Παρασκευή, Οκτωβρίου 28

περπατώ εις την πόλιν όταν ο λύκος δεν είναι εδώ

    
Σταμάτησε να μετράει πλακάκια. Δε πρόφταινε. Ασυναίσθητα τα βήματά της είχαν επιταχύνει τόσο που έπρεπε να προσέχει μη σωριαστεί. Οι παλμοί ανέβηκαν. Οι κρόταφοί της φούσκωσαν από μέσα ενοχλητικά, σαν άτσαλο αντικείμενο σε μικρή τσέπη που το νιώθεις ότι σε ενοχλεί αλλά δεν έχεις που αλλού να το χώσεις.
-Τι χρειάζονται οι κρόταφοι ; Κανείς δε μου έχει πει τι ωραίους κροτάφους που έχεις.
     Αχ, δε σας την σύστησα. Είναι η Νάντια. Ζει στη Μαρτίου. Όλους τους μήνες, όχι μόνο το Μάρτη. Παλιότερα ζούσε στην Ανθέων, κουράστηκε να κλωτσάει πέταλα λουλουδιών, πήρε τα μάτια της και μετακόμισε .Θα σας την περιγράψω σε μια πιο αρμόζουσα στιγμή, τώρα ξεμαλλιασμένη και με διασταλμένα μάτια, όχι καλύτερα.
     13, 15, χωρίς νούμερο, 19. Είσοδος από γκρι μάρμαρο , λάμπες καμένες, θυροτηλέφωνο μπαταρισμένο, ονόματα σε λευκοπλάστ, πατάκι απόν, σημάδι από πατάκι παρόν, έφτασε. Το χέρι τρέμει αλλά το κλειδί πάντα τελικά μπαίνει. Μια δυό αριστερά, πιάνει τελικά ο μύλος να γυρνάει, βγαίνει από τη τρύπα πάλι με λίγη πάλη, βήματα μέχρι το διακόπτη για τα φώτα του διαδρόμου, κλακ πίσω η πόρτα, μια κλεφτή ματιά, κανείς δεν ακολουθεί. ΟΚ.
- Το ασανσέρ λείπει, κατ/μένος, κι οι σκάλες στενές. Ακούγονται φωνές που κατεβαίνουν μες τον αποπνικτικό θάλαμο για δυό, αυτόν που γράφει μέγιστο 4 άτομα, το κουτί προσεγγίζει, η λωρίδα του θαμπού τζαμιού φωτίζεται με εκείνο το κάτι σα ξέπνοο φως, ακούγονται δεικτικές κουβέντες,  είναι μέσα η κυρία Πολυξένη , ας το αποφύγει σήμερα εκείνο το κοίταγμα. Με δυό άλματα τους προλαβαίνει, έχει στρίψει στη σκάλα την ώρα που βγαίνουν από τον θάλαμο, καλεί το ασανσέρ από τον πρώτο, την πάει στο 5 και τώρα αρχίζει να επανέρχεται η ζεστασιά. Μια φευγαλέα τελευταία ανησυχία, το κλειδί μπήκε η δική της μυρουδιά όρμισε, ανοίγει τα ρουθούνια και κλείνει τα μάτια. Είναι στο σπίτι.
       - Τηλέμαχε ;
-  …
       - Τηλέμαχε ;
- …
    Η Νάντια αποθέτει δυο χαρτοσακούλες ψώνια στο τραπέζι της κουζίνας και ρίχνει μια ματιά στη μπαλκονόπορτα. Η Σούζι την κοιτάζει απ’ έξω με το ένα πόδι σηκωμένο και η ουρά της πάει να σπάσει από χαρά. Τρέχει και ανοίγει στο μωρό. Γίνονται ένα κουβάρι στο μικρό χαλάκι και με μιας τα νεύρα της γειώνονται. Της αλλάζει το νερό στο τσίγκινο κύπελλο, και χαϊδεύοντας την υγρή μουσούδα τη ρωτάει πως πέρασε. Το σκυλί νεύει με συγκατάβαση «καλά» ή κάτι τέτοιο. Για ανταπόδοση παίρνει την άκρη από τη μπαγκέτα και την κάνει δυό χαψιές. Άξιζε το ψέμα.
     Η Νάντια κάνει τις καθιερωμένες κινήσεις μηχανικά. Ανοίγει το laptop, ανάβει θερμοσίφωνο, ρίχνει στην κατάψυξη τον αρακά, πετάει τα παπούτσια στο χώλ, απωθεί το σκυλί που θέλει παιχνίδι, ανάβει την TV στο χθεσινό κανάλι, τσεκάρει το τηλέφωνο για αναπάντητες, πετάει το πουλόβερ από πάνω της κατευθείαν στο ψάθινο με τα άπλυτα, αποφεύγει τους καθρέφτες, τακτοποιεί με δεξιοτεχνική χορογραφία ότι συναντά στο διάβα της, περιοδικά, τασάκια, τηλεκοντρόλ, παντόφλες, την κουβέρτα της τηλεόρασης. Δε σκέφτεται. Μπαίνει στην τουαλέτα, διάολε, ξαναβγαίνει με δυσφορία, πάει στα ψώνια και παίρνει ένα χαρτί, γυρίζει και σπρώχνει την πόρτα ελαφριά, δε βλέπω τι κάνει ακριβώς, αλλά διστάζω και να κρυφακούσω, βγαίνει σύντομα, εξάγω τα πρώτα συμπεράσματα, και με ξεκούμπωτη φούστα μισοκάθεται στη πολυθρόνα μπροστά στο skype.
      - Βούλα ;
- Άνθρακες ο θησαυρός αδελφή.
      - Τι,  δε βρήκες ;
- Δεν είχε νούμερο.
     - Ασχολίαστο..
- Πήγα και στο ZARA. Μακριά ζακέτα κρύβει κώλο, θυμάσαι ;
     - Είχε μαύρη ;
- Του κώλου, 45 ευρώ, να μαδήσει σε 10 μέρες.
     - Οπότε ;
- Είπαμε…
     - Έκανες ντουλάπα ;
- όχι, άπλωσα δυό πλυντήρια όμως.
     -   Έχω γεμίσει ρούχα ντεμί σεζόν, πρέπει να πετάξω πράμα.
- Πες κάτι καινούργιο ;
     -    Κάτι καινούργιο !
- Κατάλαβα, κλικ και φύγαμε, μπάϊ.
     -    Κάτσε κάτσε, τι πήρες του μπαμπά ;
- Μια ζακέτα lacoste.
     -   Ωραία, τα λέμε. Φιλιά.

      Η Νάντια περπάτησε ξυπόλυτη προς την κρεβατοκάμαρα σπρώχνοντας την φούστα να πέσει στο πάτωμα. Με ένα τέντωμα έβγαλε το κοντομάνικο και έμεινε με τα εσώρουχα. Ήταν μια νοστιμούλα , μα δε θα την περιγράψω ούτε τώρα, γεμίσαμε από ματάκηδες που το παίζουν συγγραφείς. Σωριάστηκε ανάσκελα στο κρεβάτι και έκλεισε τα μάτια. Σε χρόνο dt άκουσε την ανάσα της σκυλίτσας στο αυτί της και της έκανε νόημα. Γίνανε κουβάρι ξανά, αυτή τη φορά σαν μάνα και κόρη και το σκυλί βολεύτηκε με κάποια δυσφορία από την απραξία της γυναίκας. Αναστέναξαν βαθειά, ταυτόχρονα. Η Νάντια χαμογέλασε. Το σκυλί έγλειψε το μικρό δάκτυλο του χεριού της τρείς φορές. Ύστερα ησύχασε.
     Αφουγκράστηκαν την πόλη. Ασθενοφόρο απομακρύνεται, λεωφορείο φρενάρει, γύφτος πλησιάζει, σκυλιά που ουρλιάζουν, ένα πανικόβλητο φρενάρισμα με κόρνα που δηλώνει μούτζα, ένας ακαθόριστος βόμβος, το βουητό του κόσμου που σπεύδει, το βουητό του κόσμου που αντιδικεί, το βουητό του κόσμου που πασχίζει να ακουστεί, το βουητό του κόσμου που αναπνέει. Η πόλη είναι από έξω. Αυτό το συνονθύλευμα υλικών που δεν μπορεί να αναμιχθεί αρκετά ώστε τα συστατικά του να χαθούν στο σύνολο.
      Ακούστηκε το ασανσέρ στον όροφο, βήματα πλησίασαν, το κλειδί μπήκε στην διπλανή πόρτα. Ο Τάσος. Πρόβλημα ο Τάσος. Έκλεισε τα δάκτυλα των ποδιών με δύναμη μέχρι να ακουστούν εκείνα τα μικρά πιτ πιτ, αγκάλιασε τα γόνατα και ανατρίχιασε από το κρύο πάπλωμα κάτω της. Ο Τάσος είναι ενδεικτική περίπτωση. Είναι ο κύριος τσίτωμα στο τετράγωνο. Αξιόλογος αλλά σπαστικός με κάθε λεπτομέρεια. Α, μπα μπα, μακριά. Να ανοίξεις τα μάτια το πρωί και να σε κοιτάει σα γκόλντεν ριτρίβερ στο πιο αναγούλικο. –
-Ήταν και για σένα όμορφα ; ίσως να μην είναι καλή ιδέα σε αυτόν τον χώρο, θέλω να πω, ξέρεις, πάντως ήσουνα υπέροχη, όπως και την προηγούμενη φορά βέβαια, δεν έφταιγες εσύ τότε, όχι εσύ…
- Βγάλε το σκασμό και φύγε ! Τώρα.
Η Σούζη τινάχθηκε και πήδηξε κάτω με την ουρά στα σκέλια.
- Σούζη όχι εσύ μωρό μου, τι τρελέγκω έχω γίνει, έλα κοπέλλα μου στη μαμά, έλα μάτια μου, συγγνώμη. Φωνάζω μοναχή μου θέ μου.
Το σκυλί κάθησε ξεκρέμαστο στη πόρτα, ένα δυό δευτερόλεπτα και μετά από μια γρήγορη σκέψη γύρισε νωχελικά και απρόθυμα και εξαφανίστηκε προς το σαλόνι. Συγχωρούσε, αλλά έκρινε ότι δεν χρειάζεται να μπλέξει περαιτέρω, είχε αυτήν ακριβώς τη ματιά.
     Υπολόγισε ότι το θερμοσίφωνο έχει κάνει τη δουλειά του και τραβώντας μια γαριασμένη πετσέτα από τα ασιδέρωτα χώθηκε στο λουτρό. Τα εσώρουχά της έπεσαν με τη σιγουριά κάποιου που έχει τελειώσει τη μέρα του. Η Νάντια πάλι ; Αυτή όχι.  Μπήκε στη ντουζιέρα με μια αίσθηση ότι έχει αναγκαστεί να αφήσει ένα τραγούδι που αγαπά στη μέση για να σηκώσει το τηλέφωνο. Μαζεμένες έννοιες χύθηκαν παντού στο κεφάλι της, ακόμη και σε σημεία που έπρεπε να μη χωρούν. Όλες οι δουλειές της ημέρες είχαν δημιουργήσει επιπλοκές, αναβολές, πρόσθετες έννοιες, επαναπρογραμματισμούς και έξτρα κοστολόγια. Αυτός που είχε σκεφθεί τη Λερναία Ύδρα, πολύ μπροστά ο τύπος. Το νερό όρμηξε πάνω στο κορμί μαζί με ατμούς και έναν τέλειο, τέλειο ήχο. Η Νάντια τράβηξε τα μαλλιά της προς τα πίσω μέχρι να νιώσει εκείνη την μάζα που βαραίνει και ρέει ζέστη στην πλάτη. Ήταν η στιγμή της , κάθε μέρα αυτή ήταν η στιγμή της. Μόνωση από το θόρυβο, μόνωση από τους ανθρώπους, απόσπαση από το στρες, ένα καυτό καθαρτήριο της ψυχής της. Νόμισε ότι άκουσε βήματα, ίσως..
- Τηλέμαχε ;
    - …
Το σκυλί γαύγισε εκεί στο μπαλκόνι, είχε ενέργεια ακόμη.
   Η Νάντια σαπούνισε το κοντό κορμί της σπιθαμή προς σπιθαμή. Ήταν μια ημιτελής γυναίκα, ποια δε νιώθει έτσι ; Σταμάτησε να ψηλώνει λίγα χρόνια νωρίτερα από ότι θα ήθελε, Είχε ένα στήθος δυο νούμερα μεγαλύτερο από ότι θα ευχόταν, η μύτη της δεν είχε προλάβει να προσαρμοστεί με την Ευρώπη δυό γενιές μετά την Σμύρνη, το κατάμαυρο μαλλί της ήταν σπαστό και ζητούσε τοστιέρα δυο φορές τη μέρα για να της κάνει τύπο. Αυτή ήταν η Νάντια. Όταν ήταν χαρούμενη ήταν μια λαμπερή νέα κοπέλα να την πιεις στο ποτήρι. Όταν γύριζε από τη δουλειά ήταν σχεδόν αποκρουστική. Τις υπόλοιπες ώρες, ήταν μια Ελληνίδα. Λυπούμαι που εσείς βαρεθήκατε να τις βλέπετε, για τους Αιγύπτιους αποτελούν την φαντασίωση της Κυριακής. Όλοι κοιτάζουν βόρεια στο σεξ και νότια στο κλίμα. Έτσι είμαστε οι άνθρωποι.
    Όμως η Νάντια είχε και αυτή το ξεχωριστό της σημείο. Ήταν μια ελίτσα δίπλα στο χείλος, δυό μυτερά ζυγωματικά και ένα σούφρωμα σε όλο το στόμα που την έκανε πολύ αξιοφίλητη. Το χαμόγελό της φώτιζε τους τυχερούς που το προκαλούσαν και αυτό της ήταν για την ώρα αρκετό. Ο Τηλέμαχος είχε αποφασίσει να μετακομίσει μαζί της μόλις κατάφερε να την κάνει να χαμογελά συχνά. Ήταν δυό χρόνια μικρότερος, κάτι καθόλου φανερό στην όψη αλλά αρκετό για να τους χωρίζει μια γεννιά στο μυαλό. Η Νάντια σήκωσε το αριστερό πόδι στη σαπουνοθήκη και έπιασε το ξυραφάκι. Ήθελε επειγόντως πεντικιούρ. Γλύκας ήταν ο Τηλέμαχος αλλά από παιδί βιολί. Ηλεκτρισμένος σα κεραυνός μόνο σε μια περίπτωση. Όχι αν του έθιγες τη μάνα, όχι αν του κατηγορούσες τον αδελφό, όχι αν τον απειλούσαν με απόλυση. Μια περίπτωση. Αν έχαναν από τον ΠΑΟΚ. Εικοσιοκτώ χρόνων μαντράχαλος, ταμίας στη Citibank, με τα κουστούμια στη τσίτα και τις λεζάντες στο φουλ, μη του τσαλακώσεις τα Αρειανά ιδεώδη. Η Νάντια σήκωσε το άλλο πόδι τρίβοντας με μανία ένα μικρό κόψιμο κοντά στη φτέρνα. Η ντουζιέρα έγινε ροζ. Μετά εντάξει.
     Είχαν ελπίδες με τον Τηλέμαχο. Είχαν ελπίδες να αποκτήσει ο ένας για τον άλλον μια αδελφή ψυχή, έναν αυτόπτη μάρτυρα για την καθημερινότητά τους που ήταν ,πώς να το πει τώρα, σχετικά ακανθώδης. Το ωράριό της σπαστικά ρευστό, τα μπουρμπουάρ όλο και λιγόστευαν, ρεπό μόνο μεσοβδόμαδα, και η δουλειά κεφάτη αλλά απαιτητική, ένας μικρός κλόουν αλλά με την βαβούρα ενός θηριοδαμαστή, η ζωή της γκαρσόνας στα Fridays. Πάλι καλά.
     Τράβηξε την πετσέτα από το νιπτήρα κλείνοντας το ντουζ. Απλώθηκε σιωπή. Το σκυλί έκλαιγε έξω από τη μπαλκονόπορτα και η Νάντια σκέφτηκε πότε το είχε κλείσει απ’ όξω. Μέχρι να ανοίξει την πόρτα και να αντικρύσει το σαλόνι.
    Η τσιρίδα της ακούστηκε μέχρι την παραλία. Το σπίτι ήταν ένα αχούρι. Με μια ματιά μέτρησε απώλειες, τσάντα, laptop, το κουτί με τα μπιζού, ένα i-pod του Τηλέμαχου, ύστερα αντιλήφθηκε, ή συνειδητοποίησε άξαφνα τη θέση της. Ήταν μισοτυλιγμένη με μια πετσέτα μπροστά στην ανοιχτή εξώπορτα, μικροσκοπική σαν μια κουκίδα στον ουρανό, με δυό πόδια από ατόφιο μολύβι, το μυαλό να κάνει εκρήξεις και τα χέρια παραλυμένα από πανικό.  
    Πισωπάτησε και άρπαξε ένα μπουρνούζι του Τηλέμαχου, άνοιξε την πόρτα της κουζίνας και άρπαξε στην αγκαλιά τον λυσσασμένο σκύλο. Έκανε να πάει στο τηλέφωνο, αφουγκράστηκε το σπίτι και σε μια έκλαμψη θάρρους που δεν κατάλαβε από πού την ανέσυρε έτρεξε και χτύπησε την πόρτα του Τάσου.

     Δυο ώρες αργότερα ήταν στον καναπέ με τα πόδια μαζεμένα. Έπρεπε να κοιτάζει κάπου, αλλά απλώς είχε ανοιχτά τα μάτια. Ο Τηλέμαχος πηγαινοερχόταν σαν το λύκο στο κλουβί και κάθε του λέξη, κάθε του πρόταση είχε μια κρούστα μομφής. Τα κλειδιά σου ήταν στο πάτωμα, πως βρέθηκαν εκεί, πόση ώρα έκανες στο μπάνιο, καλά δεν άκουσες το σκυλί, είσαι σίγουρη ότι το άλλο σου πορτοφόλι έχει μέσα τις κάρτες σου, σήκω και κοίταξέ τα όλα άλλη μια φορά, τις προάλλες πάλι έψαχνες δυό μέρες, θυμάσαι που κοιμηθήκαμε με το κλειδί απ’ έξω.. ο Τάσος γιατί ήταν εδώ ; Σου έχω πει να μη δίνουμε κλειδιά στη καθαρίστρια…
     Η Νάντια είχε χαμηλώσει την ακοή της, το κάνουμε καμιά φορά αυτό, μέσα σε ένα κοκτέϊλ κούρασης και απέχθειας έπαιρνε με έναν αθόρυβο τρόπο αποφάσεις. Θα τον σχολούσε τον βάναυσο. Δε πα να της έκανε χίλιες μετάνοιες. Κωλόπαιδο είναι, στην πρώτη δυσκολία θα γινόμαστε κόλαση. Είναι τόσο τσιτωμένος. Συνεχώς.
Καλύτερα οι δυό μας. Εγώ και ο σκύλος. Εγώ και ο σκύλος. 
     Με έναν αδυσώπητο τρόπο, η πόλη νίκησε μια σχέση που είχε τύχη. Δεν έκανε κάτι πιο καθοριστικό από μια πινελιά. Έβαλε απλώς λάθος χρώματα. Στην πόλη οι άνθρωποι προσεγγίζουν με αλλοιωμένα κίνητρα. Αγωνιούν στη μοναξιά της πολυκοσμίας. Αισθάνονται κουκίδες. Ο Τηλέμαχος ήταν ερωτευμένος με την Νάντια. Η Νάντια χρειαζόταν ένα λιμάνι. Εκείνη την κρίσιμη στιγμή που ο Τηλέμαχος βρέθηκε εκτός εαυτού, η Νάντια κοντοστάθηκε στην πόρτα μιας σχέσης μετέωρη. Συγχωρούσε αλλά έκρινε ότι δε χρειάζεται να μπλέξει περαιτέρω. Είχε εκείνη ακριβώς τη ματιά. Σηκώθηκε, γύρισε και εξαφανίστηκε προς την κρεβατοκάμαρη. Αύριο θα του ζητούσε να κάνει βαλίτσα.
       

2 σχόλια:

  1. ο Περικλής στις "αδυσώπητες ιστορίες της πόλης" Στέρεος στο μεγαλύτερο μέρος και περισσότερο ισορροπημένος. Θα μπορούσε να ήταν εκπομπή στο ραδιόφωνο, συντροφιά της Δευτέρας από το σπίτι στη δουλειά. ΄Ομορφες οι εικόνες στο μπάνιο, τα παιχνίδια με τη Σούζυ. Σα να τα έχεις "γράψει" σε video.
    Το τέλος αφήνει το χρώμα της λύπης σχεδόν φυσιολογικά, η μοιρολατρικά, όπως ταιριάζει σε μια πόλη με χιλιάδες μοναχικούς...
    Μιχάλης

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Ένα στιγμιότυπο της αποξένωσης της πόλης, πραγματικά ταυτίζεσαι με την ηρωίδα, εγώ προσωπικά καταλαβαίνεις σε ποιό σημείο. Αν την Σούζυ την έλεγαν Λούνα δεν θα διέφερε τίποτα η σχέση με την κυρά της. Σαρκαστική η ματιά απ την κλειδαρότρυπα της μοναξιάς.
    Μιά απορία. Πως τόσο καλή ανατομία της γυναικείας ψυχής?
    Μπράβο, ήταν ευαίσθητο και καίριο στον ρόλο της πόλης στην τελείως άνοστη ζωή μας και στις περιορισμένες απαιτήσεις μας στις σχέσεις.
    Το γλυκόπικρο τέλος εγώ το βρίσκω αισιόδοξο.Πάμε γι άλλα πιό ουσιαστικά. Έτσι νομίζω πρέπει ν αντιδρούμε στα λάθος και στα λίγα.
    Φιλάκια.
    Βάντα

    ΑπάντησηΔιαγραφή

εντυπώσεις ;