαν το ventilator του laptop, πιο σεμνό & επίμονο, με μικρές παραλλαγές στο φφφφφφφφφφφφφφφφ του σαν να ορέγεται να σβήσει τα κεράκια του, αλλά πολλά κεράκια έχει εκεί η τούρτα αυτού του ανέμου, που από όταν φτιάχτηκε η χαράδρα του άρχισε την πέτρα να λαξεύει. ΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦουουουουουουουουουου Σςςςςςςς. Είναι σαν να σου ψιθυρίζει ο ίδιος Σους, να κάτσεις ξέπνοος δυό λεπτά να τον ακούσεις. ΦΦΦΦΦουουουουου. Και να που άρχισε να παίζει ο βράχος με τα αυτιά μου. ΒΒΒΒΒζζζζζζζ, ντουπ. Σφήκα βιαστική και απρόσεκτη. Τιτιτιτι, κουτσομπολιό στα διπλανά θαμνάκια απ’ τα σπουργίτια, Φιουίτ Φιουίτ, ο μάστορας ο αρσενικός ο Σπίνος στα μωράκια, φλατ φλατ φλατατα , ΟΚ, αλλάξαμε κλαδί, να μας προσέξουν. Και πάλι σκέτο φου και πάλι ζζζζζζζζζζζνούπ. Αγέρι και ζουζούνια και πουλιά και σαύρες όλα παντού ένα γύρω, κοντά αλλά και μακρινά πολύ, από όποια έχω συνηθίσει για να ακούω και να εξηγώ. Η ζέστη της πέτρας πέρασε απ’ τα ρούχα μου και χώθηκε. Ευεργετικό το χάδι του ήλιου τέτοιο που καμιά γυναίκα , απ’ όσες ξέρω δεν μπορεί να το πετύχει. Θεραπευτικός, χύθηκε μέσα μου και ακούμπησε όσα πονεμένα μέρη είχα, ώσπου άρχισε το μέτωπό μου να πυρώνει.
Τινάχτηκα πάνω, η ώρα οκ, το κινητό έχει σήμα, ξέρω στην εντέλεια το πρόγραμμα, τι θα κάνω σε 10 λεπτά, σε 45, σε μια ώρα στις τρείς και δέκα, πότε θα ξεκινήσω για πίσω, από πού θα γλυτώσω κίνηση, όλα εν τάξει.
Άφησα πάλι τον εαυτό μου να περπατήσει, πιο ήρεμα αυτή τη φορά ένεκα του ζεσταμένου από τις ηλιαχτίδες ηθικού μου, κατέβηκα και πάλι μέχρι το χωριό, στα πρώτα άτομα, στον πολιτισμό. Και το είδα.
Το εργαστήρι της Γεωργίας, ένα μικρό ροζ μαγαζάκι με το ύφος των παραμυθιών του Άντερσεν, με ένα ρολόϊ σταθμού τραίνου απο έξω να κρέμεται σταματημένο στις 9, με ροζ ξύλινες πόρτες, βαριές από τις κρεμασμένες στα καφασωτά της μαριονέτες, με μικρά παραθυράκια γεμάτα ασημένια κοσμήματα, και μέσα σε ένα ετοιμόρροπο ράφι ένας καινούργιος για τα μάτια μου παραμυθότοπος. Μινιατούρες από λαμαρίνα και μικροσκοπικά εξαρτήματα, γραναζάκια και καρφίτσες στη σειρά, προπέλες και πεταλούδες από σύρμα, βίδες με στραβιά κορμιά και μικρά κουμπιά, και όλα αυτά να φτιάχνουν ένα σκηνικό παράλογο, υπέροχο :
Ατμομηχανές, ρολόγια πύργων, παλιές σακαράκες και μικρές τράτες, και ποδήλατα της πρώτης τους εποχής, και φανάρια από πάρκα του Άμστερνταμ και παγκάκια του Παρισιού, και δέντρα πονεμένα και γυρτά και φιγούρες πιερότων, και άλλα αυτοκίνητα, και άμαξες, και αεροπλάνα από τα πρώτα με προπέλες, από τα πρώτα βήματα του ανθρώπου στον πόθο να πετάξει για αλλού. Σαν παιδί χάρηκα. Πέταξα.
Άρχισα να τα ακουμπάω, παγωμένα μέταλλα βαμένα με πατίνες και καμμένα σε φλόγιστρα, παλιά να δείξουν. Πέταξα ναι.
Κάθε ματιά και ένα ταξίδι. Ήθελα εκεί να μείνω, και να φύγω μόνο αν πάλι ξεκινούσε απ’ έξω το ρολόϊ να μετρά. Και δε ξεκίνησε….

Έπιασα στα χέρια μου ένα μικρό καφέ αυτοκίνητο του περασμένου αιώνα. Ήθελα πίσω να φορτώσω μόνο τετράδια και μολύβια, παλιές φωτογραφίες και μια ξύλινη κουνιστή πολυθρόνα που ‘χω με τα χέρια μου αναστήσει και να πάρω το δρομί για το νησί. Μόνος.
Έπιασα ένα μικροσκοπικό μπαουλάκι, κλείδωνε κι όλας, με μικρό κλειδί, μπορούσες μέσα μπόλικα να κρύψεις. Όχι λεφτά, όχι βραχιόλια αλλά πόθους αρκετούς για μια ζωή, από αυτούς που έντρομοι συνήθως αποδιώχνουμε να μη μας μαρτυρήσουν, ότι είμαστε σάρκα αδύνατη και σώματα από θέλω. Ότι για αλλού κινήσαμε και πάντα κάτι θα ρωτάμε.
Είπα να το πάρω κι αυτό, σε μια μου φίλη να το δώσω, με έναν όρο και ευχή. Κάθε δυό τέρμινα, να ανοίγει να μυρίσει. Μέσα να δεί. Κάθε δυό.
Ακούμπησα το σώμα από ένα καϊκι κι σαλπάρισα. Ταξίδι, θάλασσα, μποφόρ, ζωή να κρέμεται από νήμα, ζωή να έχει επίγνωση της επιπόλαιης σειράς απο συμπτώσεις που την κάνουν παρακάτω να πλέει. Τιμόνι που το δένεις στις 137 τις μοίρες, αλλά ο αέρας όπου θέλει σε κινεί, τριάντα πάνω σαρράντα κάτω, και κάνεις για το ίδιο αγώγι άλλη φορά ένα μήνα κι άλλη δυό. Και κάποτε ποτέ δε φτάνεις.
Και ένα ρολόϊ. Απίστευτα όμορφο ρολόϊ. Σαν μια μικρή απομίμηση του τεράστιου μηχανισμού που κρύβει πίσω του η αυτού εξοχότης το Big Ben. Ρώτησα πόσο κάνει. Η κόρη της Γεωργίας είπε δέκα ευρώ. Φθηνό μου φάνηκε. Είναι που χάνουν, εξηγεί η μικρή, τα βάλαμε στο κόστος γιατί πάνε αργά. Αν είστε τυχερός, αυτό μπορεί κανονικά και να μετράει. Και γέλασα, γέλασα μέσα μου πολύ. Ήταν λυτρωτικό το γέλιο.
Έψαχνα ένα ρολόϊ να χάνει. Θα έδινα όσο όσο. Θα έδινα και όλα μου τα φράγκα να είχα να δωρίσω σε όλους τους δικούς και αγαπημένους από ένα ρολόϊ που θα χάνει, ένα λεπτό την ώρα, μια εβδομάδα το χρόνο, δυό χρόνια τη ζωή. Θα πλήρωνα όσο όσο, να έχουμε όλοι μια ακόμη ευκαιρία λίγο πιο αργά να αγαπάμε, λίγο πιο βαθειά να κοιτιόμαστε, λίγο πιο ήρεμα να παρατηρούμε και με πιότερη άνεση να αφουγκραζόμαστε, αυτά που μας δείχνουν οι απέναντι και όσα έμεσα μας λένε να ψυχανεμιζόμαστε, χωρίς εκείνο τον τρόμο ότι θα μας πάρει ο χρόνος, ο καιρός από κάτω.
-Τα έχουμε στο κόστος, χάνουν, είπε πάλι η μικρή, τυλίγοντας το τέλειο ρολόϊ, το πιο τέλειο δώρο για έναν εκκολαπτόμενο σοφιστή.
Καθώς περπάτησα ανάποδα το καλντερίμι σκεφτόμουνα τον χρόνο. Πόσο ξόδεψα, πόσο πέταξα, πόσο ακόμη έχω και πόσο θα χρειαστώ για να βρεθώ εκεί που ονειρεύομαι. Και είναι και οι τέσσερις χρόνοι επαρκείς. Είναι μεγάλες, χορταστικές μερίδες χρόνου. Δόξα το Θεό. Ιδιαίτερα τώρα που βρήκα από πού θα αγοράζουμε όλοι μας ρολόγια.
Και είπα να σας το πω. Έχει νομίζω αρκετά. Και αν τελειώσουν, κάπου θα ‘χει κι άλλα. Είναι η εποχή της αφθονίας των ελαττωματικών. Αρκεί να ξέρεις τι ψάχνεις. Αρκεί να ξέρεις τι ψάχνεις….

Παρασκευή, Ιουλίου 1

ας έλθουνε... ας κοπιάσουν να μας τα επάρουν



- Μπαμπά τι είναι μεσοπρόθεσμο ;
    - Ε, το λέει η λέξη ψυχή μου, είναι στη μέση, ούτε το πρώτο, ούτε το τελευταίο, έχει μερικές προθεσμίες και είναι ικανό να προσβάλλει τους θεσμούς ως ανώτερο από πλευράς ισχύος.
- Μπαμπά θα συνεχίσεις να με αγαπάς ;
     - Φυσικά αγάπη μου, είσαι και θα είσαι μακροπρόθεσμα η πρώτη μου προτεραιότητα, ακόμη και κατσούφη να με δεις σε διαβεβαιώ, η ψυχή μου θα χαμογελάει στη θέα σου.
 - Μπαμπα ;  Μπαμπά, θα χάσουμε την Ελλάδα ;
     - Την Ελλάδα θα τη χάσει όποιος φύγει απ’ εδώ. Εμείς δε το κουνάμε ψυχή μου. Θα κάνουμε άλλες παρέες, θα βάλουμε άλλα επάνω επάνω, προτεραιότητες επιβίωσης, θα συσπειρωθούμε σε μέρη που δεν ανεβαίνουν εύκολα οι ξένοι, στα άγονα νησιά μας, στα αψηλά βουνά μας, θα οργανώσουμε άμυνες και όταν οι καιροί θα είναι έτοιμοι θα αντεπιτεθούμε. Ένας κύκλος είναι..
- Δε καταλαβαίνω πατερούλη …
    - Κοίτα, πώς να στο πω απλά, ακόμη και αν στα Σκόπια κτίσουν έναν μεγαλέξανδρο σα το πύργο του Ντουμπάί, ακόμη και αν στη wall street απλώσουν ταπετσαρία πονταρίσματα πτώχευσης στα ταβάνια τους, ακόμη και αν οι Τούρκοι χαράξουν στη θάλασσα τα σύνορα ως την Εύβοια, ακόμη και αν αγοράσουν οι Σουηδοί τρία εκατομμύρια σπίτια στη Κρήτη, εμείς θα παραμείνουμε κυρίαρχοι στον τόπο που ξυπνάμε το πρωί… οι σαρδέλες στο πιάτο μας και τα ψίχουλα ψωμί στο καρώ τραπεζομάντηλο, οι ματιές της μάνας σου της μαυρομαλλούσας και οι τσιρίδες του κάφρου του θείου σου, τα νταούλια στους γάμους της αδελφής σου και οι μυρουδιές του θυμαριού στους ξερότοπους εδώ θα μείνουνε, κατάλαβες ;
- Τότε πατέρα γιατί χαλάτε τον κόσμο ;
    - Κοίτα, αυτά είναι για τους μεγάλους, εμείς έχουμε μάθει σε μια βολή, δε χολοσκάμε πολύ για το αύριο, όσο βρίσκουμε δυό παράδες εύκολους και ξεκούραστους, κοιτάμε να τους χαλάμε με τρόπο που να κοιμόμαστε χαλαροί το βράδυ. Λίγο τώρα θα μας δυσκολέψουν στα δανεικά αυτοί, λίγο θα χαλάσουμε το ντουνιά εμείς με κλάψες και ποδοβολητά, στο τέλος κάτι θα γίνει και θα τους τη φέρουμε. Θέλω να πω… τι ζητάνε ; Να έλθουν να βάλουν μερικές ταμπέλλες Germany στις φάμπρικες και τα λιμάνια μας και τα νταμάρια μας να μας στέλνουν τις γυναίκες τους πάλι να καλοπερνάνε. Εμείς σε φάμπρικες με ξένες ταμπέλλες πάντα μεγαλώσαμε, δε μας τρομάζουν αυτά μάτια μου, τι βασιλικές, τι βουλευτικές, τι ευορωπαϊκές, το μεροκάματο να βγαίνει με τραγούδι … τρεις θα βγάζουμε τέσσερις θα τρώμε.
- Μπαμπά, βλέπω λίγο πονηράδα στο μάτι σου, μπας και με ψεματάς πατερούλη ;
    - Μεγαλώνεις μπαγασούλικο, μεγαλώνει και ο νιονιός σου. Όχι ματάκια μου, το πονηρό χαμόγελο είναι από περηφάνεια. Γιατί βλέπω που σου κόβει, σου κόβει και καταλαβαίνεις κι ας κάνεις το χαζό, μου αρέσει που είσαι σαν εμένα.  Εμείς πάντα έτσι είμασταν εδώ στη μεσόγειος… αφήνουμε να καταλαγιάσει ο κουρνιαχτός και στο τέλος κάνουμε το δικό μας. Θα δεις… όλα θα πάνε καλά. Και δουλειά θα σου βρούμε, και το κεραμίδι σου θα στο φτιάξουμε να χώνεσαι το απομεσήμερο και να ραχατεύεις, και όμορφες κοπέλες θα περάσουν απ’ τα χέρια σου να σε αναστήσουν και το καρπούζι θα είναι τον Αύγουστο γλυκό. Τώρα εγώ έχω να πάω σε μερικές δουλειές, θα σε αφήσω εδώ με τη μάνα σου, και τα λέμε το βραδάκι… φεγγαράδα θα έχει μάτια μου, καλά ;

    Ο άντρας, σηκώθηκε, φίλησε το παιδί στα μαύρα μαλλιά και ξεκίνησε για τη συγκέντρωση. Κάτω από τον πλάτανο στη μέση του χωριού τα αίματα είχανε ανάψει. Ο Μανωλιός έλουζε τους ξένους με χίλια επίθετα και οι γέροι κουνούσαν καταφατικά τα ψαρά τους κεφάλια. Στη ματιά τους έβλεπες ένα μήνυμα…
    - Ας έλθουνε να μας τα επάρουν… ας κοπιάσουν…      

Σάββατο, Ιουνίου 25

το ατύχημα


         Νόμιζε ότι δε θα συνέβαινε ποτέ, όλοι όμως αυτό πιστεύουμε, έτσι δεν είναι ; Έ, λοιπόν συνέβη. Της έπεσε ένα πρωί στο μπάνιο, χωρίς να το καταλάβει πως, δεν έκανε κανένα κρότο, ούτε έσπασε τίποτε, είναι από εκείνα τα μουλωχτά γεγονότα που αδυνατείς να εκτιμήσεις τις συνέπειές τους.
         Η Τζένη συνέχισε την ημέρα της ανύποπτη, ούτε που κοίταξε πίσω της, μέσα στην απαστράπτουσα λεκάνη της τουαλέτας . Στο πρώτο της ραντεβού με το δικηγόρο δεν αναφέρθηκαν θέματα που θα την έβαζαν σε σκέψεις. Ούτε στον μανικουρίστα της το έφερε η κουβέντα. Στο κομμωτήριο, στο κομμωτήριο κάτι πήγε να ειπωθεί σχετικό, αλλά ο ανύποπτος είπαμε ανύποπτος…πλήρωσε και έφυγε με το 3άρι για το κέντρο.
        Η αλληλουχία των γεγονότων άρχισε αργά το ίδιο απόγευμα.  Ήταν κακόκεφη, με ένα αδιόρατο συναίσθημα ότι κάτι δεν πάει καλά. Πήρε τον Ρένο τηλέφωνο και του ζήτησε να της κλείσει ένα ραντεβού με τον φίλο του τον ψυχολόγο. Μετά ακύρωσε το ταξίδι στο βουνό και πριν τελειώσει το ωράριό της στο γραφείο πήρε μια στοίβα περιοδικά στα κρυφά και την κοπάνισε για το σπίτι.
        Η μέρα έφτανε στο αποκορύφωμα των συναισθημάτων της, ήταν εκείνη η ώρα που ο ουρανός βάφει με κόκκινες πινελιές όλα τα σύννεφα που πιστεύει πως τον λεκιάζουν. Πληκτρολόγησε στο skype το νούμερο του χρηματιστή της και τον ρώτησε πως πάνε τα swaps και τα εικοσαετή ελληνικά ομόλογα. Μετά του έδωσε τρείς εντολές. Πούλα, ξεφορτώσου, πέτα.
        Της φάνηκε πως είχε βάλει μια βότκα πριν από λίγο, anyway το ποτήρι ήταν στεγνό και το μπουκάλι μισοάδειο, έριξε άτσαλα το υπόλοιπο πάνω στον πάγο και έβαλε ένα δεύτερο στο ψυγείο. Αν ήταν αλλιώς τα πράγματα θα τελείωνε το βράδυ της με λίγη ΤV αλλά απόψε ένιωθε μια ακαθόριστη έλλειψη. Αποφάσισε να μη κάτσει με σταυρωμένα χέρια.
        Μόλις έφτασε στο μπάρ της γειτονιάς, όχι, όχι μόλις, πρώτα σταύρωσε τα πόδια ανασηκώνοντας τον ποδόγυρο ώστε να μην επιτρέπει καμιά ματιά εκεί γύρω να παραπέσει, μόλις τέλειωσε με αυτό, άρχισε να κόβει φάτσες. Ήθελε αμέσως μια επιβεβαίωση. Ο μελαχρινός με το αραιό μαλλί της φάνηκε σούπερ. Άλλαξε σταυροπόδι κοιτώντας τον στα μάτια και βύθισε τις πονηρές σκέψεις της ξανά στο ποτήρι. Μέτρησε μέχρι το 7. ΟΚ. Έπιανε ακόμη η μπογιά της.
        - Αστέριος . Δημοσιογράφος..
      - Γειά σου, αστέρη, Τζένη. Αστέρι… Πίνω βότκα.
        Η Τζένη ήλεγξε τις καταστάσεις αριστοτεχνικά. Έπαιξε με τα ποτά χωρίς να χάσει γραμμάριο από τη νηφαλιότητά της. Τον έκανε γρήγορα υποχείριό της. Ο διάτων οδήγησε φορτισμένα ως το σπίτι του και της άνοιξε την πόρτα σα παγώνι που ξυπνά. Αυτή μπήκε με αέρα ντίβας και μετά από μια ώρα παιχνίδι βγήκε με τον ίδιο αέρα αφήνοντας τον Αστέριο με το τηλεκοντρόλ στο χέρι. Αει απ’ εδώ που θες να πηδήξεις κι όλας, κουτορνίθι…
       Μπήκε στο διαμέρισμά της και κατευθύνθηκε με ένα πλατύ, πολύ πλατύ χαμόγελο προς τη λεκάνη…

       Πίσω, πίσω στο εργένικο διαμέρισμα το ντόμινο μόλις ξεκινούσε. Ο αφιονισμένος ρεπόρτερ της συντηρητικής εφημερίδας κατέβηκε και ξεκίνησε δουλειά από τα ξημερώματα. Μάζεψε όλα τα ντοκουμέντα που ως χθες του φαίνονταν ελλιπή και ατεκμηρίωτα και άρχισε να κτυπάει τα πλήκτρα με λύσσα. Μέχρι να σκάσει μύτη η μυρωδιά της καφετιέρας, στο γραφείο του διευθυντή  ήταν προσγειωμένο το ρεπορτάζ της χρονιάς.
      Όλη η ιεραρχία της μαφίας του ποδοσφαίρου , παράγοντες, υπουργοί, αθλητές, εφοπλιστές, προποτζήδες, παραπάνω από 85 άτομα του ημέτερου τζετ σετ παραδομένα  στην ημεδαπή χλεύη.
     Μέσα σε μια εβδομάδα επελήφθησαν οι διωκτικές αρχές. Η αφρόκρεμα των υποψήφιων επενδυτών στις αποκρατικοποιημένες δημόσιες επιχειρήσεις διέφυγε με αεροπλάνα, βαπόρια, κανώ και σχεδίες σε χώρες με πιο καλοπροαίρετα θηλυκά. Η οικονομία πήρε να κατρακυλάει ξανά στο βάραθρο και η εφημερίδα, από εκεί που την κατηγορούσαν για δεκανίκι έκανε μαρξιστική στροφή και πούλησε εκατομμύρια φύλλα στους αγανακτισμένους. Ο ρεπόρτερ είχε τώρα ηρεμήσει και αναλογιζόταν γιατί δεν έπεσε εκείνο το βράδυ να κοιμηθεί. Στο φινάλε, όλα τραβάνε το δρόμο τους, αργά ή γρήγορα, δε μπορούσε κάποιος άλλος να δώσει τη κλωτσιά ;  

      Η Τζένη πήγε να καθήσει στην απαστράπτουσα που λέγαμε αλλά κάτι της τράβηξε την προσοχή. Έσκυψε και κοίταξε. Και τι να δει…. Την τελευταία τρίχα από το πράμα της. Ήταν πλέον εντελώς φαλακρή. Από κάτω.

     Η χώρα, εκείνη η χώρα, έτσι που την ξέρατε, να τη ξεχάσετε

Δευτέρα, Ιουνίου 20

Δεν σας επόμεινε φαί, λυπάμαι

  Μια στιγμή να αφήσω τις άμυνές μου χυμάτε πάνω μου με λύσσα . Δε μπορεί να την προκάλεσα εγώ αυτή τη λύσσα, ούτε θυμάμαι να εξέθεσα ποτέ τις προθέσεις μου να γίνω τροφή. Κι εγώ αρπακτικό είμαι, ξεχάσατε ;
  Θα σας τη φέρω τώρα. Θα κρεμάσω το σακάκι μου εκεί και θα σας αφήσω να με ορέγεστε. Θα κρεμάσω τα πάντα εκτός από εκείνο που μου απόμεινε. Το υστέρημά μου σε πρωτόλεια ύλη , τον μικρό μου κουμπαρά με τα κέρματα ανθρωπιάς δε θα τον βρείτε, καθάρματα.
  Γυμνός, μουντζουρωμένος μετριότητα σα πεζοναύτης, να μη ξεχωρίζω, θα ξεγλυστρίσω μέσα από τις σάρκες των λυντσαρισμένων και θα απομακρυνθώ. Δεν είμαι μέτριος, λάθος με μετρήσατε. Ο πήχυς σας είναι κοντός.
   Γυμνός, κρατώντας τον κουμπαρά μου , θα βαδίσω μέχρι να πέσει η επόμενη νύχτα. Θα έχω φτάσει σε απόσταση ασφαλείας και θα πέσω κάτω να κοιμηθώ, μετά από πολύ καιρό θα πέσω κάτω να κοιμηθώ. Η γη θα μουρμουρίζει θύμησες στο δέρμα μου, τα ένστικτά μου θα λειτουργήσουν καθώς οι πέτρες θα ανοίγουν χαρακιές στο κέλυφός μου, γρατζουνιές της μάνας γης, όχι νυχιές .
   Κι από την αποκατάσταση της επικοινωνίας με τα ένστικτά μου, από την αναγέννηση της λογικής μου, θα προκύψει το πολυπόθητό μου νέο φύλλο πορείας. Έτσι θα γίνει.
   Καλή σας όρεξη. Απόψε θα λείψω από το δείπνο.

Πέμπτη, Ιουνίου 9

σα κουνημένη φωτογραφία

 Σα ρίξεις βότσαλο πάνω μου, δε θέλω να αναπηδήσει, θέλω να φτιάξει μπλούμι και να με ξυπνήσει, τ' ακούς ;
Απ' τη χρειά του ήχου θα καταλάβω εγώ αμέσως αν πρόκειται να φέρεις γεγονότα. Να μην αναπηδήσει.

Έτσι θα 'μαι σίγουρος ότι ήθελες να μπεις στην περιοχή μου μέσα, εκεί που αφήνω λιγοστούς.
Μετά θα σε αφήσω να απλώσεις θέματα και ερωτήματα. Σα λεκές στο άσπρο, αλλά πιό ωραία. Θα σε αφήσω να με ανασχηματίσεις. Σαν αίμα που έσταξε στο βρεμένο νιπτήρα, να απλωθείς, να σκύψω να σε σκουπίσω, λιγάκι να κιοτέψω, μετά να πάρω τα πάνω μου ξανά και να σε γευτώ. Έτσι να γίνει θέλω.

Κι άμα γευτώ το αίμα σου μια στάλα, ύστερα θα θέλω όλα σου να τα γευτώ. Δε γίνεται αμέσως, όχι. Πρέπει αρχικά να ματώσεις, μάτια μου.

Σα ρίξεις βότσαλο στη θάλασσά μου που κοιμάται, ρίξτο καλά, γεμάτα. Γιατί θα ήθελα να ξέρω πως δεν είσαι παιδί. Θα ήθελα να βεβαιωθώ ότι δε προσδοκάς το αδύνατο, μια πέτρα που βαδίζει στο νερό χοροπηδώντας... ποιός μας έχει βάλει τέτοιες ανοησίες στο μυαλό. Εγώ θέλω να ξεύρω πως ωρίμασες και θέλεις να πέσεις απάνω μου γερά. Με όλη σου τη δύναμη να τα πετάξεις. Και το βότσαλο και τη στάλα το αίμα.

Ύστερα, όσο σκοτεινιάζει κι ανατέλει η σιωπή, εγώ θα σου χαρίσω μερικές σκέψεις. Θα σε αναδομήσω απ' τα τεκμήρια, από αυτά που έκανες για να στοιχειώσεις την απελπισιά μου. Ο παφλασμός θα ηρεμήσει, η θάλασσά μου θα γαληνέψει και θα μείνει μονάχα το άρωμα της συνάντησής μας. Θα πλέει, θα λικνίζεται και θα προσκαλεί το πρωϊνό να το πλανέψει . Ακαθόριστο, μαγευτικό και ασαφές.
Σα κουνημένη φωτογραφία.

Σάββατο, Ιουνίου 4

περί φυλετικής εξέλιξης ( αναφορά στον Σαραμάγκου )

   Tην επόμενη ημέρα δε γεννήθηκε κανένα αγοράκι.
ούτε την επόμενη εβδομάδα.
αυτό δε σημαίνει ότι μειώθηκαν οι γεννήσεις.     όοοοχι. απλώς στους ορόφους τοκετών απλώθηκε ένα απέραντο γλυκερό ροζ σκηνικό...
και πέρασαν μήνες, χρόνια χωρίς ούτε μια φωτογραφία με τσουτσούνι.

Δεν έγιναν από τη μια μέρα στην άλλη τα πράγματα, κάθε άλλο, απλώς μερικές φορές συμβαίνουν εξελίξεις που κανείς δεν έχει το θάρρος να τις αναλύσει, πόσο μάλλον να τις εκμυστηρευθεί ... μουλωχτά μουλωχτά
το ανθρώπινο είδος προσαρμόστηκε στην παγκόσμια κατακραυγή του πηδήματος, από την Αμερική, τη μητέρα της υποκρισίας η μάστιγα  απλώθηκε και στους υπανάπτυκτους λαούς , μικραίνοντας ολοένα το ...μόριο του αντρικού φύλλου και σε μερικές δεκαετίες το αντικατέστησε τελικά με κλειτορίδα αρνούμενο να δεχθεί ότι το κατούρημα ήταν επαρκής λόγος για την διαιώνιση ενός τόσο , τόσο μπελαλίδικου αντικειμένου για να μην πούμε υποκειμένου το οποίο εξάλλου συνοδεύονταν από τέτοια ποσότητα παραφιλολογίας και επιπλοκών ως προς την χρήση του.
Και επειδή πέραν του καθιστού κατουρήματος δεν υπήρξε κάποια άλλη εμφανής αλλαγή συμπεριφοράς των νταγλαράδων, θέλω να πω, δε γαμούσαμε που δε γαμούσαμε, τα ψάρια στο Θερμαϊκό ξαναέγιναν βρώσιμα και οι γυναίκες εξακολουθούσαν να μη τρώγονται με τίποτα, η επιστημονική κοινότητα θεώρησε την εξέλιξη φυσιολογική και με δυό τρεις ανακοινώσεις των ιδρυμάτων ουρολογίας ο φάκελλος ανέβηκε στο ράααααφιιιιιι....

γρήγορα φάνηκαν οι πρώτες επιπτώσεις
εξαφανίστηκαν από τα ανθοπωλεία τα κόκκινα τριαντάφυλλα αλλά και από το ηχητικό παρασκήνιο των εστιατορίων ο ήχος του ρέψιμου.
Σημειώθηκε κάθετη διόγκωση ( αν καταλαβαίνετε ακόμη αυτόν τον όρο ) της εθνικής δαπάνης για κάθε μεγέθους σερβιετόπανων με φτερά,
ωστόσο 1 στα 136 μαγαζιά μόδας, εκείνο που στήριζαν οι στρέϊτ άρχισε να μετράει ελαφριά πτώση τζίρου,
Εξαπλασιάστηκαν τα τροχαία μικροατυχήματα στην πόλη αλλά υποδεκαπλασιάστηκαν οι μούτζες και τα πάρτα ρε μαλλλλάκα.
Κατόπιν, αργά αλλά αναπότρεπτα δημιουργήθηκε μια έλλειψη σε στελέχη ειδικών επαγγελμάτων τα οποία παρ΄όλη την ισότητα δεν είχαν ακόμη διεκδικηθεί από το ασθενές φύλλο, τρομπονίστες, παλαιστές σούμο, σκαφτιάδες οίκων τελετών, νεροκουβαλητές, χορηγοί ευηδών τεμπελχανίδων και επισκευαστές βόθρων, ήταν εξαιρετικά δύσκολο να βρεθούν οι τελευταίοι, και μάλιστα η υποκατηγορία βουτηχτές.
Tέλος ξαναγράφτηκε όλη η βυζαντινή μουσική ιδιαιτέρως τα κομμάτια που απαιτούσαν τη συνδρομή έξι βαρύτονων και δυό μπάσων.
Κατά τα άλλα, καλά...
Οι πόλεις ομόρφηναν, οι διαχωριστικές γραμμές στους δρόμους γίνανε ροζ, από επιλογή, αλλά και από τις πατημένες γάτες, νυφίτσες κ.λ.π.
Τα πεζοδρόμια απαλλάχθηκαν από χλεποφτύματα κάθε είδους και ο  
όρος χούλιγκαν αντικαταστάθηκε από τον πιό ακριβή όρο ξεφωνίστρα. 
Στη θέση του Σταμάτη και του Γρηγόρη στα φανάρια γράφτηκαν οι όροι ξεκίνα τώρα και κίνδυνος θάνατος. αλλά κατά τα άλλα καλά...

Και έπειτα, ξάφνου που θα΄λεγε ο Ισίδωρος, χωρίς να το περιμένει κανείς άρχισε η νοσταλγία.
Εξαφανίστηκαν από τα ράφια των video club οι κασσέτες του Γκουσγκούνη και οι μαγνητοσκοπημένες αναμετρήσεις Βουλιαγμένης Ολυμπιακού στο πόλο.
Ξαναβγήκαν τα πόστερ του '60 με τους σπορελαιολαδωμένους boby builders. Υπήρχε μια κατήφια στα πρόσωπα των κοριτσιών, ιδιαιτέρως εκείνων που είχαν στο παρελθόν γευθεί την αυθεντική και άδολη παρέα ενός πεινασμένου για κορμί αρσενικού υποκειμένου, αντικειμένου στην περίπτωση της Μέρκελ.
Αλλά το πρόβλημα δεν κράτησε πολύ... όχι .
Γρήγορα, αν σκεφτείς με την ευρύτερη έννοια του χρόνου,  τα πράγματα ισορρόπησαν.
Η κοινωνία προχώρησε δυναμικά μπροστά , με ζιγκ ζαγκ μυρηκασμού των εξελίξεων, με ups and downs στην ψυχολογία των μαζών, αλλά ΟΚ.
Θέλω  να πω... τι έλειπε ;
Κυριολεκτικά κάποιος να πάρει τις πεινασμένες μάζες και να τις χορτάσει βίαιο και λυτρωτικό σεξ.
Ε,   βρέθηκε.
Τι γελάτε ρε ;
Βρέθηκαν θηλυκά να κάνουν τη δουλειά παστρικά και παραμυθένια, με ένα τρόπο που χωρίς να τον καταγράφει η ιστορία με ηχηρές πινελιές ήταν αποτελεσματικός ως προς το διακύβευμα.
Βρέθηκαν θηλυκά που φορώντας μικρά βοηθήματα, ονομαζόμενα και heads funds , τακτοποιούσαν τη δουλειά χωρίς το αντικείμενο του πόθου τους να αισθάνεται πόνο και ταπείνωση κατά την ώρα της συνουσίας.
Βρέθηκαν, αμέ....
Η Τίνα η Κίνα, η Κική η Αμερική, η Σία η Ρωσία και η Λία η Γαλλία. Και για τους εναπομείναντες γέρους με παράξενα γούστα η κορυφαία.
Η Βιργινία η Βρετανία.

Σιγά που δε θα βρισκόντουσαν