Κυριακή, Ιανουαρίου 19

το γιοφύρι

o εξαγνισμός μου απαιτεί ένα πέρασμα μέσα από τις φλόγες, η επόμενη γη που με περιμένει είναι πάντα απέναντι, σε ποτάμι ή σε θάλασσα που πρέπει να διασχίσω, εκείνο που θα με χωρίζει συνεχώς από τον προορισμό μου είναι μια επώδυνη διαδικασία, μια ανατροπή, μια λυσσώδης αναμέτρηση, ένα γιοφύρι. Κάτω από αυτό το πρίσμα, εδω που βρίσκομαι είναι μια προσωρινή γη, μια δοκιμασία, μια διαδικασία, και όχι η ζωή μου όπως μου μέλλει να τη ζήσω .
_________________________________________________________


     Αλήθεια ,τι ξόδεμα !!! Τι εξαναγκασμός ! Τι ηρωική πρόθεση, και πόση ματαιοδοξία σφηνωμένη σε ένα μικρό μυαλό ; Ο πλανήτης είναι γεμάτος θύματα εκείνων που προσπαθούν να εξαγνιστούν. Αρχηγών κινημάτων κάθε είδους, φανατισμένων  γκρουπόσκυλων, ηγεμόνων και ηγεμονίσκων. Φανταστείτε ένα κοπάδι προβάτων, ένα σμάρι μέλισσες ή ένα σμήνος ερωδιών που ο καθένας τους θα έψαχνε  τροφή για τα παιδιά του, καταφύγιο, μια εργασία που βελτιώνει τις συνθήκες γύρω του και από πάνω ένα τρόπο για να εξαγνιστεί ! Φανταστείτε ένα κοπάδι καρχαρίες που επιβιώνει παρέα με την δυσφορία ότι δεν ήταν προορισμένοι να είναι ψάρια...

      Ποιος μαλάκας πρωτοέβαλε τούτη την ιδέα του εξαγνισμού στα μυαλά μας ; Είμασταν αγνοί πριν συμβεί αυτή η πανωλεθρία. Έκτοτε γαμήθηκαν όλα. Ο καθένας μας κουβαλά σφηνωμένο στην ψυχή του ένα παράδειγμα ενός εξαγνισμένου Ανθρώπου,μαζί με την ολέθρια απογοήτευση ότι αποτυγχάνει να Του μοιάσει. Ναι, σε όποιο σημείο της γης αν σταθείς, αφού εξασφαλίσουν καταφύγιο και τροφή οι άνθρωποι γίνονται θύματα τούτης της αυταπάτης. Πρόκειται για μια διανοητική απληστία που καταστρέφει κάθε δυνατότητα συμπόρευσής μας με το κορμί μας, τη λογική μας, την φυλή μας και το περιβάλλον μας. Για να συναντήσεις αγνό άνθρωπο πρέπει να επισκεφθείς πλέον τόπους γεμάτους παρίες. Όλοι οι υπόλοιποι είμαστε σε ένα διαρκές παραλλήρημα τύψεων και αυτομαστιγώματος.
Αφού το πρώτο πράγμα που δώσαμε για να μεταλάβουμε τους καρπούς της εξέλιξης του είδους ήταν το ένδυμα της αθωότητας με το οποίο μας έντυσε η μητέρα. Ο πραγματικά εξαγνισμένος τελικά είναι εκείνος που κάθε του ενέργεια αποσκοπεί στην εξυπηρέτηση των πρωτόλειων αναγκών του και στην προστασία των συντρόφων του από τις φυσικές απειλές του περιβάλλοντός του. Πέραν τούτου ουδέν.

        Η απληστία που υποθάλπτει τούτον τον αγώνα της θεοποίησης είναι ισχυρότερη και από την απληστία για περισσότερα υλικά αγαθά. Είναι απείρως πιο επικίνδυνη γιατί είναι περίτεχνα ενδεδυμένη με φαιδρά και κίβδηλα κίνητρα. Είναι μια απληστία για την οποία όχι μόνο δεν λογοδοτείς αλλά από πάνω είσαι υπερήφανος που σε διακατέχει. Το βασικότερο κίνητρο που την τροφοδοτεί  είναι η αγωνία να βρεθείς σε μια ανώτερη κατηγορία από τους γύρω σου. Η συγκρίσεις μάλιστα αποκτούν τόσο μεγαλύτερη βαρύτητα στο υποσυνείδητό σου, όσο μεγαλύτερο είναι το καλάμι της αυταρέσκειας που έχεις καβαλήσει. Όσο περισσότερο έχει θεριέψει το ΕΓΩ σου …

      Απελευθέρωση εύχομαι λοιπόν, δική μου και δική σας και του είδους μας από την πρόθεση του εξαγνισμού. Και τολμώ να βάλω τούτη την ευχή δυνατότερη από την υγεία, την αγάπη και την ειρήνη γιατί πολλά από τούτα μια απελευθέρωση θα τα καταστήσει εφικτά. Ένα γιοφύρι είναι ένα γιοφύρι. Εκείνος που το έχτισε ας το διασχίσει. Όταν χορτάσω τη γης μου, ας χτίσω ένα δικό μου, αλλά να τη χορτάσω πρώτα, αν με καταλαβαίνετε.

Τετάρτη, Ιανουαρίου 8

γαμώ τις



         Γαμώ τις μέρες που έφαγα να ελπίζω ότι θα αλλάξω έναν άνθρωπο άλλον από εμένα, να σκέφτομαι πως να φυτρώσω εκεί που δε με σπέρνουν, να φυτρώσω για να εισφέρω τα άνθη μου και ύστερα καρπούς, σε σπίτια που δε στρώνουν το τραπέζι γιορτινά, παρά μόνον τις απόκριες, για να μη μπορεί να τους καταλογίσει ουδένας την μομφή… τη μομφή για τη χαρά. Γαμώ τις μέρες.
        Γαμώ τις μέρες που έχασα να ζωγραφίζω τοίχους, μ’ αποφθέγματα, σοφίες που κατακτήθηκαν  με λάθη κι αγωνίες, λες και οι τοίχοι κάποιον θα τον πάνε παρακάτω, λες και τα μάτια που θα πέσουν πάνω τους είναι γόνιμα, γαμώ τα σπρέυ που ξόδεψα γαμώ. Τουλάχιστον θα είχαμε άσπρους τοίχους.
       Γαμώ τις μέρες που έζησα αναμένοντας σε οθόνες, mailbox και πόρτες και τηλέφωνα και παραθύρια, να περιμένω ότι έφτασε η ερώτηση και κάποιος θα απαντήσει, ότι έφτασε η έκκληση ή χειρότερα η απόγνωση, ότι θα κάνει κάποια εντύπωση η παράκλησή μου να μου δώσουν μια στιγμή απ’ τις στιγμές τους. Μάταιος πυρετός σε μάταιο σώμα, γαμώ τις ώρες που έφυγαν γαμώ.
        Γαμώ τις Κυριακές που ξύπνησα νωρίς, για να τις ζήσω ολάκερες, γιορτές κοντές και φρούδες , τόσο κατώτερες των περιστάσεων, τόσο μικρότερες από τις Τρίτες και τις Πέμπτες που ‘φεραν γιορτή, εκεί που δε την περιμένεις, γαμώ τις Κυριακές με τις μεγάλες υποσχέσεις τους γαμώ.
       Γαμώ τους δρόμους που περπάτησα για να σε συναντήσω, αεικίνητος και ζωηρός και φέρελπις και συ δε βγήκες, κάθησες στο σπίτι, γιατί δε πίστευες ότι έξω κόσμος περπατά για να σε συναντήσει, γαμώ την τύφλα σου γαμώ.
       Γαμώ τον χρόνο που θα φύγει άϋλος, ανούσιος και χλωμός, καθώς θα κάνω πάλι τα ίδια λάθη, με το κουσούρι μου μη θέλοντας να αναμετρηθώ, εγώ κι η αδυναμία μου ζευγάρι, αχώριστο, φοβούμενος ότι άμα πάψω να ξοδεύομαι θα πάψουν να με βλέπουν, τάχατες ίνδαλμα, τάχατες σύντροφο, τάχατες γονιό, τάχατες γιό και θα με αποκληρώσουν από της εκτίμησης την μάταιη περιουσία, λες και ανέβηκε κανείς βουνά ποτέ με δεκανίκια την εκτίμηση των άλλων. Γαμώ την ανοησία μου γαμώ.
       Γαμώ τις νύχτες που έφαγα για να σε περιμένω, ξημέρωμα ψυχής, ξημέρωμα λατρείας και  έκστασης, ήλιε, αστέρι και θεέ, γαμώ τις νύχτες που έφαγα για να σε περιμένω. Αφού είσαι μέσα μου. Τι ξόδεμα είναι αυτό. Και πότε θα αποσώσει ;       

Κυριακή, Ιανουαρίου 5

Στις θάλασσες μέσα μου



  Φωτογραφία του Λάζαρου Θεοδωρακίδη


 Στις θάλασσες που μου ‘ταξαν νησιά και νέες χώρες, δίνοντας νόημα στην εμμονή μου να ζήσω, βάζοντας χρώματα σε ότι εκπορεύεται από τη φιλοδοξία της ψυχής μου, σε τούτες τις θάλασσες αγγέλους πίνω μια ρακή.
      Στις θάλασσες που σβήνουν πίσω τις ρότες μου, κάνοντας αδύνατο ένα πισωγύρισμα, καθώς ματιές απόγνωσης και φόβου εγώ του απευθύνω, σε τούτες τις θάλασσες συντρόφους πίνω μια ρακή.
      Στις θάλασσες που με βούλιαξαν, πολλές φορές, μέχρι να μου κοπεί η ανάσα, να μπορέσω να ξανασκεφτώ, τι μπαίνει πρώτο και τι ύστερο, σε τούτες τις θάλασσες που ξέρουν ότι είμαι ικανός να επιπλεύσω, ότι είμαι δυνατός να κολυμπήσω, πίνω μια ρακή.
      Στις θάλασσες που έρχονται στην αμμουδιά μου για να σβήσουν τα ίχνη εκείνης. Και καθώς αποτραβιούνται πίσω, αφήνουν μια υποψία της πατημασιάς της, δυσδιάκριτη αλλά υπαρκτή, σε τούτες τις θάλασσες της διακριτικής παρεμβατικότητας πίνω μια ρακή.
      Στις θάλασσες που με ξυπνούν το βράδυ για να με πλύνουν, εκεί που δε φτάνω να πλυθώ, να με αποδώσουν άσπιλο στην επόμενη μέρα, ξεχυλίζοντας στα μάγουλά μου αφρούς από δάκρυα, εκείνες τις ώρες που επιτρέπεται να κλαίς, σε αυτές τις θάλασσες της εξομολόγησης πίνω μια ρακή.
     Στις θάλασσες που βρέχουν τα ξερά λιανά λιμάνια μου, φτιάχνοντας προορισμούς και ντύνοντάς τους Σειρήνες, βαφτίζοντας τα ξερονήσια πατρίδες και απάγγια, σε τούτες τις μαστόρισσες πίνω μια ρακή.
     Στις θάλασσες που με διδάξαν το απέραντο, την προοπτική, την ματιά υπεράνω, την ελπίδα και πλοηγός με βάλανε να δοκιμάσω, σε τούτες τις θάλασσες μάνες πίνω μια ρακή.
     Στις θάλασσες μέσα μου οφείλλω αυτό που είμαι. Ευτυχώς που δεν ‘ναι μαύρες .