Σάββατο, Οκτωβρίου 29

..κι εγώ εις την πόλιν όταν ο λύκος...


    Χιονάτη στο κεφάλι, κουκουβάγια στα μάτια η κερά της πόλης μου είναι η πιο σημαντική αυτόπτης μάρτυρας της γειτονιάς μου. Καταγράφει τις εξελίξεις σαν παλιάς τεχνολογίας κομπιούτερ, έναν αιώνα. Έχει ονειρευτεί όλα αυτά τα ραμολί του διπλανού καφενείου γυμνά, όταν τα δικά μου κακά τα μάζευαν από το κωλί μου τα χέρια της μάνας. Μερικά ραμολιμέντα λένε ιστορίες με μπόλικη μέντα για την κερά Ευτυχία. Πολλές θα ήθελαν να είναι αλήθεια.
Είναι μια στραβοπόδαρη κοτσανάτη γιαγιά που το πρωϊ αργοπερπατάει το σοκάκι μας έχοντας το αριστερό της χέρι μισοανασηκωμένο. Δεν έχει αγκύλωση. Θέλει να είναι σε θέση να ακουμπήσει κάπου, να στηριχθεί σε κάτι, αν χάσει την ισορροπία της. Παρ’ όλο που αισθάνεται κοτσανάτη. Αυτή τουλάχιστον ξέρει σε τι χρησιμεύουν τα χέρια. Εγώ πάλι όχι.
   Είμαι ο Μαθιός. Είμαι κρυωνιάρης, φοβάμαι τις σαύρες, πιάνω ακρίδες με τα χέρια και ακούω ροκ του ’60. Οικονομολόγος. Τι άλλο ; Θελω να πω, θα γινόμουν κάτι άλλο αν δεν …
   Το χειρότερό μου είναι να μπω με ξένο στο ασανσέρ. Το πιο καλό μου είναι να μπω μετά από γυναίκα μόνος. Μυρίζετε οι γυναίκες. Κάτι άλλο από εκείνο που φροντίζετε να μυρίζετε.  
   Το άλλο μου καλύτερο είναι ότι έχει μέσα μελιτζάνες. Σούπερ ! Παπουτσάκι, μουσακάς, μοσχάρι με πουρέ μελιτζάνας, σαλάτες, τουρλού, κάδοι, δεν έχει να κάνει. Η μελιτζάνα κάτι μου κάνει.
   Επίσης με πιάνουν νευρικά γέλια, σε λάθος ώρες, στην εκκλησιά και στα σεμινάρια μακροοικονομικής, στα ΔΣ του εργοστασίου και την ώρα που χύνω στη Καίτη. Problem. Ε;
   Η κερά πέρασε σήμερα με τουλμπάνι, είχε κίτρινες πιτσιλιές που με κάνουν να πιστεύω ότι βάζει αυγό στο μαλλί. Εγώ δε θέλω ούτε να δω αυγό. Πάντα σπάζει, γι αυτό. Και πάντα λεκιάζει. Και έχω ιδιαίτερες ανησυχίες ότι ως έθνος ραγίσαμε το αυγό του φιδιού. Γι αυτό σας λέω. Βάζει αυγά για να μη τα χάσει.
   Εγώ δε φοβάμαι μη τα χάσω. Έχω εναλλακτικές. Συγνώμη τώρα, νομίζετε ότι έχω ρίξει όλες τις ζαριές μου από τα 45 . Χα… Χα. Χα. δε σφάξανε. Έχω πάγκο, δικαίωμα για τρεις αλλαγές και ο αγώνας είναι ημίχρονο.
    Μηδέν – ένδεκα χάνουμε βέβαια, αλλά δεν έχει να κάνει. 
Είμαι παντρεμένος δεκατρία χρόνια, περίπου, δεν θέλουμε παιδιά. Θα δούμε.
    Η ζωή μου με την Καιτούλα καλή, καλή, καλή, τσουλάμε. Δε μου τη σπάει πολύ, ίσως γιατί πολλές φορές δεν με αντιλαμβάνεται, αντιλαμβάνεσθε τι λέω ε ; Είναι ψιλοχοντροφρικαρισμένο άτομο αλλά κι εγώ τι είμαι, τέρας ισορροπίας ; Ε ;
    Δεν είναι εύκολο να συζήσεις με τους ανθρώπους σήμερα. Ούτε να συζητήσεις, τι να συζήσεις. Γι αυτό αν κυλήσεις, όλα καλά.
    Ένα λεπτό ρε παιδιά.. κρακ, κρααακκ, έκανα λίγο το κεφάλι μου δεξιά αριστερά, με πεθαίνει ο αυχένας μου όταν έχει υγρασία, καλοκαιρία, βροχή και μέσες θερμοκρασίες.
    Τέρας ισορροπίας ; Δε νομίζω. Τυχαίο ; Τυχαίο ρε !  Έχω κι εγώ τα προβληματάκια μου. Τέλειος θα ήμανα ; Μου κολλάνε παραδείγματος χάριν στο μυαλό διαφημιστικά μπιτάκια. Όχι αμέσως αλλά άμα τα ακούσω πάνω από 67 φορές μετά ξυπνάω την άλλη μέρα, μπαίνω βγαίνω, δουλεύω, τρώω, ρεύομαι και από μέσα στο κεφάλι μου αυτά παίζουνε. Από εκεί πρέπει να βγήκε η φράση παίζω με τα νεύρα σας, λίγο μετά την έκρηξη της αγοράς της διαφήμισης.
    Για να γλυτώσω κάνω μμμμμμμμμμμμμμμμμμμμμμμμμμμμ και βάζω δάκτυλα στα αυτιά μου οπότε με δείχνουν αυτές οι μουρλές με τα καρότσια στα μωρά τους. Με πειράζει να με δείχνουν. 
    Πάσχω από μια εμμονή για την εικόνα που αφήνω στους γύρω μου.  Κάνω ανωμαλίες συνεχώς. Κάνω πως κοιτάω φωτογραφίες στο κινητό μέσα στο λεωφορείο ενώ έχει μόνο πέντε, τις τρείς μάλιστα το ψυγείο γιατί δοκίμαζα κάτι.  Γιατί κάνω πως κοιτάω  συνεχώς φωτογραφίες ;  Κρατάω το εισιτήριο με το χέρι τόσο εμφανώς λες και στο λεωφορείο είναι μέσα 65 ελεγκτές και ο οδηγός. Νομίζω ότι με κοιτάζουν επίμονα και ελέγχω το φερμουάρ μου κάθε φορά που κατεβαίνω.  Αααα το άλλο, αυτό είναι καλό. Δεν ξέρω τι να κάνω τα χέρια μου και καμιά φορά χαιρετάω ξένους. Μετά χαμογελάω αυτάρεσκα που με ξέρουν στη πόλη. Και παίρνω πόζες. Όταν έχει αστυνομία αγαθές με δόσεις αυτοπεποίθησης και χωρίς νευρικά ανοιγοκλεισίματα ματιών, όταν έχει νεολαία φάτσα Ρηγά αδικημένου σε πρόοδο από φασίστα καθηγητή ενώ τελείωσα τη σχολή πριν δεκαεννιά χρόνια, όταν έχει γυναίκες  ονειροπόλου με ένα ανασήκωμα φρυδιού του στυλ διαβάζω εκείνη την ταμπέλλα στη Βενιζέλου από την Αριστοτέλους.  Ρουφάω τη κοιλιά μου όταν στρίβω στις γωνίες μην ανταμώσω καμιά μικρούλα, τόσο πολλές γωνίες έχει η γειτονιά που έχω αποκτήσει άσμα. Χοντραίνω τη φωνή μου στο τηλέφωνο αν έχει κοντά μου καμιά κουνιστή, φοράω το hands free χωρίς να ξέρω που είναι το κινητό μου, ανάβω τσιγάρο και μετά σκέφτομαι τι είναι αυτό ανάμεσα στα δάκτυλά μου, δε ξέρω εσείς, εμένα υπάρχουν ήχοι που με κάνουν να ανάψω τσιγάρο. Επίσης κάνω τον….
     Σας κουράζω τώρα ε ;
     Γενικά νομίζω ότι μεγάλο μέρος της δραστηριότητάς μου ορίζεται από την εντύπωση που πρέπει να αφήνω στο διάβα μου χωρίς να υπάρχουν ενδείξεις ότι θα ξανασυναντήσω κάποιον άνθρωπο που να με θυμάται αργότερα. Problem . Ε ;
    
    Κινούμενος στην πόλη και συναντώντας τους αναγκαίους ανθρώπους για να συνδιαλλαγώ,  προσαρμόζω την ομιλία μου ανάλογα με τον συνομιλητή. Αν είναι Αλβανός λέω όλες τις λέξεις ουδέτερα, ένα καρέκλα ας πούμε, αν είναι γριά φωνάζω αργά με έντονες κινήσεις των χειλιών, στους κοσμικούς χρησιμοποιώ λέξεις ιντελέκτσουελ για τα πιο κοινά, λεκάνη πορσελάνης ας πούμε για τη χέστρα, και στους λαϊκούς εντέχνως εκχυδαϊζω το λόγο μου παίρνοντας ένα μπλαζέ δε γαμώ ψηλά καπέλα υφάκι. Η επικοινωνία μου είναι αποτελεσματική οπότε το δουλεύω ολοένα και περισσότερο σε σημείο να θεωρούμαι homo πολύγλωσσους μουνόγλωσσους.  

    Η μόνη περίπτωση που είμαι ο εαυτός μου είναι όταν με πιάνει από το μανίκι στο σοκάκι μου η κερά Ευτυχία και με τραβάει μέσα να μου κάνει καφέ. Μετά, παίρνει ένα ύφος ανυπόμονο και τρίβει έτσι τις δυο παλάμες της στη ποδιά, σαν να αδημονεί, γελάει στραβά μέσα από τα μουστάκια της, το εννοώ αυτό, περιμένει να ρωτήσω, κάθε φορά το ίδιο. Κι εγώ κάνω πως αργώ γιατί εκεί μέσα στης κερά Ευτυχίας κάτι με πιάνει και με θεραπεύει από κάθε νόσο είναι που δεν πιάνει κινητό στο χαμόσπιτο, είναι που έχει μόνο ένα ράδιο η κερά, κάνω πως αργώ. Όταν την πιάσουν τα γέλια, όταν μετρήσω τα ελάχιστα δόντια της και φχαριστηθώ με την ψυχή μου τον καφέ μου, τη ρωτάω με περισπούδαστο ύφος την ερώτηση.
    - Είχες σουξέ αυτή την εβδομάδα στο καφνέ , σε μιλάνε κουκλάρα μου…
            - μπα που να σκάσεις, σκανδαλιάρη, άσε με ήσυχη στα γερατιά μου , σουξέ η ξέδοντη γένετε ;
    – Μελιτζάνες μυρίζω ; Έλα, μολόγα.
          - όϊ  μαρέ , ιδέα σου…. Μα πάλι, για να πάω να ιδώ…
Και μετά πάντα με εκείνη την παιδιάστικη αφέλεια πάει προς το ντουλάπι της και βγάζει ένα πιάτο. Γελάνε τα μουστάκια της τόσο υπέροχα. Τόσο υπέροχα. Αχ…. 

Πιριτιτιτ πα πα !!!
     Συγνώμη, με καλεί ο Νικόλας , just a minute ,
-Έλα, κλείσε έχω κοινό, αγορεύω, θα σε πάρω. Sorry.
Είναι ο τέταρτος αδελφός μου, μεταξύ μας ο τρελός της οικογένειας αλλά τον αγαπάω. Κάτι οικείο μου φέρνει. Το ήξερα τώρα ότι είναι ο Νικόλας πριν μιλήσω. Καλόόόό  ;;;;
   Έχω βάλει διαφορετικούς ήχους για καθέναν. Κλήσης εννοώ. Αλλά μπερδεύομαι, μπερδεύω κι άλλους, σηκώνουμε όλοι τα κινητά και μέχρι την Τρίτη φράση λέμε όλοι τα ίδια, μετά λέμε δε μπορεί, κοιτιόμαστε, μερικοί το κλείνουν και γίνεται η δουλειά. Μου φαίνονται απλώς λίγο υπερβολικά αυτά μέσα σε ένα τόσο δα σαλονάκι αναμονής ψυχοθεραπευτή.
    Ουπς….

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

εντυπώσεις ;