Σάββατο, Αυγούστου 6

Στο μαγαζάκι της Γεωργίας



Τρεις σειρές πέτρες άτακτα στρωμένες, μια σειρά κάθετα σε γραμμή, ένα σκαλί, τρεις πέτρες άτακτα ριγμένες, μια σειρά και πάλι στη γραμμή, πάλι σκαλί. Κι όσο να στείλεις τη ματιά, όσο πιο πέρα, το ίδιο υλικό, η ίδια πέτρα αρμονία χρωμάτων και υφής με το άγριο βουνό από πάνω.
Έπαψα να μετράω, πρόσεχα μόνο μη σκοντάψει το ακατάλληλο σινιέ μποτάκι μου στο καλντερίμι. Ποτέ δεν πάω στο βουνό με αθλητικά, πάντα ντυμένος με σικ σπορ να φαίνομαι από πού ήρθα, κι ότι θα γυρίσω πίσω.
Αναζητούσε το μυαλό μονάχα αυτούς τους ήχους που γνωρίζει. Μοτέρια από κούρσες που παλεύουν στον ανήφορο μέχρι τη καρδιά του χωριού τον κόσμο να τον φτάσουν, μέχρι τον πλάτανο από κάτω, μη φάνε σόλες. Ίδιοι.
Πέρασε μια γυναίκα , Αθηναία. Εκείνη η αφήγηση σειράς ατυχιών που μοιάζει με άγριο πολυβόλο, ρατατατα, ρατατατα, τατατα, ρατ ρατατατα ΟΚ και ενός δυό δευτερολέπτων ανακωχή και ρατατα ξανά. Χωρίς τατζούμ, ούτε μια δόση αμφιβολίας στο θυμό, μονάχα βιάση για καταγγελία... Το κινητό μας έφερε αιώνες μπρός. Καταγγέλλεις όπου θες, και όποιον θες.
Κατέβηκε παρέα άλλη, ξανά πρωτευουσιάνοι, ξανά τα κινητά, Ναι ; Το
Πέτρινο εκεί ; Έχουμε κάνει κράτηση για 5 ,Ιωαννίδου, ερχόμαστε, είμαστε πέντε δέκα λεπτά πίσω, μας το κρατάτε ε; Τι ; Δεν έχει άλλη παρέα ; Α, ΟΚ , είπα να πάρω μην χαθεί το reserve, οκ όπου να ‘ναι. Τσάο…..-Μπράβο ρε Νίτσα, όλα τα σκέφτεσαι στην εντέλεια, μπράβο…είπες να βάλει κανά τρία Σπεντζοφάϊα στη μπάντα; Οργανωτικιά μου εσύ. (Οπου να ‘ναι θα σπάσεις)
Το καλντερίμι σιγά σιγά με ρούφηξε. Χάθηκα, τέλειωσε ο πέτρινος ο δρόμος κι άρχισαν τα χώματα και οι μαργαρίτες μες τα χόρτα οι πονηρά κρυμμένες. Πεζούλες να κρατούν τα γκρέμια, ίχνη από οπλές, κι άλλα ίχνη από μουλάρια, από εκείνα που μυρίζουν χωριό αλλά δεν πειράζει , σπίτια αιώνων περασμένων, στέκουν δε στέκουν οι σκεπές με τις καλαμωτές και τα σκεβρωμένα τα δοκάρια, ξεχυμένα υλικά από κουφάρια περήφανων διόροφων υποστατικών και άλλα από σταύλους και κοτέτσια άδεια, δεν μπορείς να μην χαθείς, παλεύεις να περάσεις κι όλο στέκεσαι.
Υπάρχει μια δύναμη σε αυτό το μονόχρωμο σταχτόγκριζο μωσαϊκό που σε υποβάλλει σε ερωτήσεις δύσκολες, δεν μπορεί κανείς να προσπεράσει.
Αν δε κουραζόμουν ο αμάθητος, ίσως να μην καθόμουν. Αλλά κάθησα. Σε πέτρα που έλουζε ο ήλιος του Μαρτίου, και ήταν κάτω από Μυγδαλιά, και κάθησα, και μισοξάπλωσα, ΟΚ δε πόνεσα, ύστερα χύθηκα εντελώς, ανάσκελα και αποφάσισα να κλείσω μια σταλιά τα μάτια.
Λαμπύρισαν αστράκια μες τα σφιγμένα βλέφαρα, βούϊξαν λίγο τα υπολείμματα ήχων που’χα μαζί μου φέρει και σιγά σιγά απλώθηκε η σιγή.

Φύσημα, μικρό ψιθυριστό βουϊτό , όχι, όχι σαν το ventilator του laptop, πιο σεμνό & επίμονο, με μικρές παραλλαγές στο φφφφφφφφφφφφφφφφ του σαν να ορέγεται να σβήσει τα κεράκια του, αλλά πολλά κεράκια έχει εκεί η τούρτα αυτού του ανέμου, που από όταν φτιάχτηκε η χαράδρα του άρχισε την πέτρα να λαξεύει. ΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦΦουουουουουουουουουου Σςςςςςςς. Είναι σαν να σου ψιθυρίζει ο ίδιος Σους, να κάτσεις ξέπνοος δυό λεπτά να τον ακούσεις. ΦΦΦΦΦουουουουου. Και να που άρχισε να παίζει ο βράχος με τα αυτιά μου. ΒΒΒΒΒζζζζζζζ, ντουπ. Σφήκα βιαστική και απρόσεκτη. Τιτιτιτι, κουτσομπολιό στα διπλανά θαμνάκια απ’ τα σπουργίτια, Φιουίτ Φιουίτ, ο μάστορας ο αρσενικός ο Σπίνος στα μωράκια, φλατ φλατ φλατατα , ΟΚ, αλλάξαμε κλαδί, να μας προσέξουν. Και πάλι σκέτο φου και πάλι ζζζζζζζζζζζνούπ. Αγέρι και ζουζούνια και πουλιά και σαύρες όλα παντού ένα γύρω, κοντά αλλά και μακρινά πολύ, από όποια έχω συνηθίσει για να ακούω και να εξηγώ. Η ζέστη της πέτρας πέρασε απ’ τα ρούχα μου και χώθηκε. Ευεργετικό το χάδι του ήλιου τέτοιο που καμιά γυναίκα , απ’ όσες ξέρω δεν μπορεί να το πετύχει. Θεραπευτικός, χύθηκε μέσα μου και ακούμπησε όσα πονεμένα μέρη είχα, ώσπου άρχισε το μέτωπό μου να πυρώνει.
Τινάχτηκα πάνω, η ώρα οκ, το κινητό έχει σήμα, ξέρω στην εντέλεια το πρόγραμμα, τι θα κάνω σε 10 λεπτά, σε 45, σε μια ώρα στις τρείς και δέκα, πότε θα ξεκινήσω για πίσω, από πού θα γλυτώσω κίνηση, όλα εν τάξει.
Άφησα πάλι τον εαυτό μου να περπατήσει, πιο ήρεμα αυτή τη φορά ένεκα του ζεσταμένου από τις ηλιαχτίδες ηθικού μου, κατέβηκα και πάλι μέχρι το χωριό, στα πρώτα άτομα, στον πολιτισμό. Και το είδα.
Το εργαστήρι της Γεωργίας, ένα μικρό ροζ μαγαζάκι με το ύφος των παραμυθιών του Άντερσεν, με ένα ρολόϊ σταθμού τραίνου απο έξω να κρέμεται σταματημένο στις 9, με ροζ ξύλινες πόρτες, βαριές από τις κρεμασμένες στα καφασωτά της μαριονέτες, με μικρά παραθυράκια γεμάτα ασημένια κοσμήματα, και μέσα σε ένα ετοιμόρροπο ράφι ένας καινούργιος για τα μάτια μου παραμυθότοπος. Μινιατούρες από λαμαρίνα και μικροσκοπικά εξαρτήματα, γραναζάκια και καρφίτσες στη σειρά, προπέλες και πεταλούδες από σύρμα, βίδες με στραβιά κορμιά και μικρά κουμπιά, και όλα αυτά να φτιάχνουν ένα σκηνικό παράλογο, υπέροχο :
Ατμομηχανές, ρολόγια πύργων, παλιές σακαράκες και μικρές τράτες, και ποδήλατα της πρώτης τους εποχής, και φανάρια από πάρκα του Άμστερνταμ και παγκάκια του Παρισιού, και δέντρα πονεμένα και γυρτά και φιγούρες πιερότων, και άλλα αυτοκίνητα, και άμαξες, και αεροπλάνα από τα πρώτα με προπέλες, από τα πρώτα βήματα του ανθρώπου στον πόθο να πετάξει για αλλού. Σαν παιδί χάρηκα. Πέταξα.
Άρχισα να τα ακουμπάω, παγωμένα μέταλλα βαμένα με πατίνες και καμμένα σε φλόγιστρα, παλιά να δείξουν. Πέταξα ναι.
Κάθε ματιά και ένα ταξίδι. Ήθελα εκεί να μείνω, και να φύγω μόνο αν πάλι ξεκινούσε απ’ έξω το ρολόϊ να μετρά. Και δε ξεκίνησε….

Έπιασα στα χέρια μου ένα μικρό καφέ αυτοκίνητο του περασμένου αιώνα. Ήθελα πίσω να φορτώσω μόνο τετράδια και μολύβια, παλιές φωτογραφίες και μια ξύλινη κουνιστή πολυθρόνα που ‘χω με τα χέρια μου αναστήσει και να πάρω το δρομί για το νησί. Μόνος.
Έπιασα ένα μικροσκοπικό μπαουλάκι, κλείδωνε κι όλας, με μικρό κλειδί, μπορούσες μέσα μπόλικα να κρύψεις. Όχι λεφτά, όχι βραχιόλια αλλά πόθους αρκετούς για μια ζωή, από αυτούς που έντρομοι συνήθως αποδιώχνουμε να μη μας μαρτυρήσουν, ότι είμαστε σάρκα αδύνατη και σώματα από θέλω. Ότι για αλλού κινήσαμε και πάντα κάτι θα ρωτάμε.
Είπα να το πάρω κι αυτό, σε μια μου φίλη να το δώσω, με έναν όρο και ευχή. Κάθε δυό τέρμινα, να ανοίγει να μυρίσει. Μέσα να δεί. Κάθε δυό.
Ακούμπησα το σώμα από ένα καϊκι κι σαλπάρισα. Ταξίδι, θάλασσα, μποφόρ, ζωή να κρέμεται από νήμα, ζωή να έχει επίγνωση της επιπόλαιης σειράς απο συμπτώσεις που την κάνουν παρακάτω να πλέει. Τιμόνι που το δένεις στις 137 τις μοίρες, αλλά ο αέρας όπου θέλει σε κινεί, τριάντα πάνω σαρράντα κάτω, και κάνεις για το ίδιο αγώγι άλλη φορά ένα μήνα κι άλλη δυό. Και κάποτε ποτέ δε φτάνεις.
Και ένα ρολόϊ. Απίστευτα όμορφο ρολόϊ. Σαν μια μικρή απομίμηση του τεράστιου μηχανισμού που κρύβει πίσω του η αυτού εξοχότης το Big Ben. Ρώτησα πόσο κάνει. Η κόρη της Γεωργίας είπε δέκα ευρώ. Φθηνό μου φάνηκε. Είναι που χάνουν, εξηγεί η μικρή, τα βάλαμε στο κόστος γιατί πάνε αργά. Αν είστε τυχερός, αυτό μπορεί κανονικά και να μετράει. Και γέλασα, γέλασα μέσα μου πολύ. Ήταν λυτρωτικό το γέλιο.
Έψαχνα ένα ρολόϊ να χάνει. Θα έδινα όσο όσο. Θα έδινα και όλα μου τα φράγκα να είχα να δωρίσω σε όλους τους δικούς και αγαπημένους από ένα ρολόϊ που θα χάνει, ένα λεπτό την ώρα, μια εβδομάδα το χρόνο, δυό χρόνια τη ζωή. Θα πλήρωνα όσο όσο, να έχουμε όλοι μια ακόμη ευκαιρία λίγο πιο αργά να αγαπάμε, λίγο πιο βαθειά να κοιτιόμαστε, λίγο πιο ήρεμα να παρατηρούμε και με πιότερη άνεση να αφουγκραζόμαστε, αυτά που μας δείχνουν οι απέναντι και όσα έμεσα μας λένε να ψυχανεμιζόμαστε, χωρίς εκείνο τον τρόμο ότι θα μας πάρει ο χρόνος, ο καιρός από κάτω.
-Τα έχουμε στο κόστος, χάνουν, είπε πάλι η μικρή, τυλίγοντας το τέλειο ρολόϊ, το πιο τέλειο δώρο για έναν εκκολαπτόμενο σοφιστή.
Καθώς περπάτησα ανάποδα το καλντερίμι σκεφτόμουνα τον χρόνο. Πόσο ξόδεψα, πόσο πέταξα, πόσο ακόμη έχω και πόσο θα χρειαστώ για να βρεθώ εκεί που ονειρεύομαι. Και είναι και οι τέσσερις χρόνοι επαρκείς. Είναι μεγάλες, χορταστικές μερίδες χρόνου. Δόξα το Θεό. Ιδιαίτερα τώρα που βρήκα από πού θα αγοράζουμε όλοι μας ρολόγια.
Και είπα να σας το πω. Έχει νομίζω αρκετά. Και αν τελειώσουν, κάπου θα ‘χει κι άλλα. Είναι η εποχή της αφθονίας των ελαττωματικών. Αρκεί να ξέρεις τι ψάχνεις. Αρκεί να ξέρεις τι ψάχνεις….