Σάββατο, Νοεμβρίου 3

Deja vu (Ντεζαβού)

       Μια στιγμή είναι μια στιγμή. Δεν την βιώνεις με συνείδηση των επιπτώσεών της. Μπορεί να σε κάνει έναν διαφορετικό άνθρωπο. Κι όταν την ανασύρεις από τη λήθη, το μέγεθός της δεν είναι το ίδιο, το σχεδόν αμελητέο που βίωσες. Έχει προστεθεί πάνω στο κορμί της ένα κέλυφος, αυτό των αλυσιδωτών αντιδράσεων που προκάλεσε και είναι πλέον μια στιγμή & ένας μικρός αιώνας…
       Η σχέση μου με το χρόνο ήταν πάντα προβληματική. Η σχέση μου με την μνήμη ήταν πάντα αποσπασματική. Και η σχέση μου με την ρέουσα πραγματικότητα ήταν πάντα η συνισταμένη της λογικής μου με αυτές τις δύο μου ιδιαιτερότητες.
       Σαν μου έτειναν μια απλωμένη τράπουλα να τραβήξω ένα χαρτί το δεξί μου χέρι πήγαινε πάντα προς την αριστερή άκρη. Μου φαινόταν ότι με το τέντωμα του κορμιού μου έδινα μια σπρωξιά από τη μοίρα προς την τυχαιότητα . Έτσι και με τις στιγμές μικρούς μου αιώνες. Θα τραβήξω απόψε μια από αριστερά και θα δούμε τι θα γίνει. Ουπς. Οκ.
        Ααα.. είναι μια από τις δυνατές μου στιγμές μικρούς αιώνες. Θα δεις, θα δεις. Είμαι με κοντό παντελονάκι, κάνω ποδήλατο με ένα μικροσκοπικό κόκκινο δίτροχο πάνω στο πεζοδρόμιο της Αλεξάνδρου Φλέμιγκ, στο αριστερό πεζοδρόμιο όπως κατεβαίνεις προς τη θάλασσα, το παντελόνι μου σκαλώνει στην αλυσίδα, το δεξί μπατζάκι, πέφτω αριστερά, το τιμόνι μου χώνεται στη κοιλιά, ανασηκώνομαι , πονάω και τραβάω το ύφασμα και καθώς λογίζομαι τον επερχόμενο καυγά με τη μάνα, δυο ξένα κρύα τραχιά χέρια με αρπάζουν και με σέρνουν μέχρι τον πλαϊνό τοίχο μιας τερατώδους οικοδομής, η φάτσα ενός διαταραγμένου παχουλού ανθρώπου, κάτω χαλίκια με χώμα, πίσω αδρός τοίχος, νομίζω relief, λευκός, μετά κάπως κόκκινος, εκείνος, ελεεινός, με κρατάει από τα αυτιά και μου χτυπάει δυο, τρεις, τέσσερις φορές το κεφάλι μου στον τοίχο, για αυτό κάπως κόκκινος, τρέμω, χτυπάει ταμπούρλο μέσα στο στήθος μου, το στόμα του μυρίζει σαν του παππού μου, μετά που πίνει ρετσίνα, τα μάτια εκείνου δεν τα βλέπω, δεν τολμώ, δεν τολμώ να τραβηχτώ, έχω παραλύσει, μου λέει κάτι, θα μεγαλώσω και θα δω μου λέει, δεν έπρεπε να είμαι τόσο κακός, μου λέει κάτι, βάζω τα χέρια μου στα αυτιά νομίζω, ναι στα αυτιά, δε ξέρω γιατί, ίσως μέχρι τότε τα τραύματά μου ήταν από πράγματα που μου ξεστόμιζαν, πρώτη φορά με βίαζαν σωματικά, ανοίγω τα μάτια, δεν υπάρχει εκείνος, ούτε κανείς, χαλίκια, πόνος στο κεφάλι, λίγο αίμα, ζεστό, στο λαιμό, δεν έχω κάνει τίποτα πάνω μου, τα πόδια μου τρέμουν, τρεκλίζω μέχρι το ποδήλατο. Ξεχνώ. Ξεχνώ. Το ζεστό αίμα στο σβέρκο ξεχνώ, τα κρύα χέρια του στα αυτιά, ξεχνώ, δεν ήθελε τίποτε, μόνο να με δει να κατουριέμαι από το φόβο, ανήμπορος. Ξεχνώ.
      Ποτέ δεν βρέθηκε ο ογκώδης διαταραγμένος που με τρομοκράτησε με εκείνον τον απρόσμενο τρόπο. Ποτέ δεν βρέθηκε μα ποτέ δεν χάθηκε. Χαράχθηκε μέσα μου. Μια στιγμή μικρός αιώνας.
     Τώρα θα τραβήξω ένα άλλο περιστατικό, έτσι για την πλάκα από τα δεξιά, το προτελευταίο από την τράπουλά μου. Είμαι εδώ, σε αυτό το σπίτι που ζω, λοιπόν δεν είναι σπουδαίο, εχμμμ.. βλέπω τα νέα, βλέπω νέα αλλού, βλέπω και ακούω, βλέπω έναν πολιτικό νέας κοπής, ύφος που δεν σηκώνει αστεία, με διαβεβαιώνει , ακριβώς αυτή τη λέξη διαλέγω, με διαβεβαιώνει ότι θα είναι μακροπρόθεσμες οι ωφέλειες, ας πούμε εμείς επιπτώσεις, με διαβεβαιώνει ότι συμπάσχει , φαίνεται συντετριμμένος, ας πούμε εμείς τετριμμένος, και μετά ανακοινώνει κάτι που το λέει μνημόνιο. Βάζω πάλι τα δυό μου χέρια στα αυτιά. Δεν ακούω, ιδρώνω, κάτω κρύα πλακάκια, πόδια ξύλινα, αυτός ανακοινώνει, το ύφος του ταιριάζει, ιδρωμένος, δυνατός, κατηγορηματικός, εμφανώς διαταραγμένος, ανακοινώνει, κοινωνική ασφάλιση τέλος, πρόνοια τέλος, εργασιακά κεκτημένα τέλος, χρόνια εκτιμένα με κόπο και όραμα τέλος, πρόοδος τέλος, πατρίδα τέλος,  όνειρα τέλος, ας πούμε εμείς έλος, πίσω του τοίχος λευκός αδρύς, ο ήχος της φωνής του κάτι ανασύρει, τρέμω, το στόμα μου στεγνώνει, τα πόδια μου, δεν τα αισθάνομαι , μετά πάλι αισθάνομαι τα πόδια μου, είναι κάτι που προσπαθεί να μου πει ακόμα, θα μεγαλώσω και θα δω, δεν έπρεπε να είμαι τόσο κακό παιδί λέει, δεν ακούω αυτά που μου χαράζει μέσα μου, τρεκλίζω μέχρι έξω , στις σκάλες, είναι εκεί το ποδήλατο, πέφτω δίπλα του, μάρμαρα αντί για χαλίκια, ο τοίχος πίσω λευκός και λίγο κόκκινος, έχω παραισθήσεις. Τι χρονιά έχουμε, ποιο είναι αυτό το ποδήλατο, γιατί δεν είναι κόκκινο, Τι θα κάνω τώρα, πως θα δείξω στη μαμά μου το μπατζάκι, μήπως ο διαταραγμένος ξαναγυρίσει, μήπως με πιάσει πάλι από τα αυτιά. Ξεχνώ, ξεχνώ το όνειρό μου το θρυψαλιασμένο , μα δεν ξεχνώ τη δήθεν συντριβή στο πρόσωπό του, δεν ξεχνώ το κυνικό του κάτω χείλος, δεν ξεχνώ μερικά πράγματα.
        Μπερδεύομαι με αυτές τις στιγμές μικρούς αιώνες. Είναι απλά στιγμές, έτσι ! Πως γίνεται να μπορούν να σε κάνουν έναν διαφορετικό άνθρωπο ; Πως γίνεται ; Πόσο βαρύ κέλυφος κουβαλούν, πόσα κιλά μπορεί να σου προσθέσουν ;
       Η σχέση μου με το χρόνο ήταν πάντα προβληματική. Πόσος έφυγε, πόσος θα είναι ο υπόλοιπος, τι πρόκειται να πάθω ; Τι επίδραση έχει ο χρόνος στον φόβο ; Μικραίνουν τα τραύματα ξεμακραίνοντας ; Είναι εκεί,  ελλοχεύουν ; Η σχέση μου με τη μνήμη ήταν πάντα επιλεκτική. Ήταν ογκώδης και κυνικός εκείνος που μου χτύπησε το κεφάλι στον τοίχο ; Είχε μορφή δυνάστη ; Ήταν το ποδήλατό μου που του φάνηκε απρεπές ; Ήταν η παιδικότητά μου στο στόχο ; Τον τρέλανε που με έβλεπε με το μέλλον δικό μου ; Πόσος χρόνος μου απέμενε τότε με το κόκκινο ποδήλατο ; Πόσος χρόνος απομένει τώρα ; Από δω και στο εξής ; Η σχέση μου με την ρέουσα πραγματικότητα είναι σα διαλυμένος γάμος. Η ανάμνησή του σε διδάσκει πως να μην την ξαναβιώσεις, μια σχέση τέρας αδηφάγο που αδιαφορεί για τα άτομα που την θρέφουν.
      Μια στιγμή είναι μια στιγμή. Όταν την βιώνεις δεν έχεις συνείδηση των επιπτώσεων που θα επιφέρει. Ο χρόνος μετά αναλαμβάνει τις αλληλουχίες και εσύ έχεις να κάνεις με τα επακόλουθα. 
         Τα ακόλουθα είναι νομίζω μερικά σχόλια από εκείνο το κοκτέϊλ της συνισταμένης της λογικής μου με τις ιδιαιτερότητές μου:
         Τότε , πάει καιρός, τότε που μου χτύπησαν το κεφάλι και με τρομοκράτησαν, θα πρόβλεπε κανείς ότι δύσκολα θα σηκώσω ανάστημα. Μα σήκωσα. Και πολύ μάλιστα. Αν μπορούσε εκείνος να με δει, πως έγινα, πόσο ψηλός, πόσο χαρούμενος, πόσο πολύπλευρος και πόσο άνθρωπος ολοκληρωμένος, αν μπορούσε να με δει... Μα και τούτος, ο καινούργιος από την τηλεόραση, αυτός που με έκανε να μην νιώθω τα πόδια μου, να βάζω τα χέρια μου στα αυτιά μου σαν παιδί, να μπορούσε να με δει σε λίγα χρόνια, να με δει πως θα είμαι , πόσο πολύ όμορφος, πόσο πολύπλευρος, πόσο ολοκληρωμένος μέσα από τις δοκιμασίες, ας τις πούμε εμείς κακουχίες,  μέσα από τις αλλαγές που θα μου επιφέρει η δική του στιγμή, ο δικός μου καινούργιος μικρός αιώνας. Να μπορούσε να με δει, πόσο άνθρωπος θα παραμείνω, ότι και να μου επιβάλλει το μένος του και η απληστεία του, η δουλοπρέπειά του και η προδοσία του.   
         Τώρα με χτύπησαν, τότε με χτύπησαν, αύριο θα με χτυπήσουν. Έτσι είναι τα πράματα. Είναι τόσο προβλέψιμα , ακόμη και αν η σχέση σου με την μνήμη σου είναι επιλεκτική.

     Εις το επαναϊδωθέν.   

Κυριακή, Οκτωβρίου 7

η βασική μου σκέψη


   Παρασκευή κι Οκτώβρης, στο ρολόϊ η ώρα...

14:37:43
    Είμαι Ανθέων με το Opel και γυρίζω σπίτι για φαί. Αριστερό ρεύμα μπροστά στο URBAN , το καινούργιο με τα ποδήλατα, που ενώ όλοι κατεβάσαμε τις κάθετες ταμπέλλες εκείνο έβαλε μια δεκαπέντε μέτρα μέχρι πάνω από το δρόμο και κανείς δεν έχει πάει να την ξηλώσει, άρα κάποιος κάτι αρπάζει, άρα δεν είναι απίθανο να φτιάξω εκείνη την προσθήκη στο μαγαζί πάνω στο πεζοδρόμιο αν βρω ένα κονέ, πόσα τσουβάλια θα χωρέσω, αν έχει και μια φωτεινή επάνω θα φαίνομαι μέχρι τη Δελφών αλλά ποιος ακούει τους ανάποδους της πολυκατοικίας και ιδιαίτερα τη μαλακισμένη του τρίτου που πετάει ξερά φύλλα κάθε πρωϊ την ώρα που έχω σκουπίσει και κάθεται και γελάει σε βάρος μου , που να μη την λούσω καμιά μέρα τη φακλάνα… αλλά αυτό δεν είναι η βασική μου σκέψη.
   Το αριστερό μου μάτι πιάνει ένα Honda scooter όχι κακό χρώμα, ωραίο γυαλί ο τύπος, πάμε σα τις χελώνες, οπότε δε με κόφτει να αφήσω δυό μέτρα χώρο αφού θα σταματήσω που θα σταματήσω, να χωράει να περάσει ο δίτροχος ανάμεσα στη μούρη μου και το φορτηγάκι με τα alarm, δίνει λοιπόν ο εγκέφαλος τις εντολές και το ένα πόδι πάει στο συμπλέκτη, το άλλο στο φρένο, ελαφριά, όχι πολύ ελαφριά για να προλάβω, αλλιώς δε θα έχει νόημα, το δεξί μου χέρι πιάνει τις δυό μπύρες στη σακούλα δίπλα στο κάθισμα του συνοδηγού μη πέσουν κι έχω μετά μονάχα αφρό στο ποτήρι, ο τύπος περνάει με το scooter σύριζα, μου κάνει νόημα με το ένα δάκτυλο ευχαριστώ γιατί με την υπόλοιπη παλάμη ελέγχει το γκάζι, σκύβω το σβέρκο σε ένα νεύμα τύπου παρακαλώ, προλαβαίνοντας εκείνο το ντουζ της αυταρέσκειας ότι είμαι ανώτερος και καλά, πιο εύστροφος από τη γυναίκα μου που θα τσουλούσε άλλο ένα μέτρο για να μλοκάρει τα πάντα, αλλά δε της το λέω να μη φορτώνει, αλλά της τα μαζεύω και θα την ξεχέσω μια μέρα που δεν θα μου έχει κάτσει από βραδύς, αλλά αυτό δεν είναι προς ώρας η βασική μου σκέψη, γιατί δεν είναι από βραδύς.
   Το δεξί μου μάτι πιάνει ένα παπάκι που πάει να χωθεί ανάμεσα σε μένα και το καφέ φορτηγάκι δεξιά μου που ίσως δε το έχει δει ότι εξέχουν οι λαμαρίνες πάνω του του μαλάκα, αναβάτης μια κοπέλα που δε φοράει κράνος ευτυχώς γιατί εκείνος ο ξανθός χείμαρος μαλλιών θα ήταν κρυμμένος, κρίμα που έχει δροσιά και δεν είναι με σορτσάκι αφού θα κολλήσει που θα κολλήσει δίπλα μου, να τσεκάρω, δε μπορώ να κάνω τίποτε να διευκολύνω γιατί πρόλαβα να αφήσω να περάσει ο μαντράχαλος με το scooter και τώρα αυτή μπορεί να σκεφτεί τι κόπανος αυτός με το Opel να μην αφήσει ένα μέτρο ενώ δε μου αξίζει να με πουν κόπανο, όχι τώρα, μόλις που έκανα την καλή μου πράξη, αλλά όλο αυτό εκείνη, που να το αντιληφθεί, έτσι που πηγαίνει, χύμα στο κύμα, μπορεί τελικά να είναι και καμιά ηλίθια αλλά αυτό δεν είναι η βασική μου σκέψη. Ιδιαίτερα έξυπνη μια φορά δε τη κόβω._
   Το αυτί μου πιάνει έναν στο ραδιόφωνο μες τη μίρλα που δε σφύριξε ο ρέφερυ το πενάλτι στο 0-0 και μετά δεν θα τρώγαμε τέσσερα, άλλο ματς θα ήταν, τι λέει ρε ο μαλέας που δεν ακούμπησαν μπάλλα όλο το πρώτο ημίχρονο, τι λέει το άτομο, που αν δε σταματούσαμε, 7 και 9 θα φτάνανε τα τεμάχια να έχουν να μας θυμούνται, ιδιαίτερα εκείνος ο Κλάους που τους είχε και σεξουαλικό απωθημένο αλλά αποφάσισε να κρατηθεί, μη τελειώσουν από τέτοια τρυφερή ηλικία όλοι οι χυμοί του, να ‘χει ενέργεια και το βράδυ με την άλλη, τι με κόφτει εμένα τώρα για τις ονειρώξεις του καθενός, αλλά να μας τη λέει…. Αφού και έξι πενάλτι να τους έδιναν θα τα έστελναν στα δοκάρια από την τρομάρα τους, που βγάζανε και γλώσσα τα παρτάλια, αλλά αυτό δεν είναι τώρα η βασική μου σκέψη.
   Το άλλο αυτί μου πιάνει ένα Μήτσο που φωνάζει στο πεζοδρόμιο, όχι σε κάποιο άτομο, όχι απέναντι αλλά μόνος, σα τρελλός, χειρονομώντας στο κενό, μια ματιά του ρίχνω φευγαλέα, τον βλέπω καλωδιωμένο στο κινητό και τον πιάνω, ποιος ξέρει τι του είπε η άλλη κουφό μεσημεριάτικα, αλλά εμένα με κόφτει το άλλο, που γυρίζει η κόρη μου όλη μέρα με τούτα τα μαραφέτια, καλώδια στο κεφάλι, ακουστικά, συσκευές και μαλακίες ζωσμένη και δε μπορεί, ελάχιστη ακτινοβολία να έχουν, τόσα χρόνια πάνω της κάτι θα της κάνουν κακό, το μικρό ή το μεγάλο κακό και δεν ακούει, αλλά αυτό δεν είναι η βασική μου σκέψη, μη την κουτουπώσει ο ψηλός ο τελευταίος είναι μια βασική μου σκέψη αλλά την σπρώχνω κάτω για να οδηγήσω νηφάλιος, μαρσάρω μια να μου φύγει η κακία, με κοιτάει υποτιμητικά ένας δίπλα και δεν ξαναμαρσάρω, λέω μόνο μια κατάρα για το πουλί του ψηλού και το αφήνω να περάσει στην άσφαλτο κι αυτό, μεσημεριάτικα, χρειάζομαι συγκρότηση για να ασχοληθώ με την βασική μου σκέψη.
   Πιάνω το αριστερό μου χέρι να ξύνει τα από τέτοια μου, που σημαίνει ότι φτάσανε στο μυαλό μου μυνήματα ότι με φαγουρίζουνε και έκανα όλη τη διαδικασία μηχανικά, δε ξέρω πως, καμιά φορά σκαλίζω έτσι τη μύτη μου και μετά βλέπω ότι με κοιτάζουν με απέχθεια, ιδιαίτερα οι μέσης ηλικίας γυναίκες, απέχθεια που μισή ντροπή δική μου αλλά μισή δική τους, γιατί μέσα στο αμάξι μου είμαι και ας κοίταζαν τα χάλια τους, που έχει να τις πηδήξει κάποιος από τον καιρό του Νώε, έτσι σα παλιάτσοι βαμμένες και μονάχα κόρδωμα και κριτική, μη πετάτε χαρτάκι, μη μιλάτε στο κινητό οδηγώντας, μη και μη, το πιάνω εγώ το βλέμμα της ανωτερότητας, γαμώ τις εισαγγελικές τους διαστροφές, αλλά τι θέλω και αρπάζομαι τώρα, αφού τα ξύνω και δε φαίνομαι, κι αυτό δεν είναι η βασική μου σκέψη.
   Ετοιμάζομαι να ξαναβάλω πρώτη να προλάβω το φανάρι γιατί έτσι χθες με έκοψε να κάνω τον καλό και κοκκίνησε και βγήκε ένας εκσκαφέας σα μαούνα και έφαγα πετρέλαιο στα μούτρα διακόσια μέτρα, γαμώ τον ταρίφα μου που με έβλεπε από δεξιά μου και δε με άφηνε να αλλάξω ρεύμα, το φλας μου πήγαινε να σπάσει κι εκείνος ντεμέκ δε με είχε προσέξει, ξέρεις, όταν θες να σε δουν οι ταρίφες, όλο κάνουν πως είναι απασχολημένοι τακτοποιώντας κέρματα στο μπαρμπρίζ, γαμώ το κόμπλεξ που κουβαλάνε μη γαμήσω το Mercedes club τους, μη γαμήσω, αλλά αυτό δεν είναι η βασική μου σκέψη.
  Το πόδι μου.
  Το πόδι μου με τσιμπάει, δεν έγινε τελείως καλά, να χέσω την εγχείρηση, τους ορθοπαιδικούς και το Δια βλακα νικό που το πλήρωσα τιμή resort και καλά. Με τσιμπάει στο γόνατο, καλύτερα να μη βάλω αμέσως πρώτη, θα περπατήσει ο μπροστά και θα πατήσω μετά συμπλέκτη, ας αργήσω ένα δεύτερο, αλλά τσιτώνομαι και κρατάω σε εγρήγορση το κορμί, μην αργήσω και τόσο να με κορνάρει ο πίσω, ο μαλέας, με το απλωμένο το χέρι με τις τρίχες και την κάφτρα ένα μέτρο αριστερά, πράμα που σημαίνει ότι περιμένει με την πρώτη βαλμένη και το πόδι στο γκάζι να μου ρίξει ταυτόχρονα κλάξον και μούτζα αν με πιάσει το κόκκινο και τον πάρω στο λαιμό μου, δε με χέζει κι αυτός και οι τρίχες του, ποιος ξέρει τι λιμανίσιος είναι και σοφάρει και Audi, θα έβαλε τρακόσες δόσεις και θα κλαίγεται τώρα για την περικοπή αλλά όταν έπαιρνε αυτός Audi εμείς που μέναμε στο Opel μαλάκες είμασταν ; Έτσι… αλλά αυτό δεν είναι η βασική μου σκέψη.
     Κρατώντας το λεβιέ τεντώνω τον δείκτη του δεξιού χεριού και πατάω μια το κουμπί να τρέξει το ράδιο, δεν έπιασε, το τεντώνω πιο πολύ, τίποτε δεν γίνεται με την πρώτη γαμώτο, επιτέλους σταματάει ο εξάψαλμος του πικραμένου σκουληκιού και πάει και καρφώνεται σε Μητροπάνο, τι τα θες, δοξάρια, ηλιοβασιλέματα, Σαλλονίκες, όλα στο χώμα, να τα τρώνε τώρα τα σκουλήκια, ματαιότης ματαιοτήτων , αλλά αυτό δεν είναι η βασική μου σκέψη, σκέφτομαι ίσως, δεν έπρεπε να παίζουν ολημερίς όλοι μαζί Μητροπάνο τώρα, να αφήσουν τους ανθρώπους που τον αγάπησαν να του κάνουν ένα ήρεμο μνημόσυνο, λυσσάξανε όλα τα κανάλια μαζί, εντάξει, αλλά αυτό δεν είναι η βασική μου σκέψη.
   Και τότε, λίγο πριν πατήσω το γκάζι, μια γαζέλα, κατεβαίνει στο οδόστρωμα αριστερά, τακούνια και γάμπες από αλάβαστρο, στηθαίο προσευχή της νύχτας, ουριαίο porche design και ματοτσίνορα, αχ ματοτσίνορα να σβήσεις να κατέβεις και να στρώσεις περσικό χαλί εξήντα χιλιάδες κόμπους ανα τετραγωνική ίντζα να περάσει, να βαδίσει την περηφάνεια του το μωρό χωρίς να λερώσει, χωρίς να σκονίσει, χωρίς να αλλοιωθεί αυτή η κορμοστασιά από το άγχος του μεσημεριάτικου κατάμεστου δρόμου, την κοιτάζω εξώφθαλμα στα τεράστια μάτια, την κοιτάζω και ξεχνάω εντελλώς ποια είναι η βασική μου σκέψη. Πως μας κάνουν και κρασάρουμε το μυαλό μας οι πουτάνες !
  14:37:44
     Το χέρι μου σφίγγει το λεβιέ να τον λιώσει, ορμές και ένστικτα ξεχύνονται και λιώνουν σχεδόν το μυαλό μου, καθώς η γαζέλα γυρίζει αργά το κεφάλι και ρίχνει μια ματιά, μια ματιά, μια ματιά στο Audi από πίσω μου. Επανέρχομαι ταχέως στη βασική μου σκέψη. Πρέπει να μη φάω βαριά. Έχω μαγαζί και το απόγευμα.

Αυτά είναι. Ένα μυαλό, χειμώνα καλοκαίρι.  

Παρασκευή, Σεπτεμβρίου 28

δυστυχισμένος μια φορά, όϊ, δεν είμαι

   Τώρα δα, αυτή την στιγμή που με διαβάζεις, μια κοπέλα δυό ορόφους πάνω ή κάτω ακουμπάει τη κοιλιά της και το ακούει, μετρώντας τις μέρες για το θαύμα. Τώρα δα, ένα σκυλί ανασαίνει γρήγορα και η ουρά του πάει να τρελαθεί καθώς ο γείτονάς σου ανοίγει το σακούλι του με τις κροκέτες. Την ίδια ώρα τώρα που χαμογελάς, μια γιαγιά δακρύζει από μια θύμηση και χαϊδεύει μια φωτογραφία. Ύπνο δεν έχει. Μόνο επιθυμίες, εκατό χρονώ και ακόμη, μόνο επιθυμίες. Λίγο πιό κει, κάτω, ένας μανάβης δοκιμάζει τις σημερινές του ρώγες του μοσχάτου καθώς σταφύλλια κουβαλά με το κοφίνι. Μια μαύρη γάτα που περνά, τον κάμει και γελά. Μέσα από ένα φωτεινό βουβό κουτί πάνω στο ράφι, ένας, δυό πρόθυμοι δημοσιαογράφοι πασχίζουν να επηρρεάσουν τούτη μας τη μέρα. Δεν τους ακούει κανείς, μόνο κοσμούν με τη βουβή τους φλυαρία ένα ακόμη κάδρο του σπιτιού. Τα ξύλα περιμένουν να καούν σιγοτραγουδώντας θαλπωρή και τούτο το χειμώνα που άργησε να φύγει. Σε βάρος όλων των προβλέψεων τα πράγματα θα γίνουν με την ίδια τη σειρά. Οι γέννες, οι χαρές, οι αποχωρήσεις κι οι συγγνώμες, το πλύσιμο των μούτρων και τα πεταχτά φιλιά. Μια μαύρη γάτα που περνά μας βλέπει και γελά. Εκείνη ξέρει. Είμαστε σε τούτο εδώ τον τόπο διάφορα, μα ποτέ δυστυχισμένοι.

Κυριακή, Σεπτεμβρίου 16

νουβέλα



   «Τίποτε δεν υπάρχει πιο βαθύ και πιο ιερό από ένα σώμα που βασανίζεται»
                        Ηλίας Βενέζης.. σχολιάζοντας το βιβλίο του Το νούμερο 31328 (1931)



Μέρος πρώτο. Η άφιξη.

        Το φως. Πρώτα είδα το φως. Καθώς ο μεγάλος μου αδελφός έσπρωξε τη μαγκωμένη πόρτα του βαγονιού εγώ έβαλα τις παλάμες μου στα μάτια. Μπήκε ένα φως πορτοκαλί, επίμονο, υγρό, οικείο, που κάπως μου ζέσταινε τη ψυχή. Ήταν ίδιο με της Αλγερίας. Όταν προσαρμόστηκα ανασηκώθηκα να πλησιάσω την πόρτα. Τα πόδια μου με πέθαιναν. Κάθισα να τα τρίψω μήπως και ξεμουδιάσουν. Μέχρι να πάρω είδηση τι συμβαίνει βρέθηκα στην τεράστια  πλάτη του Μαχάτμπα που έτρεχε προς κάτι ψωραλέες θημωνιές για να καλυφθεί. Ένα μπουλούκι πεινασμένοι, μια ματιά να μας έριχνες στοιχημάτιζες τι θα απογίνουμε. Μα τότε δεν είχαμε επίγνωση. Καθόλου ! Με το βλέμμα αγριμιών και τα κορμιά ηττημένων πυγμάχων, όλοι γεννημένοι από μια μάνα σε μια γη που, έτσι όπως μας την παρέδωσαν εκείνοι που έχουν τη δύναμη να παίρνουν και να δίνουν πατρίδες, ήταν αδύνατον να μας θρέψει. Εφτά αδέλφια, όλα αγόρια, όλα με σκοτεινή καρδιά και δέρμα, ασορτί με τη μοίρα μας. Προορισμός η Ευρώπη. Προσωρινό καταφύγιο μια μάντρα γεμάτη τσουκνίδες. Λούφαξαν όλοι κάτω και έβγαλα κι εγώ το σκασμό. Πάλι θα παίζαμε κρυφτό. Ήταν ωραία. Με την έννοια ότι κάτι συνέβαινε. Όταν υπάρχουν γεγονότα για έναν Αφρικανό είναι είδηση, αρκεί να υπάρχουν, καλά, κακά, αρκεί να τσαλακώνουν τη μοίρα μας που γεννήθηκε άκαμπτη. Λοιπόν, ήταν ωραία.
       Ακούσαμε σφυρίγματα στην αποβάθρα. Ένας χορτάτος λευκός άντρας πλησίασε και με ένα φακό έριξε μια ματιά μέσα στο βαγόνι. Δεν ανέβηκε, απλά έκλεισε με θυμό την πόρτα και τη μύτη. Κατάλαβε μάλλον. Τσεκάρισε κι άλλα βαγόνια μέχρι το βάθος του συρμού. Μετά έσυρε τα βήματά του πίσω κοιτώντας βαριεστημένα πίνακες μέσα σε ένα λερωμένο χαρτόνι.  Βλαστημούσε, ή τραγουδούσε κάτι μέσα από τα δόντια του, πάντως δεν έριξε ούτε μια ματιά προς το μέρος μας. Είχε ένα πονηρό χαμόγελο, ή έτσι ήταν η έκφρασή του από κατασκευή. Η συμμορία των ελεεινών ήμασταν σιωπηλοί και  περιμέναμε. Το φως αδυνάτιζε. Ο ήλιος κατέβαινε γρήγορα παίρνοντας μαζί τη ζέστη, πράμα που μου προκάλεσε τις πρώτες ανατριχίλες. Δεν ήμουνα καλά. Καθόλου καλά. Για τα δεδομένα ενός τόσο σκληραγωγημένου αγοριού ο πυρετός και τα σχισμένα πόδια δεν ήταν το κύριο θέμα της δυσφορίας.  Ήμουν ψυχικά εντελώς αποκαμωμένος. Δεν ήξερα, κανείς δεν μου είχε δώσει ένα …σχέδιο για να μετράω μέρες, μια υπόσχεση ελπίδα για να με κρατά. Σφιγγόταν η ψυχούλα μου σα παλιό σφουγγάρι που το στρίβεις, το μόνο υγρό που έβγαζε ακόμη ήταν ένα ένστικτο επιβίωσης που είχα κληρονομήσει από μια γενιά δυνατών αντρών. Έμοιαζα του παππού. Το επόμενο τραίνο θα ήταν και το επόμενο σπίτι μου. Αυτό ήξερα. Και δε ρώταγα τίποτε άλλο. Οι μεγαλύτεροι ήξεραν. Υποτίθεται ότι οι μεγαλύτεροι ήξεραν. Σφίχτηκα στην αγκαλιά του Ομάρ. Με όλη μου την δύναμη. Ήμουν δώδεκα χρονώ και κρύωνα, τι να καμα;

      Κοιμόμουν.Όταν ακούστηκαν οι πρώτες σειρήνες τα αδέλφια μου σκόρπισαν τρέχοντας προς όλες τις κατευθύνσεις σαν ελάφια σε πιστολιά. Δεν μπορούσα να ακολουθήσω και χώθηκα μέσα σε ένα ξεχαρβαλωμένο σκυλόσπιτο. Μου φάνηκε καλή ιδέα. Μου ‘παν να τους περιμένω , να μη το κουνήσω ρούπι. Άκουσα διαπληκτισμούς, ανθρώπους να παλεύουν, δε ξεμύτησα, έτσι είχα υποσχεθεί στον Τζελούλ. Σαν ακούω σαματά να λουφάζω. Οι κραυγές και οι κρότοι πέρασαν, μια, δυό, τρεις φορές, έφυγαν, κι όταν πια σταμάτησαν τα μπλέ και κόκκινα φώτα να τρυπάνε τα μάτια μου, αποκοιμήθηκα. Πετάχτηκα πολλές φορές ψελλίζοντας ονόματα που ήλπιζα να έλθουν να με πάρουν, μετά ένας καρδαμωμένος καφετί σκύλος ήρθε και μου ‘γλυψε τα πόδια και αφού τα γρυλίσματά του δεν πτόησαν το ηθικό μου, ο κοπρίτης επιδεικνύοντας ένα πρωτάκουστο ένστικτο φιλοξενίας αποφάσισε να σωριαστεί για ύπνο απ’ έξω. Με ησύχασε. Το αγρίμι λέω, με ημέρεψε. Μέχρι να ξημερώσει ακούγονταν μικρά επεισόδια εδώ κι εκεί. Κανείς από τα αδέλφια δε φάνηκε. Εγώ κοιμήθηκα δυο τρεις φορές από ένα τέταρτο παραληρώντας. Ύστερα ο σκύλος πρέπει να κρύωσε γιατί με έπιασε από το μπατζάκι και μου έδωσε τα παπούτσια στο χέρι. Η φιλοξενία, ακόμη και στην Ελλάδα, είχε τα όριά της. Ανασκουμπώθηκα, κοίταξα με απελπισία τα πόδια μου και μετά έστριψα γύρω το κεφάλι. Όσο έφτανε το μάτι χτίρια και μάντρες,  ψηλά με διάφορα χρώματα, όχι της λάσπης, χρώματα παρδαλά, κτίσματα μεγάλα, και πιο μεγάλα, και φάμπρικες, παρατημένα φορτηγά εδώ και εκεί, σαν αυτά που ονειρευόταν να πάρει ο μπαμπάς στο χωριό και να τα διορθώνει, βαγόνια, βαγόνια, βαγόνια που ο αριθμός τους ήταν ασύλληπτος για τα μάτια μου, μυρωδιά καμένου λαδιού και σκόνης, ανακατωμένης με ένα παράξενο δυνατό μυρωδικό. Αυτά ήταν το καλωσόρισες της Θεσσαλονίκης .Ρίγανη, ήλιος και σαματάς. Έσκυψα να ακουμπήσω το χώμα που πατούσα. Έκαμα μια βιαστική προσευχή. Το άγγιξα, πήρα μια πέτρα από την “αυλή” του σκύλου, τη φίλησα και την έβαλα στη τσέπη. Αργότερα θα τη κρεμούσα στο στήθος μου με το φυλαχτό μου. Τώρα έπρεπε να βρω φαγί. Και για να βρω φαγί έπρεπε να περπατήσω προς το θόρυβο. Τον κόσμο. Την πόλη. Άφησα το φουλάρι μου δεμένο στο σκυλόσπιτο, σημάδι ότι εδώ θα βρεθούμε, αν βρεθούμε, έτσι είχαμε σχεδιάσει. Πήρα το χαλάκι κι ότι προμήθεια μου ‘μεινε και βγήκα στο δρόμο δισταχτικά. Τα φώτα της ξένης πόλης τρεμοπαίζανε μέσα σε μια γνώριμη δροσερή και υγρή καταχνιά. Δυό λάμπες, πιο δυνατές, σινιάλα σε ένα πύργο, αναβόσβηναν αργά κάπου μακριά, μετρούσαν τα λεπτά με σοβαρότητα. Γύρω από την πόλη, σα γιρλάντες στη βιτρίνα καφενείου, είχε κολιέδες κίτρινους με λάμπες. Ήμουν ισχνός, οι πρώτες ηλιαχτίδες δεν μπόρεσαν να φτιάξουν μια σκιά της προκοπής. Δε πειράζει. Τούτος που δεν αφήνει σκιά είναι λεύτερος έλεγε ο παππούς μου. Έτσι θα ήταν.   

     Το μεγαλύτερο αστικό κέντρο που ‘χα δει στη ζωή μου ήταν το Αλγέρι. Κι αυτό περνώντας με το τραίνο στα κλεφτά. Τούτη εδώ η πόλη ήταν πιο ήσυχη. Στην αρχή άφησα τη μύτη να με οδηγήσει. Σε τούτη τη μεριά τα χαμόσπιτα ήταν πολλά. Δεν είχε κόσμο εκείνη την ώρα. Τόσο το καλύτερο. Τα μάτια μου σάρωναν τα αυτοσχέδια σπιτάκια των φτωχικών συνοικιών. Μπουγάδες, ποδήλατα, γατιά, πεταμένες λαμαρίνες. Όλα οικεία. Γιατί στο καλό εδώ να λέγεται παράδεισος ; Γιατί δε μέναμε με τη μάνα μας στο Τιγκζέρτ ; Ε ; Με τα μάτια μου υγρά από το κρύο ή το παράπονο χώθηκα σε μια αυλή που φαινόταν ήσυχη. Γδύθηκα και πλύθηκα σιωπηλά, ολάκερος, με ένα λάστιχο που πρέπει να έφερνε το νερό από κάποιο ψυγείο. Μπρρ.
     Τότε την είδα. Ήταν μια μπάμπω που με κοίταζε σα να είχε καιρό να δει τέτοιο πράμα. Με μια μαντήλα να κρύβει τα λευκά μαλλιά και ένα φόρεμα μαύρο με άσπρες βούλες. Η γραία μου έκανε νόημα να πάω μέσα. Δεν είχα τίποτε να χάσω, έκανα μερικά βήματα καλύπτοντας τη γύμνια μου με τα δυό μου χέρια. Να το βάλω στα πόδια έτσι, ούτε συζήτηση. Η γραία μου έκανε πάλι νόημα συλλαβίζοντας κάτι ακατάληπτες λέξεις και μου ‘δειξε ένα σαπούνι και μια πετσέτα. Μετά έσυρε τα πόδια μέχρι τη κουζίνα της. Πάνω σε μια μασίνα έβραζε ένας τέντζερης και εκείνη έπιασε να ρίχνει κάτι μπάλες από κρέας ανοικτόχρωμο. Πέρασε πίσω της, μοσχοβολούσε κάτι, εγώ πήγα να αποτελειώσω το μπάνιο. Η μπάμπω με κρυφοκοίταζε. Υπήρχε μια ατμόσφαιρα χαλαρής συνωμοτικότητας που δεν με απωθούσε. Ήταν σχεδόν σα θαλπωρή. Το ένστικτό μου, μου ‘λεγε πως είμαι ευπρόσδεκτος. Ντύθηκα και κάθισα απέναντί της. Έπιασα την πέτρα μου και έκανα πως δε με νοιάζει τι είναι μέσα στο τσουκάλι. Ήμουν κακός ηθοποιός, μάλλον. Η γιαγιά πλησίασε, με κοίταξε με κατανόηση, μου ανακάτεψε τα μαύρα λουσμένα μαλλιά και μου χάρισε το ποιο γλυκό χωρίς δόντια χαμόγελο που θυμόμουν. Εκείνη τη στιγμή, καθώς ένα απαλό φως έμπαινε από τις κεντημένες κουρτίνες του χαμόσπιτου γεννήθηκε μια ακόμη αλλόκοτη φιλία από αυτές που μένουν μυστικές και ανθεκτικές. Εγώ έγινα φίλος με τη μπάμπω, με το σπίτι της, με την συνοικία της. Έτσι έγινε.
     - Μαρίκα… έκανε η μπάμπω.  
            – Γιασίν.. απάντησα.
      Μετά σωπάσαμε. Τετάρτη, μια Τετάρτη του Σεπτέμβρη του ‘12, εγώ, ο Γιασίν γνώρισα τα κεφτεδάκια με σάλτσα ντομάτας. Ήταν δώδεκα το μεσημέρι και χαράχτηκε στη μνήμη μου σαν άλλη μια προσωπική γιορτή. Δεν είχα και πολλές. Όχι τόσες που να κινδυνεύω να τις μπερδέψω, όχι, όχι… Καθώς εκείνες οι καυτές μάζες έλιωναν ζεσταίνοντας τη γλώσσα μου και σκορπώντας στον ουρανίσκο μου γνώριμα μυρωδικά σε άγνωστες αναλογίες, άφησα ένα δυό δάκρυα να κυλήσουν στα τριμμένα μάγουλα. Ίσως εδώ να ήταν ο παράδεισος τελικά. 
     Μόλις κόπασε η βουλιμία μου σκέφτηκα ότι εκείνη δεν έτρωγε ! Έδειξα τον τέντζερη και μετά το άδειο πιάτο απέναντί μου στο τραπέζι. Μου έκανε μια γκριμάτσα ανορεξίας. Δεν ήταν ακριβώς ανορεξίας, για φαγητό, ήταν μάλλον ανορεξίας για ζωή. Κατάλαβα πάντως.     
     Η γιαγιά βημάτιζε αμήχανα πειράζοντας φωτογραφίες που τάχατες ήθελαν διόρθωμα, δε φαινόταν σημάδια κανενός που να τις ανακατεύει. Έτσι συμπέρανα πως ήταν σε μια μορφή διαλόγου με τα πρόσωπα στις εικόνες. Οι παντόφλες της ήταν σκληρές και σκάλιζαν κάτου το μουσαμά βγάζοντας ήχους από κοτέτσι. Της έκανα ένα νεύμα απορίας. Ήταν σα να τη ρώτησα εκατό ζουμερές ερωτήσεις γιατί άρχισε αμέσως να μου δείχνει και να μου εξιστορεί πράματα που αν ήξερα τη γλώσσα της θα ήταν και θάματα.  Μα δεν ήταν. Ήταν η ιστορία της ζωής των ανθρώπων έτσι πως φτιάχνεται σε ούλα τα μέρη της γης. Γιός στη ξενητειά, εγγόνια με ξενικά ρούχα, κόρη μαυροφορεμένη, εγγονός από τη κόρη με πιο απλό ντύσιμο, κι άλλες του εγγονού του αγαπημένου, και κάδρα με κάτι χαρτιά με βούλες, του εγγονού κατορθώματα
Και στο τέλος ένα δάκρυ. Πήρε τη φωτογραφία με την κόρη της και τον επίλεκτο εγγονό και μου έκανε νόημα δείχνοντας τον μικρό με τα έξυπνα ομολογουμένως μάτια…
- Φεύγει κι αυτός… δουλειά, μακριά, μακριά, πολύ μακριά…κάτι τέτοιο.
      Τινάχτηκα, έτσι ήμουν εγώ, τιναζόμουνα εύκολα, σαν άνοιξε η πόρτα και μπήκε από την αυλή μια όμορφη γυναίκα, μαυρομάλλα. Η κόρη της, αυτή θα ήταν. Με κοίταξε έντρομη και μετά τη μάνα της με μια κατηγόρια. Πρέπει να την μάλωνε γιατί η μπάμπω πήρε να βουρκώνει, εγώ πάντως έμεινα έκθαμβος από τα παπούτσια της κοπέλας και δεν άκουσα τίποτα. Η γραία έβαλε το κεφάλι κάτω και πήγε μέσα. Γύρισε γρήγορα για την ηλικία της, σα τσατισμένο μουλάρι, μου έδωσε ένα ρούχο αστείο και μια και η άλλη ήταν ανένδοτη μου ‘δειξε την πόρτα. Της φίλησα το χέρι, δάκρυσε, το τράβηξε βίαια, γύρισε κοιτώντας δολοφονικά τη κόρη, μετά δεν είδα, έκαμα υπόσχεση μέσα μου να περάσω πάλι, να τη δω, έφυγα σα το κλέφτη και πήγα. Ο ήλιος τώρα ήταν ψηλά. Και ‘γω χορτάτος. 

    Μέρος δεύτερο. Η πόλη.

     ... συνεχίζεται

Κυριακή, Σεπτεμβρίου 2

Ερωτόκριτος ..μια άλλη μουσική ερμηνεία

Αρετούσα Ερωτόκριτος

       Ο Ερωτόκριτος είναι μία έμμετρη μυθιστορία που συντέθηκε από τον Βιτσέντσο Κορνάρο στην Κρήτη τον 17ο αιώνα. Αποτελείται από 10.012 (οι τελευταίοι δώδεκα αναφέρονται στον ποιητή) ιαμβικούς δεκαπεντασύλλαβους, ομοιοκατάληκτους στίχους στην Κρητική διάλλεκτο. Κεντρικό θέμα του είναι ο έρωτας ανάμεσα σε δύο νέους, τον Ερωτόκριτο (που στο έργο αναφέρεται μόνο ως Ρωτόκριτος ή Ρώκριτος) και την Αρετούσα, και γύρω από αυτό περιστρέφονται και άλλα θέματα όπως η τιμή, η φιλία, η γενναιότητα και το κουράγιο. Μαζί με την Ερωφύλη του Γεώργιου Χορτάτση είναι τα σημαντικότερα έργα της Κρητικής Λογοτεχνίας. Ο Ερωτόκριτος πέρασε στην λαϊκή παράδοση και παραμένει δημοφιλές κλασικό έργο, χάρη και στη μουσική με την οποία έχει μελοποιηθεί.


Αυτή είναι μια προσπάθεια εικαστικής απόδοσης τμήματος του έργου από καταξιωμένους μας καλλιτέχνες με φόντο εικόνες της σύγχρονης Αθήνας.
Η ανάμειξη του σύγχρονου με την παράδοση είναι ένας τρόπος αναμετάδοσης της τέχνης δια μέσου των γεννεών που με βρίσκει σύμφωνο. 
Εσάς ;  Γράψτε σχόλια...
Κάντε ένα κλικ στον ανωτέρω σύνδεσμο και...
Καλή ακρόαση

Τρίτη, Αυγούστου 28

φεγγαρόφως


φεγγαρόφως
το
φως
μεταλλικό . -
για μας  ;
σεσημασμένη
η νιότη .
για κείνους  ;
λερωμένες
νύχτες ,
ιδρωμένοι
oι μύστες ,
ευωδιά .

λες
κι οι
λευκές
λεπίδες
σεληνόλουδα
σκορπίσαν .

ο
έρως ;
ειδεχθής !

που σαν οι
εραστές
ολιγαρκείς ,   ________
αυτός πεθαίνει !

και κείνη,
μια...συνθήκη ακόμη ;
βαίνει επαχθής
...να πάρει ο διάολος

το μυστικό
που έχει μπλεχτεί
στο φεγγαρόφως
κάποιος να εξηγήσει, ή
ας έλθει "εκείνος" να το λύσει .
 ______________

περί...κλέους
31-8-2012

Δευτέρα, Αυγούστου 20

sex in the fuckin' city


      
       Κεφάλαιο 1. Το θήραμα.

       Απόγευμα με πνιγερή ζέστη στη δουλειά, εγώ βγήκα για να πάρω ανάσα, εκείνη με προσπέρασε και μπήκε για να ζητήσει πληροφορίες. Μύριζε υγρασία, είχαμε ιδρώτα πάνω μας έτσι κι αλλιώς. Ο ήλιος χαμηλά, γέμιζε με ωχρές πινελιές την άσφαλτο, ξαναφώτιζε κάτι απελπιστικά ξερακιανά δεντράκια, απάλυνε την ασχήμια στους στραβούς κάδους και σκίαζε τα άναρχα παρκαρισμένα αυτοκίνητα. Όμορφα ήταν ! Μερικές μάνες ούρλιαζαν ονόματα με υποκοριστικά. Χελιδόνια της πόλης τσίριζαν ψάχνοντας κι αυτά τα παιδιά τους. Έπαιζαν λάμψεις από κρεμασμένα cd, διώχναν τα περιστέρια, έπαιζαν λάμψεις στις άκρες των μαλλιών της, αυτές οι δεύτερες ήταν, ήταν.. αναπάντεχες. Μύρισα το πέρασμά της. Γύρισα από πίσω της και την παρ..ακολούθησα . Ο τρόπος που περπατούσε ; ενός πολύ ..ευχαριστημένου αιλουροειδούς ! Πολύ κοντή, πολύ καστανή, φορούσε σώπατα σανδάλια και σορτσάκι ισοπεδώνοντας με την αυτοπεποίθησή της κάθε θρύλο για τις ψηλές. Το σπαστό μαλλί της χυνόταν ατημέλητο μέχρι το ύψος που ξεκινούσαν τα πόδια της. Ήταν το πιο πλούσιο μαλλί που έχω δει. Ήταν τα πιο σφριγηλά πόδια τριαντάρας που έχω θαυμάσει. Γύρισε και μου ζήτησε κάποια συμβουλή κοιτώντας με στα μάτια με θάρρος. Μου άρεσε που μου ζήτησε κάτι. Εγώ τώρα έπρεπε να της το απαντήσω και ότι συνέβη θα αφορούσε πλέον εμένα και αυτήν, αποκλειστικά. Είχαμε συναντηθεί. Κανονικά. Όχι φευγαλέα. Οι ευκαιρίες που δίνει η πόλη στον έρωτα είναι στιγμιαίες, ακαριαίες, πολλές φορές μοναδικές. Πρέπει να είσαι έτοιμος να χτυπήσεις, μόνο που ποτέ δεν έχεις χρόνο να ορίσεις το θήραμα με απόλυτη βεβαιότητα. Είναι κάπως τραγικό. Αλλά έτσι είναι. Διασταυρώνεσαι ανεβαίνοντας ή κατεβαίνοντας από λεωφορεία, μπαίνοντας ή βγαίνοντας από ασανσέρ, περνώντας βιαστικά τις διαβάσεις, εκείνη μιλάει συνήθως στο κινητό, εσύ έχεις κάτι στο μυαλό σου, κάτι που μοιάζει με ένα δάσος γεμάτο τζιτζίκια.
       Με τσάκωσε να εξετάζω τα μαλλιά της. Τα δυο της χέρια τα μάζεψαν πίσω και ψηλά, ένα χείμαρρο, τα έκαναν μια βόλτα σκηνοθετικά αριστοτεχνική, μετά τα άφησαν να ξεχυθούν μπροστά από το αριστερό της στήθος, έτσι, όλα στη μια πλευρά κι ήταν μια κίνηση ματ, που έφερε πόνο στα μάτια μου και πίσω από αυτά. Επίδειξη στήθους, λαιμού, μασχάλης και θηλυκότητας σε ένα δεύτερο. Οι κουφάλες… Μετά ο πόνος άρχισε να κατεβαίνει προς το δικό μου στήθος. Το πρόσωπό της είχε μια ατέλεια στο χείλος, εκεί επάνω οδήγησε τον όγκο των μαλλιών με μια ασήμαντη αλλά ορατή κίνηση συστολής. Μίλησε καθαρά και ήταν βραχνή, τόσο, όσο… Με άφησε άφωνο, ανήμπορο να επιλέξω τακτική, ανήμπορο να εκφράσω ό,τι ήταν αυτό που με μέθυσε.  
        Η πόλη.
        Ο έρωτας.
        Εγώ.
        Εκείνη.
        Έφυγε πριν συγκροτηθώ. Δεν υπήρχε μονοπάτι  για να την βλέπω να μακραίνει, ούτε ορίζοντας για να αποστηθίσω τις κινήσεις της. Έστριψε στην πρώτη  γωνιά και χάθηκε, σε τρία δεύτερα, έτσι όπως χάνεται στην πόλη η μια σιλουέτα στις μύριες, αφήνοντας πίσω την ελάχιστη πιθανότητα να την ξαναβρείς. Την βάφτισα Μαντώ. Πάντα ονοματίζω τις αχτίδες μου, βοηθάει που περιορίζω τις πιθανότητες, είναι κάτι σαν την ελπίδα για τον λήγοντα… μια στις δέκα, καλύτερα από μια στις εκατό, μια στις εκατό και πάλι πιο καλά από μια στο ένα εκατομμύριο. Μαντώ. Κοφτό, δυναμικό, ένα χάπι της ευτυχίας που με γέμισε με τις επίμονες ορμόνες της προσμονής. Να ξανά ’ρθει, ας γίνει να ξανά ‘ρθει…
      
       Πέρασαν μέρες πολλές. Έτσι μου φάνηκε.  Άψυχες μέρες, υγρές, χωρίς αρκετό αέρα για τις απαιτήσεις ενός ερωτοχτυπημένου ενήλικου αρσενικού.  Υπέφερα σιωπηλά τη νύχτα, κάθε νύχτα που ερχόταν να διακόψει την βεβαιότητα ότι θα την ξαναδώ. Πάλευα να την φέρω στα όνειρα... Μάταια. Τα πρωινά αναπτερωνόταν οι αδικαίωτες ελπίδες. Την ποθούσα με μια εμμονή που ήταν εντελώς ανεξέλεγκτη. Ήμουν ναρκωμένος. Ήμουν ποτάμι μπροστά σε φράγμα. Ήμουν διαβάτης στην έρημο. Ήμουν ένα βήμα πριν την παράδοση. Αυτά ήμουν !
     Την στιγμή που μπήκε πάντως …ήμουν σκυμμένος και αράδιαζα πράμα στα ράφια. Ο συνάδελφος που την εξυπηρέτησε ήταν λιτός και αποτελεσματικός γιατί εκείνη γύρισε να φύγει σε δυο λεπτά. Ήμουν ήδη στην πόρτα και την εμπόδισα να βγει.
     - Μπορώ να σας διαβάσω τις οδηγίες για αυτό που ψωνίσατε .
- Νομίζω πως θα το καταφέρω, ευχαριστώ … χαμογέλασε ο ήλιος…
    -  Μπορώ να σας  δ ι α β ά ζ ω  αυτές τις οδηγίες μέχρι ο ήλιος να πάψει να καίει τα κανελί  μάγουλά σας… την κοίταξα αποφασισμένος.
- Ε ; Δεν θα τις βαρεθώ ; έκανε παιχνιδιάρικα…
    - Μπορώ να σας διαβάζω εφημερίδες, συνταγές, e-mails, αφίσες, υπότιτλους ταινιών και συστατικά από υγιεινά γιαούρτια μέχρι να αχρηστεύσουν τα γηρατειά τα έκπληκτα μάτια μου.
- Είστε λίγο βλαμένος, αλλά με έναν …χμ…ενδιαφέροντα τρόπο.
     - Μπορώ να κάνω χιλιάδες τέτοια άσχετα πράγματα μέχρι να έλθει η ώρα. Μπορώ να είμαι υπέροχα βλαμένος ώσπου να έλθει η ώρα. Μπορώ…
- Να μην τολμήσω να ρωτήσω ποια ώρα ;

   Γονάτισα αφήνοντας σύξυλη την γυναίκα και οι συνάδελφοι στο μαγαζί πισωπάτησαν να εξαφανισθούν… πάντα απολάμβανα να γίνομαι θέαμα, είναι θέμα διαστροφής… όχι, δεν της ζήτησα το χέρι, όχι, ακούμπησα θεατρικά το δικό μου στη καρδιά μου και  :

     - Η ώρα που οι ψίθυροί μου θα χωθούν σε αυτό το δάσος των μαλλιών για να ψάξουν τον λοβό του αυτιού σας. Η ώρα που τα δάχτυλά μου θα χαράξουν με τα νύχια ιδεογράμματα λατρείας ή μαγείας στην πλάτη σας, μικρές γρατζουνιές που θα φύγουν αφού στείλουν το μήνυμα στο μυαλό σας. Η ώρα που οι ουλές σας, οι ελιές σας και ότι άλλο κάνει το δέρμα σας μοναδικό θα με καθοδηγήσουν στο μονοπάτι σας, μέχρι το καταφύγιο του Οδυσσέα. Η ώρα που θα με κοιτάξετε στα μάτια και θα πείτε μια λέξη πάθους. Η πρώτη λέξη του πάθους είναι πάντα  η σημαντικότερη. Δεν νομίζετε ;
- Νννννομίζωωωω… ότι πρέπει να κάνω μερικά βήματα μέχρι έξω. Ύστερα θα σκεφθώ αν θα τρέξω μακριά, αν θα γυρίσω να σας χαστουκίσω, αν θα πάρω τηλέφωνο το 100 ή τις κολλητές μου να τους πω τα νέα. Μμμμου δίνετε ένα λεπτό, έ ;      

     Η γυναίκα βγήκε έξω και εγώ έμεινα γονατιστός με μια ευχή. Την κοίταξα με όση επιθετική πειστικότητα μπορεί να κοιτάξει ένας ονειροπόλος  πειρατής του είδους μου. Γύρισε και με κοίταξε πολύ σοβαρή και μετά έβαλε τα χέρια της στο πρόσωπο. Είδα ένα σημάδι χαμόγελου. Ήξερα. Μέσα σε ένα πανζουρλισμό ήχων από ανυπόμονα αυτοκίνητα και κοπρόσκυλα που αλυχτούσαν , μέσα σε μια  δυσωδία υγρασίας και σκόνης, μέσα σε ένα τσιμεντένιο έλος η ζωγραφιά της έφτιαξε μια ευκαιρία. Κι εγώ την άδραξα. Θα γεννούσαμε γεγονότα.
    Η πόλη.
    Ο έρωτας.
    Εμείς οι δυο.  

       Κεφάλαιο 2. Τα γεγονότα.   

   Από μια άποψη η πόλη επιβάλλει στα πάντα μια ένταση. Και στο αντάμωμα επίσης. Φύγαμε από το μαγαζί περπατώντας προς την ώχρα της παραλίας, του μόνου μέρους που μπορούσες να ατενίσεις θάλασσα και ήλιο χωρίς παρεμβολές. Καθίσαμε στο πρώτο άδειο παγκάκι και την τράβηξα στα πόδια μου αμέσως. Με καβάλησε σα να ‘μουν το ποδήλατό της και με τύλιξε με τα μαλλιά της. Και μέσα σε εκείνον τον ιδιότυπο κισσό άνθισαν φιλιά και κάρπισε πόθος.
    - Με λένε Μαντώ.
- Το ξέρω γλυκιά μου!  Πέφτω μέσα σ’ αυτά. Με τα μούτρα.
   - Δε σου φαινότανε εκεί, στο μαγαζί, πριν βουτήξεις στο γκρεμό. Λίγοι το κάνουν σήμερα καλέ μου. Οι περισσότεροι αρνούνται να αντιμετωπίσουν τις λέξεις και τους πόθους.
- Με λένε Άρη. Σαν Εκείνον. Κάτι έχω πάρει.
   - Ήλπιζα Οδυσσέα.
- Είναι ισχυρότερος. Ο Άρης. Και λιγότερο υπομονετικός. Εποχές που είναι τώρα… ποιος θέλει να μπαίνει σε τούνελ ; Και να σου πω και κάτι ; Κατάντησε κερατάς…
   - Εμένα θα με σκοτώσεις δύσκολα μεγάλε Άρη. Είμαι μια οπλαρχηγός του έρωτα. Να το θυμάσαι. Σε δοκιμάζω…
- Δώσε μου ερωτήματα να σου χτίσω απαντήσεις.
   - Είσαι ετοιμόλογο ζώο. Γράφεις ;
- Κτίζω κείμενα. Μερικές φορές.
  - Σήμερα πάντως έγραψες. Πάμε σπίτι μου. Σε θέλω. Σε γουστάρω. Η πρώτη λέξη μου είναι τούτη. Σε γουστάρω. Δώσε μου ότι έχεις, αν έχεις, αν μπορείς ;
    Και πήγαμε.

    Δε με αφήνει να την ξεντύσω… δε με αφήνει να την ετοιμάσω… δε με αφήνει να την κοιτάξω… δε με αφήνει να τη περιεργαστώ.. δε με αφήνει γενικώς. Μετά από μισή ώρα κάποιας μορφής κτηνωδίας νιώθω την ανάγκη να πέσω ανάσκελα. Πονάω χωρίς να νιώθω χορτάτος. Είμαι βαρύς, ιδρωμένος, ελαφρώς δαρμένος.    
    Ανοίγω τα μάτια και λείπει. Είναι κάπου απέναντί μου, θολώνω, ξεθολώνω, τη βλέπω στη πολυθρόνα με το κινητό στο χέρι. Τα κουμπάκια στο αθόρυβο. Η απουσία της παταγώδης.
- Γιατί δεν είσαι πάνω μου ; Μαντώ ; Μαντώ ;
    - Ε ; sorry……Έχει ζέστη.
- Σου αρέσει το κρύο ;
   - Μην παίζεις τώρα μαζί μου. Game over.  
- Πριν σου άρεσε. To παιχνίδι εννοώ.
  - Είμαι παράξενο έντομο. Αλλάζω χρώματα και διαθέσεις. Άσε με λίγο.
- Κολλητές ; Αναφορά ;
  - Πολλά λες.
- Όρνια ;
  - Έφυγες.
- Καλά , κάνε ότι γουστάρεις.
  - Έλα Μύριαμ. Περίμενε, περίμενε βγαίνω στη βεράντα… μισό. Τι λέει ; … Έχω επεισόδιο.. κάτσε

    Κουρτίνα που σαλεύει. Ήχος από φρεναρίσματα λεωφορείων. Ασθενοφόρο που μακραίνει. Λίβας καίει τη σάρκα μου. Τσιγαρίλα χθεσινή. Περιοδικά άναρχα σκισμένα. Μπάχαλο από πεταμένα παπούτσια. Κιτρινίλα από υγρασία στο ταβάνι. Τσαλακωμένο σεντόνι. Θάλασσα από εμπριμέ ιδρωμένο βαμβακερό και γω ξέμπαρκος πάνω. Έχω εξωκοίλει . Ψάχνω τα ρούχα μου. Τα δικά της μυρίζουν ξένα. Δε θέλω να πάρω τίποτε. Εκείνη από εδώ μέσα μόνο. Αλλά αυτό είναι μάλλον εκτός της ατζέντας. Τα κορίτσια της πόλης έχουν βαριά άγκυρα.

    - Είσαι ακόμη εδώ.
- Όχι όχι, έφευγα.
    - Μην παραγνωριστούμε κι όλας, ναι ; Ξέρω που να σε βρω, καλέ μου. Τώρα θέλω χώρο. Είναι ένα τεστ. Μη μείνεις από τώρα ανεξεταστέος. Έχει ταξίδι το πράμα Οδυσσέα μου. Ή και όχι. Κάτι χτύπησες. Κίρκη ή Πηνελόπη ;  Άσε να παίξει μυστήριο. ΟΚ ;   

     Τα μαζεύω σαν να μη συνέβη. Θα κάνω καιρό να τα μαζέψω όλα, αλλά στα βασικά είμαι συνηθισμένος. Σώβρακο, παπούτσια, κινητό, ένα ενθύμιο στα κλεφτά. Στην πόρτα ένα βλέμμα. Pro - μελετημένο.  Άσκοπο… Δεν υπάρχει παραλήπτης. Το κλείσιμο της πόρτας αξιοπρεπές, απαλό. Ούτε Κίρκη ούτε Πηνελόπη.  Ένα αλογάκι του Διαβόλου. Άει…
     Γυρίζω και βλέπω το νούμερο. Τέσσερα, Ιπποκράτους τέσσερα. Στα θυροτηλέφωνα δεν υπάρχει Μαντώ. Ίσως να μην υπήρξε ούτε γυναίκα. Μάθε να επιβιώνεις ηλίθιε. Μάθημα πρώτο. Μη γράφεις θεατρικό για την τηλεόραση.

         Κεφάλαιο 3.  Η αναμέτρηση.

      Νύχτα. Σιωπή. Μόνος. Το στομάχι σφαδάζει. Ο αυχένας πέτρα. Ταχυπαλμία. Οι κρόταφοί μου ταμπούρλα. Κόβεται η αναπνοή. Τινάζομαι κάθιδρος. Το σκηνικό είναι ακόμη εδώ. Θέλω να το κατεδαφίσω. Ανασύρω υλικά από το πήδημα. Ανεπαρκή. Σαθρά. Ένας τόνος άμμου.

       Νύχτα. Σιωπή. Μόνος. Τα μαλλιά, εκείνα τα μαλλιά απόντα. Σχοινιά που βυθίζονται σε μαύρο νερό. Δε φαίνεται ο πάτος. Τα μάτια της, διάφανες μέδουσες. Οι θηλές της λερωμένες σημαδούρες σε νερό που οι γλάροι σιχαίνονται να ακουμπήσουν. Κροάζουν. Κραυγές δικές τους, κραυγές δικές μου. Αγωνία. Δεν υπάρχει όνειρο, ούτε μνήμη, σωσίβια τρύπια, κρύα νερά και εγώ ανάσκελα στο στρώμα που ξεφουσκώνει. Πρόκειται να πνιγώ. Πρόκειται να πνιγώ.

      Νύχτα. Σιωπή. Μόνος. Τινάζομαι πάνω και ανασαίνω να επανέλθω στη ζωή. Τέσσερις και πέντε αγχωμένες βαθιές αναπνοές. Μετά γυρίζω το κορμί από την άλλη, τη δήθεν δροσερή πλευρά και ανοίγω με απόφαση τα μάτια. Να ξημερώσω. Με κόπο συγκρατώ μια τσιρίδα.
        Ένα αλογάκι της Παναγιάς με εξετάζει με διαπεραστικά μάτια σπρώχνοντας το ύφασμα του μαξιλαριού μου με το ένα μπροστινό του πόδι. Βλέπω το είδωλο του προσώπου μου στο μάτι του, τόσο κοντά μου έχει κάτσει. Γουρλώνω τα μάτια μου. Δεν κινούμαι για να μη το τρομάξω. Ένα αλογάκι της Παναγιάς ή του Διαβόλου, ανάλογα τα κέφια του, σκέφτεται να καταπιεί το αριστερό μου μάτι. Είναι σαρκοβόρο. Σαλεύει παίρνοντας θέση επίθεσης. Κινείται με αυτοπεποίθηση, αργά και μελετημένα. Μαζεύει τώρα τα δυο του πόδια και ετοιμάζει το θανατηφόρο άλμα του.
        Στο κομοδίνο, πίσω του, προλαβαίνω να δω έναν παλιό μαύρο δερματόδετο τόμο και ένα ρουμπινί μικρό βιβλίο με χρυσό σταυρό. Το Kεφάλαιο του Μαρξ τόμος Γ και η Καινή Διαθήκη τόμος Α και μοναδικός. Ένα ζευγάρι βιβλίων που μπορούν να συνθλίψουν οποιονδήποτε τα βάλει μαζί τους, πόσο μάλλον ένα αλογάκι αν βρεθεί ανάμεσα στο διασταυρούμενο ειδικό βάρος τους. Όμως, τα λυπάμαι. Λυπάμαι να λερώσω και το ένα και το άλλο με τον πολτό αυτού του πράσινου ανατριχιαστικού πλάσματος που τα κορίτσια θαυμάζουν. Υπάρχει λόγος που το θαυμάζουν, είναι ο ίδιος λόγος που εγώ το σιχαίνομαι.
        Το αλογάκι της Παναγιάς έχει τα διαβολικά ένστικτά του. Κάθε φορά που  ζευγαρώνει διαπράττει μια ανίερη ανδροκτονία. Με μια μελετημένη ακαριαία κίνηση αποκόβει και καταβροχθίζει το κεφάλι του αρσενικού καθώς εκείνο επιμένει να ολοκληρώσει την ερωτική του ελεγεία. Άραγε τώρα με βλέπει σαν αρσενικό ή σαν άνθρωπο; Του φαίνομαι το ίδιο πρόσφορος.
       Και επιτίθεται. Για κλάσματα του δευτερολέπτου η αγαθή φυσιογνωμία του μεταμφιέζεται σε τερατώδη, τα τριχωτά πόδια τινάζονται μπροστά, το στόμα του ανοίγει και τα μάτια του αποτραβιούνται πίσω σε ένα ενσταντανέ βγαλμένο από τις παραισθήσεις ενός λιωμένου από τη βότκα Λανς Φον Τρίερ.  
       Την τελευταία στιγμή, πριν κάνω την ενστικτώδη κίνηση προς τα πίσω, αντιλαμβάνομαι τα τοιχώματα του μπουκαλιού που μας χωρίζουν. Το έντομο υποχωρεί απελπιστικά ηττημένο. Δεν μπορεί να εξηγήσει τι κάνει το αριστερό μου μάτι τόσο σκληρό. Δεν μπορεί να εξηγήσει τι με κάνει τόσο αήττητο. Εδώ, στην πόλη, το αλογάκι της Παναγιάς είναι έξω από τα νερά του, μέσα σε ένα γυάλινο μπουκάλι μαρμελάδας και μοιάζει με τα κορίτσια. Είναι επιθετικό, εγκλωβισμένο και έτοιμο να διαπράξει οποιαδήποτε ανδροκτονία προκειμένου να θυμηθεί πως μοιάζει η γενετήσια ηδονή. Αναμετριόμαστε με τα μάτια και παίρνω σταδιακά το πάνω χέρι. Εγώ είμαι ο κυνηγός. Εγώ είμαι ο κυνικός. Εγώ είμαι ο κληρικός μιας θρησκείας που όμοιά της παλιά δεν υπήρχε. Όχι πριν φτιαχτούν αυτές οι πόλεις. Εγώ είμαι ο άτρωτος, έτσι επιβιώνεις σε έναν κόσμο αστικά πλασμένο, έναν κόσμο για ανθεκτικούς αρσενικούς και ξανθές κατσαρίδες.
       Η πόλη.
       H θρησκεία της.
       Εγώ.
       Σέρνομαι μέχρι την κουζίνα και αφήνω την βρύση να ξεπλύνει άσκοπα τον ήδη καθαρό νεροχύτη. Από εκείνη την τρύπα που την παρακολουθώ, μέχρι να δροσίσει κάπως το νερό, ξαποστέλνω τις φοβίες αυτής την ατελείωτης νύχτας. Ακούω που ουρλιάζουν χαμηλόφωνα καθώς κατεβαίνουν τους μαύρους σκοτεινούς σωλήνες. Στην άβυσσο. Στο διάολο. Πρέπει να μην αισθάνομαι οικειότητα. Πρέπει να είμαι σκληρός με τις φοβίες. Εκείνες θέλουν να με βλάψουν. Εγώ γιατί να τις συναναστρέφομαι; Το νερό είναι τώρα δροσερό. Γεμίζω μια γαβάθα και πίνω το καταπέτασμα. Είμαι ξύπνιος και δροσερός από μέσα προς τα έξω. Υπάρχει θετική προοπτική. Κατηγορία BB + . . .ελάτε,  όλοι τώρα ξέρετε από αξιολογήσεις.
        Βαδίζω προς το λουτρό. Κοιτάζω με απέχθεια τη λεκάνη. Κάθε πρωί σιχαίνομαι τα αποφάγια μου περισσότερο. Σαπουνίζω τα χέρια με μανία.  Η οδοντόπαστά μου είναι με χαμομήλι και βότανα. Το πρωϊνό που θα φάω υγιεινό βιομηχανικό. Η εφημερίδα μου από ανακυκλώσιμο χαρτί. Το μπαλκόνι μου πάλι είναι με πλακάκια γρανίτη.  Η θέα μου είναι με τσιμέντο και σύρματα της ΔΕΗ. Η οδοντόβουρτσά μου είναι σκληρή σα συρματόβουρτσα. Έτσι έχουν τα πράγματα. Πλένω με βία τα δόντια μου από την μέσα μεριά, μέχρι να νιώσω αίμα στο λαρύγγι. Μου θυμίζει τη πραγματική φύση μου. Θυμάμαι. Επιβεβαιώνω ότι είμαι το ίδιο πρόσωπο. Αρσενικό. Το αίμα μου έχει γεύση ενθαρρυντική.  Καταπίνω. Εντάξει. Είμαι ικανός να κυνηγήσω. Είμαι επαρκής. Είμαι πολεμιστής. Μπορώ να πονέσω. Μπορώ να καταπιώ. Μπορώ…πολεμιστής. Όχι θήραμα. Όχι έτσι όπως… Ένας που θέλει να πάψει να σιχαίνεται όλο αυτό που αναδύει… ένας ήρωας… πρέπει να αναλάβει τις ευθύνες του. Ποτέ ξανά φενάκες… Ποτέ ξανά θηλυκά που τρώνε τις σάρκες μου. Εγώ πρέπει να τρώω. Εγώ.
    
     Κεφάλαιο 4. Η  παρ_έμβαση .
    
     Πηγαίνω στο γραφείο. Ο υπολογιστής είναι σε αναμονή. Τσεκάρω το fb και ρίχνω φόλα. Ανεβάζω τριαντάφυλλο με αγκάθια, γράφω όποιος κόβει ματώνει και ποστάρω Carlos και Gary Moore. Το στήσιμο είναι grand μοιραίου αρσενικού. Χρειάζονται λίγα δεύτερα για να τσιμπήσει ψάρι. Πέφτουν ατάκες. Με δυο τρία σχόλια η δουλειά έχει γίνει. Οι πάντες γνωρίζουν ότι χθες βράδυ κουτούπωσα μωρό. Ανανεωμένος πηγαίνω στο κομοδίνο. Άλλο πράμα η κοινοποίηση… Για ένα πρόσωπο ζούμε. Εικονική πραγματικότητα. Εικονική ικανοποίηση. Εικονική ερωτική ζωή. Δε βαριέσαι…
     Εγώ.
     Η ηλεκτρονική μου πόλη.
     Οι followers ΜΟΥ.
     Η ζωή μου είναι δυα-δική ΜΟΥ.
     Όλα καλά.
     Μια έλλειψη κίνησης τραβάει την προσοχή μου. Το έντομο ; Δε σαλεύει τίποτε. Μετά λίγο σαλεύει. Το αλογάκι της Παναγιάς είναι ανάσκελα στο βάζο.  Το ταρακουνώ μήπως ξυπνήσει. Φαίνεται ακρωτηριασμένο. Έχει φάει το ένα του πόδι. Οι τροφές του κείτονται ανέπαφες στην άκρη της γυάλας. Σκέφτομαι να δώσω ένα τέλος στο μαρτύριό μας. Βγαίνω και ψάχνω έναν ιστό αράχνης. Δε βρίσκω. Ανοίγω το βάζο και αμολάω το περιεχόμενο στο κενό. Μετά πετάω το βάζο στην ανακύκλωση και το σκεπάζω με εφημερίδες. Δε κοιτάζω αν το πράμα πέταξε ή αν σωριάστηκε. Έχω μάθει να ποντάρω στο κακό σενάριο. Ούτε θέλω να σκέφτομαι τούτη την εντομοκτονία, αυτό το ατυχές μακάβριο περιστατικό. Τέλος το αλογάκι, τέλος η Παναγιά I suppose. Ήθελε να με φάει. Δε χρειάζεται να το ψειρίζω. Ο θάνατός του, η ζωή μου. To μυαλό μου ακόμη γυρίζει στην γυναίκα. Κάνει εκείνες τις επαίσχυντες στροφές και αλλοιώνει τα πράγματα. Ίσως και να μην ήταν τόσο άσχημα. Ίσως να έχει εκείνη δίκαιο, τι έπρεπε να κάνει δηλαδή στο πρώτο πήδημα ; Ίσως αυτό το κεφάλαιο να μην έχει κλείσει. Αύριο, μεθαύριο μπορεί να περάσει να πει ένα γειά. Θα περιμένω με έτοιμη ατάκα. Είμαι εγώ ένας… Όμως τώρα ανασυγκρότηση. Κλείνω το fb και χτυπάω στο google αλογάκι της παναγιάς. Τι περίεργο ! Το λατινικό του όνομα είναι Mantodea. Mantis religiosa. Η Μαντώ, η Μαντώ… ήταν ένα σαρκοβόρο θηλυκό. Η γυάλα, η πόλη, η ώχρα, η κοπέλα, το αριστερό μου μάτι… όλα ήταν μια σκηνή ενός αλλόκοτου θεατρικού. Ίσως να μην υπήρξε και ποτέ αλογάκι. Ίσως να μην υπήρξε Μαντωdea. Μαντώ=dead. The End.
      Αποφασίζω να σηκωθώ. Εννοώ για τα καλά. Να ξεκουνηθώ. Διαλέγω ένα άλλο ζευγάρι παπούτσια για σήμερα. Πάνω σε αυτά θα περπατήσω τη μέρα. Πάνω σε αυτά στήνω ένα casual ντύσιμο. Είναι Κυριακή. Μέρα που αλλάζω ρουτίνα. Παίρνω το metro από τη Δελφών και κατεβαίνω Αρετσού.  Παίρνω το καραβάκι και κατεβαίνω Περαία. Παίρνω την Καίτη και δε το σηκώνει. Παίρνω ένα βάζο από τους ψαράδες και παραμονεύω. Αυτή τη φορά θα φυλακίσω ένα άλλο ζουζούνι. Αυτή τη φορά θα καμακώσω μια ογκώδη γυναίκα φτιάχνοντας ένα μικροσκοπικό συναισθηματικά σενάριο. Ζητάω καφέ με cookies και ανοίγω εφημερίδα. Αφήνω ένα μπισκοτάκι με μαρμελάδα στην άκρη του τραπεζιού. Το μάτι μου είναι σαν του αετού. Το πρωϊνό θα είναι μακρύ. Στο τέλος θα έχουμε ξανά πρώτη ύλη.